Κάντυ-Κάντυ, μέρος 2ο

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

RetroActive
Joined
22 Σεπ 2008
Μηνύματα
393
Αντιδράσεις
17
Σας παρουσιάζω την δική μου εκδοχή. Ελπίζω να σας αρέσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η γιορτή στο σπίτι του μικρού αλόγου μόλις είχε τελειώσει. Η Κάντυ, με τη βοήθεια της Άννυ , της Πάτυ και των παιδιών, μάζεψε το τραπέζι και πήγε να αποχαιρετήσει τον Άλμπερτ.

- Μικρή μου, θα τα ξαναπούμε, της είπε. Λυπάμαι που πρέπει να φύγω τόσο γρήγορα, μα δεν γίνεται αλλιώς. Έχω μια πολύ σημαντική συνάντηση στο Σάο Πάολο και θα πρέπει να ταξιδέψω νωρίς το πρωί.

- Τόσο γρήγορα ; ρώτησε απογοητευμένη η Κάντυ.

- Ω, μην κατσουφιάζεις μικρή μου, της είπε. Είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω. Σου υπόσχομαι , πως θα γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ.

Εκείνη, ρίχτηκε στην αγκαλιά του.

- Ω, Άλμπερτ , θα μου λείψεις τόσο πολύ, του είπε και τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.

Εκείνος της χάιδεψε με τρυφερότητα τα μαλλιά.

- Και μένα θα μου λείψεις, μικρούλα μου και μένα.

Λίγες στιγμές αργότερα, η Κάντυ, έβλεπε το αυτοκίνητο που βρισκόταν ο Άλμπερτ, να χάνεται στην στροφή αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του.

- Στο καλό, πρίγκιπά μου, ψιθύρισε.

- Φτάσαμε, Άλμπερτ, είπε ο Τζώρτζ, καθώς σταματούσε το αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι των Ράγκαν.

- Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, του είπε με νόημα ο Άλμπερτ.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και λίγο αργότερα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού.

Ο Τζώρτζ δεν άργησε να επιστρέψει.

- Πάμε του, του είπε. Σε περιμένουν.

Στο σπίτι των Ράγκαν , επικρατούσε ένα παράξενο κλίμα. Τους είχε προκαλέσει απορία και πανικό συνάμα, το γεγονός ότι ο μεγάλος θείος Γουίλιαμ, τους επισκεπτόταν έτσι ξαφνικά.

- Τι να σημαίνει άραγε αυτή η απροσδόκητη επίσκεψη ; ρώτησε η κυρία Ράγκαν , απευθυνόμενη στο σύζυγό της, φανερά ταραγμένη .

- Δεν έχω ιδέα, αγαπητή μου, της απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει σταθερή τη φωνή του.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή , κατέβαιναν τη σκάλα , ο Νήλ και η Ελίζα.

- Τι συμβαίνει μητέρα; ρώτησε η Ελίζα.

Όμως δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση. Δύο άνθρωποι κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Όταν στάθηκαν απέναντί τους, μια δυνατή φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό, έσπασε την σιωπή που είχε προκαλέσει η παρουσία τους.

- ΕΣΥ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

O Νήλ είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον Άλμπερτ. Το πρόσωπό του είχε μια ανάμεικτη έκφραση έκπληξης, θυμού, μα και φόβου.

- Νηλ! Είπε με αυστηρό ύφος ο κος Ράγκαν. Πρόσεξε τους τρόπους σου. Δεν πρόκειται να ανεχτώ αυτή την έλλειψη σεβασμού. Ζήτα αμέσως συγνώμη από το θείο Γουίλιαμ. ΑΜΕΣΩΣ!

- Αυτός είναι ο θείος Γουίλιαμ; είπε ο Νήλ με κατάπληξη.

- Νήλ, κάτι σου είπα, ξανάπε ο κύριος Ράγκαν.

- Δεν χρειάζεται, ακούστηκε η φωνή του Άλμπερτ για πρώτη φορά. Δεν τον αδικώ, που δεν μπορεί να πιστέψει, πως ο αρχηγός των Άρντλευ , είμαι εγώ. Όμως επειδή ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Ο λόγος που ήρθα έτσι απροσδόκητα είναι ο εξής.Κάποιοι από εσάς, προσπάθησαν να παγιδέψουν την Κάντυ, προκειμένου να παντρευτεί τον Νήλ, λέγοντας ότι αυτή είναι δική μου επιθυμία.

Μόλις τελείωσε την φράση του, η κυρία Ράγκαν και τα παιδιά της , αλληλοκοιτάζονταν αμήχανα.

- Σε περίπτωση που το ξεχάσατε, η Κάντυ είναι θετή μου κόρη, το οποίο σημαίνει, ότι δικαίωμα να παίρνει κάποιος αποφάσεις για ότι αφορά την ζωή της, έχω εγώ και μόνον εγώ.

Ο κύριος Ράγκαν, δεν μπορούσε να πιστέψει, αυτά που άκουγε. Του φάνταζαν σαν ένα κακό όνειρο. Είναι δυνατόν η οικογένειά του να τον ντροπιάσει έτσι;

- Αγαπητέ μου Γουίλιαμ, δεν…δεν ξέρω τι να πω, είπε ο κύριος Ράγκαν με φωνή που σχεδόν έτρεμε. Σου ζητώ συγνώμη εκ μέρους της οικογένειάς μου για ότι έγινε και σου δίνω το λόγο της τιμής μου σαν άντρας προς άντρα, πως κανείς πια σε αυτή την οικογένεια δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το όνομά σου εν αγνοία σου, ούτε να αμφισβητήσει την εξουσία σου πάνω στην οικογένειά των Άρντλευ.

- Αγαπητέ εξάδελφε, πιστεύω στο λόγο που μου δίνεις. Ελπίζω να μην διαψευστείς. Και τώρα , μας συγχωρείτε, πρέπει να φύγουμε. Πάμε Τζώρτζ.

Ο Άλμπερτ και ο Τζώρτζ, έκαναν μεταβολή και άφησαν τους Ράγκαν να τους κοιτούν με πρόσωπα πέτρινα.

Λίγες μέρες αργότερα , ο Νήλ βρισκόταν στην θέση του νεοσύλλεκτου σε μια σχολή πολέμου στην Αμερική, ενώ η Ελίζα διάβαινε το κατώφλι ενός μοναστηριού στη Σκοτία, παρά τις παρακλήσεις και τα κλάματα της κυρίας Ράγκαν.

Οι τελευταίες αποκαλύψεις, είχαν αλλάξει την ζωή της Κάντυ. Και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν είχε περάσει απαρατήρητο ούτε από την κυρία Πόνυ , ούτε από την αδελφή Μαρία. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά , χάνονταν για ώρες πάνω στον λόφο, ενώ η απογοήτευση της ήταν έκδηλη, κάθε φορά που έβλεπε τον κύριο Μάθιου να περνάει από τον δρόμο, χωρίς γράμμα για εκείνη. Αυτό όμως που τους είχε κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως η Κάντυ δεν σταματούσε να μιλάει για τον Άλμπερτ. Πολλές φορές το συζήτησαν μεταξύ τους, ώσπου αποφάσισαν πως ήταν καιρός να της μιλήσουν.

Εκείνο το πρωί……………………………

- Κάρτα, κάρτα, ο Άλμπερτ μου έστειλε κάρτα, ξεφώνησε χαρούμενα η Κάντυ, ορμώντας σαν σίφουνας μέσα στην κουζίνα, έτσι που παραλίγο η κυρία Πόνυ να πνιγεί με το τσάι που έπινε.

- Α, πολύ ωραία. Και τι σου γράφει; την ρώτησε η αδελφή Μαρία.

- Μου λέει πως του λείπω, πως θα φροντίσει να έρθει γρήγορα και πως έχει αγοράσει δώρα για μένα και τα παιδιά.

Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία , αλληλοκοιτάχτηκαν , με νόημα.

- Κάθησε σε παρακαλώ παιδί μου, είπε η κυρία Πόνυ, με σοβαρό ύφος. Πρέπει να μιλήσουμε.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΣΑΟ ΠΑΟΛΟ

- Αγαπητέ μου Γουίλιαμ , πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω, αναφώνησε εγκάρδια ο άντρας που μόλις είχε διαβεί το κατώφλι του γραφείου του Άλμπερτ.

- Μεγάλη μου τιμή κύριε Αλβέιρα, απάντησε ο Άλμπερτ, σφίγγοντας του το χέρι.

- Ε, όχι να μου μιλάει στον πληθυντικό , ο γιός του καλύτερου μου φίλου. Πέντρο , λέγε με απλά Πέντρο, του είπε χαμογελόντας.

Ο κύριος Αλβέιρα ήταν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους , γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας , της Βραζιλίας . Παρόλα αυτά ήταν άνθρωπος που κέρδιζε τους άλλους, με την πρώτη ματιά. Ευγενικός και καλοσυνάτος με τους φίλους του, μα αμείλεικτος με όσους θα προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν. Αν τον παρατηρούσες όμως πολύ ώρα, θα διέκρινες μια σκιά θλίψης στα μάτια του. Σαν κάτι από το παρελθόν, να τον είχε στοιχειώσει.

- Όπως θες, Πέντρο, Σε παρακαλώ, κάθησε, του είπε ο Άλμπερτ.

Άρχισαν να συζητούν. Ο Πέντρο δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον Άλμπερτ. Του θύμιζε τόσο πολύ τον παιδικό του φίλο.

- Ξέρεις Γουίλιαμ , εδώ και αρκετές γενιές οι οικογένεια των Αλβέιρα και των Άρντλευ, είχαν στενούς φιλικούς δεσμούς. Βέβαια θα μου πεις, κοινά συμφέροντα, μα πάντα συνέτρεχε η μια οικογένεια την άλλη, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο.

Σε αυτό το σημείο, το πρόσωπο του Πέντρο σκοτείνιασε.

- Ο πατέρας σου κάποτε, κίνησε γη και ουρανό για να με βοηθήσει, όταν του το ζήτησα, είπε με φωνή που σχεδόν έτρεμε.

Κατάφερε όμως γρήγορα να αποκτήσει την αυτό κυριαρχία του και με ένα βεβαιασμένο χαμόγελο, είπε

- Και τώρα στην δουλειά μας.

Αφού συζήτησαν όλες τις λεπτομέρειες , που αφορούσαν τις επιχειρήσεις τους, ο Πέντρο, σηκώθηκε λέγοντας

- Πολύ λυπάμαι που δεν θα καθίσεις μερικές μέρες ακόμη για να γνωριστούμε καλύτερα.

- Πολύ θα το ήθελα, είπε ο Άλμπερτ, μα πρέπει να γυρίσω και το μυαλό του τα ξίδεψε αμέσως στην Κάντυ, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον συνομιλητή του.

Τον πλησίασε και τον έπιασε από του ώμους, χαμογελώντας καλοσυνάτα.

- Αφού είναι έτσι, αγαπητέ μου Γουίλιαμ, μην αφήνεις άλλο την γοητευτική δεσποινίδα να περιμένει. Καλό σου ταξίδι. Υπόσχομαι να έρθω σύντομα να σε δω. Αντίο.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ο Πέντρο δάκρυσε.

- Καλή τύχη Γουίλιαμ. Ελπίζω να μην έχεις τη δική μου μοίρα, ψιθύρισε καθώς προχωρούσε.

- Μα τι συμβαίνει; ρώτησε η Κάντυ φανερά ανήσυχη.

- Παιδί μου, άρχισε η κυρία Πόνυ, παίρνουμε το θάρρος να σου μιλήσουμε, γιατί σε θεωρούμε παιδί μας. Σαν μητέρες λοιπόν, θεωρούμε πως έχουμε την υποχρέωση να σου μιλήσουμε ανοιχτά πια. Αυτές τις μέρες έχουμε πειστεί πως……πως…….

Σε αυτό το σημείο, η κυρία Πόνυ κοίταξε την αδελφή Μαρία, ζητώντας βουβά την βοήθειά της.

- Έχουμε πειστεί πως ο κύριος Άρντλευ, είναι κάτι παραπάνω για σένα από ένας απλός φίλος, είπε η αδελφή Μαρία.

Η Κάντυ τα έχασε. Μέρες τώρα τριγυρνούσε στο μυαλό της αυτή η σκέψη, μα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως είχε κάνει λάθος, πως όλα ήταν γέννημα της φαντασίας της. Τα λόγια όμως της αδελφής Μαρίας, επιβεβαίωσαν αυτό που μάταια προσπαθούσε να αρνηθεί στον εαυτό της. Τον Άλμπερτ τον αγαπούσε. Μα δεν θα μπορούσε να ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Τώρα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν όλα στο μυαλό της. Τον Άντονυ, τον είχε ερωτευθεί, επειδή έμοιαζε με τον πρίγκιπά της, στον Τέρυ ερωτεύτηκε , το ανήσυχο πνεύμα του , ακριβώς όπως είναι ο Άλμπερτ.

- Έχετε δίκιο, παραδέχτηκε εκείνη , ενώ τα μάγουλά της έκαιγαν. Κάθε πρωί που σηκώνομαι, νιώθω τόσο ευτυχισμένη που επιτέλους βρήκα στη ζωή μου αυτό που έψαχνα. Τα βράδια όμως, με απελπίζει το γεγονός, πως είμαι ουσιαστικά κόρη του και πως εκείνος μπορεί να μην νιώθει όμως εγώ για εκείνον, συνέχισε, ενώ τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της.

- Κάντυ μου, μην κλαίς σε παρακαλώ, είπε η αδελφή Μαρία. Νομίζεις πως θα σε αναστατώναμε, αν δεν είμαστε σίγουρες πως νοιώθει και εκείνος το ίδιο για σένα;

Η τελευταία φράση έκανε την Κάντυ να τα χάσει ακόμη περισσότερο.

- Μα πως μπορεί να είστε σίγουρες για κάτι τέτοιο; ρώτησε με αγωνία.

Η κυρία Πόνυ σηκώθηκε, έβγαλε ένα χαρτί από τα χέρια της και το άφησε στο χέρι της Κάντυ.

- Αυτό θα σου λύσει όλες σου τις απορίες μικρή μου, της είπε. Μου το έδωσε κρυφά ο κύριος Άρντλευ, την μέρα της γιορτής.

Η Κάντυ, ξεδίπλωσε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει.

<< Κυρία Πόνυ,

Ξέρω πως σας ξαφνιάζει το γεγονός , πως αυτό το γράμμα απευθύνεται σε σας. Είστε όμως ο μοναδικός άνθρωπος που μπορώ να του ανοίξω την καρδιά μου. Για μένα η Κάντυ είναι ότι πιο όμορφο υπήρξε ποτέ στην ζωή μου. Την αγάπησα, από την πρώτη στιγμή που την είδα. Η καλή και ευγενική της καρδιά με κέρδισε αμέσως. Όμως πρώτα ο ανιψιός μου ο Άντονυ, ύστερα ο Τέρυ, κατόρθωσαν να κερδίσουν εκείνοι την καρδιά της. Ειδικά η σχέση της με τον Τέρυ, την σημάδεψε τόσο πολύ. Παρόλα αυτά, όταν της έμαθε ότι εγώ ήμουν το αγόρι που γνώρισε πριν χρόνια στον λόφο, μου φάνηκε πως κάτι είχε αλλάξει στην συμπεριφορά της απέναντί μου. Δεν είχα το θάρρος όμως να της πω για τα αισθήματά μου, γιατί προτιμώ να βρίσκομαι κοντά της έστω σαν ένας απλός φίλος, παρά να την χάσω για πάντα.

Γι΄αυτό σας παρακαλώ να της μιλήσετε εσείς, και να την κάνετε να καταλάβει, πως είναι σημαντικό για μένα να βρίσκεται στην ζωή μου, με όποιο τρόπο και αν επιλέξει.

Με τις θερμές μου ευχαριστίες,

Γουίλιαμ-Άλμπερτ Άρντλευ>>

- Μακάρι, να με περιμένει η Κάντυ έτσι όπως επιθυμώ, σκέφτηκε ο Άλμπερτ και στο μυαλό του ήρθαν σκηνές από τις ευτυχισμένες μέρες που έζησε μαζί της, όταν εκείνος είχε πάθει αμνησία.

- Πάλι την Κάντυ σκέφτεσαι; ρώτησε ο Τζώρτζ μπαίνοντας, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

- Καλέ μου φίλε, ποτέ δεν μπόρεσα να σου κρυφτώ, του απάντησε με ένα χαμόγελο. Μήπως είχαμε κανένα τηλεγράφημα από την κυρία Πόνυ; ρώτησε με ελπίδα.

- Όχι, τίποτε ακόμη, του είπε. Μα μην απελπίζεσαι, συνέχισε βλέποντας την έκφρασή του. Ίσως να φταίει το γεγονός, πως σήμερα το πρωί, της έστειλα ένα τηλεγράφημα, ενημερώνοντας την, πως αύριο το πρωί, θα φύγουμε.

Τον έπιασε από τους ώμους.

- Κάνε λίγο υπομονή, φίλε μου. Είμαι σίγουρος πως, όταν θα την ξαναδείς, θα έχεις την απάντηση που ζητάς. Αλήθεια πως σου φάνηκε ο κύριος Αλβέιρα; τον ρώτησε για να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα.

- Μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, μα νιώθω πως κάτι τον απασχολεί.

- Αυτό είναι αλήθεια. Τον θυμάμαι από τότε που τον έβλεπα με τον πατέρα σου. Κάποια στιγμή μου είχε πει, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, πως η μοίρα τον είχε σημαδέψει πολύ άσχημα. Πάντως, είχα καταλάβει από τότε, πως κάποια γυναίκα πρέπει να έχει σχέση με την δυστυχία του. Είναι πολύ παράξενο, που ένας άντρας σαν αυτόν, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Τέλος πάντων, είπε με έναν αναστεναγμό. Πάμε για φαγητό;

- Πάμε, απάντησε ο Άλμπερτ, προσπαθώντας να βγάλει την σκέψη από το μυαλό του, πως ίσως έχει την ίδια τύχη με τον Πέντρο.

 

 


Ο Πέντρο στεκόταν συλλογισμένος στην καρέκλα του γραφείου του. Αυτή του η συνάντηση με τον Γουίλιαμ του είχε αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια, χάρηκε τόσο που τον είδε, από την άλλη όμως η ομοιότητα του με τον πατέρα του, του θύμισε το παρελθόν του , που τόσο τον πονούσε. Εκείνη που χρόνια τώρα στοιχειώνει την ζωή του. Αν δεν έκανε εκείνο το καταραμένο ταξίδι, αν είχε φερθεί σαν κύριος, εκείνη τώρα θα ζούσε. Έκλεισε τα μάτια του. Νάτη, μπροστά του πάλι, με κείνο το υπέροχο χαμόγελό της, και τα καταπράσινα μάτια της τον κοιτάζουν με αγάπη.

Σηκώθηκε απότομα. Δεν άντεχε άλλο στην σκέψη της. Όχι απόψε. Κατάλαβε από το βλέμμα του Γουίλιαμ, ότι η σχέση του με αυτή την γυναίκα, που βιαζόταν τόσο να ξαναδεί, δεν ήταν όπως θα έπρεπε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Και αν είναι κάποια που δεν εγκρίνει η οικογένειά του; Αν είναι κάποια σαν την Πατρίτσια; ʽOXI!!!!, φώναξε, χαμένος στις σκέψεις του. Δεν θα επέτρεπε να πάθει τα ίδια με εκείνον, ο γιός του καλύτερού του φίλου. Κανένας άνθρωπος πάνω στην γη, δεν αξίζει να έχει τέτοια μοίρα. Το αποφάσισε. Θα κλείσει τις συμφωνίες που υποσχέθηκε στον Γουίλιαμ, και θα πάει στην Αγγλία, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Η καρδιά της Κάντυ κόντευε να σπάσει από την συγκίνηση. Ο Άλμπερτ, ο πρίγκιπάς της, την αγαπούσε και αυτός. Μα είναι δυνατόν να μπορεί να νιώσει κάποιος τόση ευτυχία; Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της.

- Πρέπει να του στείλουμε τηλεγράφημα να γυρίσει , είπε γεμάτη ενθουσιασμό. Πρέπει να μάθει πως και εγώ τον αγαπώ και έκανε να φύγει.

- Στάσου Κάντυ, περίμενε, της φώναξε η αδελφή Μαρία. Δεν μπορεί να πάρει το τηλεγράφημά σου.

Εκείνη, σταμάτησε απότομα.

- Μα γιατί, ρώτησε

- Γιατί καλή μου, πρέπει ήδη να έχει φύγει από την Βραζιλία. Το πρωί λάβαμε τηλεγράφημα από τον Τζώρτζ, ότι γυρίζουν πίσω.

- Ω, αγαπημένε μου Άλμπερτ, δεν πρόλαβες να μάθεις ότι και εγώ σε αγαπώ. Πόσο σκληρό θα είναι για σένα να ζεις με αυτή την αγωνία. Κάνε υπομονή αγαπημένε μου. Σε λίγες μέρες θα είμαστε μαζί. Μαζί για πάντα.

Και οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά, ώσπου ένα απόγευμα.........

Η Κάντυ καθόταν στον αγαπημένο της λόφο, ξαπλωμένη στο καταπράσινο γρασίδι, μα ένα απροσδιόριστο συναίσθημα την έκανε να σηκωθεί απότομα. Ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να τρέξει στο ορφανοτροφείο. Τίναξε από το φόρεμά της τα υπολείμματα χώματος που υπήρχαν, σήκωσε το κεφάλι της, μα πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό βήμα, έμεινε σαν στήλη άλατος, να κοιτάζει τον άντρα απέναντί της.

Ο Άλμπερτ, στεκόταν απέναντί της, και την κοιτούσε χαμογελώντας. Ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Τα πόδια της έτρεμαν, σχεδόν δεν την κρατούσαν. Δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα μάτια της.

- Άλμπερτ…….., ψιθύρισε και ξαφνικά σαν να πήρε δύναμη, λέγοντας το όνομα του, έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του.

- Μικρή μου Κάντυ, είπε όλο λατρεία και αγκαλιάζοντας την, της φίλησε τρυφερά τα μαλλιά.

- Όλος αυτός ο καιρός που ήσουν μακριά μου, μου φάνηκε ατελείωτος. Γιατί άργησες τόσο να γυρίσεις; Γιατί; τον ρώτησε με παράπονο.

Εκείνος, την τράβηξε από την αγκαλιά του, και σηκώνοντας με το χέρι του, το πηγούνι της, της είπε κοιτώντας τη βαθιά μέσα στα μάτια.

- Τώρα είμαι εδώ, κοντά σου, Κάντυ. Αυτές τις λίγες μέρες που θα …

- Όχι, του είπε κλείνοντας του με το χέρι της το στόμα, μα το κατέβασε σχεδόν αμέσως, για να τον αγκαλιάσει από τον λαιμό. Αυτή της η κίνηση, έφερε να πρόσωπά τους, πολύ κοντά.

- Όχι, δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω να φύγεις, ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε.

Η καρδιά του Άλμπερτ, άρχισε να χτυπά, σε ξέφρενους ρυθμούς , θαρρείς και από στιγμή σε στιγμή, θα έβγαινε από το στήθος του. Δεν μπορεί, δεν μπορεί αυτή της η κίνηση να ήταν φιλική. Πολύ αργά, φοβούμενος μήπως είχε καταλάβει λάθος, πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Εκείνη δεν αντέδρασε. Τα χείλη τους, δεν άργησαν να ενωθούν, σε ένα φιλί τόσο γλυκό, τόσο μεθυστικό, τόσο λυτρωτικό………..

Είχε περάσει μια στιγμή; Μια αιωνιότητα; Δεν είχαν καταλάβει. Τα χείλη τους χωρίστηκαν, όχι επειδή το ήθελαν, αλλά επειδή ένιωθαν την ανάγκη, να κοιτάξουν ο ένας τα μάτια του άλλου, να αγγίξουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Να πάρουν την επιβεβαίωσή τους πως δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικότητα, αυτό που ζούσαν.

- Αν ήξερες ,πόσο ευτυχισμένο με έκανες σήμερα καρδούλα μου, της είπε ο Άλμπερτ, κοιτώντας τη στα μάτια. Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δε θα φανταζόμουν στην ότι θα σε κρατούσα με αυτό τον τρόπο στην αγκαλιά μου.

- Ω, Άλμπερτ, με συγχωρείς που άργησα τόσο να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου για σένα. Αλλά όσο το σκέφτομαι, τόσο πιστεύω πως έτσι έπρεπε να γίνει. Αν δεν έμπαινε ο Τέρρυ στην ζωή μου και δεν γινόντουσαν όλα αυτά που έγιναν, δεν θα καταλάβαινα ότι , εσύ είσαι αυτός που έψαχνα πάντα. Εκείνον τον ερωτεύτηκα, ενώ εσένα……………

Η Κάντυ, χαμήλωσε το βλέμμα της.

- Πες μου, θέλω να το ακούσω από τα χείλη σου, της είπε εκείνος, αναγκάζοντάς την να σηκώσει το κεφάλι της, με τα δυο του χέρια, γεμάτος προσμονή.

- Σʼαγαπώ, του ψιθύρισε.

- Και εγώ, μάτια μου. Και εγώ σʼαγαπώ.

Όταν τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά, το <<σʼαγαπώ>> έγινε μια λέξη ανίκανη να περιγράψει, όσα ένιωθαν ο ένας για τον άλλο.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η θεία Ελρόυ, καθόταν στην αναπαυτική της πολυθρόνα, σκεπτική. Από την ημέρα της αποκάλυψης του ανιψιού της ως μεγάλος θείος, ένα πράγμα την απασχολούσε. Ο Γουίλιαμ ήταν σε ηλικία γάμου. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί η κατάλληλη κοπέλα για αυτόν. Μια κοπέλα, έξυπνη, μορφωμένη αλλά και με την ανάλογη κοινωνική επιφάνεια των Άρντλευ. Αυτό όμως που την απασχολούσε περισσότερο, δεν ήταν το ποια θα ήταν η υποψήφια-είχε ήδη κατασταλάξει σε τρία – τέσσερα κορίτσια που πληρούσαν τις προϋποθέσεις-αλλά το πώς θα έπειθε ένα ανήσυχο πνεύμα όπως ο ανιψιός της, να παντρευτεί και μάλιστα από συνοικέσιο. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί, κάτι να σκεφτεί……….

Η Κάντυ και ο Άλμπερτ, πέρασαν αρκετές ώρες μαζί, κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Κάποια στιγμή και ενώ ήταν ξαπλωμένοι στο γρασίδι, χαζεύοντας τον καταγάλανο ουρανό, εκείνος έγειρε ελαφρά προς το μέρος της

- Κάντυ μου, σήμερα πέρασα τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου. Όμως θα πρέπει να φύγω, έστω και αν αυτό με πονά. Στο σπίτι με περιμένει πολύ δουλειά. Εξάλλου, θα πρέπει να φροντίσω και το θέμα της υιοθεσίας σου. Από την στιγμή που δεθήκαμε σαν ζευγάρι, δεν μπορεί να είσαι πλέον κόρη μου, της είπε και σε αυτό το σημείο χαμογέλασε.

- Πω, πω, αυτό δεν το είχα σκεφτεί, του απάντησε κάνοντας μια χαριτωμένη γκριμάτσα. Έχεις δίκιο, θεωρούμαι κόρη σου.

- Πριν λοιπόν γίνεις, γυναίκα μου, θα πρέπει πρώτα να λυθεί η υιοθεσία σου αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αφήσω την αγκαλιά σου που με κρατά αιχμάλωτο, μικρή μου, της είπε και έσκυψε και την φίλησε.

Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως. Γρήγορα όμως εκείνο το φιλί, πήρε άλλη τροπή. Ο Άλμπερτ ένιωσε το σώμα του να φλογίζεται. Το άγγιγμά της, η γεύση των φιλιών της τον τρέλαιναν. Και εκεί που ένιωσε πως άρχισε να χάνει τον έλεγχο, μια φωνή στο μυαλό του τού φώναζε, πως έπρεπε να σταματήσει. Μπορεί να την ποθούσε όπως ο διψασμένος το νερό, όμως δεν έπρεπε. Όχι έτσι. Όχι τώρα. Φοβούμενος μήπως την κάνει να αισθανθεί άβολα, για αυτό που παραλίγο να συμβεί, απομακρύνθηκε από κοντά της, όσο πιο σιγά μπορούσε.

Την κοίταξε στα μάτια, και της χαμογέλασε όσο πιο φυσικά μπορούσε. Σηκώθηκε και βοήθησε και εκείνη να σηκωθεί. Το πρόσωπό της έκαιγε και μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς μια έκφραση απέραντης χαράς, έκπληξης αλλά και ενοχής. Την έπιασε από το χέρι.

- Πάμε;

Λίγο αργότερα, βρισκόταν στην αυλή του μικρού αλόγου.

- Λοιπόν μικρή μου, όπως είπαμε. Θα σε ειδοποιήσω μέσω του Τζώρτζ, που και πότε θα βρεθούμε. Μακάρι να μπορούσες να έρθεις και εσύ στο σπίτι, μα δεν θα μπορούσα να κρύψω τα αισθήματά μου για σένα. Η θεία Ελρόυ, θα καταλάβαινε αμέσως τι συμβαίνει ανάμεσά μας. Και κάτι τέτοιο θα μου χαλούσε τα σχέδια.

- Μα καλά, Άλμπερτ δεν θα μου πεις τι έχεις σκεφτεί, προκειμένου να δεχτεί η θεία τον γάμο μας;

- Θα το μάθεις πολύ σύντομα, γλυκιά μου, της είπε.

Της έπιασε τα χέρια και τα φίλησε τρυφερά.

(ΣΑΟ ΠΑΟΛΟ)

Οι συμφωνίες των κοινών επιχειρήσεων Άρντλευ και Αλβέιρα , είχαν κλείσει. Ο Πέντρο, αρκετά ικανοποιημένος, έκλεισε το φάκελο με τα συμβόλαια και τα κλείδωσε στο συρτάρι του γραφείου του. Σηκώθηκε, φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από το κτίριο. Στην είσοδο τον περίμενε ο σοφέρ του.

- Στο τηλεγραφείο, του είπε.

Δύο ώρες αργότερα, ο Πέντρο γύρισε στην έπαυλή του. Αφού έδωσε εντολή στους υπηρέτες του να του ετοιμάσουν τα πράγματά του, για το επικείμενο ταξίδι , πήγε να ξαπλώσει. Παρόλο που ένιωθε αρκετά κουρασμένος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε μάταια στο κρεβάτι του, ώσπου κατά το ξημέρωμα………

(παρελθόν)

- Καλησπέρα σας κυρία Ροντρίγκεζ.

- Πέντρο; Εσύ εδώ; τον ρώτησε εκείνη και ξαφνικά χλώμιασε.

- Ναι, μόλις γύρισα από την Ζυρίχη, της απάντησε, απορημένος από την έκφρασή της. Η Πατρίτσια είναι μέσα;

Η γυναίκα, τα έχασε.

- Θεέ μου, θα τρελαθώ, αναφώνησε η γυναίκα και λιποθύμησε.

Ο Πέντρο την σήκωσε, την έβαλε στο σπίτι και την ξάπλωσε στον καναπέ. Άρχισε να της τρίβει τα χέρια για να την συνεφέρει. Κάτι φοβερό πρέπει να έχει συμβεί. Γιατί εκείνη αντέδρασε έτσι;

Λίγες στιγμές αργότερα, η γυναίκα είχε συνέλθει και έκλαιγε με αναφιλητά στην αγκαλιά του.

- Έφυγε πριν μερικές μέρες. Μου είπε πως της είχες τηλεγραφήσει, να έρθει να σε συναντήσει στην Αγγλία. Θα την γνώριζες στον φίλο σου που θα σας παντρέψει, κάποιον Άρντλευ.

- Μα εγώ, δεν της έστειλα ποτέ ένα τέτοιο τηλεγράφημα, είπε εκείνος σαστισμένος. Γιατί να σας πει κάτι τέτοιο; Γιατί να φύγει;

- Δεν ξέρω παιδί μου, μα σε ξορκίζω. Το παιδί μου… βρές μου το παιδί μου…σε παρακαλώ……

Ο Πέντρο, σηκώθηκε.

- Θα την βρω. Τώρα κιόλας, φεύγω για Αγγλία, είπε αποφασιστικά και έφυγε.

***

Μόλις έφτασε στο λιμάνι, ανέβηκε στην πρώτη άμαξα που βρήκε και κατευθύνθηκε στο μέγαρο των Άρντλευ. Για τον κύριο Άρνλευ η άφιξη του Πέντρο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, μα μόλις έμαθε τον λόγο που τον είχε επισκευθεί, η χαρά του εξανεμίστηκε.

- Μην ανησυχείς φίλε μου, του είπε. Θα σηκώσω κάθε πέτρα σε αυτή την γη αν χρειαστεί, αλλά θα την βρούμε, στο υπόσχομαι.

Και κράτησε τον λόγο του. Έβαλε ανθρώπους του παντού να ψάχνουν, αλλά το κυριότερο ήταν η ψυχολογική υποστήριξη που παρείχε στον φίλο του .Έψαχναν για μήνες, ώσπου ένα πρωί, ήρθε εκείνο το καταραμένο τηλεγράφημα από την κυρία Ροντρίγκεζ.

<<Μην ψάχνεις άλλο. Χθες έλαβα ένα τηλεγράφημα. Η Πατρίσια είναι νεκρή>>.

(Παρον)

Ο Πέντρο, σηκώθηκε απότομα ,λουσμένος στον ιδρώτα. Είχε χρόνια να ξαναδεί αυτόν τον εφιάλτη. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Πήγε κατευθείαν στο μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Ενώ σκουπιζόταν, χτύπησε η πόρτα.

- Ναι;

- Κύριε Αλβέιρα, ακούστηκε η φωνή του υπηρέτη του. Έχετε επισκέψεις. Ήρθε η κυρία Φερνάντες.

- Σε λίγο κατεβαίνω, απάντησε.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 4



Οι δουλειές του Άλμπερτ ήταν τόσες πολλές, που δεν του άφηναν ελεύθερο χρόνο να δει την Κάντυ, παρά μόνο για μερικά λεπτά, στις διαδρομές από και προς το σπίτι. Παρόλο όμως που βλέπονταν ελάχιστα, αυτά τα λίγα λεπτά ήταν σαν τονωτική ένεση και για τους δύο. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα, ήταν πως οι διαδικασίες της ακύρωσης της υιοθεσίας, κόντευαν να τελειώσουν.

Έτσι, ο Άλμπερτ αποφάσισε, πως ήταν καιρός να γράψει ένα γράμμα στον Πέντρο, μιας και αυτός ο άντρας ήταν το πρόσωπο- κλειδί, στο σχέδιο που είχε συλλάβει. Ήταν σχεδόν βέβαιος, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν θα του αρνιόταν την βοήθειά του. Επειδή όμως αυτά που ήθελε να του πει, δεν γράφονταν έτσι απλά σε ένα γράμμα, αρκέστηκε στο να τον προσκαλέσει, με το πρόσχημα ότι χρειαζόταν την βοήθειά του, πάνω σε μια επένδυση που ήθελε να κάνει και πως η παρουσία του, ήταν απαραίτητη.

***





Η Ελβίρα Φερνάντες ήταν εξαδέλφη του Πέντρο. Ήταν μια αρκετά όμορφη και έξυπνη γυναίκα., αλλά και αρκετά ιδιόρρυθμη. Το ότι καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια τω ν Αλβέιρα την είχε οπλίσει με ένα αίσθημα ανωτερότητας. Γι’αυτό και ποτέ δεν ενέκρινε τον δεσμό ανάμεσα στον Πέντρο και την Πατρίτσια. Όχι πως η οικογένεια Ροντρίγκεζ ήταν φτωχοί, κάθε άλλο, μα δεν είχαν αριστοκρατική καταγωγή όπως οι Αλβέιρα. Πολλές φορές είχε προσπαθήσει να τον πείσει να μην συνεχίσει αυτή την ιστορία, αλλά εκείνος ήταν τόσο ερωτευμένος και Ελβίρα του είχε τρομερή αδυναμία, που κάθε φορά μετά από ένα σύντομο κήρυγμα, σιωπούσε.

- Παρακαλώ κυρία Φερνάντες, περάστε, ακούστηκε η φωνή του μπάτλερ. Ο κύριος Αλβέιρα θα κατέβει σε λίγο.

Εκείνη προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού και είδε τις βαλίτσες στο πάτωμα.

- Τομάς, ο Πέντρο θα πάει ταξίδι; ρώτησε τον μπάτλερ.

- Μάλιστα κυρία. Φεύγει αύριο για Αγγλία.

- Αγγλία; επανέλαβε εκείνη



(παρελθόν)

- Ελβίρα, χρειάζομαι την βοήθειά σου.

- Τι συμβαίνει Πέντρο; Πρώτη φορά σε βλέπω τόσο αναστατωμένο.

- Σε παρακαλώ, θέλω να πάς στην λίμνη αύριο το απόγευμα και να δώσεις στην Πατρίτσια αυτό το γράμμα, της είπε και έβαλε ένα φάκελο στο χέρι της. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που σου ζητάω. Μπορείς να το κάνεις;

- Και βέβαια, αλλά γιατί είναι τόσο σημαντικό; Δεν είναι η πρώτη φορά που φεύγεις εκτάκτως για δουλειές.

- Δεν είναι το ίδιο αυτή τη φορά, είπε κουνώντας το κεφάλι του με απελπισία.

- Μα τι συμβαίνει επιτέλους; τον ρώτησε έντονα. Γιατί έχω την εντύπωση πως έγινε κάτι που δεν θα μου αρέσει όταν το μάθω;

- Είμαι εντελώς ανεύθυνος, ανεύθυνος . Σήμερα το απόγευμα, πήγαμε με την Πατρίτσια βόλτα στην λίμνη. Καθίσαμε κάτω από τα δέντρα αγκαλιασμένοι, συζητούσαμε για το μέλλον μας. Σε μια στιγμή , της είπα πως σκέφτομαι μέσα στο καλοκαίρι, θα πάω να την ζητήσω και επίσημα από τον πατέρα της. Χάρηκε τόσο πολύ…..

- Τι έκανε λέει; Θα την παντρευτείς; Πέντρο……

- Σε παρακαλώ, Ελβίρα. Το έχουμε συζητήσει τόσες φορές αυτό το θέμα. Την Πατρίτσια την αγαπώ και θα την κάνω γυναίκα μου. Και ειδικά τώρα που…..

- Τώρα που; ρώτησε εκείνη, νοιώθοντας να την ζώνουν τα φίδια.

- Τώρα που έγινε γυναίκα μου, απάντησε εκείνος. Καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί είναι τόσο σημαντικό, να μάθει ότι αύριο το πρωί πρέπει να φύγω για Ζυρίχη για να προλάβω την συμφωνία με τους Ελβετούς και δεν μπορώ να πάω στο ραντεβού; Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να νομίσει ότι την εγκαταλείπω, λόγω του γεγονότος αυτού.

Η Ελβίρα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Τα είχε εντελώς χαμένα. Γρήγορα όμως, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.

- Μην ανησυχείς, του είπε μουδιασμένα. Θα πάω.



Η Ελβίρα κράτησε την υπόσχεσή της. Όταν πήγε στην λίμνη, η Πατρίτσια ήταν εκεί. Κατάλαβε αμέσως από την έκφρασή της πως η παρουσία της, την είχε κάνει να αισθανθεί άβολα. Όταν βρέθηκαν απέναντι και την κοίταξε στα μάτια, ένιωσε για μια στιγμή, αδύναμη. Αδύναμη να προκαλέσει ,σε ένα τέτοιο γλυκό πλάσμα όπως η Πατρίτσια, ένα τόσο μεγάλο κακό. Και όμως, το έκανε. Έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που κατέστρωνε όλο το προηγούμενο βράδυ. Της είπε λοιπόν, πως ο Πέντρο, ύστερα από αυτό που είχε γίνει χθες, ένιωσε πως δεν θα μπορούσε πλέον να της έχει εμπιστοσύνη, όταν θα έφευγε για τα ταξίδια του και πως το καλύτερο για εκείνη, θα ήταν να τον ξεχάσει και να συνεχίσει την ζωή της. Εκείνος είχε φροντίσει να λείψει για αρκετό καιρό, για να μπορέσει εκείνη να συνηθίσει στην απουσία του.

Η Πατρίτσια , ένιωσε την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Ο Πέντρο, ο μοναδικός άντρας που αγάπησε ποτέ, την είχε εγκαταλείψει. Πόσο ντρεπόταν … Πως θα αντίκριζε ξανά τους γονείς της; Πως θα συνέχιζε τώρα πια; Την έπιασε απελπισία.

- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα; την ρώτησε η Ελβίρα.

- Μόνο ένα πράγμα μου μένει τώρα πια, απάντησε εκείνη.

- Όχι για το θεό, μα πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο;

- Γιατί; τι άλλο μου μένει να κάνω;

- Άκουσέ με, έχω ένα σχέδιο.

Της είπε πως είχε μια θεία ηγουμένη στην μονή της Παναγίας, στην Αγγλία. Η Πατρίτσια το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να βρει μια δικαιολογία για να φύγει και να πάει εκεί. Για μερικούς μήνες, θα ήταν δόκιμη και πολύ εύκολα θα μπορούσαν οι γονείς της να την πάρουν πίσω. Γι’ αυτό θα έπρεπε να περιμένει να γίνει κανονική καλόγρια και μετά να τους γράψει , πως έχει αποφασίσει να γίνει καλόγρια, γι’αυτό και έφυγε απ’το σπίτι. Έτσι το μυστικό της δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς.

Η Πατρίτσια, συμφώνησε. Κατάλαβε πως ο θάνατός της θα στοίχιζε πολύ στους γονείς της, αλλά βαθιά μέσα της, πίστευε πως ο Πέντρο θα καταλάβαινε το λάθος του και θα πήγαινε να την πάρει.

Λίγους μήνες αργότερα, η Ελβίρα ,έμαθε από την ηγουμένη, πως η Πατρίτσια , είχε πεθάνει από φυματίωση. Δεν συγχώρεσε του εαυτό της ποτέ…..



(παρον)

- Ελβίρα, που τρέχει το μυαλό σου; ρώτησε ο Πέντρο.

- Τι; Με συγχωρείς ξάδελφε, ήμουν αφηρημένη.

- Σε τι οφείλω αυτή την ευχάριστη έκπληξη;

- Έμαθα πως θα φύγεις και ήρθα να σε αποχαιρετήσω.

- Ναι, έχω να τακτοποιήσω κάποια θέματα με τον Γουίλιαμ Άρντλευ. Ενηλικιώθηκε πια και πήρε στα χέρια του τα ηνία των επιχειρήσεων.

- Θα λείψεις πολύ καιρό;

- Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να γνωρίσω αυτό το παιδί καλύτερα. Μοιάζει τόσο πολύ στον πατέρα του και έχω πολύ ανάγκη από έναν καλό φίλο.

- Σε καταλαβαίνω. Όταν πέθανε ο πατέρας του, σου κόστισε πολύ.

- Ήταν το στήριγμα μου. Με βοήθησε πολύ τότε. Δυστυχώς, αυτή ήταν η μοίρα μου. Να χάνονται οι άνθρωποι που αγάπησα και να μένω μόνος με τις αναμνήσεις μου.

- Και νομίζεις ότι αυτό το ταξίδι θα σε βοηθήσει; Η Αγγλία….

- Ξέρω τι θες να πεις, μα κάτι μέσα μου μού λέει, ότι πρέπει να το κάνω. Ότι κάτι καλό πρόκειται να βγει από αυτό.

- Καλά, όπως νομίζεις. Καλό σου ταξίδι ,λοιπόν.

- Σε ευχαριστώ, καλή μου. Καλή σου νύχτα.

- Καληνύχτα.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5



- Γουίλιαμ, έχεις λίγο χρόνο; Θα ήθελα να σου μιλήσω.

- Φυσικά, θεία. Σε ακούω.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο γραφείο, ο Τζώρτζ.

- Με συγχωρείτε. Μήπως ενοχλώ;

- ‘Όχι Τζώρτζ, πέρασε. Συμβαίνει κάτι;

- Μόλις έφτασε ένα τηλεγράφημα από τον κύριο Αλβέιρα, είπε και του το έδωσε.

Εκείνος το διάβασε και το πρόσωπό του φωτίστηκε.

- Μα αυτό είναι θαυμάσιο, είπε. Ο Πέντρο πρόκειται να μας επισκεφτεί πολύ σύντομα.

- Έρχεται ο Πέντρο ;ρώτησε η θεία Ελρόυ. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Έχω τόσα χρόνια να τον δω. Γουίλιαμ, θα πρέπει να οργανώσουμε ένα χορό, προς τιμήν του.

- Συμφωνώ θεία . Αυτό είναι κάτι το οποίο το αφήνω σε σένα.

- Τότε λοιπόν, σας αφήνω. Έχω πολλά πράγματα να κάνω.

- Θεία, μισό λεπτό. Κάτι ήθελες να μου πεις.

- Τίποτε που να μην μπορεί να περιμένει. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.

- Όπως θέλεις, της απάντησε.

Εκείνη, έκανε μεταβολή και βγήκε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

- Άλμπερτ, υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να σου πω;

- Την είδες; τον ρώτησε με λαχτάρα.

- Ναι και μου είπε πως το απόγευμα θα είναι στον λόφο.

Ο Άλμπερτ, χαμογέλασε. Σήμερα το απόγευμα, θα την κρατούσε στην αγκαλιά του……





<<Δεν θα μπορούσαν να πάρουν καλύτερη τροπή τα πράγματα>>, σκεφτόταν η θεία Ελρόυ. <<Ο ερχομός του Πέντρο, είναι η καλύτερη δικαιολογία που θα μπορούσα να έχω, προκειμένου να καλέσω τις υποψήφιες νύφες>> . <<Και είμαι σίγουρη πως όλο και κάποια θα κερδίσει την καρδιά του Γουίλιαμ.>>

Με αυτές τις σκέψεις, άρχισε να φτιάχνει την λίστα των καλεσμένων.







Ο Άλμπερτ και η Κάντυ, περνούσαν ένα ρομαντικό απόγευμα, στον αγαπημένο τους λόφο.

- Ξέρεις, την άλλη εβδομάδα, θα δοθεί ένας χορός στο σπίτι, προς τιμήν ενός πολύ καλού φίλου και συνεργάτη.

- Αλήθεια; Φαντάζομαι θα είναι καλεσμένες η Άννι και η Πάτυ, είπε εκείνη με έναν τόνο ελπίδας στην φωνή της.

- Μα φυσικά. Είναι δυνατόν να μην καλούσα τις καλύτερές σου φίλες; Εξάλλου , σε αυτό το χορό, θα υπάρχει και μια έκπλήξη.

- Έκπληξη; Αχ, Άλμπερτ, πες μου, τι πρόκειται να γίνει;

- Προχθές, ο Άρτσι, μου ανακοίνωσε πω ς πρόκειται εκείνο το βράδυ, να ζητήσει την Άννι από τους Μπράιτον.

- Μου λες αλήθεια; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Φαντάζομαι πόσο θα χαρεί η Άννι. Μακάρι να είναι πάντα ευτυχισμένοι.

- Θα είναι, μικρή μου όπως θα είμαστε και εμείς. Πολύ σύντομα, θα έχω στα χέρια μου την ακύρωση της υιοθεσίας σου και τότε θα παντρευτούμε όσο πιο σύντομα γίνεται. Δεν αντέχω άλλο μακριά σου, Κάντυ, της είπε και την φίλησε τρυφερά.

Λίγο αργότερα, την κρατούσε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας της τρυφερά τα μαλλιά.

- Μακάρι να έρθουν τα πράγματα όπως τα ονειρευόμαστε, Άλμπερτ. Μα φοβάμαι πως η θεία Ελρόυ, δεν πρόκειται να εγκρίνει ποτέ αυτό το γάμο. Δεν θέλω να σε χάσω, του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά.

- Κανείς και τίποτα δεν πρόκειται να μας χωρίσει Κάντυ μου. Η θεία δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, παρά να δεχτεί την απόφασή μου.

- Ίσως, μα πως θα φανεί στον κύκλο σας το ότι η κεφαλή των Άρντευ , θα παντρευτεί μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής; Αυτό δεν είναι και ότι καλύτερο για την φήμη των Άρντλευ. Σε πολύ αγαπώ πολύ για να επιτρέψω να ειπωθούν άσχημα πράγματα για σένα.

Άλμπερτ, αν νοιώσω, ότι απειλείσαι, θα φύγω από την ζωή σου. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου, να σε καταστρέψει.

Το βλέμμα του Άλμπερτ, σκοτείνιασε.

- Πως μπόρεσες να πεις κάτι τέτοιο; Να φύγεις από την ζωή μου; Νομίζεις πως η ζωή μου θα έχει νόημα χωρίς εσένα;

- Μα Άλμπερτ, εγώ……

- Τόσο λίγο με εμπιστεύεσαι; Γιατί νομίζεις πως σου είπα πως έχω στο μυαλό μου ένα σχέδιο , προκειμένου να σε αποδεχτούν όλοι; Επειδή ήξερα πως θα έμπαιναν στο μυαλό σου τέτοιες ανόητες ιδέες. Λες πως δεν θα επιτρέψεις να καταστραφώ. Τότε κάνε το. Μην ξανασκεφτείς ποτέ να φύγεις από κοντά μου. Είσαι τα πάντα για μένα.

- Συγχώρεσε με Άλμπερτ, του είπε, ενώ τα μάτια της πλημμύριζαν με δάκρυα. Συγχώρα με.

- Μην κλαίς σε παρακαλώ. Το ξέρεις πως δεν το αντέχω να σε βλέπω λυπημένη. Ξέρω πως δεν ήθελες να με πληγώσεις. Έλα να καθίσουμε . Θα σου πω τι έχω σκεφτεί, για να πάψεις να βασανίζεσαι.

Της εξήγησε τα πάντα και κατάφερε να διώξει από το μυαλό της όλες τις σκέψεις που την βασάνιζαν, για έναν και μόνο λόγο. Γιατί της έδωσε ελπίδα.

Το αυτοκίνητο των Άρντευ, μόλις είχε φτάσει στο λιμάνι. Ο Άλμπερτ μαζί με τον Τζώρτζ, κατευθύνονταν στην προβλήτα. Το καράβι , μόλις είχε δέσει. Ύστερα από λίγο, είδαν τον Πέντρο, να κατευθύνεται χαιρετώντας τους με μια κίνηση του χεριού του, προς το μέρος τους.

- Πέντρο, καλώς όρισες, τον χαιρέτησε ο Άλμπερτ μόλις τους πλησίασε.

- Σε ευχαριστώ φίλε μου, καλώς σας βρήκα.

- Είχες καλό ταξίδι;

- Πολύ καλό, σε ευχαριστώ. Μα για να σε δω. Εσύ λάμπεις ολόκληρος. Συνέβη τίποτε ευχάριστο, αυτό το διάστημα;

Ο Άλμπερτ, χαμογέλασε.

- Η αλήθεια είναι πως ναι. Πάμε και θα τα συζητήσουμε στο σπίτι, με την ησυχία μας.

- Πάμε λοιπόν.







- Αγαπητή κυρία Ελρόυ, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, ύστερα από τόσα χρόνια.

- Καλώς ήρθες αγαπητέ Πέντρο. Και εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω σε αυτό το σπίτι. Μα γιατί έπρεπε να περάσει τόσος πολύς καιρός για να ξανάρθεις;

- Δεν μου ήταν εύκολο να το αποφασίσω. Για μένα η Αγγλία είναι συνδεδεμένη με δυσάρεστες αναμνήσεις. Αν δεν γνώριζα τον Γουίλιαμ, δεν θα το αποφάσιζα να ξανάρθω. Μοιάζει τόσο πολύ σον πατέρα του, που νοιώθω σαν να βρίσκομαι ξανά παρέα με τον παλιό μου φίλο.

- Σε καταλαβαίνω. Ήσασταν πολύ δεμένοι με τον αδελφό μου. Ας μιλήσουμε όμως για πιο ευχάριστα πράγματα.

Συζήτησαν για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή, η Ελρόυ, σηκώθηκε.

- Εμένα με συγχωρείτε. Έχω να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες ακόμη, για τον χορό που θα δώσουμε προς τιμήν του Πέντρο, μεθαύριο.

- Μα δεν ήταν ανάγκη να μπείτε σε τέτοιον κόπο.

- Κανένας κόπος, αγαπητέ μου Πέντρο. Ίσα- ίσα, το θεωρώ μεγάλη μου τιμή. Και τώρα, σας αφήνω να τα πείτε με τον ανιψιό μου. Καλή σας νύχτα.

- Καληνύχτα σας.

- Καληνύχτα θεία.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6



Η κυρία Ράγκαν, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Επιτέλους, ύστερα από τόσο καιρό, θα ξαναέβλεπε τα παιδιά της. Η θεία Ελρόυ, είχε φροντίσει να πάρει ο Νήλ , μια αρκετών ημερών άδεια από την σχολή και η Ελίζα, θα άφηνε επιτέλους πίσω της το μοναστήρι. Αν ήταν τυχερή, θα έβρισκε στον χορό η κόρη της κάποιον νεαρό, να τυλίξει και να παντρευτεί επιτέλους.

Τίποτε δεν θα μπορούσε να πάει πλέον στραβά. Αρκεί να πείσει τα παιδιά της, να μείνουν μακριά από αυτό το καταραμένο κορίτσι. Και ήταν σίγουρη πως θα το έκαναν, αφού η Κάντυ είχε πλέον εξαφανιστεί και είχε επιστρέψει εκεί που ανήκε. Στο σπίτι με τα έκθετα. <<Αποκλείεται ο Γουίλιαμ να σκεφτεί να την παρουσιάσει στον χορό που δίδεται, προς τιμήν ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου, όπως ο Αλβέιρα>>,σκεφτόταν. << Αποκλείεται>>.







- Λοιπόν Γουίλιαμ, θα μου αποκαλύψεις , τον λόγο της ευτυχίας σου; του είπε ο Πέντρο.

- Μα νομίζω πως τον μάντεψες όταν έφυγα τόσο γρήγορα από το Σάο Πάολο, του απάντησε με ένα χαμόγελο.

- Πολύ χαίρομαι για σένα αγόρι μου. Μα μου είχες δώσει την εντύπωση, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήσουν λίγο προβληματισμένος.

- Πολύ σωστά κατάλαβες, του είπε και του διηγήθηκε όλη την ιστορία.

- Μα τότε όλα λύθηκαν. Αφού και εκείνη σε αγαπάει, μόλις λυθεί η υιοθεσία, μπορείτε άνετα να παντρευτείτε.

- Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα, είπε με σοβαρό ύφος.

- Σαν τι;

- Η Κάντυ φοβάται πως αυτός ο γάμος, θα γίνει αιτία να σχολιαστεί αρνητικά η οικογένεια Άρντλευ, μιας και εκείνη είναι ορφανή. Εμένα βέβαια δεν με απασχολεί αυτό. Εγώ θα ζήσω μαζί της και όχι ο κοινωνικός μας περίγυρος. Μα εκείνη μου είπε πως δεν πρόκειται να επιτρέψει στο εαυτό της να σχολιαστώ αρνητικά από κανένα. Φοβάμαι πως θα θυσιάσει αυτό που έχουμε και θα φύγει από κοντά μου .

- ΟΧΙ, αναφώνησε ο Πέντρο και τινάχτηκε από την καρέκλα του.

- Πέντρο, τι έπαθες είσαι καλά; τον ρώτησε ανήσυχος ο Άλμπερτ.

- Με συγχωρείς για την αντίδραση μου, του απάντησε, ενώ η φωνή του έτρεμε.

- Μα εσύ τρέμεις. Έλα κάθισε σε παρακαλώ.

- Εντάξει είμαι, σε ευχαριστώ. Άκουσε με Γουίλιαμ. Η Κάντυ δεν πρόκειται να σε αφήσει. Δεν πρόκειται να το επιτρέψω αυτό. Θα έχει ένα όνομα που όλοι θα σέβονται και κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να την μειώσει. Με το που θα λυθεί η υιοθεσία, θα την υιοθετήσω εγώ. Θα της δώσω το όνομα των Αλβέιρα.

