12ο μερος
Όμως, αλίμονο! Η επέμβαση της Ελίζας υπήρξε καθοριστική! Τώρα, το μόνο που ήθελε η Κάντυ, ήταν να εξαφανιστεί. Τον κοίταξε, έτσι όπως την κρατούσε ακόμη. Άραγε να μάντευε τι πάλη γινόταν μέσα της;
Σε μια στιγμή, της φάνηκε πως δεν αναγνώριζε πια τον άνθρωπο που βρισκόταν απέναντι της. Δεν έμοιαζε με τον παλιό της φίλο Άλμπερτ. Εκείνον που εμπιστευόταν απόλυτα, και που έκλαψε στην αγκαλιά του, για τον χωρισμό της από τον Τέρρυ. Έναν άνθρωπο, που θεωρούσε οικογένεια της, ακριβώς σαν την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία.
Ασυναίσθητα τότε, σκέφτηκε πως ήταν οικογένεια της. Τυπικά, ήταν ο πατέρας της! Η λέξη ¨πατέρας¨, την έκανε να ζαλιστεί! Βέβαια την είχε ξανακούσει, αλλά εκείνη την στιγμή, ένιωσε το νόημα της!
Και εκείνη….., ήταν ερωτευμένη μαζί του; Και ο Άλμπερτ; Τι αισθήματα να είχε άραγε για εκείνη; Ποτέ του, δεν ήταν ξεκάθαρος. Και εν τέλει, ποιον είχε απέναντί της εκείνη την ώρα; Τον Άλμπερτ που γνώριζε πάντα; Τον ¨πατέρα¨ της; ή τον άνθρωπο που ένιωθε πως ερωτεύτηκε;
Πως τον ντρεπόταν τώρα πια! Πως χάθηκε αυτή η οικειότητα που είχαν πάντα οι δύο τους; Η συνειδητοποίηση της αγάπης της, τα άλλαξε όλα. Δεν θα μπορούσε πια να τον ξαναδεί όπως πριν!
Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτα άλλο. Το μόνο που ήθελε ήταν, να εξαφανιστεί.
¨Άλμπερτ, το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω στο σπίτι. Άφησε με, σε παρακαλώ¨
και έκανε, να αποτραβηχτεί…
Σχεδόν αμέσως, το πρόσωπο του Άλμπερτ, σκοτείνιασε, με μια έκφραση θυμού. Πιθανόν, να μην περίμενε αυτή της την αντίδραση...
¨Τι πάει να πει, θα γυρίσεις σπίτι! Έχεις την αίσθηση που είσαι Κάντυ; Στην ερημιά! Χιλιόμετρα μακριά από το ορφανοτροφείο. Μήπως λογαριάζεις να γυρίσεις εκεί με τα πόδια; Θα γυρίσεις πίσω μαζί μου, τώρα! Δεν σε αφήνω μόνη¨
¨Άλμπερτ, άφησε με, δεν θέλω να πάω, πουθενά μαζί σου..¨
Και την ίδια στιγμή, μετάνιωσε που το είπε.. Αλλά ήταν αργά πια!
Στο πρόσωπο του Άλμπερτ, καθρεφτίστηκε τώρα η έκπληξη.
Την κοίταξε, με μια έκφραση, που ποτέ της δεν είχε ξαναδεί, και που την έκανε να φοβηθεί.
Η Κάντυ, κατάλαβε, πως ο Άλμπερτ, θύμωσε για τα καλά μαζί της, για πρώτη φορά..
¨Αρκετά πια έκανα υπομονή¨, ξέσπασε, ¨Δεν αντέχω άλλο. Έκανα τα πάντα για σένα. Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα….. που ήμουν κοντά σου, όταν έφυγε ο Άντονυ, και ο Τέρρυ αργότερα…Που ήμουν κοντά σου, σχεδόν κάθε στιγμή… Όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάλαβες τίποτα για μένα; Ούτε καν, και όταν κατάλαβες, πως ήμουν ο Πρίγκιπας του λόφου, που όλα αυτά τα χρόνια αναζητούσες;
Σε άφησα μόνη σου, από εκείνη την μέρα. Ήθελα να σκεφτείς… ήθελα να καταλάβεις… δεν είχα να πω πια τίποτα άλλο. Πίστευα πως θα καταλάβαινες! Αλλά δεν κατάλαβες τίποτα! Περίμενα, έστω και για μια στιγμή, μέχρι την τελευταία στιγμή, κάτι να πεις. Κάτι που να με κάνει.. αλλά το μόνο που είπες, ήταν… αυτό!
Δεν θέλω να σε ξαναδώ πια. Μείνε μόνη αφού το επιθυμείς¨
Και με αυτά τα λόγια, της γύρισε την πλάτη, και απομακρύνθηκε.
Η Καντυ, έμεινε να τον κοιτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει, τι της είχε πει μόλις.. Κατάλαβε καλά; Της είπε πως την αγαπάει; Πως την αγαπούσε όλα αυτά τα χρόνια; Πως περίμενε, μιας της ανταπόκριση;
Τόσα χρόνια δεν τον αγαπούσε, είναι αλήθεια. Όχι έτσι! Τον ένιωθε σαν αδερφό! Αλλά μετά, που άλλαξαν τα αισθήματα της, εκείνος δεν το κατάλαβε; Και κατηγορούσε τώρα εκείνη; Δεν κατάλαβε, πως όλα αυτά, αυτή της η περίεργη συμπεριφορά, ήταν γιατί ήταν ερωτευμένη;
Και τώρα ο Άλμπερτ θύμωσε, και την άφησε μόνη μέσα στην νύχτα. Ο Άλμπερτ της, ποτέ του δεν θα την άφηνε!! Τότε που το έσκασε από τον Νηλ, ο Άλμπερτ ήταν εκείνος που την έψαξε να την βρει. Εκείνος την έκανε να αισθανθεί ασφάλεια, μέσα στην ερημιά εκείνης της νύχτας, και ήταν ο ίδιος ο Άλμπερτ τώρα, που την άφηνε μόνη.
Ήταν ανώφελο, ακόμη και να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Της είπε ξεκάθαρα πως την εγκαταλείπει. Και ήταν θυμωμένος. Αναρωτήθηκε τότε, ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να του φανέρωνε τι ένιωθε για εκείνον τώρα πια, προτού καταλήξουν έτσι! Προτού εκείνος θυμώσει. Αλλά καμιά στιγμή δεν της φάνηκε κατάλληλη. Της πήρε αρκετό καιρό να καταλάβει τι ένιωθε, και ακόμη και τώρα, σχεδόν δεν πίστευε αυτά που ένιωθε! Πως θα μπορούσε να του το πει αν δεν ήταν σίγουρη; Έπειτα, είχαν αρκετό καιρό οι δύο τους να βρεθούν, και αυτό το επεδίωξε ο Άλμπερτ, όπως φανερώθηκε τώρα. Αλλά ακόμη και τώρα, που ήρθε στο Σικάγο για να τον βρει, τα γεγονότα με την Ελίζα, την έκαναν να δειλιάσει.
¨Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως πάντα κάτι συμβαίνει την τελευταία στιγμή, και ανατρέπονται όλα¨, συλλογίστηκε πικρά, ενώ ξεκίνησε αργά, να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτή που έφυγε ο Άλμπερτ
¨ίσως θα ‘πρεπε να αποδεχθώ το γεγονός πως είμαι άτυχη, και να πάψω πια να προσπαθώ¨
Ο ουρανός, είχε σκοτεινιάσει ήδη από το πρωί, την ώρα που ξεκίναγε από το ορφανοτροφείο. Το ίδιο σκοτεινή, ήταν και η καρδιά της, ενώ βάδιζε αργά, μέσα στην συννεφιασμένη νύχτα, χαμένη στις σκέψεις της.
Η βροχή δεν άργησε να ‘ρθει! Το ίδιο και τα δάκρυα της Καντυ! Μόνο που η βροχή ήταν παγωμένη, ενώ τα δάκρυα της, καυτά. Περπατούσε πια, με μόνο σκοπό να φτάσει.. πέρα.. μακριά.. στο ορφανοτροφείο.. με τα πόδια! Αυτός ήταν ο μόνος σκοπός της ζωής της τώρα πια. Μια ζωή, που της πρόσφερε πολύ πόνο και δάκρυα, και εκείνη, ένιωθε πως άντεχε πια άλλο.
Ξαφνικά.. ένα αυτοκίνητο ακούστηκε πίσω της. Έκανε στην άκρη να περάσει, αλλά αυτό σταμάτησε. Η πόρτα του, άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τζωρτζ! Της έκανε νόημα να μπει μεσα
¨Δεσποινίς Καντυ¨, της είπε, ¨με έστειλε ο κος Γουίλιαμ, για να σας μεταφέρω στον προορισμό σας. Δεν είναι σωστό να τριγυρίζετε στην νύχτα, ολομόναχη!¨
Ο Τζωρτζ, ήταν ανέκφραστος όπως πάντα…