Ένα ρομαντικό ταξίδι...

Juanita

Retro PaTRi@RcH
Joined
23 Οκτ 2007
Μηνύματα
4.263
Αντιδράσεις
336
Ένα ρομαντικό ταξίδι







Προσμονή






Η παχιά σκιά του δέντρου ήταν βάλσαμο εκείνη την ώρα που ο ήλιος έκαιγε. Μεσημέριαζε και η κούραση την είχε καταβάλει. Αρκετές μέρες τώρα σχεδόν ξεχνούσε να κοιμηθεί ή να φάει. «Το τελευταίο ήταν μάλλον για καλό» σκέφτηκε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα στον εαυτό της. Έβγαλε μια σελίδα χαρτί από την τσέπη της και το ξεδίπλωσε. Ο χρόνος που είχε στη διάθεσή της για διάλειμμα ήταν περιορισμένος. Έπρεπε να κάνει γρήγορα.

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα που είχε αποβραδίς τελειώσει. Δεν το είχε ταχυδρομήσει ακόμη προκειμένου να του ρίξει μια τελευταία ματιά. Το έφερε στα χείλη της και το φίλησε. Αχ.. να το λάβαινε γρήγορα ο Άλμπερτ. Έβγαλε από την άλλη τσέπη το ροζάριο της κυρίας Πόνυ το κράτησε σφιχτά στα χέρια της και άρχισε να προσεύχεται… “Παναγία μου, κάνε σε παρακαλώ…”

Σταμάτησε εκεί την προσευχή της. “Nα μην πιάνουμε το όνομα του Κυρίου επί ματαίω… “ της είχε μάθε η αδερφή Μαρία. Ζήτησε συγνώμη από μέσα της όμως δεν ήθελε να μετριάσει τη χαρά και την ελπίδα.

..Aχχχχ… ήθελε τόσο να έρθει εκείνη η μέρα… 20 φορές έγραψε και άλλες τόσες έσκισε το γράμμα επειδή δεν της άρεσε. Στο προηγούμενο είχε υπάρξει πολύ εκδηλωτική : “ …Χαίρομαι που οι γονείς μου με άφησαν εδώ στο λόφο…” ή “Είμαι τόσο ευτυχισμένη… ίσως αύριο χτυπήσει η πόρτα, ανοίξω και σε δω μπροστά μου…” και ακόμη: “Στο επόμενο ταξίδι θα με πάρεις μαζί σου… και αν δε κάνεις θα έρθω με το ζόρι… “ Σα να άκουγε το γέλιο του να αντηχεί μέσα στ΄αυτιά της… “τι παιδί που είσαι Κάντυ…” Έτσι την έβλεπε… σαν παιδί ακόμη… και ας μην ήταν πλέον δικό του – υιοθετημένο - παιδί… Σαν ένα παιδί…

Αυτή τη φορά, είχε επιλέξει με μεγάλη προσοχή τις λέξεις στο γράμμα της.. Πόσο θα ʽθελε να μπορούσε να γίνει αόρατη και να βρεθεί κοντά του την ώρα που θα το διάβαζε… να δει γεμάτη αγωνία αν θα κολακευόταν ή αν θα γελούσε μαζί της και θα το πέταγε σε μια μεριά βάζοντας άλλες προτεραιότητες…

Η χαρούμενη φωνή της κας Πόνυ την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο πυρετός είχε πέσει και τα εξανθήματα είχαν αρχίσει να υποχωρούν. Τα δίδυμα σύντομα θα έβρισκαν και πάλι το χαμόγελό τους και τη διάθεση για παιχνίδι.

Τις τελευταίες μέρες σχεδόν όλα τα παιδάκια του ορφανοτροφείου αρρώστησαν από ιλαρά. Η νόσος μεταδιδόταν από παιδί σε παιδί –όσα τουλάχιστον δεν την είχαν περάσει- και η Κάντυ με το γιατρό Μάρτιν είχαν πέσει με τα μούτρα στη θεραπεία τους. Ο Χοακίμ και η Χούλια ήταν τα τελευταία παιδάκια που νόσησαν. Ευτυχώς, όλα τώρα πήγαιναν μια χαρά. Άλλη μιά μπόρα είχε χτυπήσει το ορφανοτροφείο μα τώρα διαλυόταν σα συννεφάκι περαστικό. Η Κάντυ ένιωσε πως όλα είχαν το σωστό τάιμινγκ. Η πρόσκληση του Άλμπερτ να συνταξιδέψουν έφτασε όταν όλα έβαιναν καλώς. Δε θα μπορούσε να φύγει και να αφήσει τα δίδυμα να ψήνονται στον πυρετό.

Τα είχε αναλάβει η ίδια από εκείνη τη μέρα που η μητέρα τους τα έφερε στο ορφανοτροφείο. Προσωρινά τους είχε πει, μέχρι να μπορέσει να ορθοποδήσει… Με τη Φερνάντα είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία, ίσως και γι αυτό τη συμπάθησε αμέσως. Φτωχοί μετανάστες από το Μεξικό, η Φερνάντα και ο Λεάνδρο ήρθαν στο Σικάγο μήπως δουν μια άσπρη μέρα. Αλίμονο όμως, Όπου φτωχός και η μοίρα του, δε λένε; Αμέσως η μαμά πατρίδα τον έστειλε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και ας κόντευε ο πόλεμος να τελειώσει. Ούτε που πρόλαβε να μάθει πως η γυναίκα του ήταν έγκυος. Σκοτώθηκε πριν μάθει να χρησιμοποιεί το όπλο του. Νεογέννητα η Φερνάντα τα έφερε στο λόφο λίγο προτού ξεκινήσει να εργάζεται εσώκλειστη σε αρχοντικό της περιοχής και η Κάντυ τα πήρε υπό την προστασία της.

Η ώρα πλησίαζε για να κατέβει ξανά στο μικρό ιατρείο. Μήπως να καθόταν λίγα λεπτά ακόμη;

Είχε μεγάλη ανάγκη από λίγη ξεκούραση. Να κλείσει τα μάτια της και ως δια μαγείας τα προβλήματα να εξαφανιστούν. Όταν ανέλαβε με το γιατρό Μάρτιν το μικρό ιατρείο στο λόφο δεν πίστευε πως θα υπάρχει τόση δουλειά. Δεν ήταν μόνο τα παιδιά του ορφανοτροφείου που δέχονταν τις περιποιήσεις τους αλλά κυρίως οι κάτοικοι των γύρω χωριών και οι εργάτες στα χωράφια που είχαν ανάγκη από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Χάρη στον Άλμπερτ κανένας ασθενής δε χρειαζόταν να πληρώνει για τα φάρμακά του ή για μικροεπεμβάσεις. Η Κάντυ όμως είχε ήδη φτάσει στα όριά της.

Η πολυπόθητη μέρα δεν άργησε να φτάσει. Ή καλύτερα, η πολυπόθητη παραμονή… Η Κάντυ ετοίμαζε τα πράγματά της. Νωρίς το πρωί της επομένης, θα περνούσε ο Άλμπερτ να την πάρει και λίγες ώρες αργότερα θα ταξίδευαν για Παρίσι…

Άνοιξε τη βαλιτσούλα της. Χρόνια τώρα τη συντρόφευε όπου και αν πήγαινε: στο σπίτι των Ράνγκαν, στο Μεξικό, στο Λονδίνο, στο Σικάγο… παντού. Έριξε μια ματιά στα ρούχα που είχε διαλέξει να πάρει μαζί της. Μόνο το ανοιξιάτικο πανωφόρι που της είχε στείλει ο Άλμπερτ από το Ρόκστοουν δυό χρόνια πριν έσωζε κάπως την κατάσταση. Το τζην παντελόνι της ήταν χιλιομπαλωμένο και τα πουκαμισάκια της είχαν τριφτεί στους αγκώνες. Όσο για τα φορέματά της, τη στένευαν πια αρκετά. Μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί αλλά το σώμα της είχε αλλάξει τα τελευταία δύο χρόνια. Ήταν τουλάχιστον μερικές οκάδες βαρύτερη χωρίς όμως να έχει πάρει πόντο ύψος. Δίπλωσε προσεχτικά τα ρούχα της και τα έβαλε μέσα στη βαλίτσα. Εκείνη η παλιά νυχτικιά φτιαγμένη από την αδερφή Μαρία, λίγα εσώρουχα και να… η Κάντυ ήταν έτοιμη...

Ανυπομονούσε να ξημερώσει..

Το πρώτο της ταξίδι με τον Άλμπερτ… Άραγε θα είχε καθόλου χρόνο για εκείνη;

Kάντυ; “

Hκα Πόνυ χτύπησε απαλά την πόρτα και στο κάλεσμα της Κάντυ οι δύο γυναίκες μπήκαν στο μικρό δωμάτιο.

- Κάντυ μου, ετοιμάστηκες ήδη βλέπω…

- Ναι, αδελφή Μαρία. Τα έβγαλα και τα ξαναέβαλα στη βαλίτσα τρεις με τέσσερις φορές για να μην ξεχάσω τίποτα.

( Η Κάντυ χαμογέλασε βγάζοντας τη γλώσσα στον εαυτό της)

- “Αχ, κορίτσι μου, εσύ ποτέ δε θα μεγαλώσεις.” Η κα Πόνυ χαμογέλασε γλυκά και συνέχισε “Φαίνεσαι πολύ χαρούμενη για το αυριανό ταξίδι. Θα έχετε καιρό να τα πείτε και με την Άννυ.”

- Έχω πολύ καιρό να τη δω κα Πόνυ. Σχεδόν από τότε που αρραβωνιάστηκαν με τον Άρτσυ. Στο Παρίσι θα είμαστε μαζί από το πρωί ως το βράδυ.

- Κάντυ μου, πριν κλείσεις τη βαλίτσα σου θέλουμε να βάλεις μέσα αυτό το φάκελο. Δεν είναι πολλά γι αυτό και να τα χρησιμοποιήσεις όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.

Η Κάντυ διστακτικά πήρε το φάκελο και τον άνοιξε.

