Ποιήματα στο σχολείο

Λορένα

RetroNuts!
Joined
21 Απρ 2008
Μηνύματα
1.607
Αντιδράσεις
281
Σιγουρα θυμαστε τα ποιηματα που λεγαμε ολοι κατα καιρους στις σχολικες γιορτες. Τα περισσότερα τα λεγαμε στις εθνικές επετειους (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβριου), οπου τον θαυμασμο τον αποσπουσαν τα παιδακια που λεγανε μεγαααααλα ποιηματα ή τα πολυ μικρα (παιδια).

Οι ατυχίες πολλες..

Αλλος ντρεποταν μπροστα στο πληθος (μας εβαζαν και σε εξεδρα με μικροφωνο) και ξεχναγε τα λογια του. Αλλος το ελεγε σχεδον ψιθυριστα, αλλος εκανε βιαστικη εισοδο και εξοδο (δεν προλαβαινες καν να τον δεις), αλλος εβαζε τα κλαμματα κτλ

Ποιηματα ειπα πολλα, που δεν τα θυμαμαι πια. Το πρωτο ομως που ειπα στο νηπιαγωγειο το θυμαμαι ακομη. Αιτια η μανα μου, που μου υπενθυμιζε συνεχως, πως απορησε ο κοσμος που ειπα ενα τοσο μεγαλο ποιημα δυνατα και καθαρα, ενω ημουν ακομη νηπιο, και γενικα ολο το περιστατικο, και παρολο που εγω δεν θυμαμαι απολυτως τιποτα, θυμαμαι ακομη όσα μου ειπε

Το βρηκα γκουγκλιζοντας :)

Η τζαβελαινα


Ένα πουλάκι κάθονταν απάνω στο γεφύρι



μοιρολογούσε κι έλεγε, τʼ Αλή Πασά του λέει:



Δεν είναι εδώ τα Γιάννινα να φτιάσεις συντριβάνια



δεν είναι μήτε η Πρέβεζα πόκαμες παλιομέρι



μόνʼ είνʼ το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο



που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσα



που πολεμάει Τζαβέλαινα με το παιδί στον κόρφο.



Στο ʽνα της χέρι το σπαθί και στʼ άλλο το ντουφέκι



και τα φυσέκια στην ποδιά, τα βόλια μέσʼ της ζάβες.


Και.. φυσικα τα ατυχηματα δεν ελειψαν :xm:

Φορουσα ενα φουστανακι μεχρι το γονατο, και ειχα τα χερια στις τσεπες και τα πηγαινα περα-δωθε (απο την αμηχανια μου), οποτε ... καταλαβαινετε... εγιναν αποκαλυψεις :p :p
 
Xαχαχα ,ελεγα και εγω αλλα θυμαμαι ενα ποιημα,μια φραση που την εκανα λαθος συνεχεια και ο δασκαλος με διορθωνε.

Ελεγε μεσα το ποιημα "Του κάκου ομως" και εγω ελεγα "του κακού".

Εγω ειχα δικιο ,επιμενω .
 
"Διαβάτη θτάθου πλοθοχή

Δω πέλα κείτονται νεκλοί

Που δεν επλόδωσαν ποτέ

Κι ούτε ποτέ είπαν πθέματα

Αν χαίλεσαι τ' ωλαίο φωθ

Κι αν χωλίθ φόβο πελπατάθ

Κι αν θ' αγαπάνε κι αγαπάθ

Κι ότι καλό έχειθ θτη ζωή

Στο χάλιθαν τούτοι οι νεκλοί

Διαβάτη θτάθου πλοθοχή

Και μ' άκθιο νου χαιλέτα τουθ"

Τλελή (ω παρντόν τρελή ήθελα να πω :p ) επιτυχία των 5 μου χρόνων όταν μου έλειπαν δύο μπροστινά δόντια.

Έχω και φωτογραφία που το αποδεικνύει (την έλλειψη δοντιών, όχι την επιτυχία :p )
 
Ένα ήταν το ποίημα!

Λες και "καρφώθηκε" στο μυαλό μου από τότε.

Κι επειδή ήτανε και ολίγον τεράστιο, το μοιραστήκαμε 3. Εγώ ήμουν η δεύτερη: στροφές 5 - 8.

Τώρα που το ξαναδιαβάζω.... ε πώς να μην μου καρφωθεί; απαπαπαπα!

Ο ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΟΥ Τ' ΑΡΝΑΚΙΑ ΠΑΓΩΝΕΙ



Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε

Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.

Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε

Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;



Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,

Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,

Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη

Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,



Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,

Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,

Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα

Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.



Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε

Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,

Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε

Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.



Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι

Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.

Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,

Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.



Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε

Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.

Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε

Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.



Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη

Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·

Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι

Μὲ τὰ λόγι' ἀπ' τὸ στόμα της βγαίναν.



«Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο!

Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…

Ἕνα τὤχω, δὲν μ' ἔμεινεν ἄλλο·

Σῶσέ μου το, καὶ πάρ' τὴν ψυχή μου.»



Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα

Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.

Τέλος πάντων - ἄχ, λόγια χαμένα -

«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»



Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ

Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.

Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ

Ποῦ κατέβ' εἰς τ' ὠχρὸ πρόσωπό του.



Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε

Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.

Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε

Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.



Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο

Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,

Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο

Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!
 
Εμένα μου έλεγε η μάνα μου πως στο νηπιαγωγείο, που κάναμε γιορτούλα για χριστούγεννα και έκανα τον Ιωσήφ, είχα μάθει όλα τα ποιηματάκια όλων των παιδιών και ήθελα να τα πώ όλα μονοκοπανιά. Απο μικρό βεντέτα φαίνεται... Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Τα παραπάνω είναι αφηγήσεις της μαμάς/γιαγιάς/μπαμπά που ήταν στην γιορτή. Μόνο αποσπασματικά θυμάμαι την μητέρα μου να ράβει όλο χαρά την στολή του Ιωσήφ.
 
Στο νηπιαγωγείο απήγγειλα ποιήματα δύο φορές... ::) Τη μιά στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή και την άλλη ή το Πάσχα ή στο τέλος της σχολικής χρονιάς... (υπάρχουν αντίστοιχες φωτό αλλά δεν τολμώ να τις ανεβάσω... :p ) Βέβαια, επειδή το γήρας δεν έρχεται μόνο του, εννοείται πως δε θυμάμαι λέξη από αυτά... :xm:
 
Θυμάμαι τον Όρκο των Φιλικών και το "Αν όλα τα παιδιά της Γης" του Ρίτσου. Ήμουν πάντα μέσα σε ποιήματα, έργα, διαβάσματα, γιορτές. :p
 
Θυμάμαι ένα ποιήμα που έλεγα για την 25η Μαρτίου, στη τρίτη δημοτικού. Ήταν για τον πυρπολητή Ματρόζο. Έπειδη ήταν μεγάλο, το λέγαμε 3 παιδιά. Ξεκίναγε το κομμάτι μου με το :

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δεν λέει κανένα

μα καπετάνιους σαν ιδεί μες τα βασιλικά

εκείνους που χε ναύτες του, με μάτια βουρκωμένα

στα περασμένα εγύριζε και τα πυρπολικά

και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λεγε εκεί στην άμμο

πόσα καράβια κάψανε στην τένεδο στην Σάμο...
 
Στ' δημοτικού και επειδή ήμασταν πολλοί οι υποψήφιοι σημαιοφόροι και παραστάτες (9 - ζωή να 'χουμε!), έπεσε κλήρος. Κι ο κλήρος δεν έπεσε στη snoopy. Ο δάσκαλος όμως δεν την άφησε έτσι. Της ανέθεσε την κατάθεση στεφάνου στο Ηρώο της πλατείας, πριν την σχολική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Με το απαραίτητο ποίημα πριν.

Δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο ήτανε. (Προφανώς δεν είχε κάτι τόσο δυνατό όσο το προηγούμενο :p ). Έχω όμως κάποιες εκπληκτικές φωτογραφίες, με τον αγαπημένο δάσκαλο λίγο πίσω μου και τους δημάρχους, αντιδημάρχους και λοιπούς "επισήμους" της μικρής κωμόπολης να στέκονται στο πλάι περιμένοντας τη σειρά τους. Ηρωικές στιγμές! :animlaugh:
 
Ποίημα ''Το μικρούλι'' (Γ' Νηπιαγωγείο Αθηνών 1974 Γυμναστικές επιδείξεις)

Καλησπέρα σας κυρίες

καλώς ήρθατε εδώ

να μ' ακούσετε κι εμένα

που 'χω κάτι να σας πω.

Είμαι τόσο δα μικρούλι

όμως ξέρω και μιλώ.

Και που ήρθατε 'δω πέρα

με μια ζέστη τρομερή

κι η βεντάλια σας θα σπάσει

από το πολύ κρι κρι (και εδώ κουνούσα τη βεντάλια και γελούσαν όλοι)

Μ' όλ' αυτά και άλλα τόσα

θέλω τώρα να σας πω

και του χρόνου με υγεία

και σας αποχαιρετώ.

Επίσης στην έκτη δημοτικού είπα μια στροφή από ένα ποίημα και το μόνο που θυμάμαι είναι η βροντερή φωνή της συμμαθήτριάς μου που βρισκόταν δίπλα μου στη σκηνή να λέει: μέριασε βράχε να διαβώ...
 
krios είπε:
Επίσης στην έκτη δημοτικού είπα μια στροφή από ένα ποίημα και το μόνο που θυμάμαι είναι η βροντερή φωνή της συμμαθήτριάς μου που βρισκόταν δίπλα μου στη σκηνή να λέει: μέριασε βράχε να διαβώ...
Πρόκειται για το ποίημα "Ο βράχος και το κύμα" του Βαλαωρίτη.

Εγώ στην πέμπτη είχα το "Κρυφό σχολειό" του Πολέμη, το ίδιο που είχε ο πατέρας μου στην ΣΤ Δημοτικού :p
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
@dimitris261

Σε ευχαριστώ πολύ που μου το θύμησες :)
 
Τ' άλογο! τ' άλογο! Ομέρ Βρυώνη,

το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.

Τ' άλογο! τ' άλογο! ακούς, σουρίζουν

ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!

Κάτου απ' το βράχο τους πώς ροβολάνε!

Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια

κυλάνε ανάκατα σαν να 'ν' λιθάρια.

»Τ' άλογο! τ' άλογο! Ακούς πώς σκούζουν!

Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.

Άνοιξ' η κόλαση και μου ξερνάει

τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.

»Βρυώνη, πρόφθασε? ακόμη ολίγο,

κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.

Τ' άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλα

του εχθρού μου τ' άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα.

»Δεν τόνε βλέπετε, σα Χάρος φθάνει

ψηλ' ανεμίζοντας το γιαταγάνι.

Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,

που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

»Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή,

όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.

Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,

μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

»Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.

Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.

Νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,

πόρχετ' επάνω μου σα να 'ναι φιό.

»Τ' άλογο! τ' άλογο, Ομέρ Βρυώνη.

Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει...

Άστρα, λυτρώστε με? αυτή τη χάρη

ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι.»

Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο,

μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,

άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,

καθάριο αράπικο, το λεν Βοριά.

Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,

δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.

Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα

αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.

Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.

Ολόρθ' η χήτη του, ολόρθ' η ορά,

λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.

Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.

Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.

Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη...

Κρίμα που το 'θελαν για τη φυγή!...

Ο Λάμπρος το 'βλεπε κι από τη ζήλεια

κρυφ' αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:

«Άτι περήφανο, να σ' είχα εγώ,

μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».

Ωστόσ' ο Αλήπασας, από τον τρόμο,

τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...

Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,

το άτι χάθηκε με τον Αλή.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!

Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα?

νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά

γύρω τους στέκονται για συντροφιά.

Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.

Αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια?

αφρούς σα θάλασσα τ' άλογο χύνει,

σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει.

Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,

φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,

πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,

νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι?

όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει,

κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.

Τ' άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,

τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,

και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,

τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλα.

Παντού του φαίνονται πως είν' κρυμμένα

σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,

τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ' απλώνει

εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,

λες και τον έχουνε για πινιμό.

Καθώς τα κύματα με τη νοτιά

τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,

και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των

ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

έτσι και τ' άλογο κείνο το βράδυ

σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,

κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,

πόχει τ' Αλήπασα τα γένια αφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.

Φθάνει, κ' εδείλιασε το μαύρο τ' άτι,

φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του?

ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!

Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά.

Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.

Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,

δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,

τ' αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.

Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,

απ' τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

Κ' εκεί που τ' άλογο ψυχομαχάει,

βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει,

τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.

Τ' αυτιά του ετέντωσε ν' ακουρμαστεί.

Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,

και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.

Τ' άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα

χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,

και δεν τον άφηνε καλά ν' ακούσει

αν κείν' οι δαίμονες τον κυνηγούσι.

Άφριασ' ο Αλήπασας, καίετ', ανάφτει,

τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.

Τ' άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό

και μ' ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.

Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο

έμειν' επάνω του θολό, σβημένο.

Ακούει πατήματα, φωνές πολλές...

Αχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!

Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,

έπιασε τ' άλογο για μετερίζι.

Γιομίζει τ' άρματα, και στο μαχαίρι

σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.

Ακούει που φώναζαν «Βιζίρη Αλή».

Κ' εκείνος έλιωνε σαν το κερί.

Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά

ακούετ' ο θόρυβος πλέον σιμά.

Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει:

«Βοήθα με,» φώναξε, «Ομέρ Βρυώνη!»

Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος

μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.

Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα

του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.

believe it,or not,it was Don's one man show στην πεμπτη δημοτικου..

τετοια rehearsals ουτε στο Back For The Attack δεν εκανα..

ασε που το μισο το θυμομουν ακομα... :D :D
 
Ειπες οοοοολο αυτο το ποιημα απεξω ? :eek: o_Oo_O

Σε ποια ηλικια?

θελουμε και ντοκουμεντα (φωτο και κανα βιντεο εποχης :p )
 
σιγα μην υπηρχε βιντεο τοτε... :D :D

τα επικαιρα στο σινεμα δεν ενδιαφερθηκαν,δυστυχως.

ουτε η ΕIΡΤ.

11 χρονωνε ειπαμε,πεμπτη δημοτικου..

απο τη φωτογραφια τι να δεις?οχι,δεν ειχα ντυθει Ομερ Βρυωνης...
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πολύ γέλιο ο συγκεκριμένος ποιητής (ποιος ειναι άραγε) εχει γράψει και αλλο έπος από το οποιο θυμάμαι το

Και πάντα έκραζε η κουκουβάγια

πάντα φωνάζοντας ῾᾽Θανάση Βάγια῾᾽!

Εμένα πάντα με έβαζαν να λέω ποιημα και εγώ ανταποκρινόμουν με μεγάλο καμάρι! Είχα άθλια φωνή και η χορωδία ήταν άπιαστο όνειρο για μένα, ειχα όμως μνημη ελέφαντα και θυμόμουν απέξω κατεβατά ολόκληρα.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Το απέφευγα σαν το διάολο! Βέβαια, είχα εξαναγκαστεί να πω δύο φορές, μία στην τρίτη δημοτικου και μία στην έκτη. Αλλά τα είπα τόσο βιαστικά που δεν κατάλαβε κανείς τίποτα ;)
 
krios είπε:
Ποίημα ''Το μικρούλι'' (Γ' Νηπιαγωγείο Αθηνών 1974 Γυμναστικές επιδείξεις)
Καλησπέρα σας κυρίες

καλώς ήρθατε εδώ

να μ' ακούσετε κι εμένα

που 'χω κάτι να σας πω.

Είμαι τόσο δα μικρούλι

όμως ξέρω και μιλώ.

Και που ήρθατε 'δω πέρα

με μια ζέστη τρομερή

κι η βεντάλια σας θα σπάσει

από το πολύ κρι κρι (και εδώ κουνούσα τη βεντάλια και γελούσαν όλοι)

Μ' όλ' αυτά και άλλα τόσα

θέλω τώρα να σας πω

και του χρόνου με υγεία

και σας αποχαιρετώ.

Επίσης στην έκτη δημοτικού είπα μια στροφή από ένα ποίημα και το μόνο που θυμάμαι είναι η βροντερή φωνή της συμμαθήτριάς μου που βρισκόταν δίπλα μου στη σκηνή να λέει: μέριασε βράχε να διαβώ...
Το ποίημα που θυμάσαι να λέει η συμμαθήτριά σου είναι : Ο βράχος και το κύμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, το είχα πει κι εγώ στην Α' Δημοτικού και τα λόγια του βράχου τα έλεγε ένας συμμαθητής μου ο οποίος ήταν ψηλός και γεματούλης σε αντίθεση με εμένα που έκανα το κύμα και ήμουν ψηλή μεν αλλά αδύνατη :)

[h=2]Ο βράχος και το κύμα[/h]


«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.



«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα



μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.



Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,



έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα



του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:



«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»



Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,



και σο ‘γλυφα και σο ‘πλενα τα πόδια δουλωμένo,



περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,



να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.



Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,



μέρα και νύχτα σ’έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα



και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ‘θε κάμω,



με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.



Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,



τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.



Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι



θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,


αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.



Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,



του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.



Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν



και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,



καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε



τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,


χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα



ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,



και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.



«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;



Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,



αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,



και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,



εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;



Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος


χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.



Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,



έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.



Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,



σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,



ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…



Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…



Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου



το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου



τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.



Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,



καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,



γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του


εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.



Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει



σα να ‘ταν από χιόνι.



Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη


η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει



στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,



που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.







http://mybellavista.wordpress.com/2009/01/12/%CE%BF-%CE%B2%CF%81%CE%AC%CF%87%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1/
 
Domenica είπε:
Πολύ γέλιο ο συγκεκριμένος ποιητής (ποιος ειναι άραγε) εχει γράψει και αλλο έπος από το οποιο θυμάμαι τοΚαι πάντα έκραζε η κουκουβάγια

πάντα φωνάζοντας ῾᾽Θανάση Βάγια῾᾽!
Ο ποιητής ήταν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ο οποίος ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές του 19ου αιώνα. Ήταν καλύτερος ποιητής απ' όσο νομίζουμε, βασισμένοι στην εντύπωση που μας δημιουργούν τα μάλλον αφελή ποιήματα που παπαγαλίζαμε στις γιορτές και που δεν ξεπερνάν το επίπεδο στιχοπλόκου. Βέβαια είχαν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, "πατριωτικά" θέματα, αλλά όχι τόσο ρηχό περιεχόμενο. Ο Θανάσης Βάγιας είναι από αυτά, μου κάνει εντύπωση που το είχατε χρησιμοποιήσει σε γιορτή σχολική, δεν είναι τόσο "κατάλληλο"

Πάντως είχε αναλάβει πρακτικά την εργολαβία στα εθνοπατριωτικά ποιήματα των σχολικών εορτών. Διότι έγραψε και το Θανάση Βάγια και το βράχο με το κύμα και το Τ' αλογο τ' άλογο Ομέρ Βρυώνη και το

"Ευαγγελισμός - Ελληνισμός"

Με μιας ανοίγει ο ουρανός / τα σύννεφα μεριάζουν / οι κόσμοι εμείνανε βουβοί / παράλυτοι κοιτάζουν

(και μετά τα οπτικοακουστικά εφέ "πετάει εν' άστρο σταματά εμπρός εις τη Μαρία" και της λέει ο άγγελος τα αποτελέσματα του τεστ εγκυμοσύνης, και "Ο Κύριός μου είναι με σε, Χαίρε Μαρία, χαίρε")

επέρασαν χρόνοι πολλοί / μια μέρα σαν κι εκείνη / αστράφτει πάλι ο ουρανός / στην έρημή της κλίνη/ λησμονημένη ολάρφανη κλπ κλπ σαν τον Βασιλάκη Καϊλα στο πιο κοριτσίστικο είναι η Ελλάς και έρχεται πάλι ο άγγελος και της λέει "Ο κύριός μου είναι με σε / Ελλάς ανάστα χαίρε")

και (με αφορμή νομίζω τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου του Ε' στα Προπύλαια του Παν/μίου) το

Πώς μας θωρείς ακίνητος? Που τρέχει ο λογισμός σου?

τα φτερωτά σου όνειρα? Γιατί στο μέτωπό σου

να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,

όσες μας διν' η όψη σου παρηγοριές κ' ελπίδες?

κλπ κλπ

δικό του είναι και το τεράααααστιο "Σαμουήλ"

Καλόγερε τι καρτερείς κλεισμένος μεσ' στο Κούγκι?

Πέντε νομάτοι σώμειναν και κείνοι λαβωμένοι

έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις

κι ο αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμει"

Έτσι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιος Γούσης

κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη

(αλλά δεν θυμάμαι τι την κάνει, πάντως συνεχίζει έτσι με ατέλειωτα κατεβατά το ποίημα μέρχι το τελικό suicide bombιng όπου μέσα στην καπνούρα "ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο" και το βιβλίο από το οποίο το είχαμε πάρει στη σχολική εορτή της Ε' Δημοτικού είχε και σκηνοθετικές οδηγίες, ότι έπρεπε νωρίτερα που είχε γονατίσει να προσευχηθεί ο μαθητής που έπαιζε το Σαμουήλ να βάλει τις άκρες από το ράσο σε αγκίστρια τοποθετημένα εξεπιτούτου από πριν και να τραβήξουν τις πετονιές από τα παρασκήνια εκείνη τη στιγμή άλλοι μαθητές ώστε ν' ανέβει το ράσο στο ταβάνι που θα έπαιζε το ρόλο του ουρανού. Φρονίμως ποιούσα η δασκάλα μας απόφάσισε να αγνοήσει τη σκηνοθεσία).

Αλλά το πιο γνωστό από τα ποιήματα του Βαλαωρίτη ήταν το "Ο γέρο Δήμος" που νομίζω κανονικά λέγεται "Ο Δήμος και το καρυοφίλι του", που ο περισσότερος κόσμος το πιστεύει δημοτικό ενώ εκτός από τους στίχους που είναι του Βαλαωρίτη και η μουσική είναι λόγια σύνθεση του Παύλου Καρρέρ από την όπερά του "Μάρκος Μπότσαρης"

Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης

τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος

θέλω να πάω να κοιμηθώ κλπ κλπ.

που έχει και την ατάκα "Ο γέρο Δήμος πέθανε, ο γέρο Δήμος πάει"

Τον Σαμουήλ στην Ε Δημοτικού τον είχε αναλάβει μια συμμαθήτριά μας, αλλά τον είχα μάθει κι εγώ από τις πρόβες. Εμένα μου είχε ανατεθεί "Ο βράχος και το κύμα" που το είχα μάθει πολύ γρήγορα, μικρό είναι συγκριτικά με τον τερατώδη Σαμουήλ, αλλά μετά με άλλαξαν και μου βάλανε να παίζω τον οπλαρχηγό Ραζηκότσικα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, αυτόν που όταν του φέρανε (επίτηδες δασκαλεμένοι) μια στάμνα με θολό νερό να κεράσει τους Τούρκους απεσταλμένους την κλώτσησε οργισμένος "αυτό το νερό που έχουμε για τα ζα μας φέρατε να τρατάρετε τους μπέηδες" και διέταξε να του φέρουν από αυτό που είχαν για τους ανθρώπους και φέρανε μια στάμνα με το μοναδικό καθαρό νερό που είχαν καταφέρει να φτιάξουν φιλτράροντας και ξαναφιλτράροντας το θολό, ώστε οι τούρκοι απεσταλμμένοι να πουν στον Κιουταχή ότι οι Μεσολογγίτες έχουν πολύ νερό και το χύνουν ενώ στην πραγματικότητα κοράκιαζαν από τη δίψα. Κι από πείνα υπέφεραν, έλα όμως που εγώ ήμουν ένα στρουμπουλούλι παιδάκι. Τι στρουμπουλούλι δηλαδή, χοντρομπαλάς ήμουνα. Απόλυτα πειστικός επομένως στο ρόλο ενός ξελιγωμένου από την πείνα πολιορκημένου Μεσολογγίτη. Η Σάρα Μπερνάρ δηλαδή πώς έπαιξε "Άμλετ" στα γεράματά της και μ' ένα πόδι? Καλύτερη ήταν από μένα?

(Σημείωση: Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα τα έγραψα όπως τα θυμάμαι από τόοοοοτε οπότε μπορεί να έχω κάποια λάθη σε λεπτομέρειες)
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ευχαριστω πολυ για τις πληροφοριες! Οντως τον αδικω λιγο τον Αριστοτελη Βαλαωριτη αλλα μου εμεινε αξεχαστος ειδικα που απαγγελνα εγω τα περι του Θαναση Βαγια και των φρικτων του τυψεων ενω το πληθος ειχε πεσει κατω απο τα γελια! Φοραγα και στολη νησιωτοπουλας!

Ο Βαλαωριτης, μου ηρθε τωρα αναλαμπη ειχε γραψει και αλλα που μαθαιναμε στο σχολειο οπως το αξεχαστο ᾽᾽Για τον θανατο της θυγατερας μου Ναταλιας᾽᾽ (με την μικρη Ναθανουλα να στελνει ᾽᾽τα νεκρολιβανα᾽᾽ της στον πατερα της!). Εχει και ανατριχιαστικο σηκουελ ᾽᾽Για τον θανατο της θυγατερας μου Μαριας᾽᾽. Πολυ συγκηνιτικα αλλα τι δουλεια ειχαμε να τα μαθαινουμε στο δημοτικο?

Οσον αφορα τον ''Βορια που τ άρνακια παγωνει᾽᾽ δειξτε κατανοηση-ο Γιωργιος Ζαλοκωστας που το εγραψε εχασε και τα εφτα παιδακια του!
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα