Αναζητώντας την αγάπη

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

RetroActive
Joined
22 Σεπ 2008
Μηνύματα
393
Αντιδράσεις
17
….Την βλέπει από το παράθυρο να φεύγει για το Σικάγο…. Η απελπισία της για τον χωρισμό της με τον Τέρρυ, τον καταρρακώνει….. Έχει βρει την χαμένη του μνήμη, μα δεν τολμάει να της το πει. Φοβάται μήπως την χάσει…….

Ξυπνάει απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο, είναι αποπνικτική. Σηκώνεται, πηγαίνει στο παράθυρο και το ανοίγει, μα ένα καυτό κύμα αέρα, τον αναγκάζει να το κλείσει σχεδόν αμέσως. Η μορφή της καθρεφτίζεται στο κλειστό τζάμι. Εκείνος χαμογελά και απλώνει το χέρι του να την αγγίξει, μα τη θέση της παίρνουν τα φώτα του δρόμου. Το χαμόγελο σβήνει από το πρόσωπό του. Πηγαίνει στο κομοδίνο, πίνει λίγο νερό και κατευθύνεται στο μπάνιο. Εκεί, γεμίζει την μπανιέρα και μπαίνει στο νερό. Η δροσιά του, λυτρώνει το μέχρι πριν από λίγο ιδρωμένο του σώμα. Κλείνει τα μάτια του και βυθίζει το σώμα του, μέχρι τον λαιμό, στο νερό.

…. Όταν φεύγεις για τα ταξίδια σου, σε παρακαλώ, παίρνε με μαζί σου παντού. Ακόμη και αν πεις όχι, θα έρθω μαζί σου …… Είμαι τόσο ενθουσιασμένη με το τι μπορεί να γίνει αύριο. Όταν θα χτυπήσει η πόρτα και μπορεί να είσαι εσύ εκεί Άλμπερτ. Είμαι τόσο ευγνώμων στους γονείς μου, γιατί αν δεν με είχαν αφήσει στο σπίτι της Πόνυ, δεν θα σε είχα γνωρίσει… Θα έχω πολλά όμορφα όνειρα απόψε. Καληνύχτα Άλμπερτ….

Τα μάτια του ανοίγουν. Βγαίνει από την μπανιέρα, παίρνει μια πετσέτα και την τυλίγει γύρω από την μέση του. Τα ξανθά του μαλλιά, στάζουν νερό, πάνω στο στέρνο και την πλάτη του, δροσίζοντάς τον ευχάριστα. Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω αφηρημένα. Μα τι στην ευχή του συμβαίνει; Μέρες τώρα, οι ίδιες σκέψεις τα ίδια όνειρα. Στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό. Ξημερώνει……

***

- Τα εισιτήρια μας είναι έτοιμα. Αύριο το πρωί φεύγουμε.

- Επιτέλους είπε ο Άλμπερτ με ανακούφιση. Λείπουμε τόσο καιρό. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσουμε πίσω στην Αμερική.

- Δεν έχεις συνηθίσει ακόμη στον νέο σου τρόπο ζωής, γι’ αυτό και νοιώθεις έτσι. Ύστερα από λίγο καιρό, δεν θα σε ενοχλεί και τόσο.

- Είναι ποτέ δυνατόν να πάψει να με ενοχλεί το γεγονός ότι θα είμαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ;

Ο Τζώρτζ επιβεβαίωσε τις υποψίες του, μα δεν συνέχισε την συζήτηση. Δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Άλμπερτ, μιας και το έβλεπε πως ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του , μέσα του.

- Φυσικά και όχι, τι ανόητο εκ μέρους μου, του είπε και χαμογέλασε.

Λοιπόν τι λες; Πάμε; Έχουμε να αγοράσουμε και τα δώρα.

- Δίκιο έχεις φίλε μου. Πάμε.

Γύρισαν στο ξενοδοχείο, μετά από αρκετές ώρες, φορτωμένοι πακέτα. Ο Άλμπερτ αφού ένιωσε την ευχαρίστηση ενός δροσερού μπάνιου, άλλαξε ρούχα και κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, για να δειπνήσει με τον Τζώρτζ. Μόνο που ο Τζώρτζ, δεν ήταν μόνος.

- Αλίσια, τι ευχάριστη έκπληξη! , είπε ο Άλμπερτ όταν τους πλησίασε και με μια ελαφρά υπόκλιση, πήρε το χέρι της και το φίλησε.

Η Αλίσια Ο΄Μπράιαν , ήταν η κόρη του Αμερικανού πρόξενου στην Βραζιλία. Μια όμορφη κοπέλα είκοσι χρόνων, με καστανά μακριά μαλλιά και καστανά εκφραστικά μάτια. Ο Άλμπερτ την γνώρισε το βράδυ που ο πατέρας της, είχε οργανώσει την μεγάλη δεξίωση στο μέγαρό του, λόγω της επετείου της 4ης Ιουλίου. Από εκείνη την ημέρα συναντιόντουσαν αρκετά συχνά, αφού η μητέρα της ήταν συμμαθήτρια της κυρίας Ράγκαν και θεωρούσε μεγάλη της τιμή, η κόρη της να κάνει παρέα με την κεφαλή των Άρντλευ. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο υποψήφιο γαμπρό για την κόρη της, γεγονός που το πέρασε και στην κόρη της. Στο πρόσωπο του Άλμπερτ, η Αλίσια έβλεπε έναν πολύ ευγενικό και γοητευτικό νεαρό.

- Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Γουίλιαμ, του απάντησε εκείνη. Αν και έπρεπε να σου έχω θυμώσει.

- Μα γιατί; Τι σου έκανα;

- Μόλις πληροφορήθηκα από τον Τζώρτζ, πως γυρίζετε στην πατρίδα. Έτσι θα έφευγες λοιπόν; Χωρίς να με χαιρετήσεις;

- Σου ζητώ συγνώμη Αλίσια. Ότι και να πεις , έχεις δίκιο. Είμαι ασυγχώτητος.

- Τέλος πάντων, το παραβλέπω, είπε εκείνη παιχνιδιάρικα. Εξάλλου εδώ ήρθες για δουλειά, όχι για διασκέδαση. Περιμένω όμως, την επόμενη φορά που θα ξανασυναντηθούμε, να μου αφιερώσεις περισσότερο χρόνο. Μου το υπόσχεσαι;

- Στο υπόσχομαι, σύμφωνοι.

- Εντάξει λοιπόν. Και τώρα με συγχωρείτε. Θα πρέπει να πηγαίνω. Έχω ήδη αργήσει.

- Δεν θα φας μαζί μας;

- Λυπάμαι, μα δεν ήξερα πως θα σας βρω εδώ και πρέπει να συνοδεύσω τον πατέρα μου στο δείπνο που παραθέτει ο δήμαρχος, αφού η μητέρα μου είναι λίγο αδιάθετη αυτές τις μέρες.

Καλό σου ταξίδι λοιπόν και εύχομαι να ξανασυναντηθούμε πολύ σύντομα.

- Και εγώ το εύχομαι, αγαπητή Αλίσια, της είπε και την συνόδευσε ως το αυτοκίνητο που την περίμενε. ‘Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε αρκετά…

- Θα με ξαναδείς πολύ πιο σύντομα από ότι φαντάζεσαι, Γουίλιαμ. Πολύ πιο σύντομα….., σκέφτηκε και ένα χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης, ζωγραφίστηκε στα χείλη της.

***

Οι μέρες πάνω στο καράβι, του φαινόταν πως κυλούσαν βασανιστικά αργά. Δεν έβλεπε την ώρα να την ξαναδεί. Του είχε λείψει τόσο πολύ. Μα αυτή την φορά ήταν διαφορετικά. Κάτι μέσα του είχε αλλάξει, μόνο δεν είχε συνειδητοποιήσει, τι ακριβώς ήταν. Ή μήπως ήξερε, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτεί;

Εκείνο το βράδυ, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του, σαν άγριο θηρίο.



- Τι ωραίο που είναι να μοιράζονται δυο άνθρωποι τα ίδια πράγματα, Κάντυ.

- Εεε;

- Ας δώσουμε μια υπόσχεση. Να μοιραζόμαστε πάντα τις λύπες και τις χαρές. Τι λες και εσύ;

- Ώ, Άλμπερτ….

- Μου το υπόσχεσαι αυτό Κάντυ; Μου το υπόσχεσαι;

- Ναι, στο υπόσχομαι…..

Και η ανάμνηση αλλοιώνεται από την έντονη επιθυμία.

Εκείνη πέφτει στην αγκαλιά του , συγκινημένη .Εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά, στην προσπάθειά του να την καθησυχάσει. Μόλις η Κάντυ ηρεμεί, βάζει τα δυο του χέρια στο πρόσωπό της και το φέρνει απέναντί του. Για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζονται στα μάτια, αμίλητοι. Και τότε εκείνος, ακουμπάει τα χείλη του στα δικά της. Μια λάμψη τον τυφλώνει και….

Ξύπνησε κάθιδρος. Πηγαίνει μέχρι το μπάνιο και ρίχνει αρκετό νερό στο φλογισμένο του πρόσωπο, αφήνοντάς το να κυλίσει, ως το γυμνό στήθος του. Βγαίνει και ανοίγει την πόρτα του επίπλου που φυλάσσονταν το αλκοόλ και έβαλε σε ένα ποτήρι, κονιάκ.Ανακάθισε στο κρεβάτι και πήρε στα χέρια του το ποτήρι με το κονιάκ. Το ήπιε μονορούφι. Σηκώθηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το έφερε στο στόμα, μα την τελευταία στιγμή, κατέβασε το χέρι του, σαν να μην μπορούσε να το κρατήσει. Το ποτήρι πέφτει και σπάει.

- Θεέ μου, δεν μπορεί να είμαι ερωτευμένος μαζί της. Αδύνατον…



***

Επιτέλους, το ταξίδι είχε τελειώσει. Αφού κατέβηκαν από το καράβι, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το ορφανοτροφείο. Σε όλη την διαδρομή, η καρδιά του Άλμπερτ, χτυπούσε σαν τρελλή. Πως θα την αντίκριζε τώρα πια που είχε συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει; Μα η λαχτάρα του να την δει, άρχισε σιγά- σιγά να διαλύει αυτή του την ανησυχία. Πόσο του είχε λείψει…

Το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το ορφανοτροφείο. Τα παιδιά, μόλις το βλέπουν, μαζεύονται γύρω του. Ο Τζώρτζ κατεβαίνει και αρχίζει να μοιράζει τα δώρα στα παιδιά και εκείνα αρχίζουν να ξεφωνίζουν ενθουσιασμένα.



Η Κάντυ, έχει ξαπλώσει στην σκιά ενός δέντρου, με τα μάτια της κλειστά.

…Γυρίζει από το νοσοκομείο και εκείνος την υποδέχεται με ένα χαμόγελο… Η προσπάθειά της να μαγειρέψει, καταλήγει σε φιάσκο και εκείνος γελάει καλόκαρδα… Το πρόσωπό του…. Χαμογελάει…. Χαμογελάει… Φέρνει την άνοιξη στην καρδιά της….

- Δεν θα με αγκαλιάσεις μικρή μου; Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.
 
… Ήρθε… ο Άλμπερτ….. ήρθε…..

Και όρμησε στην ανοιχτή αγκαλιά του. Πόσο της είχε λείψει αυτή η αγκαλιά…. Μα και εκείνος ήταν τόσο ευτυχισμένος που επιτέλους την κρατούσε στα δυο του χέρια, που φώλιαζε στο στήθος του.

- Άλμπερτ, γιατί άργησες τόσο πολύ να γυρίσεις;; του είπε με παράπονο.

- Δεν γινόταν αλλιώς μικρούλα μου. Έτσι έπρεπε. Και κανονικά, δεν θα έπρεπε τώρα να είμαι εδώ, αλλά στην Φλόριντα. Μα δεν μπορούσα να μην σε δω, έστω και για λίγο. Εξάλλου, αν δεν ερχόμουν, πως θα σε έπαιρνα μαζί μου;

- Μου λες αλήθεια; Θα με πάρεις μαζί σου; τον ρώτησε με λαχτάρα.

- Μα και βέβαια. Έλα, πάμε στο ορφανοτροφείο, να ενημερώσεις την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία, να χαιρετήσεις και τα παιδιά και φέυγουμε.

- Καλέ μου Άλμπερτ, σε ευχαριστώ. Να ήξερες πόσο ευτυχισμένη με κάνεις….

…Όχι όσο κάνει εμένα, η παρουσία σου στην ζωή μου…. Θα παλέψω Κάντυ…. Θα παλέψω να κερδίσω την καρδιά σου….. υποσχέθηκε στον εαυτό του.

***

Το ταξίδι ήταν υπέροχο. Μα πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Είχαν δίπλα τους, ο ένας τον άλλο. Η Κάντυ όμως είχε παρατηρήσει μια αλλαγή στο βλέμμα του, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Σκέφτηκε όμως , πως είναι λογικό να τον απασχολούν πολλά πράγματα, τώρα που είχε αναλάβει τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις ,του ‘’μεγάλου θείου’’ Γουίλιαμ. Έτσι, δεν έδωσε σημασία, σε αυτό το γεγονός.

Στην Φλόριντα, έφτασαν νύχτα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την Κάντυ, να θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου που αντίκριζε. Το ξενοδοχείο τους ήταν κατάφυτο με φοίνικες και διαφόρων ειδών λουλούδια και ακριβώς απέναντί του, ο απέραντος γαλάζιος ωκεανός, που στην σιγαλιά της νύχτας, ο παφλασμός των κυμάτων, έφτανε στα αυτιά της, σαν μελωδία.

- Σου αρέσει εδώ Κάντυ;

- Μα είναι υπέροχα! Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα, δεν έχω δει κάτι παρόμοιο.

- Αύριο που θα έρθει η Πάτυ να σε δει, θα έχετε όσο χρόνο θέλετε για να σε ξεναγήσει.

- Είπες η Πάτυ; Μα πως…..

- Της τηλεγράφησα πριν φύγω από την Βραζιλία και την ενημέρωσα πότε θα φτάναμε.

- Ω, Άλμπερτ, είσαι καταπληκτικός, του είπε και τον αγκάλιασε. Τι χαρά! Θα περάσουμε τόσο όμορφα οι τρεις μας!

- Κάντυ, δυστυχώς εγώ……

- Δεν θα έρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε απογοητευμένη.

- Δεν γίνεται, όσο και να το θέλω. Έχω πάρα πολύ δουλειά στα γραφεία της εταιρίας μας. Έλα τώρα, μην κατσουφιάζεις. Σου υπόσχομαι πως θα κανονίσω έτσι τις δουλειές μου, ώστε αυτό που δεν θα γίνει αύριο, να γίνει κάποια άλλη μέρα.

- Μου το υπόσχεσαι;

- Στο υπόσχομαι.

Την έπιασε από το χέρι και μπήκαν στο ξενοδοχείο. Την συνόδεψε μέχρι το δωμάτιό της.

- Καληνύχτα, μικρή μου.

- Καληνύχτα Άλμπερτ. Θα τα πούμε αύριο.


- Ναι, αύριο……


***


Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η συνάντηση για τον Άλμπερτ. Πόσο πίεσε τον εαυτό του, για να μην προδοθεί. Ειδικά όταν εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του. Μα πρέπει να είναι προσεκτικός. Πρέπει να σκεφτεί καλά τις κινήσεις του. Γιατί αν δεν προσέξει, εκείνη θα φύγει για πάντα από κοντά του, για να μην τον αφήσει να βασανίζεται. Την ξέρει πολύ καλά πια. Χίλιες φορές να τον βασανίζει η παρουσία της, παρά να μην την βλέπει, να μην την αγκαλιάζει, έστω και σαν φίλος. Όχι, αυτό δεν θα το άντεχε.


Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Και εκεί που προσπαθούσε να βρει τον τρόπο που θα της έλεγε το πώς νοιώθει……


- Σου είπα ότι έχω ένα μεγάλο αδελφό, όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ποτέ δεν γνώρισα τους γονείς μου, γι’ αυτό στο πρόσωπό σου, έβλεπα πάντα τον αδελφό μου που δεν είχα. Εσύ είσαι για μένα ο πραγματικός μου αδελφός. Ούτε και εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αισθάνομαι έτσι.


- Σ’ ευχαριστώ πολύ Κάντυ.


- Καλέ μου Άλμπερτ, θα σε αγαπώ και θα σε φροντίζω με όλη την δύναμη της ψυχής μου…


Όχι, δεν έχει δικαίωμα να της μιλήσει….. τα αισθήματά της είναι ξεκάθαρα….. πρέπει να θάψει αυτά που νοιώθει….. αυτή η μάχη είναι χαμένη, πριν καν αρχίσει……


Σηκώνεται και φοράει τα ρούχα του. Νοιώθει το δωμάτιο να τον πνίγει. Βγαίνει έξω, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Η Κάντυ τον ακούει και ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Βλέπει την σιλουέτα του, να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Τρέχει πίσω του, φωνάζοντας το όνομά του. Εκείνος κοντοστέκεται. Η Κάντυ τον πλησιάζει.


- Άλμπερτ, που πας; Τι συμβαίνει;


- Πρέπει να πάω σε μια δουλειά. Δεν θα αργήσω. Μα γιατί δεν κοιμάσαι; Αύριο θα έχεις μια γεμάτη μέρα.


- Είμαι τόσο ενθουσιασμένη, που είμαι εδώ μαζί σου, που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Πάρε με και μένα μαζί σου, σε παρακαλώ.


- Δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου Κάντυ. Άντε, πήγαινε να ξαπλώσεις θα τα πούμε άυριο.


- Μα γιατί;


Την αγκάλιασε και την φίλησε στο μέτωπο.


- Καληνύχτα , Κάντυ.


Έφυγε, αφήνοντάς την να τον βλέπει να απομακρύνεται.


- Άλμπερτ, τι σου συμβαίνει…..ψιθύρισε.


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Περπατούσε όλη την νύχτα, προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια του. Όταν έφτασε στο ξενοδοχείο , ο Τζώρτζ, τον περίμενε απ’ έξω.

- Καλημέρα…. μα καλά τι ώρα ξύπνησες; Τον ρώτησε απορημένος.

- Δεν κοιμήθηκα…

- Σε παρακαλώ, μετά την συνάντηση με τους αγοραστές, θέλω να μιλήσουμε.

- Για ποιο θέμα;

- Προσωπικό. Έλα, πάμε για να μην αργήσεις και θα τα πούμε μετά.

***

- Αχ, δεν το πιστεύω, τι ευχάριστη έκπληξη, αναφώνησε η κυρία Ράγκαν όταν είδε μπροστά της την κυρία Ο’ Μπράιαν και την κόρη της.

- Αγαπητή μου, πόσο μου έλειψες, είπε η κυρία Ο’ Μπράιαν, και αγκάλιασε την παιδική της φίλη.

- Μα μην στέκεστε, όρθιες, παρακαλώ, καθίστε. Ντόροθυ, πήγαινε να ειδοποιήσεις να κατέβουν ο Νήλ και η Ελίζα.

- Αυτή θα πρέπει να είναι η κόρη σου, είπε η κυρία Ράγκαν.

- Ναι, η Αλίσια.

- Πανέμορφη είναι.

- Σε ευχαριστώ πολύ Σάρα. Λοιπόν, για πες μου τα νέα σου. Έχουμε τόσα χρόνια να τα πούμε.

- Τα νέα μου… Φαντάζομαι θα τα έχεις μάθει. Εμφανίστηκε ο κληρονόμος τον Άρντλευ… ένα παιδί σχεδόν.

- Όχι και παιδί, πετάχτηκε η Αλίσια. Ο Γουίλιαμ είναι ένας πολύ γοητευτικός και έξυπνος άντρας και τα πάει πολύ καλά με τις επιχειρήσεις, είπε και ρίχνοντας το βλέμμα της στην κυρία Ράγκαν που την κοιτούσε με απορία… -Άκουσα τον πατέρα να το λέει, συμπλήρωσε κοκκινίζοντας.

- Βλέπω αγαπητή μου Ερμίνα, η κόρη σου τον συμπάθησε.

- Και όχι μόνο. Όλη η οικογένεια μας. Ειδικά ο Χάρι, του έχει μεγάλη συμπάθεια. << Έχει τσαγανό αυτό το παιδί>> μου είχε πει όταν τον πρωτογνώρισε.

- Καλησπέρα σας, είπαν ο Νήλ και η Ελίζα, όταν βρέθηκαν μπροστά στις τρεις γυναίκες.

- Νήλ, Ελίζα, να σας συστήσω μια παιδική μου φίλη και την κόρη της. Η κυρία Ο’Μπράιαν και η Αλίσια.

- Χαίρω πολύ. Ο’Μπράιαν είπατε; Είχαμε μια συμμαθήτρια Ο’Μπράιαν στο κολλέγιο του Αγίου Παύλου, έτσι δεν είναι Νήλ;

- Είναι εξαδέλφη μου, είπε η Αλίσια.

- Παιδιά, πάρτε την Αλίσια μια βόλτα στον κήπο. Εγώ και η μητέρα της έχουμε να μιλήσουμε.

- Φυσικά μητέρα. Θα έρθεις Αλίσια;

- Και βέβαια, απάντησε εκείνη.

Σηκώθηκε και μαζί με τα δύο παιδιά, βγήκαν από το σπίτι.

- Λοιπόν αγαπητή μου Ερμίνα, πως και θυμήθηκες την παλιά σου φίλη;

- Μα ήταν δυνατόν να έρθω στο πατρικό μου και να μην περάσω να σε δω;

- Θα μείνετε πολλές μέρες;

- Δεν ξέρω ακόμη. Θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες.

- Δηλαδή;

- Μα καλά , δεν κατάλαβες τι συμβαίνει; Η μικρή έχει ξετρελαθεί με τον Γουίλιαμ. Μόλις εκείνος έφυγε, με τρέλανε για να έρθουμε.

- Κατάλαβα και χαίρομαι γι’ αυτό. Η Αλίσια είναι πολύ όμορφη, μορφωμένη και προπαντός με καλή καταγωγή. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιο κατάλληλη γυναίκα στον κύκλο μας από αυτή. Και αφού την συμπαθεί ήδη, δεν θα είναι δύσκολο.

- Γι ‘ αυτό σε εμπιστεύτηκα Σάρα μου, επειδή το ήξερα πως θα με βοηθήσεις.

- Μην ανησυχείς. Θα μιλήσω στην θεία Ελρόυ. Αυτή θα τα κανονίσει με τον καλύτερο τρόπο. Εξάλλου σκέφτηκα να οργανώσω και έναν χορό, για να γιορτάσουμε την άφιξή σας. Έτσι τα πράγματα θα πάρουν πιο εύκολα τον δρόμο τους.

***

- Ώστε γνώρισες τον μεγάλο θείο Γουίλιαμ, ρώτησε ο Νήλ.

- Ναι, κάναμε αρκετές φορές συντροφιά, όσο ήταν στην Βραζιλία. Είναι ένας πολύ γοητευτικός άνθρωπος. Μακάρι να έχω την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα.

- Δηλαδή, είσαι ερωτευμένη μαζί του;

- Νομίζω πως ναι. Δεν ξέρω αν αισθάνεται και εκείνος το ίδιο, μα δείχνει να με συμπαθεί αρκετά.

Αυτό είναι νέο!....Τώρα ο θείος Γουίλιαμ, θα ξεφορτωθεί την Κάντυ…. Μα βέβαια… Δεν μπορεί να παντρευτεί την Αλίσια και να έχουν το έκθετο, μέσα στα πόδια τους… Τέλεια……, σκεφτόταν η Ελίζα.

- Άκου Αλίσια, θα σου δώσω μια συμβουλή. Για να κερδίσεις την καρδιά του θείου, πρέπει να κάνεις πρώτα κάτι.

- Σαν τι Ελίζα;

- Θα πρέπει να απομακρύνεις την Κάντυ από κοντά του.

- Κάντυ; Ποια είναι η Κάντυ; Δεν μου μίλησε ο Γουίλιαμ για αυτή.

- Είναι ένα έκθετο που……..

Η Ελίζα, άρχισε να χύνει το φαρμάκι της. Μέσα σε λίγη ώρα, έκανε την Αλίσια να θεωρήσει την Κάντυ, μια αντίπαλο που έπρεπε να βγάλει από την μέση.

- …. Βέβαια, ο θείος μας είπε πως τον βοηθούσε να βρει την χαμένη του μνήμη, μα ένας θεός ξέρει τι μπορεί να συνέβη μεταξύ τους. Ακούς εκεί να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο.

Η Αλίσια ένιωσε την ζήλια να φουντώνει μέσα της, σαν ένα θηρίο, έτοιμο να την κατασπαράξει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Ήταν στο έλεος της Ελίζας.

- Και τι προτείνεις να κάνω Ελίζα;

- Πρέπει να τον πείσεις πως το καλύτερο για όλους, θα είναι η Κάντυ να παντρευτεί τον αδελφό μου. Έτσι θα μπορεί η οικογένειά μας να την ελέγχει και εσύ να την ξεφορτωθείς.

- Έχει δίκιο η αδελφή μου Αλίσια. Όλοι θα επωφεληθούμε από αυτό. Και έσύ θα είσαι με αυτόν που αγαπάς και εγώ με αυτή που αγαπώ.

- Πολύ καλά. Ας γίνει έτσι λοιπόν.

***

- Σε ακούω Τζώρτζ, τι ήθελες να μου πεις;

- Με συγχωρείς που παίρνω το θάρρος να σου μιλήσω για ένα τέτοιο θέμα, μα όλα αυτά τα χρόνια που είμαι δίπλα σου, σε βλέπω περισσότερο σαν αδελφό μου, παρά σαν εργοδότη μου.

- Και εγώ το ίδιο αισθάνομαι για σένα Τζωρτζ και το ξέρεις.

- Το ξέρω και σε ευχαριστώ. Επειδή λοιπόν η μόνη μου έννοια, είναι το καλό σου, αποφάσισα να σου μιλήσω για ένα θέμα που βλέπω πως σε απασχολεί καιρό τώρα. Για την Κάντυ.

- Για την Κάντυ;;;

- Ναι Γουίλιαμ. Το ξέρω πως είσαι ερωτευμένος μαζί της. Το βλέπω στα μάτια σου, το κατάλαβα από τον τρόπο που φέρεσαι μέρες τώρα.

- Σταμάτα σε παρακαλώ…..

- Πρέπει να της μιλήσεις, αν συνεχίσεις έτσι θα τρελαθείς…

- Δεν μπορώ… δεν μπορώ…

- Μα καλά τι φοβάσαι;

- Όταν φύγαμε από την Βραζιλία, το είχα πάρει απόφαση να της μιλήσω. Μα όταν την είδα, τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα πως κάποτε μου είχε πει πως με βλέπει σαν αδελφό. Τι μπορώ να κάνω λοιπόν; Σκέφτομαι πως αν της μιλήσω και δεν ανταποκριθεί στα αισθήματά μου, θα φύγει και θα την χάσω για πάντα. Αν πάλι δεν της πω τίποτα, θα την βλέπω μα η παρουσία της είναι τόσο βασανιστική. Να είναι τόσο κοντά μου, να με αγκαλιάζει και εγώ….

- Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Με την απελπισία δεν βγαίνει τίποτε. Θα την βρούμε την λύση. Στο υπόσχομαι.
 
- Κάντυ μου….

- Πάτυ… πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

- Όταν πήρα το τηλεγράφημα πως θα ερχόσουν, δεν το πίστευα. Τι καλά που είσαι εδώ. Μα ο Άλμπερτ που είναι;

Το πρόσωπο της Κάντυ σκοτείνιασε.

- Είχε πολλές δουλειές και δεν μπορούσε να έρθει μαζί μας. Ώ, Πάτυ, είπε και έπεσε στην αγκαλιά της.

- Κάντυ, τι έχεις; Τι σου συμβαίνει;

- Ο Άλμπερτ, Πάτυ. Είναι τόσο διαφορετικός. Νοιώθω πως κάτι σοβαρό τον απασχολεί. Χθες το βράδυ , έφυγε εντελώς ξαφνικά, χωρίς να γυρίσει.

- Κάντυ, μην βάζεις κακό με το μυαλό σου. Τώρα πια ο Άλμπερτ έχει πολλές υποχρεώσεις και είναι λογικό να τον προβληματίζουν πράγματα και καταστάσεις.

- Το ξέρω, μα ξέρω και εκείνον. Κάτι άλλο του συμβαίνει.

- Τι περνάει από το μυαλό σου;

- Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω, μα το νιώθω πως κάτι δεν πάει καλά.

- Άκου τότε τι θα γίνει. Όταν γυρίσει, θα πας στο δωμάτιο του και θα μιλήσετε. Είμαι σίγουρη πως αν συμβαίνει κάτι, θα σου το πει.

- Έχεις δίκιο, αυτό θα κάνω.

- Έλα τώρα, σκούπισε τα μάτια σου και πάμε μια βόλτα.

- Ναι , Πάτυ. Πάμε.

***

Η Κάντυ, γύρισε το απόγευμα. Η παρέα της Πάτυ, την είχε ωφελήσει πολύ. Ανέβηκε την σκάλα και προχώρησε στον διάδρομο και κοντοστάθηκε έξω από το δωμάτιο του Άλμπερτ. Δίστασε για μια στιγμή, μα στο τέλος, χτύπησε την πόρτα.

- Ποιός είναι; ακούστηκε από την άλλη πλευρά της πόρτας.

- Εγώ Άλμπερτ, η Κάντυ. Μπορώ να μπω;

- Ναι Κάντυ, πέρασε, της απάντησε με λαχτάρα, μα σχεδόν ταυτόχρονα το είχε μετανιώσει. Η πόρτα άνοιξε και εκείνη κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

- Άλμπερτ….. είπε και έτρεξε στην αγκαλιά του. Χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ. Εχθές έφυγες τόσο απότομα, που με έκανες να ανησυχήσω.

- Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για μένα Κάντυ. Οι υποχρεώσεις που έχω αναλάβει, έχουν αλλάξει πολύ τον τρόπο ζωής μου.

- Ακόμη και τον χαρακτήρα σου; του είπε εκείνη, αφοπλίζοντάς τον με αυτά της τα λόγια. Είχε αποφασίσει πως έπρεπε να του μιλήσει ανοιχτά, να μην του αφήσει περιθώρια να ξεφύγει.

- Τον χαρακτήρα μου; Είπε εκείνος αιφνιδιασμένος. Τι εννοείς; Τώρα η καρδιά του, χτυπούσε ακανόνιστα.

- Κάτι σου συμβαίνει Άλμπερτ, το νιώθω. Και δεν έχει να κάνει με την δουλειά. Το νιώθω. Σε παρακαλώ, άνοιξέ μου την καρδιά σου. Θυμάσαι τι μου είχες πει κάποτε; Με έβαλες να σου υποσχεθώ πως θα μοιραζόμαστε τα πάντα. Γιατί με κρατάς έξω από αυτό που σε βασανίζει; Γιατί;

Τι να της πει; Τι θα μπορούσε να της πει; Ένιωθε παγιδευμένος. Λέξεις και συναισθήματα, πάλευαν να βρουν προς τα έξω και αυτός αγωνιζόταν να τα συγκρατήσει. Ευτυχώς για εκείνον , τον έσωσε το χτύπημα στην πόρτα.

- Ποιός είναι;

- Ο Τζώρτζ. Μπορώ να περάσω;

- Φυσικά, απάντησε εκείνος ανακουφισμένος.

- Με συγχωρείς , δεν ήξερα πως δεν ήσουν μόνος. Καλησπέρα δεσποινίς Κάντυ.

- Καλησπέρα Τζώρτζ.

- Με συγχωρείτε που σας διέκοψα, μα μόλις ήρθε αυτό το τηλεγράφημα για σένα Γουίλιαμ.

Εκείνος, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να το διαβάζει . Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και γύρισε προς το μέρος του Τζώρτζ.

- Η Αλίσια είναι στο Σικάγο, είπε.

- Αυτό είναι πολύ ευχάριστο, απάντησε ο Τζώρτζ. Θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, να οργανώσουμε μια γιορτή προς τιμήν της. Μην ξεχνάς πως σε περιποιήθηκε ο πατέρας της, όσο ήμασταν στην Βραζιλία.

- Και βέβαια δεν το ξεχνώ, μα ήδη έχουν κανονίσει τα πάντα οι Ράγκαν. Γύρισε προς το μέρος της Κάντυ, και την έπιασε από τους ώμους.

- Θα ενθουσιαστείς με την Αλίσια, είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, της είπε. Και τώρα πήγαινε να ετοιμαστείς, σου υποσχέθηκα ένα δείπνο.

***

Η βραδιά δεν κύλησε έτσι όπως θα ήθελε η Κάντυ. Ο Άλμπερτ της μιλούσε συνεχώς για την γνωριμία του με την Αλίσια. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχειο….

Όλο το βράδυ για εκείνη μου μιλούσε…. Έλειψε τόσον καιρό και όταν επιτέλους βρεθήκαμε μόνοι, μου μιλούσε για κάποια άλλη…. Τι θέση να έχει στην ζωή του άραγε;... Μήπως είναι ερωτευμένος μαζί της;…..

Η Κάντυ ένιωσε ένα αγκάθι να της τρυπάει την καρδιά. Έκλεισε τα μάτια της.

Μα γιατί αυτή η σκέψη με πονάει;… Τι μου συμβαίνει;…. Φοβάμαι πως αν είναι ερωτευμένος μαζί της, θα μείνω πάλι μόνη…. Ναι, αυτό είναι, γι’ αυτό αισθάνομαι έτσι….

***

… Ευτυχώς, η είδηση της άφιξης της Αλίσια, με έσωσε απόψε….. Αλλιώς η Κάντυ θα προσπαθούσε να μάθει τι μου συμβαίνει, όπως νωρίτερα…. Δεν ξέρω αν αυτή την φορά θα είχα την δύναμη να της κρυφτώ…. Ω, Κάντυ…… Αν ήξερες πόσο πολύ σ’ αγαπώ….. Ευτυχώς η παρουσία μιας καλής φίλης, θα με βοηθήσει να μην σε σκέφτομαι συνέχεια…. Αλλά θα τα καταφέρω;….. Θα καταφέρω να μην πονάω;…….

Δύο μέρες μετά, έφτασαν στο σπίτι των Ράγκαν, έχοντας μαζί τους και την Πάτυ, η οποία θεώρησε πολύ καλή την ιδέα, να δει την θεία της και την εξαδέλφη της ύστερα από πολύ καιρό.

- Γουίλιαμ, πόσο χαίρομαι που ήρθες, είπε η Αλίσια μόλις τον είδε.

- Η χαρά είναι δική μου, της απάντησε. Την πλησίασε και της φίλησε το χέρι.

Η Κάντυ ταράχτηκε. Το γεγονός αυτό , μπορεί να πέρασε απαρατήρητο από τον Άλμπερτ και την Αλίσια, αλλά όχι και από την Πάτυ.

- Τι κάνεις Αλίσια, είπε η Πάτυ μόλις την πλησίασε.

- Πάτυ, τι έκπληξη. Μα εσύ πως βρέθηκες εδώ;

- Είμαι φίλη της Κάντυ, είπε εκείνη.

Η Κάντυ την πλησίασε.

- Χαίρω πολύ, της είπε

- Επίσης, μα ποια είναι αυτή η κοπέλα;

- Αλίσια, να σου συστήσω την υιοθετημένη μου κόρη, την Κάντυ, είπε ο Άλμπερτ.

Η Αλίσια έδειξε κατάπληκτη.

- Κόρη; το κορίτσι είναι κόρη σου; τον ρώτησε.

- Ναι, την υιοθέτησα πριν λίγα χρόνια, όταν μου το ζήτησε ο ανιψιός μου, ο Άντονυ. Είναι μεγάλη ιστορία.

- Ακούγεται ενδιαφέρουσα. Πολύ θα ήθελα να την ακούσω.

- Μα φυσικά, της είπε εκείνος. Κορίτσια, ελάτε να καθίσουμε όλοι μαζί.

- Εμένα να μου επιτρέψετε, είπε η Κάντυ. Θα πάω στο δωμάτιό μου. Το ταξίδι με κούρασε πολύ. Θα σας δω αργότερα.

- Κάντυ, θα έρθω και εγώ, να σου κάνω συντροφιά.

- Δεν χρειάζεται Πάτυ μου, είπε εκείνη με προσποιητό χαμόγελο.

- Μα…, επέμεινε εκείνη.

- Αλήθεια δεν χρειάζεται, απάντησε η Κάντυ και την κοίταξε σαν να την παρακαλούσε να την αφήσει μόνη. Μείνε εσύ.

Έφυγε με γρήγορο βήμα, πνίγοντας έναν λυγμό.
 
Η βραδιά του χορού, έφτασε. Η Κάντυ, με βαριά καρδιά, άρχισε να ετοιμάζεται. Δεν την ενοχλούσε μόνο το γεγονός πως Άλμπερτ ήταν συνοδός της Αλίσια, αλλά και το γεγονός πως θα έπρεπε να ανεχτεί τον Νήλ και την Ελίζα. Ειδικά τον Νήλ, που τρείς μέρες τώρα την πολιορκούσε, πότε με το καλό, πότε με απειλές.

Στον Άλμπερτ δεν τολμούσε να το πει, γιατί φοβόταν την αντίδρασή του. Κάποτε, εκείνος ήταν που είχε ρίξει στον Νήλ μια γερή γροθιά, όταν τα αδέλφια την είχαν κατηγορήσει τότε με το άλογο. Έτσι λοιπόν προτίμησε να αποσιωπήσει το γεγονός. Εξάλλου το είχε αποφασίσει. Την επόμενη μέρα θα έφευγε μαζί με την Πάτυ , την Άννι και τον Άρτσι για το σπίτι των Μπράιτον , που τους είχαν καλέσει. Η Άννι και ο Άρτσι, είχαν αποφασίσει να αρραβωνιαστούν και τα κορίτσια θα πήγαιναν να βοηθήσουν στις ετοιμασίες.

Άνοιξε το πακέτο που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι της. Πάνω στο λευκό χαρτί που έκρυβε το περιεχόμενό του, είδε ένα γράμμα. Το πήρε στα χέρια της, το άνοιξε και άρχισε να το διαβάζει.

Ελπίζω να σου αρέσει. Το διάλεξα σε πράσινο χρώμα, για να ταιριάζει με τα μάτια σου . Θα σε δω στην σάλα.

Άλμπερτ

Η Κάντυ, έσκισε το χαρτί και έβγαλε το φόρεμα από το κουτί. Έμεινε έκπληκτη. Ήταν πανέμορφο. Το πιο όμορφο φόρεμα που είχε φορέσει ποτέ της. Το φόρεσε και κοίταξε στον καθρέφτη το είδωλό της. Την έδειχνε πολύ όμορφη. Έβγαλε τα ροζ φιογκάκια από τα μαλλιά της και τα χτένισε. Μετά, θέλησε να κάνει κοτσίδες με τις πράσινες κορδέλες που βρήκε στο πακέτο, μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Αρκέστηκε στο να μαζέψει τα μισά της μαλλιά με την μια πράσινη κορδέλα. Όταν είδε το αποτέλεσμα, άφησε να της ξεφύγει ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Ξαφνικά η διάθεσή της, άλλαξε προς το καλύτερο.

Χαμογέλα Κάντυ….. οι φίλοι σου σε περιμένουν…. ο Άλμπερτ …… μην τον απογοητεύσεις………

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατέβηκε στην σάλα.

***

… Πότε επιτέλους θα κατέβει;….. Θέλω τόσο πολύ να την δω να φοράει το φόρεμα που της πήρα…. Θα είναι πανέμορφη….

- Άλμπερτ, που ταξιδεύεις; Τον ρώτησε η Αλίσια. Σου μιλάω τόση ώρα και δεν μου απαντάς. Μα καλά τόσο βαρετή είμαι; Συνέχισε παραπονιάρικα.

- Με συγχωρείς αγαπητή μου, αφαιρέθηκα για λίγο.

Τον κοιτάζει προβληματισμένη.

- Με συνοδεύεις σε παρακαλώ μέχρι τον κήπο; Θα ήθελα να περπατήσουμε λίγο.

- Φυσικά, πάμε.

Της προσφέρει το μπράτσο του και προχωρούν, μα την στιγμή που περνάμε μπροστά από την σκάλα, το βλέμμα του Άλμπερτ, πέφτει πάνω στην Κάντυ, που εκείνη την στιγμή κατεβαίνει. Το βλέμμα του καρφώνεται επάνω της, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο από την Αλίσια. Μόλις η Κάντυ τους πλησιάζει, της απλώνει το χέρι και την φέρνει κοντά του.

- Είσαι απίστευτα όμορφη, της λέει. Και τα μαλλιά σου….. Απλώνει το χέρι του και τα χαιδεύει.

- Σε ευχαριστώ πολύ, του απαντάει εκείνη.

Κοιτάζονται βαθιά μέσα στα μάτια.

-….. Αυτό το βλέμμα….. δεν μπορεί…. της φαντασίας μου είναι…..

-…..Άλμπερτ, νομίζω πως……

Τις σκέψεις τους διακόπτει η φωνή της Αλίσια.

- Έχει δίκιο ο πατέρας σου Κάντυ, είσαι πολύ όμορφη σήμερα.

Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, πάγωσαν και οι δύο. Ευτυχώς , σχεδόν αμέσως, εμφανίστηκαν οι φίλοι της, και σχολιάζοντας το πόσο όμορφη ήταν, την παρέσυραν μαζί τους.

- Λοιπόν, τι λες; Πάμε;

- Α, ναι, την βόλτα στον κήπο, της απάντησε ο Άλμπερτ και βγήκαν από το σπίτι.

Ο Νήλ, πλησίασε διστακτικά την συντροφιά των παιδιών.

- Κάντυ, θα ήθελες να χορέψουμε;

- Όχι Νηλ, σε ευχαριστώ.

- Μα γιατί, ένα χορό σου ζητάω μόνο.

- Νομίζω πως σου απάντησε Νηλ, είπε ο Άρτσι. Καλά θα κάνεις να φύγεις τώρα.

Με μια γκριμάτσα θυμού, ο Νηλ έφυγε και πήγε κοντά στην αδελφή του.

- Να πάρει, με όλους αυτούς δίπλα της……

- Ω, σταμάτα την γκρίνια, δεν αντέχω άλλο , λέει η Ελίζα και κάνει να φύγει.

- Που πας; Την ρωτάει εκείνος.

- Να δω τι γίνεται με τον θείο και την Αλίσια. Δεν θα αργήσω, του απαντάει και φεύγει.

- Καλά, ακόμη να το χωνέψει ο Νηλ, ότι τον αντιπαθείς; Ρώτησε η Άννι

- Δεν ξέρω τι να πω. Του το έχω ξεκαθαρίσει, αλλά αυτός επιμένει. Έχει καταντήσει κουραστικό πια.

- Τι; Σε ενοχλεί συνέχεια; Α , δεν το γλυτώνει το βρωμόξυλο…..

- Άρτσι, σε παρακαλώ, θα γίνουμε ρεζίλι, του είπε η Κάντυ συγκρατώντας τον.

Εκείνος, πείθεται για μια στιγμή.

- Πολύ καλά, αλλά με μια συμφωνία. Θα μιλήσεις στον θειο Γουίλιαμ γι’αυτό.

- Εντάξει Άρτσι, στο υπόσχομαι.
 
Ο Άλμπερτ, δεν μπορεί να βγάλει την εικόνα της Κάντυ από το μυαλό του.

…Τόσο όμορφη…. Τόσο γλυκιά… . Και αυτό της το βλέμμα…… Δεν είναι πια παιδί……..

- Μα που ταξιδεύεις πάλι,Γουίλιαμ; Αρχίζω να νοιώθω πως η παρουσία μου δεν σου είναι πια και τόσο ευχάριστη, του είπε η Αλίσια κάπως ενοχλημένη.

- Σου ζητώ χίλια συγνώμη, μα μου συμβαίνουν τόσα πολλά, της δικαιολογήθηκε εκείνος.

- Το ξέρεις πως μπορείς να μου μιλήσεις για το οτιδήποτε, του είπε εκείνη και στάθηκε απέναντί του, κοιτώντας τον στα μάτια. Το ένα της χέρι, χάιδεψε τρυφερά το μπράτσο του.

- Αλίσια!!!!! Είπε έκπληκτος και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Το άγγιγμα της αυτό μαζί με το βλέμμα της, του ήταν αρκετά για να καταλάβει τι αισθάνεται για εκείνον.

- Γουίλιαμ, εγώ……

- Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτε. Δεν θέλω να το ακούσω.

- Μα εγώ…..

- Μην το κάνεις, την παρακάλεσε. Είσαι ένα υπέροχο κορίτσι και σε συμπαθώ πολύ, μα η καρδιά μου ανήκει αλλού.

Στα μάτια της, άρχισαν να κυλάνε τα πρώτα δάκρυα. Μόλις το συνειδητοποίησε, άρχισε να τρέχει μακριά του.

- Στάσου Αλίσια, της φώναξε και έτρεξε πίσω της. Μερικά μέτρα πιο κάτω, την έφτασε και την έπιασε από το χέρι.

- Άφησέ με σε παρακαλώ. Αχ Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι…

- Αλίσια, κοίταξέ με… κοίτα με σε παρακαλώ. Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι. Είσαι ένα καταπληκτικό κορίτσι. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, να είσαι σίγουρη πως θα με είχες κερδίσει από την πρώτη στιγμή. Όμως την καρδιά μας, δεν μπορούμε να την ορίσουμε. Μόνη της επιλέγει το άτομο που θα χαριστεί. Το μόνο που μπορώ να σου δώσω, είναι η φιλία μου. Αν αυτή αξίζει κάτι για σένα…..

Εκείνη δεν μίλησε. Τι θα μπορούσε άλλωστε να του απαντήσει. Ήταν ξεκάθαρος απέναντί της και μάλιστα με έναν τρόπο που – τι περίεργο στ ‘αλήθεια- είχε γαληνέψει την ψυχή της. Ξαφνικά , η μορφή του Γουίλιαμ, αρχίζει να αλλάζει, τα μάτια του παίρνουν ένα καστανό χρώμα, το ίδιο και τα μαλλιά του………

….Ο Μάουρο, ο παιδικός της φίλος…. αυτός που μοιραζόταν τα πάντα μαζί του……. Την πιάνει από τους ώμους …… το βλέμμα του είναι πονεμένο……

- Ώστε θα πας να τον βρεις, το αποφάσισες λοιπόν.

- Ναι, θα πάω. Με έχει γοητεύσει τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος….

- Δηλαδή είσαι ερωτευμένη μαζί του; Την ρώτησε θλιμμένα.

- Νομίζω πως ναι. Μα γιατί δείχνεις τόσο λυπημένος;

Εκείνος σιωπά και χαμηλώνει το βλέμμα του. Όχι, δεν πρέπει να της πει την αλήθεια, δεν θέλει να ακούσει την απάντηση της. Κάτι τέτοιο θα τον διέλυε.

- Απλά, σκέφτομαι πως αν τελικά γίνει κάτι μεταξύ σας και παντρευτείτε, δεν θα σε ξαναδώ.

- Αχ, Μάουρο, καλέ μου φίλε, ότι και να γίνει, εμείς οι δύο θα βλεπόμαστε συχνά. Πότε θα έρχεσαι εσύ, πότε εγώ, δεν πρόκειται να χαθούμε…

Βάζει τα χέρια του στο πρόσωπό της, την φιλάει στο μέτωπο και την κρύβει στην αγκαλιά του.

- Έχεις δίκιο. Τι ανόητος που είμαι…………..

…. Πως μπόρεσε να κάνει ένα τόσο τραγικό λάθος…. Να τον πληγώσει με τα λόγια της….. με την φυγή της….. να μην έχει συνειδητοποιήσει τόσο καιρό , πως ο Μάουρο την αγαπάει….., έπρεπε να δει το βλέμμα του Άλμπερτ για να αποκρυπτογραφήσει το φέρσιμο του Μάουρο, που την παραξένευε κάποιες φορές. Και τώρα που όλα φωτίστηκαν, κατάλαβε ότι η αγάπη που ζητούσε, την περίμενε στην Βραζιλία…….

- Γουίλιαμ, με συγχωρείς. Φέρθηκα τόσο ανόητα. Παραλίγο να καταστρέψω την φιλία μας. Παρεξήγησα την φιλία σου και πίστεψα πως αυτό που ένιωθα ήταν αγάπη για σένα, μα η αλήθεια είναι πως γελάστηκα. Θαμπώθηκα από την προσωπικότητά σου και πίστεψα πως αυτό που ένιωθα ήταν έρωτας, μα ήταν μόνο θαυμασμός και εκτίμηση. Θα με συγχωρέσεις;

- Δεν έκανες κάτι που θα πρέπει να σου συγχωρέσω. Ίσα – ίσα που νιώθω ανακουφισμένος που δεν έγινα η αιτία να πληγωθείς.

- Άρα η φιλία μας παραμένει αλώβητη, έτσι δεν είναι;

- Φυσικά Αλίσια. Θα λυπόμουν πολύ αν έχανα την φιλία σου.

- Όχι μόνο δεν θα την χάσεις, αλλά θα σε ωφελήσει κιόλας. Υπάρχει κάτι πολύ σοβαρό που πρέπει να μάθεις.

- Δηλαδή;

Η Αλίσια του είπε, με ένα αίσθημα ενοχής, όλα όσα είχε συζητήσει με τον Νηλ και την Ελίζα.

- Μα είναι όλα τρομερά ψέματα, είπε αγανακτισμένος ο Άλμπερτ. Πως τόλμησαν να ξεστομίσουν όλες αυτές τις κακοήθειες για την Κάντυ. Μα το Θεό, τους χρειάζεται ένα πολύ καλό μάθημα, συνέχισε και έκανε να φύγει, όμως η Αλίσια τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από το μπράτσο.

- Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Αυτή τη στιγμή είσαι εκνευρισμένος και δεν μπορείς να σκεφτείς λογικά. Αν αντιδράσεις τώρα, το μόνο που θα πετύχεις , μπροστά σε τόσο κόσμο,θα είναι έως αύριο το πρωί, να έχει ξεσπάσει ένα τεράστιο σκάνδαλο.

- Έχεις δίκιο, απάντησε ακούγοντάς την. Αυτή την στιγμή, δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά. Θα πρέπει πρώτα να ηρεμήσω για να δω τι θα κάνω. Ούτε ο τόπος ούτε η στιγμή είναι κατάλληλη.

Έπιασε την Αλίσια από τους ώμους.

- Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι. Θα έδινα τα πάντα για να είχα στο πλάι μου την Κάντυ.

- Ώστε αυτή είναι που αγαπάς. Και εκείνη;

- Εκείνη με βλέπει σαν αδελφό. Τουλάχιστον, αυτό μου έχει δώσει να καταλάβω, αφού δεν τόλμησα να της μιλήσω.

- Μην κάνεις αυτό το λάθος, του είπε, ενώ ο μυαλό της ταξίδεψε στον Μάουρο. Μίλα της, μόνο έτσι θα πάψεις να βασανίζεσαι από την αμφιβολία.

- Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Την ξέρω πολύ καλά. Αν δεν αισθάνεται το ίδιο, θα φύγει για να μην βασανίζομαι από την παρουσία της. Και αυτό δεν θα το άντεχα.

- Γουίλιαμ, άκουσε με. Δεν θέλω να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες, αλλά………….

Και του μίλησε για τον Μάουρο και όλα όσα είχε ανακαλύψει λίγα λεπτά πριν.

- Ίσως να συμβαίνει το ίδιο και σε κείνη, απλά να μην το έχει συνειδητοποιήσει ακόμη.

- Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, είπε εκείνος με ελπίδα. Και είμαι σίγουρος πως αν ανακάλυπτε κάτι τέτοιο για τα αισθήματά της, θα ντρεπόταν να μου μιλήσει.

- Γι’ αυτό, θα πρέπει να <<σπρώξουμε>> λίγο την κατάσταση, δεν νομίζεις; Του είπε χαμογελώντας, ενώ κατέστρωνε ήδη στο μυαλό της ένα σχέδιο.
 
Του εξήγησε το σχέδιό της και εκείνος συμφώνησε. Έτσι, άρχισαν κατευθύνονται προς το σπίτι. Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά τους η Ελίζα.

- Τι κάνεις εδώ Ελίζα; Την ρώτησε ο Άλμπερτ.

- Ε, να έκανα μια βόλτα στον κήπο. Είναι υπέροχη βραδιά απόψε, δεν συμφωνείτε;

- Δίκιο έχεις, απάντησε η Αλίσια χαμογελώντας. Γούλιαμ, σε παρακαλώ, θα μπορούσες να μου φέρεις την εσάρπα μου; Είμαστε αρκετή ώρα έξω, και άρχισα να κρυώνω.

- Μα φυσικά, αγαπητή μου, είπε και άφησε τις δυο γυναίκες μόνες.

Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε αρκετά…….

- Λοιπόν Αλίσια;

- Μην ανησυχείς Ελίζα, όλα πάνε όπως τα θέλουμε.

- Δηλαδή;

- Να, δείχνει πως τον ενδιαφέρω αρκετά. Πριν από λίγο μάλιστα, προσπάθησε να με φιλήσει.

- Σοβαρά; Ρώτησε με ένα χαμόγελο η Ελίζα.

- Μα, ναι. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, είναι ζήτημα χρόνου, στο να μου κάνει πρόταση γάμου.

- Αυτό είναι θαυμάσιο!!!!! Άρα οι μέρες την Κάντυ ανάμεσά στην οικογένειά μας, είναι μετρημένες , είπε χαμογελώντας σαρδόνια.

- Σςςςςςςςς, ακούω τον Γουίλιαμ να έρχεται. Θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας, κάποια άλλη στιγμή.

- Εντάξει, σας αφήνω μόνους, να τα <<πείτε>>, της είπε και έφυγε ευχαριστημένη.

- Πως πήγε; ρώτησε ο Άλμπερτ την Αλίσια μόλις την πλησίασε, καθώς έριχνε την εσάρπα στους ώμους της.

- Όπως το περίμενα. Τσίμπησε…….

***

Το βλέμμα της Κάντυ ήταν καρφωμένο στην πόρτα. Περίμενε με αγωνία, πότε θα έκαναν την εμφάνισή τους, ο Άλμπερτ και η Αλίσια. Η Πάτυ την παρατηρούσε. Πόσο λυπόταν να βλέπει έτσι την φίλη της. Γιατί είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που την βάραινε. Άραγε η Κάντυ, ήξερε τι της συμβαίνει;

- Κάντυ, μπορώ να σου μιλήσω για λίγο; Την ρώτησε.

- Ναι Πάτυ , φυσικά.

Μα δεν πρόλαβαν να μιλήσουν. Το ζευγάρι Άλμπερτ- Αλίσια, έκανε την εμφάνισή του στην μεγάλη σάλα. Εκείνη την στιγμή, η ορχήστρα ξεκινούσε ένα βαλς και με μια ελαφρά υπόκλιση, ο Άλμπερτ, πήρε το χέρι της Αλίσια και ξεκίνησαν να χορεύουν. Τα μάτιατης Κάντυ, άρχισαν να βουρκώνουν. Ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια. Όχι, αυτό δεν το άντεχε.

- Κάντυ, μήπως τώρα θα ήθελες να χορέψουμε; Ακούστηκε η φωνή του Νήλ, καθώς ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του.


- ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ! του φώναξε, καθώς το χέρι της έπεσε βαρύ, πάνω στο μάγουλό του και βγήκε στον κήπο τρέχοντας. Ο Νήλ, προς στιγμή ξαφνιάστηκε, μα δευτερόλεπτα μετά, έτρεξε πίσω της. Την είδε να στέκεται δίπλα σε ένα δέντρο , ενώ λυγμοί, τράνταζαν το κορμί της. Την άρπαξε απότομα και άρχισε να την ταρακουνά.


- Πως τόλμησες να με χαστουκίσεις;


- Άφησέ με…..


- Όχι, δεν σε αφήνω. Εγώ σε αγαπάω και εσύ με διώχνεις; Της είπε και προσπάθησε να την φιλήσει.


- Παράτα με, σε σιχαίνομαι, του απάντησε, καθώς πάλευε να του ξεφύγει.


- Γιατί δεν με θες; Επειδή σου γυάλισε ο θείος, έτσι δεν είναι; Σε είδα πως τον κοιτούσες σήμερα.


- Είσαι τρελός…..


- Μπορεί, τυφλός μια φορά, δεν είμαι. Δεν πρόκειται να τον αφήσω να σε πάρει από μένα. Κανείς δεν θα σε πάρει από μένα. Είσαι δική μου, τ΄ακούς;


Εκείνος όμως δεν άκουσε τα βήματα αυτών που πλησίαζαν απειλητικά προς το μέρος του. Ξαφνικά, ένα ζευγάρι χέρια τον άρπαξαν και με μια δυνατή γροθιά, έπεσε στο έδαφος.


- Τι σέρνεσαι κάτω σαν το σκουλήκι; Έλα να με αντιμετωπίσεις, δειλέ, που τόλμησες να τα βάλεις με γυναίκα.


- Θείε……, είπε σαστισμένος από την ξαφνική επίθεση που δέχτηκε.


- ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ, ΕΙΠΑ! Του φώναξε ο Άλμπερτ, ενώ τον άρπαζε από τα πέτα του σακακιού του, σηκώνοντάς τον.


- Θείε, ας τον, δεν αξίζει τον κόπο, είπε ο Άρτσι, προσπαθώντας να τον συγκρατήσει.


Μα εκείνος, ήταν εκτός εαυτού. Με μια δεύτερη γροθιά, τον έριξε κάτω ξανά.


- Μη…. Σε παρακαλώ…. Άρχισε να κλαψουρίζει ο Νηλ.


- Άλμπερτ, σε παρακαλώ, άφησέ τον, κάντο για μένα, είπε η Κάντυ και τον κράτησε από το μπράτσο.


- Να τον αφήσω; Τόλμησε να απλώσει τα χέρια του επάνω σου, ενώ τον είχα προειδοποιήσει να μείνει μακριά σου και συ μου λες να τον αφήσω;


Τον ξανασηκώνει και τον στηρίζει σε ένα δέντρο.


- Θα σου πω κάτι και κοίτα να το βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου. Αν τολμήσεις και την ξαναενοχλήσεις, θα σε τσακίσω. Η Κάντυ είναι κόρη μου και δεν θα αφήσω κανέναν να την πειράξει, τ’ άκουσες αυτό; Και τώρα , εξαφανίσου από μπροστά μου, τον πρόσταξε.


Ο Νηλ, δεν χρειάστηκε να ακούσει δεύτερη φορά την προσταγή του Άλμπερτ. Το έβαλε στα πόδια, τρεκλίζοντας.


- Με συγχωρείς Αλίσια που έγινες μάρτυρας ενός τέτοιου δυσάρεστου γεγονότος. Ειλικρινά, λυπάμαι.


- Μην ανησυχείς για μένα Γουίλιαμ. Καταλαβαίνω και δικαιολογώ την οργή σου.


- Κάντυ, της είπε ο Άλμπερτ και την έπιασε από τους ώμους. Είσαι καλά κορίτσι μου;


…Η Κάντυ είναι κόρη μου…. Η Κάντυ είναι κόρη μου….. κόρη μου…. κόρη μου……


Τα μάτια της Κάντυ, άρχισαν να βουρκώνουν.


- Όχι, Άλμπερτ, δεν είμαι καλά, του απάντησε και άρχισε να τρέχει.


- Κάντυ……… είπε με απορία και έκανε να τρέξει πίσω της.


- Άφησέ την. Θα πάω εγώ, είπε η Πάτυ και έτρεξε να την προλάβει.


 
Η Πάτυ, την πρόλαβε στην αυλόπορτα του σπιτιού. Είχε στηριχτεί πάνω της και έκλαιγε με λυγμούς. Την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους.

- Κάντυ……

- Πάτυ, Πάτυ μου….. είπε, αγκαλιάζοντας την.

Έμειναν αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα, μέχρι να συνέλθει η Κάντυ και να μπορέσουν να μιλήσουν.

- Συγνώμη, είπε. Δεν ξέρω τι με έπιασε και αντέδρασα έτσι. Τον τελευταίο καιρό δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου, απολογήθηκε η Κάντυ

….. Ή τώρα ή ποτέ…… , σκέφτηκε η Πάτυ.

- Τον αγαπάς, έτσι δεν είναι; της είπε αποφασιστικά.

- Μα… μα..τι είναι αυτά που λες; Την ρώτησε η Κάντυ, έκπληκτη.

- Μην το αρνείσαι, άλλο, δεν θα σε οδηγήσει πουθενά, της είπε και την έπιασε από τον ώμο.

- Μα…εγώ….

- Ίσως να μην το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμη, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.

- Αχ, Πάτυ μου, τι θα κάνω; Της είπε και την αγκάλιασε. Ο Άλμπερτ με στήριζε πάντα, σαν φίλος, σαν αδελφός. Ποτέ δεν θα ένιωθε κάτι αντίστοιχο για μένα. Πρέπει να σταματήσω να νοιώθω έτσι για αυτόν, πριν καταλάβει κάτι. Θα ένιωθε τόσο άβολα……

- Μην είσαι και τόσο σίγουρη.

Η Κάντυ την κοίταξε απορημένη.

- Τι θες να πεις; Την ρώτησε.

- Η συμπεριφορά του Άλμπερτ έχει αλλάξει απέναντί σου, έτσι δεν μου είχες πει στην Φλώριντα;

- Ναι, εξαιτίας της Αλίσια. Είναι ερωτευμένος μαζί της, γι’ αυτό είναι διαφορετικός.

- Η Αλίσια είναι φίλη του, απλά φίλη του, Κάντυ. Τον έχω δει πως την κοιτάει. Μόνο εσένα κοιτάει ο Άλμπερτ κατευθείαν μέσα στα μάτια, για σένα χτύπησε τον Νηλ.

- Τον Νηλ τον χτύπησε για να με υπερασπιστεί. Σαν πατέρας.

- Κανένας πατέρας της υψηλής κοινωνίας, δεν θα υπερασπιζόταν την τιμή της κόρης του με γροθιές. Υπήρχαν πολλοί άλλοι τρόποι και αυτό το ξέρει πολύ καλά. Μόνο ένας ερωτευμένος άντρας, υπερασπίζεται την γυναίκα που αγαπά, με τον τρόπο που έπραξε απόψε εκείνος.

- Έχει δίκιο η Πάτυ, ακούστηκε μια φωνή, ενώ ο Άλμπερτ τις πλησίαζε.

- Ά….Άλμπερτ, τραύλισε η Κάντυ και έκρυψε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της, επειδή κατάλαβε ότι εκείνος είχε ακούσει την συζήτησή τους.

- Εγώ σας αφήνω, έχετε πολλά να πείτε, είπε η Πάτυ χαμογελώντας και απομακρύνθηκε.

Ο Άλμπερτ, πλησίασε με αργά βήματα την Κάντυ. Όταν έφτασε απέναντί της, ακούμπησε τα χέρια του στα χέρια της. Την ένιωσε που έτρεμε. Της τα κράτησε στα δικά του χέρια και τα έφερε στα χείλη του. Η Κάντυ, ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα να την διαπερνά. Της άφησε απαλά τα χέρια και με το ένα του χέρι, της σήκωσε το πηγούνι, αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει. Μόλις τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, η Κάντυ νόμισε πως θα λιποθυμήσει. Ένιωθε πως τα μάτια του, προσπαθούσαν να την υπνωτίσουν, να κάμψουν όλες της τις αντιστάσεις.

Και το κατάφερε. Τα χείλη τους ενώθηκαν, απαλά στην αρχή και διστακτικά, μα αργότερα, όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του, το φιλί του, την συνεπήρε. Πόσο θα ήθελε να μην τελείωνε ποτέ αυτό που ζούσαν…. Ένιωθε τα σφιχτά του μπράτσα , να την αγκαλιάζουν, το καλογυμνασμένο του σώμα, να την πιέζει απαλά επάνω του, τα ζεστά του χείλη να ζητούν αχόρταγα τα δικά της… ζούσε ένα όνειρο και παρόλο που ήθελε τόσο πολύ να δει στο πρόσωπό του, την αγάπη που της έδειχνε, εκείνη κρατούσε τα μάτια της ερμητικά κλειστά, από φόβο , μήπως όλο αυτό που ζούσε ήταν ένα όνειρο και δεν ήθελε να ξυπνήσει.

***

- Τι έπαθες εσύ; Τι χάλια είναι αυτά; Ρώτησε η Ελίζα τον αδελφό της , μόλις τον είδε.

- Τίποτα, παράτα με, είπε θυμωμένα εκείνος.

- Πως τίποτα; Εσύ είσαι χτυπημένος. Ποιός σε χτύπησε;

- Κανείς σου είπα. Άσε με ήσυχο.

- Μα…..

- ΕΛΙΖΑ ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ! Της φώναξε και ανέβηκε τρέχοντας την σκάλα.

- Τι τρόπος! Δυσανασχέτησε η Ελίζα. Σίγουρα αυτή η Κάντυ θα φταίει. Τώρα θα της δείξω εγώ και για μια στιγμή, σκέφτηκε να ψάξει την Κάντυ στον κήπο, μα μετάνιωσε.

Ας μην κάνω σκηνή με τόσο κόσμο… Δεν με συμφέρει….



***

- Αλίσια, μόνη σου είσαι παιδί μου; Που είναι ο Γουίλιαμ;

- Έξω είναι μητέρα, μιλάει με την Κάντυ.

- Κορίτσι μου, θα πρέπει να προσέχουμε αυτή την μικρή. Από ότι έμαθα….

- Μην συνεχίζεις μητέρα. Η προοπτική να παντρευτώ τον Γουίλιαμ, δεν με ενδιαφέρει πια.

- Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Μην ξεχνάς πως ένας τέτοιος γάμος……

- Δεν θα ήταν ευτυχισμένος. Ο Γουίλιαμ δεν με αγαπάει και εγώ κατάλαβα έστω και αργά πως…..

Η Αλίσια δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της. Ένα χέρι την άγγιξε στον ώμο.

- Αλίσια……
 
Η Αλίσια, στο άκουσμα του ονόματός της, γύρισε αργά, προς το μέρος του νεαρού άντρα. Ακόμη και τώρα που αντίκριζε τα μαύρα του μάτια, αδυνατούσε να πιστέψει στην παρουσία του. Την αμήχανη αυτή στιγμή, διέκοψε η φωνή της κυρίας Ο’ Μπράιαν.

- Μάουρο, εσύ εδώ; Μα πως; Ρώτησε η κυρία Ο’ Μπράιαν φανερά απορημένη.

- Ήρθα με τον πατέρα μου, κυρία Ο’Μπράιαν, της απάντησε εκείνος δίχως να πάρει να μάτια του από το πρόσωπο της Αλίσια. Ο κύριος Άρντλευ μας κάλεσε, ενόψει μιας συμφωνίας που πρόκειται να κλείσουμε.

- Κυρία Ο’ Μπράιαν τι ευχάριστη έκπληξη, δεν περίμενα να σας βρω εδώ, είπε ο πατέρας του Μάουρο, πλησιάζοντάς τους.

Τότε η Αλίσια βρήκε την ευκαιρία και πιάνοντας τον Μάουρο από το χέρι ,είπε

- Εμάς μας συγχωρείτε, θα πάμε μια βόλτα μέχρι τον κήπο. Θα σας δούμε αργότερα.