- Μα… είναι πολλά αδελφή... Δεν μπορώ να τα κρατήσω. Εσείς τα έχετε περισσότερο ανάγκη και…

- Άκουσέ μας κορίτσι μου. Χάρη στον Άλμπερτ, δε μας λείπει τίποτα. Τα χρήματα που δίνει κάθε μήνα για το ορφανοτροφείο φτάνουν και περισσεύουν. Αυτά είναι για σένα, η αμοιβή που θα έπρεπε να παίρνεις για τις υπηρεσίες σου εδώ…

- Μα… κα Πόνυ… δε θέλω χρήματα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για εσάς, και…

- Κάντυ μου, κράτησέ τα σε παρακαλώ. Παλαιότερα, εμείς σας ράβαμε όλα τα ρούχα. Τώρα όμως έχεις μεγαλώσει και τα ρούχα τα δικά μας δεν ταιριάζουν σε μια δεσποινίδα της ηλικίας σου. Με αυτά, θα μπορέσεις να αγοράσεις ό,τι τραβά η καρδιά σου και θα είναι σα να σου τα πήραμε εμείς.

- Αχχχ…κα Πόνυ και αδερφή Μαρία σας αγαπώ τόσο πολύ…

Η Κάντυ συγκινημένη έπεσε στην αγκαλιά τους όπως έκανε όταν ήταν μικρή και έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τις σφιχταγγαλιάζει. Η μεγάλη τους αγκαλιά όπως και εκείνη του Άλμπερτ που άνοιγε πάντα για να τη δεχτεί με αγάπη ήταν το δικό της απάνεμο λιμανάκι.

Το βράδυ ήρθε γρήγορα αλλά την Κάντυ δεν την έπιανε ύπνος… «Ίσως τα πρωί ν΄ανοίξω την πόρτα και να στέκεσαι εκεί…» Πώς να κλείσει μάτι;;; Το σκοτάδι είναι βαθύ αλλά όταν χαράξει η μέρα το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί…

Σαν τρελή έτρεξε να ανοίξει στο πρώτο χτύπημα. «Άλμπερτ… Τζωρτζ, εσύ;;;» Η χαρμολύπη ζωγραφίστηκε στις άκρες των χειλιών της.

«Δεσποινίς Κάντυ, δυστυχώς ο κύριος Γουίλιαμ έπρεπε να ταξιδέψει νωρίτερα. Θα σας συνοδέψω εγώ στο ταξίδι σας… Η δεσποινίς Άννυ και ο κύριος Άρτσυ θα σας συναντήσουν στη Γαλλία.»

Στην πόλη του φωτός






Γερμένη στην κουπαστή, κοίταζε πως έσπαγαν τα κύματα στην πλώρη του καραβιού. Θυμήθηκε εκείνο το ταξίδι προς την Αγγλία που είχαν κάνει χρόνια πριν οι δυό τους. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, μια νοτισμένη παγωμένη βραδιά, τότε που συνάντησε για πρώτη φορά τον Τέρρυ. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ο Τέρρυ... Η αγάπη τους δεν ήταν αρκετή για να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα της ζωής. Έπρεπε να διαλέξει ο καθένας το δικό του ξεχωριστό δρόμο. Εκείνη τη βραδιά του χωρισμού ήθελε να πεθάνει… Αν δεν ήταν ο Άλμπερτ να γραπωθεί πάνω του ποιος ξέρει που θα ήταν σήμερα…

Ο Άλμπερτ… ο καλός της Άλμπερτ… ο αγαπημένος της Άλμπερτ… Όχι όχι… έπρεπε να το βγάλει από το μυαλό της. Δυό χρόνια τώρα δεν τολμούσε να ονειρευτεί. Είχε αφεθεί κάποτε στα όνειρά της… παλιά… με τον Τέρρυ… και ακόμη παλαιότερα με τον Άντονυ… Τόσος πόνος δεν της άξιζε, γι αυτό και τώρα προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της. Ένα ταξίδι θα ήταν μόνο… Ένα ταξίδι που της το είχε υποσχεθεί καιρό τώρα… Δεν έπρεπε όμως να ελπίζει… να περιμένει κάτι παραπάνω… άλλωστε δεν της είχε δώσει κανένα δικαίωμα. … Θα έπρεπε να τον βγάλει από το μυαλό της…

Μέρες μετά, το αυτοκίνητο διέσχιζε τους δρόμους του Παρισιού. Η Άννυ με τον Άρτσυ είχαν φτάσει από την Αγγλία το ίδιο πρωί και περίμεναν στην αποβάθρα να υποδεχτούν τη φίλη τους. Ο Άλμπερτ δεν μπόρεσε να έρθει… ανειλημμένες υποχρεώσεις τον κρατούσαν δέσμιό τους στα γραφεία του Παρισιού. Τα δύο κορίτσια κοίταζαν δεξιά και αριστερά τις ομορφιές της πόλης. Ο Τζωρτζ πρόθυμα απαντούσε σε κάθε τους ερώτηση ενώ ο Άρτσυ ήταν ασυνήθιστα σιωπηλός κουνώντας μονάχα το κεφάλι του όποτε το έκρινε απαραίτητο. Θα έπρεπε και εκείνος να συμμετέχει στα συμβούλια και τις αποφάσεις της οικογένειας και ειδικά σ΄ αυτή την πόλη ήταν το τελευταίο που επιθυμούσε.

Το «Σπλεντίτ» βρισκόταν στο κέντρο της πόλης σχεδόν πάνω στις όχθες του Σηκουάνα. Πάρκαραν μπροστά στην είσοδο και μόλις κατέβηκαν τα παιδιά, ο Τζωρτζ έφυγε για τα γραφεία των Άρντλεϋ. Αργότερα θα έμενε σε κάποιους φίλους. Οι τρεις φίλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό… Θα πρέπει να ήταν από τα πιο ακριβά ξενοδοχεία… Αμέσως οι γκρούμ έτρεξαν για να παραλάβουν τις βαλίτσες τους. Σίγουρα η φθαρμένη βαλίτσα της Κάντυ θα τους έκανε εντύπωση ειδικά πλάι σ΄ εκείνες τις ακριβές δερμάτινες των φίλων της.

«ʼΕλα, Κάντυ, γρήγορα…» Η Άννυ κουρασμένη από το πολύωρο ταξίδι, ήθελε όσο τίποτα άλλο να ξεντυθεί και να ξαπλώσει…Τα παιδιά διέσχισαν το διάδρομο από τη ρεσεψιόν μέχρι το ασανσέρ. Τα πόδια τους βούλιαζαν σχεδόν μέσα στο παχύ χαλί και οι πολυέλαιοι φώτιζαν το χώρο περισσότερο από το αστέρι της μέρας. Οι τοίχοι ήταν από τη μια άκρη ως την άλλη ζωγραφισμένοι με υπέροχα χρώματα και σχέδια. Σίγουρα κάποιος διάσημος ζωγράφος θα τους είχε φιλοτεχνήσει με το ταλέντο του…

Ο Άλμπερτ είχε κλείσει τις δυό πολυτελέστατες σουίτες του τετάρτου ορόφου για τις κοπέλες και εκείνους. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να περιμένουν. Οι σουίτες τους ήταν πεντακάθαρες, έτοιμες να τους υποδεχτούν. Για την ώρα θα ξεκουράζονταν και από την επομένη θα ξεκινούσαν να εξερευνούν κάθε σπιθαμή αυτής της πόλης.

Αργότερα θα δειπνούσαν στο ρεστωράν του ξενοδοχείου. «Στις 8:00 το βράδυ…» τους είχε μηνύσει ο Άλμπερτ..

Η Κάντυ κοίταζε εκστασιασμένη γύρω της. Η σουίτα τους δε συγκρινόταν σε χλιδή ούτε με το καλύτερο δωμάτιο της βίλας των Άρντλεϋ. Οι κουρτίνες από βαθύ κόκκινο βελούδο δε θα άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να τις ξυπνήσουν. Τα καλύμματα των κρεβατιών όλα από υφαντά λεπτοδουλεμένα στο χέρι από τις καλύτερες τεχνίτριες. Στο μπουντουάρ, η λεκάνη με την κανάτα με το καθαρό νερό από πανάκριβη πορσελάνη και τα ποτήρια του νερού κολονάτα όπως εκείνα του κρασιού… Ακόμα και τα πόμολα ήταν επιχρυσωμένα. Η Κάντυ άρχισε να αισθάνεται άβολα…

Η Άννυ φλυαρώντας χαρούμενη μπήκε πρώτη να φρεσκαριστεί γεμίζοντας τη μπανιέρα με ζεστό νερό και αρωματικά έλαια. Θα καθόταν αρκετή ώρα. Ήθελε να είναι πολύ όμορφη απόψε για τον Άρτσυ. Άλλωστε ως επίσημα αρραβωνιασμένοι, ήταν η πρώτη τους διανυκτέρευση μακριά από τα σπίτια τους.

Η Κάντυ ήταν εξαντλημένη από το ταξίδι. Το μόνο που θα επιθυμούσε μετά από ένα ζεστό μπάνιο ήταν να πέσει για ύπνο. Δεν ήθελε όμως να χαλάσει το πρόγραμμα της παρέας και άνοιξε τη βαλιτσούλα της για να τακτοποιήσει τα ρούχα της στη ντουλάπα. Κοντοστάθηκε στενοχωρημένη… Ακόμη και οι πετσέτες του ξενοδοχείου ήταν από καλύτερο ύφασμα συγκριτικά με τα ρούχα της. Την έπιασε απελπισία. Τι ζητούσε εκείνη σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Όταν δέχτηκε μέσʼ την τρελή χαρά την πρόταση του Άλμπερτ να τον συντροφέψει στο ταξίδι του αλλιώς τα είχε φανταστεί… Ήθελε να ταξιδέψει με τον δικό της Άλμπερτ, τον Άλμπερτ με το σακίδιο στην πλάτη και τον Πούπε αγκαλιά. Μόνο έτσι δε θα ένιωθε άσχημα με τα κουρέλια της.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, να ξαναγυρίσει στη σιγουριά του λόφου της, στην αγκαλιά της κας Πόνυ…

… Τα χρήματα… τα χρήματα που της έδωσε η κα Πόνυ στο φάκελο… Ίσως να έφταναν για να επιστρέψει…

-Κάντυ; Η Άννυ τυλιγμένη στο χνουδάτο μπουρνούζι της κοίταζε γεμάτη απορία το δακρυσμένο πρόσωπο της Κάντυ.

- Τι σου συμβαίνει; Γιατί κλαις;

- Άννυ, δεν έπρεπε να έρθω μαζί σας, δεν ταιριάζω εγώ σ΄ αυτό το περιβάλλον.

Η Άννυ κοίταξε τα ρούχα της Κάντυ που ήταν αραδιασμένα πάνω στο κρεβάτι της.

- Ανοησίες Κάντυ. Κάνε ένα ζεστό μπάνιο, να χαλαρώσεις και τα λέμε μετά.

Με το ζόρι έσπρωξε την Κάντυ στο μπάνιο. Είχε ήδη γεμίσει την μπανιέρα για τη φίλη της ρίχνοντας λίγες σταγόνες από τα αιθέρια έλαια πορτοκαλιάς που ήταν στα πολύτιμα βαζάκια.

Η Κάντυ βυθίστηκε στο ζεστό νερό που λειτούργησε καταλυτικά στο να διαλυθεί η νευρικότητά της. Τι χαζή που ήταν. Οι φίλοι της την αγαπούσαν γι αυτό που ήταν και όχι για όσα είχε. Σχεδόν μισή ώρα αργότερα, βγήκε από το νερό με άλλη διάθεση. Το ζεστό νερό ως δια μαγείας είχε εξαφανίσει την κούρασή της. Ένιωθε πως η μέρα τους τώρα ξεκινούσε.

Στο κρεβάτι της ήταν απλωμένα δύο βελουτέ φορέματα. Το ένα σε αποχρώσεις του πράσινου και το άλλο σκούρο ροδακινί. Η χαρωπή φωνή της Άννυ που έβαζε τα ζεστά ρόλεϋ στα μαλλιά της ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο:

“- Το πράσινο σου πηγαίνει περισσότερο, αν θες τη γνώμη μου, και όταν το φορέσεις έλα να με βοηθήσεις με τα μαλλιά μου.”

Σε λίγα λεπτά, τα δυό κορίτσια έπαιζαν με τις κορδέλες που θα έβαζαν στα μαλλιά τους χαρούμενες όπως και τότε που ετοιμάζονταν για την παράσταση του Τέρρυ.

Τη συμφωνημένη ώρα εμφανίστηκαν στην κορυφή της σάλας κάνοντας όλους τους άντρες να τις κοιτάζουν με θαυμασμό. Ο Άρτσυ κατέβασε το βλέμμα του… σα να αισθανόταν άσχημα που δε ζήλευε τις κλεφτές ματιές που έριχναν στην Άννυ που έλαμπε μέσα στην κατακόκκινη τουαλέτα της. Ο Άλμπερτ πάλι, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την Κάντυ. Είχε πάρα πολύ καιρό να τη δει και τώρα σκεκόταν μπροστά του σαν οπτασία. Ενιωθε μαγεμένος από την ομορφιά της και όλο το βράδυ την κοιτούσε με το ίδιο ακριβώς βλέμμα που την χάζευε ο Άντονυ εκείνη τη βραδιά που η θεία Ελρόϋ την παρουσίασε επίσημα στους Ράνγκαν ως υιοθετημένη κόρη των Άρντλεϋ. Η Κάντυ όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει αυτό το βλέμμα… Άραγε… να την έβρισκε μια στάλα γοητευτική τώρα που ήταν όμορφα ντυμένη; Εκείνος πάντως ήταν πιο ωραίος από ποτέ μέσα στο μαύρο του κουστούμι. Κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα στο πιάτο της. Μέσα από την πορσελάνη η μορφή του Άλμπερτ εξακολουθούσε να την κοιτά.

“ - Θεέ μου, τι έπαθα πάλι σήμερα; Πώς γίνεται να νιώθω σα χαζό σχολιαρόπαιδο όπως τότε στο Σαιν Πωλ;”

Προσπάθησε να μην το σκέφτεται άλλο, αν και δεν ήταν σίγουρη πώς μπορούσε να το κάνει αυτό με τον Άλμπερτ απέναντί της…

“- Και αν κάνω λάθος; Μήπως με κοίταζε απλώς επειδή το φόρεμα της Άννυ μου είναι στενό; Naι… ναι… μάλλον γι αυτό θα ήταν… Καλά θα κάνω να μην φάω πολύ σήμερα γιατί το πρωί δε θα χωράω πουθενά…”

Η κούραση, όμως, τους είχε καταβάλει τελικά και το πρώτο βράδυ έληξε άδοξα χωρίς κανείς από τους 4 να έχει διάθεση για χορό. Ο ύπνος τους περίμενε αμέσως μόλις έφτασαν στα δωμάτιά τους και δεν είχαν διάθεση ούτε να ξεντυθούν..
 

Στο ατελιέ της Γκαμπριέλ



Ο Άλμπερτ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην εργασία του. Τη σκέψη του βασάνιζε η όμορφη κοπέλα που καθόταν όλο το βράδυ απέναντί του. Ήθελε το πρώτο της πρωινό σε αυτή την πόλη να είναι μαζί του. Να τη γυρίσει σε όλες τις γειτονιές, να της προσφέρει λουλούδια, να πιούνε μαζί ένα ζεστό καφέ. Δε γινόταν… Αν και είχε καλέσει την Κάντυ για την έχει επιτέλους κοντά του, οι δουλειές δεν του άφηναν περιθώριο να ευχαριστηθεί την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα. Είχε σηκωθεί από πολύ νωρίς για να πάει στα γραφεία της εταιρείας μήπως τελειώσει νωρίτερα. Ο Άρτσυ, αν και είχε τις απαραίτητες γνώσεις δεν έδειχνε αρκετά πρόθυμος να τον βοηθήσει. Σαν κάτι να τον βασάνιζε… απροσδιόριστο. Έτσι, τον απάλλαξε από όλες του τις υποχρεώσεις εκτός από εκείνη του να συνοδέψει τα κορίτσια στα μαγαζιά. Πόσο ήθελε και εκείνος να είναι μαζί τους… Νοσταλγούσε τα ανέμελα χρόνια που με ένα σακίδιο γυρνούσε τον κόσμο ολόκληρο. Τώρα είχε άλλες προτεραιότητες.. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πληρώσει εκείνος τα έξοδα της Κάντυ.

Η Κάντυ είχε καθίσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Αισθανόταν άβολα και άσχημα που ο Άλμπερτ επέμενε να πληρώσει εκείνος τα ρούχα που θα αγόραζε. Μάταια προσπαθούσε να τον πείσει πως είχε χρήματα μαζί της και δεν υπήρχε λόγος πια να ξοδεύεται για εκείνη. Ήταν ανένδοτος. Άλλωστε, βρίσκονταν στο Παρίσι, που ακούστηκε να πληρώνει γυναίκα;;; Μήπως να μην ψώνιζε τίποτε ώστε να μην έρθει κανείς τους σε δύσκολη θέση; Το σίγουρο ήταν πως τα ρούχα της δεν είχαν μέλλον στη ντουλάπα της. Δυό χρόνια πριν ένιωθε άνετα στο απλό φορεματάκι της… τώρα περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγαν οι ραφές. Ο Άλμπερτ σίγουρα θα αναρωτιόταν πως κατάφερε να παχύνει. Ίσως και γι αυτό να επέμενε να αγοράσει ό,τι της έκανε κέφι.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε στη οδό Καμπόν 31.

Ο Άρτσυ συνόδεψε τις δύο κοπέλες στη μεγάλη σάλα. Αμέσως δύο υπάλληλοι της σχεδιάστριας έτρεξαν να τους εξυπηρετήσουν. Η Άννυ ήταν τόσο ενθουσιασμένη που δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει: μακριά φορέματα, πλατύστομα καπέλα, δερμάτινες τσάντες, εσάρπες… όλο το μαγαζί στα πόδια της. Η Κάντυ σε 10 μόλις λεπτά είχε ήδη διαλέξει αυτά που ήθελε: δύο συνολάκια για κάθε ώρα που εύκολα συνδυάζονταν μεταξύ τους ίσα για να έχει κάτι να αλλάζει τις μέρες που θα έμεναν στη γαλλική πρωτεύουσα. Δεν τολμούσε καν να ρωτήσει πόσο έκαναν αλλά ήταν σίγουρη πως ο Άλμπερτ θα πλήρωνε αδρά το ταξίδι αυτό.

Στον επόμενο όροφο μπορούσε κανείς να διαλέξει από μια μεγάλη γκάμα εσωρούχων: βαμβακερά, μεταξωτά, μάλλινα, ρομπ ντε σαμπ, νυχτικιές νεγκλιζέ και πλήθος άλλων εσωρούχων που έκαναν τις κοπέλες να γελάνε και να κοκκινίζουν από ντροπή σκεφτόμενες πως θα έδειχναν μέσα σ’ αυτά.

Ο Άρτσυ δεν τις είχε ακολουθήσει εδώ. Στον κήπο του ατελιέ, διάβαζε την εφημερίδα του απολαμβάνοντας ζεστό καφέ με μικρά κρουασάν βουτύρου.

Μια υπάλληλος ανέλαβε προσωπικά την Άννυ σκεφτόμενη τα ποσοστά που θα έπαιρνε αν η πελάτισσα έφευγε ευχαριστημένη.

Η Κάντυ κάθισε σε μια καρέκλα και περιμένοντας τη φίλη της να τελειώσει. Το φιγουρίνι της τράβηξε την προσοχή. Σηκώθηκε και πλησίασε… Άγγιξε το λεπτοδουλεμένο ύφασμα…Ολομέταξο και… διαφανές… θα μπορούσε εύκολα να δει πίσω από αυτό…

- Θα θέλατε να σας εξυπηρετήσω σε κάτι; Μια νεαρή κοπέλα την πλησίασε χαμογελώντας.

- Θα… θα ήθελα να το δοκιμάσω αν είναι εύκολο και…

Η νεαρή το αφαίρεσε προσεχτικά και το έδωσε στην Κάντυ.

Πόσο απαλό και γυαλιστερό ήταν…! Η Κάντυ ήθελε να ζήσει το όνειρο, να νιώσει πως είναι να σε αγγίζει ένα τόσο ξεχωριστό ύφασμα… έστω και αν δεν μπορούσε ποτέ να βρεθεί στο κατάλληλο περιβάλλον για να το φορέσει…

Ξεντύθηκε γρήγορα πίσω από το παραβάν και δευτερόλεπτα μετά το νυχτικό γλιστρούσε στο κορμί της μέχρι οι λεπτές του τιράντες να «καθίσουν» στους ώμους της. Σήκωσε τα μάτια της στο είδωλο του καθρέπτη. Για μια στιγμή ντράπηκε… έμοιαζε να είναι τελείως γυμνή…Το μετάξι αγκάλιαζε το σώμα της σα να είχε γίνει ένα μαζί του. Η Κάντυ έμεινε να κοιτάζει τις καμπύλες του κορμιού της έτσι όπως διαγράφονταν μέσα από το λεπτό ύφασμα. Σα να το έβλεπε για πρώτη φορά… Που είχε χαθεί εκείνο το λεπτό εφηβικό κορμί, το σχεδόν αγορίστικο; Σαν να είχε κοιμηθεί πάπια και είχε ξυπνήσει ένας υπέροχος λευκός κύκνος....

- Είναι υπέροχο πάνω σας, έχετε πολύ όμορφο σώμα…

Η υπάλληλος άνοιξε την κουρτίνα του παραβάν κάνοντας την Κάντυ να κοκκινίσει και άλλο.

-…Και που να το δείτε με τη ρομπ ντε σαμπ του…

Σε δευτερόλεπτα χάθηκε για να γυρίσει με την ασορτί ρόμπα που την πέρασε πάνω από τους ώμους της Κάντυ…

- Είναι τέλειο… να σας το τυλίξω μαζί με τα άλλα;

Δεν άνοιγε η γη να την καταπιεί καλύτερα; Τώρα ήταν που ντράπηκε ακόμη περισσότερο. Δεν μπόρεσε να αρνηθεί αλλά δεν τολμούσε να αφήσει να πληρωθεί και αυτό από τον Άλμπερτ.…

- Ναι, σας παρακαλώ… αλλά θα ήθελα να το πληρώσω χωριστά αυτό.



Η κοπέλα την οδήγησε στο ταμείο όπου έκανε το λογαριασμό.

- Θεέ μου… σκέφτηκε από μέσα της η Κάντυ… είναι τόσο ακριβά.. σχεδόν όλα όσα έχω…

Έβγαλε από την τσάντα της το φάκελο με τα χρήματα που της είχαν δώσει οι μαμάδες της. Τα μέτρησε και τα έδωσε στην ταμία. Η κοπέλα πακετάρισε τα μεταξωτά και τα έβαλε μαζί με τις υπόλοιπες αγορές.

Η Κάντυ επέστρεψε στη θέση της αθόρυβα, σα να μη μεσολάβησε τίποτα. Η Άννυ ακόμη αγόραζε. Ο Άρτσυ σίγουρα δεν θα αγκομαχούσε, ούτε θα τον ένοιαζε το ύψος των αγορών. Στο κάτω κάτω εκείνος θα απολάμβανε τη δόξα να συνοδεύει μια κυρία που ράβεται στο Παρίσι.

- Κάντυ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσα όμορφα εσώρουχα βρήκα, ανακοίνωσε η Άννυ κατενθουσιασμένη. Είμαι σίγουρη πως και ο Άρτσυ θα ξετρελαθεί όταν δει να τα φοράω. Το τελευταίο το ξεστόμισε σιγανά, σχεδόν συνωμοτικά, χρωματίζοντας άλικα τα μάγουλά της.

Νόμιζε πως επιτέλους τελείωσαν με τα ψώνια και θα επέστρεφαν στο ξενοδοχείο όταν η ίδια η σχεδιάστρια τις πλησίασε και τους ζήτησε να την ακολουθήσουν. Αυτή την τιμή την έκανε μόνο σε εκλεκτούς (βαθύπλουτους για την ακρίβεια) πελάτες της. Το σχεδιαστήριο ήταν ιδιαίτερα ακατάστατο όμως η Σανέλ δεν έδειξε να δίνει σημασία. Δυό μικρά μαύρα φορέματα ήταν κρεμασμένα στα φιγουρίνια. «Μόνο για πολύ ξεχωριστές εμφανίσεις» τους απάντησε λακωνικά σε μια φανταστική ερώτηση.



Τα κορίτσια κατόπιν προτροπής της σχεδιάστριας πρόβαραν τα φορέματα. Τους έκανε εντύπωση ο λιτός σχεδιασμός τους, το χρώμα αλλά κυρίως το μήκος τους. Οι βοηθοί της Γκαμπριέλ έσπευσαν να βάλουν καρφίτσες στα φορέματα όπου η σχεδιάστρια έκρινε αναγκαίο ώστε να εφαρμόζουν άψογα στα σώματα των κοριτσιών.



Ένα επιφώνημα θαυμασμού ξέφυγε από τα χείλη του Άρτσυ όταν οι κοπέλες ξεπρόβαλαν από το παραβάν.

- Κυρίες μου είστε πανέμορφες…

Για λίγο το πρόσωπο του Άρτσυ φωτίστηκε αλλά δευτερόλεπτα μετά φόρεσε ξανά τη γνώριμη μάσκα. Αυτή με την οποία κυκλοφορούσε από τη στιγμή που βρέθηκαν οι τρεις τους στο Παρίσι. Από την Άννυ δεν μπόρεσε να ξεφύγει η αλλαγή στο βλέμμα του. Το είχε ξαναζήσει αυτό σίγουρα… αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε και πού. Ασυναίσθητα ζήλεψε τη φίλη της. Ίσως ο παλιός της εφιάλτης να ξαναζωντάνευε στο Παρίσι… Και αυτή που νόμιζε πως είχε κατευνάσει τις χίμαιρες…

Η Σανέλ καθισμένη στη μεγάλη της πολυθρόνα για μια ακόμη φορά απολάμβανε την ηδονή που της χάριζαν οι δημιουργίες της.

Η Κάντυ κοιτάχτηκε στον καθρέφτη χωρίς να πιστεύει πως το είδωλο που καθρεπτιζόταν μέσα του ήταν η ίδια. Δεν είχε φορέσει ποτέ κάτι ωραιότερο. Αν και το μικρό αυτό φόρεμα ταίριαζε και στις δύο, θα έλεγε κανείς πως είχε σχεδιαστεί αποκλειστικά για την Κάντυ. Η Άννυ δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί σιωπηλά πόσο ομορφότερη ήταν η φίλη της. Χωρίς να το πολυσκεφτεί είπε πως η μόδα στο Παρίσι είναι αρκετά προχωρημένη για τα δικά της δεδομένα και προέτρεψε την Κάντυ να ξεντυθούν. Δεν άντεχε τη σκέψη πως ο Άρτσυ ίσως να μην είχε ξεπεράσει τελείως την Κάντυ…

Η σχεδιάστρια ευχαρίστησε ευγενικά τα τρία παιδιά για το χρόνο τους και οι βοηθοί της τους οδήγησαν στην κάτω αίθουσα. Τα ρούχα που είχαν αγοράσει ήταν από ώρα πακεταρισμένα σε κουτιά και καπελιέρες. Οι υπάλληλοι του Οίκου τα μετέφεραν στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο που δύο λεπτά αργότερα χανόταν σ΄ ένα σύννεφο σκόνης..






Στην πόλη του έρωτα





Το επόμενο πρωί ξύπνησε με ιδιαίτερα ευχάριστη διάθεση. Τεντώθηκε με νωχελικές κινήσεις και έπνιξε δυό χασμουρητά… Θα πρέπει να είχε περάσει η ώρα αλλά δεν τους περίμενε και κανείς για δουλειά. Ο παριζιάνικος αέρας είχε αρχίσει να κάνει το θαύμα του. Τρίτη μέρα στην όμορφη γαλλική πρωτεύουσα και η Κάντυ ένιωθε να έχει ανακτήσει όλες τις χαμένες από την κούραση δυνάμεις της. Σκέφτηκε να ξυπνήσει την Άννυ και να πάνε οι δυό τους μια μεγάλη βόλτα στο Παρίσι… Πρώτα θα έκανε ένα αναζωογονητικό μπάνιο και…

Πάνω στο μπουντουάρ ήταν ένα δέμα. Σηκώθηκε νυσταγμένα.. Ποιος… πότε…

Άνοιξε το κουτί από το γνωστό οίκο. Ένα υπέροχο άσπρο μεταξωτό πουκάμισο με την υπογραφή της Γκαμπριέλ. Και μια κάρτα μέσα: «Κάντυ μου, χρόνια μας πολλά!!! Το δώρο είναι από εμένα και τον Άρτσυ (αυτός το διάλεξε). Να το φορέσεις σήμερα να το χαρείς… Άννυ» . Μα και βέβαια… ήταν τα γενέθλιά τους σήμερα… Το είχε ξεχάσει τελείως όπως συνέβαινε τα τελευταία 2 χρόνια τουλάχιστον… Πέρσυ της το θύμισε ο Άλμπερτ όταν της έστειλε ως δώρο τον Καίσαρα και την Κλεοπάτρα. Και φέτος… Φέτος μάλλον μόνη της θα τα περνούσε. Η Άννυ την είχε ενημερώσει από το προηγούμενο βράδυ πως θα περνούσε τη μέρα της με τον Άρτσυ. Τώρα το θυμήθηκε… ήταν τόσο κουρασμένη εχτές που σχεδόν δεν έδωσε σημασία στην Άννυ όταν της το έλεγε… Ξεδίπλωσε απαλά το όμορφο ρούχο. Με το ζέρσεϋ παντελόνι που είχε αγοράσει θα πήγαινε τέλεια…

Δεν το σκέφτηκε περαιτέρω… Ντύθηκε, μέτρησε τα λίγα χρήματα που της είχαν απομείνει και… έφυγε τρέχοντας να εξερευνήσει το Παρίσι.

Ήταν μια ηλιόλουστη μαγιάτικη μέρα… Η άνοιξη έδινε το παρόν σε κάθε γωνία. Πλανόδιες ανθοπώλισσες με λογής πολύχρωμα λουλούδια... στην επόμενη γωνιά ένας μικροπωλητής με μικρά και μεγάλα γλειφιτζούρια σε πολλές φρουτώδεις και καραμελένιες γεύσεις ενώ λίγο παρακάτω ο πάγκος ενός μανάβη γεμάτος ροδάκινα, φράουλες, ακτινίδια μοσχομύριζε φρεσκάδα…

Την ξετρέλαινε το Παρίσι. Ήταν μαγευτικό σε κάθε του σημείο και σίγουρα όλες τις εποχές και όχι μόνο την άνοιξη… Οι μυρωδιές της έφεραν στο μυαλό τον αγαπημένο της λόφο… και τον Πρίγκηπά της…

Τουλάχιστον να ήταν ελεύθερος από υποχρεώσεις ο Άλμπερτ να γύριζαν μαζί στους δρόμους του Παρισιού… Ίσως να την κρατούσε από το χέρι και να περπατούσαν στις όχθες του Σηκουάνα όπως ένα ερωτευμένο ζευγάρι… Χαζή Κάντυ… Μόνη της έκανε σχέδια. Ο Άλμπερτ ουδέποτε της έδωσε δικαίωμα να ελπίζει για κάτι περισσότερο… Κι όμως… Τα γράμματά του γίνονταν όλο και πιο θερμά… Και δεν ήταν κόρη του πιά… Μπα… η μόνη ερωτευμένη ήταν εκείνη… Ερωτευμένη και μονάχη… Ερωτευμένη…

Πότε το είχε καταλάβει; Πάει καιρός πιά… Τότε δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της… Σήμερα και να μην το έλεγε, την πρόδιδαν τα μάγουλά της που κοκκίνιζαν όταν τον έβλεπε, η καρδιά της που χτυπούσε σα ταμπούρλο στη σκέψη του, το στομάχι της που τη γαργαλούσε όταν βρισκόταν κοντά του. Ήξερε όμως πως ήταν ανώφελο να ελπίζει … Ο Άλμπερτ ήταν ο αγαπημένος της φίλος και σίγουρα και εκείνος μόνο σα φίλη την έβλεπε… Πολύ καλή φίλη… αλλά… απλά φίλη… Άλλωστε, ως κληρονόμος μιάς αμύθητης περιουσίας μάλλον θα ήθελε δίπλα του μια γυναίκα με αριστοκρατική καταγωγή… Πολλά ακούγονταν τελευταία…

Το προηγούμενο βράδυ δεν τους συντρόφεψε στο τραπέζι. Ήταν καλεσμένος σε επαγγελματικό δείπνο και δεν μπόρεσε με τίποτα να το ακυρώσει.. Ίσως τελικά να μην τον έβλεπε παρά φευγαλέα τις υπόλοιπες μέρες… Και εκείνη που νόμιζε πως…

“Σύνελθε Κάντυ… μην τον σκέφτεσαι για να μη βασανίζεσαι…” προέτρεψε τον εαυτό της…

Μα… το στομάχι της γουργούριζε και όχι επειδή σκεφτόταν τον Άλμπερτ.. Κόντευε να μεσημεριάσει και δεν είχε φάει ούτε για πρωινό. Χμμμ… για ένα καφέ και ένα κρουασάν τα χρήματά της ήταν υπεραρκετά… Να είχε και κάτι να διαβάσει… Σταμάτησε το μικρό εφημεριδοπώλη που περνούσε δίπλα της και αγόρασε μια εφημερίδα. Τι και αν βρισκόταν στο Παρίσι;;; Υπήρχαν παντού αγγλικές εφημερίδες.

Το μικρό καφέ είχε τα τραπεζάκια του στις όχθες του Σηκουάνα. Κάθισε σε ένα από αυτά και άνοιξε την εφημερίδα της.

Ένιωθε μια περίεργη ελευθερία. Να ήταν το περιβάλλον μόνο; Στην Αμερική ίσως και να μην τολμούσε να καθίσει κάπου ασυνόδευτη. Να οφειλόταν στο ντύσιμό της; Τέτοια υφάσματα δεν είχαν ακόμη διασχίσει τον ωκεανό. Ήταν πρωτοποριακά για τα δεδομένα της εποχής αλλά και πολύ κομψά. Για πρώτη φορά ένιωθε γυναίκα… Γυναίκα απαλλαγμένη από τις όποιες δεσμεύσεις που απολάμβανε την απόλυτη ελευθερία και χαρά της ζωής…

Η εφημερίδα δεν έγραφε και τίποτα ουσιώδες… Ρούφηξε τον ευωδιαστό καφέ και κατάπιε μονομιάς δυό αφράτα κρουασάν… Έπρεπε να προσέξει την όρεξή της. Είχε ανοίξει υπερβολικά δυό μέρες τώρα.

Έριξε μια ματιά στο ρολόι απέναντι. Σε λίγο θα έκλειναν τα μαγαζιά. Μήπως να κοίταζε για κανένα δωράκι για τα πιτσιρίκια; Ο Χοακίμ και η Χούλια σίγουρα θα ενθουσιάζονταν με τα τεράστια γλειφιτζούρια.

- Δεσποινίς, θα μπορούσα να σας κεράσω τον καφέ;

Η γνώριμη φωνή την έκανε να γυρίσει απότομα…

- Άλμπερτ; Εσύ εδώ; Τον ρώτησε ξαφνιασμένη χαρούμενα.

- 2 ώρες τώρα γυρίζω στο Παρίσι ψάχνοντας να σε βρω.

- Μα… δε δουλεύεις σήμερα; Η όμορφη διάθεση που είχε από το πρωί τώρα έφτανε στο απόγειό της. Μακάρι να είχε και άλλο ελεύθερο χρόνο… Η καρδιά της κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της… Σχεδόν… νόμιζε πως την άκουγε…

- Κανόνισα να τελειώσω εχτές με τις δουλειές μου για να είμαστε μαζί…

- … να είμαστε μαζί… επανέλαβε η Κάντυ σαν να το άκουγε στο όνειρό της…

- Λοιπόν, δεσποινίς, θα μπορούσα με την άδειά σας να σας συνοδέψω στην πόλη;

 
- Στη Μονμάτρ από την Ποντ Νεφ, παρακαλώ.

Ο αμαξάς έριξε μια κλεφτή ματιά στο ζευγάρι που προσπαθούσε να βολευτεί στο πίσω κάθισμα της άμαξας.

Ίσως νιόπαντροι στο μήνα του μέλιτος, ίσως όχι... αλλά ερωτευμένοι σίγουρα, σκέφτηκε χαμογελώντας και έδωσε μια μικρή καμτσικιά στο άλογο για να ξεκινήσει σιγά. Δεν υπήρχε λόγος βιασύνης… αλλιώς θα είχαν πάρει το μετρό.

Η άμαξα τώρα διέσχιζε τους δρόμους του Παρισιού. Ο νεαρός άντρας δίπλα της την είχε αγκαλιάσει απαλά από τους ώμους και δεν προλάβαινε να λύνει τις απορίες της. Η Κάντυ, από την άλλη, δε σταματούσε να ρωτά για το κάθε τι που έβλεπαν γύρω τους. Νόμιζε πως αν δε του μιλούσε διαρκώς, εκείνος θα μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της που ήταν σχεδόν πιο δυνατοί και από τα ποδοβολητά του αλόγου πάνω στα πλακόστρωτα δρομάκια.

Παρακαλούσε να μη φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους αλλά να παραμείνουν έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το τέλος της μέρας… Το χέρι του να της καίει τον ώμο ακόμη και πάνω από το μεταξωτό ύφασμα… αυτό ήθελε να είναι το δώρο του για τα γενέθλιά της…

-Ας κατέβουμε για λίγο Κάντυ.

Μα τι…;;; Τι είχε συμβεί;;; Η Κάντυ ζαλισμένη επανερχόταν στην πραγματικότητα. Κάτι της έλεγε για τη γέφυρα που μόλις διέσχισαν, αλλά τα λόγια του διαλύθηκαν όταν η άμαξα σταμάτησε. Τράβηξε το χέρι του από τον ώμο της, πήδηξε από την άμαξα και της το πρόσφερε ξανά για να τη βοηθήσει να κατέβει.

Αχ… μέχρι εδώ ήταν;;; σκέφτηκε απογοητευμένη…

- Επιστρέφουμε σε λίγα λεπτά…

Ο Άλμπερτ χαμογελαστός πλήρωνε τον αμαξά για τη μέχρι τώρα διαδρομή. Το ρεγάλο ήταν αρκετά μεγάλο… θα μπορούσε να τους περιμένει εκεί όλη την μέρα και πάλι κερδισμένος θα ήταν. "Ε, ρε τι σου είναι ο έρωτας" μονολόγησε χαϊδεύοντας τον Ντορή του στα καπούλια και αφήνοντας το καμτσίκι στην άκρη.

Ένα πολύχρωμο παζάρι λουλουδιών και πουλιών απλωνόταν μπροστά τους.

- Από εδώ θα αρχίσει και τυπικά η βόλτα μας της είπε ο Άλμπερτ δείχνοντας το Point Zero απ΄ όπου ξεκινά η μέτρηση κάθε χιλιομετρικής απόστασης στο Παρίσι.

Μόλις είχαν διασχίσει τnν Ποντ Νεφ, την παλαιότερη γέφυρα που ένωνε τη νησίδα με την υπόλοιπη πρωτεύουσα ενώ, λίγο παραπέρα, βρίσκονταν οι παλιές φυλακές, το σπίτι του διάσημου γάλλου συγγραφέα, γειτονιές καλλιτεχνών και υπέροχα μπιστρώ. Περιδιάβαιναν αρκετή ώρα στα δρομάκια βλέποντας τα τόσα αξιοθέατα που υπήρχαν στο Iλ ντε λα Σιτέ, αλλά το πιο εντυπωσιακό τώρα ορθωνόταν μπροστά τους.

Στη μικρή νησίδα καταμεσής στο Σηκουάνα δέσποζε η Νοτρ Νταμ, ο γοτθικός καθεδρικός ναός αφιερωμένος στην Παναγία με τη σχεδόν 8 αιώνες ιστορία του. Στάθηκαν τυχεροί, αφού οι επισκευές στο εσωτερικό του ναού είχαν σταματήσει για λίγες μέρες και ήταν ανοιχτός για τους πιστούς. Την έπιασε και πάλι από το χέρι και μπήκαν μέσα.

Η Κάντυ κοίταζε τριγύρω γεμάτη δέος. Το φως περνούσε μέσα από χρωματιστές ροζέτες χαρίζοντας μια ιδιαίτερη ζεστασιά στον απέραντο χώρο τον οποίο κοσμούσαν αγάλματα αφιερωμένα στην Παναγία, τους αγγέλους και τον Εσταυρωμένο. Το τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο στην αριστερή άκρη μπροστά από το ιερό επέβαλε την παρουσία του στο χώρο… Για μια στιγμή, νόμιζε πως θα ζωντάνευε το παραμύθι του Β. Ουγκώ με τον αγαθό κωδωνοκρούστη να ξεπηδά από τη γωνιά για να κρύψει την πρασινομάτα τσιγγάνα στα δώματα του ναού. Έψαξε με το βλέμμα της τον Άλμπερτ. Μιλούσε σιγανά με κάποιον άγνωστο και επέστρεψε κοντά της απογοητευμένος.

- Ήθελα να σου δείξω τη θέα από το καμπαναριό αλλά είναι κλειστά…

- Δεν πειράζει, Άλμπερτ… έχουμε τόσα να δούμε άλλωστε…

Έφυγαν από το ναό χαμογελαστοί ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα πετρωμένα Gargoyles με το μοχθηρό πρόσωπο που προσπαθούσαν ματαίως να μπουν στο ναό. Πηγαίνοντας προς τον αμαξά που τους περίμενε, ο Άλμπερτ την αγκάλιασε και πάλι απαλά και της μίλησε για τον άτυχο έρωτα της πανέμορφης Ελόιζας και του μοναχού Αβελάρδου κάνοντάς την ν΄ανατριχιάσει με τη σκληρότητα των ανθρώπων.

Αφορμή έψαχνε και εκείνος για να την αγκαλιάσει. Πόσο είχε αλλάξει αυτά τα δύο χρόνια η μικρή του… Τώρα πια ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Το μαλλί της ήταν πιο κοντό, σχεδόν καρέ και της γλύκαινε ακόμη περισσότερο το πρόσωπο. Και το σώμα της… Δεν μπορούσε να σκεφτεί άντρα να μην την ποθεί… Ειδικά το βράδυ που δείπνησαν παρέα, η Κάντυ συγκέντρωσε όλα τα αντρικά βλέμματα πάνω της. Ακόμη και ο Άρτσυ, αν και είχε ορκιστεί πίστη στην Άννυ συχνά την κοίταζε λάγνα. Και να που σήμερα περπατούσε δίπλα του. Πότε την κρατούσε από το χέρι και πότε την αγκάλιαζε από τον ώμο προσπαθώντας αμήχανα να την φέρει πιο κοντά του. Ένιωθε σα 15χρονος ερωτευμένος… με την καρδιά μολύβι από την αβεβαιότητα μα με φτερά στα πόδια από τον έρωτα. Άραγε… η Κάντυ να αισθανόταν κάτι για εκείνον;

Δυό χρόνια πριν, θα έπαιρνε όρκο πως η μικρή ήταν ερωτευμένη μαζί του. Είχε την ευκαιρία να γυρίσει κοντά στον Τέρρυ και την προσπέρασε για να αναζητήσει εκείνον… Πως το ήξερε;;; Έπινε τον καφέ του μόλις δυό τραπεζάκια πιο πέρα από την Κάντυ και την ηθοποιό. Στον παρολίγο αρραβώνα της με τον Νηλ, για πρώτη φορά αναφέρθηκε στο παιδί του περισσότερο για να το συνειδητοποιήσει ο ίδιος και να την βγάλει από το μυαλό του… Πως όμως να συνέβαινε αυτό; Μόνο αν ξερίζωνε την καρδιά του.

Ένα καλοκαιρινό απόγευμα που χαίρονταν τη σκιά του μεγάλου πεύκου στο λόφο η Κάντυ του ζήτησε να ακυρώσει την υιοθεσία. Δεν ρώτησε γιατί, ούτε προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνος το ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αν δεν υπήρχε αυτό το νομικό εμπόδιο θα μπορούσε ίσως να την προσεγγίσει αλλιώς. Μα τα πράγματα δεν έρχονταν όπως τα φανταζόταν. Οι δουλειές απομάκρυναν διαρκώς τον έναν από τον άλλο και μόνο κάποια γράμματα τους έφερναν κάπως κοντά…

Χαμένος στις σκέψεις του δεν κατάλαβε για πότε έφτασαν στη Μονμάτρ. Ο αμαξάς τους άφησε στην είσοδο του τελεφερίκ. Θα ανέβαιναν μέχρι τη Σακρέ Κερ για να κερδίσουν χρόνο και θα κατέβαιναν με τα πόδια για να χαρούν τις ομορφιές της διάσημης συνοικίας. Η θέα από ψηλά τους αποζημίωσε. Από τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας μπορούσαν να δουν όλο το Παρίσι: τους κήπους του Λουξεμβούργου, τον Πύργο του Αιφελ, τον Οβελίσκο, την Αψίδα του Θριάμβου και τα Ηλύσια Πεδία, το ξενοδοχείο που διέμεναν κοντά στον κήπο του Κεραμεικού, την Ιλ ντε λα Σιτέ που μόλις είχαν επισκεφτεί και φυσικά το Σηκουάνα που κυλούσε ήρεμα, φυσικό σήμα κατατεθέν αιώνες τώρα της γαλλικής πρωτεύουσας. Παρισινό πανόραμα!!! Ο Άλμπερτ που μέχρι εκείνη τη στιγμή στεκόταν πίσω της, την έκλεισε στην αγκαλιά του και σκύβοντας το πρόσωπό του στο δικό της τη ρώτησε αν της άρεσε. Ήταν από τις πλέον αφελέστατες ερωτήσεις που η απάντησή τους ήταν δεδομένη και αυτονόητη. Για την Κάντυ, όμως δεν ήταν μόνο μια υπέροχη εικόνα.

Ήταν η ζεστασιά του κορμιού του που την τρέλαινε, τα χέρια του που ακουμπούσαν χαλαρά στην κοιλιά της και τα χείλη του που ήταν τόσο κοντά στο πρόσωπό της που αισθανόταν τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Αν την άφηνε τώρα… θα λιποθυμούσε σίγουρα… Χώρια που η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της… Ξεψυχισμένα απάντησε κάτι που ούτε η ίδια το κατάλαβε...

Σα να τον άκουσε να της λέει πως ήταν ώρα για μεσημεριανό. Δεν κατάλαβε για πότε την έπιασε από το χέρι και προχώρησαν προς το κέντρο της πλατείας με τα πάμπολλα εστιατόρια, τα μπιστρώ, τους σαλτιμπάγκους και τους τραγουδιστές.

- Ωραία μου δεσποινίς, η επιλογή είναι δική σας, της είπε χαμογελαστά κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση.

Τον κοίταξε στα μάτια και δεν μπόρεσε να δει κάτι διαφορετικό. Η ίδια λάμψη τα φώτιζε όπως τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ευτυχώς, σκέφτηκε, δεν πρέπει να κατάλαβε κάτι από τη θύελλα που είχε παιχτεί μέσα της δευτερόλεπτα πριν.

- Δεν… δεν πεινάω ιδιαίτερα… Ίσως κάτι ελαφρύ…

Δεν πήγαινε μπουκιά κάτω… ίσως με λίγο κρασί να αισθανόταν λιγότερο άβολα… Διάλεξε ένα μικρό μπιστρώ και παράγγειλαν κρασί και κρύους μεζέδες. Άρχισαν να μιλούν για θέματα ασήμαντα και σε λίγο όλη η ένταση είχε φύγει από μέσα της.

Ο δυνατός ήχος από το καμπαναριό της Σακρέ Κερ σχεδόν τους ξεκούφανε. Η ώρα είχε ήδη περάσει και έπρεπε να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο.

Πλήρωσαν και κατευθύνθηκαν προς τα σκαλιά. Στην άκρη του δρόμου, πλανόδιοι ζωγράφοι με τα τελάρα τους στηριγμένα στα ψηλά καβαλέτα και την παλέτα με τα χρώματα στο ένα χέρι πρότειναν στους περαστικούς να τους ζωγραφίσουν… Ο Άλμπερτ έπιασε το ενθουσιώδες βλέμμα της και σε λίγα λεπτά η Κάντυ πόζαρε με φόντο το Σηκουάνα. Ο ήλιος έφτανε στη δύση και το μούχρωμα ταίριαζε απόλυτα με τη ρομαντική εικόνα του Παρισιού. Το πρόσωπο της Κάντυ το στόλιζε το πιο όμορφο χαμόγελο καθώς κοιτούσε τη φιγούρα του άντρα απέναντί της. Ο πίνακας θα αργούσε να τελειώσει και ο ζωγράφος τους πρότεινε να τον παραλάβουν τις επόμενες μέρες…

Κατηφόρισαν τρέχοντας τα σκαλιά. Ο Άλμπερτ παρότρυνε την Κάντυ να τον πιάσει και τα γέλια τους προκαλούσαν βλέμματα υποτιμητικά από τα "καθώς πρέπει" ζευγάρια που περπατούσαν γύρω τους.

- Α.. κοίτα εκεί μια ταμπέλα, Άλμπερτ!!! Πόσο παράξενη είναι…

Η Κάντυ πλησίασε το πέτρινο σπίτι και προσπάθησε να διαβάσει τον τίτλο

-“Chatnoir”. Α… “μαύρος γάτος”… το θυμήθηκα, αναφώνησε χαρούμενη.

-Αλλά γιατί αυτό το παιδάκι κοιτά αυτό το ζευγάρι που…

Η Κάντυ μονομιάς κοκκίνησε βλέποντας τη νεαρή γυμνή κοπέλα και τον μεσήλικα κύριο με το ημίψηλο που της φιλούσε το χέρι… Γύρισε και κοίταξε τον Άλμπερτ που μετά βίας κρατιόταν να μη βάλει τα γέλια με την περιέργεια της μικρής του.

- Γιατί γελάς; τον ρώτησε παίρνοντας εκείνο το γλυκύτατο θυμωμένο βλέμμα της.

- Αυτή η ταμπέλα δηλώνει πως εδώ είναι ένας από εκείνους τους χώρους διασκέδασης που απευθύνονται μόνο σε κυρίους.

- Δηλαδή; Τον ρώτησε αθώα…

- Εμμμ… να… εδώ έρχονται κύριοι να δουν κάποιες… ε… χορεύτριες…

- Και που είναι το κακό;;;

- Ε… οι κοπέλες μετά, αν θέλουν οι κύριοι τους προσφέρουν και άλλες υπηρεσίες…

- Ααα … απάντησε απότομα η Κάντυ …κατάλαβα… είπε κοκκινίζοντας και χαμηλώνοντας το βλέμμα…

Φαινόταν να τα ξέρει καλά… Άραγε… να έχει έρθει και ο Άλμπερτ εδώ σκέφτηκε νιώθοντας τη ζήλεια να την κατατρώει… Κάντυ, σύνελθε… Τι σε νοιάζει εσένα που περνά ο Άλμπερτ τα βράδια του;;;

Τι τον έπιασε και εκείνον να την πληροφορήσει για το καμπαρέ;;; Εδώ στη Γαλλία, ο κόσμος έδειχνε και ήταν πιο απελευθερωμένος από την Αμερική. Ίσως στα μάτια της Κάντυ, όποιος επισκεπτόταν τέτοιους χώρους να ήταν αμαρτωλός…

- Κάντυ, θέλεις να πάμε κάπου για φαγητό το βράδυ;

- Όο..οχι… Αρκετά περπατήσαμε σήμερα. θα προτιμούσα να μέναμε στο ξενοδοχείο.

Ξαφνικά, σα να φύσηξε αεράκι και να πήρε τη χαρά τους μακριά…
 
Αξέχαστα γενέθλια…

Το Παρίσι είχε ανάψει όλα του τα φώτα και καθρεφτιζόταν όλο αυταρέσκεια και σιγουριά στο ποτάμι του. Οι γέφυρες είχαν γεμίσει νεαρά ζευγαράκια που τέτοια ώρα απολάμβαναν τη βόλτα και τον έρωτά τους.

Οι δυό τους περπάτησαν αρκετά μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους. Σιγά σιγά ξανάβρισκαν την πρωινή τους διάθεση και τα χαμόγελα είχαν επανέλθει στα πρόσωπά τους.

Την άφησε έξω από το δωμάτιό της φιλώντας της το χέρι. Θα την περίμενε μια ώρα μετά στη μεγάλη σάλα για να δειπνήσουν και να πιουν ένα τελευταίο ποτό πριν κοιμηθούν.

Χμμμ… ο Άλμπερτ ξέχασε τα γενέθλιά μου φέτος… αλλά δε με πειράζει. Περάσαμε τόσο όμορφα μαζί… ακριβώς όπως το ήθελα… οι δυό μας μόνοι στο Παρίσι…

Θα γέμιζε τη μπανιέρα. Ένα ζεστό μπάνιο ήταν ότι έπρεπε για να ξαναπάρει δυνάμεις. Μα… τι ήταν πάλι αυτό;;;

Ένα κουτί από τον Οίκο Σανέλ… Θα ήταν το δώρο των παιδιών. Πως είχε την εντύπωση πως το είχε μαζέψει. Μα… όχι… αυτό ήταν μεγαλύτερο και είχε άλλο μπιλιετάκι πάνω. “Xρόνια πολλά γλυκιά μου” Ήταν… ήταν από τον Άλμπερτ. Δεν την είχε ξεχάσει και…

Μέσα στο κουτί βρισκόταν το μαύρο φόρεμα της Σανέλ… Εκείνο που είχε δοκιμάσει την προηγούμενη μέρα.. και ήταν ακριβώς στα μέτρα της… Και… και δεν ήταν μόνο αυτά… μια εσάρπα κεντητή και ένα μαύρο ζευγάρι γόβες… Και… και ένα μπουκαλάκι άρωμα… Όλα με την υπογραφή της Γκαμπριέλ. Μα… πως… πως τα ήξερε ο Άλμπερτ όλα αυτά;;; Άραγε να είχε κάνει και στην Άννυ δώρο το άλλο φουστάνι;

Έβγαλε το μικρό μαύρο φόρεμα από το κουτί, το κράτησε πάνω της και στροβιλίστηκε στο δωμάτιο σα να χόρευε βαλς… Αγαπημένε μου Άλμπερτ… είσαι υπέροχος…

Λαχταρούσε να τα φορέσει. Μήπως να πήγαινε στη σουίτα του πριν κατέβει στη σάλα; Όχι… όχι… δεν ήταν καλή ιδέα… Κοκκίνισε και προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό της τις τολμηρές της σκέψεις… Άραγε η Άννυ τι να έκανε τώρα; Θα έμενε όλο το βράδυ με τον Άρτσυ ή θα επέστρεφαν στις σουίτες τους;

Το μπάνιο αυτή τη φορά δεν κράτησε πολύ. Βιαζόταν να ετοιμαστεί για να βρεθεί ξανά κοντά στον Άλμπερτ.

Μια ώρα μετά, έριχνε μια τελευταία ματιά στο είδωλό της… Δεν ήταν άσχημη… το αντίθετο… Της άρεσε αυτή η εικόνα της… η γυναικεία… Μακάρι να άρεσε και στον Άλμπερτ…

Ξεκούμπωσε το μικρό μπουκαλάκι με το άρωμα… Έβαλε δύο σταγόνες, στους καρπούς της… Έτοιμη… πέρασε την εσάρπα από τους ώμους της και βγήκε από τη σουίτα της…Ας ήταν η νύχτα το ίδιο όμορφη με τη μέρα…

Ο Άλμπερτ είχε από νωρίς κατέβει. Άραγε το δώρο του να της άρεσε;

“Της πήγαινε πολύ και έχω κρατήσει τα μέτρα της, Αν το επιθυμείτε, οι βοηθοί μου θα το ετοιμάσουν αμέσως. “ Η σχεδιάστρια τα συνδύασε όλα στην εντέλεια. Το άρωμα ήταν το δικό της δώρο στον ξένο που της άφησε μια μικρή περιουσία. Ακόμη δεν το είχε κυκλοφορήσει στην αγορά και ελάχιστες Γαλλίδες –μετρημένες στα δάχτυλα- είχαν την τιμή να το φοράνε.

Οι ψίθυροι που ακούστηκαν τον έκαναν να γυρίσει προς τη σκάλα. Να είχε αποκοιμηθεί και να ονειρευόταν;;; Τότε, ας μην τον ξυπνούσε ποτέ κανείς…

Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ πιο όμορφη, πιο λαμπερή από τη σημερινή βραδιά. Κατέβαινε αργά αργά τα σκαλιά προσπαθώντας να ελέγξει το βάδισμά της με τα νέα παπούτσια αλλά ακριβώς αυτή η βραδύτητα την έκανε ακόμη πιο γοητευτική.

Ο Άλμπερτ πλησίασε προς το μέρος της και της έτεινε το χέρι. Προχώρησαν μαζί ως το τραπέζι του εισπράττοντας όλα τα βλέμματα και τα σχόλια των παρευρισκομένων. Αμέσως ήρθε κοντά τους ο σερβιτόρος με ένα μπουκάλι παγωμένη σαμπάνια και την άνοιξε τινάζοντας μακριά το φελλό και γεμίζοντας τα κολονάτα ποτήρια με το αφρώδες κρασί.

- Πολύχρονη γλυκιά μου

- Σ΄ευχαριστώ Άλμπερτ. Τα δώρα σου είναι υπέροχα… Μόνο που… θα ξόδεψες μια περιουσία και ήδη…

- Σσσσς, το μόνο που έχει σημασία είναι πως σου άρεσαν

- Νόμιζα πως το είχες ξεχάσει…

- Να το ξεχάσω;;; Πως θα μπορούσα; της απάντησε χαρίζοντάς της ταυτόχρονα το πιό γοητευτικό του χαμόγελο.

Και μετά… ξανά σιωπή…

Δεν ήξεραν τι να πουν ο ένας στον άλλον αν και υπήρχαν τόσα ερωτήματα να τους καίνε…Η μουσική που άρχισε να παίζει τους έβγαλε από την αμηχανία.

- Θα μου χαρίσεις αυτό τον χορό;

- Μετά χαράς,,,

Ήταν η πρώτη φορά που θα χόρευαν μαζί. Έμπλεξαν τα χέρια τους και άρχισαν να λικνίζονται αργά στο ρυθμό της μουσικής. Αυτό το βαλς το είχαν χορέψει στο παρελθόν με άλλους παρτενέρ ο καθένας, αλλά απόψε δεν τους ξυπνούσε καμιά ανάμνηση. Υπήρχε μόνο το παρόν και η απόλυτη παράδοση του Άλμπερτ στη σμαραγδένια ματιά της Κάντυ. Το χέρι του τώρα χάιδευε απαλά την πλάτη της και το στήθος της ακουμπούσε το δικό του. Στροβιλίζονταν στους ήχους της μουσικής σα να μην υπήρχαν άλλα ζευγάρια γύρω τους. Σταμάτησαν μηχανικά μόνο όταν ακούστηκε η τελευταία νότα και περίμεναν να αρχίσει ο επόμενος χορός.

- Μια καντρίλια…

Ο τόνος της φωνής της έδειχνε απογοήτευση. Δεν ήθελε να καθίσει αλλά ούτε και να χορέψει καντρίλια.

Ο Άλμπερτ πάλι ένιωθε να ασφυκτιά μέσα στη μεγάλη αίθουσα Να ‘ταν το άρωμά της που τον μεθούσε ή τον είχε ζαλίσει το κρασί;;

- Κάνει ζέστη…

- Θες να κάνουμε μια βόλτα έξω στη δροσιά;

- Πάμε…

Το αεράκι κατεύνασε κάπως τον πόθο τους. Περπάτησαν μέχρι τη μέση της γέφυρας που ένωνε τις δύο όχθες του Σηκουάνα. Το Παρίσι ήταν φωταγωγημένο, και ο Πύργος του Άιφελ δέσποζε μπροστά τους με όλη του τη μεγαλοπρέπεια…

Από τον κήπο του Κεραμεικού και το Σηκουάνα η υγρασία διαπερνούσε την ψιλή της εσάρπα κάνοντάς την ν’ ανατριχιάζει.

- Κρυώνεις;

Δεν περίμενε την απάντησή της. Ο Άλμπερτ έβγαλε το σακάκι του το πέρασε προστατευτικά γύρω από τους ώμους της και το έπιασε από τα πέτα σε μια προσπάθεια να το κλείσει. Η Κάντυ του, έδειχνε τόσο ευάλωτη και εύθραυστη. Ή τώρα ή ποτέ… σκέφτηκε πλησιάζοντας το πρόσωπό του στο δικό της.

Η κίνησή του αυτή τη βρήκε εντελώς απροετοίμαστη. Δεν κατάλαβε τι την έπιασε… τινάχτηκε απότομα και έστρεψε το βλέμμα προς την άκρη της γέφυρας…

- Τι συμβαίνει Κάντυ;

- Να…ε…. σκέφτομαι τον κύριο με τα γλειφιτζούρια που στεκόταν στην άκρη το πρωί, πόσο θα άρεσαν στον Χοακίμ και τη Χούλια και…

Ο Άλμπερτ τρελάθηκε.. ετοιμαζόταν να τη φιλήσει και αυτή του έλεγε για τον πωλητή…

- Χαχαχαχα… τελικά Κάντυ δε θα μεγαλώσεις ποτέ…. Ο Άλμπερτ ξέσπασε με το γνωστό γάργαρο γέλιο του…

Είμαι ένα παιδί… γι αυτόν θα είμαι πάντα ένα παιδί… Η Κάντυ ξέφυγε από το αγκάλιασμά του και έτρεξε προς το δωμάτιό της…

Τι της συνέβη ξαφνικά; Γιατί συμπεριφέρθηκε τόσο ανόητα; Ήταν σίγουρη πως ο Άλμπερτ ετοιμαζόταν να τη φιλήσει… Και αυτή η χαζή… τα κατέστρεψε όλα… Πρώτη της φορά ένιωθε πραγματικά γυναίκα… Για πρώτη φορά, ένιωθε πως και ο Άλμπερτ την έβλεπε έτσι… Δεν ήταν πιά παιδί… Ήθελε όσο τίποτ΄ άλλο να φιληθεί, να αφεθεί στην αγκαλιά του, να νιώσει ποθητή και να αγαπηθεί… Και να… σε κλάσματα δευτερολέπτου κατάφερε να διαλύσει τη μαγεία…

Τώρα θα τη θεωρεί ηλίθια… Θα σκέφτεται πως πέταξε τόσα χρήματα για να την κάνει να νιώσει γυναίκα και αυτή του απέδειξε πως ποτέ δε μεγάλωσε…

Κι όμως… ήταν γυναίκα… γυναίκα…

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη… Τα δάκρυα είχαν κολλήσει στις άκρες των ματιών της και δεν έλεγαν να κυλήσουν…

Δε θα κλάψω… του αρέσει το χαμόγελό μου… αυτό μου είχε πει… Αλλά… μόνο το χαμόγελό μου…

Κοίταξε τα πόδια της… θύμιζε την Σταχτοπούτα όταν έχασε το γοβάκι της… μόνο που εκείνη είχε χάσει και τα δύο…

Παιδί… παιδί…

Κι όμως… με αυτό το φόρεμα ήμουν πολύ όμορφη… Άρχισε να το ξεκουμπώνει και άνοιξε την ντουλάπα της να βγάλει το νυχτικό της…

Το κουτί ήταν στον πάτο του ντουλαπιού… Το νυχτικό που αγόρασε εχτές…

Τράβηξε έξω το κουτί, το άνοιξε και το ξεδίπλωσε απαλά…

Δεν άντεξε… λύγισε στον πειρασμό να νιώσει το ντελικάτο ύφασμα να την αγκαλιάζει ξανά…

Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και το θέαμα έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν… Θεέ μου… αν με έβλεπε τώρα ο Άλμπερτ… θα πίστευε ακόμη πως είμαι παιδί;;;

Η μυρωδιά του πούρου ξάφνιασε τα ρουθούνια της… Ποιος άραγε να κάπνιζε μέσα στη νύχτα;;;;

Παραμέρισε την κουρτίνα και βγήκε στο μπαλκόνι… Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να διακρίνει τη φιγούρα του Άλμπερτ που ακουμπισμένος στο κάγκελο κάπνιζε νευρικά… Είχε βγάλει το πουκάμισό του γιατί παρά το δροσερό αεράκι το σώμα του καιγόταν.

- Ά.. Άλμπερτ…

Η φωνή βγήκε διστακτικά από τα χείλη της…

Γύρισε και την κοίταξε… Το βλέμμα του πλανήθηκε αργά σε όλο της το σώμα κάνοντας την να κοκκινίζει ακόμη περισσότερο αλλά χωρίς να προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια της.

Τρία βήματα τους χώριζαν. Πέταξε το πούρο του κάτω και προχώρησε προς το μέρος της χωρίς δεύτερη σκέψη…

Την άρπαξε βίαια αυτή τη φορά για να μην μπορέσει να του ξεφύγει. Με την μια παλάμη του τράβηξε προς τα πίσω το κεφάλι της και με την άλλη ανασήκωσε το κορμί της. Το φιλί του είχε όλη την αδημονία δύο χρόνων αφανέρωτου πόθου.

Η Κάντυ δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Σε κάθε χάδι του το σώμα της έπιανε φωτιά και αποζητούσε το στόμα του για να τη σβήσει.

Χωρίς να πάρει τα χείλη του από τα δικά της τη σήκωσε πάνω του και τη μετέφερε στο μεγάλο κρεβάτι της σουίτας του. Σε δευτερόλεπτα το λεπτό μεταξωτό ύφασμα κύλησε στο πάτωμα κάνοντας το κορμί της να ριγήσει περισσότερο.

Ήταν ολόγυμνη στην αγκαλιά του παραδομένη στα χάδια και τα φιλιά. Τι έμελλε να συμβεί; Δεν τους ένοιαζε… Η νύχτα ήταν όλη δική τους…

Άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε νωχελικά πάνω στα σεντόνια… Μα… αυτό δεν ήταν το δωμάτιό της… Κοίταξε γύρω της… που βρισκόταν;;; Το χέρι της έπιασε το μεταξωτό ύφασμα στο προσκέφαλο του κρεβατιού… Ήταν… ήταν γυμνή κάτω από τα σεντόνια…

Σιγά σιγά τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας αναδεύτηκαν στο μυαλό της. Ο Άλμπερτ και εκείνη... ω Θεέ μου… είχαν… είχαν γίνει ζευγάρι… Η σαμπάνια… θα έφταιγε η σαμπάνια…

Όχι… δεν έφταιγε κανείς…

Τα ερωτόλογα του Άλμπερτ ακόμα ηχούσαν στ’ αυτιά της: μωρό μου… καρδιά μου… σε θέλω… Κάθε ίνα του κορμιού της ανταποκρινόταν στον ψίθυρο που έκαιγε το αυτί της και ας μην ήταν εκείνος εκεί… Η καρδιά της χτυπούσε σε ένα τρελό πρωτόγνωρο ρυθμό όταν σκεφτόταν όσα συνέβησαν… Τα μάτια της έβλεπαν μόνο τη μορφή του να την κοιτάζει λάγνα… παθιασμένα… λίγο πριν την πάρει μαζί του σε εκείνο τον ερωτικό χορό…

Ήταν… ή μάλλον… δεν ήταν πιά κορίτσι… Σε ένα βράδυ είχε μεταμορφωθεί από κορίτσι σε γυναίκα… γυναίκα που γνώριζε σιγά σιγά το σώμα της… ένιωθε τις ανάγκες του και αφηνόταν στα χέρια του άντρα που αγαπούσε για να τις ικανοποιήσει…

Όχι… δε μετάνιωνε για ό,τι συνέβη… Ο Άλμπερτ ήταν για εκείνη τα πάντα… Το ήξερε… από εκείνη τη μέρα στο λόφο που έμαθε πως ο Άλμπερτ ήταν ο Πρίγκηπάς της… από εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα που αποκαμωμένη από την κούραση της μέρας ξάπλωνε στην αγκαλιά του κάτω από το μεγάλο δέντρο στο λόφο… Το ήξερε από πάντα… από εκείνο το πρώτο χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη του την πρώτη φορά που τον είδε. Ήταν δική του… όχι μόνο για εκείνη τη βραδιά… αλλά για πάντα…

«Μην κάνεις όνειρα Κάντυ… Έτσι σκεφτόσουν για τον Άντονυ και αργότερα για τον Τέρρυ… Είδες πως σκορπίστηκαν τα όνειρά σου;;; Σαν τα ροδοπέταλα στον άνεμο..»

Μάζεψε τα ρούχα της… θα πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο να κάνει ένα μπάνιο και να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά… Μεθαύριο θα επέστρεφε στην Αμερική… Ίσως… πάλι με τον Τζωρτζ, γιατί ο Άλμπερτ θα ήταν απασχολημένος… Ίσως να αντάλλαζαν κάποια ερωτικά γράμματα και ίσως να βρίσκονταν σε κάποιο άλλο ταξίδι…

Ποιος ξέρει πότε… ποιος ξέρει που…

Η ζωή της θα συνεχιζόταν όπως και πριν, αφοσιωμένη στη δουλειά της μαζί με τα πιτσιρίκια που θα είχε σα παιδιά της. Και θα της ήταν αρκετό…

Αρκετό;;; Μετά από όσα πέρασε στην αγκαλιά του Άλμπερτ πως θα μπορούσε να της είναι αρκετή μια τέτοια ζωή;;; Το κορμί της μούλιαζε μέσα στο ζεστό νερό αλλά η σκέψη πως ο Άλμπερτ το χάιδευε λίγες ώρες πριν, δεν την άφηνε να το ευχαριστηθεί…

Κι όμως… Δεν τολμούσε να κάνει όνειρα… Δεν έπρεπε… Έτσι λοιπόν θα κυλούσε η ζωή της;;;

Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αθόρυβα και η μορφή της Άννυ που πρόβαλε την έβγαλε από τις σκέψεις της…

Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει πως κάτι βασάνιζε τη φίλη της… Αυτό το βλέμμα που ερχόταν από παλιά, η βουβή αναζήτηση: «Κάντυ, Κάντυ, που είσαι;;;»

Δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει. Οι οδηγίες του Άλμπερτ ήταν σαφείς. Τα κορίτσια έπρεπε να επιστρέψουν στην Αμερική. Ο Τζωρτζ θα τις συνόδευε…
 
Πίσω
Μπλουζα