Ο Άλμπερτ, δεν πίστευε στα αυτιά του. Είχε σκεφτεί να ζητήσει αυτή τη μεγάλη χάρη από τον Πέντρο, μα ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι θα του το πρότεινε ο ίδιος.

- Καταλαβαίνω την έκπληξή σου, του είπε μαντεύοντας τις σκέψεις του. Θα σου εξηγήσω λοιπόν γιατί το κάνω. Είσαι ο δεύτερος άνθρωπος , που θα μάθει το μυστικό μου. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας σου.

Πριν από δεκαοχτώ χρόνια, αγαπούσα μια κοπέλα. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι, σχεδιάζαμε να παντρευτούμε. Ένα απόγευμα, είχαμε βγει βόλτα κοντά στην αγαπημένη μας λίμνη. Της είπα πως το ίδιο καλοκαίρι, θα την ζητούσα από τους γονείς της. Εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη. Με αγκάλιαζε, με φιλούσε και δεν ξέρω πως στην ευχή παρασύρθηκα και…… και την έκανα δική μου. Όπως καταλαβαίνεις, ύστερα από αυτό, της είπα πως την επόμενη κιόλας μέρα, θα πήγαινα να την ζητήσω. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι.

‘Όμως η μοίρα είχε κάνει τα δικά της σχέδια. Το ίδιο βράδυ, ο νομικός , μου ανακοίνωσε πως νωρίς το πρωί, έπρεπε να φύγω για την Ζυρίχη, γιατί κινδύνευε να χαθεί, μια μεγάλη συμφωνία που προσπαθούσαμε να κλείσουμε επί τρία χρόνια. Κόντεψα να τρελαθώ. Τι θα πίστευε για μένα η Πατρίτσια , αν δεν πήγαινα; Έτσι της έγραψα ένα γράμμα που της εξηγούσε τι είχε συμβεί, με την υπόσχεση πως αυτό που είχε αναβληθεί, θα ήταν η πρώτη μου προτεραιότητα, όταν επιστρέψω. Το έβαλα σε ένα φάκελο και τον παρέδωσα στα χέρια της αγαπημένης μου εξαδέλφης για να της το δώσει και να της εξηγήσει τι είχε συμβεί.

Επί δύο μέρες, μάταια περίμενα ένα τηλεγράφημα από την Πατρίτσια. Την τρίτη μέρα, τηλεγράφησα στην εξαδέλφη μου, για να μάθω τι είχε συμβεί. Δεν πήρα απάντηση. Ευτυχώς την επόμενη μέρα, κατάφερα να λύσω το πρόβλημα στην δουλειά και να φύγω. Όταν γύρισα πίσω, έτρεξα κατευθείαν στο σπίτι της να την βρω, μα η μητέρα της, μου είπε πως είχε φύγει, ύστερα από δική μου πρόσκληση για την Αγγλία, προκειμένου να την γνωρίσω στον πατέρα σου, ο οποίος είχαμε κανονίσει να μας παντρέψει. Ένιωσα την γη να φεύγει από τα πόδια μου. Έτρεξα να βρω την εξαδέλφη μου, για να μάθω τι στα κομμάτια είχε συμβεί και έιχε πει αυτό το ψέμα η Πατρίτσια. Τότε έμαθα την τραγική αλήθεια.

Όσο και αν προσπάθησε η Ελβίρα να την μεταπείσει, εκείνη δεν πίστεψε ούτε τα λόγια της, ούτε το γράμμα μου. Θεώρησε πως ότι η αναχώρησή μου είχε να κάνει με αυτό που είχε συμβεί, εκείνο το απόγευμα. Πως εγώ είχα πάρει αυτό που ήθελα και πως δεν ήθελα να την παντρευτώ. Έτσι, προκειμένου να κρύψει από όλους την ντροπή της, έφυγε.

Άρχισα να καταριέμαι τον εαυτό μου. Εγώ έφταιγα και μόνον εγώ για ότι είχε γίνει. Έπρεπε να ψάξω να την βρω, να της εξηγήσω πως τα αισθήματά μου για εκείνη ήταν πάντα τα ίδια και πως ποτέ μου δεν την πρόδωσα. Έτσι ήρθα κατευθείαν εδώ, να ζητήσω την βοήθεια του πατέρα σου, να ψάξουμε να την βρούμε, γιατί είχα μάθει από ανθρώπους πως όντως είχε πάρει το καράβι ια Αγγλία. Εκείνος αμέσως έβαλε παντού ανθρώπους του να ψάχνουν, ώσπου μια μέρα πήρα ένα τηλεγράφημα από την μητέρα της, όπου μου έλεγε πως είχε πεθάνει.

- Πέθανε; Κατάφερε να ψελλίσει ο Άλμπερτ που τόση ώρα άκουγε την διήγηση του Πέντρο, σαν χαμένος. Μα που; Πως;

- Είχε βρει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι εδώ. Όμως αρρώστησε από φυματίωση. Έτσι τηλεγράφησε η ηγουμένη στην μητέρα της. Εγώ όμως δε το πιστεύω. Δεν ήταν η φυματίωση αυτό που της πήρε την ζωή, αλλά εγώ.

- Μην το λες αυτό, σε παρακαλώ

- Όχι. Αυτή είναι η αλήθεια. Η Πατρίτσια ήταν μια πολύ περήφανη και ευαίσθητη γυναίκα. Είμαι σίγουρος πως δεν πέθανε από την αρρώστια, αλλά από τον καημό της Και αυτό είναι κάτι που δεν συγχώρεσα ποτέ στον εαυτό μου και ούτε πρόκειται να το κάνω. Καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί θέλω να σε βοηθήσω; Για να μην επαναληφθεί η ίδια ιστορία. Το χρωστάω όχι στον πατέρα σου, αλλά πρώτα- πρώτα στον εαυτό μου.

Όταν είδα τον προβληματισμό σου στο γραφείο μου, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πως έπρεπε κάτι κακό να προλάβω. Και δεν έπεσα έξω όπως φαίνεται.

- Πέντρο, δεν ξέρω τι να πω , τα έχω χαμένα. Μακάρι να υπήρχαν λόγια να απαλύνουν τον πόνο σου.

- Δυστυχώς φίλε μου δεν υπάρχουν. Σίγουρα όμως θα νιώσω πολύ καλύτερα, όταν θα ξέρω πως βοήθησα δυο ανθρώπους να βρουν την ευτυχία ,που δε μπόρεσα να βρω εγώ. Λοιπόν πότε θα μου γνωρίσεις την μέλλουσα κόρη μου;

- Τι θα έλεγες να πάμε να την βρούμε αύριο;

- Τέλεια, του είπε με ένα χαμόγελο.

- Σε ευχαριστώ πολύ για ότι κάνεις για μένα, φίλε μου

- Όχι πια <<φίλε μου>>. Από σήμερα μπορείς να με θεωρείς πατέρα σου, του είπε και τον αγκάλιασε συγκινημένος.

Εκείνο το βράδυ, ο Άλμπερτ, βρήκε τον πατέρα που έχασε και ο Πέντρο τα παιδί που δεν γνώρισε.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Από την ημέρα μου έφυγε ο Πέντρο, η Ελβίρα δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Φαντάσματα του παρελθόντος την κατέτρεχαν. Είχε συνεχώς στο μυαλό της, την έκφραση της Πατρίτσια. Εκείνη την έκφραση πόνου και απελπισίας. Και αμέσως μετά εναλλασσόταν στο μυαλό της σκηνές της προσωπικής της δυστυχίας. Έβλεπε τον άντρα της τον Φερνάντο, πεσμένο στο έδαφος, ύστερα από την καρδιακή προσβολή που είχε τερματίσει την ζωή του, τον πρώτο κιόλας χρόνο του γάμου τους. Ακόμη αντηχούσαν στο αυτιά της οι κραυγές της, όταν την ίδια εκείνη μέρα που έχασε τον άντρα της, έχασε και το αγέννητο παιδί τους. Πόσες δεν ήταν οι φορές που σκέφτηκε να βάλει τέλος στην ζωή της. Μα δεν το έκανε. Έπρεπε να ζει αυτό το μαρτύριο καθημερινά, μήπως και κατάφερνε ποτέ να εξιλεωθεί, γιʼ αυτό που είχε κάνει σε εκείνη την κοπέλα. Γιατί ήταν σίγουρη, πως αν δεν την χώριζε από τον εξάδελφό της, εκείνη θα ζούσε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα που καθόταν, πήρε το κουτί με τα χάπια της και ένα ποτήρι νερό, και ήπιε ένα χάπι.

<< Ηρεμιστικά, για να μην πέσεις σε κατάθλιψη>>, της είπε ο ιατρός. Μάταιος κόπος. Τα φαντάσματα μετά από λίγο την κυνηγούν ξανά, βυθίζοντάς την σε νέα απελπισία.

Η Πατρίσια , δακρυσμένη, να της φωνάζει <<γιατί;>>.

Ένα μικρό αγοράκι, τρέχει φοβισμένο και φωνάζει <<βοηθειαααα. ΜΑΜΑΑΑΑΑ>>.

Ο Φερνάντο, κρατάει, το στήθος του και με μια πονεμένη έκφραση, σωριάζεται κάτω.

Ο Πέντρο μπαίνει ξαφνικά στο δωμάτιο, στρέφοντας ένα πιστόλι προς το μέρος της. <<Καταραμένη ναʼσαι>>, της φωνάζει και τραβάει την σκανδάλη.

ΟΧΙΙΙΙΙΙΙ, κραυγάζει εκείνη και βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι σαν κυνηγημένη. Τα πρόσωπα την ακολουθούν. Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, θέλει να τους ξεφύγει, μα δεν τα καταφέρνει. Πάλι είναι μπροστά της. Οι δυνάμεις της αρχίζουν να την εγκαταλείπουν. Μα ξαφνικά, ένα δυνατό φως εμφανίζεται στην απέναντι πλευρά της μικρής γέφυρας. Εκεί θα είναι προστατευμένη. Τα φαντάσματα, χάνονται στο φώς. Πρέπει να περάσει απέναντι.

Τρέχει προς το φώς, πατώντας στην ξύλινη γέφυρα. Οι σανίδες τρίζουν. Οι δύο τελευταίες υποχωρούν και εκείνη πέφτει, χτυπώντας το κεφάλι της σε μια πέτρα.

Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή , ένα <<συγνώμη>>, βγαίνει από τα χείλη της.

Εκείνο το βράδυ, η Κάντυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε μεγάλη αγωνία για την αυριανή μέρα που θα γνώριζε τον κύριο Αλβέιρα. Θα τους βοηθούσε άραγε;

Μόλις ξημέρωσε, η Κάντυ έβαλε ένα από τα καινούργια της φορέματα που της είχε φέρει ο Άλμπερτ , χτένισε τα μαλλιά της και ενώ ετοιμαζόταν να φτιάξει τις κοτσίδες της, το μετάνιωσε. Άφησε τα μαλλιά της λυτά βάζοντας ένα φιόγκο στο κέντρο του κεφαλιού της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν πολύ όμορφη. Ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, βγήκε έξω από το ορφανοτροφείο και κατευθύνθηκε προς τον αγαπημένο της λόφο, γεμάτη αισιοδοξία.

Οι ώρες προχωρούσαν βασανιστικά αργά. Η Κάντυ προκειμένου να απαλύνει την αγωνία της, σκεφτόταν τις ευτυχισμένες στιγμές που είχαν περάσει με τον Άλμπερτ.

Το πρώτο τους φιλί, την ζεστή αγκαλιά του, τα λόγια αγάπης. Ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται. Ήταν η δεύτερη φορά που ένιωθε έτσι. Το είχε ξανανιώσει εκείνο το απόγευμα που είχαν πάει με τον Άλμπερτ βόλτα, δίπλα στην λίμνη, όταν την φιλούσε με πάθος, ενώ ήταν ξαπλωμένοι στο γρασίδι.

<<Έλα Κάντυ, σύνελθε>>, είπε στον εαυτό της. << Αν έρθουν τώρα και σε δουν έτσι>>;

Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες, ώσπου….

- Καλημέρα μικρή μου.

Ο Άλμπερτ, βρισκόταν ακριβώς πίσω της , την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

- Ά…Άλμπερτ, με τρόμαξες, του είπε ξαφνιασμένη και γύρισε προς το μέρος του.

Εκείνος την κοίταξε θαμπωμένος. Ήταν τόσο όμορφη. Έλαμπε μέσα στο κόκκινο φουστάνι της. Και ο τρόπος που είχε χτενίσει τα μαλλιά της, την έκανε ακόμη πιο ελκυστική.

- Είσαι πανέμορφη, της είπε, μαγεμένος.

- Σε ευχαριστώ πολύ, του απάντησε . Μα μόνος σου ήρθες; Που είναι ο κύριος Αλβέιρα;

- Μας περιμένει στο αυτοκίνητο. Θα πάμε στην πόλη, στο γραφείο του νομικού μου σύμβουλου και εκεί θα μπορέσουμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας. Μα πριν ξεκινήσουμε……

Δεν μπορούσε να αντισταθεί πλέον στην γοητεία της. Την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε. Όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν , την έπιασε από το χέρι και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο, που τους περίμεναν ο Τζώρτζ και ο Πέντρο.

Ο Πέντρο, του περίμενε έξω από το αυτοκίνητο. Είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει το κορίτσι που είχε κλέψει την καρδιά του Γουίλιαμ.

Μα να. Δύο φιγούρες τον πλησίαζαν. Στην αρχή, διέκρινε τα ξανθά μαλλιά της. Μετά το σχήμα του προσώπου της. Όταν όμως τα πράσινα της μάτια διασταυρώθηκαν με τα δικά του και του χαμογέλασε, άρχισε να τρέμει. << Όχι, δεν είναι δυνατόν>>, σκέφτηκε.

- Πα…Πατρίτσια;
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Ο Πέντρο δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αυτό το κορίτσι, ήταν ολόιδιο η Πατρίτσια. Η Πατρίτσιά του.

- Κύριε, είστε καλά; ρώτησε η Κάντυ, ανήσυχη.

Εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της.

- Καλά είμαι, είπε στο τέλος. Με συγχωρείς κορίτσι μου για την συμπεριφορά μου, μα μοιάζεις πάρα πολύ με μια γυναίκα που ήξερα. Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.

- Δεν πειράζει, του απάντησε εκείνη.

- Λοιπόν τι λέτε; Πηγαίνουμε; Είπε ο Άλμπερτ για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.













- Κύριε Άρντλευ, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω, πως έχουμε στα χέρια μας, την λύση υιοθεσίας της δεσποινίδας Κάντυ Γουάιτ.

- Μα αυτό είναι υπέροχο, είπε ο Άλμπερτ, και αγκάλιασε την Κάντυ που στεκόταν δίπλα του.

- Άρα μπορούμε να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες για να υιοθετήσω εγώ την Κάντυ, είπε ο Πέντρο στον δικηγόρο.

- Συγνώμη; Απάντησε ο δικηγόρος, κοιτώντας τους σαν χαμένος.

Εκείνοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν το χαμόγελό τους. Του εξήγησαν περί τίνος πρόκειται και τον παρακάλεσαν να κινήσει τις διαδικασίες, όσο πιο γρήγορα γινόταν.

- Και για ότι χρειαστεί, μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον δικηγόρο μου, τον κύριο Πραντίγιας. Ορίστε και η κάρτα του είπε ο Πέντρο.

- Περίφημα. Όταν θα έχω νεώτερα, θα σας ειδοποιήσω.

- Πολύ καλά. Εμείς πηγαίνουμε. Ευχαριστούμε πολύ. Καλημέρα σας.

- Καλημέρα σας.



- Πέντρο, εγώ θα πρέπει να πάω μέχρι τα γραφεία της εταιρίας, για να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες. Μπορείς να κρατήσεις συντροφιά στην Κάντυ;



- Φυσικά. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γνωριστούμε. Τι λες και εσύ Κάντυ;



- Και βέβαια.

- Τότε, μισό λεπτό να αγοράσω καπνό, και φύγαμε.



Η αλήθεια ήταν πως ο Πέντρο είχε καπνό, απλά χρησιμοποίησε αυτή την δικαιολογία για να τους αφήσει για λίγο μόνους, να χαιρετηθούν. Πόσο τους χαιρόταν. Ένιωθε για πρώτη φορά στην ζωή του, πως είχε την δική του οικογένεια. Αυτό το υπέροχο κορίτσι, θα γινόταν κόρη του. <<Θα μπορούσε να ήταν η κόρη σου>>, του ψιθύρισε μια φωνή μέσα του. << Κοίτα πόσο της μοιάζει>>. << Και είναι και στην σωστή ηλικία>>.

Αυτές οι σκέψεις, τον τάραξαν, μα κατάφερε να τις διώξει αμέσως. Προχώρησε προς το μέρος τους.

- Κάντυ, προτείνω να πάμε να πιούμε ένα τσάι και να τα πούμε λίγο. Θέλεις;

- Και βέβαια κύριε Άλβέιρα.

- Όχι <<κύριε Αλβέιρα>>. Μπορείς να με λες Πέντρο ή ακόμη καλύτερα <<πατέρα>>. Θα μου έδινες πολύ μεγάλη χαρά παιδί μου.

Η Κάντυ, βούρκωσε. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.

- Σε ευχαριστώ, <<πατέρα>>.

Η ψυχή του, για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, αλάφρωσε. Της πρόσφερε το μπράτσο του.

- Πάμε;



Κάθισαν και παρήγγειλαν το τσάι τους.

- Πες μου λίγα λόγια για σένα, για την ζωή σου.

Η Κάντυ, του διηγήθηκε όσο πιο περιληπτικά γινόταν την ζωή της. Ο Πέντρο την κοιτούσε με συμπόνια. Τόσα πολλά βάσανα, για ένα κορίτσι της ηλικίας της….

Έβαλε τα χέρια της στα δικά του.

- Από δω και πέρα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε και από κανέναν κορίτσι μου. Εκτός από τον Γουίλιαμ , θα έχεις και μένα δίπλα σου για ότι χρειαστείς. Το ξέρω πολύ καλά πως τα υλικά αγαθά, δεν φέρνουν την ευτυχία σε έναν άνθρωπο, μα είναι μια πολύ καλή αρχή, της είπε και σηκώθηκε. Έλα μαζί μου.

- Μα που πάμε, τον ρώτησε όλο περιέργεια.

- Θα μου στερήσεις την χαρά να κάνω κάποια δώρα στην κόρη μου;

- Μα…δεν είναι…..

- Και αν σε παρακαλέσω; Το έχω τόση ανάγκη..

- Εντάξει, ας γίνει όπως θέλεις πατέρα.

Σηκώθηκαν και άρχισαν να περπατούν, κοιτώντας τις βιτρίνες.

- Αλήθεια, δεν μου είπες. Το επίθετο Γουάιτ, πως στο έδωσαν;

- Ήταν ιδέα της κυρίας Πόνυ, επειδή όταν με βρήκαν νεογέννητο στην πόρτα του ορφανοτροφείου, ήταν χειμώνας και χιόνιζε.

<< Άκουσες; Γεννήθηκε χειμώνα. Όταν έφυγες για την Ζυρίχη, ήταν άνοιξη, το θυμάσαι;>>, ακούστηκε πάλι εκείνη η φωνούλα στο κεφάλι του.

Από τις σκέψεις του , τον έβγαλε η ενθουσιώδης φωνή της Κάντυ.

- Αχ, τι υπέροχο φόρεμα.

- Σου αρέσει παιδί μου; Την ρώτησε.

- Πάρα πολύ.

- Πάμε να το δοκιμάσεις λοιπόν.





Όταν έφτασαν όλοι μαζί στην έπαυλη των Άρντλευ, την Κάντυ την περίμενε μια ακόμη έκπληξη.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Οι τρεις της φίλοι, έτρεξαν αμέσως και την αγκάλιασαν.

- Άννι, Πάτυ, Άρτσι, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω.

- Και εμείς Κάντυ μου, της είπε η Άννι.

- Ελάτε κορίτσια, πάμε μια βόλτα να τα πούμε, πρότεινε ο Άρτσι.

Τέσσερις φιγούρες, άρχισαν να απομακρύνονται.

- Γουίλιαμ, γιατί αργήσατε παιδί μου; Αφού ήξερες πως σήμερα θα ερχόντουσαν οι Μπράιτον.

- Δεν γινόταν αλλιώς θεία. Είχα κάποιες δουλειές, που δεν έπαιρναν αναβολή. Που είναι τώρα;

- Ξεκουράζονται από το ταξίδι.

- Τότε θα τους δω αργότερα.

- Εμένα με συγχωρείτε, θα πάω και εγώ στο δωμάτιό μου να ξεκουραστώ, είπε ο Πέντρο και έφυγε.

- Γουίλιαμ, παρατήρησα πως από το αυτοκίνητο προηγουμένως, βγήκε η Κάντυ, έτσι δεν είναι;

- Ναι, λοιπόν;

- Δεν νομίζεις πως με τους καλεσμένους που θα έχουμε αύριο εδώ, θα ήταν καλύτερα να………..

- Μην συνεχίζεις θεία. Η Κάντυ θα είναι στον αυριανό χορό.

- Μα…

- Η κουβέντα αυτή τελειώνει εδώ. Η απόφασή μου δεν αλλάζει. Και τώρα με συγχωρείς, της είπε, αφήνοντας την οργισμένη, μα υποταγμένη στην θέλησή του.

Τα παιδιά, ξαφνιάστηκαν ευχάριστα από τα νέα της Κάντυ. Τη ορκίστηκαν πως θα κρατούσαν το μυστικό της. Όταν γύρισαν στο σπίτι, είχε πλέον νυχτώσει.

<<Πρέπει να πας………>>

<<Να βεβαιωθείς………>>

<<Η κόρη σου………..>>

<< Η κόρη της…..>>

Αυτή η φωνή, βασάνιζε τον Πέντρο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Να τον οδηγούσε το ένστικτο; Δεν ήξερε. Το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα, ήταν το εξής. Πως την επόμενη μέρα, θα πήγαινε στο μοναστήρι της Παναγίας, να πάρει τις απαντήσεις που ζητούσε,αλλιώς θα τρελαινόταν.

Και η μέρα του χορού, έφτασε. Η έπαυλη των Άρντλευ, έδειχνε πιο μεγαλοπρεπείς από ποτέ. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μιλούσαν και γελούσαν ανά συντροφιές ή λικνίζονταν στους μαγευτικούς ρυθμούς των βαλς. Όλοι εκτός από……..

- Είναι η τρίτη φορά που της ζήτησα να χορέψουμε και εκείνη μου αρνήθηκε, είπε νευριασμένος ο Νήλ. Την τελευταία φορά μάλιστα, αυτός ο Αλβέιρα, με προειδοποίησε, να μην την ξαναπλησιάσω.

Η Ελίζα, έδειχνε να μην ακούει αυτά που της έλεγε ο αδελφός της, μα στην τελευταία του φράση, γύρισε απότομα προς το μέρος του.

- Σε προειδοποίησε είπες; Πολύ παράξενο.

- Τι είναι παράξενο Ελίζα;

Μα τόσο χαζός είσαι; Δεν παρατήρησες πως σχεδόν όλο το βράδυ, αυτόςο άνθρωπος, είναι διαρκώς δίπλα στην Κάντυ, χωρίς να την αφήσει σχεδόν καθόλου από τα μάτια του; Κάτι πρέπει να συμβαίνει. Δεν θα ησυχάσω αν δεν μάθω τι γίνεται.

- Και πως θα καταφέρεις να μάθεις, αδελφούλα;

- Θα παρακολουθώ αυτόν τον άνθρωπο, μέχρι να μάθω τι γίνεται, απάντησε εκείνη αποφασιστικά, καθώς παρακολουθούσε με μίσος την Κάντυ να χορεύει με τον Πέντρο.

Την άλλη μέρα το πρωί………

- Καλημέρα κύριε Αλβέιρα.

- Ελίζα, Νηλ, καλημέρα, είπε ο Πέντρο ανέκφραστα . Πως και τόσο πρωινοί, εσείς οι δύο;

- Ένας φίλος του Νήλ, τέταρτος καπετάνιος, θα κάνει το πρώτο του ταξίδι σήμερα και θέλαμε να πάμε να τον αποχαιρετήσουμε, μα ο Τζώρτζ μας είπε πως θα τον χρειαστείτε εσείς. Μπορείτε να μας πάρετε μαζί σας, παρακαλώ; Του είπε εκείνη.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Πέντρο, ήταν η παρέα τους, ύστερα από αυτά που είχε μάθει για τον χαρακτήρα των δυο παιδιών από την Κάντυ και τον Γουίλιαμ, μα δεν μπόρεσε να αρνηθεί.

- Φυσικά, ελάτε.

Αρκετή ώρα αργότερα , τους έβλεπε να ανεβαίνουν στο ολοκαίνουργιο πλοίο, που σε λίγη ώρα θα έκανε το παρθενικό του ταξίδι. Η κατάλευκη σημαία του με τον κόκκινο σταυρό κυμάτιζε περήφανη, ενώ το όνομά του ,έλαμπε κάτω από το φως του ήλιου: ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΣ.

Για κακή τους τύχη, ο Πέντρο με τον Τζώρτζ, δεν έφυγαν αμέσως. Μιλούσαν με κάποιους ανθρώπους στο λιμάνι. Κάποια στιγμή, άκουσαν μια αυστηρή φωνή πίσω τους

- Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;

- Ε, εγώ είμαι τέταρτος καπετάνιος και η αδελφή μου νοσοκόμα, είπε ο Νήλ . Ήταν το πρώτο πράγμα του ήρθε στο μυαλό.

- Τότε λοιπόν, ελάτε μαζί μου, τους είπε και εκείνοι, μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, τον ακολούθησαν. Τους έβαλε να περιμένουν έξω από την πόρτα του καπετάνιου, μα καθώς πήγαινε να φύγει ένας ναύτης του έπιασε την κουβέντα. Όταν επιτέλους, έφυγε, έτρεξαν γρήγορα για να κατέβουν από το πλοίο, μα ήταν ήδη πολύ αργά, είχε ήδη αποπλεύσει .

Μέρες αργότερα, το πλοίο βυθιζόταν ύστερα από μια μεγάλη έκρηξη στο λιμάνι της Κέας.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

- Περάσαμε καταπληκτικά χθες το βράδυ, έτσι δεν είναι; Ρώτησε η Πάτυ.

Όλα τα παιδιά, καθόντουσαν στον κήπο και έπαιρναν το πρωινό τους.

- Ειδικά η Άννι και ο Άρτσι, είπε η Κάντυ, γυρνώντας προς το μέρος τους, με ένα πονηρό χαμόγελο.

- Έλα τώρα Κάντυ, είπε η Άννι, κοκκινίζοντας.

- Μα γιατί, Άννι; Ήταν πολύ ρομαντικό, όταν ο Άρτσι σε πήρε από το χέρι, σταθήκατε στην μέση της σάλας και ανακοίνωσε τον αρραβώνα σας.

- Έχει δίκιο η Κάντυ. Εγώ συγκινήθηκα πάρα πολύ. Αχ, πόσο χαίρομαι για σας φίλοι μου.

- Τώρα, είναι η σειρά σου Κάντυ, της είπε ο Άρτσι. Είμαι σίγουρος πως δεν θα αργήσει. Ο θείος Γουίλιαμ, δεν πήρε τα μάτια του από πάνω σου, όλο τα βράδυ. Και δεν είχε και άδικο. Ήσουν εκθαμβωτική.

- Ναι, καλά, είπε με ένα μικρό παράπονο. Μόνο τρεις φορές χορέψαμε μαζί. Όλο το υπόλοιπο βράδυ, χόρευε με άλλες.

- Κάντυ, γίνεσαι άδικη τώρα. Το ξέρεις πολύ καλά πως έτσι έπρεπε να γίνει, σαν οικοδεσπότης που ήταν, της απάντησε ο Άρτσι.

- Τι λέτε εσείς εδώ; Ρώτησε ο Άλμπερτ, καθώς τους πλησίασε.

- Καλημέρα, Άλμπερτ, είπε η Κάντυ κοκκινίζοντας. Φοβήθηκε πως την είχε ακούσει.

Ο Άλμπερτ, κοιτούσε τριγύρω σαν κάτι να έψαχνε. Όλοι απόρησαν. Μα πριν προλάβουν να ρωτήσουν, εκείνος , έπιασε το χέρι της Κάντυ, αναγκάζοντάς την να σηκωθεί, την έσφιξε στην αγκαλιά του, και την φίλησε. Μετά έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί.

- Μην αμφιβάλεις για τα αισθήματά μου, μικρή μου. Το απόγευμα θα σε περιμένω στον λόφο.

Μετά γύρισε προς το μέρος των υπολοίπων και σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, τους χαιρέτησε και έφυγε.

Πέρασαν μερικές στιγμές αμηχανίας, ώσπου η φωνή της Πάτυ, ακούστηκε να λέει

- Μίλησέ μας για τον κύριο Αλβέιρα.

Ο Πέντρο, στεκόταν έξω από την μεγάλη πόρτα του μοναστηριού. Για μια στιγμή το μετάνιωσε που έφτασε ως εκεί. Μα ήταν δυνατόν η Κάντυ να ήταν κόρη της Πατρίτσια;

Τώρα που το ξανασκεφτόταν του φαινόταν τελείως παράλογο, σχεδόν αστείο. Έκανε να φύγει, μα η φωνή μέσα του τού είπε

<< Έφτασες ως εδώ. Μπες μέσα, πάρε τις απαντήσεις που ζητάς>>.

Την επόμενη στιγμή, το χέρι του τραβούσε το κορδόνι από το καμπανάκι. Μετά από λίγη ώρα, άνοιξε την πόρτα μία από τις αδελφές.

- Παρακαλώ;

- Καλημέρα σας αδελφή. Παρακαλώ πολύ, θα μπορούσα να δω την ηγουμένη;

- Παρακαλώ, περάστε, είπε εκείνη.

- Ονομάζομαι Πέντρο Αλβέιρα, της είπε καθώς προχωρούσαν. Ήρθα να δω την ηγουμένη, για μια προσωπική μου υπόθεση.

Διέσχισαν τον μεγάλο κήπο και βρέθηκαν σε έναν μακρόστενο διάδρομο. Προς το τέλος του διαδρόμου, η αδελφή σταμάτησε.

- Παρακαλώ, περιμένετε εδώ. Πρέπει να δω αν μπορεί να σας δεχτεί.

- Σας παρακαλώ, πείτε της πως την παρακαλώ θερμά να με δεχτεί. Είναι πολύ σημαντική για μένα αυτή η συνάντηση.

Εκείνη έγνεψε με μια μικρή κίνηση του κεφαλιού της, συγκαταβατικά. Μετά από λίγη ώρα, εμφανίστηκε ξανά.

- Η ηγουμένη, αυτή τη στιγμή , βρίσκεται στο παρεκκλήσι. Σας παρακαλεί να την περιμένετε στο γραφείο της και θα έρθει το συντομότερο δυνατόν , του είπε και τον οδήγησε στο γραφείο της ηγουμένης.

Εκείνος μπήκε μέσα. Ένα ζευγάρι μάτια, τον έβλεπαν να χάνεται,από την πόρτα που έκλεινε πίσω του……….

Ο Πέντρο κοιτάζει έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Μια ανθρώπινη φιγούρα προχωράει στο διάδρομο, αθόρυβα. Κοντοστέκεται έξω από την κλειστή πόρτα .Ένα χέρι απλώνεται στο πόμολο, και η πόρτα ανοίγει αργά-αργά…….

Εκείνος είναι απορροφημένος στις σκέψεις του. Ξαφνικά, ένα παράξενο αίσθημα τον κυριεύει. Νοιώθει μια παρουσία στο δωμάτιο και μια παράξενη ζεστασιά στην καρδιά του. Γυρίζει αργά προς την πλευρά της πόρτας.

Η ανθρώπινη φιγούρα, στέκει ασάλευτη απέναντί του. Η καρδιά του χτυπά ολοένα και γρηγορότερα, καθώς ένα ζευγάρι πράσινα μάτια, καρφώνονται στα δικά του.

Ένα χέρι απλώνεται προς το μέρος του, τον προσκαλεί να πλησιάσει.

Του έχει κοπεί η ανάσα, μα βρίσκει το κουράγιο να προχωρήσει. Απλώνει τα χέρια του στο κεφάλι της γυναίκας που βρίσκεται απέναντί του και με αργές κινήσεις, της βγάζει το κομμάτι του ράσου που το καλύπτει.

Τα ξανθά της μαλλιά, μπλέκονται στα δάχτυλά του, καθώς εκείνος της πιάνει το πρόσωπο. Θέλει να σιγουρευτεί πως αυτό που ζει, δεν είναι γέννημα της φαντασίας του, αλλά πραγματικότητα.

Η φωνή της, σπάει την σιωπή.

- Ήρθες……

- Θεέ μου, αν αυτό είναι όνειρο, πάρε με τώρα, αλλιώς θα τρελαθώ.

- Ήρθες….. ξαναλέει και σωριάζεται λιπόθυμη στα χέρια του.

Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, την πήρε στα χέρια του και την κάθισε σε μία καρέκλα, ενώ τις έτριβε τα χέρια και προσπαθούσε να την συνεφέρει.

- Σύνελθε ψυχή μου, σε παρακαλώ, της είπε γεμάτος απόγνωση.

Εκείνη άρχισε να συνέρχεται και άνοιξε το μάτια της.

- Πέντρο……. Ψέλλισε.

- Εδώ είμαι καρδούλα μου, κοντά σου.

Τον αγκάλιασε αδύναμα. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ξαφνικά, ένιωσε σαν να ξαναγεννήθηκε. Δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια. Ήταν στην αγκαλιά του, την κρατούσε, μύριζε το άρωμα του κορμιού της.

Μα, όλα αυτά δεν είχαν λογική. Πως είναι δυνατόν να είναι ζωντανή; Πως;

Παρόλο που η καρδιά της αντιδρούσε, η Πατρίτσια, τράβηξε το σώμα της από την αγκαλιά του, τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα και του είπε

- Νομίζω πως χρωστάμε ο ένας στον άλλο, κάποιες εξηγήσεις.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11





Ο Άλμπερτ καθόταν ξαπλωμένος στην σκιά ενός δέντρου, περιμένοντας την Κάντυ. Σκεφτόταν την αντίδρασή της, όταν την φίλησε το πρωί και δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο. Λίγο αργότερα την άκουσε να πλησιάζει.

- Δεν άργησα; Τον ρώτησε και κάθισε δίπλα του. Μα γιατί χαμογελάς;

- Σκεφτόμουν την αντίδρασή σου το πρωί. Είσαι τόσο χαριτωμένη όταν είσαι σε αμηχανία της είπε, και με μια κίνηση την τράβηξε πάνω του και άρχισε να την φιλάει με πάθος.

- Άλμπερτ….. σταμ…. σε πα….., προσπαθούσε να μιλήσει, ανάμεσα στα φιλιά τους.

Εκείνος, απρόθυμα, σταμάτησε.

- Τι έπαθες; Την ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση. Την είχε δει το προηγούμενο βράδυ κάποιες φορές να τον κοιτάει λυπημένη.

- Ξέρεις, κανονικά δεν έπρεπε να έρθω σήμερα, του είπε με ύφος, σαν να του κράταγε <<μούτρα>>.

- Και γιατί παρακαλώ; Την ρώτησε, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην γελάσει με το ύφος της.

- Ρωτάς γιατί; Του είπε γυρνώντας απότομα προς το μέρος του. Ξέρει πόσες φορές χορέψαμε χθες το βράδυ, ξέρεις; ΤΡΕΙΣ! Mάλιστα, τρεις. Και το αποκορύφωμα ξέρεις πιο ήταν;

- Για να ακούσω; Απάντησε έτοιμος να ξεσπάσει σε γέλια.

- Άκουσα την θεία Ελρόυ να λέει στην κυρία Ράγκαν πως κάλεσε πολλά νεαρά κορίτσια, με την ελπίδα πως κάποια θα σου αρέσει για γυναίκα σου. Τι έχεις να πεις για όλα αυτά, ε;

Στο σημείο αυτό ο Άλμπερτ, δεν άντεξε. Ξέσπασε σε γέλια.

Η Κάντυ θύμωσε ακόμη περισσότερο. Άρχισε να τον χτυπά στα πλευρά

- Πως μπορείς και γελάς; Του φώναξε. Αυτό είναι…είναι…

- Είναι υπέροχο! Κάντυ…ζηλεύεις!

- Όχι δεν ζηλεύω…

- Ζηλεύεις και μάλιστα πολύ….

- Όχι σου είπα….

- Και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει, της ψιθύρισε απλά στο αυτί. Πολύ…..

Την έσπρωξε απαλά στο γρασίδι. Άρχισε να την φιλά στο πρόσωπο και ταυτόχρονα της μιλούσε.

- Στην ψηλή, με το κίτρινο φόρεμα , όταν μου είπε ότι είμαι πολύ καλός παρτενέρ στο βαλς, έκανα κάποια βήματα πάνω στα πόδια της, <<εντελώς τυχαία>>.

Τα χείλη του, προχώρησαν στο λαιμό της.

- Στην κοκκινομάλλα, που με βομβάρδιζε με ερωτήσεις για το αν είναι κερδοφόρες οι επιχειρήσεις της οικογένειας μας, της απάντησα πως θα δείξει το μέλλον, αφού είμαι λόγω ηλικίας, άπειρος σε τέτοια θέματα.

Τώρα την φιλούσε, στο ύψος των ώμων της.

- Και αυτή η μελαχρινή που συνεχώς χασκογελούσε; Τον ρώτησε σχεδόν άπνοα.

Τότε, ακούγοντας την φωνή της, συνειδητοποίησε πως για άλλη μια φορά, παραλίγο να αφήσει το πάθος του για εκείνη να τον παρασύρει. Όχι, δεν έπρεπε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι ήταν τελείως παραδομένη στα χάδια του και τα φιλιά του. Ανασηκώθηκε λίγο και της χάιδεψε τα μαλλιά.

- Αυτή ήταν τελείως χαζοχαρούμενη , της απάντησε και απρόθυμα σηκώθηκε δίνοντάς της το χέρι του γα να σηκωθεί και αυτή.

- Είναι τόσο όμορφο το τοπίο αυτή την ώρα, δεν συμφωνείς; Έλα πάμε μια βόλτα, της είπε και της πρόσφερε το μπράτσο του.

Εκείνη, έπιασε το μπράτσο του και προχώρησαν. Στο μυαλό της, ερχόταν οι στιγμές που έζησε πριν από λίγα λεπτά. Της μιλούσε, μα δεν τον άκουγε. Για άλλη μια φορά της είχε αποδείξει πόσο μεγάλη και ανιδιοτελής ήταν η αγάπη του για εκείνη.







- Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; πες μου, πως; Πίστευα πως με αγαπούσες, το έβλεπα στα μάτια σου, το ένιωθα στο κορμί σου, όταν έτρεμε στα χέρια μου. Πως μπόρεσες να σκεφτείς πως το γράμμα μου , που έγραφε πως έπρεπε να φύγω επειγόντως, ήταν μια δικαιολογία για να σε παρατήσω; Εγώ; Εγώ εσένα;

- Γράμμα; Ποιο γράμμα Πέντρο; Το μόνο πράγμα που είδα από σένα, ήταν η Ελβίρα σαν απεσταλμένη σου, που με ενημέρωνε πως δεν ήθελες πλέον καμιά σχέση μαζί μου.

- Η Ελβίρα στο είπε αυτό; Όχι, αδύνατον.

- Ναι, Πέντρο . Αυτή με έστειλε εδώ. Μα τι προσπαθείς να μου πεις; Πως με δική της πρωτοβουλία……

Ο Πέντρο δεν ήξερε τι να πει. Του φαινόταν σαν να είχε γκρεμιστεί το σύμπαν. Η Ελβίρα, αυτή που αγαπούσε σαν αδελφή του, ήταν η αιτία της δυστυχίας του;

Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό; Και το κυριότερο, πως μπόρεσε να κρατήσει ένα τέτοιο μυστικό όλα αυτά τα χρόνια;

- Σου είπε ψέματα, όπως και σε μένα.

- Μα γιατί να το κάνει αυτό; Τι λόγο είχε; Τι της κάναμε;

Εκείνος της εξήγησε το πώς έβλεπε η Ελβίρα την σχέση τους.

- Όχι θεέ μου, όχι. Πως μπόρεσα να την πιστέψω. Είχα καταλάβει ότι δεν με συμπαθούσε, μα δεν περίμενα να φτάσει σε αυτό το σημείο. Τι έκανα, τι έκανα, είπε κλαίγοντας με λυγμούς.

- Σε παρακαλώ, ηρέμησε, της είπε και την έπιασε από τους ώμους.

- Δεν ξέρεις….. δεν καταλαβαίνεις…… Έφυγα…Σκηνοθέτησα τον θάνατό μου γιατί…..

- Αλήθεια, γιατί το έκανες αυτό;

- Γιατί της το είπα εγώ, ακούστηκε μια φωνή καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12





- Καθίστε σας παρακαλώ, πρέπει να σας μιλήσω, είπε η ηγουμένη και κάθισε στο γραφείο της. Όταν κάθισαν ο Πέντρο και η Πατρίτσια, άρχισε την διήγησή της.

- Με την Ελβίρα , ήμασταν συμμαθήτριες στο ίδιο κολλέγιο. Είχαμε πολλά κοινά και κάναμε πολύ παρέα οι δυο μας τότε. Κάποια ατυχή γεγονότα στην ζωή μου, έγιναν η αιτία για να με φέρουν εδώ. Η αλληλογραφία μου με την Ελβίρα, ήταν η μόνη μου παρηγοριά.

Μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα από εκείνη, που μου έλεγε πως ,μια γνωστή της–εσύ αδελφή Πατρίτσια- χρειαζόταν καταφύγιο. Δέχτηκα αμέσως. Μα αργότερα, έλαβα ένα γράμμα, όπου μου εξηγούσε πως ο εξάδελφός της κατάλαβε πως είχε κάνει ένα <<λάθος >>με μια κοπέλα και πως με την συγκατάθεσή του, την έστελνε εδώ, για να μην ντροπιαστεί.

- Αυτό είναι ψέμα, είπε ο Πέντρο και αγκάλιασε προστατευτικά την Πατρίτσια.

- Λυπάμαι ειλικρινά για ότι έγινε, μα δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές. Όταν η αδελφή Πατρίτσια ήρθε εδώ μου είπε πως ήταν έγκυος. Δεν τολμούσα να αναφέρω την εγκυμοσύνη στην Ελβίρα, γιατί δεν ήξερα πως θα αντιδρούσε. Έτσι λοιπόν έπεισα την Πατρίτσια , ότι το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε, ήταν να θεωρηθεί νεκρή, αφού έτσι, θα αποφεύγαμε να μαθευτεί η αλήθεια, αν εκείνη αποφάσιζε ξαφνικά να έρθει εδώ. Και όπως έγινε. Είχε ήδη περάσει ένας χρόνος, όταν μια μέρα χτυπούσε την πόρτα του μοναστηριού.

Η αδελφή Πατρίτσια , κατάλαβε τότε πόσο δίκιο είχα, γιατί από την αρχή ήταν αντίθετη, στο να στείλουμε το παιδί στο ορφανοτροφείο, επειδή είχε την κρυφή ελπίδα πως θα καταλάβαινες το λάθος σου και θα γύριζες πίσω για εκείνη. Όταν είδε όμως μπροστά της την Ελβίρα και μάλιστα άκουσε πως είχες ήδη παντρευτεί, τότε πείστηκε πως ότι είχε κάνει, ήταν και το σωστό.

- Τόσα ψέματα…. Τόσα χρόνια χαμένα…. ένα παιδί που μεγάλωσε σαν ορφανό…. Είπε εκείνος με απελπισία και κάλυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του.

- Πέντρο, πρέπει να ψάξουμε στο σπίτι του μικρού αλόγου να την βρούμε, το παιδί μας… το κοριτσάκι μας, είπε η Πατρίτσια απελπισμένα.

Εκείνος τότε πετάχτηκε σαν να τον είχαν περιλούσει με καυτό λάδι.

- Του μικρού αλόγου; Είπες του μικρού αλόγου; Την ρώτησε μα αγωνία.

- Ναι …. Μα τι έπαθες;

Τώρα πια όλα τα κομμάτια του πάζλ, είχαν μπει στην θέση τους. Με ένα τεράστιο χαμόγελο, σήκωσε την Πατρίτσια και της είπε.

- Έλα, αγάπη μου, πάμε στην κόρη μας. Τα βάσανά μας, τελείωσαν.

- Πέντρο, τι συμβαίνει; Μήπως……..

- Σου μοιάζει τόσο πολύ…..

- Δηλαδή μου λες πως….., ξεκίνησε να λέει με ελπίδα, ενώ δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της, μα ο Πέντρο την διέκοψε.

- Ναι, αγάπη μου. Πάμε

Χαιρέτησαν την ηγουμένη και έφυγαν αγκαλιασμένοι.

- Σε ευχαριστώ Θεέ μου. Δεν θα άντεχα να πεθάνω με αυτό το βάρος στην συνείδησή μου.





Καθώς έφευγαν από το μοναστήρι και μέχρι να φτάσουν στη πόλη, Ο Πέντρο βρήκε την ευκαιρία και διηγήθηκε στην Πατρίτσια , την γνωριμία του με την Κάντυ. Εκείνη έκλαιγε από ευτυχία στην αγκαλιά του.

Όταν έφτασαν στη πόλη, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Πέντρο, εκτός από το να αγοράσει ρούχα στην Πατρίτσια, ήταν να βρει έναν ιερέα και να τους παντρέψει.

- Επιτέλους, τα όνειρά μας πραγματοποιούνται, ένα- ένα . Τώρα είσαι γυναίκα μου. Το ακούς; Γυναίκα μου, της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του, σαν να φοβόταν πως θα την έχανε ξανά.

- Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις, που αμφέβαλα για την αγάπη σου;

Εκείνος, έφερε το πρόσωπό της απέναντί του.

- Σ’ αγαπώ….

Για πρώτη φορά ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια, γευόταν ξανά τα χείλη της, που τόσο του είχαν λείψει.











- Σε μοναστήρι; Τον άφησες έξω από ένα μοναστήρι; Μα τι να ήθελε εκεί;

- Δεν ξέρω Γουίλιαμ, απάντησε ο Τζώρτζ. Απλά μου είπε να μην τον περιμένω και ότι θα ερχόταν μόνος.

- Τέλος πάντων. Εντάξει Τζώρτζ, μπορείς να πηγαίνεις. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο.

Ο Τζώρτζ τον χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο. Λίγα λεπτά αργότερα, έκανε την εμφάνισή της η θεία Ελρόυ.

- Μήπως σε απασχολώ από κάτι Γουίλιαμ;

- Όχι θεία, κάθισε, την προέτρεψε.

- Μήπως είδες τον Πέντρο; Ήθελα να τον ρωτήσω πως του φάνηκε ο χθεσινός χορός.

- Έφυγε πολύ νωρίς το πρωί για κάποια δουλειά και δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω. Φαντάζομαι όμως πως όπου να’ ναι θα έρθει.

- Εσένα πως σου φάνηκε;

- Είχε επιτυχία. Ειδικά η ανακοίνωση των γάμων του Άρτσι και της Άννι , με χαροποίησαν πολύ.

- Είδες; Ο Άρτσι, αν και μικρότερός σου, το πήρε απόφαση να φτιάξει οικογένεια. Ενώ εσύ, η κεφαλή της οικογενείας μας, ακόμη να το αποφασίσεις.

- Και ποιος σου είπε πως δεν σκέφτομαι να παντρευτώ; Μα μόλις χθες, σιγουρεύτηκα, πως βρήκα την γυναίκα που θα με κάνει ευτυχισμένο.

Η θεία Ελρόυ, άφησε να της ξεφύγει ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.

- Και ποια είναι αυτή η γυναίκα; Τον ρώτησε γεμάτη περιέργεια.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και η Κάντυ όρμησε στο δωμάτιο.

- ‘Αλμπερτ, θα ……… Ωχ, με συγχωρείτε θεία Ελρόυ, δεν ήξερα ότι είστε και εσείς εδώ, είπε η Κάντυ, σκύβοντας ντροπιασμένη το κεφάλι της.

Η θεία Ελρόυ, εξοργίστηκε με την παρουσία της.

- Πως τολμάς να μπαίνεις με αυτό τον τρόπο, νεαρή μου; Και ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να προσφωνείς έναν Άρντλευ με το μικρό του όνομα;

- Εγώ, απάντησε ο Άλμπερτ. Και θα σε παρακαλέσω θεία να μην ξαναμιλήσεις στην Κάντυ με αυτό τον τρόπο.

- Μα πως μπορείς και ανέχεσαι αυτή την συμπεριφορά; Δεν πρόκειται να επιτρέψω….

- ΑΡΚΕΤΑ!, φώναξε εκείνος, χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο. Δεν πρόκειται να ανεχτώ από κανένα να ξαναμιλήσει με αυτόν τον τρόπο στην μέλλουσα γυναίκα μου, ακόμη και αν αυτός ο άνθρωπος είσαι εσύ θεία.

Η θεία Ελρόυ παραπάτησε από την σαστιμάρα της.

- Γουίλιαμ…. δεν μπορεί…. Όχι, δεν είναι δυνατόν, είπε και σωριάστηκε στην πολυθρόνα πίσω της.

- Θεία, κατάλαβε με, την αγαπώ, είπε, ήρεμα αυτή τη φορά.

- Πως είναι δυνατόν να παντρευτείς μια ορφανή; Όλη καλή κοινωνία θα γελάει μαζί μας. Θα καταστραφεί το όνομα των Άρντλευ με αυτή σου την απερισκεψία. Σε εκλιπαρώ Γουίλιαμ, μην το κάνεις αυτό.

- Κανείς δεν πρόκειται να πει κακή κουβέντα για την οικογένεια μας θεία. Κανείς, γιατί η Κάντυ……

- Είναι μια Αλβέιρα!, ακούστηκε μια φωνή πίσω τους.



 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Ο Πέντρο εμφανίστηκε, έχοντας την Πατρίτσια στο πλευρό του. Όλοι τα έχασαν βλέποντάς την, μα περισσότερο από όλους η Κάντυ. Η ομοιότητά τους, ήταν καταπληκτική. Οι δύο γυναίκες, άρχισαν να πλησιάζουν η μία την άλλη, αργά-αργά. Όταν έφτασαν πολύ κοντά η μία στην άλλη, η Πατρίτσια, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της και ακούμπησε την Κάντυ στο πρόσωπο. Κοιτάχτηκαν και μιλούσαν με τα μάτια καρφωμένα η μια στην άλλη.

- Κοριτσάκι μου……

- Είσαι η….. η μητέρα μου;

- Ναι μωρό μου.

- Μανούλα μου, ήρθες…..

- Ναι, κοριτσάκι μου και δεν πρόκειται να αφήσω να σε ξαναπάρουν από την αγκαλιά μου.

Έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης, αφήνοντας τα δάκρυά τους να τις λυτρώσουν.

- Πέντρο, τι σημαίνει αυτό; Ρώτησε σαστισμένος ο Άλμπερτ.

- Σημαίνει πως δεν χρειάζεται να υιοθετήσω την Κάντυ , αφού είναι η πραγματική μου κόρη. Κόρη δική μου και της Πατρίτσια. Της γυναίκας μου, συμπλήρωσε, κοιτώντας με λατρεία τις δύο γυναίκες.

Ελπίζω τώρα κυρία Ελρόυ, να μην έχετε αντίρρηση να γίνει αυτός ο γάμος.

- Φυσικά και όχι, απάντησε εκείνη εντελώς μηχανικά. Μα , με συγχωρείτε, νομίζω πως δεν νοιώθω και πολύ καλά αυτή τη στιγμή, θα σας δω αργότερα, είπε και έφυγε σχεδόν τρεκλίζοντας.

Οι δυο γυναίκες χωρίστηκαν και η Κάντυ έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος την φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.

- Μωρό μου, αν ήξερες πόσο ευτυχισμένο με έχεις κάνει.

- Μπαμπά… εγώ….

- Δεν χρειάζεται να πεις τίποτε τώρα μωρό μου. Έχουμε τόσο καιρό μπροστά μας να τα λέμε. Υπάρχουν τόσα που πρέπει να μάθεις και άλλα τόσα που πρέπει να μάθουμε……

Οι επόμενες μέρες κύλησαν με τις προετοιμασίες των γάμων των δύο ζευγαριών. Ο Πέντρο και η Πατρίτσια , καμάρωναν το κοριτσάκι τους. Η ευτυχία τους είχε πλέον ολοκληρωθεί. Το μόνο μελανό σημείο, ήταν όταν πληροφορήθηκαν τον θάνατο της Ελβίρας. Ήταν και οι δυο πολύ θυμωμένοι μαζί της , αλλά πίστευαν ότι δεν της άξιζε να οδηγηθεί στην τρέλα και να πεθάνει από αυτήν. Μα και για τους Άρντλευ, ο χαμός του Νήλ και της Ελίζας, ήταν μεγάλο χτύπημα. Η θεία Ελρόυ, όταν το έμαθε, αρρώστησε από την στεναχώρια της, και μετά από μια εβδομάδα, πέθανε.

…ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ……

Και η μεγάλη μέρα έφτασε. Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου ηχούσε χαρμόσυνα. Το εσωτερικό του κοσμούσαν κάθε λογής λουλούδια και άμαξες με καλεσμένους, κατέφθαναν συνεχώς.

Στο σπίτι των Αλβέιρα – αυτόν που αγόρασαν κοντά στων Άρντλευ, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στην κόρη τους- οι καμαριέρες, κάτω από της οδηγίες της Πατρίτσια, βοηθούσαν την Κάντυ να φορέσει το νυφικό της. Όταν τελείωσαν , φανερά συγκινημένες και οι δύο, κατέβηκαν την μεγάλη σκάλα, και κατευθύνθηκαν προς την άμαξα που τις περίμενε ο Πέντρο και ξεκίνησαν για την εκκλησία. Στην διαδρομή, συναντήθηκαν με την άμαξα που συνόδευε τους Μπράιτον. Έτσι, οι δυο άμαξες ,μετά από λίγο, έφτασαν στον καθεδρικό ναό. Οι κύριοι Μπράιτον και Αλβέιρα, βοήθησαν τις κόρες τους να κατέβουν και τις συνόδευσαν στο εσωτερικό του ναού. Δίπλα από την Αγία Τράπεζα, στεκόταν ο Άλμπερτ με τον Άρτσι, κρατώντας ο καθένας τους, από μια ανθοδέσμη με λευκά τριαντάφυλλα………

ΜΑΔΕΡΑ

Οι νεόνυμφοι, οδηγήθηκαν στην νυφική τους σουίτα. Ο γκρουμ άνοιξε την πόρτα και ο Άλμπερτ, σηκώνοντας την Κάντυ στην αγκαλιά του, την διέσχισε. Η πόρτα έκλεισε διακριτικά πίσω τους.

- Ευτυχισμένη; Την ρώτησε ο Άλμπερτ, καθώς με μια απαλή κίνηση της αφαίρεσε από το κεφάλι το πέπλο και το άφησε να πέσει στο πάτωμα.

- Πολύ , του απάντησε εκείνη με ένα τεράστιο χαμόγελο.

Τα ένα του χέρι, μπλέχτηκε στα μαλλιά της, ενώ με το άλλο, την έπιασε από την μέση και την έφερε κοντά του.

- Σʼ αγαπώ, της ψιθύρισε τρυφερά και την φίλησε, αργά και μεθυστικά στην αρχή, μα όταν ένιωσε το κορμί της να τρέμει στα χέρια του, το φιλί του εντάθηκε.

Την σήκωσε στα χέρια και την οδήγησε στο νυφικό κρεβάτι, όπου την άφησε απαλά. Έγειρε προς το μέρος της και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Για μερικές στιγμές δεν μιλούσαν.

- Φοβάσαι;

- Όχι, σου έχω εμπιστοσύνη.

- Σʼ αγαπώ…..

- Και εγώ σʼ αγαπώ……..

Και μετά έγιναν ένα. Ένα σώμα, μια ψυχή, για πάντα………………

Τέλος
 
Πίσω
Μπλουζα