***



Μόλις έμειναν μόνοι, η Αλίσια έπεσε στην αγκαλιά του Μάουρο.

- Αν ήξερες πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ απόψε……..

Εκείνος όμως δεν ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμά της. Στεκόταν σαν να είχε πετρώσει. Το μόνο που έδινε ζωή στο φαινομενικά άνευρο σώμα του, ήταν οι γροθιές του, που τις έσφιγγε τόσο πολύ, σε μια άσκοπη προσπάθεια να καλύψει τον ψυχικό πόνο που ένιωθε.

Είναι τόσο χαρούμενη…. Το νιώθω, είναι ευτυχισμένη…… Τι ειρωνεία…. Με πονάει τόσο που την βλέπω ευτυχισμένη….. είμαι πια σίγουρος…. Από σήμερα, την έχασα για πάντα…..

Με όσο κουράγιο του είχε απομείνει, την έπιασε από τα μπράτσα και την απομάκρυνε από την αγκαλιά του.

- Δεν είμαστε πια παιδιά. Ο μέλλων σύζυγός σου δεν θα ενέκρινε αυτή μας την οικειότητα, της είπε ψυχρά.

- Μάουρο, τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα φαντάζεσαι. Πρέπει να σου εξηγήσω, του είπε και του άγγιξε το μάγουλο τρυφερά.

Εκείνος δέχτηκε το άγγιγμά της , μα η λογική τον έκανε να αποτραβηχτεί, σχεδόν αμέσως.

- Μη με διώχνεις, σε παρακαλώ , του είπε και προσπάθησε να τον πλησιάσει.

- Αλίσια , αν ήξερες…… είπε γεμάτος απελπισία.

- Ξέρω, καλέ μου, ξέρω. Τώρα είναι η στιγμή να μάθεις και εσύ.



***

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ………





- Μάουρο, ήρθαν, φώναξε η Αλίσια, μόλις το αυτοκίνητο των Άρντλευ , περνούσε την καγκελόπορτα της έπαυλής τους.

Ο Μάουρο πλησίασε την γυναίκα του και αφού την βοήθησε να σηκωθεί από την πολυθρόνα που καθόταν , πλησίασαν το ζευγάρι που κατευθύνονταν προς το μέρος τους και αφού τους καλωσόρισαν, τους οδήγησαν στην βεράντα για να απολαύσουν όλοι μαζί τον καφέ τους.

- Χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως θα έρθεις και εσύ στην Βραζιλία, Κάντυ, είπε όλο χαρά η Αλίσια.

- Η αλήθεια είναι πως ο Άλμπερτ φοβόταν να κάνω αυτό το ταξίδι στην κατάσταση μου, αλλά…..

- Αλλά εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αγάπη μου της έχω και με κάνει ότι θέλει, απολογήθηκε ο Άλμπερτ.

- Και εγώ τα ίδια τραβάω φίλε μου. Απορώ που την βρίσκουν τόση ενέργεια ενώ σε τρεις μήνες πρόκειται να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους, συμπλήρωσε απηυδισμένος ο Μάουρο.

Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν και αντάλλαξαν ένα χαμόγελο.

- Εμείς οι δυο, δεν είμαστε…..

- ….συνηθισμένες γυναίκες .

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν σαν να έλεγαν υπομονή ο ένας στον άλλο .

Αφού ήπιαν τον καφέ τους, ο Μάουρο οδήγησε τον Άλμπερτ στο γραφείο του να μιλήσουν για δουλειές, αφήνοντας τις γυναίκες τους να μιλούν για το πώς βίωνε η καθεμιά την εγκυμοσύνη της.

- Αλήθεια Κάντυ, πως τα πας με την θεία Ελρόυ , τον Νήλ και την Ελίζα; Έχουν αλλάξει καθόλου τα πράγματα ή είναι το ίδιο ανυπόφοροι;

Η Κάντυ πήρε ένα θλιμμένο ύφος.

- Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;

- Όχι, ίσα- ίσα που τίποτα δεν επισκιάζει την ευτυχία μου με τον Άλμπερτ, αλλά….

- Αλλά;

- Θυμάσαι το βράδυ του χορού που ο Άλμπερτ κλείστηκε με την θεία Ελρόυ στο γραφείο για να μιλήσουν;

- Φυσικά. Όταν βγήκαν, σου έριξε ένα βλέμμα αυτή η γυναίκα που με έκανε να ανατριχιάσω.

- Ήταν πολύ θυμωμένη με την απόφαση του Άλμπερτ να μην παντρευτεί εσένα , αλλά εμένα. Τσακώθηκαν πολύ άσχημα και ο Άλμπερτ αναγκάστηκε να της υπενθυμίσει, πως αυτός είναι η κεφαλή των Άρντλευ και πως δεν είχε ανάγκη την συγκατάθεσή της ,αλλά ούτε και κανενός άλλου ,για να κάνει αυτό που θέλει. Αυτή η κουβέντα πρέπει να της στοίχισε πολύ. Όταν φύγατε, ο Άλμπερτ μετανιωμένος που της μίλησε τόσο απότομα, πήγε στο δωμάτιό της να της ζητήσει συγνώμη και να την κάνει να καταλάβει το πώς ένιωθε για μένα. Χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Φοβήθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, και χωρίς να περιμένει απάντηση, άνοιξε την πόρτα και βρήκε την θεία πεσμένη στο πάτωμα, χωρίς να έχει τις αισθήσεις της. Είχε πάθει εγκεφαλικό.

- Πω πω ! είπε η Αλίσια , φέρνοντας το χέρι της στο στόμα της. Δηλαδή…..

- Όχι, δεν είχε πεθάνει, τουλάχιστον όχι εκείνη την στιγμή. Την μεταφέραμε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση και κατέληξε μια εβδομάδα αργότερα. Ο Άλμπερτ ήταν πολύ χάλια. Ευτυχώς όμως ο Τζώρτζ, που ήξερε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε η θεία, του έδωσε να καταλάβει ότι δεν ευθυνόταν αυτός για ότι είχε συμβεί.

- Ώστε δεν στάθηκε αυτό το γεγονός η αιτία, αλλά η αφορμή, είπε η Αλίσια ανακουφισμένη.

- Ναι, γιατί ξέροντας τον χαρακτήρα του άντρα μου, είμαι σίγουρη πως θα κατηγορούσε για την υπόλοιπη ζωή του τον εαυτό του, για τον θάνατό της.

- Και ποια ήταν η αντίδραση του Νηλ και της Ελίζας όταν έμαθαν ότι θα παντρευτείτε;

- Με αυτούς σταθήκαμε πιο τυχεροί. Ύστερα από το επεισόδιο στον κήπο και μετά τον θάνατο της θείας, ο Νήλ αποφάσισε να φύγει για να δουλέψει στις επιχειρήσεις των Άρντλευ στην Ατλάντα και ζήτησε από την Ελίζα να τον συνοδέψει. Γύρισαν πίσω για να παρευρεθούν στο γάμο μας και μετά ξαναέφυγαν. Μάλλον με τον γάμο ,το πήραν απόφαση να μην με ξαναενοχλήσουν αν και θεωρώ πιο πιθανό να έχει βάλει το χέρι του ο Άλμπερτ.

- Σε αγαπάει πάρα πολύ, της είπε η Αλίσια χαμογελώντας. Πιστεύεις πως θα άφηνε κανέναν να απειλήσει την ευτυχία σας; Μην ξεχνάς ότι αυτοί οι δύο είναι ικανοί για όλα.


- Έχεις δίκιο. Δεν ξεχνάω τι μου έχουν κάνει. Απλά νοιώθω ότι κατά κάποιο τρόπο είναι εξορισμένοι και…….


- Τώρα καταλαβαίνω γιατί σε αγαπάει τόσο πολύ ο άντρας σου. Καρδιά σαν την δική σου, που να χωράει και τους εχθρούς, πολύ σπάνια βρίσκει κανείς.


- Σε ευχαριστώ πολύ. Αλλά για πες μου και τα δικά σου. Θυμάμαι ότι και η μητέρα σου εκείνο το βράδυ ήταν πολύ θυμωμένη που τελικά δεν ανακοινώθηκε ο αρραβώνας σου με τον Άλμπερτ που τόσο πολύ ήλπιζε.


- Ναι, ήταν πολύ θυμωμένη. Πίστευε πως ο Άλμπερτ θα ήταν ο ιδανικός σύζυγος για μένα λόγω του ονόματός του. Ειδικά, όταν έμαθε πως με τον Μάουρο αγαπιόμασταν, έγινε έξαλλη.


- Μα γιατί; Ο Μάουρο είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος και σε αγαπάει πολύ.


- Επειδή ο πατέρας του για να κάνει την περιουσία που έχει κάνει, ξεκίνησε από το μηδέν. Έτσι θεωρούσε πως αυτός ο γάμος ήταν ντροπή για την οικογένεια μας.


- Απίστευτο !


- Ευτυχώς ο πατέρας μου, μας υποστήριξε. Γι’ αυτόν μέτρησε περισσότερο η ευτυχία μου, παρά ένα όνομα και τον ευγνωμονώ για αυτό.


Ξαφνικά, οι δυο γυναίκες, έπιασαν σχεδόν ταυτόχρονα τις κοιλιές τους.


- Με κλώτσησε! Είπε χαρούμενα η Κάντυ.


- Και εμένα το ίδιο ! Είπε και η Αλίσια.


Στο παράθυρο του γραφείου του Μάουρο, δυο ζευγάρια μάτια κοίταζαν τις δυο γυναίκες που χάιδευαν τις κοιλιές τους και έλαμπαν από ευτυχία.


- Αναζητώντας την αγάπη…..


- ….. βρίσκεις την ευτυχία.


- Αρκεί να σταθείς …….


- ….λίγο, μα λίγο τυχερός.





ΤΕΛΟΣ


 
Πίσω
Μπλουζα