Ο παράξενος επισκέπτης ή Μόνο στα όνειρα...

metsgr

RetroActive
Joined
1 Οκτ 2008
Μηνύματα
518
Αντιδράσεις
9
Παρατηρώντας τα ζουμερά σχόλια των απανταχού φαν του ανιμε/μανγκα για τους ήρωες της σειράς, διαπίστωσα ότι όποιος καταπιάνεται με τα καρτούν, αργά ή γρήγορα, αρχίζει να τα βλέπει στον ύπνο του! :animlaugh: (για τον ξύπνιο δεν είμαι και τόσο σίγουρη!!! :D )

Αυτά τα σχόλια λοιπόν αποτέλεσαν την ...πηγή έμπνευσης της ιστορίας που σας παραθέτω.

Αν περιμένετε να διαβάσετε μια συνέχεια της κλασικής ιστορίας, μάλλον θα απογοητευτείτε .

Οπλιστείτε με χιούμορ και καλή διάθεση και ... καλή σας διασκέδαση!!! :cool:

Αν κάποιος χαρακτήρας σας φαίνεται πολύ ...οικείος, είναι εντελώς μα εντελώς συμπτωματικό!! *σφυρίζει αδιάφορα...*
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ο παράξενος επισκέπτης ή Μόνο στα όνειρα...

Μέρος 1ο : Ένας απρόσμενος επισκέπτης





Τακ, τακ, τακ... ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν ο θόρυβος που έκαναν τα πλήκτρα του υπολογιστή καθώς τα δάχτυλα της κοπέλας περνούσαν από πάνω τους.

Κοίταξε την οθόνη και χαμογέλασε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και χασμουρήθηκε. Ήταν σχεδόν τρεις.

«Φτάνει για σήμερα», είπε ικανοποιημένη.

Σηκώθηκε από το γραφείο της και προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα. Ήταν μια ζεστή νύχτα και αυτή του Ιουλίου, όπως και οι προηγούμενες. Βγήκε στο μπαλκόνι. Από τον τέταρτο όροφο μπορούσε να βλέπει το Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο) και τα φώτα της Αθήνας, όπως λαμπύριζαν τη νύχτα. Φώτα παντού, μικρά, μεγάλα, άλλα αναβόσβηναν, άλλα πλησίαζαν και μετά απομακρύνονταν πάλι- ήταν αυτοκίνητα, εξάλλου σε αυτήν την πόλη η κίνηση δε σταματάει ποτέ. Φώτα μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι.

Η Άννα αναστέναξε. Ήταν από την Κρήτη και είχε συνηθίσει να βλέπει τη θάλασσα από το παράθυρό της. Πώς να συμβιβαστεί λοιπόν με αυτή τη θέα; Της άρεσε η Αθήνα, αλλά την έπνιγε μερικές φορές. Είχε έρθει εδώ για σπουδές. Ευτυχώς ένας φίλος της αδερφής της της είχε νοικιάσει αυτή την γκαρσονιέρα, η οποία ήταν σχετικά κοντά στη σχολή της, και τις περισσότερες φορές η Άννα εκτιμούσε τη θέα της.

Ήταν Ιούλιος και είχε τελειώσει την εξεταστική της. Της έμενε ένας χρόνος ακόμη για το πτυχίο της Πληροφορικής και είχε ήδη αγχωθεί για το τι θα έκανε μετά. Αυτό το καλοκαίρι δεν είχε κατέβει στην Κρήτη και η θάλασσα της έλειπε ήδη πάρα πολύ. Είχε μείνει στην Αθήνα, γιατί είχε βρει δουλειά σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου – ημιαπασχόληση, πάλι με τη βοήθεια της αδερφής της. Ήταν αρκετά ευχαριστημένη, γιατί δούλευε μόνο τα απογεύματα και έτσι χαιρόταν δύο από τις μεγάλες αδυναμίες της: τον πρωινό ύπνο και την ηρεμία των μεταμεσονύκτιων ωρών! Μάλιστα μερικές φορές έπαιρνε δουλειά για το σπίτι, και αυτό τη βόλευε αρκετά ειδικά κάποιες πολύ ζεστές μέρες, όπως οι τελευταίες. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αφόρητη που πραγματικά ήταν οδυνηρό να κυκλοφορεί κανείς τις μεσημεριανές ώρες.

Η Άννα ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο που μέσα του έκλεινε όλο τον κόσμο της. Πολύ κοντά στην πόρτα είχε τοποθετήσει το κρεβάτι της. Δίπλα ακριβώς και κάτω από το μεγάλο παράθυρο ήταν το γραφείο και πιο κει η βιβλιοθήκη της (τι κρίμα που πολλά βιβλία τα είχε στο πατρικό της!). Στην άλλη άκρη του δωματίου βρισκόταν ένας μεγάλος καφέ καναπές για τους φιλοξενούμενους και για να κάθεται να χαζεύει το φεγγάρι τα βράδια, αφού ήταν ακριβώς απέναντι από την μπαλκονόπορτα. ʽΗ από την άλλη... να χαζεύει στην τηλεόραση, αν κοιτούσε προς την αντίθετη πλευρά. Στους τοίχους μπορούσε κανείς να δει αφίσες από τις αγαπημένες της ταινίες, εξώφυλλα δίσκων που είχε «κληρονομήσει» από την αδερφή της και τα φύλασσε σαν τρόπαια μιας άλλης εποχής –πριν εμφανιστούν τα CD, δικά της σχέδια από ένα ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα και ένα ρυάκι σε δάσος, έναν πίνακα ανακοινώσεων, που η Άννα τον είχε μετατρέψει σε άλμπουμ φωτογραφιών. Φωτογραφίες παλιές και καινούργιες. Μια όταν ήταν παιδί με τα μαλλιά πιασμένα κοτσιδάκια αγκαλιά με την αδερφή της στην αυλή του σπιτιού, μια άλλη στο αυτοκίνητο του μπαμπά, άλλη στο γυμνάσιο, άλλη στη θάλασσα, άλλη μια με χιόνι στην Κρήτη (αυτή πια ήταν συλλεκτική!), άλλη στις διακοπές με τρόπαιο ένα χταπόδι, άλλη με την παρέα κάτω στην Κρήτη, άλλη εδώ στην Αθήνα με τους καινούργιους φίλους... όλη της η ζωή απλωμένη σε ενάμιση τετραγωνικό μέτρο...

Η Άννα προχώρησε στο γραφείο, έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Ήπιε μονορούφι ένα ποτήρι παγωμένο νερό και ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Καθώς περνούσε μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη, που βρισκόταν δίπλα στην ντουλάπα, κοντοστάθηκε. Κοίταξε στον καθρέφτη και χαμογέλασε.

«Είσαι τρελή!» είπε γελώντας, στο είδωλο που σχηματιζόταν μπροστά της και κούνησε το κεφάλι της.

Χασμουρήθηκε ακόμα μια φορά και με τα μάτια μισόκλειστα έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι. Ήταν τόσο κουρασμένη. Ευτυχώς η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και δε δούλευε. Σίγουρα θα το εκμεταλλευόταν πηγαίνοντας θάλασσα με κάποιους φίλους. Μπορεί η Κρήτη να ήταν μακριά, η θάλασσα όμως όχι!

Πραγματικά ένιωθε τρελή ορισμένες φορές τον τελευταίο καιρό. Δεν ήταν παρά λίγες μόλις βδομάδες που είχε ανακαλύψει –χαζεύοντας εντελώς τυχαία- στο ίντερνετ επεισόδια μιας από τις αγαπημένες της παιδικές σειρές. Ευτυχώς αυτό είχε γίνει αφού είχε τελειώσει την εξεταστική της!

Κάθε βράδυ λοιπόν καρφωνόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και απολάμβανε ξανά τη σειρά που τη γύριζε πίσω στην παιδική της ηλικία. Τότε που η παρέα της αδερφής της μαζευόταν και η καθεμιά κουβαλούσε το κουτί με τους «θησαυρούς» της. Επεισόδια της σειράς, που βλέπανε και ξαναβλέπανε στο βίντεο, αφίσες, αυτοκόλλητα, και φυσικά τα περιοδικά. Η Άννα αν και μικρότερη επιτρεπόταν να παρευρίσκεται και να χαζεύει κι αυτή τα επεισόδια και τα περιοδικά. Ύστερα η παρέα αναλωνόταν στην ανάλυση των επεισοδίων και στο ποιο αγόρι είχε τα πιο όμορφα μάτια. Η Άννα δεν επιτρεπόταν να έχει γνώμη, γιατί ήταν πάντα το «μικρό», και «ως γνωστόν τα μικρά δεν έχουν γνώμη».

Ο μεγάλος καημός της ήταν πάντως ότι δεν πρόλαβε να δει τη σειρά ολόκληρη. Ήταν αρκετά μικρή όταν προβαλλόταν και οι μόνες αναμνήσεις που είχε ήταν από τις κασέτες της αδερφής της και των φίλων της και φυσικά από τα περιοδικά, αυτό το «θησαυρό» που φύλαγε η αδερφή της.

Μετά από τόσα χρόνια, λοιπόν, είχε βρει και πάλι επεισόδια της σειράς και ένιωθε αυτήν την ανυπομονησία να δει τη συνέχεια, που ένιωθε ως παιδί, κάθε φορά που συγκεντρωνόταν η παρέα της αδερφής της και της επιτρεπόταν κι αυτής να συμμετάσχει.

Και τώρα ρούφηξε όλα τα επεισόδια σε 2 βδομάδες και ξανάζησε τις χαρές και τις λύπες μαζί με την ηρωίδα. Χάζευε τα σχόλια που έγραφαν οι διάφοροι φαν της σειράς και γελούσε που δεν ήταν η μόνη «τρελή» που ακόμα θυμόταν την Κάντυ. Μάλιστα είχε ανακαλύψει και ένα κάντυ-φόρουμ. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι «τρελοί»! Μάλιστα κάποιοι έγραφαν και φανφικς, προχωρώντας την ιστορία παραπέρα καταπώς άρεσε στον καθένα. Η Άννα άρχισε να ονειρεύεται τη δική της συνέχεια στην ιστορία. Έκλεινε τα μάτια και έβλεπε τους ήρωες της μπροστά της να παίρνουν μορφή και να παίζουν το ρόλο που εκείνη διάλεγε. Δειλά-δειλά πήρε χαρτί και μολυβί η μάλλον πληκτρολόγιο και ποντίκι και ξεκίνησε να γράφει κι εκείνη. Και πιο πολύ της άρεσε όταν έγραφε για τον αγαπημένο της ήρωα της σειράς, τον Άλμπερτ.

«Δεν πάμε καθόλου καλά!!» σκέφτηκε. «Ελπίζω να μην το ανακαλύψει η Τζένη! Πως θα αντέξω την καζούρα της!!»

Η Τζένη ήταν η μοναδική και μεγαλύτερή της αδερφή. Ήταν παντρεμένη και είχε ένα πανέμορφο αγοράκι, τον Άγγελο, με τον οποίο η Άννα ήταν ερωτευμένη. Ζούσαν κι αυτοί στην Αθήνα και έτσι μπορούσε να τους βλέπει αρκετά συχνά. Σκεφτόμενη το αξιολάτρευτο αυτό πλασματάκι, αποκοιμήθηκε.

***************************************************************************

Ένα δυνατό φως ξύπνησε την Άννα. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της, αλλά ήταν τόσο ενοχλητικό, που δεν τα κατάφερε. Σε λίγα δευτερόλεπτα το φως έσβησε. Το σκοτάδι απλώθηκε και πάλι. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της· ακόμη ήταν νύχτα. Με το χέρι της έψαξε στον τοίχο το διακόπτη και άναψε τα μικρά φωτάκια γύρω από το κρεβάτι της. Το δωμάτιο φωτίστηκε απαλά. Όλα ήταν ήσυχα.

«Μα τι στην ευχή ήταν αυτό;» μουρμούρισε μισοκοιμισμένη. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στον καναπέ στην άλλη άκρη του δωματίου.

Η Άννα κατατρομαγμένη έβγαλε μια κραυγή.

«Τι... τι είναι αυτό;!!» αναφώνησε.

Στον καναπέ είδε μια φιγούρα στο μέγεθος ενός ανθρώπου, ένα σχέδιο του Άλμπερτ, να κάθεται αναπαυτικά και να της χαμογελάει! Κοίταξε γύρω της νυσταγμένη και έτριψε τα μάτια της. Αν ήταν η Τζένη, τότε σίγουρα ήταν κακόγουστο το αστείο της, να την ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα, κατατρομάζοντας την με αυτό τον τρόπο. Μα, πώς την είχε πάρει είδηση;

«Δεν είναι καθόλου αστείο, ξέρεις!!» φώναξε στραμμένη προς το διάδρομο. Ήταν σίγουρη ότι στην κουζίνα θα βρισκόταν η αδερφή της και θα γελούσε μέχρι δακρύων.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω...» ακούστηκε μια ήρεμη φωνή.

Η Άννα αναπήδησε στο κρεβάτι της. Μα ήταν δυνατόν; Η φιγούρα μιλούσε!! Όχι! Ονειρευόταν ή κάποιος της είχε στήσει μια πολύ καλά οργανωμένη πλάκα.

«Εντάξει!.. Το αστείο τελείωσε, παιδιά!» στράφηκε πάλι προς την πόρτα, αγνοώντας τη φιγούρα, που αυτή τη φορά άλλαξε στάση σα να ενοχλήθηκε από τη δυσπιστία της οικοδέσποινας.

Δεν τολμούσε να πλησιάσει τη φιγούρα. Σηκώθηκε και άναψε τα φώτα. Η φιγούρα έκανε μια κίνηση να καλύψει το πρόσωπο σα να τυφλώθηκε από το δυνατό φως.

Η Άννα έλεγξε γρήγορα την κουζίνα και το μπάνιο. Δεν ήταν κανείς!! Γύρισε βιαστικά στο δωμάτιο. Η φιγούρα ήταν ακόμα εκεί, εμφανώς δυσαρεστημένη.

«Μπορείς, σε παρακαλώ, να κλείσεις το φως; Δεν έχω συνηθίσει ακόμη», την παρακάλεσε.

Είχε μείνει άφωνη. Ξαναέτριψε τα μάτια της να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν. Μπροστά της βρισκόταν ένα ...καρτούν!!!

Με αργές κινήσεις και χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του, έκλεισε το φως, όπως της είχε ζητήσει ο παράξενος επισκέπτης της, και γύρισε να καθίσει στη γωνία του κρεβατιού της. Στο λιγοστό φως από τα μικρά λαμπάκια γύρω από το κρεβάτι της είδε τη φιγούρα να ανακάθεται πιο χαλαρά στον καναπέ.

«Μα... τι είσαι;» ρώτησε δειλά η Άννα, φοβούμενη και η ίδια την απάντηση που θα έπαιρνε.

«Νόμιζα ότι αυτό τουλάχιστο θα το καταλάβαινες!» είπε ο επισκέπτης σα να προσπαθούσε να κρατηθεί για να μη βάλει τα γέλια.

«Να καταλάβω τι; Ότι μιλάω με ένα καρτούν;» αποκρίθηκε φανερά ενοχλημένη.

«Ένα καρτούν, για το οποίο γράφεις σελίδες ολόκληρες», χαμογέλασε η φιγούρα.

 


«Εντάξει! Είναι όνειρο και μιλάω με τον Άλμπερτ στον ύπνο μου!» δήλωσε αποφασισμένη η Άννα προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία της.

«Μάλλον έτσι είναι καλύτερα! Τουλάχιστο θα μπορέσουμε να πούμε κάτι παραπάνω», γέλασε ο Άλμπερτ.

«Να πούμε κάτι παραπάνω... μάλιστα...» επανέλαβε η Άννα μουρμουρίζοντας.

«Δε θα με ρωτήσεις, γιατί είμαι εδώ; Αυτό ήταν το πρώτο που περίμενα να ακούσω.»

«Το να μην πιστεύω ότι είσαι εδώ γενικότερα, μήπως σου πέρασε από το μυαλό;»

«Θεέ μου, έπιασα συζήτηση με ένα καρτούν!!» σκέφτηκε άθελά της.

«Καταλαβαίνω την έκπληξή σου, αλλά αν δεν ερχόμουν, πώς θα μπορούσα να σε δω;»

«Να με δεις... μάλιστα...» επανέλαβε πάλι μηχανικά η Άννα. «Και γιατί να με δεις;» το καρτούν τελικά της είχε κινήσει την περιέργεια.

«Μα, για να σε γνωρίσω φυσικά!» απάντησε ο Άλμπερτ.

«Και γιατί να με γνωρίσεις;» ξαναρώτησε ακόμα πιο περίεργη αυτή τη φορά.

«Αν κάποιος έγραφε για σένα, δε θα ήθελες να τον γνωρίσεις;» ρώτησε εκείνος με τη σειρά του.

«Μια στιγμή... για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους. Καταρχήν εγώ υπάρχω! Και αν κάποιος έγραφε κάτι για μένα, ναι, μπορεί και να ήθελα τον γνωρίσω. Όμως εγώ γράφω για σένα, και εσύ δημιουργήθηκες στη φαντασία κάποιου, είσαι καρτούν! Δεν υπάρχεις!» δήλωσε αποφασιστικά.

«Κι αυτή τη στιγμή μιλάς με κάποιον που δεν υπάρχει;» αναρωτήθηκε ο Άλμπερτ κοιτώντας την με απορημένο ύφος.

«Ε, αυτή είναι και η δική μου απορία ξέρεις!!» απάντησε η Άννα ειρωνικά.

Το ύφος της δυσαρέστησε τον επισκέπτη της, ο οποίος σιώπησε για λίγο. Η Άννα δαγκώθηκε. Κατάλαβε ότι ακόμη και μέσα στη φαντασία της, όπου ήταν σίγουρη ότι συνέβαιναν όλα αυτά, τίποτα δε δικαιολογούσε την αγένειά της.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Μου είναι όμως πολύ δύσκολο να δεχτώ ότι συζητώ με ένα πλάσμα της φαντασίας μου, ενώ θα έπρεπε να κοιμάμαι αυτή τη στιγμή», δικαιολογήθηκε χαμηλόφωνα.

«Εντάξει, σε καταλαβαίνω. Ίσως θα έπρεπε να σε αφήσω πρώτα να συνηθίσεις την παρουσία μου. Ε, έστω και στη φαντασία σου εννοώ...» ο τόνος της φωνής του είχε γλυκάνει και πάλι.

«Μα, πώς είναι δυνατό να δίνει και λογικές απαντήσεις;» η Άννα άρχισε να νιώθει πάλι άβολα.

«Εντάξει. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ήρθες εδώ για να με γνωρίσεις επειδή γράφω για σένα... σωστά;»

«Ακριβώς!» δήλωσε ικανοποιημένος ο Άλμπερτ.

«Και πώς ξέρεις ότι γράφω για σένα;» τον ρώτησε με δυσπιστία.

«Αφού με σκέφτεσαι, είμαι μέσα στο μυαλό σου. Και ξέρω ό,τι σκέφτεσαι σχετικά με μένα.»

Η Άννα πάγωσε. Ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια αυτό; Δηλαδή, αυτό το καρτούν, που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Άλμπερτ, ήξερε ό,τι κρατούσε μόνο για τον εαυτό της; Τώρα αισθανόταν ακόμα πιο άβολα.

Ο Άλμπερτ κατάλαβε την αμηχανία της.

«Μην ανησυχείς! Δεν ξέρω τα πάντα για σένα! Μόνο αυτά που με αφορούν...»

Αλλά ούτε αυτό έκανε την Άννα να αισθανθεί πιο άνετα και εξακολουθούσε να τον κοιτά ανέκφραστη.

«Ίσως καταλάβεις περισσότερα, αν σου εξηγήσω πώς ζούμε εμείς, τα καρτούν. Είμαστε κάτι σαν ...ηθοποιοί. Δίνουμε την παράστασή μας ακολουθώντας αυστηρά το ρόλο μας και μετά είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως θέλουμε. Μέχρι που κάποια στιγμή μπαίνουμε στη φαντασία κάποιου άλλου –εδώ ο Άλμπερτ έστρεψε το χέρι του προς την Άννα- και μας δίνεται ένας άλλος ρόλος και ξανά από την αρχή. Όταν λοιπόν γράφει κάποιος ένα φανφικ πρέπει όλοι μας να υπηρετούμε τη νέα ιστορία... Και ομολογώ πως δεν είναι καθόλου ευχάριστο να ταράσσουν τη γαλήνη μας.»

Η Άννα είχε μείνει άφωνη. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Ήταν δυνατόν να είναι έτσι; Δηλαδή, οι ήρωες της ιστορίας της δεν υπήρχαν μόνο μέσα στη φαντασία της; Ζούσαν πράγματι αυτά που εκείνη υπαγόρευε;

Σα να μάντεψε τη σκέψη της ο Άλμπερτ, συνέχισε: «Θέλεις να δεις πώς ζούμε;»

«Να δω;» ρώτησε έκπληκτη.

«Ναι, να δεις. Έτσι θα σου λυθούν όλες οι απορίες. Δεν έχεις παρά να με ακολουθήσεις», πρότεινε.

«Να σε ακολουθήσω... Πού;;» η έκπληξή της ολοένα και μεγάλωνε.

«Εκεί που ζούμε! Στο λόφο της Πόνυ, στο Λέηκγουντ-»

«Μα πώς;» τον διέκοψε η Άννα.

«Θέλεις να έρθεις; Έλα, δώσε μου το χέρι σου και κλείσε τα μάτια σου», ο Άλμπερτ σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του.

Η Άννα πλέον δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Όλα όσα συνέβαιναν ήταν τόσο τρελά. Ο παράξενος επισκέπτης, η συζήτηση μέσα στη νύχτα, και τώρα ένα ταξίδι στη χώρα των καρτούν!! Εμπιστεύτηκε το ένστικτό της και άγγιξε το χέρι του. Τι παράξενο! Ένιωσε σα να έπιανε το χέρι κάποιου ανθρώπου. Ήταν σα να υπήρχε πράγματι κάποιος εκεί. Τα μάτια της όμως εξακολουθούσαν να βλέπουν ένα σχέδιο με χρώματα. Κοίταξε τον Άλμπερτ στα μάτια. Αυτά τα υπέροχα γαλανά μάτια, που τόσες φορές είχε γράψει γιʼ αυτά, τώρα την κοιτούσαν γαλήνια και της έλεγαν να τον εμπιστευτεί. Ο Άλμπερτ της χαμογέλασε και της είπε γλυκά. «Μη φοβάσαι. Έλα!»

Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε και είπε: «Εντάξει! Πάμε!»

Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε να στριφογυρίζει για μερικά δευτερόλεπτα. Μόλις άρχισε να ζαλίζεται άκουσε τη φωνή του Άλμπερτ:

«Άνοιξε τα μάτια σου. Φτάσαμε!»

 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Μέρος 2ο: Στο Λέηκγουντ





Η Άννα άνοιξε τα μάτια της προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία της. Έμεινε άφωνη όταν αντίκρισε το δάσος του Λέηκγουντ. Ο ήλιος έλαμπε και η μέρα ήταν ζεστή. Δεν είχε καμία σχέση όμως με την αφόρητη ζέστη της Αθήνας. Ένα αεράκι χάιδευε ευχάριστα το πρόσωπό της. Τα πάντα γύρω της ήταν καταπράσινα και ευωδιές λουλουδιών έφταναν στα ρουθούνια της. Ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων μπορούσε να διακρίνει τα νερά της λίμνης.

«Απίστευτο!!» αναφώνησε.

Η έκπληξή της ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν κοίταξε τα χέρια της και διαπίστωσε ότι ήταν κι εκείνη ένα καρτούν. Ένα καρτούν με ...πυτζάμες! Ή μάλλον, με φανελάκι και σορτσάκι! Δεν είχε προλάβει να αλλάξει ρούχα με όλη αυτή την αναταραχή. Ούτε το είχε σκεφτεί φυσικά.

«Κι όμως αληθινό!» της χαμογέλασε ο Άλμπερτ.

Τον κοίταξε σαστισμένη, μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Ήταν άραγε αληθινό; Αν ήταν όνειρο, ήταν πράγματι πολύ ζωντανό. Και πολύ ωραίο, όπως παραδέχτηκε μέσα της.

Γύρισε στον Άλμπερτ. Του χαμογέλασε κι εκείνη με τη σειρά της. Τι νόημα είχε να αντιστέκεται πια; Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μια εμπειρία που μέχρι τώρα μόνο έγραφε γι'αυτή και θα την άφηνε να χαθεί εξαιτίας της δυσπιστίας της;

«Στο Λέηκγουντ είμαστε;» τον ρώτησε, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση.

«Ήμουν σίγουρος ότι θα το αναγνώριζες αμέσως!» γέλασε ο Άλμπερτ. «Έλα να δεις», της πρότεινε και προχώρησε σε ένα μονοπάτι.

Εκείνη τον ακολούθησε σχεδόν μηχανικά, χαζεύοντας γύρω της. Ξαφνικά παραπάτησε σε ένα κλαδί και κόντεψε να χάσει την ισορροπία της. Ο Άλμπερτ, που την είδε, έβαλε τα γέλια. Η Άννα σκέφτηκε ότι τελικά από κοντά ήταν πιο όμορφος και δικαιολόγησε απόλυτα τον εαυτό της που τον είχε κάνει ήρωα στην ιστορία της.

Φτάσανε στις όχθες της λίμνης. Τα γαλάζια της νερά λαμπύριζαν στο φως του ήλιου και το θέαμα ήταν μαγευτικό. Ήταν όπως ακριβώς το φανταζόταν η Άννα. Μόνο που τώρα βρισκόταν εκεί μπροστά της· στα πόδια της απλωνόταν ένας κόσμος γεμάτος μυρωδιές και ήχους, που κανένα σχέδιο και καμία περιγραφή δεν μπορούσε να χωρέσει αυτά που αντιλαμβάνονταν τώρα όλες μαζί οι αισθήσεις της.

Η Άννα έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στο θόρυβο που έκανε το νερό, καθώς έσκαγε ελαφρά στην όχθη της λίμνης. Της θύμισε τον παφλασμό των κυμάτων στην παραλία και τα ξένοιαστα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων στην Κρήτη και ένα αίσθημα νοσταλγίας την πλημμύρισε.

«Είναι πανέμορφα!!» είπε μαγεμένη από την ομορφιά του τοπίου.

«Ναι... Αυτό το μέρος είναι το αγαπημένο μου», είπε ο Άλμπερτ, κοιτάζοντας μακριά στο βάθος της λίμνης. «Μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι εδώ. Λατρεύω τη φύση.»

«Είναι υπέροχο...», επανέλαβε σιγανά η Άννα. Και πρόσθεσε: «Σε καταλαβαίνω απόλυτα.»

«Είσαι σίγουρη ότι με καταλαβαίνεις;»

«Τι εννοείς;»

«Το χαρακτήρα μας τον καθορίζει ο συγγραφέας, ο πρώτος που συλλαμβάνει την ιδέα. Όλοι οι υπόλοιποι μας βλέπουν, όπως θα θέλανε εκείνοι να είμαστε. Και αυτό καμιά φορά γίνεται κάπως... φορτικό.»

Και συνέχισε: «Όποιος γράφει ένα φανφικ διαλέγει ένα ρόλο για μας που μπορεί να μη μας ταιριάζει καθόλου, ξέρεις. Μπορεί να μη μας αρέσει.»

Τον κοίταξε απορημένη και δεν ήξερε τι να πει.

Ο Άλμπερτ χαμογέλασε. «Ας δούμε εσένα για παράδειγμα. Στην ιστορία σου θέλεις παντρευτώ την Κάντυ. Όμως δεν ξέρεις, πως αυτό είναι κάτι, που ούτε εγώ ούτε εκείνη το έχουμε ανάγκη.»

Η Άννα χαμήλωσε τα μάτια. Ντράπηκε τόσο πολύ. Πώς να ήξερε ότι τόσο καιρό χρησιμοποιούσε τα καρτούν σα μαριονέτες, ενώ αυτά έχουν τη δική τους θέληση;

«Έλα, δε σε μαλώνω! Δεν μπορούσες να το ξέρεις», της είπε ο Άλμπερτ και ο φιλικός τόνος στη φωνή του την έκανε να νιώσει κάπως πιο άνετα. «Γιʼ αυτό ήρθα να σε βρω. Πιστεύω πως τώρα θα καταλάβεις.» Κοντοστάθηκε μια στιγμή και ρώτησε: «Θέλεις να δεις την Κάντυ;»

«Εεεε;;;...» αιφνιδιάστηκε.

«Έλα, κλείσε τα μάτια σου!» της πρότεινε το χέρι του.

Η Άννα έκλεισε απαλά τα μάτια της κι ένιωσε να στριφογυρίζει μέσα σε ένα δυνατό φως. Σε δευτερόλεπτα το φως είχε χαθεί και αισθανόταν το έδαφος στέρεο πια κάτω από τα πόδια της. Όταν άνοιξε τα μάτια της διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο λόφο της Πόνυ.

Στάθηκαν μακριά από το ορφανοτροφείο, από όπου μόλις μπορούσαν να διακρίνουν στην αυλή μια ξανθιά σγουρομάλλα και αρκετά πιτσιρίκια γύρω της, που τρέχανε και χοροπηδούσαν σαν τρελά. Ήταν απίστευτο ότι αυτή ήταν η Κάντυ. Η ηρωίδα των παιδικών της χρόνων, που την είχε συντροφεύσει τόσες φορές μέσω της τηλεόρασης και μέσω των κόμικς, και που ακόμα την συγκινούσε με την ίδια ένταση, όπως όταν ήταν παιδί. Η Άννα απόμεινε να την κοιτά από μακριά, ανίκανη να πλησιάσει.

«Όπως βλέπεις, ο καθένας έχει τη δική του ζωή και μπορεί να τα καταφέρει μια χαρά και χωρίς τη φαντασία των άλλων», είπε χαμογελαστά ο Άλμπερτ.

Το σχόλιο του Άλμπερτ γύρισε την Άννα στην πραγματικότητα. Θυμήθηκε για ποιο λόγο ήταν η ίδια εδώ και ξαφνικά ένιωσε πολύ κουρασμένη και γεμάτη ενοχές. Ένιωθε να μην την κρατούν τα πόδια της πλέον. Γύρισε το βλέμμα της προς τον Άλμπερτ, ρίχνοντας μια τελευταία θλιμμένη ματιά στην ηρωίδα της, και με φωνή που έτρεμε και έδειχνε την προσπάθειά της να μη βάλει τα κλάματα, τον παρακάλεσε χαμηλόφωνα:

«Έχεις δίκιο... Πάμε πίσω τώρα; Είμαι πολύ κουρασμένη.»

Ο Άλμπερτ κατάλαβε ότι την έφερε σε πολύ δύσκολη θέση και δε θέλησε να την πιέσει περισσότερο. Είχε απογοητευτεί από την εξέλιξη της συζήτησης. Δεν είχε σκοπό να της δημιουργήσει ενοχές για κάτι, για το οποίο εκείνη δεν έφταιγε. Δεν μπορούσε να ξέρει την αλήθεια και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που αποφάσισε να την πλησιάσει.

«Ναι, φυσικά...» απάντησε.

****************************************************************************

Ντριιιιιιιν!!!! Ντριιιιιιιιν!!!!

Η Άννα σήκωσε το ακουστικό με ένα μουρμουρητό αντί για απάντηση και μέσα στον ύπνο της άκουσε μια φωνή:

«Γιατί μουγκρίζεις; Ακόμα να σηκωθείς; Άντε, μεσημέριασε!»

«Μμμμμ.... Ντίνα;; Εσύ;;»

«Όχι, η Ελισάβετ της Αγγλίας είμαι, και περιμένω πρωινό! Μου το ετοίμασες; Έρχομαι! Σε μισή ώρα θα είμαστε εκεί. Να είσαι έτοιμη!!» η φωνή στο τηλέφωνο δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.

«Έλα, ρε Ντίνα... Τι ώρα είναι;»

«Μιάμιση!! Καλά, δεν είπαμε ότι θα πάμε θάλασσα;»

Η Άννα πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι της.

«Ωχ!!»

«Το ξέχασες; Πού ξενύχταγες χθες;»

«Τίποτα, μωρέ, εδώ... Απλά άργησα να κοιμηθώ», είπε, ενώ ψαχούλευε τα διάφορα αντικείμενα στο γραφείο της προσπαθώντας να βρει το ρολόι της.

«Πάλι Κάντυ έβλεπες;; Ξεκόλλα!!»

Εκείνη τη στιγμή η Άννα σκέφτηκε το όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ. Αν το παραδεχόταν στη Ντίνα, θα τη δούλευε πολύ περισσότερο.

«Σε μισή ώρα θα είμαι έτοιμη, εντάξει;» προσπάθησε να κλείσει την κουβέντα.

«Καλά! Άντε γεια!» είπε η φωνή και η γραμμή έκλεισε.

Η Άννα κινήθηκε προς το μπάνιο μουρμουρίζοντας.

«Αυτό μου έλειπε τώρα! Να με αρχίσει στο δούλεμα η Ντίνα!»

Μόλις όμως σκέφτηκε την αντίδραση της φίλης της, αν της έλεγε ότι πέρασε τη νύχτα με τον Άλμπερτ, χαμογέλασε.

«Σιγά, που δε θα της άρεσε!!» σχολίασε δυνατά, γελώντας.

Μπορεί η φίλη της να μην ήταν φανατική της Κάντυ, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που βλέπανε μαζί τα επεισόδια και τα σχολίαζαν. Κυρίως τα βράδια που η Ντίνα έμενε στο σπίτι της Άννας. Τότε η τελευταία έβγαζε το απωθημένο που είχε από τα παιδικά της χρόνια, όταν ήταν η μικρότερη της παρέας και δεν την άφηναν να έχει γνώμη. Τα σχόλια της φίλης της δε για τους αρσενικούς χαρακτήρες ήταν πάντα τόσο εύστοχα και αστεία, ώστε οι δυο τους συνήθως κατέληγαν να δακρύζουν από τα γέλια.

Η Ντίνα ήταν η καλύτερή της φίλη στην Αθήνα. Σπούδαζαν μαζί και είχαν γνωριστεί τη μέρα που γράφτηκαν στη σχολή. Στέκονταν στον πίνακα ανακοινώσεων η μια δίπλα στην άλλη και η Ντίνα της είχε ζητήσει ένα στυλό. Μετά την εγγραφή πήγανε σε μια διπλανή καφετέρια και από τότε ήταν αχώριστες. Σε αντίθεση με την Άννα, εκείνη ήταν από την Αθήνα και έμενε με τους δικούς της. Κάθε καλοκαίρι όμως κατέβαινε στην Κρήτη για να δει τη φίλη της, εκτός από φέτος που η Άννα είχε μείνει στην Αθήνα για δουλειά.

Σε μισή ώρα χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Άννα απάντησε με ένα βιαστικό «κατεβαίνω» στο θυροτηλέφωνο, πήρε την τσάντα της, πλήρως εξοπλισμένη για ένα απόγευμα στην παραλία, και έκλεισε πίσω της την πόρτα του διαμερίσματος.

 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:





Μέρος 3ο: Οι αμφιβολίες υποχωρούν

 

 

 







Κατάκοπη από την αφόρητη ζέστη, η Άννα έπεσε στον καναπέ και δεν είχε τη δύναμη να πάει ούτε στο μπάνιο. Μόλις είχε γυρίσει από την παραλία, όπου είχε περάσει ένα καταπληκτικό απόγευμα με τους φίλους της. Με τόση ζέστη άλλωστε δε θα μπορούσε να μείνει σπίτι. Τι καλύτερο λοιπόν από μια βουτιά στη θάλασσα. Μικρή η παρέα αυτή τη φορά. Η Ντίνα φυσικά, και δυο άλλα παιδιά, μια που τέτοιο καιρό, κατακαλόκαιρο, οι περισσότεροι έλειπαν από την πρωτεύουσα, είτε στις οικογένειές τους είτε διακοπές.


 


Η θάλασσα ήταν λύτρωση τέτοιες μέρες. Πολύ πιο ωραία θα ήταν στην Κρήτη, αλλά ας μην είμαστε και αχάριστοι, σκέφτηκε.



Αφού έκανε ένα ντους, για να δροσιστεί και να συνέλθει, η Άννα άνοιξε τον υπολογιστή. Όπως συνήθιζε τα τελευταία βράδια, μπήκε στο φόρουμ, έριξε μια ματιά στα νέα και στη συνέχεια άνοιξε το φανφικ της. Διάβασε τις τελευταίες σελίδες, που είχε γράψει την προηγούμενη νύχτα, και απόμεινε να κοιτά την οθόνη. Το όνειρο που είχε δει ήταν τόσο ζωντανό, που το θυμόταν ακόμη με κάθε λεπτομέρεια. Και η αλήθεια είναι πως την είχε επηρεάσει. Σκεφτόταν, αν είχε άραγε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ήρωες, τους οποίους είχε δημιουργήσει κάποιος άλλος. Αν μπορούσε να αλλάζει την ιστορία σύμφωνα με τα γούστα της, να αναπλάθει τους χαρακτήρες ανάλογα με τις δικές της επιθυμίες. Μήπως στο όνειρό της τα καρτούν είχαν δίκιο;


 


«Λες πραγματικά να ήρθαν σε επαφή μαζί μου στον ύπνο μου τα καρτούν για να με πείσουν να σταματήσω; Ωχ! Τόσο χάλια είναι η ιστορία;» γέλασε με τη σκέψη της.


 


Παρόλα αυτά, ένιωθε προβληματισμένη και είχε χάσει τη διάθεση να γράψει. Έκλεισε τον υπολογιστή και αποφάσισε να πάει νωρίς για ύπνο αυτή τη φορά. Εξάλλου την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην Τζένη και έπρεπε να έχει δυνάμεις, γιατί θα την έτρεχε πάλι ο ανιψιός της.


 


Πήγε στην κουζίνα να πιει νερό και άνοιξε το ψυγείο. Μολονότι μετά το μπάνιο είχαν πάει για φαγητό, ένιωθε το στομάχι της να γουργουρίζει. Άπλωσε το χέρι να πάρει ένα πιάτο με το φαγητό που είχε περισσέψει την προηγούμενη μέρα, αλλά αμέσως το μετάνιωσε.


 


«Άσε, καλύτερα... Θα μου πέσει βαρύ και θα βλέπω πάλι καρτούν στον ύπνο μου!» ειρωνεύτηκε τον εαυτό της, ξέροντας πως η αιτία για το χθεσινοβραδινό δεν ήταν το φαγητό, αλλά η εμμονή της με την Κάντυ.


 


Αποφασισμένη να κοιμηθεί, έπεσε στο κρεβάτι. Μόλις την είχε πάρει ο ύπνος, όταν η σκηνή της προηγούμενης νύχτας επαναλήφθηκε. Ένα δυνατό φως την ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια. Το φως ερχόταν από τον καναπέ.


 


«Δεν είναι δυνατόν!!» είπε εκνευρισμένη. «Ξύπνια ονειρεύομαι;;»


 


«Νόμιζα πως αυτό το πρόβλημα το είχες ξεπεράσει», της απάντησε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι, το οποίο είχε επανέλθει στο δωμάτιο.


 


Έκπληκτη πάτησε το διακόπτη πάνω από το κρεβάτι της και είδε το ίδιο καρτούν να της μιλά και πάλι.


 


«Και μου τόʼλεγε η Ντίνα να μη φάω όλα τα καλαμαράκια μόνη μου!» σκέφτηκε.

 


«Άντε πάλι τα ίδια...» σχολίασε και σηκώθηκε με δυσφορία από το κρεβάτι. «Άλλη δουλειά δεν έχετε εσείς τα καρτούν από το να ενοχλείτε τον κόσμο που θέλει να κοιμηθεί;» είπε ειρωνικά, βέβαιη πως η φαντασία της της έπαιζε πάλι παιχνίδια.


 


«Κι εγώ που πίστευα πως ένιωθες τύψεις και ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη!» είπε δήθεν παραπονεμένα ο Άλμπερτ.


 


«Ορίστε;;» τώρα άρχισε πάλι να μπερδεύεται.


 


«Αισθάνθηκα άσχημα, γιατί σε στεναχώρησα χθες με αυτά που σου είπα. Όμως δε φταις εσύ. Δεν μπορούσες να ξέρεις-»


 


«Χθες;;;» τον διέκοψε η Άννα.


 


«Ναι, χθες. Ήρθες μαζί μου στο Λέηκγουντ, το ξέχασες;»


 


«Απίστευτο! Βλέπω τη συνέχεια! Από πότε συνεχίζονται τα όνειρα και την επόμενη μέρα;» μονολόγησε, χωρίς να δώσει καμία σημασία στην ερώτηση του Άλμπερτ.


 


«Όνειρο; Μα δε βλέπεις όνειρο.» της απάντησε εκείνος, παρόλο που δεν απευθυνόταν σε αυτόν η ερώτησή της.


 


«Τότε τρελάθηκα και μιλάω πάλι με ένα καρτούν!»


 


«Ησύχασε... Δεν τρελάθηκες. Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι υπάρχουμε.»


 


«Ότι υπάρχετε; Δηλαδή, επιμένεις!»


 


«Φυσικά και υπάρχουμε. Δεν σε κατηγορώ όμως που δε με πιστεύεις. Κι εγώ στη θέση σου ίσως έκανα το ίδιο. Οι άνθρωποι είναι παράξενα όντα. Νομίζουν πως μόνο ο δικός τους κόσμος είναι σημαντικός.»


 


«Ενώ τα καρτούν που νομίζουν ότι υπάρχουν, είναι φυσιολογικά...» ήθελε να σχολιάσει εκείνη, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:

 


«Ο δικός μας κόσμος; Δηλαδή, υπάρχει κι ένας κόσμος πέρα από το δικό μου, όπου υπάρχεις εσύ;»


 


«Ναι! Χθες μάλιστα ήρθες μαζί μου, τον είδες από κοντά.»


 


«Αυτό ήταν όνειρο.»


 


«Όχι!»


 


«Αν τη γλιτώσω και δεν τρελαθώ σήμερα...» αναστέναξε η Άννα, βλέποντας ότι ο συνομιλητής της δεν το έβαζε κάτω.

 


«Ωραία... Ας δεχτώ ότι αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και πού είναι; Πώς μπορώ να πάω;»


 


Ο Άλμπερτ, ικανοποιημένος που οι αμφιβολίες της είχαν αρχίσει να υποχωρούν, προσπάθησε να της εξηγήσει.


 


«Το πιο σημαντικό είναι να το πιστέψεις. Και να θέλεις πολύ να πας. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος «δρόμος» για να ακολουθήσεις, δρόμος όπως τουλάχιστο τον εννοείτε εσείς οι άνθρωποι. Μόνο με τη φαντασία σου μπορείς να μεταφερθείς εκεί.»


 


«Τώρα μάλιστα...» είπε απογοητευμένη.


 


«Έλα, μην απογοητεύεσαι. Το έκανες χθες. Μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις. Και τώρα ακόμα...»


 


Το πρόσωπο του Άλμπερτ απέκτησε ένα τέτοιο ύφος, που θα έλεγε κανείς ότι περισσότερο την παρακαλούσε παρά την παρότρυνε. Βλέποντάς τον, η Άννα λύγισε. Η σκέψη ότι δεν μπορούσε άλλωστε να εξηγήσει τα πάντα με τη λογική, την ενθάρρυνε.


 


«Τι στο καλό! Αν είναι να τρελάθηκα, ας το διασκεδάσω τουλάχιστον!» είπε εκείνη και γέλασε.


 


Ο Άλμπερτ έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και χαμογέλασε. Τέντωσε το χέρι του προς το μέρος της: «Έτοιμη λοιπόν;»


 


Η Άννα κοντοστάθηκε. Τον κοίταξε και μετά γύρισε το βλέμμα της στο σορτσάκι που φορούσε.


 


«Α, όχι! Αυτή τη φορά θα έρθω προετοιμασμένη», είπε και του χαμογέλασε. «Με συγχωρείς ένα λεπτό.»


 


Πήρε βιαστικά ένα παντελόνι και ένα μπλουζάκι και εξαφανίστηκε στο μπάνιο.


 


«Γυναίκες! Σε όλες τις εποχές το ίδιο κάνουν. Σου λένε ένα λεπτό και κάνουν μια ώρα!» μουρμούρισε ο Άλμπερτ.


 


Σε λίγο η Άννα ήταν έτοιμη. Βρήκε τον Άλμπερτ να κοιτά τις φωτογραφίες στον τοίχο προσπαθώντας να αναγνωρίσει τα πρόσωπα στο λιγοστό φως.


 


«Το δωμάτιό σου είναι όμορφο», της είπε και πρόσθεσε δείχνοντας τις φωτογραφίες: «Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να σημαίνουν πολλά για σένα.»


 


«Ναι, έτσι είναι», απάντησε. «Αυτή που τη βλέπεις συχνά είναι η αδερφή μου, η Τζένη...» Σταμάτησε για μια στιγμή, χαμογέλασε και πρόσθεσε, «Μεγαααάλη φαν της Κάντυ!». Του έριξε μια παιχνιδιάρικη ματιά και συμπλήρωσε, «Ήταν!»


 


Ο Άλμπερτ γέλασε με το σχόλιό της και εκείνη συνέχισε, «Και αυτό το διαβολάκι είναι ο ανιψιός μου, ο Άγγελος. Θα πάω να τους δω αύριο. Γιʼαυτό θα σε παρακαλούσα να γυρίζαμε νωρίς...»


 


«Μα, ναι, φυσικά! Πάμε τότε. Δώσε μου το χέρι σου.»


 


Η Άννα ένιωσε ασφάλεια μόλις άγγιξε το χέρι του. Αυτή η παράξενη ιστορία, που δεν ήξερε πια αν συμβαίνει στην πραγματικότητα ή μέσα στη φαντασία της, είχε αρχίσει να αποκτά ενδιαφέρον.


 

 

 


**********************************************************************


 

 

 


Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της, η Άννα και ο Άλμπερτ βρίσκονταν στο Λέηκγουντ, στο σπίτι των Άρντλεϋ μέσα στο δάσος. Η δυσβάσταχτη ζέστη του μικρού διαμερίσματός της στον τέταρτο όροφο είχε εξαφανιστεί και είχε δώσει τη θέση της σε μια δροσερή ατμόσφαιρα και ένα πολύχρωμο μαγευτικό τοπίο.


 


«Τι όμορφα που είναι!» φώναξε ενθουσιασμένη και πλησίασε το σπίτι. «Μου φαίνεται απίστευτο το ότι είμαι εδώ.»


 


Ο Άλμπερτ δε μιλούσε, παρά μόνο την κοίταζε και χαμογελούσε ικανοποιημένος, βλέποντάς την να κάνει σα μικρό παιδί που εξερευνά έναν καινούργιο παιχνίδι.


 


Η περιέργειά της την οδήγησε σε ένα από τα παράθυρα, που ήταν μισάνοιχτο. Πλησίασε δισταχτικά το κεφάλι της στη σχισμή και κοίταξε στο εσωτερικό του σπιτιού, όταν ξαφνικά κάτι πετάχτηκε από μέσα και πέρασε από μπροστά της.


 


«Ααα!!!» ούρλιαξε κατατρομαγμένη και τινάχτηκε πίσω.


 


Ο Άλμπερτ γελούσε και χάιδευε το μικρό πλασματάκι που είχε σταθεί στον ώμο του και που την είχε τρομάξει τόσο πολύ.


 


«Πούπε, θα έπρεπε να είσαι πιο ευγενική με τη φιλοξενούμενή μας», μάλωσε περιπαιχτικά το ζωάκι.


 


Η Άννα συνήλθε στο μεταξύ και πλησίασε. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι η Πούπε θα έχει δυσάρεστη μυρωδιά και αυτό την έκανε να σταματήσει. Έκανε μια γκριμάτσα που πρόδωσε τις σκέψεις της.


 


«Χαχα!! Τα καρτούν δε μυρίζουν, έτσι δεν είναι;» γέλασε ο Άλμπερτ.


 


«Ναι...» δήλωσε ένοχη χαμηλόφωνα.


 


«Μην ανησυχείς, το κάνουν αυτό μόνο όταν βρίσκονται σε κίνδυνο. Και από σένα τουλάχιστο η Πούπε δεν κινδυνεύει!»


 


Περπάτησαν μαζί για αρκετή ώρα μέσα στο δάσος. Οι καλοκαιρινές μέρες εκεί δε θύμιζαν σε τίποτα τη ζέστη και τους έντονους ρυθμούς της μεγαλούπολης. Τα πάντα ήταν ήρεμα και γαλήνια. Ο Άλμπερτ ζήτησε να μάθει για τη ζωή της, για την οικογένειά της. Ήθελε να γνωρίσει καλύτερα το πρόσωπο που είχε ασχοληθεί τόσο με τον ίδιο. Η Άννα του μίλησε για τη ζωή της στην Αθήνα. Ήταν ευχαριστημένη από τις σπουδές της, τις γνωριμίες που είχε κάνει και τις φιλίες που είχε. Της άρεσε η ανεξαρτησία, την οποία είχε αποκτήσει μένοντας μόνη της, αλλά πολλές φορές της έλειπαν οι γονείς της που ζούσαν τόσο μακριά από εκείνη. Αν η απόσταση ήταν μικρότερη, θα μπορούσε να τους έβλεπε πιο συχνά. Ευτυχώς έμενε στην Αθήνα η αδερφή της και έτσι ένιωθε ότι είχε κάποιον από την οικογένειά της κοντά της.


 


Φυσικά η Άννα δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην αγάπη της για την ιστορία της Κάντυ, που ξεκινούσε από την παιδική της ηλικία και συνεχιζόταν ακόμη και σήμερα. Του μίλησε για το πόσο θαύμαζε το χαρακτήρα της και τη δύναμη, με την οποία αντιμετώπιζε πάντα όποιες δυσκολίες βρίσκονταν στο δρόμο της.


 


Εκείνος την άκουγε προσεχτικά και περιοριζόταν μόνο σε σχόλια όπως «Η Κάντυ είναι μια θαυμάσια κοπέλα» ή «Ό,τι και να συμβεί, το χαμόγελο δεν την εγκαταλείπει ποτέ».


 


Αυτό όμως που έκανε εντύπωση στην Άννα ήταν ότι κάθε φορά που ρωτούσε οτιδήποτε για την Κάντυ ή κάποιο άλλο πρόσωπο, ο Άλμπερτ απέφευγε να της απαντήσει με σαφήνεια, ισχυριζόμενος ότι μπορούσε να μάθει ό,τι ήθελε από τους ίδιους, όταν τους συναντούσε.


 


Παρά τις υπεκφυγές του Άλμπερτ και τις άλυτες απορίες της σχετικά με την τύχη των ηρώων της ιστορίας, η Άννα χάρηκε πολύ με τη συζήτηση κι ένιωσε σα να συνάντησε έναν παλιό της φίλο. Χωρίς να το καταλάβει, η ώρα είχε ήδη περάσει και έπρεπε να γυρίσει πίσω.


 


«Ελπίζω να πέρασες όμορφα σήμερα,» της είπε ο Άλμπερτ, καθώς της έδωσε το χέρι του για να την αποχαιρετήσει.


 


«Σʼευχαριστώ, ήταν υπέροχα. Και την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε δε θα είμαι τόσο αγενής, το υπόσχομαι!»


 


«Χαίρομαι που το ακούω αυτό!» γέλασε εκείνος. «Θέλεις να ξανάρθεις το βράδυ;»


 


«Εε;; Ναι, θα το ήθελα πολύ!» απάντησε κάπως αμήχανα.


 


«Καλή σου μέρα, λοιπόν, και θα τα πούμε το βράδυ!»


 

 

 


*************************************************************************


 

 

 


Το ξυπνητήρι μόλις είχε χτυπήσει και η Άννα το έκλεισε και ξαναέπεσε στο κρεβάτι. Τεντώθηκε και χαμογέλασε. Θυμόταν πεντακάθαρα ό,τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ.


 


«Ωραία όνειρα βλέπω τελευταία...» είπε φωναχτά στον εαυτό της. Μετά θυμήθηκε το ραντεβού που είχε δώσει.


 


«Για να δούμε... θα έρθει σήμερα;» αναρωτήθηκε.


 

 

 

 


******************************************************


 

 

 

 


«Πού ταξιδεύεις;» η φωνή της Τζένης διέκοψε τις σκέψεις της.


 


«Εε;; Πουθενά!» απάντησε η Άννα, που είπε ψέματα αφού σκεφτόταν την προηγούμενη νύχτα, και ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της. «Κοιμήθηκε;»


 


«Όχι, ακόμα. Ο Πέτρος είναι μαζί του και του κάνει παρέα.»


 


Η Τζένη πήρε από το τραπέζι ένα ποτήρι με παγωτό, που είχε σχεδόν λιώσει. Το μεσημεριανό γεύμα είχε τελειώσει πριν αρκετή ώρα και τώρα οι δύο κοπέλες κάθονταν στο μπαλκόνι και απολάμβαναν τον απογευματινό τους καφέ. Ο Πέτρος, ο άντρας της Τζένης είχε αναλάβει να κοιμίσει τον Άγγελο, ο οποίος δεν είχε σταματήσει να τρέχει από το πρωί. Και φυσικά όλο το πρωί η Άννα έπαιζε μαζί του.


 


«Καλά πώς αντέχει; Εγώ με το ζόρι κρατιέμαι να μη με πάρει ο ύπνος στην πολυθρόνα!»


 


«Μη με κοιτάς έτσι! Του έχω κόψει τον καφέ!!» γέλασε η αδερφή της και απλώθηκε στον καναπέ του μπαλκονιού προσπαθώντας να ξεκουραστεί. «Λοιπόν; Πώς πάει η δουλειά;»


 


«Πολύ καλά! Ο φίλος σου είναι εντάξει τύπος. Μου φέρεται καλά και δε με θέλει πολλές ώρες εκεί.»


 


«Να υποθέσω ότι η μικρή μου αδερφή έχει κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνει;» ρώτησε δήθεν πονηρά η Τζένη.


 


«Πάντα έχω κάτι ενδιαφέρον να κάνω!» διαμαρτυρήθηκε η Άννα.


 


«Μμμ...Καινούργιο φλερτ;»


 


«Μπαααα....» απάντησε η Άννα.


 


Σκέφτηκε το βραδινό ραντεβού, κοίταξε με πονηρό βλέμμα την αδερφή της και ανακάτεψε αργά τα παγάκια στον καφέ με το καλαμάκι.



«Μόνο στα όνειρα...»


 

 

 


***************************


 

 

 


Κόντευαν μεσάνυχτα. Η Άννα κοίταξε το ρολόι της. Άραγε θα ερχόταν ο Άλμπερτ όπως της είχε υποσχεθεί; Η ταινία που έβλεπε στην τηλεόραση δεν την ενδιέφερε καθόλου πια και γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονη, καθώς περνούσε η ώρα.


 


Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και στο δωμάτιο έλαμψε ένα δυνατό φως, το οποίο χάθηκε σχεδόν αμέσως και εμφανίστηκε ο Άλμπερτ. Η Άννα δεν μπορούσε να το πιστέψει από τη χαρά της. Η παραμικρή αμφιβολία που είχε για τα περιστατικά των προηγούμενων ημερών, τώρα είχε εξαφανιστεί. Και μπροστά της στεκόταν ένα γοητευτικότατο καρτούν. Φορούσε ένα μαύρο σμόκιν και όχι το καφέ τζάκετ και το τζιν παντελόνι, όπως τις άλλες φορές.


 


«Ήρθες!» ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της.


 


«Χαίρομαι που με υποδέχεσαι διαφορετικά αυτή τη φορά!» χαμογέλασε κι εκείνος.


 


«Γιατί είσαι ντυμένος έτσι;» τον ρώτησε.


 


«Καλό θα ήταν να ντυθείς κι εσύ κάπως επίσημα σήμερα. Λέω να πάμε θέατρο.»


 


«Θέατρο;» τον κοίταξε με ολάνοιχτα μάτια.


 


«Θα το εκλάβω ως ναι. Θα ετοιμαστείς;»


 


Η Άννα εκσφενδονίστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και σε ελάχιστο χρόνο είχε ετοιμαστεί. Ήταν δύσκολο να ταιριάξει η γκαρνταρόμπα της με τη δεκαετία του ʽ20, αλλά ευτυχώς είχε ένα καλοκαιρινό μακρύ μαύρο φόρεμα και σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το πιο κατάλληλο.


 


«Φύγαμε!!» δήλωσε ενθουσιασμένη.


 

 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:

Μέρος 4ο: Στο θέατρο

Στο φουαγιέ του θεάτρου η Άννα έδειχνε ανήσυχη. Η καρδιά της ήδη χτυπούσε πιο γρήγορα. Πλησιάζοντας στο θέατρο είχε δει τη μεγάλη επιγραφή:


ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΑΣΦΟΡΝΤ

ΑΜΛΕΤ

του Γουίλιαμ Σαίξπηρ

με τον Τέρρυ Γκράντσεστερ

Ήταν απίστευτο το ότι θα έβλεπε τον Τέρρυ. Και καθώς πλησίαζε η ώρα της παράστασης η ανυπομονησία της γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Ο Άλμπερτ της έκανε νόημα ότι πρέπει να ανέβουν στο θεωρείο. Φυσικά ένα θεωρείο μόνο γιʼ αυτούς και στην καλύτερη θέση.

«Έχεις αγωνία;» τη ρώτησε.

«Φαίνεται, ε;;» αποκρίθηκε η Άννα, κοκκινίζοντας.

«Δεν το περίμενα. Σε είχα για πιο θαρραλέα», της χαμογέλασε εκείνος.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τρίτο κουδούνι, τα φώτα χαμήλωσαν και η αυλαία σηκώθηκε. Η καρδιά της Άννας πήγαινε να σπάσει. Στη δεύτερη σκηνή εμφανίστηκε ο Τέρρυ. Ένα ρίγος διαπέρασε την πλάτη της. Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε. Είχε μπροστά της, έστω και σε κάποια απόσταση, ένα πρόσωπο για το οποίο έγραφαν ατελείωτα τόσες και τόσες φαν της Κάντυ. Ο Τέρρυ φορούσε ένα κοστούμι εποχής, τα μαλλιά του ήταν μαζεμένα πίσω και φαινόταν καθαρά το πρόσωπό του. Η Άννα χαμογέλασε στη σκέψη ότι θα τη ζήλευαν πολλές από τις κοπέλες του φόρουμ. Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, μπόρεσε να συγκεντρωθεί στην παράσταση. Η φωνή του Τέρρυ διαπερνούσε το κορμί της και η ερμηνεία του στο ρόλο του Άμλετ ήταν καταπληκτική.

«Δεν έχει καθόλου άδικο η Ντίνα που τον βλέπει σαν ξερολούκουμο! Αχ, και να ήξερε τώρα πού είμαι!» σκέφτηκε.

Στο μεταξύ, ο Άλμπερτ καθισμένος δίπλα της παρακολουθούσε την παράσταση, αλλά κάθε τόσο της έριχνε κλεφτές ματιές χωρίς να μιλάει. Το ύφος του ήταν σοβαρό κι έδειχνε να προσπαθεί να μαντέψει τις σκέψεις της. Κάποια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Αμέσως της χαμογέλασε χωρίς να της πει κάτι.

«Σʼευχαριστώ πολύ που μʼέφερες εδώ», του ψιθύρισε κι έγειρε προς το μέρος του για να την ακούσει.

Εκείνος της έριξε μια γλυκιά ματιά και της ψιθύρισε στο αυτί: «Το ήξερα πως θα σου άρεσε!»

Η Άννα γέλασε, προφανώς ο Άλμπερτ θα είχε καταλάβει τις σκέψεις της.

Στο διάλειμμα η περιέργειά της έπρεπε να ικανοποιηθεί. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να ρωτήσει:

«Τι έγινε με τη Σουζάννα;»

Ο Άλμπερτ απάντησε και πάλι με υπεκφυγές:

«Τι να έγινε δηλαδή;»

«Εννοώ με τον Τέρρυ!»

«Α, μάλιστα... Ο Τέρρυ δεν είναι παντρεμένος, αν αυτό σε ενδιαφέρει», της είπε χαριτωμένα και της έριξε μια πονηρή ματιά.

Η Άννα έδειξε θιγμένη. Έβαλε τα χέρια στη μέση και είπε: «Δεν εννοώ αυτό! Θέλω να μάθω αν είναι με την Κάντυ».

Ο Άλμπερτ την τσίμπησε στη μύτη γελώντας: «Ώστε έτσι, εε;; Γιʼαυτό ήρθες! Κάνεις σαν εκείνους τους δημοσιογράφους που ενδιαφέρονται μόνο για την προσωπική ζωή των άλλων και γράφουν σε διάφορες φυλλάδες. Φαντάζομαι το δωμάτιό σου θα είναι γεμάτο από αυτές και θα τις διαβάζεις πριν πας για ύπνο!»

Η Άννα είχε γίνει έξαλλη. «Αν αυτό νομίζεις για μένα, λυπάμαι πάρα πολύ! Από ενδιαφέρον ρωτάω!»

«Εντάξει, ηρέμησε... Ένα αστείο έκανα. Από ενδιαφέρον ρωτάς, το ξέρω... Αλλά και από περιέργεια, παραδέξου το!»

«Έστω... και από περιέργεια. Κακό είναι; Τόσα χρόνια ζω με αυτή την ιστορία. Θέλω να ξέρω το τέλος!»

«Μα δε βλέπεις ότι δεν υπάρχει τέλος; Εδώ συνεχίζουμε τη ζωή μας, πέρα από αυτό που νομίζεις εσύ ως τέλος».

Η Άννα έδειξε απογοητευμένη.

«Νομίζω ότι βιάζεσαι. Έχεις όλο τον καιρό στη διάθεσή σου να καταλάβεις τι συμβαίνει και να γνωρίσεις τον κόσμο μας. Και αυτούς για τους οποίους ενδιαφέρεσαι...»

Το κουδούνι του θεάτρου χτύπησε και η συζήτηση διακόπηκε.

Μόλις τελείωσε η παράσταση, ο Άλμπερτ σηκώθηκε.

«Πάμε στα καμαρίνια;»

Η Άννα πάγωσε. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Δεν της είχε περάσει από το μυαλό να συναντήσει από κοντά τον Τέρρυ. Τι θα του έλεγε; Πώς θα του συστηνόταν; Θυμήθηκε πως όσο και να συμπαθούσε τον Τέρρυ, ο αγαπημένος της ήρωας ήταν ο Άλμπερτ, και σαν να μην έφτανε αυτό, στην ιστορία της ήθελε να τον παντρέψει και με την Κάντυ. Κι αν τα καρτούν ήξεραν τι σκέφτεται, θα ερχόταν σε δύσκολη θέση.

«Ωχ! Είναι και ευέξαπτος χαρακτήρας!» σκέφτηκε. «Άστο καλύτερα... Δεν είμαι ακόμη έτοιμη. Ίσως μια άλλη φορά... Εξάλλου πρέπει να γυρίσω σπίτι. Δουλεύω αύριο».

«Κι εγώ...» και πρόσθεσε με χάρη: «Μπορώ να σας συνοδεύσω, δεσποινίς μου;» Και με όλη την επισημότητα, της έδωσε το μπράτσο του να στηριχθεί.

«Αυτή η εποχή με τις ευγένειες της μου αρέσει πολύ», σκέφτηκε εκείνη.

Καθώς κατέβαιναν τις σκάλες, η Άννα είδε ένα πλήθος νεαρών κοριτσιών να κατευθύνονται σαν μανιακές προς τα καμαρίνια. Κοίταξε απορημένη τον Άλμπερτ.

«Ναι, αυτό που φαντάζεσαι είναι! Στον Τέρρυ πάνε! Είναι πολύ... δημοφιλής! Εσύ, βέβαια, θα πλησίαζες άνετα στο καμαρίνι του. Ως φίλος του έχω κάποια προνόμια», της είπε και της έκλεισε το μάτι.

Η Άννα εξακολουθούσε να κοιτάει άφωνη στο βάθος του διαδρόμου το σμήνος των νεαρών δεσποινίδων, που βούιζαν σαν μέλισσες γύρω από ένα ευωδιαστό λουλούδι.

Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να την πιάνει απότομα από τη μέση. Ήταν ο Άλμπερτ που την τράβηξε προς τα παρασκήνια.

«Μα...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

«Από εδώ μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι σου», της είπε χαμηλόφωνα, ενώ κοιτούσε τριγύρω μήπως ερχόταν κανείς. Την είδε να τον κοιτάει σαστισμένη: «Δεν μπορούμε να εξαφανιστούμε έτσι απλά μπροστά σε όλους!»

*********************************************

Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκονταν στο διαμέρισμα της Άννας στην Αθήνα.

«Δεσποινίς μου, σας ευχαριστώ πολύ που με συνοδεύσατε στο θέατρο!» ο Άλμπερτ υποκλίθηκε παίρνοντας επίσημο ύφος και της φίλησε το χέρι.

«Εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση, κύριέ μου!»

«Ήσαστε μια υπέροχη συνοδός. Να ελπίζω ότι θα σας ξαναδώ σύντομα;»

«Φυσικά! Όποτε το επιθυμείτε!»

Την κοίταξε βαθιά στα μάτια για μια στιγμή.

«Καληνύχτα!» της είπε τελικά και γύρισε να φύγει.

«Άλμπερτ...» τον σταμάτησε. «Πέρασα υπέροχα σήμερα... Σʼ ευχαριστώ πολύ.» είπε γλυκά.

«Κι εγώ... Ήσουν πολύ όμορφη απόψε. Να φοράς πιο συχνά φορέματα. Σου πάνε πολύ!» της έκλεισε το μάτι κι εξαφανίστηκε μέσα σε ένα δυνατό φως.

«Κι εσύ ήσουν πολύ όμορφος. Όπως πάντα και ό,τι κι αν φορέσεις», σκέφτηκε η Άννα.

Και γύρισε στον εαυτό της: «Αχ, δεν πάμε καλά. Φλερτάρω με ένα καρτούν!!»

Εκείνη τη στιγμή έπεσε το βλέμμα της σε μια φωτογραφία της Ντίνας.

«Καλά, αν σου τα πω θα χτυπιέσαι από τα γέλια με τη φιλενάδα σου!!»
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:

Κεφάλαιο 5: Σαν αεράκι...

«Είσαι έτοιμη;»

«Όπως πάντα! Πάμε!»

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα οι δυο νέοι βρέθηκαν στο Λέηκγουντ.

Ένας μήνας είχε περάσει από τότε που ο Άλμπερτ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο μικρό διαμέρισμα της Άννας. Από τότε η ζωή της είχε κυριολεκτικά αλλάξει. Κάθε βράδυ ερχόταν και την έπαιρνε μαζί του. Περπατούσαν με τις ώρες στα δάση του Λέηκγουντ, ψάρευαν στις όχθες της λίμνης, σκαρφάλωναν στα δέντρα και απολάμβαναν τη θέα και το δροσερό αεράκι –η Άννα θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια και βάλθηκε να αποδείξει στο νέο της φίλο ότι μπορούσε ακόμη να τα καταφέρει. Τριγυρνούσαν στις γειτονιές του Σικάγο και η Άννα γνώριζε έναν άλλο κόσμο μιας άλλης εποχής που διέφερε τόσο πολύ από το δικό της.

Η διπλή ζωή της δεν την είχε κουράσει καθόλου. Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν ότι το καλοκαίρι τελείωνε και θα άρχιζε η εξεταστική της στη σχολή. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να σταματήσει τις νυχτερινές επισκέψεις της στη χώρα των καρτούν. Και αυτό ήταν κάτι που η Άννα το απευχόταν. Της άρεσαν τόσο πολύ αυτές οι συναντήσεις της με τον Άλμπερτ. Όσο περισσότερο τον γνώριζε τόσο περισσότερο γοητευόταν από το χαρακτήρα του και δενόταν μαζί του. Αλλά κι εκείνος έδειχνε να απολαμβάνει την παρέα της και δεν έχανε ποτέ τα ραντεβού τους.

«Λοιπόν, τι θέλεις να κάνουμε σήμερα;» τη ρώτησε.

«Δεν ξέρω... Περνάω πάντα τόσο όμορφα εδώ ό,τι κι αν κάνουμε...» απάντησε εκείνη και ένα μελαγχολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

«Τότε, γιατί αυτό το περίλυπο ύφος;» απόρησε ο Άλμπερτ.

«Να... είναι που πάντα πρέπει να φεύγω... Σαν τη Σταχτοπούτα νιώθω! Λες και θα χτυπήσει το ρολόι κι εγώ πρέπει να επιστρέψω πίσω...» προσπάθησε να εξηγήσει η Άννα.

«Και γιατί δε μένεις ένα βράδυ; Μπορούμε να κατασκηνώσουμε απόψε εδώ. Αλλά σε προειδοποιώ: έχει αρκετή υγρασία τη νύχτα και μπορεί να μη σου αρέσει», πρότεινε ο Άλμπερτ.

«Να μείνω εδώ;» τον κοίταξε απορημένη με ολάνοιχτα μάτια.

«Ναι, και το πρωί επιστρέφεις σπίτι σου. Εξάλλου αύριο είναι Σάββατο και μου είπες ότι δεν πηγαίνεις στη δουλειά σου», της χαμογέλασε.

«Ναι... Αυτό είναι αλήθεια. Θα μπορούσα να μείνω... Έχω βέβαια ραντεβού με την Ντίνα, αλλά είναι το μεσημεράκι για φαγητό... Ναι! Θα μείνω!!» Φώναξε ενθουσιασμένη.

Για πρώτη φορά η Άννα είδε το ηλιοβασίλεμα στο Λέηκγουντ. Κατά ένα μυστήριο τρόπο που δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει, όταν πήγαινε εκεί, ήταν πάντα μέρα, παρά το ότι έφευγε μεσάνυχτα από το διαμέρισμά της στην Αθήνα και το «ταξίδι» κρατούσε μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Και όταν επέστρεφε ήταν πάλι νύχτα. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το χρόνο. Ίσως είχε να κάνει με τη θεωρία της σχετικότητας, σκέφτηκε η Άννα και χαμογέλασε.

Το ηλιοβασίλεμα ήταν υπέροχο. Ο πορτοκαλόχρωμος ορίζοντας στο βάθος της λίμνης της θύμισε τα καλοκαίρια που περνούσε με την παρέα της στην Κρήτη. Πόσο της είχε λείψει! Όμως τώρα δεν ήταν η τρελοπαρέα δίπλα της, αλλά ο Άλμπερτ. Χαμογελαστός, γοητευτικός, καθώς η νύχτα έπεφτε, τα χρώματα χάνονταν και το λιγοστό φως του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε, διέγραφε το προφίλ του.

Ανάψανε φωτιά και μείνανε ξύπνιοι ως αργά, απολαμβάνοντας την ηρεμία της νύχτας. Η Άννα δεν ήταν όμως συνηθισμένη στους νυχτερινούς ήχους του δάσους. Κάθε τόσο πεταγόταν τρομαγμένη, προκαλώντας το γέλιο στον Άλμπερτ, που προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι δεν κινδύνευαν από λύκους ή αρκούδες, και οι ήχοι που άκουγε ήταν από νυχτοπούλια και μικρά ζωάκια που έβγαιναν τη νύχτα να βρουν την τροφή τους.

Όταν έπεσαν να κοιμηθούν, η Άννα χώθηκε μέσα στον υπνόσακό της. Είχε δίκιο ο Άλμπερτ, είχε πράγματι υγρασία και κρύο το βράδυ. Δεν είχε όμως μετανιώσει καθόλου για την επιλογή της να διανυκτερεύσει εκεί. Κρυφοκοίταζε τον Άλμπερτ, καθώς εκείνος έσβηνε τη φωτιά και ετοιμαζόταν και αυτός να κοιμηθεί, και ένιωθε πως ήταν το ωραιότερο βράδυ που είχε περάσει τον τελευταίο καιρό. Με αυτές τις όμορφες σκέψεις κι ένα πλατύ χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της αποκοιμήθηκε...

Οι ακτίνες του ήλιου, που χάιδευαν παιχνιδιάρικα τα μάτια της, ξύπνησαν την Άννα πολύ πρωί. Κοίταξε γύρω της και νόμισε ότι ονειρεύεται, όταν διαπίστωσε ότι δε βρισκόταν στο κρεβάτι της και στο μικρό διαμέρισμά της, αλλά στο Λέηκγουντ. Ανακάθισε χαμογελαστή στο πρόχειρα κατασκευασμένο στρώμα της και πέρασε τα χέρια της γύρω από τα διπλωμένα γόνατά της. Ο Άλμπερτ είχε ήδη σηκωθεί και ήταν σκυμμένος πάνω από το σάκο του.

«Καλημέρα!» Του φώναξε χαρούμενα.

Εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Οι ηλιαχτίδες που περνούσαν ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων έλουζαν τα μαλλιά του χαρίζοντάς τους χρυσούς κυματισμούς. Τα μεγάλα και καταγάλανα μάτια του την κοίταξαν τρυφερά.

«Καλημέρα! Πώς κοιμήθηκες; Ελπίζω να μην πιάστηκες!»

Η Άννα τεντώθηκε. «Μια χαρά ήταν! Αν σκεφτείς ότι δεν είμαι και συνηθισμένη... Έχεις ώρα που ξύπνησες;»

«Όχι πολλή... Όσο κοιμόσουν, έφτιαξα κάτι για σένα.»

Ο Άλμπερτ την πλησίασε. Κρατούσε κάτι στο χέρι του.

Γονάτισε δίπλα της και της έδειξε ένα μικρό κομμάτι ξύλο περασμένο σε ένα δερμάτινο κορδόνι. Το περιεργάστηκε με τα δάχτυλά της. Ήταν λείο και είχε ένα περίεργο σχήμα, έμοιαζε με μισή καρδιά, ενώ κύματα σε διάφορες αποχρώσεις του καφέ το χρωμάτιζαν. Ο Άλμπερτ είχε ανοίξει μια τρυπούλα και είχε περάσει ένα κορδονάκι. Του χαμογέλασε, δείχνοντας την ευχαρίστησή της για το λιτό αυτό κόσμημα. Εκείνος έσκυψε και της το φόρεσε στο λαιμό.

«Για να θυμάσαι το Λέηκγουντ...» της είπε.

Η Άννα ένιωσε περίεργα καθώς τα δάχτυλά του άγγιξαν το λαιμό της και το κορμί του ήταν τόσο κοντά της που μπορούσε να ακούσει την ανάσα του.

«Αρχίζω να τρελαίνομαι...» σκέφτηκε.

«Σʼ ευχαριστώ πολύ!» Χαμογέλασε και ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε παρά την πρωινή δροσιά.

Σε λίγο είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Αποχωρίστηκαν με μια χειραψία και την Άννα να ευχαριστεί ευγενικά για την πολύ όμορφη βραδιά που είχε περάσει στο δάσος. Το καρφωμένο στα μάτια της βλέμμα του Άλμπερτ, καθώς εκείνη έφευγε, της έμεινε χαραγμένο όλη την υπόλοιπη μέρα.

Όταν γύρισε στο διαμέρισμά της μόλις ξημέρωνε. Ανεξήγητο φαινόμενο που την ικανοποίησε αφάνταστα όμως, γιατί είχε την ευκαιρία να συνεχίσει τον ύπνο της. Μάταια. Γιατί όταν ξάπλωσε, το μόνο που ερχόταν στο μυαλό της ήταν ο Άλμπερτ.

«Τι μου συμβαίνει; Αρχίζω να τρελαίνομαι... Δεν μπορώ να ξεκολλήσω από τον Άλμπερτ. Τουλάχιστον, αν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, θα είχε νόημα να αισθάνομαι έτσι... Αλλά τώρα...»

Αναστέναξε. «Κι όμως περνάω τόσο όμορφα μαζί του... Γιατί να μην είναι αληθινός;»

***********************************************************

Η σκέψη της ταξίδευε και το μεσημέρι, όταν συναντήθηκε με την Ντίνα για φαγητό.

«Πάλι αφηρημένη είσαι!» διαμαρτυρήθηκε η φίλη της.

«Εε;;» πετάχτηκε η Άννα.

«Σε ρώτησα αν θα έρθεις το βράδυ. Τι τρέχει; Πού ταξιδεύεις πάλι;»

«Πουθενά... Κάτι σκεφτόμουνα, ασήμαντο, μη δίνεις σημασία...» προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Συγγνώμη! Το βράδυ είπες;» Κοντοστάθηκε λίγο, πριν απαντήσει. Για μια ακόμη φορά θα αρνιόταν στην Ντίνα, όπως συνήθιζε τον τελευταίο καιρό. Αλλά είχε στερέψει πια από δικαιολογίες και επαναλαμβανόταν, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στη φίλη της.

«Δε νομίζω... Είμαι κουρασμένη. Δεν έχω όρεξη. Μια άλλη φορά...» είπε και παρακαλούσε μέσα της να μη συνεχίσει το θέμα η Ντίνα.

«Ποια άλλη φορά, ρε Άννα; Όλο έτσι λες. Τι σου συμβαίνει; Και μη μου πεις τίποτα γιατί δεν τα τρώω αυτά!» Η φίλη της είχε κουραστεί να συλλέγει τις αρνήσεις και τις δικαιολογίες της.

«Τίποτα!» Χαμογέλασε η Άννα.

«Τίποτα δε λέω εγώ! Σε παρατηρώ εδώ και καιρό και ας μη μιλάω. Έχεις κόψει τις εξόδους μαζί μας, σε παίρνω τηλέφωνο τα βράδια, δεν το σηκώνεις και την άλλη μέρα μου λες ότι κοιμόσουν. Τις όποιες φορές βρισκόμαστε είσαι συνεχώς αφηρημένη. Συμβαίνει κάτι; Έχει να κάνει με το σπίτι σου; Οι γονείς σου είναι καλά;»

Η Ντίνα πραγματικά ανησυχούσε βλέποντας την περίεργη συμπεριφορά της φίλης της. Είχε σκεφτεί βέβαια ότι η Άννα μπορεί να είχε γνωρίσει κάποιον, αλλά δεν έβλεπε το λόγο η φίλη της να της το κρύβει τόσο πεισματικά. Και αναπόφευκτα άσχημες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της.

Η Άννα την κοίταξε σαν να ξύπναγε από λήθαργο. Οι γονείς της! Τελευταία τους είχε αμελήσει και αυτούς. Δεν τους τηλεφωνούσε πλέον τόσο συχνά. Η Ντίνα είχε δίκιο. Αυτή η ιστορία είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη. Όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα μπλέκονταν ολοένα και περισσότερο. Αυτό που ξεκίνησε σαν αθώο παιχνίδι στην αρχή, τώρα είχε πάρει άλλη τροπή. Και ήταν καιρός να σταματήσει.

«Οι γονείς μου; Μια χαρά είναι!» Και με ήρεμο, αλλά σοβαρό ύφος συνέχισε. «Κοίτα, Ντίνα... μην ανησυχείς. Απλά έχω λίγο τις μαύρες μου. Σκέψου ότι είναι και το πρώτο καλοκαίρι που δουλεύω και δε θα κάνω διακοπές, και σε κανένα μήνα θα αρχίσει και η εξεταστική. Είμαι λίγο φορτωμένη.»

«Μακάρι να μην είναι τίποτα... Μακάρι να είναι όπως τα λες», είπε η Ντίνα απλά, χωρίς να δείχνει όμως πως έχει πειστεί. «Πάντως εσύ θα χάσεις που δεν έρχεσαι!»

«Καλά, αν είναι έτσι, να μη χάσω! Αν και δε θα είμαι καλή παρέα, στο δηλώνω από τώρα.»

Αποφασισμένη να μην αφήσει την ιστορία με τα καρτούν να επηρεάσει άλλο τη ζωή της, η Άννα χαμογέλασε ήρεμα στη φίλη της.

***********************************************************

Καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή, η Άννα κοιτούσε την οθόνη. Διάβαζε το φικ που είχε γράψει. Τώρα που γνώριζε τον Άλμπερτ, της φαινόταν τόσο ανούσιο, και πραγματικά προσβλητικό τόσο για εκείνον όσο και για τους υπόλοιπους ήρωες της σειράς. Δεν είχε το δικαίωμα να αναμιγνύεται στις ζωές των άλλων, ακόμη και των καρτούν.

Έκλεισε το αρχείο και το διέγραψε. Ένιωσε αμέσως ανακούφιση. Σαν να το χρωστούσε αυτό στον Άλμπερτ. Κοίταξε το δώρο που της έκανε το πρωί και χαμογέλασε. Το είχε κρεμάσει στη μολυβοθήκη της σε μια γωνιά του γραφείου της.

Το κουδούνι που ακούστηκε την έκανε να πεταχτεί. Η Ντίνα είχε περάσει να την πάρει και δεν ήταν έτοιμη ακόμη. Σε λίγο η φίλη της ήταν στο διαμέρισμα και την περίμενε να ετοιμαστεί. Λίγο πριν φύγουν η Άννα γύρισε και κοίταξε το δωμάτιο προβληματισμένη. Ο Άλμπερτ θα ερχόταν σίγουρα και απόψε. Και ας μην το είχε πει, και ας μην το είχαν κανονίσει.

«Ο Άλμπερτ θα έρθει σίγουρα. Όμως είναι εδώ η Ντίνα και δεν μπορώ να του αφήσω μήνυμα. Να πάρει!»

***********************************************************

Η Άννα γύρισε σπίτι αργά. Είχε περάσει πολύ ωραία με την παρέα της και χαιρόταν που για πρώτη φορά είχε ξεκολλήσει από τον κόσμο των καρτούν. Καθώς άναψε το φως στο δωμάτιό της, το βλέμμα της έπεσε σε ένα άσπρο χαρτάκι στο γραφείο.

«Ο Άλμπερτ!»

Αισθάνθηκε άσχημα που τον έστησε χωρίς να του αφήσει κανένα σημείωμα. Πήρε το χαρτάκι στα χέρια της και το διάβασε.

«Πέρασα αλλά δε σε βρήκα. Προφανώς θα έχεις βγει. Ελπίζω να περάσεις καλά και να τα πούμε σύντομα.

Άλμπερτ»

Η Άννα έπεσε στον καναπέ. Έκλεισε τα μάτια. Φαντάστηκε τον Αλμπερτ να έρχεται και να μην τη βρίσκει. Να γράφει το σημείωμα και να φεύγει απογοητευμένος.

«Να πάρει! Είναι τόσο τέλειος... Πώς μπόρεσα να τον στήσω;.»

Σκέφτηκε την προηγούμενη νύχτα που είχε περάσει στο Λέηκγουντ και παραδέχτηκε ότι μαζί του περνούσε τέλεια. Την πόνεσε η σκέψη ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό.

***********************************************************

Το επόμενο βράδυ ο Άλμπερτ ξαναήρθε. Η Άννα όμως και πάλι έλειπε. Άθελά της αυτή τη φορά. Η Τζένη την είχε πάρει τηλέφωνο το μεσημέρι.

«Αδερφούλα, έχεις κανονίσει τίποτα για το βράδυ;»

«Εε;; Όχι...» είπε διστακτικά.

«Ήρθε ένας φίλος του Πέτρου από τη Θεσσαλονίκη χθες και λέμε να βρεθούμε όλοι μαζί έξω. Μπορείς να κοιμηθείς απόψε σε μας για να κρατήσεις τον Άγγελο; Pleeeeease!!»

Η Άννα γέλασε. Ήταν τόσο αστείο, η μεγάλη της αδερφή να την παρακαλάει όπως ακριβώς ο Άγγελος όταν ήθελε να παίξει μαζί της.

«Σε πιάσανε οι γλύκες τώρα; Καλά θα έρθω. Να έχεις παγωτό στην κατάψυξη. Σπιτικό, έτσι; Δε θα τη βγάλεις έτσι απλά! Ολόκληρο βράδυ θα θυσιάσω για χάρη σου!»

«Αννούλα μου, είσαι μια γλύκα! Και πες στο αμόρε σου ότι η τρελή αδερφή σου φταίει, που θα στερηθεί τη ζεστή αγκαλιά και τα γκχμ γκχμ... καυτά φιλιά σου!!»

«Καλά, θα του το πω! Δε νομίζω να σε συγχωρήσει πάντως, που θα στερηθεί τέτοια καλλονή...» συνέχισε την πλάκα εκείνη.

«Ώστε έχεις αμόρε και δε μου έχεις πει τίποτα, εε;;;» ακούστηκε δήθεν ξαφνιασμένη η Τζένη.

«Έλα, να σοβαρευτούμε λιγάκι! Θα σε δω το βράδυ! Κλείνω!»

Κατέβασε το ακουστικό. «Τζενάκι μου, μου έλειψες κι εσύ...»

Έτσι, ο Άλμπερτ βρήκε μόνο ένα γράμμα, όπου η Άννα του εξηγούσε τόσο τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα, όσο και γιατί δεν μπόρεσε να τον ενημερώσει για την απουσία της την προηγούμενη νύχτα.

***********************************************************

Η εβδομάδα κύλησε πολύ αργά για την Άννα. Ο Άλμπερτ δεν εμφανίστηκε καθόλου για μερικές μέρες, ισχυριζόμενος –στο σημείωμα που της είχε αφήσει το βράδυ της Κυριακής- ότι καταλαβαίνει πως υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι στη ζωή της και ζητώντας της συγγνώμη που μονοπώλησε τα βράδια της τον τελευταίο καιρό.

Το Σαββατοκύριακο είχε κανονίσει πάλι με την Ντίνα και την παρέα της να βρεθούν. Της έλειπε τρομερά η παρέα του Άλμπερτ, αλλά είχε αποφασίσει ότι ήταν καλύτερα να ασχολείται με την πραγματική της ζωή, παρά με τη ζωή των καρτούν.

Το βράδυ του Σαββάτου, η Άννα ετοιμαζόταν να βγει. Ντυμένη κομψά και περιποιημένη κοιταζόταν στον καθρέφτη και, λίγο πριν φύγει, διόρθωνε τις τελευταίες ατέλειες στην εμφάνισή της. Ξαφνικά ένα δυνατός φως στον καθρέφτη την τύφλωσε. Γύρισε χαρούμενη.

«Άλμπερτ!»

«Καλησπέρα! Είχα ένα προαίσθημα ότι σήμερα θα σε πετύχαινα», της είπε γλυκά.

Η Άννα ντράπηκε. Το βλέμμα του την κάρφωνε, όπως όταν αποχωρίστηκαν πριν μια βδομάδα.

«Ναι, τις τελευταίες μέρες όλο και κάτι τυχαίνει...» δήλωσε χαμηλόφωνα.

Εκείνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω και χαμογέλασε.

«Ετοιμάζεσαι να βγεις, βλέπω. Δε θέλω να σε καθυστερήσω.»

«Ναι, θα βγω και πάλι...» Η Άννα αισθάνθηκε άσχημα. Είχε έρθει τόσες φορές να τη δει και εκείνη όλο έλειπε. Δεν είχε κάνει ούτε μία προσπάθεια για να τον συναντήσει.

«Ελπίζω να περάσεις καλά!»

«Σʼ ευχαριστώ!»

Οι ενοχές της την πλημμύριζαν. Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ακολούθησαν, ώσπου η Άννα δεν άντεξε.

«Άλμπερτ, λυπάμαι πολύ που δεν μπορέσαμε να βρεθούμε αυτές τις μέρες, αλλά είχα κι εγώ διάφορες υποχρεώσεις.»

Το βλέμμα του Άλμπερτ έγινε πιο σοβαρό.

«Υποχρεώσεις; Από υποχρέωση βγαίνεις με τους φίλους σου;»

Η Άννα ένιωσε να χάνει την ψυχραιμία της. Μέσα της πάλευε να κρατήσει τις αποφάσεις που είχε πάρει.

«Όχι, δεν εννοώ αυτό...»

Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Ο Άλμπερτ τη διέκοψε:

«Άννα, δε χρειάζεται να απολογείσαι. Καταλαβαίνω ότι έχεις φίλους και θέλεις να τους δεις. Λυπάμαι αν ήμουν πιεστικός και βρισκόμαστε καθημερινά. Απλά... είχα την εντύπωση ότι το ήθελες, ότι σου άρεσε...»

«Μου άρεσε... δηλαδή, μου αρέσει να βρισκόμαστε, αλλά δεν μπορώ να το κάνω συνέχεια. Δεν μπορώ να ζω την ημέρα στην Αθήνα και τη νύχτα στο Λέηκγουντ. Ίσως για σένα να είναι εύκολο να πηγαινοέρχεσαι μεταξύ δυο κόσμων, αλλά εμένα με κούρασε», είπε και η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία.

Το βλέμμα του Άλμπερτ σκοτείνιασε. Τα λόγια της τον είχαν πληγώσει. Η Άννα δαγκώθηκε. Του είχε πει ψέματα. Δεν την είχαν κουράσει καθόλου οι επισκέψεις της. Το αντίθετο μάλιστα, κοντά του περνούσε υπέροχα. Η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν να συνεχίσει να δένεται μαζί του, να τον ερωτεύεται. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να την οδηγήσει πουθενά αυτή η κατάσταση και είχε αποφασίσει να τον αποφύγει.

Ο Άλμπερτ χαμήλωσε τα μάτια, φανερά απογοητευμένος.

«Μάλιστα... Λυπάμαι πολύ γιʼαυτό. Δεν ήθελα να σε πιέσω. Καταλαβαίνω ότι είναι κουραστικό να πηγαινοέρχεσαι ανάμεσα σε δυο κόσμους. Κι εγώ το νιώθω αυτό.» Δίστασε λίγο πριν συνεχίσει. «Όμως, έδειχνες να το απολαμβάνεις... Ίσως το παρεξήγησα. Ίσως δεν ήταν το ίδιο σημαντικό για σένα...»

Η Άννα τον κοίταζε ανίκανη να πει οτιδήποτε. Πόσο θα ήθελε να του πει ότι πράγματι απολάμβανε κάθε στιγμή που περνούσε μαζί του, ότι ήταν ευτυχισμένη, ότι ήθελε και πάλι να πάει μαζί του και δεν την ενδιέφερε να βγει με οποιονδήποτε άλλον. Μόνο ας ήταν πραγματικό πρόσωπο!

«Να μη σε καθυστερώ άλλο...» Τη χαιρέτησε γρήγορα και εξαφανίστηκε.

Κι έφυγε έτσι ακριβώς όπως ήρθε… Σαν ένα αεράκι που φύσηξε για λίγο και τη δρόσισε μέσα στον καύσωνα της μεγαλούπολης...
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:

Μέρος 6ο: With a little help from my friends…

Με την παρέα της η Άννα φαινόταν να διασκεδάζει. Όμως το μυαλό της τριβέλιζαν τα λόγια του Άλμπερτ: «Ίσως δεν ήταν το ίδιο σημαντικό για σένα...»

Μα τι περίμενε λοιπόν; Να μοιραστεί ανάμεσα σε δύο κόσμους; Το πρωί να δουλεύει στον κόσμο των ανθρώπων και να περνάει τα βράδια της στον κόσμο των καρτούν; Και οι φίλοι της; Η υπόλοιπη ζωή της;

Από τα ηχεία του μπαρ ακουγόταν ένα τραγούδι που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Ήταν η «Αύρα» του Παναγόπουλου, από τα αγαπημένα της κομμάτια, που τώρα πια απέκτησε συγκεκριμένη μορφή, τη μορφή του Άλμπερτ.

"Από την πόρτα σαν θα βγω

θα δω τον ήλιο σκοτεινό

και με το όμορφο γλυκό χαμόγελο σου

μια καλημέρα θα σου πω

κι ίσως με ξαναδείς μονάχα στο όνειρο σου.

Γιατί είμαι αέρας που περνά

μέσα στης πόλης τα στενά

και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν

γιατί είμαι αύρα εσπερινή

πνοή καθάρια ζωντανή

που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν"





Η Άννα δεν άντεξε άλλο. Τα μάτια της βούρκωσαν και προσπάθησε να κρυφτεί. Είπε βιαστικά στην Ντίνα «πάω τουαλέτα» και εξαφανίστηκε. Η φίλη της ξαφνιάστηκε και, βλέποντας την να φεύγει σαν κυνηγημένη, ανησύχησε και την ακολούθησε διακριτικά, ώστε να μη γίνει θέμα από την υπόλοιπη παρέα. Τη βρήκε στην τουαλέτα να σκουπίζει τα μάτια της.

«Άννα, τι έγινε; Τι έχεις;»

Η Άννα την αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει.

«Τίποτα... έχεις να κάνεις με μια τρελή...»

«Ο κόσμος δεν κλαίει για το τίποτα. Πες μου, είπε κανείς κάτι που σε πείραξε;»

«Όχι, όχι!»

«Τότε, τι έπαθες ξαφνικά;»

«Άμα σου πω, θα με πάρεις για τρελή...»

«Τόσα χρόνια σε έχω αντέξει... Ε, μια τρέλα παραπάνω, τι να κάνω, θα την καταπιώ!» είπε η Ντινα χαριτολογώντας, σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση.

Η Άννα γέλασε βεβιασμένα και σκούπισε τα δάκρυά της.

«Πρέπει να πάω σπίτι. Τι δικαιολογία θα βρεις να με καλύψεις;» ρώτησε σχεδόν παρακαλώντας.

Η Ντίνα ξαφνιάστηκε. Για να θέλει η Άννα να πάει σπίτι θα είναι σοβαρό, σκέφτηκε.

«Θα σε πάω εγώ. Σκούπισε τα μάτια σου και πάμε έξω. Σε δέκα λεπτά θα έχουμε φύγει.»

Και πράγματι, σε δέκα λεπτά βρίσκονταν στο δρόμο. Η Ντίνα τα είχε μπαλώσει μια χαρά. Ισχυρίστηκε πως έπρεπε να πάει νωρίς για ύπνο και τα δυο κορίτσια καληνύχτισαν την παρέα τους.

«Λοιπόν, θα μου πεις τώρα τι έγινε; Κοντεύω να τρελαθώ!» ρώτησε με αγωνία η Ντίνα.

Η Άννα δεν απάντησε. Κοίταζε μόνο έξω από το παράθυρο του αυτοκίνητου, καθώς τα φώτα της Αθήνας περνούσαν με ταχύτητα μπροστά από τα μάτια της. Μόνο όταν φτάσανε στην πολυκατοικία της, της είπε:

«Έλα πάνω και θα σου τα πω.»

***********************************************************

«Πρώτα κάθισε καλά, μη μου πάθεις και τίποτα με αυτά που θα ακούσεις», είπε η Άννα και έδειξε τον καναπέ.

«Βαλτή είσαι να με σκάσεις; Μίλα, παιδί μου!» φώναξε η Ντίνα, υπακούοντας ταυτόχρονα στην υπόδειξη της φίλης της να καθίσει.

«Και δεύτερον, να μη θεωρήσεις ότι είμαι τρελή, γιατί έχω αποδείξεις γιʼ αυτά που θα σου πω», ξεκίνησε η Άννα, ενώ κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της ακριβώς απέναντι από τη φίλη της.

«Παρακάτω...»

«Λοιπόν... Ας τα πάρουμε από την αρχή. Θυμάσαι που πριν καιρό βλέπαμε μαζί Κάντυ, έτσι δεν είναι;»

«Ναι...» είπε η Ντίνα, ανίκανη να συνδέσει τη συμφορά που φαινόταν να έχει χτυπήσει τη φίλη της με μια παιδική σειρά.

«Με το θέμα αυτό καλώς η κακώς ασχολήθηκα πάρα πολύ. Μέχρι που μια μέρα...»

Και η Άννα της διηγήθηκε όλη την ιστορία από την αρχή. Για τον παράξενο επισκέπτη τη νύχτα, για τις επόμενες επισκέψεις της, για τη φίλια της με τον Αλμπερτ και για τον τελευταίο τσακωμό.

Η αντίδραση της Ντίνας ήταν μάλλον η αναμενόμενη. Αρχικά την κοιτούσε με δυσπιστία και σκεφτόταν ότι η μοναξιά έχει χτυπήσει κατακέφαλα τη φιλενάδα της, μετά άρχισε να το βλέπει χιουμοριστικά σκεφτόμενη πως ήταν ένα ταξίδι στη φαντασία της Άννας πολύ ρομαντικό και άρχισε να κάνει και σχόλια:

«Δηλαδή, είδες τον Τέρρυ;;»

«Καλά, από όλα όσα σου είπα, αυτό μόνο σου έμεινε;;;» ούρλιαξε η Άννα.

«Και τι περίμενες; Αφού τον Αλμπερτ τον καπάρωσες εσύ, εγώ τι να κάνω; Να του ζητήσω να κάνει χαρέμι;» Κοντοστάθηκε λίγο σκεπτική και συμπλήρωσε: «Τώρα βέβαια, στο χαρέμι του Τέρρυ ευχαρίστως θα πήγαινα, και φυσικά θα εξόντωνα όλες τις υπόλοιπες!!»

«Ντινα!! Μιλάω σοβαρά!!»

«Κούκλα μου, μήπως σου την έχει βαρέσει η μοναξιά και βλέπεις όνειρα στον ξύπνιο σου;»

«Δεν είναι όνειρα! Έτσι έλεγα κι εγώ στην αρχή. Όμως έχω αποδείξεις!»

Η Ντίνα σταμάτησε να χαμογελάει και την κοίταξε σοβαρά.

«Έχω κάτι που μου έδωσε ο Αλμπερτ. Περίμενε...»

Πήγε στο γραφείο,έψαξε αλλά δεν το βρήκε. Άρχισε να ψάχνει πιο νευρικά. «Μα εδώ το είχα!» έλεγε και ανακάτευε τα πράγματα. Κανένα αποτέλεσμα. Απογοητευμένη έπεσε στο κρεβάτι.

«Να πάρει! Τώρα σίγουρα δε θα με πιστεύεις!» Άρχισε πάλι τα κλάματα.

Η Ντίνα πλέον είχε σοβαρέψει.

«Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια όλα αυτά; Είσαι σίγουρη;»

«Μα, γίνεται εδώ και έναν μήνα. Όλα τα βράδια που έπαιρνες και δεν ήμουν; Πού νομίζεις ότι πήγαινα;»

Η Ντίνα είχε πειστεί ότι η φίλη της δεν της έλεγε ψέματα, αν και της ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει ότι όλα αυτά δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας της.

«Και τώρα;» ρώτησε ήρεμα.

«Τώρα τι;»

«Τώρα τι θα γίνει;»

«Τίποτα! Έφυγε... Πέρασε σαν αύρα κι έφυγε...» είπε η Άννα χαμηλόφωνα.

«Αύρα;» Επανέλαβε μηχανικά η φίλη της και αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της. «Αύρα!! Γιʼ αυτό πετάχτηκες σαν τρελή!!»

«Γι αυτό...»

«Και γιατί δεν ακολουθείς την αύρα; Ταξίδεψε μαζί της, κορίτσι μου, άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε!» φώναξε ενθουσιασμένη.

«Ντίνα; Εγώ είμαι η τρελή, εσύ ταʼπαιξες;» Η Άννα την κοίταζε περίεργα, σαν να είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι τους σε αυτή τη συζήτηση.

«Πήγαινε να τον βρεις!»

«Πώς;;;»

«Μα, δεν είπες ότι μπορείς να πας όποτε θέλεις;»

«Έτσι μου είπε, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Δεν ξέρω πως γίνεται!»

«Θα κάνεις ότι σου είπε!»

«Λες;;» αναρωτήθηκε η Άννα.

«Λέω!» δήλωσε με σιγουριά η φίλη της. Και συμπλήρωσε: «Έλα, θα μου μάθεις το κόλπο και την άλλη φορά θα πάμε μαζί!»

«Ντίνα!»

«Καλά ντε, μια πλάκα έκανα! Λοιπόν, ηρέμησε τώρα και σκέψου τι σου έχει πει.»

«Ότι πρέπει να το θέλω πολύ να πάω εκεί.»

«Ε, αυτό τοʼχουμε! Τι άλλο;»

«Τίποτα. Δε σκέφτηκα ποτέ να πάω εκεί μόνη μου. Κάθε μέρα ερχόταν αυτός.»

Η Ντίνα την κοίταξε σαν να είχε κάνει τη μεγαλύτερη βλακεία που θα μπορούσε να κάνει: «Τα συγχαρητήριά μου, που άφησες τέτοιο κελεπούρι! Την άλλη φορά που θα μου παραπονεθείς ότι κάποιος δε σε πήρε τηλέφωνο, θύμισέ το μου...»

«Δε με βοηθάς έτσι!» γκρίνιαξε η Άννα.

«Οκ. Συγκεντρώσου λοιπόν και σκέψου ότι θέλεις να πας εκεί. Σκέψου τον Άλμπερτ, το Λέηκγουντ, κάτι σχετικό τελοσπάντων.»

Η Άννα κάθισε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια της. Έφερε στο νου της το δάσος του Λέηκγουντ, τη λίμνη, το λόφο της Πόνυ, μέρη που επισκέφτηκε. Δεν έγινε τίποτα.

Μετά από αρκετή ώρα εξακολουθούσε να μη συμβαίνει το παραμικρό. Απογοητευμένη, δήλωσε στη φίλη της: «Άστο, δε γίνεται. Δεν πειράζει... Θα δω τι θα κάνω αύριο.»

«Ίσως δεν είσαι αρκετά ήρεμη. Ξαναπροσπαθείς αργότερα», η Ντίνα προσπάθησε να την παρηγορήσει. Κοίταξε το ρολόι της. «Κι εγώ πρέπει να την κάνω!»

«Δε μένεις εδώ σήμερα;» την παρακάλεσε η Άννα.

«Δε γίνεται μωρέ. Το έχω υποσχεθεί. Αύριο περιμένουμε επισκέψεις και πρέπει να είμαι από το πρωί εκεί.»

Τα δυο κορίτσια αγκαλιάστηκαν και η Ντίνα καληνύχτισε τη φίλη της, αφήνοντάς την μόνη.

Η Άννα έκλεισε τα φώτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Αισθανόταν πολύ άσχημα. Μήπως η Ντίνα είχε δίκιο; Μήπως ήταν όλα μέσα στη φαντασία της; Μήπως δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά και τα ονειρεύτηκε; Και αυτό που της χάρισε ο Άλμπερτ; Πώς εξαφανίστηκε; Πάνω στο γραφείο το είχε αφήσει και τώρα δεν υπήρχε.

«Aν ήταν όνειρο, ήταν ένα πολύ ωραίο όνειρο, μόνο που τελείωσε με λάθος τρόπο...»

Η Άννα έκλεισε τα μάτια. Στο νου της έφερε στιγμές που έζησε με τον Άλμπερτ. Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε, μέχρι το βράδυ που έμεινε στο Λέηκγουντ. Μακάρι να ήταν αληθινός, σκέφτηκε. Και σκέφτηκε πώς θα ήθελε να τελειώσει αυτό το όνειρο. Θα πήγαινε να τον βρει και θα του ζητούσε να τη συγχωρέσει για τα λόγια που τον πίκραναν. Είδε τον Άλμπερτ στη φαντασία της, να του εξηγεί πως δεν τα εννοούσε όσα είπε, και ότι τα είπε γιατί φοβόταν να συνεχίσει να δένεται μαζί του.

Και τότε συνέβη κάτι απίθανο! Ένιωσε να ζαλίζεται και να μην μπορεί να ανοίξει τα μάτια της. Αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα και όταν συνήλθε, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Είχε περάσει στην απέναντι όχθη! Είχε βρεθεί στη χώρα των καρτούν! Μόνο που αντί να βρεθεί στο Λέηκγουντ όπως ήθελε, αντίκρισε το λόφο της Πόνυ...

;)
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Μέρος 7ο : Κυνηγώντας το όνειρο







«Ατυχία! Τώρα, τι κάνω;» σκέφτηκε η Άννα. «Πώς βρέθηκα εδώ; Έπρεπε να είμαι στο Λέηκγουντ...» Αναστέναξε. «Άραγε εδώ είναι ο Άλμπερτ;»

Βυθισμένη στις σκέψεις της, η Άννα δεν αντιλήφθηκε την κοπέλα που την παρακολουθούσε ακριβώς από πάνω της, καθισμένη στο κλαδί ενός δέντρου. Ένας θόρυβος πίσω της, σαν κάποιος να έπεφτε από ψηλά, την έκανε να γυρίσει τρομαγμένη. Έμεινε άφωνη, όταν μπροστά της αντίκρισε την Κάντυ. Ήταν όπως ακριβώς την έβλεπε στην οθόνη. Με τα ξανθά φουντωτά της μαλλιά μαζεμένα σε κοτσίδες, τα μεγάλα πράσινα μάτια της να την κοιτάνε γεμάτα καλοσύνη, τις χαρακτηριστικές της φακίδες, που από κοντά φαίνονταν ακόμα περισσότερες, και ένα αστραφτερό αφοπλιστικό χαμόγελο. Η Άννα απόμεινε να την κοιτάει, μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη.

Η Κάντυ χαμογέλασε και της άπλωσε το χέρι:

«Γεια σου, είμαι η Κάντυ!»

Σχεδόν μηχανικά έδωσε η Άννα το χέρι της και με φωνή που δύσκολα ακουγόταν είπε:

«Κι εγώ είμαι η Άννα.»

«Άννα;» η Κάντυ έδειξε ξαφνιασμένη και το πρόσωπό της σοβάρεψε.

«Ναι, Άννα... Με ξέρεις;» ρώτησε διστακτικά εκείνη.

«Ναι... Μου έχει μιλήσει ο Άλμπερτ για σένα», χαμογέλασε και πάλι η Κάντυ.

Η Άννα βρέθηκε σε αμηχανία. «Ο ...Άλμπερτ;» ψέλλισε.

Η Κάντυ έγνεψε καταφατικά.

«Έλα. Πάμε να καθίσουμε», της είπε και την τράβηξε προς το σπίτι της Πόνυ.

Κατεβαίνοντας το λόφο, από το μυαλό της Άννας περνούσαν χίλιες σκέψεις. Τι άραγε να είχε πει ο Άλμπερτ στην Κάντυ; Ήξερε γι’ αυτήν και την ιστορία που έγραφε, όπως ακριβώς ήξερε και ο Άλμπερτ; Τότε το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να της ζητήσει συγγνώμη.

Η Κάντυ άνοιξε την πόρτα του ορφανοτροφείου και τα δυο κορίτσια μπήκανε μέσα. Ένα κύμα δροσιάς χάιδεψε το πρόσωπο της Άννας. Η εξωτερική ζέστη δεν έφτανε μέσα στο πέτρινο κτίριο. Η Άννα αισθάνθηκε παράξενα. Βρισκόταν μέσα στο σπίτι της Πόνυ, ένα μέρος που το είχε δει τόσες φορές στην οθόνη και στο οποίο είχε «ζήσει» πολλές στιγμές –τόσο όμορφες όσο και πικρές- της ηρωίδας της. Αισθάνθηκε δέος στη σκέψη ότι θα συναντούσε την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία. Έριξε μια νοσταλγική ματιά γύρω της. Ήταν σαν να επέστρεφε σε ένα γνώριμο μέρος. Η Κάντυ την οδήγησε στην τραπεζαρία. Όλα ήταν όπως τα έβλεπε στην οθόνη της. Τα ξύλινα έπιπλα, γεμάτα σημάδια από την πολυκαιρία, οι τοίχοι με τα ραγίσματά τους. Η μυρωδιά που ανέδινε το παλιό ξύλο γέμιζε την ατμόσφαιρα με μια γλυκιά ζεστασιά. Δεν απόρησε καθόλου που η Κάντυ θεωρούσε αυτό το μέρος ως το σπίτι της.

Καθίσανε γύρω από το μεγάλο τραπέζι, αντικριστά η μια από την άλλη, και η οικοδέσποινα της πρόσφερε τσάι.

«Είναι πολύ ήσυχα... Δεν είναι κανείς εδώ;» ρώτησε η Άννα.

«Όχι, είμαστε μόνες μας. Η κυρία Πόνυ, η αδελφή Μαρία και τα παιδιά έχουν πάει τον καθιερωμένο τους περίπατο. Όσο ο καιρός ακόμα το επιτρέπει...»

Η Άννα χαμογέλασε. Η ζεστή και φιλική συμπεριφορά της Κάντυ την έκανε να αισθάνεται πιο άνετα και άρχισε να χαλαρώνει.

«Χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να σε γνωρίσω!» ξεκίνησε πάλι η Κάντυ με το συνηθισμένο αυθόρμητο χαμόγελό της.

«Ελπίζω...» είπε η Άννα.

Η Κάντυ την κοίταξε παράξενα: «Γιατί το λες αυτό;»

Η Άννα χαμήλωσε το βλέμμα και είπε ντροπαλά: «Να... αν ξέρεις ποια είμαι, τότε θα ξέρεις ότι έγραφα μια ιστορία για σένα.»

Η Κάντυ γέλασε δυνατά: «Δεν είσαι η μόνη!!!»

Το γέλιο της αφόπλισε την Άννα, που είπε γελώντας: «Ναι, έχεις δίκιο... Είμαστε πολλές οι τρελές!»

«Με τιμά που ασχολείστε μαζί μου, αν και είναι λιγάκι κουραστικό», της έκλεισε το μάτι, κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα.

«Συγγνώμη... Δεν ήξερα ότι σας ταλαιπωρώ... Τώρα που το έμαθα όμως, σταμάτησα και μάλιστα την έσβησα την ιστορία. Πόσο ντρέπομαι...»

«Δε θα έπρεπε, καλή μου Άννα! Δεν μπορούσες να ξέρεις! Γνώρισες ήδη τον Άλμπερτ, έτσι δεν είναι;»

«Ναι... αυτός μου είπε για εσάς. Μου ήταν τόσο δύσκολο να το πιστέψω...»

«Ναι, μου το είπε!» γέλασε ξανά η Κάντυ.

Η Άννα σοβάρεψε ξαφνικά. Τι άλλο άραγε της είχε πει; Θυμήθηκε την τελευταία συνάντηση μαζί του και το βλέμμα της σκοτείνιασε.

Αν και η Κάντυ το πρόσεξε, δεν ανέφερε τίποτα.

«Ο Άλμπερτ σε συμπαθεί πολύ. Μου μίλησε με πολύ καλά λόγια για σένα...» είπε γλυκά.

«Αλήθεια; Κι εγώ τον συμπαθώ παρά πολύ...» το συναίσθημα της ενοχής επανήλθε.

«Ο Άλμπερτ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Νοιάζεται παρά πολύ για τους άλλους. Εμένα μου έχει προσφέρει παρά πολλά, τόσα που νομίζω ότι δε θα μπορέσω ποτέ να του τα ανταποδώσω...» η Κάντυ έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο κι ένα νοσταλγικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Ο καλός μου ο Άλμπερτ... Εμφανιζόταν από το πουθενά και ήταν δίπλα μου, όταν τον χρειαζόμουν.... Πάντα σκέφτεται πρώτα τους άλλους και μετά τον εαυτό του...»

Η Άννα την κοιτούσε αμίλητη. Την άκουγε να μιλά με τόση τρυφερότητα για τον Άλμπερτ, που σκέφτηκε ότι η Κάντυ θα άξιζε πράγματι να είναι μαζί του, αφού τον αγαπούσε τόσο πολύ. Ντράπηκε, όταν θυμήθηκε πως ο Άλμπερτ μόνος του την πλησίασε, της έδειξε έναν κόσμο που την ενθουσίαζε από τα παιδικά της χρόνια και εκείνη αντί να τον ευχαριστήσει, τον πίκρανε με τη συμπεριφορά της. Χαμήλωσε τα μάτια της.

«Είσαι καλά;» η φωνή της Κάντυ διέκοψε τις σκέψεις της.

Ξαφνιασμένη η Άννα γύρισε προς το μέρος της.

«Εε; Ναι... Καλά είμαι», δίστασε πριν συνεχίσει. «Η αλήθεια είναι πως ήρθα εδώ για να δω τον Άλμπερτ», συμπλήρωσε και ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν.

«Τον Άλμπερτ;» η Κάντυ έδειξε να ξαφνιάζεται. Μόλις όμως παρατήρησε την αμηχανία της νεαρής κοπέλας χαμογέλασε. «Λυπάμαι, δεν είναι εδώ. Δεν έρχεται συχνά, λόγω της δουλειάς του...»

«Ξέρεις πού μπορώ να τον βρω;» ρώτησε η Άννα φανερά απογοητευμένη.

«Ίσως είναι στο Λέηκγουντ. Ξέρεις πώς θα πας εκεί;»

Η Άννα κούνησε το κεφάλι. Όχι, δεν ήξερε.

Η Κάντυ έμεινε για λίγο σκεφτική, όταν ξαφνικά άστραψε το πρόσωπό της. «Ο Τομ!»

Σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα της και πήγε προς το παράθυρο. «Θα ερχόταν σήμερα εδώ να φέρει κάποια πράγματα για τα παιδιά. Μάλιστα έχει αργήσει κιόλας. Μπορεί να σε πάει εκείνος!»

Οι ελπίδες της Άννας αναπτερώθηκαν. Τελικά ίσως κατάφερνε να δει τον Άλμπερτ.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ποδοβολητό αλόγων και το τρίξιμο που έκαναν οι ρόδες μιας άμαξας στην αυλή. Η Κάντυ έτρεξε στην πόρτα. «Αυτός είναι!» φώναξε ενθουσιασμένη.

Λίγο αργότερα η Άννα αποχαιρετούσε την Κάντυ. Την αγκάλιασε σφιχτά σαν να ήταν μια παλιά φίλη που είχε συναντήσει μετά από καιρό. Καθώς η άμαξα απομακρυνόταν, είδε την Κάντυ στο κατώφλι του ορφανοτροφείου να τη χαιρετά. Ένιωσε τόση ζεστασιά μέσα της, αλλά και μελαγχολία συνάμα. Πόσα ήθελε να της πει και πόσα δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει…

*****************************************

Φτάνοντας στο Λέηκγουντ, ο Τομ άφησε την Άννα έξω από την κεντρική πύλη με τα τριαντάφυλλα του Άντονυ. Εκείνη στάθηκε για λίγο και κοίταξε την τεράστια έκταση, η οποία απλωνόταν μπροστά της και ανήκε στους Άρντλεϋ. Απέραντοι κήποι έως εκεί που έφτανε το μάτι και στο βάθος ξεχώριζε ένα πελώριο σπίτι που ορθωνόταν σαν παλάτι.

Άνοιξε τη βαριά πύλη και προχώρησε στο μακρύ πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι. Τριγύρω οι ολάνθιστες τριανταφυλλιές στόλιζαν τον κήπο της κεντρικής εισόδου με κάθε λογής χρώματα, ενώ το δροσερό απογευματινό αεράκι σκόρπιζε το άρωμά τους σε όλη την περιοχή.

Καθώς η Άννα βάδιζε αργά ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, ο νους της αναπόφευκτα πήγε στον Άντονυ. Ο κήπος ήταν πανέμορφος και φαντάστηκε το νεαρό αγόρι να στέκεται πάνω από μια λευκή τριανταφυλλιά –τη γλυκιά Κάντυ, όπως ακριβώς στην ιστορία- να την περιποιείται. Κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά γύρω της. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά.

«Γιατί να χάνονται οι άνθρωποι; Ακόμη και οι ήρωες των κινουμένων σχεδίων... γιατί να χάνονται; Είναι πολύ σκληρό να μην μπορείς να ξαναδείς τα αγαπημένα σου πρόσωπα. Να ξεχνάς τη φωνή τους, το χρώμα των ματιών τους, να μην μπορείς να αγγίξεις το χέρι τους...»

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

«Καλησπέρα!» μια φωνή την έκανε να πεταχτεί τρομαγμένη.

Κοίταξε γύρω της ανήσυχη. Ποιος μπορεί να ήταν;

«Εδώ!» η φωνή ακούστηκε πιο καθαρά αυτή τη φορά. Γύρισε προς το μέρος, από όπου ερχόταν ο ήχος και είδε ένα νεαρό άνδρα να σηκώνει το χέρι του και να τη χαιρετάει. Βρισκόταν ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και κινήθηκε προς το μέρος της. Φορούσε μια τζιν φόρμα και κρατούσε ένα κλαδευτήρι. Έμοιαζε να δουλεύει στον κήπο και η Άννα σκέφτηκε ότι θα ήταν ο κηπουρός.

Όταν την πλησίασε αρκετά, η Άννα ξαφνιάστηκε από την εικόνα που αντίκρισε. Ο νεαρός άνδρας ήταν γύρω στα είκοσι, ψηλός, ξανθός, με υπέροχα καταγάλανα μάτια και έμοιαζε εκπληκτικά στον Άλμπερτ, μόνο που τα μαλλιά του ήταν κοντά. Η Άννα απόμεινε να τον κοιτά με το στόμα ανοιχτό. Θα μπορούσε να βάλει στοίχημα ότι μπροστά της στεκόταν ο Άντονυ. Κάπως διαφορετικός όμως, ενήλικας πια. Αλλά πώς ήταν δυνατόν;

Ο νεαρός τη χαιρέτησε με μια ελαφριά υπόκλιση του κεφαλιού και της μίλησε με τη γλυκιά του φωνή.

«Καλησπέρα! Δε σας έχω ξαναδεί εδώ, δεσποινίς μου... Ψάχνετε κάποιον;»

Η Άννα προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.

«Ε.. καλησπέρα! Θα ήθελα να δω τον κύριο Άρντλεϋ. Τον κύριο Αλμπ.. εε. Γουίλλιαμ Άρντλευ, εννοώ», είπε με φωνή που πάλευε να την κρατήσει σταθερή.

Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο του νεαρού.

«Τότε είστε πολύ τυχερή, δεσποινίς μου! Ο κύριος Άρντλεϋ μόλις ανέβαλε την επιστροφή του στο Σικάγο!»

Η Άννα χάρηκε αφάνταστα. Επιτέλους θα μπορούσε αν δει τον Άλμπερτ! Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, ο νεαρός μίλησε και πάλι:

«Βλέπω, γνωρίζετε τον κύριο Άρντλεϋ πολύ καλά, για να χρησιμοποιείτε το όνομα Άλμπερτ. Μόνο στους φίλους του συστήνεται έτσι ο θείος μου», της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα.

«Θείος;;;;» η Άννα ξαφνιάστηκε

«Ναι, ο Άλμπερτ είναι θείος μου! Ω, συγγνώμη, ξέχασα να συστηθώ. Άντονυ Μπράουν, ανιψιός του Άλμπερτ», είπε ο νεαρός και της έτεινε το χέρι του.

«Α... Ά…ντο..νυ;;;» η Άννα πρόλαβε να ψελλίσει πριν σωριαστεί λιπόθυμη στην αγκαλιά του Άντονυ.

***************************************************

Η Άννα άνοιξε τα μάτια της. Αισθανόταν πολύ αδύναμη. Προσπάθησε με δυσκολία να σηκωθεί και διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε ένα ευρύχωρο και πολύ περιποιημένο δωμάτιο. Κάνοντας το γύρο του δωματίου το βλέμμα της σταμάτησε πάνω σε μια φιγούρα που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο. Ήταν ο Άλμπερτ, όπως μπόρεσε να διακρίνει, ο οποίος είχε την πλάτη γυρισμένη προς αυτή.

«Άλμπερτ!» φώναξε.

Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε. Η ανήσυχη έκφραση του προσώπου του μετατράπηκε σε ένα γλυκό χαμόγελο ανακούφισης.

«Επιτέλους!» αναφώνησε ο Άλμπερτ κι έτρεξε κοντά της. «Μας ανησύχησες!»

«Άλμπερτ, πώς βρέθηκα εδώ;» ρώτησε, κοιτάζοντας πιο προσεχτικά το χώρο γύρω της.

Εκείνος κάθισε κοντά της στο κρεβάτι και της κράτησε τα χέρια.

«Τώρα θυμάμαι... Ήμουν στον κήπο και μιλούσα με έναν νεαρό...» τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στη θύμηση αυτή. «Τον Άντονυ!» Με βλέμμα γεμάτο απορία αλλά και τρόμο κοίταξε τον Άλμπερτ.

Ο Άλμπερτ της έτριψε τα χέρια και της χαμογέλασε γλυκά. «Ησύχασε. Μη φοβάσαι. Ήθελα να στο πω αλλά δεν ήξερα πώς... Ξέρεις, ο Άντονυ δεν...»

«Μα πώς;;»

«Σου είχα πει κάποτε ότι όταν γεννιόμαστε είναι σαν να παίρνουμε ένα ρόλο που πρέπει να παίξουμε. Μετά είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε όπως θέλουμε. Κάπως έτσι...» προσπάθησε να της εξηγήσει.

«Δηλαδή, ο Άντονυ δε σκοτώθηκε;» ρώτησε η Άννα χαρούμενα.

«Όχι, ζει εδώ... Γι’ αυτό και δε σου είχα προτείνει μέχρι τώρα να έρθεις εδώ. Ήθελα να στο πω πρώτα...»

«Μα τότε και ο Στήαρ;;»

«Ναι, και ο Στήαρ είναι καλά και ασχολείται, όπως πάντα, με τις εφευρέσεις του!» χαμογέλασε ο Άλμπερτ.

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι γι’ αυτά που ακούω! Μου φαίνονται απίστευτα!» φώναξε ενθουσιασμένη.

Ξαφνικά το βλέμμα του Άλμπερτ σοβάρεψε: «Και μένα μου φαινόταν απίστευτο, όταν σε είδα λιπόθυμη να σε μεταφέρει ο Άντονυ επάνω. Πώς βρέθηκες εδώ;»

Η Άννα τον κοίταξε ντροπαλά. «Ήθελα να σε δω...»

«Γιατί; Έγινε κάτι;» Ρώτησε ανήσυχος.

«Όχι. Μόνο τότε μπορώ να σε δω; Αν συμβεί κάτι;» Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Όχι, φυσικά! Απλά μου έδωσες την εντύπωση ότι δεν ήθελες να... να με δεις σύντομα», είπε ο Άλμπερτ και ελευθέρωσε τα χέρια της.

Η Άννα χαμήλωσε το βλέμμα. Έσφιξε το σεντόνι με τα χέρια της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει. Γιατί είχε έρθει ως εδώ; Ήθελε τόσα να του πει, αλλά δεν είχε το θάρρος. Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της και πάλευε να τα συγκρατήσει.

«Άλμπερτ... αυτό δεν είναι αλήθεια.... Το αντίθετο μάλιστα... Θέλω να σε βλέπω, τόσο που...» σταμάτησε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει.

«Που...» επανέλαβε εκείνος.

Δεν άντεξε άλλο. Τα δάκρυα ξεχείλισαν και η νεαρή κοπέλα έκρυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της. «Μα, τι περιμένεις να σου πω; Ξέρεις πόσο δύσκολο μου είναι να παραδεχτώ ότι είμαι ερωτευμένη με ένα καρτούν;»

Το πρόσωπο του Άλμπερτ φωτίστηκε. Την πλησίασε και ελευθέρωσε το πρόσωπό της από τα χέρια της. Με τον αντίχειρά του χάιδεψε απαλά το μάγουλό της και της είπε γλυκά:

«Φαντάζομαι όσο και για μένα να παραδεχτώ ότι είμαι ερωτευμένος με έναν άνθρωπο.»

Η Άννα σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε κατάματα. Εκείνος της χαμογέλασε και τη φίλησε γλυκά.

Επ, τι περιμένατε;; Οφθαλμόλουτρο, εε;;; Σα δε ντρέπεστε!!
icon10.gif
icon10.gif
icon10.gif






*************************

Η Άννα κούμπωσε το πουκάμισό της και πλησίασε στο παράθυρο. Η νύχτα υποχωρούσε στο φως του ήλιου που είχε μόλις ανατείλει. Μια καινούργια μέρα άρχιζε... Γύρισε και κοίταξε τον Άλμπερτ. Κοιμόταν ακόμη και τα ξανθά του μαλλιά έπεφταν στους γυμνούς του ώμους. Ένα χαμόγελο ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη της...
 
Μέρος 8ο : Μόνο στα όνειρα...

 






 

 


«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Άλμπερτ την Άννα καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του και της χάιδευε τα μαλλιά.

 


«Τίποτα...» απάντησε εκείνη άκεφα, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Γύρισε και τον κοίταξε: «Σκέφτομαι τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα...»

 


Εκείνος της χαμογέλασε: «Τι θέλεις να κάνουμε;»

 


«Άλλο τι θέλω και άλλο τι πρέπει...» είπε μελαγχολικά.

 


Το πρόσωπο του Άλμπερτ σοβάρεψε. «Και τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;»

 


«Δεν ξέρω... Πώς όμως θα συνεχίσουμε;»

 


«Για μένα είναι ξεκάθαρο. Θέλω να είμαστε μαζί.»

 


«Κι εγώ, αλλά ζούμε σε δυο διαφορετικούς κόσμους...»

 


«Αυτό είναι ένα εμπόδιο που μπορεί να ξεπεραστεί, Άννα.»

 


«Μα πώς;»

 


«Αν μπορούσα να έρθω στον κόσμο σου, θα το έκανα ευχαρίστως. Αλλά δε γίνεται...»

 


«Ενώ εγώ; Μπορώ να ζήσω στο δικό σου, εννοείς;» η Άννα τον κοίταξε απορημένη.

 


«Αν το θέλεις...» σταμάτησε για λίγο και συνέχισε: «Αν ήθελες, θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Αν ήσουν διατεθειμένη να...»

 


«Να...»

 


«Να έρθεις να μείνεις εδώ μαζί μου... Για πάντα.»

 


«Για πάντα;» ψέλλισε η κοπέλα έντρομη. «Δηλαδή να εγκαταλείψω τον κόσμο που ζω; Την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τις σπουδές μου, τα πάντα;»

 


Ο Άλμπερτ την κοίταξε συμπονετικά στα μάτια. Έσκυψε και τη φίλησε.

 


«Δε γίνεται αλλιώς, καρδιά μου... Είναι δική σου απόφαση.»

 


Η Άννα κατέβασε το βλέμμα. «Δε γίνεται, όχι.. αυτό είναι αδύνατο... Δεν μπορώ έτσι απλά να εξαφανιστώ... δε θα μπορούσα να μην ξαναδώ την οικογένειά μου.»

 


Εκείνος τη ρώτησε: «Αν υποθέσουμε ότι ζούσες και στους δύο κόσμους, τι θα τους έλεγες; Ότι θα ζήσεις με ένα καρτούν;»

 


«Θα τους εξηγούσα...» είπε δυνατά, αλλά αμέσως σταμάτησε. Ήξερε ότι ο Άλμπερτ είχε δίκιο. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Γιατί δε γίνεται διαφορετικά; Γιατί; Σε βρήκα μόνο για να σε χάσω...»

 


«Είναι δύσκολη απόφαση, το ξέρω, και θα δεχτώ ό,τι αποφασίσεις...» της είπε εκείνος καθώς την έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.

 


Μύρισε το άρωμά του... Γιʼ αυτήν πλέον δεν ήταν ένα καρτούν, ήταν ένας άνδρας που την ένιωθε και τη συμπονούσε, ένας άνδρας, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη και έλιωνε στην κάθε του ματιά και στο κάθε του άγγιγμα. Ένας άνδρας που δεν την είχε στενοχωρήσει ποτέ. Και να που η μοίρα τους έπαιζε ένα άσχημο παιχνίδι.

 


«Γιατί;» ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. «Δε με ενδιαφέρει η δουλειά, οι σπουδές, τίποτα από τον κόσμο των ανθρώπων. Τίποτα. Αλλά δεν μπορώ να στερηθώ την οικογένειά μου. Δεν μπορώ να μην τους ξαναδώ ποτέ...»

 


Ο Άλμπερτ της χάιδεψε τα μαλλιά. «Ο μόνος λόγος είναι αυτός; Δε θα σε πείραζε να έρθεις εδώ και να ζήσεις μια ζωή εντελώς διαφορετική από αυτή που έχεις συνηθίσει; Μια ζωή μιας άλλης εποχής, που ίσως δε θα σου αρέσει; Η θέση της γυναίκας στη δική μου κοινωνία, όπως γνωρίζεις, είναι διαφορετική από τη δική σου, και εσύ θέλεις να είσαι ελεύθερη. Εδώ θα ανήκεις σε μια αριστοκρατική οικογένεια και όλες σου οι πράξεις θα κρίνονται. Δε θα είναι εύκολο. Είσαι σίγουρη ότι θα αντέξεις;»

 


«Όσο είμαι μαζί σου, δε με ενδιαφέρει τίποτα. Αρκεί να είσαι εσύ στο πλάι μου... Το μόνο που δεν μπορώ να δεχτώ είναι να χάσω τους δικούς μου. Ξέρεις πώς είναι...»

 


«Το ξέρω, αγάπη μου...» είπε ο Άλμπερτ και τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο. «Αν όμως είσαι σίγουρη ότι μπορείς να έρθεις εδώ και το μόνο που σε κρατάει είναι η οικογένειά σου, νομίζω πως μπορούμε να βρούμε μια λύση.»

 


Τον κοίταξε παραξενεμένη. «Πώς δηλαδή;»

 


«Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις... Όταν έρχεσαι εδώ ο χρόνος για σένα σχεδόν σταματά. Στην ουσία δε χάνεις καμιά στιγμή από τη ζωή σου στον κόσμο των ανθρώπων.»

 


Η Άννα είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό: «Αδύνατο! Γιʼ αυτό πάντα γύριζα νύχτα! Και όταν πέρασα τη νύχτα στο Λέηκγουντ, εκεί δεν είχε ξημερώσει ακόμη...»

 


«Γιʼ αυτό...» επιβεβαίωσε ο Άλμπερτ με ένα πικρό χαμόγελο.

 


«Και γιατί δε μου το είχες πει ποτέ;»

 


«Γιατί φοβόμουν. Αν ήξερες ότι εσύ δε χάνεις τίποτα από τη ζωή σου, θα μπορούσες να το δεις απλά σαν ένα παιχνίδι. Να έρχεσαι όποτε θέλεις, να φεύγεις όποτε θέλεις... Και αυτό ήταν κάτι που δε θα το άντεχα. Φέρθηκα εγωιστικά... Με συγχωρείς που δε σου το είπα;»

 


Εκείνη τον πλησίασε και τον φίλησε.

 


«Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω!»

 


Της χαμογέλασε: «Μπορείς να πηγαίνεις όποτε θέλεις πίσω και να βλέπεις τους δικούς σου. Για εκείνους θα είναι σαν να μην έφυγες ποτέ από κοντά τους. Εγώ θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω.»

 


Η Άννα τον αγκάλιασε και αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή της απόλυτα ευτυχισμένη. Ό,τι μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί στα πιο τρελά της όνειρα, το είχε μόλις αποκτήσει...

 


«Υπάρχει και κάτι ακόμα όμως...» ξεκίνησε ο Άλμπερτ καθώς την ελευθέρωσε από την αγκαλιά του. «Νομίζω ότι εγώ δεν είμαι εντάξει απέναντί σου. Πρέπει να κάνω κι εγώ μια θυσία. Σκέφτομαι να αφήσω τη θέση μου στην οικογένεια, τα ανίψια μου μπορούν να τη φροντίσουν. Εξάλλου ποτέ δε μου άρεσαν τα πλούτη. Μπορώ να ζήσω με ένα σακίδιο στον ώμο.»

 


Η κοπέλα τον κοίταξε παράξενα, καθώς εκείνος συνέχισε.

 


«Αρκεί να συμφωνείς κι εσύ, φυσικά. Σκέψου το, δε θα είσαι η κυρία Άρντλεϋ με τις φορτικές κοινωνικές υποχρεώσεις που κρίνεται ό,τι κι αν κάνει και ό,τι κι αν πει. Θα είσαι απλά η γυναίκα μου και θα γυρίζουμε τον κόσμο, θα κοιμόμαστε όπου μας βρίσκει η νύχτα και θα ζούμε ελεύθεροι!»

 


Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, λέγοντας: «Και να χάσω αυτό το υπέροχο μέρος; Με την τόσο υπέροχη βίλα, που ακόμη δε μου την έδειξες ολόκληρη, αλλά φαντάζομαι θα το κάνεις, μόλις φύγει η θεία σου; Με τίποτα!!»

 


Ο Άλμπερτ γέλασε δυνατά και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Η κοινή τους ζωή μόλις ξεκινούσε...

 

 

 




***********************************************************

 

 

 


Ένας δυνατός ήλιος έμπαινε από το παράθυρο. Η ζέστη είχε υποχωρήσει τις τελευταίες μέρες και το καλοκαιράκι έδειχνε ξεκάθαρα πως πλησίαζε στο τέλος του.

 


Η Άννα ξύπνησε κι ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Προσπάθησε με δυσκολία να ανασηκωθεί στο κρεβάτι της. Είχε τρομερό πονοκέφαλο και ένιωθε το σώμα της μουδιασμένο. Σήκωσε το κεφάλι της. Μυρωδιά καφέ άγγιξε τη μύτη της. Μα ποιος ήταν εδώ;

 


Μια γυναικεία μορφή ξεγλίστρησε αθόρυβα από την κουζίνα. Κοίταξε στο δωμάτιο δειλά και μόλις είδε την Άννα προχώρησε και χαμογέλασε:

 


«Πώς είσαι, Αννούλα μου; Ξύπνησες;»

 


«Τζένη!» αναφώνησε η Άννα ξαφνιασμένη.

 


«Σε τρόμαξα;» ρώτησε η Τζένη καθώς την πλησίασε. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της και της έπιασε το μέτωπο. «Νομίζω πως σου έπεσε ο πυρετός. Ωραία!»

 


Και τότε η Άννα θυμήθηκε. Ήταν άρρωστη εδώ και τρεις μέρες. Είχε πυρετό, ο λαιμός της ήταν χάλια και το κορμί της πονούσε τρομερά. Καλοκαιριάτικα! Δεν σηκώνει τα πολλά παγωτά ο οργανισμός της, της είχε πει η αδερφή της όταν μίλησαν στο τηλέφωνο, και ακουγόταν τόσο χάλια, που η Τζένη ήρθε αμέσως να τη δει. Την πήγε στο γιατρό -τραβώντας την κυριολεκτικά- και έμενε μαζί της τα βράδια να τη φροντίζει.

 


«Ο ύπνος σου έκανε καλό. Τι ύπνος δηλαδή, εσύ έπεσες σε λήθαργο!» της είπε γελώντας η αδερφή της.

 


«Ναι... Μάλλον κοιμήθηκα βαριά...» είπε η Άννα προσπαθώντας να συνέλθει.

 


«Περίεργα όνειρα πρέπει να έβλεπες», παρατήρησε η Τζένη.

 


«Περίεργα; Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε παραξενεμένη η αδερφή της.

 


«Χθες το βράδυ έκαιγες ακόμα από τον πυρετό και έμεινα ξύπνια ως αργά. Κάποια στιγμή παραμιλούσες και έλεγες κάτι ασυναρτησίες.»

 


«Τι ασυναρτησίες;» η Άννα ανησύχησε. Τι μπορεί να έλεγε στον ύπνο της;

 


«Να... έλεγες κάτι ονόματα. Κάντυ, Άλμπερτ, Άντονυ, Λέηκγουντ... Καλά, την Κάντυ έβλεπες στον ύπνο σου; Πού τη θυμήθηκες, παιδί μου;»

 


Η Άννα κοκάλωσε. Ύστερα χαμογέλασε στην αδερφή της: «Ναι.. μάλλον έβλεπα παράξενα όνειρα...»

 


Η Τζένη βλέποντάς την χαμογέλασε κι αυτή: «Καλά, πάω να σου φτιάξω ένα τσάι τώρα.»

 


Καθώς η αδερφή της χάθηκε στο διάδρομο, η Άννα γύρισε το βλέμμα προς το παράθυρο. Έκλεισε τα μάτια στον ήλιο και συνέχισε να χαμογελάει.

 


«Ναι... αν ήταν όνειρο, ήταν σίγουρα παράξενο...»

 

 

 

 




***********************************************************

 

 

 


[Έξι χρόνια αργότερα...]

 

 


«Αυτό πού να το βάλω, θεία;» ρώτησε ένα σγουρομάλλικο αγοράκι την κοπέλα που ήταν χωμένη μέσα σε μια τεράστια κούτα και προσπαθούσε να στοιβάξει κουβέρτες και μαξιλάρια.

 


«Ποιο, Άγγελέ μου;» ένα κεφάλι προέβαλε από την κούτα.

 


«Να, αυτό…» ο μικρός σήκωσε ψηλά ένα βιβλίο και το έδειξε.

 


«Αυτό θα πάει σε εκείνη την κούτα δεξιά, με τα περιοδικά.» απάντησε η κοπέλα και αμέσως σηκώθηκε και πλησίασε το αγόρι. «Έλα, ώρα να κάνουμε ένα διάλειμμα. Πάμε να φάμε ένα παγωτό.»

 

 


Λίγο μετά κάθονταν οι δυο τους στο μπαλκόνι και απολάμβαναν το απογευματινό αεράκι που φύσαγε και δρόσιζε τη ζεστή πόλη.

 


«Αρκετά κουράστηκες, Άγγελε. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να σε πάω σπίτι. Ήδη με βοήθησες αρκετά.» είπε η Άννα ανακατεύοντας παιχνιδιάρικα τα μαλλιά του μικρού.

 


«Όχι, δεν κουράστηκα! Κι έχω ακόμη δύο στοίβες περιοδικά κάτω από το γραφείο», επέμεινε ο μικρός, περήφανος που η θεία του του είχε εμπιστευτεί το ξεδιάλεγμα των βιβλίων και περιοδικών που υπήρχαν διάσπαρτα σε διάφορα μέρη τριγύρω από το κρεβάτι και το γραφείο της.

 


«Χαρά μου, δε θέλω να κουράζεσαι. Πολλά από αυτά θα θέλουν πέταμα. Μερικά υπάρχουν χρόνια εκεί!»

 


«Θα σε ρωτάω, όπως συμφωνήσαμε», χαμογέλασε ο μικρός, που δεν έδειχνε να πτοείται από τα λόγια της θείας του.

 


Έφαγε μια κουταλιά από το παγωτό του και σήκωσε ξανά το βλέμμα του προς τη θεία του. «Είναι ανάγκη να φύγεις; Και πότε θα σε βλέπω;» είπε παραπονιάρικα.

 


«Μα, δεν τα είπαμε αυτά; Αφού βρήκα μια πολύ καλή δουλειά εκεί. Εξάλλου, εκεί είναι ο παππούς και η γιαγιά, θέλουν κι αυτοί να με βλέπουν. Λείπω σχεδόν δέκα χρόνια, αγάπη μου Όταν ήρθα εγώ στην Αθήνα, εσύ μόλις είχες γεννηθεί.»

 


«Ναι, αλλά η Κρήτη είναι μακριά... Κι εμείς ερχόμαστε μόνο καλοκαίρι...» γκρίνιαξε πάλι ο μικρός.

 


«Τώρα όμως που μεγάλωσε η Μαρία, θα μπορείτε να έρχεστε πιο συχνά. Θα ερχόμαστε κι εμείς στην Αθήνα. θα μιλάμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Έλα, μη μου θυμώνεις...Άσε που θα περάσουμε ολόκληρο το καλοκαίρι μαζί, ε;» του χαμογέλασε γλυκά η Άννα.

 


«Πάλι καλά...» ο μικρός κλώτσησε με το παπούτσι του το δάπεδο νευριασμένα. «Ευτυχώς που με άφησε η μαμά, γιατί ήθελε και η Μαρία να έρθει και εγώ δεν την αντέχω!»

 


«Άγγελε, μη μιλάς έτσι για την αδερφή σου. Δε βλέπεις πόσο αγαπημένες είμαστε εγώ και η μαμά;» τον χάιδεψε στα μαλλιά η θεία του.

 


«Ναι, αλλά η Μαρία συνέχεια χώνεται στα πόδια μου και με ενοχλεί...» δικαιολόγησε τη στάση του ο μικρός.

 


«Μα είναι μικρή ακόμα. Ξέρεις τι πειραχτήρι ήσουν εσύ, όταν ήσουν τεσσάρων χρονών; Δεν άφηνες κανέναν σε χλωρό κλαρί!»

 


«Αλήθεια;» το πρόσωπο του μικρού άστραψε. Ξαφνικά η λέξη πειραχτήρι δεν ηχούσε τόσο άσχημα στα αυτιά του.

 


«Αλήθεια!» γέλασε η Άννα. «Έλα, πάμε μέσα τώρα να συνεχίσουμε.»

 

 


Ο Άγγελος έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Χαιρόταν που βοηθούσε τη θεία του κατά το πακετάρισμα. Η αδερφή του κρίθηκε μικρή για να προσφέρει οτιδήποτε εκτός από μπελάδες και αυτό τον έκανε να αισθάνεται ακόμη πιο περήφανος που αυτόν –το μεγάλο- μπορούσαν να τον εμπιστευτούν.

 


Χώθηκε κάτω από το γραφείο και ανέλαβε να ξεκαθαρίσει τα σκονισμένα βιβλία που κείτονταν εδώ κι εκεί. Κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάτι που είχε σφηνωθεί στο καλοριφέρ πίσω από το γραφείο. Τράβηξε το μαύρο κορδόνι και παρατήρησε το αραχνιασμένο εύρημα του.

 


«Θεία, κοίτα τι βρήκα! Δικό σου είναι;»

 


Η Άννα σήκωσε το κεφάλι της. Ο μικρός κρατούσε ψηλά το χέρι του, στο οποίο κρεμόταν ένα μαύρο κορδόνι και ένα καφετί αντικείμενο αιωρούνταν από αυτό.

 


«Για να δω... Πού το βρήκες;» ρώτησε και πλησίασε τον ανιψιό της, περίεργη να εξερευνήσει και η ίδια αυτό το εύρημα, που το αγόρι ήδη περιεργαζόταν.

 


«Πίσω από το γραφείο, στο καλοριφέρ. Γεμάτο αράχνες είναι!»

 


«Δεν είναι δυνατόν!» σκέφτηκε, μόλις είδε από κοντά αυτό που κρατούσε ο Άγγελος και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά.

 


Το αγόρι της το έδωσε και την ξαναρώτησε: «Δικό σου είναι;»

 


«Ναι... Νόμιζα ότι το είχα χάσει» είπε εκείνη. «Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε...»

 


«Εσύ το έφτιαξες κι αυτό;» ρώτησε ο Άγγελος, γνωρίζοντας με πόση αγάπη η θεία του έφτιαχνε μόνη της κοσμήματα.

 


«Όχι, αγόρι μου. Αυτό δεν το έφτιαξα εγώ...» είπε η Άννα και καθάρισε τις σκόνες χαϊδεύοντας το αντικείμενο με τον αντίχειρά της. «Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία, που θα τη διηγηθώ στη μαμά σου, όταν έρθετε κάτω στην Κρήτη», χαμογέλασε και έδωσε στον Άγγελο ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.

 

 

 

 


:)

 

 

 

 


“Fill my heart with song


And let me sing for evermore


You are all I long for


All I worship and adore

 


In other words


Please be true


In other words


I love you”

 


Fly me to the moon, Bart Howard

 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Επίλογος



Τώρα που τελείωσε η ιστορία μας, θα ήταν ίσως άδικο να μείνει ο αναγνώστης με την εντύπωση ότι ήταν δημιούργημα μιας ανθρώπινης φαντασίας. Την ιστορία αυτή, όπως ακριβώς την έγραψα, μου τη διηγήθηκε η Άννα, πριν από πάρα πολλά χρόνια στη βεράντα του σπιτιού της, όταν περνούσαμε ένα από τα τόσα καλοκαίρια μας στην Κρήτη. Η Αννούλα μας έχει μεγαλώσει και ίσως να μην ξαναβρήκε τον Άλμπερτ της, αλλά βρήκε ένα πολύ καλό γήινο αντίγραφό του. Ζει ευτυχισμένη και δεν έχει μετανιώσει ούτε στιγμή για τις επιλογές της, ούτε στο χώρο των καρτούν ούτε στο χώρο των ανθρώπων. Η αλήθεια είναι ότι με δυσπιστία την άκουσα να μου διηγείται αυτά που είχαν συμβεί στη ζωή της, και μόνο όταν μου παρουσίασε το μοναδικό κομμάτι που είχε απομείνει ως ανάμνηση εκείνης της περιόδου της ζωής της, άρχισα να την πιστεύω. Ένα κομματάκι ξύλο σε σχήμα μισής καρδιάς δεμένο με ένα δερμάτινο κορδονάκι. Με καφέ κυματισμούς, ο καθένας για τον κάθε χρόνο της ζωής του δέντρου, του οποίου αποτελούσε κάποτε κομμάτι. Κανένα πολύτιμο μέταλλο, κανένα φανταχτερό πετράδι. Τόσο λιτό και συνάμα τόσο γλυκό και όμορφο, όπως ήταν κι ο Άλμπερτ, όπως ήταν και η ζωή της μαζί του.

Αυτό το «φυλαχτό» τώρα κρέμεται στο λαιμό της κόρης μου, που μόλις ξεκινά την ενήλικη ζωή της. Της το χάρισε η Άννα στα γενέθλιά της, με την ευχή να βρει κι εκείνη αυτό που ψάχνει στη ζωή της, αυτό που θα την κάνει ευτυχισμένη. Γιατί τα απλά και μικρά πράγματα και όχι τα πομπώδη και φανταχτερά συνθέτουν την ευτυχία. Η ζεστή αγκαλιά της μητέρας, το γεμάτο εμπιστοσύνη βλέμμα του πατέρα, τα πρώτα βήματα ενός μωρού, το χαμόγελο ενός παιδιού που μαθαίνει ποδήλατο, το φιλικό χτύπημα στην πλάτη τη δύσκολη στιγμή, αποτελούν τις χαρές της ζωής.

Η Αννούλα μας το αντιλήφθηκε αυτό πολύ νωρίς και βρήκε τον πρίγκιπά της. Που είτε στο φανταστικό είτε στον πραγματικό κόσμο είχε μία και μόνη μορφή. Αυτή του άνδρα που αγάπησε.

Τζένη Κ.

;)
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα