Eίσαι πιο όμορφη όταν γελάς..., by akaliakoukou

akaliakoukou

RetroMaNiaC
Joined
19 Απρ 2008
Μηνύματα
751
Αντιδράσεις
3
Κεφάλαιο 1

Η συνάντηση με τον Πρίγκιπα.

-Κοριτσάκι, είσαι πιο χαριτωμένο όταν γελάς….

Η Κάντυ γύρισε πίσω έκπληκτη… είχε μπροστά της τον Πρίγκιπά της! Το αγόρι που είχε συναντήσει στον αγαπημένο της λόφο, όταν ακόμα ήταν 6 χρονών, και που πάντα είχε στη σκέψη και την καρδιά της!!! Η παρουσία του άλλαξε τη ζωή της!

Και ήταν αυτός… ο πρίγκιπας, ο φίλος, ο μεγάλος θείος…

Δάκρυα χαράς πλημμύρισαν αυτή τη φορά το πρόσωπό της! Δάκρυα χαράς και συγκίνησης!!! H Κάντυ έτρεξε στην αγκαλιά του…

-Άλμπερτ, όλα αυτά τα χρόνια, εσύ…

-Μην πεις τίποτα, Κάντυ, τίποτα! Από δω και πέρα, θέλω να σε βλέπω πάντα ευτυχισμένη. Δε θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό! Το υπόσχομαι!

-Ευχαριστώ Άλμπερτ!

Η Κάντυ σκούπισε τα δάκρυά της και πήρε τον Άλμπερτ από το χέρι.

- Κοίτα! Η κυρία Πόνυ, η αδελφή Μαρία, ο Άρτσι, η Άννυ, τα παιδιά… είναι εκεί και μας περιμένουν!

Άρχισαν να κατηφορίζουν το λόφο τρέχοντας! Ο Άλμπερτ είχε οργανώσει μια μικρή γιορτή! Όλα ήταν υπέροχα! Είχαν καλέσει και τον Τομ που ήρθε με τον πατέρα του και την Πάττυ!

Αφού έφαγαν, ακολούθησε ένα μικρό γλέντι. Τραγούδησαν και χόρεψαν με την ψυχή τους! Η Κάντυ ένιωθε μια απέραντη ευτυχία! Την πλημμύριζε αισιοδοξία και γαλήνη. Πίστευε ότι στο μέλλον όλα θα πήγαιναν καλά!

Η ώρα πέρασε και τα παιδιά έπρεπε να πάνε για ύπνο. Αφού πήγαν στην εκκλησία να προσευχηθούν, η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία τα συνόδεψαν στα κρεβάτια τους και ο Άλμπερτ προσφέρθηκε να τους πει μια ιστορία πριν κοιμηθούν, για κάποιο λιοντάρι που είχε συναντήσει στην Αφρική.

Η Κάντυ ήθελε να μείνει λίγο παραπάνω στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Δεν μπορούσε όμως να συγκεντρωθεί… σκεφτόταν όλα αυτά που είχαν γίνει τις τελευταίες μέρες. Πιο πολύ όμως σκεφτόταν τον Τέρυ. Επιτέλους, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να γυρίσει στο θέατρο και στη Σουζάννα. Ναι, έτσι έπρεπε να γίνει.

Τις σκέψεις της διέκοψε ένας διακριτικός θόρυβος. Ήταν η Πάττυ.

-Κάντυ, με συγχωρείς αν σε διέκοψα!

-Όχι, Πάττυ, τώρα θα ερχόμουν να σας βρώ!

-Ξέρεις σκεφτόμουν… θα μπορούσα να μείνω λίγες μέρες εδώ, μαζί σας? Ο Άρτσι και η Άννυ ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω με τον Άλμπερτ!

-Εννοείται, Πάττυ, ότι μπορείς να μείνεις όσες μέρες θέλεις!!! Θα περάσουμε πολύ όμορφα, θα το δεις! Πάντα εδώ, κοντά στα παιδιά και τις δυο μαμάδες μου, βρίσκω γαλήνη και ηρεμία! Όμως πάμε να χαιρετίσουμε τον Άλμπερτ, τον Άρτσι και την Άννυ! Θα μας περιμένουν!..

-Ναι, πάμε!

Όταν βγήκαν έξω, η Κάντυ ένιωσε ξανά μια παράξενη γλύκα και συγκίνηση… ήταν πολύ όμορφο να τους έχει όλους μαζί εκεί, κοντά της! Ειδικά με την Άννυ, είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που ήταν μαζί στο ορφανοτροφείο…

Εκείνο που την παραξένεψε όμως, ήταν το βλέμμα του Άλμπερτ…τον τελευταίο καιρό είχε παρατηρήσει κάτι πολύ περίεργο στα μάτια του…κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει.. την κοίταζε με ένα βλέμμα, γεμάτο αγάπη, στοργή και τρυφερότητα..

Όμως… η Κάντυ ένιωθε ότι δεν ήταν μονάχα αυτό.. ένιωθε ότι είναι κάτι πολύ πιο δυνατό, και το περίεργο ήταν ότι κι εκείνη αισθανόταν το ίδιο..

Αφού χαιρετίστηκαν, η Κάντυ συνόδεψε τα παιδιά μέχρι το αυτοκίνητο.

Ο Άλμπερτ ήθελε να της μιλήσει ιδιαιτέρως…

Η Κάντυ τον κοίταζε στα μάτια συγκινημένη… ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει…

-Τι συμβαίνει Κάντυ?

- Ο Πρίγκιπάς μου… ο θείος Γουίλιαμ… Εσύ Άλμπερτ!!.. ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω…

Η Κάντυ για μια ακόμη φορά έπεσε στην αγκαλιά του! Ο Άλμπερτ της χάιδεψε τα μαλλιά και της σκούπισε τα δάκρυα..

- Κάντυ, θα χρειαστεί να λείψω πάλι…

- Πάλι θα φύγεις Άλμπερτ?

- Δυστυχώς, δεν είναι ταξιδάκι αναψυχής, πρέπει να τακτοποιήσω πάρα πολλές εκκρεμότητες.. Οι επιχειρήσεις μας χρειάζονται μια πολύ καλή διαχείριση και θέλω να είμαι σίγουρος ότι όλα λειτουργούν στην εντέλεια… Οι ευθύνες μου είναι πολύ μεγάλες… Καταλαβαίνεις Κάντυ?

- Ναι, Άλμπερτ… μείνε ήσυχος. Είμαι καλά!

- Κάντυ, θέλω να ξέρεις ότι σʼαγαπώ!.. Όπου και να βρίσκομαι, είμαι πάντα κοντά σου!! Ότι και να χρειαστείς, μη διστάσεις να μου γράψεις!

- Πόσο καιρό θα λείψεις, Άλμπερτ?

- Ακόμα δεν το γνωρίζω..

Και πάλι ο Άλμπερτ την κοίταζε πολύ περίεργα.. Και η Κάντυ επίσης.. ήθελε να του πει τόσα πολλά… και το κυριότερο, ήθελε να του ζητήσει να ακυρώσει την υιοθεσία της. Όμως, θα του το έλεγε όταν θα επέστρεφε.. ήθελε να έχουν χρόνο, να κουβεντιάσουν. Ναι, θα το έκανε αργότερα…

-Θα μου λείψεις Άλμπερτ!!

-Κι εσύ θα μου λείψεις, Κάντυ!!

Η Κάντυ, παρόλο που η ώρα ήταν πια περασμένη, ανέβηκε στο μεγάλο δέντρο και παρακολουθούσε το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν… Ο αέρας της χάιδευε το πρόσωπο κι ένα ολόγιομο φεγγάρι, έριχνε ασημένιες ανταύγειες στα μαλλιά της…

Αντίο, Άλμπερτ!...



Προβολή συνημμένου 71365

http://www.servimg.com/image_preview.php?i=577&u=11671033
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 2

Κεφάλαιο 2

Σχέδια για το μέλλον



Ήταν μεγάλη η συγκίνηση της Κάντυ, όταν έμαθε από την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία πως ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Άλμπερτ μόλις βρήκε τη χαμένη μνήμη του, ήταν να επισκεφτεί το ορφανοτροφείο και να τους προσφέρει μια γενναιόδωρη δωρεά. Έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γενικά για το ορφανοτροφείο, την παλιά εκκλησία, τα δωμάτια των παιδιών… φαινόταν καθαρά ότι αν και πολύ περιποιημένα, ήταν απαραίτητη μία ανακαίνιση. Και με μεγάλη προθυμία αποφάσισε να την αναλάβει εκείνος.

Για όλα αυτά ήθελε και τη γνώμη της Κάντυ, και της άφησε ένα γράμμα στο οποίο της έγραφε αφού ξεκουραστεί και ηρεμήσει, να σκεφτεί και να συζητήσει με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία τι ανάγκες υπάρχουν, για να ξεκινήσουν οι εργασίες!

Η κυρία Πόνυ δεν περίμενε τόσο πολύ ενδιαφέρον. Όμως η Κάντυ ήξερε τον Άλμπερτ! Δεν περίμενε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτόν!!!

Οι μέρες κυλούσαν πολύ ευχάριστα!! Η Πάττυ άρχισε να ξαναβρίσκει σιγά σιγά το χαμόγελο και την αισιοδοξία της! Συνήθισε πολύ γρήγορα τη ζωή στο ορφανοτροφείο! Της άρεσε να βοηθάει στη μαγειρική, βοηθούσε τα παιδιά στα μαθήματά τους και τα απογεύματα παίζανε στην αυλή πολλά ευχάριστα παιχνίδια!!

Το μόνο που δεν έκανε, σε αντίθεση με την Κάντυ, ήταν να σκαρφαλώσει σε δέντρα! Η Κάντυ προσπάθησε να την πείσει, αλλά η Πάττυ το ξέκοψε από την αρχή!!!

Ο καιρός ήταν πολύ καλός, και δύο φορές μάλιστα, ήρθε ο Τομ και πήραν τα παιδιά εκδρομή!!! Πέρασαν καταπληκτικά…

Τα βράδια, καθόταν με την Πάττυ και συζητούσαν… όσο και να το προσπαθούσε, υπήρχαν στιγμές που ο Στήαρ της έλειπε αφάνταστα… της ήταν αδύνατον να δεχτεί ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε ποτέ πια!

Η Κάντυ προσπαθούσε να την στηρίξει. Και για την ίδια ο πόνος ήταν μεγάλος. Όμως ήξερε, ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κι ότι σιγά σιγά, ο πόνος θα υποχωρούσε, και ο Στήαρ θα γινόταν μια γλυκιά ανάμνηση…



Ένα βράδυ, κάθονταν και διάβαζαν ξανά τη λίστα που είχαν φτιάξει για τον Άλμπερτ. Σίγουρα το πρώτο πράγμα που έπρεπε να φτιαχτεί, ήταν η δυτική πτέρυγα της εκκλησίας. Ο Άλμπερτ είχε προτείνει μάλιστα, να κάνουν μια μικρή επέκταση, και έτσι τα παιδιά να έχουν πιο άνετα δωμάτια και να τους φτιάξει και ένα ωραία διαμορφωμένο χώρο για να μελετούν! Ήδη τους είχε αγοράσει καινούρια κρεβατάκια και τα παιδιά ήταν τρισευτυχισμένα!!

Η Πάττυ μιλούσε με ενθουσιασμό, όταν παρατήρησε την Κάντυ να κοιτάζει αφηρημένα το κενό… ήταν πολύ μελαγχολική!..



- Τι σου συμβαίνει, Κάντυ?

- Ε, να, τίποτα… σκεφτόμουν…

- Τον αγαπάς ακόμα? Τον Τέρυ εννοώ…





Η Κάντυ έσκυψε το κεφάλι…

- Έλα, Κάντυ, σε μένα δεν μπορείς να κρυφτείς. Ξέρω ότι κάτι σε βασανίζει! Όλο αυτό τον καιρό προσπαθείς να το κρύβεις, όμως πολλές φορές καταλαβαίνω ότι το μυαλό σου ταξιδεύει αλλού…

- Πάττυ, είμαι σίγουρη ότι έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα! Αν η Σουζάννα δεν τον έσωζε, τώρα ο Τέρυ μπορεί να μη ζούσε!!! Ξέρω ότι είναι ζωντανός, Πάττυ, μʼακούς? Ζωντανός!! Μπορεί να μην είμαστε μαζί, όμως ξέρω ότι είναι καλά! Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη! Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρει!



Η Πάττυ προσπάθησε να της αλλάξει κουβέντα. Ίσως δεν έπρεπε να της το είχε αναφέρει καν. Την αγαπούσε πάρα πολύ, και δεν άντεχε να την βλέπει να υποφέρει…



- Ο Άλμπερτ τι να κάνει άραγε?

- Αύριο θα του στείλω το γράμμα που του γράψαμε! Τα παιδιά τον συμπάθησαν πολύ! Μάλιστα του έφτιαξαν και ζωγραφιές και μου ζήτησαν να του τις στείλω!!

- Ξέρεις, Κάντυ, αυτό που κάνουν η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία, είναι πολύ σπουδαίο!! Όλα αυτά τα παιδιά… τι θα γινόντουσαν χωρίς γονείς? Και τα φροντίζουν όλα αυτά τα χρόνια με τόση αγάπη και στοργή… σαν να είναι δικά τους παιδιά!...

- Ναι, παρόλο που δεν γνώρισα ποτέ τους γονείς μου, είχα δύο μαμάδες! Δύο υπέροχες μαμάδες…

- Κάντυ, αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι μου για λίγες μέρες. Να δω τους γονείς μου και τη γιαγιά μου. Νομίζω ότι ξέρω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, και θέλω τη γνώμη τους, τη συμβουλή τους και τις ευχές τους!!!

- Αλήθεια Πάττυ? Σε εμένα δε θα μου πεις τι σκέφτεσαι?

- Να, θέλω να κάνω κάτι γιʼαυτά τα παιδιά… δεν ξέρω αν θα μπορούσα να είμαι τόσο καλή όσο η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία, όμως θα ήθελα πολύ να μείνω εδώ και να γίνω δασκάλα τους!!!

- Πάττυ, αυτό είναι υπέροχο!!!

- Ο Στήαρ μου, ο Στήαρ μου, έδωσε την ζωή του, για να…



Η Πάττυ ξέσπασε πάλι σε κλάματα. Η Κάντυ την αγκάλιασε.



- Ναι, Πάττυ, ο Στήαρ θα είναι πολύ υπερήφανος για σένα!!!



Η Πάττυ προσπάθησε για μια ακόμη φορά να φανεί δυνατή. Ξέρει ότι ο Στήαρ τη θέλει δυνατή και χαρούμενη. Σκούπισε τα δάκρυά της και χαμογέλασε.



- Αχ, Κάντυ, νιώθω τόσο όμορφα να μπορώ να προσφέρω κάτι κι εγώ! Ένας χρόνος μου έμεινε για να τελειώσω τις σπουδές μου! Νομίζω ότι θα μπορώ να το κάνω κι εδώ, τι λες?

- Πάττυ, είμαι πολύ χαρούμενη για την απόφαση που πήρες! Κι η κυρία Πόνυ κι η αδελφή Μαρία θα χαρούν πολύ!!! Εγώ σκεφτόμουν κάτι άλλο…

- Τι, Κάντυ?

- Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει, αλλά… να, θα ήθελα πολύ να μπορούσε να υπάρχει εδώ ένα νοσοκομείο… θυμάμαι την κλινική του γιατρού Μάρτιν… κάθε φορά που αρρωσταίνει ένα παιδί, χρειάζεται να κάνουμε πολύ δρόμο για να το πάμε σε γιατρό… επίσης στην γύρω περιοχή, δεν υπάρχει κοντά νοσοκομείο…

- Κάντυ, αυτή είναι μια πολύ καλή ιδέα. Το είπες του Άλμπερτ?

- Όχι, είναι ένα από τα πράγματα που θέλω να συζητήσω μαζί του από κοντά! Νομίζω πάντως ότι δε θα έχει αντίρρηση!



Την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, συζήτησαν με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία για την απόφαση της Πάττυ! Εκείνες, χάρηκαν πάρα πολύ… τα χρόνια περνούσαν και είχαν μια ανησυχία… ως πότε θα μπορούσαν να φροντίζουν τα παιδιά? Τώρα, ήρθε αυτό το κορίτσι, η Πάττυ να τους δώσει μια ελπίδα! Ναι, υπήρχαν ακόμη άνθρωποι με ευγενική καρδιά και ευαισθησίες…

Όσο αναφορά το θέμα του νοσοκομείου, ακόμα δεν τους είπαν τίποτα. Η Κάντυ ήθελε πρώτα να μιλήσει με τον Άλμπερτ. Είχε τόσα να του πει… της είχε λείψει πολύ… ένιωθε πολύ περίεργα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τα συναισθήματά της…

Μακάρι να επέστρεφε σύντομα!



Το απόγευμα, ήρθε και ο Τομ και μαζί με τα παιδιά και την Κάντυ συνόδεψαν την Πάττυ μέχρι το σταθμό. Στο δρόμο της επιστροφής η Κάντυ ένιωθε υπερένταση… ήθελε πολύ να δει τον Άλμπερτ και να μιλήσει μαζί του!!! Τώρα που έφυγε η Πάττυ, με την οποία είχε δεθεί πολύ αυτό το χρονικό διάστημα, ήθελε να ξεκινήσει ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή της. Η ιδέα του νοσοκομείου της είχε καρφωθεί στο μυαλό…

Ήταν πολύ όμορφο όνειρο, και ευχόταν με όλη της την ψυχή να μπορέσει να γίνει πραγματικότητα…
 
Κεφάλαιο 3


Ο Τέρυ στο ρόλο του Άμλετ

 


Το επόμενο πρωί η Κάντυ έστειλε το γράμμα στον Άλμπερτ. Καθώς γύριζε στο σπίτι της Πόνυ σκέφτηκε να αγοράσει μερικά φρούτα για τα παιδιά! Καθώς περίμενε να της ζυγίσουν κάτι φραουλίτσες που διάλεξε, τράβηξε την προσοχή της ένα εξώφυλλο… Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και αγόρασε το περιοδικό. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά…


Ο Τέρυ! Ο Τέρυ στο ρόλο του Άμλετ…


Ο Τέρυ στη φωτογραφία ήταν πολύ όμορφος… Η Κάντυ ξεφύλλισε το περιοδικό και διάβασε τη συνέντευξη. Γυρνώντας σελίδα, είδε μια φωτογραφία της Σουζάννας. Παρόλη την ταλαιπωρία της, ήταν ακόμη όμορφη και γλυκιά!


- Δις Σουζάνα, ανησυχήσατε που ο Τέρρυ εξαφανίστηκε;


- Όχι, γιατί πάντα θα τον εμπιστεύομαι ότι και να κάνει.


 


Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Κάντυ… «αχ, Τέρρυ, έκανες το σωστό, έτσι έπρεπε να γίνει… όμως… βλέπω τα μάτια σου και στη φωτογραφία.. είναι μελαγχολικά… Όχι, Κάντυ, δεν πρέπει να ανησυχείς, η Σουζάννα τώρα πια είναι αυτή που πρέπει να ανησυχεί για τον Τέρρυ και όχι εγώ!!!»


 


Η Κάντυ πήρε το δρόμο της επιστροφής. «πρέπει να αφοσιωθώ σε αυτό που αποφάσισα να κάνω! Υποσχέθηκα στον Τέρρυ να είμαι ευτυχισμένη! Και θα είμαι! Και ο Άλμπερτ θέλει να με βλέπει καλά και χαρούμενη. Αχ, Άλμπερτ, μακάρι να ήσουν εδώ…»


 


Είχε σχεδόν φτάσει. Η Κάντυ φόρεσε το καλύτερό της χαμόγελο και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της Πόνυ…


 


…………………………………………………………………………………………..








«Να ζει κανείς ή να μη ζει?



αυτή είνʼη απορία



τι είναι αλήθεια πιο σωστό?



να υπομένεις τα χτυπήματα μιας μοίρας ελεεινής



ή να ορθωθείς στην τρικυμιά των συμφορών



και να την πολεμήσεις μέχρι τέλους?



Και, αν πεθάνεις, θα κοιμηθείς, αυτό είναι…



Θα κοιμηθείς και θα γλιτώσεις από τον πόνο,



κι από τα χίλια δυο δεινά,



που δυναστεύουνε την σάρκα.



Ποιος δεν το ονειρεύεται ένα τέτοιο τέλος!



Να κοιμηθείς, να ονειρευτείς…»


 


-Μπράβο, Τέρρυ, μπράβο παιδί μου! Κάθε φορά που σε ακούω να απαγγέλεις μένω κατάπληκτος!!!


 


Ο σκηνοθέτης φαινόταν πραγματικά πολύ ευχαριστημένος! Σε λίγες μέρες ήταν η πρεμιέρα. Ο Τέρρυ είχε ξαναβρεί τον παλιό καλό του εαυτό. Πάνω στη σκηνή μεταμορφωνόταν!



Η Σουζάννα παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις πρόβες. Είχε γίνει η σκιά του! Δεν τον άφηνε λεπτό μόνο του. Όμως, το ήξερε καλά… έμενε μαζί της μόνο από οίκτο. Αν δεν είχε γίνει εκείνο το τρομερό ατύχημα… Ο Τέρρυ ακόμα έχει στην καρδιά του εκείνη. Την Κάντυ. Άραγε τι να κάνει η Κάντυ? Θα έχει μάθει για την παράσταση… αν έρθει να τον δει… αυτή τη φορά θα τον χάσω για πάντα….


 


………………………………………………………………………………………..


 


Το φθινόπωρο πλησίαζε και η Κάντυ ένιωθε μια γλυκιά μελαγχολία. Είχε σηκωθεί πολύ νωρίς εκείνη τη μέρα. Καθώς άπλωνε τα ρούχα των παιδιών, άκουσε μια γνώριμη φωνή.


 


-Καλημέρα, Κάντυ!



-Καλημέρα κύριε Μάθιου!!!



-Έχεις ένα γράμμα


 


Η Κάντυ έτρεξε όλο χαρά!.. «θα είναι από τον Άλμπερτ!» σκέφτηκε και έτρεξε να παραλάβει το φάκελο!! Πολύ βιαστικά χαιρέτησε τον κύριο Μάθιου, τον ταχυδρόμο και έτρεξε στο λόφο να το διαβάσει. Όμως… ξαφνικά ταράχτηκε… από τη χαρά της δεν είχε δει το γραφικό χαρακτήρα στο φάκελο! Και τώρα… αποστολέας, Σουζάννα Μάρλοου!...



Με τρεμάμενο χέρι άνοιξε το φάκελο και άρχισε να διαβάζει…


 


«Αγαπητή Κάντυ,


λυπάμαι πολύ για τον τρόπο με τον οποίο έφυγες από την Νέα Υόρκη. Τώρα ξέρω που είναι η καρδιά του Τέρρυ. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ελπίζω πως μια μέρα θα με αγαπήσει. Δεν μπορώ να περπατήσω καθόλου, αλλά ξέροντας και μόνο πως είναι στο πλευρό μου, αυτό με κάνει χαρούμενη. Τώρα πια διαπιστώνω πως ο Τέρρυ είναι η ζωή μου, και η ψυχή μου, και το μόνο που θα κάνω είναι να σταθώ στο πλευρό του, και να περιμένω, όλη μου την ζωή αν χρειαστεί.


Σουζάνα.»

 

 


Η Κάντυ έσφιξε το γράμμα στα χέρια της. Ο Τέρυ είναι ηθοποιός, σκέφτηκε. Πάντα θα τον βλέπω, είτε σε αφίσες, είτε σε περιοδικά. Και θα ξέρω ότι είναι καλά. Πάντα θα μαθαίνω νέα του. Όμως, η Σουζάννα, γιατί μου έγραψε? Θέλει μήπως να μου πει έμμεσα κάτι άλλο?


 

 

 


………………………………………………………………………………………….


 

 


Μόλις έπεσε η αυλαία το κοινό ξέσπασε σε ένα δυνατό χειροκρότημα… Ήταν μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν παιχτεί ποτέ από το θίασο του Στράτφορτν! Το χειροκρότημα του κοινού ήταν ασταμάτητο. Ο Τέρυ υποκλίθηκε ξανά και ξανά… καθώς γύριζε προς το καμαρίνι του, ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά του. Είχαν έρθει ήδη στα παρασκήνια η Σουζάννα με τη μητέρα της.


Η Σουζάννα κρατούσε στα χέρια της μια ανθοδέσμη.


- Τέρυ, ήσουν καταπληκτικός! Εξαιρετική ερμηνεία!


- Ευχαριστώ, Σουζάννα!

 


Η κα. Μάρλου τον κοίταζε ψυχρά. Του είπε ξερά ένα «συγχαρητήρια» Δεν τον συμπαθούσε καθόλου, μάλλον τον μισούσε και αυτό φαινόταν στο βλέμμα της. Δεν άντεχε την παρουσία της. Οι μόνες στιγμές που ηρεμούσε, ήταν όταν αφοσιωνόταν στον ρόλο του! Όση ώρα διαρκούσε η παράσταση ένιωθε ότι ζει σε έναν άλλο κόσμο. Άφηνε τον ρόλο του να κυριεύσει το σώμα και την ψυχή του. Σε κάθε πρόβα έδινε τον καλύτερό του εαυτό. Ο σκηνοθέτης έμενε άφωνος. Ένιωθε ότι είχε μπροστά του τον Άμλετ, με σάρκα και οστά…. Όμως, όταν τελείωνε η κάθε πρόβα, και τώρα που έπεσε η αυλαία, ο Τέρυ ένιωθε ότι δεν τον κρατάνε τα πόδια του… ο κόσμος του γκρεμιζόταν… τώρα έπρεπε να επιστρέψει στο δικό του θέατρο… ένα θέατρο που του φαινόταν μαρτύριο.. «ως πότε θα αντέχω, Θεέ μου?»

 


-Τέρρυ, πρέπει να αλλάξεις! Ο δήμαρχος έχει διοργανώσει μια δεξίωση προς τιμήν του θιάσου σου και δεν πρέπει να καθυστερήσουμε!


-Σουζάννα, νιώθω πολύ κουρασμένος! Θέλω λίγη ώρα να μείνω μόνος μου, να ηρεμήσω.

 


Και δεν έφτανε αυτό, ένας δημοσιογράφος τον περίμενε…


-Μην ανησυχείς, Τέρρυ, θα του μιλήσω εγώ, είπε η Σουζάννα.

 


Ο Τέρρυ, έκατσε για λίγο να βγάλουν δύο φωτογραφίες και επιτέλους κλείστηκε στο καμαρίνι του. Ήθελε να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Όμως τώρα πια, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Είχε διαλέξει ένα δρόμο, και αυτόν θα ακολουθούσε…


Άλλαξε ρούχα και άναψε ένα τσιγάρο. Αμέσως χαμογέλασε μελαγχολικά.. Πίσω από κάθε κίνηση, βλέπει εκείνο το γλυκό προσωπάκι με τις φακίδες… Έβγαλε από το συρτάρι του μια μικρούλα φυσαρμόνικα.


Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια του

 


-Κάντυ, καλή μου, δεν θα ξαναδειλιάσω, ποτέ! Και σήμερα αλλά και για όλη μου τη ζωή, έπαιξα και παίζω για σένα. Θέλω όποτε ακούς ή διαβάζεις σχόλια για μένα, να νιώθεις υπερήφανη.

 

 


Έκρυψε τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του και ξεκίνησε για τη δεξίωση. Ευχόταν η κα. Μάρλοου να μην έρθει μαζί τους. Δεν ανεχόταν ούτε λεπτό την παρουσία της!

 


Προβολή συνημμένου 71366




c6410.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 4


Το μεγάλο όνειρο πραγματοποιείται…

 


Ήταν τέλη Νοέμβρη. Η Πάττυ είχε επιστρέψει στο σπίτι της Πόνυ, και βοηθούσε τα παιδιά στα μαθήματά τους. Είχε αλλάξει πολύ. Η καινούρια της ζωή της άρεσε. Επιτέλους χαμογελούσε ξανά! Η Κάντυ ένιωθε πολύ υπερήφανη για την φίλη της! Εκείνο το πρωί, ήρθε ο Τζίμι να φέρει γάλα στα παιδιά και πήρε μαζί του την Κάντυ να επισκεφτούν τον κ. Καλτράιτ. Το απόγευμα, καθώς επέστρεφαν, η Κάντυ διέκρινε από μακριά ένα γνωστό αυτοκίνητο…


-Επιτέλους!!! Άλμπερτ! Άλμπερτ!!!


-Κάντυ, πρόσεχε! Θα χτυπήσεις!

 


Ο Τζίμι άδικα της φώναζε! Η Κάντυ είχε πηδήξει από το κάρο και έτρεχε στο σπίτι της Πόνυ. Άνοιξε με δύναμη την πόρτα και είδε την κ. Πόνη, την αδελφή Μαρία, την Πάττυ και τον Τζορτζ να πίνουν το τσάι τους!

 


-Το κοριτσάκι μας δεν άλλαξε καθόλου, έτσι αδελφή Μαρία?


 


Η κα. Πόνυ χαμογελούσε στοργικά.



- Γεια σου Τζορτζ! Καλώς ήρθες! Ο Άλμπερτ?



- Μην ανησυχείς, Κάντυ, είναι κι εκείνος εδώ. Ήρθαμε πριν 3 ώρες περίπου. Ο Άλμπερτ πριν από λίγο έφυγε, θέλησε να ανέβει μέχρι το λόφο. Είχαμε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα όσο λείπαμε και….



- Πάω αμέσως να τον βρω!



Η Κάντυ δεν άντεχε να περιμένει! Τον είχε πεθυμήσει αφάνταστα!


 


-Κοριτσάκι, πού τρέχεις έτσι βιαστικά?


 


Η Κάντυ άκουσε τη φωνή του Άλμπερτ, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά!


 


-Κάντυ, εδώ!



-Έπρεπε να το φανταστώ…


 


Ο Άλμπερτ είχε σκαρφαλώσει πάνω σε ένα δέντρο και θαύμαζε το ηλιοβασίλεμα…



- Έρχομαι αμέσως!


 


Σε ένα λεπτό η Κάντυ βρισκόταν δίπλα του!...


 


-Ω, Άλμπερτ, να ήξερες πόσο μου έλειψες…



-Κι εσύ, Κάντυ!...



Κάθισαν αγκαλιά σε ένα κλαδί, με την Πούπε να παίζει χαρούμενη πάνω στα πόδια τους και χάζευαν τον ήλιο. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Η Κάντυ όταν ένιωθε τον Άλμπερτ δίπλα της δε φοβόταν τίποτα. Πάντα την ηρεμούσε η παρουσία του και τη γέμιζε αισιοδοξία και γαλήνη.



-Θέλω να σου πω τόσα πολλά Άλμπερτ! Δεν ξέρω από πού να αρχίσω!



-Κι εγώ έχω να σου πω πάρα πολλά Κάντυ. Αλλά νομίζω ότι τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή..



Η Κάντυ ήθελε τόσο πολύ να του πει ότι διακρίνει κάτι στο βλέμμα του… Κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει. Όμως δεν μπόρεσε να το κάνει.



Αφού κάθισαν έτσι, χωρίς να μιλάνε για αρκετή ώρα, η Κάντυ αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή…



- Άλμπερτ, θέλω να ακυρώσεις την υιοθεσία μου.



- Κάντυ, τι λες?



- Ναι, Άλμπερτ, το έχω σκεφτεί πολύ καλά. Θέλω…



- Όχι, Κάντυ, δεν το κάνω. Είσαι η Κάντυ Γουάιτ Άρτλευ. Αυτό είναι το όνομά σου και θα παραμείνει…



- Μα, Άλμπερτ…



- Ήθελες κάτι να μου πεις σχετικά με το ορφανοτροφείο… Λοιπόν, ποια είναι τα μεγάλα σχέδια που έχεις στο μυαλό σου?


 


Ο Άλμπερτ μου αλλάζει συζήτηση… δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Ας είναι. Θα του το ζητήσω ξανά κάποια άλλη στιγμή.



- Να, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα πολύ να φτιάξουμε ένα νοσοκομείο… Mια μικρή κλινική που θα υπάρχει γιατρός και…



- Κάντυ, μα αυτό είναι υπέροχο! Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα! Κι εγώ το είχα στο μυαλό μου και σκεφτόμουν να σου το πω



- Άλμπερτ, δηλαδή συμφωνείς?



- Θα έχει και την καλύτερη νοσοκόμα του κόσμου!..



- Ω, Άλμπερτ!..



- Μα είσαι η καλύτερη! Θυμάμαι με πόση αγάπη και καλοσύνη με φρόντιζες όταν είχα χάσει τη μνήμη μου…



- Άλμπερτ!...


 


Ο Άλμπερτ έμεινε περίπου μια βδομάδα. Μέσα σε αυτές τις μέρες έπρεπε να γίνουν πολλά. Η Κάντυ ανέλαβε να ψάξει για προσωπικό. Μέχρι το Μάρτιο υπολόγιζαν να είναι έτοιμο. Η δυτική πτέρυγα της εκκλησίας είχε ανακαινισθεί και ήδη η αίθουσα που είχε αναλάβει ο Άλμπερτ (για να γίνει αναγνωστήριο) κόντευε να τελειώσει. Έμεναν μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Ο Άλμπερτ τους έφτιαξε μια υπέροχη βιβλιοθήκη και η Πάττυ ανέλαβε να την οργανώσει. Διάλεξε τα απαραίτητα βιβλία για μελέτη αλλά και ένα τμήμα της περιείχε βιβλία λογοτεχνικά, βιβλία με παραμύθια για τα μικρά παιδιά καθώς και μία σειρά με βιβλία για μικρές κατασκευές. Η αίθουσα θα ονομαζόταν Αλιστήαρ Κόρνγουελ.



Όσο για την κλινική, η Κάντυ έγραψε αμέσως στο γιατρό Μάρτιν. Θα ήταν υπέροχο να μπορέσει να έρθει και να εργαστούν ξανά μαζί. Ο καθαρός αέρας θα του έκανε καλό. Επίσης η Κάντυ είχε σκοπό να τον βοηθήσει να σταματήσει να πίνει μια για πάντα!



Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Ο Άλμπερτ έπρεπε να φύγει ξανά, αλλά αυτή τη φορά υπήρχαν τόσα πράγματα που είχε να κάνει η Κάντυ, που την γέμιζαν ενθουσιασμό και στεναχωριόταν λιγότερο.



Μια μέρα πριν το ταξίδι της αναχώρησής του η κα. Πόνυ και η αδελφή Μαρία τον κάλεσαν στο σπίτι να του κάνουν το τραπέζι. Όσο η Κάντυ, η Πάττυ και τα παιδιά ετοίμαζαν το τραπέζι, η Κάντυ παρατήρησε ότι ο Άλμπερτ με τον Τζορτζ συζητούσαν πολύ σοβαρά με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία… κάποια στιγμή που πέρασε από κοντά τους πήρε το αφτί της την εξής φράση…



-Ακόμα δε θέλω να μάθει τίποτα. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα της μιλήσω εγώ ο ίδιος.


 


Μα τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει ο Άλμπερτ? Και το ήξεραν επίσης η κα. Πόνυ και η αδελφή Μαρία? Μάλλον για το ορφανοτροφείο θα ήταν. Ή για την κλινική?



Και γιατί είχε αυτό το αινιγματικό ύφος ο Άλμπερτ? Τις σκέψεις της διέκοψε η Πάττυ.



-Κάντυ, χρειαζόμαστε 5 ποτήρια ακόμα. Όλα τα υπόλοιπα είναι έτοιμα!



-Έρχομαι, Πάττυ!..


 


Ήταν ένα ευχάριστο δείπνο. Ο Άλμπερτ με τον Τζορτζ έφυγαν αργά το βράδυ. Η Κάντυ ένιωθε πολύ μεγάλη υπερένταση… σκεφτόταν τα χίλια δυο πράγματα που έπρεπε να γίνουν και έτσι όπως τα είχε όλα αυτά στο μυαλό της, έπλαθε εικόνες με τη φαντασία της! Σε λίγους μήνες όλα αυτά θα ήταν πραγματικότητα! Όμως τι ήταν αυτό που θα της έλεγαν? Είχε μεγάλη αγωνία. Του έχω εμπιστοσύνη του Άλμπερτ, σκέφτηκε. Κάποια στιγμή θα το μάθω. Πρέπει να ξεκουραστώ, γιατί από αύριο έχω πάρα πολλή δουλειά. Μια κλινική… εδώ, στο σπίτι της Πόνυ! Θα είναι υπέροχα!!!


 


Έτσι, με τις εικόνες που έπλαθε στο μυαλό της, κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε!
 
΄Κεφάλαιο 5


Άρτσι και Άννυ






Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες όταν έχεις πολλά πράγματα να κάνεις… Η Κάντυ έστειλε 2 ακόμη γράμματα. Το πρώτο γράμμα ήταν για την αδελφή Μαίρη Τζέιν. Ζητούσε τη γνώμη της και τη βοήθειά της. Μάλιστα της έγραψαν και η κυρία Πόνυ με την αδελφή Μαρία ένα γράμμα. Η αδελφή Τζέιν συγκινήθηκε όταν το διάβασε και ήταν και η πρώτη που απάντησε. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και τους είπε μάλιστα ότι θα στείλει έναν πολύ καλό και νέο γιατρό και εκτός αυτού θα έρθει και εκείνη η ίδια να τους επισκεφτεί και να δει πως πάνε τα πράγματα…



Το δεύτερο γράμμα ήταν για την Άννυ. Την είχε πεθυμήσει πολύ. Η Άννυ της έγραφε ότι σε λίγες μέρες θα ερχόντουσαν με τον Άρτσι να την επισκεφτούν!!! H χαρά της Κάντυ ήταν απερίγραπτη!!! Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό, είχε πάλι αρχίσει να συνηθίζει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, και όλη αυτή η ετοιμασία αλλά και ο ερχομός της Άννυ, γέμιζαν τη ψυχή της χαρά!..



Πράγματι, η Άννυ και ο Άρτσι ήρθαν πολύ πιο σύντομα από ότι η Κάντυ και η Πάττυ περίμεναν! Της είχαν πολύ καλά νέα! Πέρασαν να δουν το γιατρό Μάρτιν, ο οποίος είχε ήδη λάβει το γράμμα της και της έστελνε τους χαιρετισμούς του και τα νέα του!



Ο Άλμπερτ είχε φροντίσει να τον επισκεφτεί μερικές φορές, και μάλιστα του έκανε μια κλινική υπέροχη! Τον είχε ήδη πληροφορήσει ότι κάτι τέτοιο σκεφτόταν να κάνει και για την Κάντυ κοντά στο ορφανοτροφείο, αλλά ήθελε πρώτα να την δει από κοντά και να τα συζητήσουν! Οπότε, ο γιατρός Μάρτιν ήξερε ήδη, και χάρηκε πολύ όταν έλαβε το γράμμα της Κάντυ που τον πληροφορούσε ότι το σχέδιό τους είχε αρχίσει να υλοποιείται…



Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα… η κλινική του γιατρού Μάρτιν είχε αποκτήσει πολύ καλό όνομα και γιʼαυτό βέβαια κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήταν υπεύθυνη η Κάντυ, και ο γιατρός Μάρτιν, ενώ ήθελε πολύ να ξαναδουλέψει μαζί της, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την κλινική του και τους ασθενείς του!...



- Εδώ, Κάντυ, ο γιατρός Μάρτιν μου έδωσε ένα γράμμα για σένα



- Ευχαριστώ, Άννυ, θα το διαβάσω σε λίγο! Τώρα όμως θέλω να μάθω τα δικά σας νέα! Πώς τα περνάτε?



- Δεν έχουν αλλάξει και πάρα πολλά από τότε που έφυγες Κάντυ, είπε ο Άρτσι. Η μεγάλη θεία παραμένει το ίδιο παράξενη, αν και οφείλω να παραδεχτώ πως έχει μαλακώσει λίγο… γεράματα βλέπεις!..



- Η Ελίζα και ο Νηλ είχαν πάει για ταξίδι και ήμασταν ήσυχοι όσο έλειπαν, είπε η Άννυ. Όμως από τότε που γύρισαν…



- Αυτή η Ελίζα, Κάντυ, είναι απερίγραπτη! Δεν την ανέχομαι δευτερόλεπτο! Τώρα που λείπεις δεν χάνει ευκαιρία να προσβάλει την Άννυ και να την μειώνει μπροστά σε όλους.. Ακόμα και τους Μπράιτον δε σεβάστηκε και κατά τη διάρκεια ενός δείπνου φρόντισε να κάνει συζήτηση για τα παιδιά από τα ορφανοτροφεία και για το πώς κατάφεραν τόσα χρόνια να κρατήσουν το μυστικό…



- Έλα, Άρτσι, εγώ πια δεν της δίνω σημασία! Αφού την ξέρω! Κάντυ, το ξέρεις ότι ο Άρτσι μια μέρα χτύπησε το Νηλ?



- Αλήθεια Άρτσι?



- Ναι. Και λυπάμαι που με σταμάτησαν και δεν του έδωσα περισσότερες!!!



- Γιατί, τι σου έκανε?



- Γυρνώντας από μια παράσταση, σχολίαζαν μπροστά μας πόσο καλός ήταν ο Τέρυ…


 


Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Κάντυ χλόμιασε… Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, η καρδιά της χτυπούσε ακόμα… Η Άννυ την κατάλαβε αμέσως…



- Άρτσι, είπε, δεν θα ήταν καλύτερα να …



- Ναι, θέλω να πω δηλαδή ότι άρχισαν με την Ελίζα να λένε πόσο καλύτερος είναι τώρα που έχει απαλλαχτεί από εκείνο το βρομοκόριτσο, την Κάντυ, και ο Νηλ άρχισε να κατηγορεί την Άννυ… Μάλλον ήταν μεθυσμένος γιατί έλεγε ασυναρτησίες… Ακόμα και τη μνήμη του Άντονυ και του Στήαρ πρόσβαλλαν, και εκεί δεν άντεξα!!! Και η Ελίζα, αν ήταν αγόρι, δε θα είχε γλιτώσει από τα χέρια μου…



- Ηρέμησε, Άρτσι, αφού τους ξέρεις, τόσα χρόνια ίδιοι είναι!...



- Αλήθεια, πότε γυρνάει η Πάττυ από τα μαθήματά της?



- Ναι, θέλουμε πολύ να την δούμε!



- Η Πάττυ κάθε πρωί συνοδεύει τα παιδιά στο σχολείο τους, και παρακολουθεί κι εκείνη κάποια μαθήματα, για να τελειώσει με το πτυχίο της. Το μεσημέρι, γυρνάνε όλοι μαζί με τον Τζίμι. Έχουμε ώρα ακόμα! Τι θέλετε να κάνουμε?


 


Η Κάντυ προσπάθησε να ελαφρύνει λίγο το κλίμα… είχε αναστατωθεί και μόνο που άκουσε το όνομα του Τέρυ! Και αυτό το γράμμα της Σουζάννας… Όσο για την Ελίζα και το Νηλ, την εκνεύριζαν αφάνταστα και δεν ήθελε να ασχοληθεί ποτέ ξανά μαζί τους! Αρκετά της είχαν κάνει τόσα χρόνια!


 


- Εγώ θα ήθελα να κάνω μια βόλτα, είπε ο Άρτσι. Να σας αφήσω λίγο και μόνες σας να τα πείτε!



- Κι εμείς, ας πάμε να βοηθήσουμε την κα. Πόνυ και την αδελφή Μαρία που ετοιμάζουν το μεσημεριανό!


 


Η κυρία Πόνυ όμως δεν τις άφησε.



- Έχετε τόσο καιρό να συναντηθείτε! Να κάτσετε να συζητήσετε και εμείς θα τα φροντίσουμε όλα!



- Μα, κυρία Πόνυ…



- Κάντυ, ξεχνάς ότι ακόμα είμαστε οι μαμάδες σας?


 


Η Κάντυ με την Άννυ έφυγαν από την κουζίνα, και κάθισαν στην αυλή.


 


Εν τω μεταξύ ο Άρτσι είχε αρχίσει να ανηφορίζει το λόφο… ήταν πολύ σκεπτικός… από τότε που πέθανε ο Στήαρ, ένιωθε ότι έχει πεθάνει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.. ποτέ δε θα ήταν ο ίδιος πια!



Έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις για τη ζωή του! Δεν ήταν πια παιδάκι.



Κοίταξε τον ουρανό και αναζήτησε τη μορφή του μεγάλου του αδελφού…



“Στήαρ, εδώ και μέρες σκέφτομαι τι θα μου έλεγες αν ήσουν κοντά μου… θυμάμαι εκείνη τη μέρα στο κολλέγιο, τότε που σου είχα μιλήσει για την αγάπη μου για την Κάντυ! Κι εσύ μου είχες πει ότι έτρεφες ιδιαίτερα αισθήματα για κείνην! Όμως έμεινες με την Πάττυ και τελικά την ερωτεύτηκες! Κι εγώ έμεινα με την Άννυ. Η Άννυ έχει χρυσή καρδιά και μʼαγαπάει αληθινά. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάρω τη μεγάλη απόφαση. Κι εσύ αυτό θα με συμβούλευες!...” Ο Άρτσι έμεινε αρκετή ώρα εκεί, χαμένος στις σκέψεις του…


 


Εν τω μεταξύ η Κάντυ με την Άννυ συζητούσαν…


 

 


- Λοιπόν, Άννυ, πώς τα περνάτε με τον Άρτσι?



- Θα τα πούμε κι αυτά, Κάντυ, θέλω όμως να σου μιλήσω για κάτι άλλο…



- Συνέβη κάτι?



- Είδα τον Τέρυ.


 


Η Κάντυ ταράχτηκε. Δεν είπε τίποτα. Παρόλο που ήταν αποφασισμένη να τον ξεχάσει, δεν μπόρεσε…ήταν πάνω από τις δυνάμεις της, ήθελε να μάθει για τον Τέρρυ…



Η Άννυ συνέχισε να μιλάει. Ήθελε να τα πει όλα, πριν το μετανιώσει.



- Ευτυχώς δεν επήγαμε στην παράσταση την ίδια μέρα με την Ελίζα και το Νηλ. Ο Τέρυ ήταν εκπληκτικός στο ρόλο του Άμλετ! Ακόμα και ο Άρτσι τον θαύμασε και έδειξε να τον καταλαβαίνει απόλυτα… Τον συναντήσαμε μετά την παράσταση, στη δεξίωση που είχε διοργανώσει ο δήμαρχος. Ήταν μεγάλη τύχη που δεν ήρθαν η Ελίζα και ο Νηλ, ακόμα δεν είχαν επιστρέψει από το ταξίδι τους! Ο Τέρυ ήταν πολύ ευγενικός με όλους, αλλά φαινόταν απίστευτα μελαγχολικός. Ήταν και η Σουζάννα εκεί, συνοδευμένη από τη μητέρα της. Όταν μας είδε ο Τέρυ έτρεξε αμέσως κοντά μας. Μου έδινε την εντύπωση ότι ασφυκτιούσε εκεί μέσα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά… Κάντυ, μας ρωτούσε για σένα, και διακρίναμε και ο Άρτσι κι εγώ μια λαχτάρα στη φωνή του… σʼαγαπάει ακόμα! Ποτέ δεν έπαψε να σʼαγαπάει!



- Άννυ, σταμάτα να…



- Όχι, Κάντυ, θα με ακούσεις. Ο Τέρυ έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Θυσιάστηκε για την αγάπη σας. Μένει κοντά σε μια γυναίκα που δεν την αγαπάει, μόνο από οίκτο και τύψεις. Και η Σουζάννα, είμαι σίγουρη, ότι φρόντισε να τον γεμίσει τύψεις και ενοχές. Ο Τέρυ μας είπε ότι δουλεύει ασταμάτητα, ότι θέλει να γίνεται ολοένα και καλύτερος και όποτε ακούς νέα του και κριτικές γιʼαυτόν, να νιώθεις υπερήφανη…



- Άννυ, ο Τέρυ ανοίκει πια στο παρελθόν μου. Τράβηξε το δρόμο του κι εγώ το δικό μου. Έχω προχωρήσει μπροστά στη ζωή μου κι εκείνος το ίδιο.



- Ναι αλλά Κάντυ…



- Σταμάτα, Άννυ! Δεν καταλαβαίνεις ότι μου κάνει κακό όλο αυτό? Δε θέλω να γυρίσω και δε μπορώ πια να …



- Όχι Κάντυ, εσύ σταμάτα!!!



Η Άννυ είχε γίνει έξω φρενών! Πρώτη φορά η Κάντυ την έβλεπε έτσι!



- Πάντα ήμουν δειλή και φοβόμουν. Όμως τώρα Κάντυ θα με αφήσεις να σου μιλήσω!!! Κι εσύ και ο Τέρυ κάνατε αυτό που πρέπει. Όμως πάντα νοιάζεσαι για τους άλλους. Πότε θα κοιτάξεις τη δική σου ευτυχία?



- Μα είμαι ευτυχισμένη!!



- Δεν είσαι!!! Σε έχω δει πώς είσαι όταν είσαι ευτυχισμένη!! Και πραγματικά ευτυχισμένη ήσουν όταν υπήρχε ο Τέρυ στη ζωή σου!!! Κι εκείνος το ίδιο! Το είπε κι ο Άρτσι!!! Απλά και οι δύο συμβιβαστήκατε… Αφού αγαπάτε ο ένας τον άλλο ακόμα, γιατί δεν..



- Σταμάτα πια Άννυ!!! Δεν υπάρχει τίποτα πια που να μπορούμε να κάνουμε!!! Ο Τέρυ πρέπει να μείνει κοντά στη Σουζάννα… Άννυ, η Σουζάννα μου έστειλε ένα γράμμα



- Τι έκανε? Και τι σου γράφει?



- Πάω να το φέρω να το διαβάσεις!


 


Την ώρα που η Κάντυ πήγε στο δωμάτιό της να φέρει το γράμμα, γύρισαν η Πάττυ με τα παιδιά! Ήταν κι ο Άρτσι μαζί τους! Τον είδαν καθώς επέστρεφαν και γύρισαν όλοι μαζί σπίτι. Η Άννυ δε θα το έβαζε κάτω! ʽ Κάντυ, σκεφτόταν, δεν τελειώσαμε τη συζήτηση. έχεις κάνει τόσα για μένα, τώρα είναι η σειρά μου…



Τα παιδιά ήταν αρκετά πεινασμένα και μετά από λίγο κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι και απολάμβαναν το μεσημεριανό τους φαγητό! Η Πάττυ ήταν πολύ χαρούμενη που βρίσκονταν ξανά κοντά τους η Άννυ και ο Άρτσι. Όμως η Άννυ φαινόταν αρκετά εκνευρισμένη, η Κάντυ το ίδιο και ο Άρτσι ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του! Θα τους ρωτούσε αργότερα, όμως ήταν σίγουρη ότι κάτι είχε γίνει όσο έλειπε…



Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους η Πάττυ σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα. Όμως ο Άρτσι την εμπόδισε.



- Κάθισε, Πάττυ, θέλω να σας μιλήσω, και θέλω να είστε όλοι παρόντες.


 


Η Άννυ τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο Άρτσι σηκώθηκε και πήγε κοντά στην κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία.


 


- Ξέρω ότι η Άννυ είναι πολλά χρόνια που έχει φύγει από εδώ, όμως δεν παύετε να είσαστε οι δύο μαμάδες της. Την αγαπάτε και σας αγαπάει… Θέλω λοιπόν, εδώ, μπροστά στις μητέρες σου, Άννυ, στις δύο καλές σου φίλες, που είσαστε σαν αδελφές τώρα πια, αλλά και σε όλα τα παιδιά, να σου ζητήσω να.. (ο Άρτσι κόμπιασε… του πέρασε από το μυαλό αστραπιαία ο μεγάλος του αδελφός να τον κοιτάζει συγκινημένος και υπερήφανος…) να με παντρευτείς…


 





Οι στιγμές που ακολούθησαν περιγράφονται δύσκολα με λόγια…

Η Άννυ τα έχασε. Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία, η Κάντυ και η Πάττυ δάκρυσαν. Ο Άρτσι πλησίασε την Άννυ, γονάτισε μπροστά της και της φόρεσε ένα υπέροχο δαχτυλίδι. Η Άννυ έκλαψε κι εκείνη και έπεσε στην αγκαλιά του! Τα παιδιά άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια και μαζεύτηκαν γύρω τους να τους αγκαλιάσουν και να τους συγχαρούν!..


- Σε λίγες μέρες είναι το μνημόσυνο του Στήαρ. Ο Στήαρ θα ήταν πολύ χαρούμενος αν ήταν κοντά μας, είπε ο Άρτσι με τρεμάμενη φωνή…



- Ναι, είπε η Άννυ, σίγουρα θα ετοίμαζε μία από τις ανεπανάληπτες εφευρέσεις του…



Ο Άρτσι προσπάθησε να χαμογελάσει… Αχ, Στήαρ, γιατί να φύγεις… Ήταν τόσο άδικο…



- Σκέφτομαι ότι είναι νωρίς ακόμα, αλλά μετά το μνημόσυνο οι γονείς μου σκοπεύουν να μείνουν μαζί μας αρκετές μέρες.. Θέλεις, Άννυ, να τους το ανακοινώσουμε τότε?



- Νομίζω ότι είναι λίγο νωρίς, είπε η Άννυ


 


Η Κάντυ δεν ήξερε τι να πει… ένιωθε ότι η Πάττυ, όπως και όλοι τους, στεναχωριόταν πολύ κάθε φορά που αναφέρονταν στον Στήαρ. Όμως η Πάττυ τους ξάφνιασε λέγοντας..



- Ο Στήαρ μου είχε φτιάξει δύο μαριονέτες.. Τον Στήαρ και την Πατρίτσια. Ήταν ενωμένες… Όταν η Πάττυ είναι χαρούμενη, είναι κι ο Στήαρ. Αυτό ισχύει για όλους μας. Ο Στήαρ είναι ευτυχισμένος με την απόφαση που πήρατε. Νομίζω ότι μετά το μνημόσυνο, είναι ευκαιρία να ανακοινώσετε τους αρραβώνες σας στους γονείς σας, θα είναι και ο Άλμπερτ εδώ, έτσι δεν είναι Κάντυ?



- Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ…


 


Με όλη αυτή την αναστάτωση, ξεχάστηκε ο εκνευρισμός που προηγήθηκε ανάμεσα στην Κάντυ και στην Άννυ..



Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία έβαλαν τα παιδιά για ύπνο. Η Κάντυ, η Πάττυ, ο Άρτσι και η Άννυ έκατσαν να κουβεντιάσουν. Η Άννυ και ο Άρτσι έλεγαν τα νέα τους στην Πάττυ, όμως η Κάντυ ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της…



Αργότερα, όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, η Κάντυ ήταν αδύνατον να κοιμηθεί…



« Ο Τέρυ μʼαγαπάει… κι εγώ τον αγαπάω ακόμα… όμως πρέπει να τελειώσει όλο αυτό. Οι δρόμοι μας χώρισαν. Ο Τέρυ πρέπει να μείνει στο πλευρό της Σουζάννας. Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Ναι, αυτό θα κάνω! Θα του γράψω…


 


Σαν να μην έφταναν αυτά όλα, το επόμενο πρωί, η Άννυ έφερε στην Κάντυ ένα φάκελο που της παρέδωσε μόλις ο κ. Μάθιου, ο ταχυδρόμος.



- Κάντυ, αυτό για σένα…


 


Η Άννυ την κοίταζε με μια ματιά γεμάτη νόημα… Δεν τελειώσαμε την χτεσινή συζήτηση, Κάντυ, και δε θα φύγω από εδώ αν δεν σου πω αυτά που έχω να σου πω!!!



Η Άννυ πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ξεπληρώσει για τη φίλη της, όλη την αγάπη, την καλοσύνη και την αφοσίωση που της είχε δείξει αυτά τα χρόνια…



Η Κάντυ άνοιξε το φάκελο.



Ήταν μια πρόσκληση για την παράσταση του Άμλετ… μια πρόσκληση για δύο άτομα, από την Ελεονόρ Μπέικερ, τη μητέρα του Τέρυ. Ήθελε να την ευχαριστήσει. Χάρη στην Κάντυ ο Τέρυ ξαναβρήκε τον εαυτό του και γύρισε πίσω στο θέατρο.



- Άννυ, αυτό θα είναι ένα πολύ ωραίο δώρο για την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία!



- Τι? Δε θα πας Κάντυ?



- Άννυ, πρέπει να τελειώσει εδώ το θέμα. Δεν μπορώ να δω τον Τέρρυ! Να και το γράμμα που μου έστειλε η Σουζάννα.



- Μα Κάντυ…



- Τώρα πια είναι πολύ αργά για μας!



- Όχι, Κάντυ, ποτέ δεν είναι αργά όταν υπάρχει αγάπη! Και ο Τέρυ σʼαγαπάει!


 


Η Κάντυ δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα…


 


- Και νομίζεις, Άννυ, ότι θα μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι, ξέροντας ότι η Σουζάννα υποφέρει?



- Κάντυ, αυτό που κάνει η Σουζάννα είναι εκβιασμός!



- Όχι, δεν είναι! Θέλησε να βάλει τέλος στη ζωή της για να μην σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία μας… τη δικιά μου και του Τέρρυ



- Και τώρα τι κάνει Κάντυ? Ζει κοντά σε κάποιον που μένει μαζί της από οίκτο! Δεν νοιάζεται για την ευτυχία του Τέρρυ, όπως λέει, αλλά μόνο για τον εαυτό της!



- Άννυ, ΤΕΛΟΣ!!! Δεν αντέχω άλλο!!!! Θα γράψω αμέσως στη Σουζάννα και στον Τέρρυ!!!! Ότι και να μου πεις, δεν ακούω!!! Πρέπει να ξεκαθαρίσω πια αυτή την κατάσταση, μια και καλή!!!


 


Η Άννυ την κοίταζε σιωπηλή… Δεν έχει νόημα, σκέφτηκε, να συνεχίσω… θα φτάσουμε στο σημείο να τσακωθούμε και δε θέλω. Όμως δε θα σε αφήσω Κάντυ να στείλεις αυτά τα γράμματα!!! Θα πάω εγώ η ίδια να μιλήσω στη Σουζάννα αν χρειαστεί! Όμως, κι αυτό στο υπόσχομαι, θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να σε δω ευτυχισμένη!...


 


Η Κάντυ ξεκίνησε μόνη της για το λόφο. Κάθησε κάτω από το δέντρο, εκεί που είχε συναντήσει για πρώτη φορά τον πρίγκιπά της… τον σκέφτηκε και πήρε δύναμη και κουράγιο! Ηρέμησε και ξεκίνησε να γράφει…


 


Αγαπητή Σουζάνα,


Θα πρέπει να μάθεις πως σε μίσησα όταν με έδιωξες απ΄το ξενοδοχείο στο Σικάγο. Νόμιζα πως εγώ αγαπούσα τον Τέρρυ πιο πολύ, αλλά όταν ήρθα στην Νέα Υόρκη και έμαθα πως του έσωσες τη ζωή, και ύστερα όταν αποπειράθηκες να αυτοκτονήσεις για χάρη του Τέρρυ και δική μου συνειδητοποίησα πως τον αγαπάς απʼτα βάθη της καρδιάς σου και έτσι ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τώρα έχω το γράμμα σου και το διαβάζω ξανά και ξανά. Όταν ο Τέρρυ άφησε τον θίασο, κατάλαβα πως εσύ κι αυτός είχατε τα προβλήματα, όχι εγώ. Εγώ είμαι καλά. Ο Τέρρυ πια ανήκει στο παρελθόν και δεν κοιτάζω πίσω. Είμαι πολύ χαρούμενη που γνώρισα τον Τέρρυ και εσένα. Κάποια μέρα θα ειδωθούμε ξανά, ίσως όταν είμαστε πια πολύ γέροι και θα γελάμε πολύ με όλα αυτά. Το ξέρω πως θα τον φροντίσεις. Να είσαι πάντα στο πλευρό του. Καμιά φορά σε βλέπω στα περιοδικά, να χαμογελάς παρά το ότι είσαι στη αναπηρική καρέκλα. Τώρα ξέρω πως πήρα τη σωστή απόφαση.



Κάντυ.






Μόλις τελείωσε πήρε μια βαθειά ανάσα… Πρέπει να γράψω και στον Τέρρυ… αχ, Τέρρυ, έχω τόσα να σου πω…



Όμως η ώρα είχε περάσει και είχε αφήσει ένα σωρό δουλειές πίσω της… Θα του γράψω το βράδυ, σκέφτηκε και άρχισε να κατηφορίζει προς το ορφανοτροφείο…


 


Εν τω μεταξύ η Άννυ συζητούσε με την κα. Πόνυ και την αδελφή Μαρία. Η Κάντυ τους είχε δώσει την πρόσκληση για τον Άμλετ και ήταν κατενθουσιασμένες. Θα πήγαιναν το επόμενο απόγευμα. Η Άννυ δεν ήθελε να τους χαλάσει αυτό τον ενθουσιασμό… σκόπευε όμως μόλις επιστρέψουν και πριν εκείνη φύγει να τους μιλήσει για την Κάντυ και τον Τέρρυ. Δεν έπρεπε να την αφήσουν να στείλει εκείνα τα γράμματα!...






etoimo10.jpg





 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 6


Ένα τηλεγράφημα...






Η Κάντυ ξεκίνησε να γράφει


Αγαπητέ Τέρρυ,



Μόλις διάβασα ένα άρθρο για τον Άμλετ σου, στο οποίο έλεγε πως πήρες πολύ καλές κριτικές. Χάρηκα πολύ που το άκουσα. Συγχαρητήρια!


 


Δεν μπορούσε να συνεχίσει… σηκώθηκε από το γραφείο της κυρίας Πόνυ, έπλυνε το πρόσωπό της και πήγε για ύπνο. Πρέπει να ξεκουραστώ και να συνέλθω, είπε στον εαυτό της και έσβησε τη λάμπα.


 


Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε πολύ άσκημα! Στριφογύριζε συνέχεια και παραμιλούσε στον ύπνο της. Η Άννυ ήξερε γιατί και ένιωσε τύψεις… Μήπως τελικά αντί να της κάνει καλό την παίδευε? Μήπως η Κάντυ έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της τελικά χωρίς τον Τέρρυ? Η Άννυ αποφάσισε να μην της αναφέρει τίποτα άλλο γιʼαυτό το θέμα. Ίσως το άφηνε για ένα διάστημα. Την αναστάτωσε και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον αρνητικό…



Η Κάντυ ξύπνησε αρκετά αργά και με ένα δυνατό πονοκέφαλο. Πρέπει να στρωθώ αμέσως στη δουλειά, σκέφτηκε. Αρκετά οι στεναχώριες! Αμέσως της πέρασε από το μυαλό ο Άλμπερτ. Πόσο καλά ένιωθε δίπλα του! Εκείνες οι μέρες ειδικά που συγκατοίκησαν της είχαν λείψει αφάνταστα! Τον Άλμπερτ πια τον έβλεπε πολύ σπάνια. Ήταν ο μεγάλος θείος και είχε πάρα πολλές υποχρεώσεις. Όμως, δηλαδή τώρα, θα έλειπε συνεχώς σε ταξίδια και δουλειές? Θα ζούσε όπως ο πατέρας του Άντονυ? Η Κάντυ δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό τον τρόπο ζωής… Να έχεις τόσο πολλά λεφτά, κι όμως να χάνεις τις μικρές καθημερινές ευτυχισμένες στιγμές… Να είσαι αναγκασμένος να ζεις μακριά από τα αγαπημένα σου πρόσωπα…Όχι, ο Άλμπερτ δεν ήταν για κάτι τέτοια… εγκλωβισμένος μέσα σε ένα κουστούμι και… ταξίδια, τράπεζες, επιχειρήσεις… Στον Άλμπερτ άρεσε γενικά η μοναχική ζωή και τα ταξίδια, όμως τώρα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα… Δεν μπορούσε πια να βρίσκεται όπως εκείνος ήθελε, ανάμεσα στην φύση και τα ζώα, με ένα απλό τζιν και ένα σακίδιο στον ώμο… Άραγε πόσο ακόμα θα άντεχε ο Άλμπερτ αυτή τη ζωή???



Οι επόμενες μέρες κύλησαν πιο ανώδυνα και χαλαρά. Η Κάντυ ασχολούνταν πολύ με την κλινική και επικοινώνησε με τον γιατρό Μάρτιν και την αδελφή Μαίρη-Τζέιν. Ξόδευε όλη της την ενέργεια εκεί και σκεφτόταν λιγότερο. Κι αυτό της έκανε καλό.



Έτσι, πέρασαν άλλες δύο εβδομάδες. Η Άννυ με την Πάττυ έφυγαν για το Λέικγουντ. Ήθελαν να βοηθήσουν και οι δυο στην προετοιμασία για το μνημόσυνο του Στήαρ. Και η Πάττυ ήθελε οπωσδήποτε να πάει. Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία φυσικά, δεν είχαν καμιά αντίρρηση! Στην Κάντυ βέβαια, τώρα που έλειπε και η Πάττυ, έπεσε αρκετή δουλειά παραπάνω, όμως την ευχαριστούσε και τη γέμιζε αυτό που έκανε!



Η τελευταία μέρα ήταν αρκετά κοπιαστική… όμως εκείνο το βράδυ δεν της κολλούσε ύπνος… Σε μια βδομάδα ήταν το μνημόσυνο του Στήαρ και θα πήγαινε κι εκείνη στο Λέικγουντ… Το Λέικγουντ! Πόσες αναμνήσεις… Ο Άντονυ, ο Στήαρ, ο Άρτσι… Η Κάντυ κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Είχε αρκετό κρύο. Τράβηξε λίγο την κουρτίνα και κοίταξε τα αστέρια που έλαμπαν στον ουρανό… Αμέσως, χωρίς η ίδια να καταλάβει πως έγινε, της ήρθε στο μυαλό η μορφή του αγαπημένου της… Ένα δάκρυ της ξέφυγε… Ένιωθε μεγάλο βάρος στην καρδιά της… Πόσο ήθελε να τον δει, να τον αγκαλιάσει, να του μιλήσει… Κι εκείνος όμως, την αγαπούσε…



Την επόμενη μέρα η Κάντυ ήταν πολύ σκεπτική. Είχε στο μυαλό της τον Τέρρυ. Ήθελε να τον δει και να του πει τόσα, μα τόσα πολλά... Οι κινήσεις της ήταν μηχανικές και το μυαλό της δούλευε συνέχεια. Το κατάλαβαν φυσικά όλοι ότι κάτι της συνέβαινε, ακόμα και τα μικρά παιδάκια... Το απόγευμα πήγε μια βόλτα μέχρι το λόφο της. Τον αγαπημένο της λόφο. Αναστέναξε και πήρε την απόφαση...Το είχε καθυστερήσει πολύ καιρό. Τώρα που έλειπε η Άννυ και η Πάττυ, ήταν ευκαιρία. Έπρεπε να του γράψει οπωσδήποτε! Έπρεπε να ξεκαθαρίσει τη στάση της απέναντί του και να κλείσει πια αυτό το κεφάλαιο… Έβγαλε από την τσέπη της το γράμμα που είχε ξεκινήσει πριν από μέρες και το κοίταξε...Ναι, έπρεπε να το κάνει!Πήγε στο γραφειάκι της κυρίας Πόνυ και ξεκίνησε να γράφει…


 

 


Αγαπητέ Τέρρυ,


Μόλις διάβασα ένα άρθρο για τον Άμλετ σου, στο οποίο έλεγε πως πήρες πολύ καλές κριτικές. Χάρηκα πολύ που το άκουσα. Συγχαρητήρια! Πίστευα πως μια τέτοια μέρα θα έρθει ξανά σύντομα. Σαν να ήμουν εκεί, άκουγα το δυνατό χειροκρότημα του κοινού για σένα να μην σταματά. Και σε έβλεπα να φοράς ένα άσπρο κοστούμι και να βγαίνεις ξανά και ξανά στο κάλεσμα της αυλαίας χαμογελαστός. Η κυρία Πόνυ και η αδερφή Μαρία είπαν πως είσαι ο καλύτερος Άμλετ που έχουν δει σʼόλη τους τη ζωή. Ενθουσιάστηκαν που είδαν τη φωτογραφία σου στην εφημερίδα και φέρονταν σαν κοριτσόπουλα.



Έχεις επισκεφτεί το σπίτι της κυρίας Πόνυ παλιότερα, σωστά; Εκείνη τη φορά ήμουν κι εγώ στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της κυρίας Πόνυ. Ο χρόνος είναι ανήλεος στο πέρασμά του. Αν είχα κάνει μικρότερο διάλειμμα στο ταξίδι μου, θα σε είχα δει εκεί. Ήταν άραγε ο λόφος της Πόνυ ίδιος μʼαυτό που φανταζόσουν; Έμοιαζε με τον απατηλό λόφο της Πόνυ, σωστά; Μπορώ να σε φανταστώ να στέκεσαι μόνος σου στον λόφο της Πόνυ όταν ήρθες εδώ εκείνη τη χιονισμένη μέρα , παρόλο που δεν ήμουν εκεί. Γύρισα στην Αμερική τρέχοντας πίσω σου, και μετά σπούδασα για να γίνω νοσοκόμα, ενώ ονειρευόμουν να σε ξαναδώ κάποια στιγμή. «Έχω να κάνω κάτι που θέλω πολύ», αυτό είπες όταν έφυγες από το Σχολείο του Αγίου Παύλου. Ήθελες να δεις πως μπορείς να σταθείς μόνος σου, στα πόδια σου σʼαυτή τη ζωή. Πίστευα πως θα σε ξανασυναντήσω κάποια μέρα.



Χάρηκα τόσο πολύ όταν βρήκα εκείνο το άρθρο για σένα στην εφημερίδα την πρώτη φορά. Τέρενς Γκράχαμ... Έμαθα και τι θα πεί το Γ. στο Τέρενς Γ. Γκράντσεστερ όταν το έιδα. Πάντα νόμιζα πως το Γ. σήμαινε Γορίλας! Έμαθα πως η μητέρα σου, η Έλεονορ Μπέικερ σε βάφτισε Γκράχαμ. Συγκινήθηκα όταν έμαθα πως άφησες το όνομα Γκράντσεστερ όταν έφυγες από την Αγγλία. Από αυτό κατάλαβα πόσο αποφασισμένος ήσουν. Επί τη ευκαιρία, οι άνθρωποι στο Μπρόντγουεϊ πρέπει να είναι πολύ καλοί στο να ανακαλύπτουν νέα ταλέντα . Εντόπισαν το ταλέντο σου αμέσως.



Κάθε φορά που έβλεπα τα νέα σου σκεφτόμουν πως έπρεπε να συνεχίσω και εγώ όπως κι εσύ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη ήμουν όταν έμαθα πως ερχόσουν στο Σικάγο για μια παράσταση με τον θίασο του Στράτφορντ. Δεν ήξερες πως ήμουν στην Αμερική τότε και σκεφτόμουν τη μεγάλη έκπληξη θα σου έκανα με το να εμφανιστώ μπροστά σου ξαφνικά. Δυστυχώς η παράσταση ήταν μόνο για προσκεκλημένους θεατές. Δεν υπήρχε λόγος να λάβω μια τέτοια πρόσκληση αφού ήμουν απλά μια νοσοκόμα. Όταν είχα σχεδόν απελπιστεί ο Άρτσι και ο Στήαρ μου βρήκαν ένα εισιτήριο, πράγμα που ήταν μεγάλη τύχη. Παρόλα αυτά δεν ήταν η μέρα μου. Είχα τη νυχτερινή βάρδια και κανείς δεν ήθελε να πάρει τη θέση μου εκείνη την ημέρα. Αλλά επειδή στʼαλήθεια έπρεπε να δω την παράστασή σου, το έσκασα απʼτη δουλειά μου και πήγα στο θέατρο. Όπως ξέρεις, είμαι πολύ καλή στο να το σκάω. Αλλά ήμουν υπεύθυνη για τη δουλειά μου στο νοσοκομείο, όχι όπως στο Κολλέγιο. Αργότερα εκείνο το βράδυ με επέπληξε η Φλάνυ που ήταν ανώτερή μου στη σχολή νοσοκόμων.



Απογοητεύτηκα που δεν σε είδα από το θεωρείο εξαιτίας της φασαρίας που έκανε η Ελίζα. Παρόλα αυτά σε είδα από τα παρασκήνια. Ήσουν πραγματικά εξαιρετικός ως βασιλιάς της Γαλλίας! Έπρεπε να το λένε Βασιλιάς της Γαλλίας αντί για Βασιλιάς Λήρ, αυτό σκέφτηκα! Άκουγα την καθαρή και γεμάτη συναίσθημα φωνή σου και έβλεπα τον εξευγενισμένο τρόπο που φερόσουν κάτω απʼτους προβολείς. Σε εβλεπα θολά μέσα από τα μάτια μου που είχαν γεμίσει δάκρυα. Τρόμαξα με το πόσο δημοφιλής ήσουν. Έμεινα κατάπληκτη όταν είδα πως ήσουν περιτριγυρισμένος από ένα πλήθος κοριτσιών τότε. Φώναξα «Τέρρυ!» όσο πιο δυνατά μπορούσα αλλά μάταια, δεν ακουγόμουν. Ενώ πάλευα μέσα στο πλήθος, κοίταζα εσένα και τη Σουζάνα να επιβιβάζεστε στην άμαξα. Όπως το σκέφτομαι τώρα, αυτό ίσως ήταν μια πρόγευση του μελλοντικού μας χωρισμού.



Περνούσαμε τόσο κοντά ο ένας απʼτον άλλον και δε βρισκόμασταν. Στο σπίτι της Πόνυ, στο θέατρο και στο ξενοδοχείο στο Σικάγο. Όταν επισκέφτηκα το ξενοδοχείο που έμενες, Τέρρυ, εσύ με περίμενες στην είσοδο του νοσοκομείου, σωστά; Ω, πόσο εύχομαι να το ήξερα νωρίτερα. Ενώ εσύ ήσουν εκεί, εγώ έφευγα απʼτο ξενοδοχείο που με έδιωξε η Σουζάνα, και αφού ήμουν απίστευτα θλιμένη που δεν κατάφερα να σε δω, περπατούσα άσκοπα μόνη και αφηρημένη στους δρόμους μέχρι την ανατολή. Μουρμούριζα στον εαυτό μου ξανά και ξανά «Τέρρυ, άραγε με ξέχασες κιόλας; .. Όχι, δε μπορεί να είναι έτσι». Ο Στήαρ μου είπε αργότερα πως ήσουν στη δεξίωση που οργάνωσε ο Δήμαρχος του Σικάγου μετά την παράσταση και πως από αυτόν έμαθες πως επέστρεψα στην Αμερική. Πρέπει να ξαφνιάστηκες πολύ που το άκουσες. Ήθελα πολύ να δω το ξαφνιασμένο σου ύφος, αλλά δεν ήμουν εκεί και το έχασα. Χάρηκα όταν μου είπε πως έφυγες αμέσως απ΄τη δεξίωση μόλις έμαθες πως ήμουν στο Σικάγο, χωρίς να σε νοιάξουν οι υπόλοιποι καλεσμένοι που ήθελαν να σου μιλήσουν. Πραγματικά είχαμε πολλές ευκαιρίες να βρεθούμε και άφθονο χρόνο εκείνη τη νύχτα, αν ήμασταν τυχεροί.



Αλλά χάρηκα όταν τελικά κατάφερα να σε δω για λίγο και έμαθα πως τα πας καλά. Μόλις πήρα το μήνυμα από το θυρωρό την επόμενη μέρα το μεσημέρι, έτρεξα στο σταθμό. Όταν έφτασα εκεί, το τρένο είχε ήδη φύγει. Τότε έτρεξα προς τα λιβάδια γιατί σκέφτηκα πως ήθελα να δω απλά και μόνο το τρένο στο οποίο υποτίθεται πως ήσουν μέσα. Σε βρήκα να στέκεσαι στο πλάτωμα {πάτωμα :p}. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για μια στιγμή. Αυτό ήταν όλο... αλλά ήμουν αρκετά χαρούμενη. Οι γλυκές μας αναμνήσεις δεν έχουν τέλος, Τέρρυ. Αν ήξερα πως όλα αυτά θα γινόντουσαν, θα σου είχα γράψει περισσότερα γράμματα. Μακάρι να μπορούσα λάμβανα τα γράμματά σου πιο συχνά. Αλλά είναι πολύ αργά, σωστά;



Μετά τη σύντομη συνάντησή μας, ήρθα στη Νέα Υόρκη. Ποτέ δεν περίμενα πως αυτό θα ήταν ένα αποχαιρετιστήριο ταξίδι για εσένα και για μένα. Όταν έλαβα το εισιτήριο για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για Νέα Υόρκη που μου έστειλες νόμισα πως η μεγάλη μου αναμονή μέχρι να σε δω είχε ανταμειφθεί με αυτά τα δώρα. Ω, ναι! Ανυπομονούσα να έρθει εκείνη η μέρα και μέτραγα τις μέρες στα δάχτυλά μου. Επιπλέον είχαμε μια τόσο ιδιαίτερη ανάμνηση από αυτό το έργο, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ήταν μεγάλη έκπληξη το ότι έπαιξες στʼαλήθεια τον Ρωμαίο. Όταν μπόρεσα να σε ξαναδώ στην Νέα Υόρκη, ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου γιατί είχαμε να ειδωθούμε τόσο καιρό. Κρατώ ακόμα αυτό το συναίσθημα για μένα. Εκείνο το καιρό ήμουν ανήσυχη που σε έβλεπα μελαγχολικό κάποιες φορές. Αλλά ήμουν πολύ χαρούμενη για να με νοιάξει. Τώρα ξέρω πως ήσουν συνέχεια ταραγμένος εξαιτίας της Σουζάνας. Λυπάμαι πολύ που δεν έκανα τίποτα για σένα όσο είχες προβλήματα. Αυτό με λυπεί πολύ τώρα. Μπορώ να πω πως δεν έφταιγες για το ατύχημα της Σουζάνας, αλλά η αλήθεια είναι πως σε προστάτεψε. Είναι αλήθεια πως θυσίασε τον εαυτό της στη θέση σου. Όταν έμαθα τις βαθύτερες σκέψεις της Σουζάνας για εσένα, είχα ήδη αποφασίσει να σε αποχαιρετίσω, Τέρρυ. Δεν άντεχα πλέον να σε βλέπω συγχυσμένο. Και ξέρω καλά πως δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί ευτυχισμένοι ενώ η Σουζάνα ήταν αφημένη μόνη της στην απελπισία της. Όταν σε αποχαιρέτησα με έσφιξες και μου είπες «Να είσαι ευτυχισμένη αλλιώς δε θα σε συγχωρήσω». Ευχαριστώ, Τέρρυ. Είμαι τόσο χαρούμενη τώρα. Έχω πάντα πολλούς φίλους που νοιάζονται για μένα πολύ. Πάνω απʼόλα, έχω ακόμα τις γλυκιές και όμορφες αναμνήσεις που μοιραστήκαμε εκείνο το καιρό στη καρδιά μου. Ποτέ όσο ζω δε θα ξεχάσω τη ζεστασιά του στήθους σου στη πλάτη μου.



Επιπλέον, Τέρρυ, ξέρω πως δεν ήσουν καλά αφότου χωρίσαμε. Ήσουν τόσο μπερδεμένος που μετα βίας μπορούσες να παίξεις τους ρόλους σου, και έπρεπε να αφήσεις τον θίασο... Είσαι τόσο χαζός Τέρρυ! Κι εγώ ακόμα πιο ανόητη που νοιαζόμουν μόνο για το δικό μου πόνο, ήμουν τόσο εγωίστρια. Πιστεύω πως ήταν θείο θέλημα να σε βρω από τύχη σʼεκείνο το θέατρο με τον περιπλανώμενο θίασο εκείνη τη νύχτα του χειμώνα. Φερόσουν σαν μεθυσμένος και τρέκλιζες. Παρολίγο να πηδήξω στη σκηνή, μπροστά σου και χτυπώντας σε στο στήθος να σου φωνάξω «Σύνελθε!». Ήθελα να το κάνω αυτό γιαʼσένα. Τέρρυ μπόρεσες να ακούσεις τη σκέψη μου εκείνη τη στιγμή άραγε; Σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή στη μέση της παράστασης έγινες τόσο δραστήριος. Και έμοιαζες με άλλο άνθρωπο καθώς έπαιζες τόσο ζωηρά. «Είσαι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ εσύ. ΕΙΣΑΙ Ο ΤΕΡΡΥ» σιγομουρμούριζα στο μυαλό μου. Το έμαθες άραγε πως η μητέρα σου ήταν στο κοινό εκείνη τη μέρα; Αργότερα η μητέρα σου, η Έλεονορ Μπέικερ, με φώναξε να συναντηθούμε στα κρυφά. Μου είπε πως είχε ακυρώσει τη δουλειά της σε μια ταινία για να σε ακολουθήσει κρυφά. Ήταν τόσο ευγενική ώστε να μου στείλει μια πρόσκληση για τον Άμλετ τις προάλλες. Όμως της την έστειλα πίσω. Δεν έχω το κουράγιο να δω την παράστασή σου στο Μπρόντγουεϊ ακόμα.



Τέρρυ είμαι πίσω στο σπίτι της κυρίας Πόνυ και δουλεύω εδώ σαν νοσοκόμα. Έχουν γίνει τόσα πράγματα από τότε που χωρίσαμε. Ο αστειούλης φίλος μου, ο Στήαρ κατατάχθηκε εθελοντικά στην αεροπορία της Γαλλίας και σκοτώθηκε στον πόλεμο. Είμαι τόσο λυπημένη που χάνω έναν έναν τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, σαν το παιδικό τραγουδάκι με τα 10 ινδιανάκια, μόνο ο Άμπερτ είναι πάντα μαζί μου. Τέρρυ μάντεψε! Αυτός είναι τελικά ο θετός πατέρας μου, ο μεγάλος θείος Γουίλιαμ! Μας ξεγέλασε όλους μας. Δεν νομίζεις πως ο Άλμπερτ έπρεπε να γίνει ηθοποιός;



Ω Θεέ μου! Εκπλήσσομαι με το πόσες σελίδες σου έχω γράψει. Απορώ γιατί έγραψα ένα τόσο μεγάλο γράμμα που δεν πρόκειται ποτέ να σου στείλω, ποτέ. Ενθουσιάστηκα με το άρθρο για την επιτυχία σου με τον Άμλετ μάλλον. Είναι σχεδόν η ώρα που δύει ο ήλιος. Ακούω τις καμπάνες από την εκκλησία να ήχουν μέσα στα βουνά. Τέρρυ σε παρακαλώ πρόσεχε πολύ τη Σουζάνα. Διάβασα ένα άρθρο με συνέντευξή της όταν επέστρεψες στο Μπρόντγουεϊ από τον περιπλανόμενο θίασο μετά την εξαφάνισή σου:



«-Δις Σουζάνα, είχατε ανησυχήσει που ο Τέρρυ σας άφησε και εξαφανίστηκε;



-Όχι. Γιατί πάντα τον εμπιστεύομαι, ό,τι κι αν κάνει.»



Όταν διάβασα την συνέντευξη, δάκρυσα. Νομίζω πως η Σουζάνα Μάρλοου είναι πολύ γλυκός άνθρωπος. Κι εσύ το ίδιο , Τέρρυ. Τότε διάλεξες όχι εμένα, αλλά τη Σουζάνα μετά από πολλές οδυνηρές σκέψεις. Ακόμα μʼαρέσει το πως είσαι.



Τέρρυ, το σπίτι της κυρίας Πόνυ είναι πολύ μακρυά από το Μπρόντγουεϊ , αλλά ελπίζω να θυμάσαι πως είμαι παντά μια αφοσιωμένη θαυμάστριά σου στην αμερικάνικη ύπεθρο. Σε παρακαλώ να θυμάσαι πως πάντα θα σε χειροκροτώ όταν είσαι στη σκηνη.



Φακιδομούρα Ταρζάν.



ΥΓ=Σʼαγάπησα.


 


Αφού το ξαναδιάβασε, το δίπλωσε και το έβαλε μέσα στην τσέπη της ρόμπας της.



Δεν μπορώ να το στείλω, σκέφτηκε… Δεν του έχω πει ποτέ ψέματα του Τέρρυ, και δε θα το κάνω τώρα! Τον αγαπάω!...


 


picture.php






……………………………………………………………………


Η αδελφή Μαίρη Τζέιν χάρηκε πολύ όταν έλαβε το γράμμα της Κάντυ, πριν δυο μέρες! Και μάλιστα είχε έρθει πάνω στην ώρα. Σήμερα περίμενε να επιστρέψει από τη Γαλλία, ένας νέος γιατρός, πολύ καλός και ευσυνείδητος, ο γιατρός Μισέλ. Εκείνη η επεισοδιακή μικρή, όπως την έλεγε, ήταν πολύ άξια και πολύ καλή νοσοκόμα! Είμαι σίγουρη ότι τ
ο σαΐνι μας θα τα πάει περίφημα με το γιατρό Μισέλ, κι εκείνος δεν έχει καμμιά αντίρρηση να δουλέψει μαζί της! Όμως, γιατί επιστρέφει τόσο νωρίς? Του έγραψα ότι έχουμε χρόνο και είναι πολύτιμη η βοήθειά του στη Γαλλία. Υπάρχουν πολλοί τραυματίες πολέμου και χρειάζεται προσωπικό. Κι εκείνος γιατί έφυγε? Ήθελε να μου πει,λέει, κάτι επείγον.


Τις σκέψεις της διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Μια νοσοκόμα την πληροφόρησε ότι ο γιατρός μόλις είχε φτάσει.


- Για σας αδελφή Μαίρη Τζέιν



- Καλώς όρισες, Μισέλ! Πώς είσαι?



- Μια χαρά, ευχαριστώ!



- Λοιπόν, δεν σου κρύβω ότι θέλω να μάθω



- Θα σας τα πω όλα! Αν δεν ήταν σοβαρός λόγος, δεν θα έφευγα



- Σε ακούω.



- Πρόκειται για έναν ασθενή. Μας τον έφεραν στο νοσοκομείο πριν από ένα μήνα. Είχε σοβαρά χτυπήματα στο κεφάλι, εγκαύματα και σπασμένο πόδι. Ευτυχώς, στο προηγούμενο νοσοκομείο που βρίσκονταν τον φρόντισαν όπως έπρεπε, και γρήγορα θα αποκατασταθεί η υγεία του.. Ήταν πολύ τυχερος! Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, φοβόντουσαν ότι θα πέσει σε κόμμα. Σκληρό καρύδι όμως! Τα κατάφερε! Πολύ έξυπνος τύπος, είχε φροντήσει να…



- Μισέλ, τόση ώρα μου μιλάς για κάποιον ασθενή και δεν μπορώ να καταλάβω τι το ξεχωριστό έχει και σε έκανε να φτάσεις μέχρι εδώ. Υπάρχουν χιλιάδες ασθενείς, αλοίμονο αν για όλους αφήναμε τη δουλειά μας



- Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πέρασα πολλές ώρες μαζί του και έμαθα σχεδόν τα πάντα γιʼαυτόν. Μου ζήτησε να στείλω ένα τηλεγράφημα, όμως του είπα και είμαι σίγουρος πως θα συμφωνείτε μαζί μου, ότι θα είναι καλύτερο να μιλήσουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα στην οικογένειά του.



- Τους ξέρουμε?



- Ναι. Πριν σας πω περισσότερες λεπτομέρειες, διαβάστε το τηλεγράφημα


 


Η αδελφή Μαίρη Τζέιν πήρε το μικρό χαρτάκι, το ξεδίπλωσε και διάβασε…



Δυο λέξεις μόνο την έκαναν να τα χάσει...


 


«Είμαι ζωντανός!



Αλιστήαρ Κόρνγουελ»
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 7

Το μνημόσυνο του Στήαρ

-Κάντυ, είσαι έτοιμη, παιδί μου?

-Ναι, αδελφή Μαρία!

-Ο Τζωρτζ είναι έξω με την κα. Πόνυ και πίνουν το καφεδάκι τους.

-Έρχομαι αμέσως!

Το μνημόσυνο θα γινόταν στις 4 το απόγευμα. Η Κάντυ όμως είχε σηκωθεί πολύ νωρίς εκείνη τη μέρα. Ήθελε να πάει όσο νωρίτερα γίνεται. Αφού ήπιανε το καφεδάκι τους μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το Λέικγουντ. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και έβρεχε ασταμάτητα… τι άσκημος καιρός, σκέφτηκε η Κάντυ…

-Τζωρτζ, ο Άλμπερτ πότε ήρθε?

-Ήρθαμε μαζί χτες το βράδυ. Θα ερχόταν ο ίδιος να σε πάρει αλλά η μεγάλη θεία κανόνισε σήμερα νωρίς το πρωί συνάντηση με κάποιους αντιπροσώπους μας στο Σάο Πάολο. Πρέπει να τακτοποιηθούν ορισμένα ζητήματα, και γιʼαυτόν ακριβώς το λόγο ο κύριος Άλμπερτ κι εγώ θα φύγουμε σε… δεσποινίς Κάντυ, τι συμβαίνει?

-Να.. ξέρεις Τζωρτζ, από τότε που ο Άλμπερτ ανέλαβε τα καθήκοντά του, λείπει συνεχώς… θέλω να πω, πάντα ταξίδευε, όμως τώρα…

-Ο κύριος Γουίλιαμ μην ξεχνάτε ότι τώρα πια έχει πάρα πολλές υποχρεώσεις

-Ναι Τζωρτζ, ξέρω…

Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και κόντευαν να φτάσουν.. Η βροχή είχε σταματήσει και κάπου κάπου μέσα από τα σύννεφα περνούσαν δειλά κάποιες ηλιαχτίδες που φώτιζαν τα δέντρα… Ακόμα και με τέτοιο καιρό, το τοπίο ήταν μαγευτικό… η Κάντυ καθώς πλησίαζαν στην καγκελόπορτα με τα τριαντάφυλλα σκεφτόταν τα λόγια του Άντονυ…

ʽΤα τριαντάφυλλα μαραίνονται και πέφτουν τα φύλλα τους, αλλά δεν πεθαίνουν…ανθίζουν και πέφτουν, και ξανανθίζουν και ξαναπέφτουν, αλλά ζουν για πάντα… το ίδιο και οι άνθρωποι. Πεθαίνουν, αλλά ξαναζούν πιο καλοί στις καρδιές των άλλων… ʽ

Μόλις έφτασαν η Κάντυ αναζήτησε τον Άλμπερτ, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Η Άννυ, ο Άρτσι και η Πάττυ κάθονταν στην βεράντα και έπιναν τσάι. Οι γονείς του Άρτσι ήταν στο σαλόνι με τη μεγάλη θεία και συζητούσαν.

Η Κάντυ κάθισε με τα παιδιά σκεπτική…

- Κάντυ? Κάντυ με ακούς?

- Ναι, Άρτσι, τι έλεγες?

- Κάντυ, είσαι αφηρημένη… τόση ώρα μιλάμε και αμφιβάλλω αν έχεις ακούσει το παραμικρό από τη συζήτηση… που ταξιδεύεις?

- Να, εγώ… σκεφτόμουν τον Άντονυ… τι γλυκειές αναμνήσεις έχω εδώ… ο Άντονυ και ο Στήαρ…

Ο Άρτσι γύρισε θλιμμένος και κοίταξε την καγκελόπορτα… Για λίγη ώρα, κανείς τους δε μιλούσε… είχαν χαθεί όλοι στις σκέψεις τους… Η Κάντυ έσπασε τη σιωπή

- Ο Άλμπερτ πού είναι? Θέλω να τον δω!

- Κι εμείς δεν τον έχουμε δει ακόμα, και από ότι φαίνεται θα τον δούμε πια στο μνημόσυνο…

Το μνημόσυνο δεν κράτησε πολλή ώρα. Ήταν μια απλή τελετή, με πολύ λίγο κόσμο. Είχαν καλέσει τους πιο στενούς συγγενείς. Λόγω του καιρού αποφάσισαν να την κάνουν στο μεγάλο δωμάτιο. Η Κάντυ κοίταζε τα πορτρέτα… η Ροζ Μαρί, η μητέρα του Άντονυ… τι γλυκιά που ήταν… Στα πορτρέτα είχαν προστεθεί άλλα δύο… ένα του Άντονυ κι ένα του Στήαρ… και οι δυο τους χαμογελούσαν… Ο Άλμπερτ καθόταν δίπλα στη μεγάλη θεία. Πόσο όμορφος ήταν με το μαύρο κουστούμι του…

Οι Ράγκαν κάθονταν σε μια γωνιά σκυθρωποί. Η Ελίζα που και που έριχνε ματιές στην Κάντυ, γεμάτες μίσος. Δεν ανεχόταν το γεγονός ότι αυτή η ορφανή, τώρα ήταν η κόρη του μεγάλου θείου Γουίλιαμ… και είχαν τόσο καλή σχέση… μετά το μνημόσυνο η Ελίζα ήθελε να πάει να μιλήσει στο μεγάλο θείο… Ήταν όμορφος, ήταν το πιο σπουδαίο μέλος της οικογένειας… κι αυτός, είχε πάει παράμερα και συζητούσε με την Κάντυ. Η Ελίζα δεν τόλμησε να πλησιάσει. Κάντυ σε μισώ!!! Θα δεις τι θα σου κάνω!! Δε θα σε αφήσω έτσι, θα δεις…

Είχαν φύγει σχεδόν όλοι από τη μεγάλη αίθουσα, όλοι εκτός από την Κάντυ, τον Άλμπερτ και τον Τζωρτζ. Η Κάντυ αυτή τη φορά βεβαιώθηκε. Κάτι είχε γίνει. Κάτι που της κρατούσαν μυστικό. Τον Άλμπερτ τον ήξερε πολύ καλά. Είχαν ζήσει μαζί τόσους μήνες όταν είχε χάσει τη μνήμη του. Έβλεπε μια έκφραση στο πρόσωπό του πολύ αινιγματική. Και δεν ήταν της ιδέας της. Σίγουρα δεν έκανε λάθος. Και ο Τζωρτζ… πρέπει να αγαπούσε πολύ τον Άντονυ και τον Στήαρ… έβλεπε τα πορτρέτα θλιμμένος…

-Κύριε Γουίλιαμ, πότε θέλετε να ξεκινήσουμε?

-Το καλύτερο θα ήταν να φύγουμε σήμερα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να συνοδέψω τη μικρή μου Κάντυ ο ίδιος στο ορφανοτροφείο…

-Εντάξει, θα πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μας

-Ευχαριστώ Τζωρτζ..

Ο Τζωρτζ βγήκε από το μεγάλο δωμάτιο και η Κάντυ έμεινε μόνη της με τον Άλμπερτ. Χωρίς να το σκεφτεί, εντελώς αυθόρμητα, η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ στα μάτια και έπεσε στην αγκαλιά του. Πόσο καλά ένιωθε όταν είχε τον Άλμπερτ δίπλα της… Έμειναν έτσι, αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάνε, αρκετή ώρα.. η Κάντυ στην αγκαλιά του Άλμπερτ έβρισκε γαλήνη και ηρεμία. Ένιωθε σαν να βρίσκεται σε ένα ήρεμο λιμάνι, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι… Πήρε βαθιές ανάσες και ησύχασε… ο Άλμπερτ της έδινε δύναμη και κουράγιο. Κοντά του ένιωθε ότι μια σιγουριά… τον κοίταζε στα μάτια και έπαιρνε κουράγιο. Ένιωθε ότι όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα…

Ο Άλμπερτ την κοίταζε με στοργή… Πήγε κάτι να πει, αλλά δεν το έκανε.

- Άλμπερτ, μου λείπεις πολύ…

Μόνο αυτό κατάφερε να πει η Κάντυ.

-Έχω πολλές υποχρεώσεις, μικρή μου, αλλά πάντα είμαι και θα είμαι κοντά σου!..

-Το ξέρω…

Στο δρόμο της επιστροφής δεν είπαν σχεδόν τίποτα….

……………………………………………………………………………………..

Η αδελφή Μαίρη Τζέιν βημάτιζε αναστατωμένη πάνω-κάτω… είχε περάσει μια βδομάδα τώρα που ο γιατρός Μισέλ της είχε πει τα νέα…

Έπρεπε να μιλήσει στην Κάντυ η ίδια και μάλιστα σύντομα.. όμως δεν μπορούσε να φύγει τη συγκεκριμένη στιγμή από το νοσοκομείο. Ο Αλιστήαρ μέχρι να μπορέσει να ταξιδέψει, θα περάσουν ακόμα τρεις μήνες. Θα έχει βέβαια ένα μικρό πρόβλημα στο πόδι του, αλλά όχι σοβαρό. Με τις κατάλληλες ασκήσεις θα αναρρώσει τελείως. Το σημαντικό είναι ότι η εγχείρηση στα νεφρά του πέτυχε, όμως πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες των γιατρών και για ένα διάστημα να είναι ακίνητος.

Όμως πρέπει να πάω στο σπίτι της Πόνυ. Δεν μπορώ να στείλω κάποιον άλλο και αυτή την περίοδο με χρειάζονται στο νοσοκομείο… Μήπως να καλέσω το σαΐνι να έρθει εδώ? Όχι, όχι, πρέπει να πάω η ίδια…Χμμ…. θα πάθουν σοκ! Πρέπει να σκεφτώ πολύ καλά πώς θα τους το πω …
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 8

Το μεγάλο δωμάτιο

……………………………………………………………………………………….

Η μεγάλη θεία ζήτησε από τη Ντόροθυ ένα φλιτζάνι τσάι ακόμα… από το μνημόσυνο του Στήαρ και μετά καθόταν με τις ώρες στο μεγάλο δωμάτιο, χαμένη στις σκέψεις της και χάζευε τα πορτρέτα… της ΡοζΜαρί, του Άντονυ και του Στήαρ.. Ήταν πολύ σιωπηλή και μελαγχολική… από τη μέρα που ο Γουίλιαμ ανέλαβε τα καθήκοντά του, έχω πολύ ελεύθερο χρόνο, σκέφτηκε… τη λαχταρούσα αυτή τη στιγμή χρόνια… όμως, τώρα, τώρα που έχω τόσο χρόνο… ξανακοίταξε τη Ροζμαρί και τον Άντονυ… πόσα λάθη έχω κάνει… γύρισε και κοίταξε το πορτρέτο του αδελφού της… Γουίλιαμ, ο γιος σου είναι ένας άγγελος!!! Η μεγάλη θεία σπάνια ένιωθε έτσι, αλλά τις τελευταίες μέρες ειδικά, άρχισαν να την τρώνε οι τύψεις… αυτό το κορίτσι, η Κάντυ… η θεία ήπιε μια γουλιά τσάι και σηκώθηκε από την καρέκλα της…

Πρέπει να ασχοληθώ με κάτι, δεν αντέχω άλλο να σκέφτομαι, θα τρελαθώ!

…………………………………………………………………………………..

Και πάλι στο σπίτι της Πόνυ η Κάντυ, μετά το μνημόσυνο… Η Πάττυ γύρισε λίγο αργότερα από την Κάντυ, γιατί ήθελε να μείνει λίγες μέρες με τους γονείς του Στήαρ…

Οι μέρες στο ορφανοτροφείο τον τελευταίο μήνα κυλούσαν πολύ ευχάριστα για όλους!...σχεδόν για όλους… Η Κάντυ σκεφτόταν πόσο όμορφα θα ήταν να μπορέσει να είναι ο Άλμπερτ κοντά της τις μέρες των Χριστουγέννων… Γενικά από τότε που χώρισε με τον Τέρρυ, και ενώ έχει ζήσει στο παρελθόν πολλές δύσκολες καταστάσεις, αυτός ο χωρισμός της στοίχησε πολύ περισσότερο από όσο πίστευε… νιώθει συνεχώς ένα βάρος στην καρδιά της… προσπαθεί να κάνει πράγματα για να πάει παρακάτω, για να μην σκέφτεται, αλλά… ο Τέρρυ έχει μπει στην καρδιά της… πιάνει τον εαυτό της καθημερινά να τον σκέφτεται… σε κάθε κίνηση της… ακόμα και όταν χτενίζει τα μαλλιά της και βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέπτη, θυμάται το δεσποινίς φακιδομουτράκι… και όταν σκαρφαλώνει στο μεγάλο δέντρο, θυμάται το Ταρζάν φακιδομούρα… μονάχα όταν έχει κοντά της τον Άλμπερτ, νιώθει μια γαλήνη και ζεστασιά… όταν ο Άλμπερτ είχε χάσει τη μνήμη του, η Κάντυ του είχε πει ότι τον νιώθει σαν το μεγάλο αδελφό που ποτέ δεν είχε…

Και αυτό είναι αλήθεια! Βέβαια, και η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία την κάνουν να νιώθει καλά, όμως… είναι πια μεγάλες… δεν μπορεί να τους μιλήσει για τα προβλήματά της, δε θέλει να τις στεναχωρεί… και είναι πολύ δύσκολο να προσπαθεί να δείχνει ευτυχισμένη μπροστά τους… νιώθει ότι το κάνει χωρίς επιτυχία… την καταλαβαίνουν, αλλά όποτε προσπαθούν να της μιλήσουν τους αλλάζει συζήτηση και αυτό την κουράζει…

Όταν ο κύριος Μάθιου της έφερε μια κάρτα από τον Άλμπερτ, η Κάντυ πραγματικά πέταξε από τη χαρά της!...

Η κάρτα ήταν μια υπέροχη καρτ ποστάλ, και από πίσω έγραφε τα εξής:

Προς Κάντυ,


Αν δεις τη φωτογραφία της καρτ ποστάλ θα ζηλέψεις, αλλά δεν ήρθα εδώ για να διασκεδάσω. Το Σάο Πάολο είναι ζεστό και γεμάτο σκόνη. Ο Τζώρτζ κι εγώ νιώθουμε πολύ αδύναμοι απʼτη ζέστη. Θα σου αγοράσουμε πολλά σουβενίρ. Πλησιάζει ο καιρός της επιστροφής μας και σκέφτομαι να έρθω να σε επισκεφτώ. Έχεις χαιρετισμούς και από τον Τζώρτζ.


Από το Σάο Πάολο,


Μπερτ

Η Κάντυ, αμέσως απάντησε στον Άλμπερτ! Δεν μπορούσε να περιμένει πότε θα γυρίσει!


Πρέπει να τον ρωτήσω, σκέφτηκε και άρχισε αμέσως να γράφει…

Αγαπητέ Άλμπερτ,


Αναρωτιέμαι τι να κάνεις τώρα! Εγώ μόλις έβαλα τα παιδιά για ύπνο. Είναι ακόμα νωρίς αλλά ήδη χρησιμοποιούμε θερμάστρες! Οι εποχές περνάνε πολύ γρήγορα. Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τότε που πέθανε ο Στήαρ. Πέρασε παραπάνω από μισός χρόνος από τότε που επέστρεψα στο σπίτι της κυρίας Πόνυ. Χάρηκα που σε είδα την τελευταία φορά, αλλά είναι κρίμα που ήταν με αφορμή τον θάνατο του Στήαρ. Παρόλο που ήμασταν στο Λέικγουντ όλοι φαίνονταν πολύ λυπημένοι, μάλλον γιατί είχαμε συγκεντρωθεί εκεί για το μνημόσυνο. Το δωμάτιο στο οποίο έγινε η τελετή ήταν γεμάτο αναμνήσεις από το Λέικγουντ. Ακόμα και ο Άρτσι ένιωσε το ίδιο όταν μπήκε μέσα σʼεκείνο το δωμάτιο. Εκείνη τη φορά είδα και πολλά από τα πορτραίτα των μελών της οικογένειας Άρντλευ, καθώς και αυτά του Άντονυ και του Στήαρ. Κοιτώντας όλα αυτά τα πορτραίτα, επιπλέον ένιωσα (η μετάφραση εδώ δεν είναι ακριβής αλλά πρόκεται για κάτι που προκάλεσε συναισθηματική φόρτιση). Άλμπερτ, μου φαίνεται πως είχες κλειστεί εντελώς στον εαυτό σου μέσα σʼεκείνο το δωμάτιο. Μπορώ να καταλάβω το γιατί: λόγω της Ρόζμαρι Μπράουν. Η μητέρα του Άντονυ ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Άλμπερτ, ήθελες να μου μιλήσεις για κάτι σέκείνο το δωμάτιο; Είχα αυτήν την εντύπωση και γιʼαυτό πήρα χαρτί και μολύβι για να σου γράψω.


Να προσέχεις μην κρυώσεις.*


Κάντυ

……………………………………………………………………………………………………………

Ήταν μια ακόμη κοπιαστική μέρα για τον Άλμπερτ και τον Τζωρτζ… Ευτυχώς είχαν σχεδόν τελειώσει τις υποχρεώσεις τους. Σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, θα μπορούσαν επιτέλους να γυρίσουν πίσω.


-Τζωρτζ, νομίζω ότι έχουμε δικαίωμα να ξεκουραστούμε μερικές μέρες,δε νομίζεις? Πρέπει να κάνουμε Χριστούγεννα σπίτι!

 


Καθώς περπατούσαν προς το ξενοδοχείο τους, ο Τζωρτζ είδε την αφίσα του Άμλετ..


-Κύριε Γουίλιαμ, αυτός δεν είναι ο…


-Μα, ναι, είναι ο Τέρρυ… Ο θίασος του Στράντφορντ σε περιοδία, για μία παράσταση στο Σαν Πάολο… Τζωρτζ, τι ώρα είναι το συμβούλιο αύριο? Προλαβαίνουμε να δούμε την παράσταση?


-Το συμβούλιο έχει προγραμματιστεί για τις 5.30 το απόγευμα. Η παράσταση ξεκινάει στις 8.00. Νομίζω ότι προλαβαίνουμε.

 


Περίφημα, σκέφτηκε ο Άλμπερτ. Κάντυ, θέλω επιτέλους να σε δω να χαμογελάς, να χαμογελάς ευτυχισμένη… Θα κάνω τα πάντα για να σου δώσω ότι σου έχει στερήσει η ζωή μέχρι τώρα…


Περνώντας από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για να πάρουν τα κλειδιά του δωματίου τους, ο ρεσεψιονίστ τους έδωσε ένα φάκελο για τον κ.Γουίλιαμ.


Ήταν το γράμμα της Κάντυ.

 


Ο Άλμπερτ το διάβασε αμέσως.


Δε θα σου απαντήσω τώρα, Κάντυ. Θα μιλήσουμε από κοντά… σε λίγες μέρες θα είμαι εκεί. Ελπίζω να σου έχω σύντομα μια ευχάριστη έκπληξη…


.......................................................................................................


 


Ο Στήαρ άνοιξε τα μάτια του…Μα… πού βρίσκομαι? Πόσες ώρες κοιμάμαι?


Αναγνώρισε τον Μισέλ. Του έκανε μια από τις τελευταίες αλλαγές στην εγχείρησή του.


-
Μισέλ…


-
Μην κουνιέσαι, Στήαρ, κάνε υπομονή, σε λίγο τελειώνουμε…


-
Μισέλ, το έστειλες το τηλεγράφημα?


-
Όχι, πήγα ο ίδιος εκεί. Μην κουνιέσαι Στήαρ!!!! Περίμενε να τελειώσω και θα σου τα πω όλα!

 


Ο Στήαρ δάγκασε τα χείλη του για να μην φωνάξει από τον πόνο… Πόσο καιρό είμαι εδώ? Τι κάνουν οι δικοί μου? Θα με νομίζουν πεθαμένο… πρέπει να γυρίσω γρήγορα!

 


-
Λοιπόν, Στήαρ, τελειώσαμε!


-
Πες μου, Μισέλ, δεν καταλαβαίνεις την αγωνία μου? Μίλησες με τους δικούς μου?


-
Όχι, μίλησα με την αδελφή Μαίρη Τζέιν. Θα φροντίσει η ίδια να πάει να τους μιλήσει.


-
Μα πρέπει να το κάνει σύντομα γιατί εγώ…


-
Στήαρ, πρέπει να καταλάβεις ότι αυτά τα πράγματα δεν γράφονται σε ένα τηλεγράφημα. Οι δικοί σου ακόμα θρηνούν για το χαμό σου. Τώρα που μιλάμε το ξέρεις ότι σου ετοιμάζουν μνημόσυνο?Πρέπει να το χειριστούμε με ιδιαίτερη λεπτότητα, ειδικά για τους μεγάλους που ίσως έχουν εύθραυστη υγεία. Όσο μεγάλο σοκ παθαίνει κανείς από μια κακή είδηση, τόσο μεγάλο μπορεί να πάθει μαθαίνοντας ότι ζεις…


-
Σε πόσο καιρό θα μπορώ να φύγω από εδώ?


-
Αν όλα πάνε καλά, σε τρεις μήνες θα είσαι σπίτι.


-
Σε τρεις μήνες… η κάθε μέρα που περνάει μου φαίνεται αιώνας…


-
Έχεις μια επίσκεψη… Είναι ο Μαρκ εδώ. Τις προηγούμενες φορές που είχε έρθει βρισκόσουν σε λήθαργο…Τώρα μπορείτε επιτέλους να μιλήσετε.. Είσαι πολύ τυχερός, Στήαρ! Χάρη στην εφεύρεσή σου και στον Μαρκ, αυτή τη στιγμή είσαι εδώ…Να του πω να περάσει?


-
Ναι, θέλω πολύ να τον δω…

 


Μια νοσοκόμα κυλούσε ένα αναπηρικό καροτσάκι… Χλωμός και αδύνατος, με αλλοιωμένα από τον πόνο χαρακτηριστικά, ο Μαρκ πλησίασε στο κρεβάτι του Στήαρ… Ο Μαρκ δεν είχε σταθεί τόσο τυχερός… είχε παραλύσει από τη μέση και κάτω… Ο Στήαρ μόλις τον είδε δάκρυσε… Καταραμένε πόλεμε!!!
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 9


Ο Μαρκ και ο Στήαρ.


 


Ο Μαρκ είναι ένας νεαρός γύρω στα 20 από το Μανχάιμ. Από μικρός λάτρευε τη μουσική και ήταν ένας καταπληκτικός πιανίστας.


Όμως δε χάρηκε πολύ τις σπουδές του στη μουσική, αφού 18 κι όλας χρονών οι γονείς του τον έστειλαν στην πολεμική αεροπορία…


Δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά καλά την εκπαίδευσή του και ξεκίνησε ο πόλεμος…


Η άνοιξη τον βρήκε σε ένα πολεμικό αεροδρόμιο στην Αλσατία


Εκείνο το πρωινό, είχε ένα κακό προαίσθημα…Ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένος, ήξερε ποια είναι τα καθήκοντά του και δε φοβόταν το θάνατο.


Όμως.. όμως εκείνη τη μέρα, κάτι τον προβλημάτιζε, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τι είναι…


Και το κατάλαβε τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με τον Στήαρ. Είχε χαλάσει το μυδραλιοβόλο του…Τώρα ήρθε το τέλος, σκέφτηκε και για μια στιγμή ένιωσε ότι περνάει από μπροστά του όλη του η ζωή… Και τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενε! Ήταν πραγματικά ένα θαύμα! Ο αντίπαλος τον χαιρέτησε και του έκανε νόημα ότι θα αναμετρηθούν κάποια άλλη στιγμή, με ίσους όρους… όταν θα λειτουργεί το μυδραλιοβόλο του…


Δυστυχώς όμως, ο πόλεμος είναι πόλεμος και ένας άλλος πιλότος έριξε το αεροπλάνο του Στήαρ… ο Μαρκ έτρεμε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έγινε… Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα…


Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να κρατήσει σταθερά τα χέρια του… τα αντανακλαστικά του δεν λειτουργούσαν. Έπρεπε να συνέλθει και να μπορέσει να επιστρέψει πίσω. Και τότε, έπιασε με το ραντάρ του έναν ήχο… κάποιος εξέπεμπε ΣΟΣ. Μα από πού ερχόταν? Το αεροπλάνο του Στήαρ είχε συντριβεί… από πού ερχόταν αυτό?


Κοίταξε το σμήναρχό του. Οι υπόλοιποι στρατιώτες επέστρεφαν στη βάση τους. Όμως ο Μαρκ δεν μπορούσε να γυρίσει. Έκανε δύο βόλτες στον αέρα και προσπάθησε να βρει αν υπάρχει κάπου ομαλό έδαφος. Ναι, νομίζω ότι θα τα καταφέρω εδώ, σκέφτηκε και συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις. Σε λίγο, κακήν κακώς κατάφερε να προσγειώσει το αεροσκάφος του. Ο σμήναρχός του τον ακολούθησε. Τον έλεγαν Ντιρκ και ήταν γύρω στα 50. Ο πρώτος του γιος ήταν κι αυτός πιλότος και τον έχασε πριν από 2 μήνες σε μια εναέρια μάχη. Ο μικρός του υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό. Είχε μεγάλη αγωνία… ήταν στρατιώτης, όμως πάνω από όλα ήταν άνθρωπος. Ο Μαρκ προσπάθησε να του εξηγήσει, όμως εκείνος τον σταμάτησε.


-
Είδα τι έγινε! Πάμε να τον βρούμε! Το σήμα ακούγεται προς τα εκεί!





… καθώς πλησίαζαν, το σήμα όλο και μεγάλωνε…



Όμως ήταν αρκετά σκοτεινά και δεν μπορούσαν να διακρίνουν πολλά!.. Και τότε, κάπου κοντά στα βράχια, είδαν ένα φωτάκι να αναβοσβήνει… Ο Στήαρ το είχε κάνει το θαύμα του. Είχε φτιάξει ένα μικρό κουτάκι, το οποίο το είχε στερεώσει πολύ καλά πάνω στο αλεξίπτωτό του… αν θα χρειαζόταν να ανοίξει το αλεξίπτωτο, αυτό αμέσως θα άρχιζε να εκπέμπει ΣΟΣ και ένα φως αναβόσβηνε με τον ίδιο ρυθμό. Μία και μοναδική εφεύρεση που δούλευε… μία και μοναδική του έσωσε τη ζωή!


Όταν τον βρήκαν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Όμως ήταν τουλάχιστον ζωντανός…


-
Είναι τυχερός! Φέρε μου την πυξίδα, Μαρκ, πρέπει να βρούμε το πρόχειρο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Βρισκόμαστε σε Γαλλικό έδαφος, αλλά ελπίζω να μην έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Οι γιατροί δεν κάνουν διακρίσεις. Παρόλα αυτά πρέπει να προσέχουμε! Μαρκ, πρέπει να αλλάξεις ρούχα με αυτόν. Ας τον νομίζουν γερμανό. Τον ξάπλωσαν προσεκτικά κάτω και άρχισαν να του βγάζουν τα ρούχα του. Τα μαθήματα πρώτων βοηθειών που είχαν πάρει, τους ήταν πολύτιμα καθημερινά…


-
Αιμορραγεί. Πρέπει να του δέσουμε την πληγή του.

 


Ο Μαρκ έβγαλε το σακάκι του και το έδεσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε γύρω από την μέση του Στήαρ.


Τον σήκωσαν με προσοχή.

 


Καθώς προσπαθούσαν να προχωρήσουν, άκουσαν μια φωνή να τους μιλάει σπαστά γαλλικά.


-
Ποιος είναι εκεί?


-
Μεταφέρουμε τραυματία, είπε αμέσως ο Μαρκ, με τα λίγα γαλλικά που ήξερε

 


Ο Μισέλ κατευθύνθηκε προς το μέρος τους μαζί με έναν άλλο γιατρό και 2 νοσοκόμες. Είχαν ακούσει ένα σήμα κινδύνου και εδώ και τρεις ώρες έψαχναν τη γύρω περιοχή…


Τον μετέφεραν στο πρόχειρο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Έπρεπε όμως άμεσα να χειρουργηθεί. Είχε χτυπηθεί κοντά στα νεφρά και είχε σπάσει πολύ άσκημα το πόδι του… από κει και πέρα τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για τον Στήαρ…


Μόνο που τον πέρασαν για γερμανό.. Μέχρι να βρει τις αισθήσεις του ξανά, δεν ήξεραν ποιος είναι. Ο Μαρκ με τον Ντιρκ φρόντισαν να απομακρυνθούν μόλις τον παρέδωσαν στα χέρια των γιατρών, χωρίς να τους δώσουν πληροφορίες για την ταυτότητα του τραυματία. Άλλωστε κι εκείνοι δεν τον ήξεραν…


Το μόνο που ζήτησε ο Μαρκ πριν φύγουν, ήταν το όνομα του γιατρού. Έλπιζε να τελειώσει γρήγορα αυτός ο πόλεμος. Και ευχόταν κάποια στιγμή, να μπορέσει να μιλήσει στο αγόρι αυτό. Του είχε δώσει την ευκαιρία να ζήσει, κι εκείνος κατάφερε να τον βοηθήσει… ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει…
 
Κεφάλαιο 9


Ο Μαρκ και ο Στήαρ.



Ο Μάρκους είναι ένας νεαρός γύρω στα 20 από το Μανχάιμ. Από μικρός λάτρευε τη μουσική και ήταν ένας καταπληκτικός πιανίστας.


Όμως δε χάρηκε πολύ τις σπουδές του στη μουσική, αφού 18 κι όλας χρονών οι γονείς του τον έστειλαν στην πολεμική αεροπορία…


Δεν πρόλαβε να τελειώσει καλά καλά την εκπαίδευσή του και ξεκίνησε ο πόλεμος…


Η άνοιξη τον βρήκε σε ένα πολεμικό αεροδρόμιο στην Αλσατία


Εκείνο το πρωινό, είχε ένα κακό προαίσθημα…Ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένος, ήξερε ποια είναι τα καθήκοντά του και δε φοβόταν το θάνατο.


Όμως.. όμως εκείνη τη μέρα, κάτι τον προβλημάτιζε, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τι είναι…


Και το κατάλαβε τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με τον Στήαρ. Είχε χαλάσει το μυδραλιοβόλο του…Τώρα ήρθε το τέλος, σκέφτηκε και για μια στιγμή ένιωσε ότι περνάει από μπροστά του όλη του η ζωή… Και τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενε! Ήταν πραγματικά ένα θαύμα! Ο αντίπαλος τον χαιρέτησε και του έκανε νόημα ότι θα αναμετρηθούν κάποια άλλη στιγμή, με ίσους όρους… όταν θα λειτουργεί το μυδραλιοβόλο του…


Δυστυχώς όμως, ο πόλεμος είναι πόλεμος και ένας άλλος πιλότος έριξε το αεροπλάνο του Στήαρ… ο Μαρκ έτρεμε. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έγινε… Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα…


Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να κρατήσει σταθερά τα χέρια του… τα αντανακλαστικά του δεν λειτουργούσαν. Έπρεπε να συνέλθει και να μπορέσει να επιστρέψει πίσω. Κοίταξε το σμήναρχό του. Οι υπόλοιποι στρατιώτες επέστρεφαν στη βάση τους. Όμως ο Μαρκ δεν μπορούσε να γυρίσει. Έκανε δύο βόλτες στον αέρα και προσπάθησε να βρει αν υπάρχει κάπου ομαλό έδαφος. Ναι, νομίζω ότι θα τα καταφέρω εδώ, σκέφτηκε και συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις. Σε λίγο, κακήν κακώς κατάφερε να προσγειώσει το αεροσκάφος του. Ο σμήναρχός του τον ακολούθησε. Τον έλεγαν Ντιρκ και ήταν γύρω στα 50. Ο πρώτος του γιος ήταν κι αυτός πιλότος και τον έχασε πριν από 2 μήνες σε μια εναέρια μάχη. Ο μικρός του υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό. Είχε μεγάλη αγωνία… ήταν στρατιώτης, όμως πάνω από όλα ήταν άνθρωπος. Ο Μαρκ προσπάθησε να του εξηγήσει, όμως εκείνος τον σταμάτησε.


-
Είδα τι έγινε! Πάμε να τον βρούμε! Μαρκ, την πυξίδα σου!

 


Καθώς κατευθύνονταν προς το μέρος που είχε πέσει ο Στήαρ, άκουσαν έναν ήχο… από κάπου ερχόταν ένα σήμα ΣΟΣ…


- Μαρκ, γρήγορα!Το σήμα ακούγεται προς τα εκεί!

 


… καθώς πλησίαζαν, το σήμα όλο και μεγάλωνε…


Όμως ήταν αρκετά σκοτεινά και δεν μπορούσαν να διακρίνουν πολλά!.. Και τότε, κάπου κοντά στα βράχια, είδαν ένα φωτάκι να αναβοσβήνει… Ο Στήαρ το είχε κάνει το θαύμα του. Είχε φτιάξει ένα μικρό κουτάκι, το οποίο το είχε στερεώσει πολύ καλά πάνω στο αλεξίπτωτό του… αν θα χρειαζόταν να ανοίξει το αλεξίπτωτο, αυτό αμέσως θα άρχιζε να εκπέμπει ΣΟΣ και ένα φως αναβόσβηνε με τον ίδιο ρυθμό. Μία και μοναδική εφεύρεση που δούλευε… μία και μοναδική του έσωσε τη ζωή!


Όταν τον βρήκαν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ήταν κουλουριασμένος, σε άθλια κατάσταση και αιμορραγούσε. Όμως ήταν τουλάχιστον ζωντανός…


-
Είναι τυχερός! Φέρε μου την πυξίδα, Μαρκ, πρέπει να βρούμε το πρόχειρο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Βρισκόμαστε σε Γαλλικό έδαφος, αλλά ελπίζω να μην έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Οι γιατροί δεν κάνουν διακρίσεις. Παρόλα αυτά πρέπει να προσέχουμε! Τον ξάπλωσαν προσεκτικά κάτω. Τα μαθήματα πρώτων βοηθειών που είχαν πάρει, τους ήταν πολύτιμα καθημερινά…


-
Αιμορραγεί. Πρέπει να του δέσουμε την πληγή του.

 


Ο Μαρκ έβγαλε το σακάκι του και το έδεσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε γύρω από την μέση του Στήαρ.


Εν τω μεταξύ ο Ντιρκ έφτιαξε ένα πολύ πρόχειρο φορείο με ότι απέμεινε από το αλεξίπτωτο.


Τον σήκωσαν με προσοχή.

 


Ήταν πολύ δύσκολο να τον μεταφέρουν. Ο Στήαρ είχε χτυπηθεί πολύ σοβαρά και έπρεπε να μείνει ακίνητος… Καθώς προσπαθούσαν να προχωρήσουν, άκουσαν μια φωνή να τους μιλάει σπαστά γαλλικά.


-
Ποιος είναι εκεί?


-
Μεταφέρουμε τραυματία, είπε αμέσως ο Μαρκ, με τα λίγα γαλλικά που ήξερε

 


Είδαν μπροστά τους ένα γέρο να τους κοιτάζει κατάπληκτος! Δυο γερμανοί! Τι στο καλό!...


- Μην πυροβολείτε, ούρλιαξε ο Μαρκ. Μεταφέρουμε τραυματία.


Ο γέρος κατέβασε το όπλο του…


Πού είναι ο Ερυθρός Σταυρός? Πρέπει να τον πάμε το συντομότερο…


Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει στο πρόχειρο νοσοκομείο που είχε στηθεί εκεί κοντά.


Ο Μισέλ κατευθύνθηκε προς το μέρος τους μαζί με έναν άλλο γιατρό και 2 νοσοκόμες.


Τον πήραν αμέσως για να εξετάσουν τις πληγές του.

 


Ακόμα ανέπνεε, όμως τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα…


Έπρεπε άμεσα να χειρουργηθεί. Είχε χτυπηθεί κοντά στα νεφρά και είχε σπάσει πολύ άσκημα το πόδι του…


-
Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε να τον σώσουμε, είπε ο Μισέλ. Πρέπει να μεταφερθεί το συντομότερο… Μα… πού πήγαν???

 


Ο Μαρκ με τον Ντιρκ φρόντισαν να απομακρυνθούν μόλις τον παρέδωσαν στα χέρια του γιατρού, χωρίς να τους δώσουν πληροφορίες για την ταυτότητα του τραυματία. Άλλωστε κι εκείνοι δεν τον ήξεραν…


Το μόνο που ζήτησε ο Μαρκ πριν φύγουν, ήταν το όνομα του γιατρού. Έλπιζε να τελειώσει γρήγορα αυτός ο πόλεμος. Και ευχόταν κάποια στιγμή, να μπορέσει να μιλήσει στο αγόρι αυτό. Του είχε δώσει την ευκαιρία να ζήσει, κι εκείνος κατάφερε να τον βοηθήσει… ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει…

 


Ο Στήαρ άργησε πολύ να συνέλθει. Στο τέλος τα κατάφερε. Μέσα στα παραμιλητά του κατάφεραν να ξεχωρίσουν μερικές μόνο λέξεις… Κάποια ονόματα επαναλαμβάνονταν… Πατρίτσια, Κάντυ, Άρτσι…

 


Μέχρι να βρει τις αισθήσεις του ξανά, δεν ήξεραν ποιος είναι…
 
Κεφάλαιο 10


Ο Άλμπερτ συναντάει τον Τέρυ






Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ο Άλμπερτ είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση μαζί με τον Τζορτζ… Είχαν κι οι δύο προσηλωθεί στο έργο! Ο Τζωρτζ κάποια στιγμή δάκρυσε… τόσο ο ρόλος του Άμλετ, όσο και η εκπληκτική ερμηνεία του Τέρρυ, τον έκαναν να ταξιδέψει στο χρόνο και να θυμηθεί δικά του βιώματα… ξύπνησαν μέσα του συναισθήματα που είχε θάψει όλα αυτά τα χρόνια… είχε στρωθεί στη δουλειά για να ξεχάσει. Να ξεχάσει τον πόνο, το μίσος, το θυμό, την απόγνωση!!!



Ο Άλμπερτ στο διάλλειμα γύρισε και τον κοίταξε. Όμως ο Τζωρτζ, λες και δεν ήταν εκεί. Λες και ταξίδευε στον δικό του κόσμο. Ο Άλμπερτ ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να επέμβει. Δε θα περάσει η Κάντυ και ο Τέρρυ, αυτά που πέρασε ο Τζωρτζ. Όχι!!



- Τζωρτζ, αυτή εκεί δεν είναι η Σουζάννα Μάρλοου?



- Τι είπες, Άλμπερτ?



- Εκείνη η κοπέλα μπροστά, στο αναπηρικό καροτσάκι…



- Νομίζω πως ναι, αλλά … Άλμπερτ πού πας?


 


Ο Άλμπερτ όμως δεν τον άκουγε. Είχε ήδη σηκωθεί και κατευθυνόταν προς το μέρος της Σουζάννα.


 


Η Σουζάννα ξαφνιάστηκε όταν είδε αυτόν τον πανέμορφο νέο να κατευθύνεται προς το μέρος της. Ακόμα πιο πολύ ξαφνιάστηκε όταν σταμάτησε μπροστά της και ξεκίνησε να της μιλάει…



- Είσαι η Σουζάννα, η Σουζάννα Μάρλοου, έτσι δεν είναι?



Ο τόνος της φωνής του ήταν ευγενικός μεν αλλά πολύ αυστηρός.



- Ναι, κύριε, εγώ είμαι. Εσείς όμως ποιος είστε?



- Ονομάζομαι Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρτλευ. Μπορώ να καθήσω?



Η Σουζάννα στο άκουσμα του ονόματος χλόμιασε. Άρτλευ! Να έχει σχέση με την Κάντυ?



- Ναι, καθίστε…



- Ας αφήσουμε τις τυπικότητες και τις ευγένειες.



- Ποιος είστε?



- Είμαι ο κηδεμόνας της Κάντυ.



- Της Κάντυ?



- Ναι, της Κάντυ. Εντελώς τυχαία βρίσκομαι εδώ σήμερα, και χαίρομαι ιδιαίτερα που σε γνωρίζω από κοντά. (φαντάζομαι εσύ όχι, σκέφτηκε ο Άλμπερτ…)



Η Σουζάννα δεν ήξερε τι να πει και πώς να αντιδράσει.



- Κοίταξε, δεν έχω πολύ χρόνο, θα σου πω γρήγορα αυτά που έχω να πω και θέλω να τα σκεφτείς καλά.



Η Σουζάννα ένιωσε ένα κόμπο να την πνίγει. Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά… η αλήθεια είναι ότι ήθελε πολύ να μάθει τι τον έφερε εκεί. Ούτως ή άλλως, θα το μάθαινε, ήθελε δεν ήθελε.



- Ξέρω πολύ καλά τι έχει συμβεί ανάμεσα σε σένα, στον Τέρυ και στην Κάντυ. Ξέρω επίσης ότι πριν λίγους μήνες έστειλες στην Κάντυ ένα γράμμα.



- Το γράμμα? …



- Μη με διακόπτεις! Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ερωτεύτηκες τον Τέρρυ και να έκανες μια θυσία. Αναλογίστηκες ποτέ όμως πόσο κακό του έχεις κάνει?



Και όχι μόνο σε εκείνον, αλλά και στην Κάντυ. Εσύ τώρα νιώθεις ευτυχισμένη? Νιώθεις καλά ξέροντας ότι έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που υποφέρει? Που λόγω του χαρακτήρα του δεν θα σε εγκαταλείψει, αλλά η καρδιά του πονά γιατί είναι δοσμένη αλλού. Και την Κάντυ… την σκέφτηκες ποτέ?



Η Σουζάννα χαμήλωσε το βλέμμα… δεν είχε συνηθίσει να της μιλάνε έτσι. Ειδικά μετά το ατύχημα όλοι την αντιμετώπιζαν με οίκτο και της μιλούσαν όμορφα και ευγενικά. Αυτός δεν δείχνει να συγκινείται από την αναπηρία της. Την αντιμετωπίζει σαν ίση… Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο Άλμπερτ συνέχισε…



- Καταλαβαίνω ότι άλλαξε όλη σου η ζωή τη μέρα που έχασες το πόδι σου. Σκέψου όμως ότι ταυτόχρονα εκείνη τη μέρα ο Τέρρυ και η Κάντυ έχασαν για πάντα ο ένας τον άλλο. Θυσίασαν την αγάπη τους. Κι αυτό γιατί? Άξιζε τελικά? Είσαι ευτυχισμένη? Ο Τέρυ είναι ευτυχισμένος? Θέλεις να μάθεις για την Κάντυ? Μπορεί να μη σε νοιάζει, αλλά εγώ θα σου πω. Γιατί την ξέρω και την καταλαβαίνω καλύτερα από τον καθένα σας! Η Κάντυ είναι δυνατή, πολύ δυνατή. Κάνει τα πάντα για να πάει παρακάτω και να ξεχάσει. Ζει στο ορφανοτροφείο και φροντίζει τα παιδιά, μαζί με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία. Όμως από τότε που γύρισε από τη Νέα Υόρκη, δεν είναι η ίδια. Υπάρχει στο βλέμμα της μια θλίψη που δε λέει να φύγει. Τον αγαπάει τον Τέρρυ και υποφέρει μακριά του. Όμως ξέρει ότι αυτό έπρεπε να γίνει. Και σε ρωτάω, γιατί όλο αυτό?



Και συ η ίδια ξέρεις ότι και ο Τέρρυ υποφέρει.



Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολη η ζωή σου μετά το ατύχημα, αλλά δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που έχει μια σωματική αναπηρία.


 


Η Σουζάννα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ήξερε πολύ καλά που το πήγαινε αυτός ο νεαρός. Το κουδούνι τους ειδοποίησε ότι το διάλλειμα τελειώνει…


 


-Πρέπει να γυρίσω στη θέση μου. Σκέψου πολύ καλά αυτά που σου είπα. Όταν ένας άνθρωπος θυσιάζεται, δε ζητάει ανταλλάγματα. Έχεις πιαστεί από τον Τέρρυ. Ψάξε να βρεις κάποια άλλα πράγματα που θα δώσουν νόημα στη ζωή σου. Στην Ευρώπη γίνεται πόλεμος… Ξέρεις πόσοι τραυματίες υπάρχουν? Θυσιάστηκαν, ο καθένας για να υπερασπίσει κάτι, όμως δεν ζητάνε ανταλλάγματα. Αυτή είναι η πραγματική θυσία. Και η ζωή δεν τελειώνει. Πάντα υπάρχει κάτι να δίνει νόημα…


 


Ο Άλμπερτ σηκώθηκε να φύγει. Κοντοστάθηκε.



- Και κάτι τελευταίο. Όταν τελειώσει η παράσταση, θα πάω να μιλήσω με τον Τέρρυ, και σε παρακαλώ να μην μας διακόψεις!


 


Ο Άλμπερτ επέστρεψε κοντά στον Τζωρτζ, ενώ η Σουζάννα τον κοίταζε σαστισμένη να απομακρύνεται. Της ήταν αδύνατον να μείνει για το υπόλοιπο της παράστασης. Με τη βοήθεια της Ναταλί, της γυναίκας που την φρόντιζε όταν δεν ήταν κοντά η μητέρα της, βγήκε από την αίθουσα και επέστρεψε στο ξενοδοχείο της.



Καθώς περνούσε από μπροστά τους, ο Τζωρτζ είπε στον Άλμπερτ..



-Να υποθέσω ότι είσαι υπεύθυνος γιʼαυτή την απροσδόκητη αναχώρηση?



-Πρέπει να μπουν στη θέση τους κάποια πράγματα σήμερα, Τζωρτζ!...


 

 

 

 


Πολύ σπάνια ο Άλμπερτ έβγαινε εκτός ορίων. Μετά από τη συνάντησή του με τη Σουζάννα, του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στο έργο. Ανυπομονούσε να τελειώσει η παράσταση και να βρεθεί επιτέλους κοντά στον Τέρρυ.



Όταν έπεσε η αυλαία, ο Άλμπερτ σηκώθηκε αστραπιαία και κατευθύνθηκε προς τα καμαρίνια. Ο Τζωρτζ τον περίμενε έξω, ιδιαίτερα περήφανος γιʼαυτόν… αν τότε ο Άλμπερτ ήταν λίγο πιο μεγάλος, θα μπορούσε να βοηθήσει και τον ίδιο… όμως τώρα πια όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Το παρελθόν δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Όμως το μέλλον όλο είναι μπροστά τους! Και ο Άλμπερτ είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να δει την μικρή Κάντυ ευτυχισμένη!!!


 


Ο Τέρυ μόλις άκουσε το χτύπημα στην πόρτα δυσανασχέτησε! Πόσο διαφορετικά θα ήταν, αν ήξερα ότι μου χτυπάει την πόρτα η Κάντυ, σκέφτηκε…



- Τέρυ, μπορώ να μπω?



Μα αυτή η φωνή…δεν είναι δυνατόν…ο Τέρυ τινάχτηκε από την καρέκλα του…



-Περάστε!...



-Γεια σου, Τέρρυ!...



-Άλμπερτ! Άλμπερτ!!!


 


Ο Τέρυ δεν μπορούσε να το πιστέψει! Μόλις είδε τον Άλμπερτ, έτρεξε σαν μικρό παιδάκι και έπεσε στην αγκαλιά του…



- Άλμπερτ, είσαι καλά?



- Ναι, τώρα είμαι καλά, Τέρρυ…


 


Ο Άλμπερτ του διηγήθηκε όσο πιο περιεκτικά μπορούσε, όλα όσα πέρασε, από τότε που έφυγε από το Λονδίνο για την Αφρική. Ο Τέρρυ τον άκουγε με μεγάλη προσοχή… Έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε ότι ο Άλμπερτ είναι ο μεγάλος θείος…



- Αχ, Άλμπερτ, αν το ξέραμε τότε, τότε που είχαν αποβάλει την Κάντυ από το κολέγιο, θα είχαν γίνει όλα πολύ διαφορετικά…



- Δεν έχω καταλάβει κάτι Τέρρυ. Όταν έφυγες, γιατί εγκατέλειψες την Κάντυ?



- Άλμπερτ, δεν την εγκατέλειψα! Για κείνη το έκανα!



- Θα μπορούσες να αλληλογραφείς μαζί της.



- Έφυγα για να συνεχίσει εκείνη τις σπουδές της. Ήμουν πολύ μικρός, δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτα!



- Ούτε μια επικοινωνία? Ένα γράμμα?



- Η Κάντυ αν ήξερε που είμαι, θα με ακολουθούσε και θα γινόμουν ίσως η αιτία να την διώξουν από την οικογένεια της. Βλέπεις, Άλμπερτ, εκείνη δεν μου το είχε πει ποτέ, αλλά το ξέρω… το ξέρω πολύ καλά ότι με αγάπησε…


 


Ο Τέρρυ χαμήλωσε το βλέμμα. Πόσος πόνος, Θεέ μου, σκέφτηκε ο Άλμπερτ..


 


Ο Τέρρυ συνέχισε με φωνή που έτρεμε…


 


- Όταν μου έδωσαν το ρόλο του Ρωμαίου, ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Είχα αρχίσει επιτέλους να κάνω κάτι. Να φτιάχνω ένα όνομα… Έστειλα στην Κάντυ ένα εισητήριο χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσα επιτέλους να την κρατήσω κοντά μου για πάντα! Όπως και να το έπαιρνε η οικογένειά της, έβγαζα πια πολλά λεφτά και ήμουν ικανός να ανταπεξέλθω… όμως… όμως μας πήγαν όλα ανάποδα…


 


-Τέρρυ, ήθελα να μάθω αν την αγαπάς ακόμα, να το ακούσω από σένα. Όμως, Τέρυ, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Πήρα τις απαντήσεις που θέλω…



-Άλμπερτ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα!!! Νιώθω εγκλωβισμένος…



-Το ξέρω…



-Η Σουζάννα δε μου ζήτησε τίποτα, όμως δεν μπορώ να την αφήσω, θα νιώθω την σκιά της να με ακολουθεί παντού…



-Το ξέρω, Τέρρυ. Θέλω να κάνεις υπομονή και κουράγιο. Και όλα θα φτιάξουν. Στο υπόσχομαι!



-Άλμπερτ, είναι αργά πια για μένα.



-Ποτέ δεν είναι αργά, Τέρρυ, να μην χάνεις το θάρρος σου! Πρέπει να φύγω τώρα, αλλά πριν φύγω, θέλω να σου πω και κάτι τελευταίο..


 


Ο Τέρρυ τον κοίταζε βουρκωμένος. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.



- Τέρρυ, κι εκείνη σʼαγαπάει…
 
Κεφάλαιο 11


Μια νέα αρχή για την Πάττυ.





Ο Άλμπερτ με τον Τζωρτζ γύρισαν στο ξενοδοχείο αμίλητοι. Τα νεύρα του Άλμπερτ δεν ήταν σε καλή κατάσταση..

- Τζωρτζ, πότε επιτέλους πιστεύεις ότι θα επιστρέψουμε?

- Σε καμιά βδομάδα νομίζω ότι θα μπορούμε να φύγουμε από εδώ.

- Και το επόμενο ταξίδι μας προγραμματίζεται για μετά τα Χριστούγεννα, ε?

- Ναι. Άλμπερτ, μπορείς να ηρεμίσεις?

- Όχι, δεν μπορώ. Θα στείλω κάτι σύντομο στην Κάντυ. Την επόμενη φορά θα έρθει μαζί μου. Και θέλει δεν θέλει, θα συναντήσουμε τον Τέρρυ.

- Πιστεύεις ότι είναι σωστό να ανακατευτούμε εμείς?

Ο Άλμπερτ γύρισε και αγριοκοίταξε τον Τζωρτζ.

- Τζωρτζ, εσύ το λες αυτό?

- Θέλω να πω, ότι είναι αρκετά μεγάλα παιδιά πια και μπορούν και μόνοι τους να…

- Τζωρτζ, το μόνο που θα κάνω, είναι να τους φέρω σε επαφή… τυχαία…

- Και την άλλη φορά στο Ροκστόουν τυχαίο ήταν.

- Τότε ήταν αλλιώς.

Ο Άλμπερτ χαλάρωσε την γραβάτα του. Ασφυκτιούσε μέσα στα κοστούμια. Πόσο του είχε λείψει η ανέμελη ζωή, τότε που ήταν απλά ο Άλμπερτ, και όχι ο Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρτλευ…

Πήρε ένα χαρτί και έγραψε βιαστικά.

Αγαπητή Kαντυ. Τα ταξίδια μου είναι πολύ καλά. Όταν τελειώσω με τις δουλειές μου, θέλω να ταξιδέψω με την Πούπε, όπως πριν. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου; Θα ήθελα, να μου κάνεις παρέα. Ελπίζω να δεχθείς. θα σε δω σύντομα. Άλμπερτ.

Το γράμμα του Άλμπερτ έφτασε στα χέρια της Κάντυ, μαζί με ένα γράμμα από την αδελφή Μαίρη Τζέιν. Η Κάντυ προβληματίστηκε πολύ διαβάζοντας το δεύτερο ειδικά…. δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τα λόγια της αδελφής Μαίρης Τζέιν… Μετά το μεσημεριανό φαγητό, πήγαν με την Πάττυ στο λόφο και της έδωσε το γράμμα να το διαβάσει.

 


… έχω να σου ανακοινώσω κάτι πολύ σημαντικό. Θα έρθω σε 10 μέρες. Θέλω να μιλήσουμε. Θεωρώ αναγκαίο να βρίσκεται μαζί μας και ο κύριος Άρτλευ. Ελπίζω να είναι στο Σικάγο για τις διακοπές των Χριστουγέννων…

-Κάντυ, μάλλον θα θέλει να σου πει μερικά πράγματα για την κλινική

-Δεν το νομίζω… Λέει ότι θέλει να μου ανακοινώσει κάτι.

-Μήπως ο γιατρός Μισέλ άλλαξε γνώμη?

-Και αυτό να έγινε, υπάρχουν τόσοι γιατροί, κάποιον άλλο θα μου στείλει. Όχι, όχι δεν είναι αυτό…

-Τότε, πού πάει το μυαλό σου?

-Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι…

Πράγματι, τα νέα που της έφερνε η αδελφή Μαίρη Τζέιν ξεπερνούσαν κάθε φαντασία…

Τα Χριστούγεννα έφτασαν και ο Άλμπερτ μαζί με τον Τζωρτζ κατέφθασαν στο ορφανοτροφείο φορτωμένοι με δώρα σαν τον άγιο Βασίλη. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν! Το βράδυ των Χριστουγέννων ο Άλμπερτ ήθελε να το περάσει μαζί με την Κάντυ. Και επειδή δεν ήθελε να της επιβάλει την παρουσία της θείας και των Ράγκαν, παρά τις αντιρρήσεις τους, αποφάσισε να τα περάσει στο ορφανοτροφείο. Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία φυσικά τον δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Η Πάττυ είχε μάθει στα παιδιά το τραγουδάκι της άγιας Νύχτας και το έψαλαν το βράδυ των Χριστουγέννων. Οι φωνούλες τους έμοιαζαν αγγελικές. Η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ. Το βλέμμα του την αγκάλιαζε με στοργή και τρυφερότητα.

Είμαι ευτυχισμένη, σκέφτηκε. Έχω κοντά μου την οικογένειά μου… Η Κάντυ έστρεψε το βλέμμα της αλλού…. Τέρρυ, καλά Χριστούγεννα!.. Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος…

Δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα έφτασε στο σπίτι της Πόνυ η αδελφή Μαίρη Τζέιν. Με την κυρία Πόνυ παρόλο που ήταν πολύ καλές φίλες είχαν να συναντηθούν πολλά χρόνια. Η Κάντυ είχε τρομερή περιέργεια για το τι θα της ανακοίνωνε, αλλά προσπάθησε να κάνει υπομονή… Ήθελε να τις αφήσει να τα πουν μόνες τους για λίγο. Ήταν η πρώτη φορά που τις έβλεπε και τις δύο μαζί. Μπορεί να φαίνονταν στην αρχή πολύ διαφορετικές η μία με την άλλη, όμως η Κάντυ διαπίστωσε ότι τελικά μοιάζουν απίστευτα. Και έχουν ένα κοινό. Η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, αφιέρωσε την ζωή της σε ένα ιερό σκοπό. Να φροντίζουν τους συνανθρώπους τους.

Όταν η Κάντυ έφτασε στο γραφείο της κυρίας Πόνυ, τρόμαξε.

-Κάντυ, φέρε της μια πορτοκαλάδα να πιει, θα της κάνει καλό!...

-Μα τι συμβαίνει? Κυρία Πόνυ, είστε καλά?

-Μια χαρά είναι. Φτιάξε μια πορτοκαλάδα και φώναξε τον Άλμπερτ. Θέλω να σας μιλήσω.

Την πορτοκαλάδα την ανέλαβε η Πάττυ. Η Κάντυ ήταν σίγουρη ότι μαζί με τα πορτοκάλια θα έκοβε και τα χέρια της.

-Είσαι νοσοκόμα, Κάντυ! Δεν πρέπει να ταράζεσαι έτσι εύκολα.

Η αδελφή Μαίρη Τζέιν την κοίταζε αυστηρά. Ήθελα να ξερα, πως θα της το πω. Φοβόμουν για την Πόνυ, όμως η Κάντυ ώρες ώρες με κάνει και απορώ, πώς κατάφερε και τελείωσε τη σχολή…

Η Πάττυ έφερε την πορτοκαλάδα και την πρόσφερε στην κυρία Πόνυ

- Ευχαριστώ, Πάττυ, παιδί μου!

- Πάττυ? Πάττυ από το Πατρίτσια?

- Ναι, είπε η Κάντυ.

- Πατρίτσια, θέλω να μείνεις κι εσύ εδώ.

Η Κάντυ τα είχε χαμένα. Μα τι στο καλό συμβαίνει? Η αδελφή Μαρία βοήθησε την κυρία Πόννυ να ξαπλώσει στο κρεβάτι της και η Κάντυ με τον Άλμπερτ και την Πάττυ κάθισαν μαζί με την αδελφή Μαίρη Τζέιν… Η Κάντυ κόντευε να σκάσει…

Η αδελφή Μαίρη Τζέιν πήρε μια ανάσα και ξεκίνησε. Τα παιδιά την κοίταζαν γεμάτα αγωνία…

- Προς Θεού, μη με κοιτάζετε έτσι! Ευχάριστα νέα σας έχω. Απλά, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω.

- Έχουν να κάνουν με την κλινική?

- Όχι. Κάντυ, θυμάσαι τον γιατρό Μισέλ?

- Ναι, θα έρθει να δουλέψει στην κλινική μας, έτσι δεν είναι?

- Ναι. Με επισκέφτηκε πριν λίγο καιρό, φέρνοντας μου ένα τηλεγράφημα. Το τηλεγράφημα ήταν για την οικογένειά σας. Όμως, έκρινα σκόπιμο να σας μιλήσω από κοντά.

- Περί τίνος πρόκειται?

- Εδώ θέλει μεγάλη λεπτότητα. Ο γιατρός Μισέλ εργάζεται σε ένα νοσοκομείο στη Γαλλία.

- Στη Γαλλία?

- Ναι. Περιποιείται τραυματίες πολέμου.

Η καρδιά της Πάττυ πήγε να σπάσει. Η αδελφή Μαίρη Τζέιν την κοίταξε και χαμογέλασε.

- Για πολλούς μήνες περιποιούταν έναν τραυματία που ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Είχε πέσει σε κώμα και δεν ήξεραν ούτε ποιος είναι, ούτε αν θα καταφέρει να συνέλθει. Καθώς περνούσαν οι μέρες και άρχισε να ξεπερνάει τον κίνδυνο, μέσα στα παραμιλητά του ψιθύριζε τρία ονόματα…

Τα παιδιά την κοίταζαν με κομμένη την ανάσα. Ο Άλμπερτ έπιασε το χέρι της Κάντυ, που έτρεμε…

-Τα ονόματα ήταν… Πατρίτσια, Κάντυ και Άρτσι…

Η Πάττυ είχε ήδη ξεσπάσει σε λυγμούς…

- Στήαρ, άχ Στήαρ…

Ο Άλμπερτ δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε… Η Κάντυ τα είχε εντελώς χαμένα.

- Είναι καλά, συνέχισε η αδελφή Μαίρη Τζέιν. Θα μπορέσει να μεταφερθεί μέχρι το τέλος του μήνα.

Τα παιδιά είχαν πάθει σοκ. Κόντευαν να σωριαστούν. Η αδελφή Μαίρη Τζέιν ένιωσε μια ανακούφιση, καθώς είχε τελειώσει αυτά που ήθελε να τους πει. Σηκώθηκε να δει σε τι κατάσταση είναι η Πόνυ και τους άφησε να ηρεμίσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν πρόκειται για όνειρο, αλλά για ένα θαύμα… Τα δυο κορίτσια είχαν αγκαλιαστεί και έκλαιγαν. Χαμογέλασε στον Άλμπερτ και έκλεισε διακριτικά την πόρτα πίσω της.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο 12

Ο Τέρρυ καταρρέει.



Στηριγμένη πάνω στις πατερίτσες της, προσπαθούσε να φτιάξει τα πράγματά της. Η Νάταλι ανησυχούσε πάρα πολύ. Δεν ήξερε τι να κάνει, τι να σκεφτεί.



- Δεσποινίς Σουζάννα, αφήστε με να σας βοηθήσω!

- Νάταλι, σου είπα ότι μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου!

- Όμως, γιʼαυτό είμαι εδώ!

- Σε παρακαλώ Νάταλι, είπε η Σουζάννα προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της, άφησέ με μόνη μου…

- Μα…

- Αν χρειαστώ κάτι θα σε ειδοποιήσω

- … εντάξει τότε.



Η Νάταλι πήγε στο διπλανό δωμάτιο και άρχισε να φτιάχνει κι εκείνη τη βαλίτσα της. Μα τι την έπιασε τη Σουζάννα? Τις τελευταίες μέρες φερόταν πολύ περίεργα! Από εκείνη την παράσταση στο Σάο Πάολο και μετά, δεν ήταν η Σουζάννα που ήξερε…

Και πράγματι, η Σουζάννα είχε αλλάξει… Τα λόγια του Άλμπερτ, ήταν ένα δυνατό χαστούκι για κείνην. Ένα χαστούκι, που έπρεπε να της το είχε δώσει κάποιος εδώ και πολύ καιρό. Στην αρχή η Σουζάννα είχε ταραχτεί τόσο πολύ, ήθελε να κλάψει, να ξεσπάσει, αλλά τίποτα από αυτά δεν κατάφερε. Εκείνο το βράδυ της ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Σκεφτόταν… ώρες ατελείωτες…

Ο Άλμπερτ την είχε αντιμετωπίσει ως ίση, δεν τον συγκίνησε η αναπηρία της. Μα κι η Σουζάννα κατά βάθος αυτό ήθελε. Από τη μέρα του ατυχήματος, όλοι την κοίταζαν με οίκτο. Τη λυπόντουσαν. Πόσο είχε αλλάξει η ζωή της μέσα σε μια μέρα…

Η Σουζάννα κάθισε στον καναπέ, και κοίταξε αφηρημένα έξω από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να χιονίζει, όπως εκείνη τη μέρα… Τη μέρα που η Κάντυ έφυγε από το Μπροντγουαίι, και ο Τέρρυ καθόταν στο παράθυρο και την κοίταζε…

Εκείνη τη στιγμή, και μόνη εκείνη, όταν ο Τέρρυ γύρισε και της είπε ότι διάλεξε να μείνει μαζί της, παρόλο που ήξερε ότι ήταν ψεύτικο όλο αυτό, η Σουζάννα ένιωσε λίγη χαρά. Όμως στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν ήταν έτσι…

Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στις αναμνήσεις…

Και τι δε θα έδινε να γυρίσει πίσω το χρόνο, έστω και για λίγο… Σε κείνη τη μέρα…

Ήταν μια από τις τελευταίες πρόβες! Όλα πήγαιναν πολύ καλά! Ο πρώτος πρωταγωνιστικός της ρόλος! Ιουλιέτα, στο πλάι του Τέρρυ. Δε θα άφηνε τίποτα να της χαλάσει αυτή την ευτυχία. Ήδη ένιωθε πολύ ανασφαλής μετά την τελευταία συζήτηση που είχε κάνει με τον Τέρρυ. Ήταν τότε, που του είχε ζητήσει να μην καλέσει την Κάντυ. Του είχε εξομολογηθεί τα συναισθήματά της. Όμως ο Τέρρυ για μία ακόμη φορά την απέρριψε. Είχε κλάψει πάρα πολύ. Συνεχώς σκεφτόταν το ίδιο πράγμα… Τι παραπάνω έχει αυτή η Κάντυ από μένα?

Τουλάχιστον απαλλάχτηκε από τις τύψεις της. Κι η ίδια δεν κατάλαβε που βρήκε το κουράγιο να πει στον Τέρρυ ότι είχε συναντήσει την Κάντυ στο Σικάγο και ότι την έδιωξε. Όμως τώρα ένιωθε καλύτερα. Δεν είχε πια βάρος στην καρδιά της. Τις επόμενες μέρες είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο ρόλο της. Είχε αρχίσει να ηρεμεί.

Είμαι νέα σκεφτόταν, όμορφη, έχω το θέατρο και όλη τη ζωή μπροστά μου…

Και τότε, ήρθε αυτή η κακιά στιγμή, έπεσε ο προβολέας… και κατέστρεψε τα πάντα. Έχασε το πόδι της, την καριέρα της… κι ο Τέρρυ? Αυτόν δεν τον είχε ποτέ. Όλα χάθηκαν πια. Μην μπορώντας να το αντέξει, απελπισμένη και μόνη της, πήρε αυτή την απόφαση. Μόνο για τη μητέρα της λυπόταν πραγματικά, όμως δεν άντεχε άλλο… αφού κατάφερε και της έγραψε το τελευταίο γράμμα, ελπίζοντας μια μέρα να την συγχωρέσει, συγκράτησε όλες τις τις δυνάμεις και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα του νοσοκομείου.

Πίστευε ότι αυτή είναι η μόνη λύση. Και τότε ήρθε η Κάντυ. Η Κάντυ της έσωσε τη ζωή. Η Κάντυ απαρνήθηκε την αγάπη, για να δώσει στη Σουζάννα αυτό που ποθούσε.

Και το αποτέλεσμα ποιο ήταν?

Ναι, έχει δίκιο ο Άρτλευ. Τα ξύλινα δεκανίκια δεν έχουν ψυχή. Δεν πονάνε. Η δουλειά τους είναι να στηρίζουν το σώμα μου , και αυτό κάνουν. Όμως… πόσο κακό έχω κάνει στον Τέρρυ! Δεν μπορεί ο Τέρρυ να μου δώσει την ευτυχία. Δεν πρέπει να στηρίζομαι πια πάνω του. Τόσο καιρό έχω γίνει η σκιά του, δεν χάνω παράσταση, δεν χάνω πρόβα… ζω ακολουθώντας εκείνον. Ζω με την ψευδαίσθηση ότι θα μʼαγαπήσει.

Ο Άρτλευ με έκανε να νιώσω γυναίκα. Να νιώσω άνθρωπος. Πρέπει να πιστέψω στον εαυτό μου και να στηριχτώ στις δυνάμεις μου. Δεν φοβάμαι πια. Τα χειρότερα πέρασαν. Υπάρχει αλήθεια χειρότερο πράγμα, από το να απαρνιέσαι τη ζωή και τον εαυτό σου και να ζεις τη ζωή κάποιου άλλου? Να νιώθεις ότι δεν έχεις σώμα και ψυχή, ότι είσαι ανίκανος για όλα και να προσπαθείς να ζήσεις εναποθέτοντας όλες σου τις ελπίδες και τα όνειρά σου πάνω σε κάποιον άλλο? Όχι, δεν το αντέχω άλλο αυτό. Ελπίζω ο Τέρρυ να μην αργήσει να επιστρέψει από την πρόβα. Θα του τα πω όλα!

Γύρισε και κοίταξε τα πράγματά της. Μια χαρά τα κατάφερα, σκέφτηκε. Μπορώ και μόνη μου να φτιάξω μια βαλίτσα! Χαμογέλασε! Κάντυ, ω Κάντυ, πόσο κακό έχω κάνει και σε σένα!!! Όλα θα φτιάξουν τώρα! Όλα! Θα τα καταφέρω, είμαι σίγουρη!



…………………………………………………………………………………………..



Ο Τέρρυ κρατούσε το κεφάλι του… πήγαινε να σπάσει!

Είχα πολύ καιρό να πιω, σκέφτηκε, και με πείραξε… Χαμογέλασε. Με πείραξε… πάντα με πείραζε το ποτό…

Τι θα κάνω τώρα? Τι μπορώ να κάνω?

Υποσχέθηκα ότι δε θα ξαναλυγίσω. Τι μου μένει να κάνω όμως? Πρέπει να μιλήσω ξανά με τον Άλμπερτ. Όχι, με τη μητέρα μου. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει…

Αποφάσισα να σταθώ στα πόδια μου και να κάνω αυτό που πρέπει. Να κάνω ευτυχισμένη τη Σουζάννα. Όμως.. δεν μπορώ. Κι εγώ? Για τη δική μου ευτυχία νοιάζεται κανείς?

Έκλεισε τα μάτια του και ήρθε μπροστά του ξανά η μορφή της.

Κάντυ… κλεισμένος για άλλη μια φορά στο καμαρίνι του, ξέσπασε σε λυγμούς.

Τι θα κάνω τώρα? Η Σουζάννα θέλει να μου μιλήσει. Μου ζήτησε να φάμε μαζί το βράδυ. Περιμένει να… δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Εγώ αγαπάω την Κάντυ. Δεν έχω το κουράγιο όμως να αφήσω τη Σουζάννα.

Τι θα κάνω? Τι μου μένει να κάνω?

Γύρισε και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Τα χέρια του έτρεμαν. Κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην τα σπάσει όλα.

- Κοίταξε πώς έχεις καταντήσει, μεγάλε ηθοποιέ!



Έκλεισε τα μάτια του ξανά…

Χάνω τα λογικά μου… δεν πρέπει να το βάλω κάτω, όχι δεν πρέπει. Κι η Κάντυ? Τι να κάνει τώρα? Τι θα μου έλεγε αν με έβλεπε ξανά σʼαυτά τα χάλια?

Χωρίς να το καταλάβει πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι και το πέταξε με οργή στο πάτωμα.

Άκουσε μέσα του μια φωνή… τη φωνή του Άλμπερτ…

Σύνελθε Τέρρυ, σύνελθε!



Ο Τέρρυ σηκώθηκε με αργές κινήσεις και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.

Άφησε το νερό να τρέξει πάνω στο σώμα του για πολλή ώρα. Να πάρει το νερό, όλο τον πόνο, όλα τα δάκρυα, όλες τις αναμνήσεις, μακριά…

Ντύθηκε και έβγαλε ξανά από το συρτάρι του τη μικρούλα φυσαρμόνικα. Την έβαλε στο στόμα του μηχανικά κι άρχισε να παίζει…



…………………………………………………………………………………………

Η Σουζάννα ανησυχούσε. Η ώρα ήταν περασμένη και ο Τέρρυ άφαντος.

Δεν μπορώ να κάθομαι άλλο με σταυρωμένα τα χέρια, σκέφτηκε, θα πάω να τον βρω.

Με τη βοήθεια της Νάταλι ανέβηκε στην άμαξα.

- Δεν θέλετε να σας συνοδεύσω?

- Όχι, Νάταλι, μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου. Μην με κοιτάζεις έτσι, μέχρι το θέατρο θα πάω!



Πριν κλείσει την πόρτα της άμαξας, γύρισε και της χαμογέλασε. Υπήρχε μια γλυκιά ηρεμία στο πρόσωπό της. Ναι, η Σουζάννα είχε αλλάξει… Μετά από πολύ καιρό, είχε αρχίσει να βρίσκει τον εαυτό της…



Το θέατρο ήταν σχεδόν άδειο. Είχαν μείνει μονάχα 2 ταξιθέτριες και η γυναίκα που φρόντιζε τα καμαρίνια. Η Σουζάννα κατευθύνθηκε προς τα καμαρίνια. Μια γνωστή μελωδία την οδήγησε στο καμαρίνι του Τέρρυ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα. Η μελωδία δεν σταμάτησε…

Αφού ξαναχτύπησε άλλες δύο φορές, η Σουζάννα αποφάσισε να ανοίξει. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

Μόλις ο Τέρρυ την αντίκρισε μπροστά του, ξαφνιάστηκε.

- Σουζάννα, τι κάνεις εσύ εδώ?



Η Σουζάννα προσπάθησε να αγνοήσει τα σπασμένα γυαλιά που είδε στο πάτωμα, το γενικότερα κακό χάλι που επικρατούσε στο καμαρίνι του και το χαμένο βλέμμα του Τέρρυ…



- Τέρρυ, ήθελα να σου μιλήσω, και αφού είδα ότι αργείς, αποφάσισα να έρθω να σε βρω.

- Μα, καλά , μόνη σου ήρθες? Η Νάταλι που είναι?

- Είναι στο ξενοδοχείο, εγώ της ζήτησα να μείνει. Τέρρυ, μην με κοιτάζεις έτσι!

- Σουζάννα, είσαι καλά?

- Καλύτερα από ποτέ!... Μάλλον εγώ θα έπρεπε να σου κάνω αυτή την ερώτηση.

- Εσύ?

- Ναι.

- Μα…

- Τέρρυ, μη με διακόψεις σε παρακαλώ, και άκουσε προσεκτικά αυτά που θα σου πω



Ο Τέρρυ την κοίταζε αποβλακωμένος. Δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί.

- Τέρρυ, τόσο καιρό έχω κάνει ένα μεγάλο λάθος. Το μεγαλύτερο της ζωής μου.

- Τι εννοείς?

- Άσε με να τελειώσω. Τόσο καιρό, είχα εγκαταλείψει τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να ζήσω. Φοβόμουν τη μοναξιά και την απόρριψη. Προσπαθούσα να κρατηθώ από κάτι, και πιάστηκα πάνω σου. Όμως… αυτό ήταν λάθος…

Ο Τέρρυ είχε μείνει να την κοιτάζει σαν χαζός…



- Τέρρυ, αποφάσισα να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη, στο σπίτι μου. Δε θέλω πια να νοιάζεσαι για μένα.

- Σουζάννα, εγώ… δεν μπορώ να σε αφήσω.

- Δεν κατάλαβες κάτι Τέρρυ. Και δε σε αδικώ. Δεν με αφήνεις εσύ, εγώ φεύγω. Δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω να υποφέρεις. Και υποφέρω κι εγώ.

- Σουζάννα…

- Τέρρυ, αν δεν είχα χάσει το πόδι μου, όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά τώρα, έτσι δεν είναι? Η Κάντυ θα είχε μείνει μαζί σου.

- Ναι, όμως..

- Τέρρυ, βαρέθηκα να με κοιτάζουν όλοι με οίκτο και να με λυπούνται. Βαρέθηκα να λυπάμαι τον εαυτό μου. Βαρέθηκα να τρέχω πίσω από έναν άντρα και να ελπίζω για την αγάπη του.



Ο Τέρρυ δεν ήξερε τι να πει και τι να πιστέψει. Η Σουζάννα που ήξερε είχε εξαφανιστεί. Η Σουζάννα που έβλεπε μπροστά του, ήταν μια δυναμική γυναίκα, σίγουρη για τον εαυτό της… Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, δεδομένης της κατάστασής της, πατούσε στα πόδια της. Δεν υπήρχε πάνω της ίχνος λύπης και απελπισίας, και η φωνή της είχε μία ηρεμία και μία σιγουριά.



- Τέρρυ, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, είμαι καλά! Δε φοβάμαι τη ζωή, δε φοβάμαι να ζήσω! Μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου! Θα επιστρέψω σπίτι μου και θα ασχοληθώ με τον εαυτό μου και τη ζωή μου.

- Μα…

- Ω, Τέρρυ, μη φοβάσαι για μένα! Να ναι καλά ο πατέρας μου, μου έχει αφήσει μια τεράστια περιουσία. Θα γυρίσω σπίτι, θα φτιάξω τον κήπο μου και θα ασχοληθώ με τη δεύτερή μου μεγάλη αγάπη…

- Τη δεύτερή σου αγάπη?

- Ναι, δεν πρέπει να το έχουμε συζητήσει ξανά…από μικρό παιδάκι λάτρευα τη ζωγραφική…



Ο Τέρρυ σκέφτηκε ότι βλέπει κάποιο όνειρο και ότι σε λίγο θα ξυπνήσει… Ε, αυτό πια…

Η Σουζάννα άρχισε να γελάει! Η Σουζάννα γελούσε! Πόσο καιρό αλήθεια έχω να δω το πρόσωπό της φωτεινό και γαλήνιο?

- Ναι, Τέρρυ, τη ζωγραφική! Δε σε αδικώ που με κοιτάζεις σαν χαμένος! Κι εγώ χαίρομαι για τον εαυτό μου! Χαίρομαι που επιτέλους ξύπνησα, από έναν μεγάλο και φρικτό εφιάλτη! Εμένα άλλο πράγμα με ανησυχεί τώρα…

- Ποιο?

- Κοίταξε τον εαυτό σου! Κοίταξε το καμαρίνι σου σε τι χάλια βρίσκεται!

Ο Τέρρυ έσκυψε το κεφάλι. Ναι, έχω τα χάλια μου σκέφτηκε.

- Τέρρυ, μόλις τελειώσει επιτέλους η περιοδεία, να πας να βρεις την Κάντυ. Και φρόντισε μέχρι τότε να ηρεμίσεις, να κοιμάσαι φυσιολογικά και να φτιάξεις λίγο την ψυχολογία σου. Α, και κάτι άλλο! Χρειάζεσαι ένα καλό κούρεμα. Τα μαλλιά σου έχουν παραμακρύνει, δε νομίζεις?

- Ε, δεν είμαστε καλά! Εσύ μου δίνεις τέτοιες συμβουλές?

- Ναι, εγώ! Θα σε αφήσω τώρα, γιατί πρέπει να ετοιμάσω και τα υπόλοιπα πράγματά μου! Θέλω να φύγω αύριο το πρωί. Και Τέρρυ, μην πιεις άλλο, να χαρείς! Και φώναξε την καθαρίστρια να σου φτιάξει το καμαρίνι. Απορώ πώς μπορείς και αναπνέεις εδώ μέσα!

Η Σουζάννα του έκλεισε το μάτι και βγήκε έξω. Μια γλυκιά ευτυχία ένιωσε να πλημμυρίζει την καρδιά της! Άνοιγε μια καινούρια σελίδα στη ζωή της! Είχε τόσα πολλά πράγματα να κάνει, τόσα πολλά πράγματα να ζήσει, τόσα πολλά…

Ο Τέρρυ καθόταν στην καρέκλα του και κοίταζε το κενό.

Τι έχει γίνει? Έχω τρελαθεί, δεν εξηγείται διαφορετικά….





























 
Κεφάλαιο 13


Η ιστορία του Τζωρτζ.


 


Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που ανηφόριζε το λόφο, διέκοψε τις σκέψεις της. Η Κάντυ αναγνώρισε το αυτοκίνητο του μεγάλου θείου και κατέβηκε αμέσως από το μεγάλο δέντρο. Πολύ σύντομα επέστρεψε ο Άλμπερτ, σκέφτηκε. Ελπίζω όλα να πήγαν καλά!



Όμως στο αυτοκίνητο ήταν η Άννυ με τον Τζωρτζ.



Η Κάντυ και η Άννυ αγκαλιάστηκαν συγκινημένες και χαρούμενες. Κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Πόνυ. Ο Τζωρτζ τις ακολούθησε.



Ο Άλμπερτ αμέσως μόλις τους ανακοίνωσε η αδελφή Μαίρη Τζέιν ότι ο Στήαρ είναι ζωντανός, έφυγε για το Λέικγουντ. Έπρεπε να αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στην οικογένεια το συντομότερο δυνατόν. Η Πάττυ μετά από δύο μέρες έφυγε για την Γαλλία. Της ήταν αδύνατον να περιμένει έναν ολόκληρο μήνα… ίσως και περισσότερο… Έτσι, μαζί με τον Άρτσι και τους γονείς τους, ξεκίνησαν να συναντήσουν τον Στήαρ… τον αγαπημένο τους Στήαρ!!!



Η κυρία Πόννυ και η αδελφή Μαρία ήταν ενθουσιασμένες, όπως όλοι τους βέβαια!



Αφού τελείωσαν το τσάι τους, η αδελφή Μαρία βοήθησε τα παιδιά να τελειώσουν τα μαθήματά τους και η κυρία Πόνυ τακτοποιούσε το γραφείο της.



Η Άννυ με την Κάντυ και τον Τζωρτζ, έμειναν στην αυλή.



- Κάντυ, τώρα που η Πάττυ έφυγε να συναντήσει τον Στήαρ, σκέφτηκα μείνω μερικές μέρες μαζί σας και να βοηθήσω τα παιδιά!



- Αχ, Άννυ, χαίρομαι πάρα πολύ! Κι εγώ είμαι πελαγωμένη αυτές τις μέρες!



- Συμβαίνει κάτι?



- Είμαι πολύ αναστατωμένη! Ανυπομονώ να επιστρέψει ο Στήαρ! Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο στο Σικάγο, πρέπει να ξαναδώ την αδελφή Μαίρη Τζέιν, για τις τελευταίες λεπτομέρειες της κλινικής… θέλω στα εγκαίνια να είναι κι ο Στήαρ εδώ!



Δεν μπορώ να το πιστέψω, Άννυ!!!



- Δεσποινίς Κάντυ, ηρεμίστε, όλα θα γίνουν…



Ο Τζωρτζ ήταν φανερά συγκινημένος…



- Απλά Τζωρτζ, είμαι πολύ χαρούμενη, αναστατωμένη, και…



Η Κάντυ έσκυψε το κεφάλι…



- Κάντυ, τι συμβαίνει?



- Να, νιώθω πολύ κουρασμένη…



- Μήπως θα έπρεπε λίγες μέρες να προσπαθήσεις να χαλαρώσεις?



- Τόσο καιρό παλεύουμε να τακτοποιηθούν κάποια πράγματα και θέλω να είναι όλα στην εντέλεια



- Κάντυ, ηρέμησε, είμαστε κι εμείς εδώ!



- Δεσποινίς Κάντυ, αν μπορώ να φανώ χρήσιμος κάπου, με μεγάλη χαρά θα σας βοηθήσω κι εγώ…



- Τζωρτζ… ευχαριστώ…



Ο Τζωρτζ είχε μια ασυνήθιστη έκφραση στο πρόσωπό του… δεν χρειάστηκε να προβληματιστεί όμως και γιʼαυτό η Κάντυ, γιατί αμέσως ο Τζωρτζ άρχισε να εξηγεί κάποια πράγματα…



- Δεσποινίς Κάντυ, η αλήθεια είναι ότι πρέπει να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα…εκ μέρους του κυρίου Άλμπερτ.



Η Άννυ σηκώθηκε αμέσως.



- Εγώ θα σας αφήσω να μιλήσετε, θα πάω να συζητήσω με την αδελφή Μαρία… τι λες, Κάντυ, θα είμαι καλή δασκάλα στη θέση της Πάττυ?



Η Κάντυ χαμογέλασε…



- Θα είσαι καταπληκτική, Άννυ μου!...



Ο Τζωρτζ γύρισε το βλέμμα του αλλού… ήταν η πρώτη φορά που θα μιλούσε τόσο ανοιχτά στην Κάντυ…



- Λοιπόν, Τζωρτζ, τι συμβαίνει?



- Είναι μεγάλη ιστορία…



- Δηλαδή?



- Πριν έρθει η είδηση για τον Στήαρ, ο Άλμπερτ είχε σκοπό να συζητήσει κάποια πράγματα μαζί σου. Όμως τα τελευταία γεγονότα δεν τον άφησαν, έπρεπε να φύγει αμέσως…



«Ο Άλμπερτ»… Πρώτη φορά ο Τζωρτζ αποκάλεσε τον Άλμπερτ σαν Άλμπερτ μπροστά στην Κάντυ, κι όχι σαν «κύριο Άλμπερτ» ή σαν «θείο Γουίλιαμ», όπως έκανε συνήθως…



- Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε αυτά που ήθελε να σου πει, υπήρχε ένα μεγάλο κεφάλαιο που αφορούσε εμένα. Και επειδή όλα αυτά είναι αρκετά σημαντικά, ο Άλμπερτ έκρινε σκόπιμο να μάθεις κάποια πράγματα… ένας μήνας, ίσως και παραπάνω, είναι μεγάλο χρονικό διάστημα…



- Τζωρτζ, δεν καταλαβαίνω… συμβαίνει κάτι?



Ο Τζωρτζ άφησε έναν αναστεναγμό και άρχισε να διηγείται στην Κάντυ…



- Είναι μεγάλη ιστορία… Ξεκινάει στην Γαλλία… ήμουν παιδάκι ακόμα τότε. Κάντυ, κι εγώ ξέρεις, έχασα τους γονείς μου όταν ήμουν πολύ μικρός… δυστυχώς για μένα τότε, δεν υπήρχε μια κυρία Πόνυ και μια αδελφή Μαρία να με φροντίσουν…



Η Κάντυ τον κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα… ήταν η πρώτη φορά που ο Τζωρτζ της ανοιγόταν τόσο, και μιλούσε για τον εαυτό του… Δεν τον διέκοψε όμως, ήθελε να δει που θα το πάει…



- Εκείνες τις μέρες περιπλανιόμουν στο λιμάνι, ήμουν νηστικός και δεν είχα που να κοιμηθώ… είχα κρυφτεί πίσω από κάτι βαρέλια, και κοίταζα τις άμαξες που έρχονταν, μεταφέροντας πλούσιους κυρίους και κυρίες που σκόπευαν να ταξιδέψουν.



Μια τέτοια άμαξα σταμάτησε πολύ κοντά μου. Κατέβηκε ένας πολύ κομψός άντρας, και από τον αέρα του και τις κινήσεις του κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν πολύ πλούσιος. Χωρίς να σκεφτώ τι κάνω, έτρεξα και του άρπαξα τη βαλίτσα του. Ήμουν σίγουρος ότι θα είχε μέσα κάτι πολύτιμο, κάτι που θα μου εξασφάλιζε για λίγες μέρες στέγη και φαγητό… Όμως, δεν στάθηκα τυχερός. Ή μάλλον, εκείνη τη στιγμή έτσι νόμιζα. Γιατί δεν είχα φανταστεί τότε ότι ήμουν ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου…



Η Κάντυ άκουγε τον Τζωρτζ με πολυ μεγάλο ενδιαφέρον.



Ο Τζωρτζ άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε…



Ο άντρας αυτός ήταν πολύ πιο γρήγορος από ότι φανταζόμουν, και πρόλαβε να με πιάσει λίγα μέτρα πιο κάτω… Δεν μπορείς να φανταστείς βέβαια ποιος ήταν αυτός ε? Λοιπόν… αυτός ήταν ο Γουίλιαμ Άρτλευ.



- Ο Άλμπερτ? Μα πώς είναι δυνατόν?



- Όχι, Κάντυ, ο πατέρας του Άλμπερτ!



Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος…



Περίμενα ότι θα καλέσει αμέσως την αστυνομία, ίσως και ότι θα με χτυπήσει… όμως εκείνος μου φέρθηκε πολύ ευγενικά… Κάντυ, ο πατέρας του Άλμπερτ με λυπήθηκε και με πήρε μαζί του στην Αμερική. Με φρόντισε, με μεγάλωσε και με σπούδασε, σαν να ήμουν δικό του παιδί! Με τον Άλμπερτ γνωριζόμαστε τόσα πολλά χρόνια…



Ή Κάντυ είχε μείνει έκπληκτη… ο πατέρας του Άλμπερτ… ήταν κι εκείνος τόσο καλός…



- Βέβαια, συνέχισε ο Τζωρτζ, δεν με συμπαθούσαν όλοι σε αυτή την οικογένεια…



- Η θεία Ελρόυ…



- Ναι… ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί ο αδελφός της μάζεψε ένα τέτοιο παιδί και το ανέθρεψε σαν να ήταν δικό του…



- Τζωρτζ, η μεγάλη θεία πάντα έτσι σκληρή ήταν?



Ο Τζωρτζ αναστέναξε… απέφυγε να της απαντήσει…



- Η μητέρα του Άλμπερτ, πέθανε όταν ο Άλμπερτ ήταν πολύ μωρό. Δεν είμαι σίγουρος εάν θυμάται καλά καλά τη μορφή της… Μετά από λίγα χρόνια αρρώστησε και ο πατέρας του. Λίγο πριν πεθάνει, με κάλεσε ιδιαιτέρως, τότε εγώ ήμουν γύρω στα 17, και μου ζήτησε να προσέχω τον Άλμπερτ. Να τον φροντίζω και να τον ακολουθώ παντού…



- Τζωρτζ, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ξέρεις τόσο καλά τον Άλμπερτ… τόσο πολλά χρόνια… όμως, γιατί..



- Γιατί σου τα λέω όλα αυτά τώρα θέλεις να πεις, ε?



- Να, δηλαδή…



- Ο Άλμπερτ ξέρεις ότι είχε μια μεγάλη αδελφή, τη Ροζμαρι



- Ναι, τη μητέρα του Άντονυ!



- Ναι… ξέρεις, εγώ και η μητέρα του Αντονυ, όταν ήμασταν πολύ μικρά… αγαπιόμασταν… Ποτέ μου δεν κατάφερα να ομολογήσω όμως την αγάπη μου στην Ροζμαρι… πίστευα ότι μετά από όλα όσα είχε κάνει για μένα αυτή η οικογένεια, εγώ δεν είχα το δικαίωμα να…



Ε, αυτό πάλι, η Κάντυ δεν το περίμενε…



- Τζωρτζ, κι εκείνη?



- Κι εκείνη με αγαπούσε, αλλά δεν τόλμησε να το αποκαλύψει σε κανέναν, παρά μόνο στον Άλμπερτ… όμως ήμασταν πολύ νέοι τότε… η μεγάλη θεία αν το μάθαινε…



- Και εξαιτίας της μεγάλης θείας εσείς δεν μπορέσατε να μείνετε μαζί?



- Περισσότερο ένιωθα ότι θα πλήγωνα τον πατέρα του Άλμπερτ… ξέρω τότε ότι ήταν λάθος και ότι έπρεπε να ακούσω την καρδιά μου, Κάντυ…



Η Κάντυ όμως τώρα ταξίδευε αλλού… να ακούσω την καρδιά μου… και τι λέει η καρδιά μου? Τι φωνάζει σπαραχτικά όλο αυτό τον καιρό? … Τέρρυ, σʼαγαπώ, Τέρρυ… όμως… η Σουζάννα…



Ο Τζωρτζ γύρισε και την κοίταξε… πόσο μοιάζει στην Ροζμαρί…



- Τουλάχιστον ένιωθα ευτυχισμένος, γιατί την έβλεπα. Και μόνο που ένιωθα ότι το πρωί θα ξυπνήσω και θα τη δω, ένιωθα ευτυχισμένος…



Όταν γνώρισε τον κ.Μπράουν, και αποφάσισαν να παντρευτούνε, ένιωθα σαν να μου τρυπάει ένα μαχαίρι την καρδιά…



- Τζωρτζ, όλα αυτά ήθελε να μου πει ο Άλμπερτ?



- Και αυτά, και πολλά άλλα…



- Δεν καταλαβαίνω…



- Τουλάχιστον σου είπα το κομμάτι που αφορά εμένα. Πιστεύω ότι θα έχετε την ευκαιρία πολύ σύντομα να συζητήσετε με τον Άλμπερτ…



- Τζωρτζ, ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα είχαν συμβεί στο παρελθόν όλα αυτά… λυπάμαι πολύ που



- Όχι, όχι , Κάντυ, μην λυπάσαι… Ήμουν πολύ τυχερός που γνώρισα αυτούς τους θαυμάσιους ανθρώπους… τους νιώθω σαν δική μου οικογένεια…



- Ναι, αλλά εσύ και η Ροζμαρί…



- Κάντυ, από τότε που γεννήθηκε ο Άντονυ, ένας μικρός άγγελος… Και μόνο που γεννήθηκε αυτό το παιδί, σκεφτόμουν ότι άξιζε η θυσία μας.. Αν εγώ είχα παντρευτεί με τη Ροζμαρί, αυτό το παιδί δεν θα υπήρχε… είμαι πολύ ευτυχισμένος που τη γνώρισα. Κι εκείνη όταν γεννήθηκε το αγγελούδι της, ένιωθε παραπάνω από ευτυχισμένη… ο Άντονυ ήταν όλη της η ζωή… Ο Άντονυ και τα τριαντάφυλλα. Κι εγώ τον αγαπούσα, όλοι τον αγαπούσαμε…



Η Κάντυ θυμήθηκε τα λόγια του Άντωνυ…


 


- Τζωρτζ, ο Άντωνυ μου είχε πει κάποτε…



ʽΤα τριαντάφυλλα μαραίνονται πέφτουν τα φύλλα τους, αλλά δεν πεθαίνουν…ανθίζουν και πέφτουν, και ξανανθίζουν και ξαναπέφτουν, αλλά ζουν για πάντα… το ίδιο και οι άνθρωποι. Πεθαίνουν, αλλά ξαναζούν πιο καλοί στις καρδιές των άλλων… ʽ


- Και πόσο δίκιο έχει… πράγματι, ο πόνος ήταν μεγάλος… όμως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός…



- Όμως, Τζωρτζ, είμαι πολύ ευτυχισμένη!!! Ο Στήαρ, ο Στήαρ θα είναι σε λίγο καιρό και πάλι κοντά μας!!! Ω, Τζωρτζ, δεν μπορώ να το πιστέψω! Είμαι πολύ ευτυχισμένη, αλήθεια!!!



- Ναι, Κάντυ, αυτό ήταν θείο δώρο…



- Τζωρτζ, σε ευχαριστώ…



- Για ποιο πράγμα?



- Σε ευχαριστώ που μου άνοιξες την καρδιά σου και μου εμπιστεύτηκες… την ιστορία σου…



- Κάντυ, ξέρω πολύ καλά πόσο υπέφερες από τη μεγάλη θεία… σε καταλάβαινα πάντα… Αυτή η γυναίκα…



- Αχ, Τζωρτζ, τώρα πια είμαι πολύ καλά…



Ο Τζωρτζ όμως διατηρούσε τις επιφυλάξεις του… κι εσύ Κάντυ, σκεφτόταν, έχεις στερηθεί την αγάπη σου εξαιτίας μιας γυναίκας… Όσο για την μεγάλη θεία… το μεγαλύτερο κακό δεν το έχει κάνει σε μένα, αλλά σε σένα… όμως… εγώ ότι είχα να σου πω σου το είπα. Από εδώ και πέρα, ο Άλμπερτ θα φροντίσει για όλα τα υπόλοιπα…


 

 

 


- Κάντυ, ο Άλμπερτ μου έχει δώσει ένα μικρό γράμμα για σένα.


 


- Τζωρτζ, υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω… για ποιο λόγο ο Άλμπερτ θέλησε να μου πεί, ή μάλλον να μου πεις όλα αυτά?


 


- Θα σου τα εξηγήσει όλα μόλις συναντηθείτε…


 

 

 


Η Κάντυ κατσούφιασε λίγο…


 


- Ώ, Άλμπερτ, είπε αστειευόμενη, αινιγματικός όπως πάντα!


 


Ο Τζωρτζ χαμογέλασε.


 


Τζωρτζ, ο Άλμπερτ είναι για μένα κάτι παραπάνω από φίλος… είναι η οικογένειά μου… η οικογένεια που δεν είχα ποτέ.


 

 

 


Ο Τζωρτζ αφού της έδωσε ένα μικρό φάκελο γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά… Δύο μεγάλα δάκρυα είχαν κυλήσει από τα μάτια του μόλις άκουσε την τελευταία φράση της Κάντυ. Η συγκίνησή του ήταν τόσο μεγάλη, φοβήθηκε μήπως τον πάρει είδηση η Κάντυ και καταλάβει κάτι… Ευτυχώς δεν προδόθηκε. Η Κάντυ ήταν πολύ ενθουσιασμένη και δεν το πρόσεξε αυτό. Ζήτησε να μείνει μόνη της και να διαβάσει το γράμμα του Άλμπερτ. Ο Άλμπερτ της έγραφε ότι νιώθει πολύ ευτυχισμένος… Από μικρός είχε ζήσει τον πόνο του θανάτου… Πρώτα η μητέρα του, μετά ο πατέρας του, μετά η αδελφή του και μετά ο Άντονυ… ο Άλμπερτ είχε πονέσει πάρα πολύ… Και στο τέλος, ο θάνατος του Στήαρ … όμως ήταν απλά ένας κακός εφιάλτης! Ένας εφιάλτης που πέρασε. Ο Άλμπερτ της έγραψε επίσης ότι θα την επισκεφτεί σύντομα, πριν κάνει το επόμενο ταξίδι του… εκείνο που την έκανε να δακρύσει, ήταν η τελευταία φράση του…


 


Κάντυ, η μοίρα με χτύπησε από μικρό παιδάκι, όμως, τώρα είμαι ευτυχισμένος… γιατί έχω οικογένεια… έχω μια υιοθετημένη κόρη… Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντα κοντά σου και θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να σε δω ευτυχισμένη! Μόλις τακτοποιήσω μερικά πράγματα εδώ θα έρθω να σε βρω…


 

 

 

 

 


Η Κάντυ χωρίς να χάσει καιρό, πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει στον Άλμπερτ. Το είχε πάρει απόφαση. Χρειαζόταν οπωσδήποτε ξεκούραση. Έπρεπε έστω για λίγες μέρες να αλλάξει παραστάσεις. Ναι, θα πήγαινε μαζί με τον Άλμπερτ! Και μετά… θα ξαναδεί τον Στήαρ…


 

 

 


Η Κάντυ αφού τελείωσε το γράμμα της το έδωσε στον Τζωρτζ. Η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Η Άννυ και η αδελφή Μαρία, όπως και τα παιδιά, είχαν πέσει ήδη για ύπνο. Η κυρία Πόνυ ετοιμαζόταν κι εκείνη. Ο Τζωρτζ έπρεπε να επιστρέψει στο Λέικγουντ και θα ερχόταν πάλι σε λίγες μέρες, ίσως παρέα με τον Άλμπερτ! Η Κάντυ του έδωσε το γράμμα και τον καληνύχτισε.


 

 

 

 

 

 

 


Το γράμμα της Κάντυ στον Άλμπερτ

 


Αγαπητέ Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρντλεϋ,


 


Διάβασα το γράμμα σου ξανά και ξανά. Δεν είναι εύκολο για όλους να συνεχίσουν τη ζωή τους. Τώρα το συνειδητοποιώ. Και χαίρομαι που σε νιώθω πιο κοντά μου. Χάρηκα που έμαθα και για τον Τζώρτζ και τη μητέρα του Άντονυ. Είναι πολύ όμορφο να γνωρίζω καλύτερα τους ανθρώπους στη ζωή μου. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που σε γνώρισα στον λόφο της Πόνυ. Από τότε που γνωριστήκαμε για πρώτη φορά υπήρξαν πολλοί θλιβεροί αποχαιρετισμοί. Αλλά πίστευα στο αύριο που μας έρχεται. Το οικόσημο κουδουνίζει στο στήθος μου. Όταν φεύγεις για τα ταξίδια σου, σε παρακαλώ παίρνε με μαζί σου παντού! Ακόμα κι αν πείς όχι, θα έρθω μαζί σου! Ω, Άλμπερτ... Είναι υπέροχο να είναι κανείς ζωντανός! Πωπω! Δεν μπορώ να κοιμηθώ απόψε! Είμαι τόσο ενθουσιασμένη με το τι μπορεί να γίνει αύριο! Όταν θα χτυπήσει η πόρτα και μπορεί να είσαι εσύ εκεί Άλμπερτ! Είμαι τόσο ευγνώμων στους γονείς μου γιατί αν δεν με είχαν αφήσει στο σπίτι της Πόνυ, δεν θα σε είχα γνωρίσει. Ω, η κυρία Πόνυ λέει πως δεν πρέπει να ξενυχτάω. Μου φέρεται πάντα σαν μωρό. Λοιπόν, θα έχω ένα πολλά όμορφα όνειρα απόψε. Καληνύχτα, Άλμπερτ.


 


Με αγάπη



Κάντυ Γουάιτ Άρντλευ.


 


Η Κάντυ εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε τον πρίγκιπα της. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, πάνω στο λόφο. Η Κάντυ και ο Άλμπερτ κάθονταν κάτω από το μεγάλο δέντρο. Ο Άλμπερτ φορούσε τη φορεσιά των Άρτλευ και έπαιζε στην Κάντυ γκάιντα. Η Κάντυ ένιωθε πολύ ευτυχισμένη! Είχε κλείσει τα μάτια και άκουγε τη μουσική, ενώ στα χέρια της κρατούσε το μενταγιόν του πρίγκιπα. Ξαφνικά όμως, η μουσική από τη γκάιντα άρχισε να σβήνει… τη θέση της πήρε μια άλλη μουσική… η μελαγχολική μελωδία μιας φυσαρμόνικας… τόσο γλυκιά μελωδία και τόσο μελαγχολική… η καρδιά της Κάντυ άρχισε να χτυπάει δυνατά! Γύρισε να δει το γαλήνιο πρόσωπο του πρίγκιπα, αλλά ο πρίγκιπας είχε εξαφανιστεί.! Η μελωδία από τη φυσαρμόνικα ακουγόταν πιο καθαρά τώρα… Και τότε τον είδε. Τον είδε να παίζει με τη μικρή φυσαρμόνικα που του είχε κάνει κάποτε εκείνη δώρο. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει!


 


- Τέρρυ!!!!


 


Η Κάντυ φώναξε το όνομά του με όλη της τη δύναμη. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν ελατήριο. Η Άννυ ξύπνησε τρομαγμένη. Της έφερε ένα ποτήρι νερό.



Κάντυ, γλυκιά μου Κάντυ, σε λίγο καιρό θα τελειώσουν τα βάσανά σου… Η Άννυ είχε μιλήσει με τον Άλμπερτ και ήξερε. Ήταν ήσυχη τώρα για τη φίλη της!


 


Την ίδια ώρα, κλεισμένος μέσα στο καμαρίνι του, ο Τέρρυ συνέχιζε να παίζει με τη φυσαρμόνικά του. Έκλεισε τα μάτια του και ονειρευόταν… ονειρευόταν την εκλεκτή της καρδιάς του.



Αυτές οι παραστάσεις μου φαίνεται ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ, σκέφτηκε! Πρέπει να δω την Κάντυ! Δεν μπορώ να της γράψω, πρέπει να την δω από κοντά! Αυτή τη φορά θα την κρατήσω για πάντα κοντά μου! Κάντυ, καλή μου, τι να κάνεις τώρα?...
 
Κεφάλαιο 14


Η κακία της Ελίζας.


 


Η Κάντυ μουρμούριζε χαμηλόφωνα ένα τραγουδάκι, καθώς ετοίμαζε τη βαλίτσα της… μια εβδομάδα πέρασε από τη μέρα που μίλησε με τον Τζωρτζ και ο Άλμπερτ της ανακοίνωσε ότι έχει κάτι δουλειές και θα κάνει ένα ταξίδι. Σε αυτό το ταξίδι την ήθελε μαζί του! Σίγουρα θα επιστρέψουν πίσω πριν γυρίσει ο Στήαρ. Η Άννυ θα μείνει στο ορφανοτροφείο να φροντίσει τα παιδιά για το διάστημα που η Κάντυ θα λείπει. Και η κυρία Πόνυ συμφωνεί ότι η Κάντυ έχει ανάγκη να ξεφύγει για λίγο και να αλλάξει παραστάσεις. Και δεν υπάρχει πιο καλή παρέα από τον Άλμπερτ!!!


Ο Τζωρτζ την περίμενε με το αμάξι να την πάει μέχρι το Λέικγουντ. Αφού χαιρέτησε την Άννυ και τις δυο μαμάδες τους, η Κάντυ υποσχέθηκε στα παιδιά ότι θα τους φέρει πολλά δωράκια από το ταξίδι της. Λίγο μετά την αναχώρησή τους με τον Τζωρτζ, έφτασε ο κύριος Μάθιου, που έφερε ένα γράμμα για την Κάντυ.



- Τι κρίμα, του είπε η Άννυ, η Κάντυ έφυγε πριν από λίγο.



- Δεν πρόλαβα να την χαιρετήσω, είπε ο κύριος Μάθιου, θα λείψει για πολύ?



- Όχι, μόνο για λίγες μέρες.



- Θα της δώσεις αυτό το γράμμα μόλις επιστρέψει?



- Ναι, πολύ ευχαρίστως! είπε η Άννυ και πήρε το φάκελο.


 


Όμως μόλις είδε το όνομα του αποστολέα, το πρόσωπό της χλώμιασε… Σουζάννα Μάρλοου…



Πάλι αυτή??? Μα τι θέλει πια?



Για μια στιγμή σκέφτηκε να το σκίσει και να το πετάξει. Όμως αυτό δεν είναι σωστό… Έκρυψε το φάκελο στην τσέπη της. Έχω χρόνο να σκεφτώ τι θα κάνω, μέχρι να επιστρέψει η Κάντυ, σκέφτηκε και πήγε να συνεχίσει τις δουλειές της.


 


Δυστυχώς στο Λέικγουντ περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη την Κάντυ… η Ελίζα και ο Νηλ. Όπως έχει πει και ο Άρτσι αρκετές φορές, αυτοί οι Ράγκαν γεννήθηκαν για να μου κάνουν τη ζωή δύσκολη…



Μόλις είδαν την Κάντυ, η Ελίζα άρχισε να χαχανίζει δυνατά…



- Νηλ, κοίτα, πάλι εδώ τριγυρίζει αυτό το έκθετο! Κάντυ, νόμιζα ότι θα έμενες για πάντα στο ορφανοτροφείο! Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ?


 


Πριν προλάβει η Κάντυ να αντιδράσει, ακούστηκε θυμωμένη η φωνή του Άλμπερτ!



- Ελίζα, το όνομα της Κάντυ είναι Κάντυ Γουάιτ-Άρτλευ. Αυτό το κορίτσι είναι η κόρη μου εδώ και πολλά χρόνια και το σπίτι αυτό της ανήκει. Καλά θα κάνεις όσο βρίσκεσαι εδώ να προσέχεις τα λόγια σου.


 


Η Ελίζα κόντεψε να σκάσει από το κακό της. Δεν είχε δει το θείο Γουίλιαμ που κατέβαινε από τις σκάλες να υποδεχτεί την Κάντυ.



Ο Άλμπερτ συνόδεψε την Κάντυ μέχρι το δωμάτιό της.



- Θα φύγουμε το απόγευμα, της είπε. Θέλω να συζητήσουμε μερικά πραγματάκια πριν ξεκινήσουμε. Θα κάνω ένα μπάνιο και θα σε περιμένω στο γραφείο μου.



- Ω, Άλμπερτ, να ήξερες πόσο μου έλειψες!



- Κι εμένα μου έλειψες, Κάντυ, τώρα θα έχουμε πολλές μέρες μπροστά μας!



Ο Άλμπερτ της χαμογέλασε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.


 


Εν τω μεταξύ, η Ελίζα με το Νηλ πήγαν στο δωμάτιο με τα πορτραίτα. Κάθισαν στο τραπέζι του μεγάλου δωματίου να πιουν ένα ποτήρι τσάι. Η θεία είχε σηκωθεί πριν από λίγο μάλλον, το φλιτζάνι της ήταν ακόμα ζεστό.


 


- Μα πού πήγε η θεία? Εδώ ήταν πριν από λίγο, είπε ο Νηλ



- Ξέρω και ʽγω πού πήγε η τρελόγρια?



- Ελίζα!



- Νηλ, τη μισώ την Κάντυ, τη μισώ! Και την Άννυ επίσης! Θέλω να φύγουν μια για πάντα από την οικογένειά μας!



- Ελίζα, τώρα που η Κάντυ είναι προστατευόμενη του θείου Γουίλιαμ δε γίνεται τίποτα.



- Εγώ θα τα καταφέρω. Σκέψου κάτι Νηλ! Δε γίνεται, κάποια λύση θα υπάρχει! Τότε που είχαμε κρύψει τα κοσμήματά μας στο στάβλο, δική σου ιδέα ήτανε!



- Ελίζα, τι να κάνω? Δεν είναι απλά τα πράγματα τώρα. Δεν μπορώ να μπω στο δωμάτιό της έτσι εύκολα. Εσύ δεν σκέφτεσαι τίποτα? Εσύ κατάφερες και την έδιωξαν από το κολέγιο, δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι?


 


Η Ελίζα έτριξε τα δόντια της.



- Νηλ, τη μισώ! Για την Κάντυ είναι δύσκολα τα πράγματα, όμως η Άννυ δε θα μου γλιτώσει τόσο εύκολα… τώρα είναι μόνη της, κάτι θα σκεφτώ… δε θα την αφήσω να παντρευτεί με τον Άρτσι, όχι!


 


- Αρκετά!!!


 


Η Ελίζα από την ταραχή της, άφησε το φλιτζάνι της να πέσει κάτω… Ο Νηλ χλώμιασε…


 


Ακριβώς μπροστά τους, με το πρόσωπο κατακόκκινο από το θυμό, βρισκόταν η μεγάλη θεία Ελρόυ…



- Μμμμ μεγάλη θθεία… η Ελίζα τραύλιζε. Πρώτη φορά την είδε ο Νηλ έτοιμη να βάλει τα κλάματα…


 


Η θεία είχε σηκωθεί από το τραπέζι, καθόταν όμως στο γραφείο. Είχαν δει την πλάτη της καρέκλας, όμως δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι η μεγάλη θεία θα βρίσκεται εκεί… τι δουλειά είχε στο γραφείο του θείου Γουίλιαμ??



Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, χτύπησε κάποιος την πόρτα. Κανείς από τους τρεις τους δεν μπόρεσε να απαντήσει. Η Ελίζα και ο Νηλ είχαν χάσει τα λόγια τους από το σοκ και η μεγάλη θεία έβραζε από το θυμό της. Η πόρτα ξαναχτύπησε. Ακούστηκε η φωνή της Κάντυ.



- Άλμπερτ? Άλμπερτ είσαι εδώ? Να μπω?



- Πέρασε μέσα. Η φωνή της θείας *****ωσε.


 


Η Κάντυ ξαφνιάστηκε βλέποντας τα χλωμά πρόσωπά τους. Η θεία Ελρόυ γύρισε αυστηρά προς την Ελίζα και το Νηλ.



- Να φύγετε αμέσως από αυτό εδώ το σπίτι. Δεν ξέρω αν θέλω να σας ξαναδώ μπροστά μου για το υπόλοιπο της ζωής μου.


 


Η Κάντυ άρχισε να πιστεύει ότι σήμερα δεν ακούει καλά… η Ελίζα σηκώθηκε πρώτη και ο Νηλ την ακολούθησε. Έριξε μια ματιά γεμάτη μίσος στην Κάντυ. Αν μπορούσε να σκοτώσει με το βλέμμα, τώρα η Κάντυ θα ήταν νεκρή… πρώτα ο Άλμπερτ και μετά η μεγάλη θεία…


 


Ο Άλμπερτ είδε την Ελίζα να τρέχει κλαίγοντας και το Νηλ από πίσω της. Και μέχρι να μιλήσει με τη μεγάλη θεία, πίστευε ότι τα λόγια του ήταν η αιτία γιʼαυτό το κλάμα.


 


Όμως όταν του εξιστόρησε η θεία Ελρόυ το περιστατικό, τα μάτια του άστραψαν.



- Αυτό πάει πολύ! Αρκετή υπομονή έκανα όλα αυτά τα χρόνια. Να φύγουν αμέσως από εδώ, είπε και σηκώθηκε, όμως η μεγάλη θεία τον σταμάτησε.



- Γουίλιαμ, τους έδιωξα. Και τώρα μας επείγει κάτι άλλο. θα ασχοληθούμε μαζί τους κάποια άλλη στιγμή… Τώρα πρέπει να μιλήσουμε με την Κάντυ.



- Θεία, αυτό είπαμε ότι θα το αναλάβω εγώ τώρα που θα φύγουμε



- Όχι, εγώ πρέπει να το κάνω.


 


Η Κάντυ όλη αυτή την ώρα τα είχε χαμένα. Κοίταζε μια τον Άλμπερτ και μια τη μεγάλη θεία και δεν καταλάβαινε τίποτα. Αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της, ήταν σίγουρη ότι η μεγάλη θεία θα την μάλωνε πάλι επειδή τους διακόπτει, δε θα ήταν κι η πρώτη φορά άλλωστε που την μαλώνει, όμως δεν άντεχε άλλο. Τόσο καιρό ο Άλμπερτ της κρύβει κάτι. Και αυτό το κάτι το γνωρίζει και η θεία?


 


- Άλμπερτ, τι συμβαίνει? Από καιρό ξέρω ότι κάτι μου κρύβεις…



- Σου κρύβουμε, είπε η μεγάλη θεία.


 


Η Κάντυ γύρισε και την κοίταξε εντελώς χαμένη.



- Κάθισε, Κάντυ, έχουμε να πούμε πολλά…


 


Η Κάντυ έκατσε στην πολυθρόνα και ο Άλμπερτ πήγε κοντά της και την ακούμπησε τρυφερά στους ώμους. Η μεγάλη θεία κάθισε κοντά της και ξεκίνησε την ιστορία της….
 
Κεφάλαιο 15


Το μυστικό της θείας Ελρόυ


 


- Είναι δύσκολο να ξεκινήσω… πάνε πολλά χρόνια από τότε… από τη μέρα που πέθανε ο αδελφός μου, ο πατέρας του Άλμπερτ…Ας τα πάρω όμως τα πράγματα από πιο παλιά… Ο Γουίλιαμ είχε χάσει τη γυναίκα του όταν ο Άλμπερτ ήταν πολύ μικρός. Βρέθηκε ξαφνικά με δύο παιδιά μόνος του. Τη Ροζμαρί και τον Άλμπερτ. Ήμασταν κι εμείς κοντά του τότε όμως οι υποχρεώσεις ήταν πάρα πολλές και ο Γουίλιαμ σκέφτηκε να του στείλω μια κοπέλα για να φροντίζει τα δύο παιδιά, τον Άλμπερτ και τη Ροζμαρί. Έτσι λοιπόν, μια όμορφη και σχετικά νέα κοπέλα, η Κονσουελίτα, ανέλαβε τα δύο παιδιά. Ήταν η νταντά τους. Την αγαπούσαν και τα δύο πάρα πολύ. Ήταν πραγματικά πολύ καλός άνθρωπος.


 


Η θεία ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε το πορτραίτο της Ροζμαρί και μετά του Άντονυ… Ο Άλμπερτ κατάλαβε και αποφάσισε να συνεχίσει εκείνος.


 


- Κάντυ, μερικές φορές στη ζωή μας γίνονται πράγματα που …



- Γουίλιαμ, άσε με να συνεχίσω εγώ.



- Θεία, σίγουρα?



- Ναι. Κάντυ, έχω κάνει πάρα πολλά λάθη παιδί μου, ελπίζω να μπορέσεις να με συγχωρέσεις κάποτε…



- Μεγάλη θεία, δεν καταλαβαίνω…



- Θα προσπαθήσω να σου τα πω όλα… Η Κονσουελίτα λοιπόν, ήταν πολύ όμορφη και πολύ καλός άνθρωπος. Και ο αδελφός μου ήταν ακόμα νέος και μόνος του και όπως ήρθαν τα πράγματα τότε… την ερωτεύτηκε. Όμως εγώ ήμουν αντίθετη με αυτή τη σχέση. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να εγκρίνω έναν τέτοιο γάμο? Η κεφαλή της οικογένειας Άρτλευ να παντρευτεί με μια υπηρέτρια?? Πού ξανακούστηκε? Όμως… η Κονσουελίτα έμεινε έγκυος και ο γάμος θα γινόταν κι εγώ δεν μπορούσα πια να επέμβω. Και τότε, ήρθε ο θάνατος του αδελφού μου. Ο Γουίλιαμ πέθανε, πριν προλάβει να παντρευτεί με την Κονσουελίτα και… και πριν προλάβει να δει το τρίτο του παιδί…



Τα χέρια της Κάντυ είχαν αρχίσει να μουδιάζουν… Η μεγάλη θεία συνέχισε…



- Κι εγώ τότε… φέρθηκα πολύ… την έδιωξα από το σπίτι. Δεν μου έφτανε που έχασα τον αδελφό μου και είχα να μεγαλώσω τα παιδιά, τα οποία τα υπεραγαπώ και το ξέρει και ο Άλμπερτ και το ήξερε και η Ροζμαρί…ναι, το ήξερε…


 


Η θεία έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της… Την τελευταία φορά που την είχε δει έτσι η Κάντυ, τόσο χλωμή και αδύναμη, ήταν τότε που είχε πεθάνει ο Άντονυ… έτσι ακριβώς ήταν και τώρα… συντετριμμένη… ο Άλμπερτ και η Κάντυ δε μίλησαν. Την άφησαν να πάρει μια ανάσα και να συνεχίσει…


 


- Είχε πολύ κρύο εκείνη τη βραδιά και έβρεχε, και η Κονσουελίτα έφυγε κλαίγοντας από το σπίτι. Ο Άλμπερτ την ακολούθησε. Την αγαπούσε πάρα πολύ και δεν ήθελε να την αφήσει. Είχα τρελαθεί εκείνο το βράδυ να τους ψάχνω και τους δυο. Τελικά τους βρήκαμε στο παλιό σπίτι πέρα από το ποτάμι…


 


Η Κάντυ γύρισε και κοίταξε τον Άλμπερτ…



- Άλμπερτ, στο σπίτι στο δάσος, εκεί που γνωριστήκαμε…



- Ακριβώς! Μόνο που… γνωριστήκαμε αρκετά χρόνια πριν πέσεις στο ποτάμι…


 


Η Κάντυ γούρλωσε τα μεγάλα πράσινα μάτια της… Τα μάτια αυτά που μοιάζουν τόσο πολύ στη μητέρα του Άντονυ…


 


- Αποφάσισα να επιτρέψω στην Κονσουελίτα να μείνει στο σπίτι στο ποτάμι, μέχρι να φέρει το παιδί της στον κόσμο. Μετά όμως θα έπρεπε να φύγει και να το πάρει μαζί της. Δεν ήθελα να έχει καμία σχέση με την οικογένειά μας, ούτε αυτή, ούτε και το παιδί… Ο Άλμπερτ όμως…


 


Η Κάντυ έβλεπε ότι η μεγάλη θεία δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει, η αναπνοή της είχε αρχίσει να γίνεται βαριά…



- Μεγάλη θεία, καλύτερα να πάτε να ξεκουραστείτε, θα μιλήσουμε σε λιγάκι πάλι.



- Όχι, Κάντυ, πρέπει να τελειώσουμε…



- Σε παρακαλώ, θεία, πήγαινε να ξαπλώσεις λίγο, είπε ο Άλμπερτ, αρκετά συγχύστηκες σήμερα και με την Ελίζα και το Νηλ, πήγαινε να ξαπλώσεις λίγο και θα μιλήσω εγώ με την Κάντυ.



Η Κάντυ έτρεμε, παρόλα αυτά όμως έπρεπε να φροντίσει τη θεία Ελρόυ. Πόσο διαφορετική της φαινόταν τώρα…



- Ναι θεία, καλύτερα να



- Είπα όχι!



- Μην ξεχνάτε πως είμαι νοσοκόμα και πρέπει να σας φροντίσω.



- Κάντυ δεν καταλαβαίνεις?


 


Ο Άλμπερτ αποφάσισε να επέμβει.



- Θεία, θα συνεχίσω εγώ τώρα. Άλλωστε κάποια γεγονότα τα έζησα από κοντά…



- Εντάξει.



- Λίγους μήνες αργότερα, η Κονσουελίτα γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι. Ένα υγιέστατο κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια… με ανοιχτόχρωμο δέρμα και πολλές φακίδες στη μύτη του…



Η Κάντυ για μια στιγμή ένιωσε ότι σταμάτησε να αναπνέει…



- Όμως η Κονσουελίτα έπρεπε να δουλέψει και δεν μπορούσε να την φροντίσει όπως έπρεπε… έτσι λοιπόν αποφάσισε να την αφήσει σε ένα μέρος που ήξερε ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που να την αγαπάνε και να την φροντίζουν. Μέχρι εκείνη να μπορέσει να την ξαναπάρει πίσω. Την έβαλε λοιπόν σε ένα καλαθάκι και την πήγε στο σπίτι του μικρού αλόγου… στο σπίτι της Πόνυ… εγώ τότε ήμουν πολύ μικρός και δεν μπορούσα να την φροντίσω. Έβαλα στο καλαθάκι της ένα κουκλάκι που μου είχε δώσει η Ροζμαρί για την… αδελφούλα μας… την Κάντυ… και υποσχέθηκα ότι θα την φροντίσω όταν μεγαλώσω…


 


Η Κάντυ δεν άκουγε πια… τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα… Η θεία Ελρόυ εδώ και πολύ καιρό ένιωθε τύψεις, όμως σήμερα, ειδικά μετά από αυτά που άκουσε πριν από την Ελίζα και το Νηλ, ένιωθε ακόμη χειρότερα…



- Κάντυ, συγχώρεσέ με…



- Θεία… Άλμπερτ…


 


Η Κάντυ, έπεσε στην αγκαλιά του Άλμπερτ και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ξεσπάσει… ήθελε να γελάσει, να κλάψει, να φωνάξει, μα τίποτα από όλα αυτά δεν είχε τη δύναμη να κάνει…. άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει με ένα βουβό κλάμα και μετά από αρκετή ώρα ένιωσε λιγάκι να ηρεμεί… μέσα στην αγκαλιά του αδελφού της… του πραγματικού της αδελφού…
 
Κεφάλαιο 16

 


Ξένοιαστες μέρες με τον Άλμπερτ και την Πούπε


 


Καθώς ο Άλμπερτ οδηγούσε, η Κάντυ έκλεισε τα μάτια της και άφησε το κρύο αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο…



Πόσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες…



Η Άννυ με τον Άρτσι ετοιμάζονται να παντρευτούν, ο Στήαρ είναι ζωντανός, ο Άλμπερτ είναι αδελφός της, η Ελίζα και ο Νηλ επιτέλους έδειξαν, χωρίς να το θέλουν βέβαια, το πραγματικό τους πρόσωπο στη θεία και τον Άλμπερτ…



Σε λίγες μέρες θα αγκαλιάσω πάλι τον Στήαρ, σκέφτηκε και άφησε να της ξεφύγει ένας βαθύς αναστεναγμός…



Ο Άλμπερτ το πρόσεξε αυτό, όλα τα προσέχει… Μείωσε την ταχύτητα και άρχισε να ψάχνει..



- Τι συμβαίνει Άλμπερτ?



- Νομίζω ότι είναι ώρα να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα και να καθίσουμε κάπου ήσυχα, να πιούμε μια ζεστή σοκολάτα, τι λες Κάντυ?



- Μα δε νοιώθω κουρασμένη.



- Έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας, και επίσης αυτή τη φορά δε βιαζόμαστε καθόλου! Γιατί να μην απολαύσουμε το ταξίδι μας?



- Τώρα που το λες, μια ζεστή σοκολάτα, πολύ θα την ήθελα , είπε η Κάντυ και έκανε μια γλυκιά γκριμάτσα…


 


Άχ, Κάντυ, είσαι πάντα ένα μικρό, αθώο κοριτσάκι, δε θα αλλάξεις ποτέ!


 


Ο Άλμπερτ μαζί με τις σοκολάτες τους παρήγγειλε κι ένα υπέροχο κέικ, το οποίο μόλις είχε βγει από το φούρνο και μοσχοβολούσε.



Η Κάντυ πήρε το κομμάτι της και άρχισε να τρώει με όρεξη!



- Κάντυ, πρέπει να προσέξεις να μην παχύνεις! την πείραξε ο Άλμπερτ…



- Μα δεν μπορώ, είναι πολύ νόστιμο! Κι άλλωστε, για να το φάμε δεν το παρήγγειλες?



- Ναι, αλλά αυτό είναι το τρίτο κομμάτι που τρως? Ή το τέταρτο?



- Άαααλμπερτ, σταμάτα να με πειράζεις πια! Το δεύτερο είναι!


 


Δίπλα τους, σε ένα άλλο τραπεζάκι, καθόταν ένα ζευγάρι και καθώς άκουσαν τα πειράγματα του Άλμπερτ, άρχισαν να γελάνε! Η Κάντυ γύρισε και τους κοίταξε!


 


- Μη θυμώνετε δεσποινίς, της είπε ο νεαρός, ο άντρας σας φαίνεται να σας αγαπάει πάρα πολύ, και απλά σας κάνει αστειάκια! Χωρίς να το θέλουμε μας τραβήξατε την προσοχή! Συγγνώμη για την αδιακρισία μας!



- Ναι, είπε η κοπέλα που καθόταν δίπλα του, φαίνεστε ένα πολύ όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι! Είσαστε τόσο όμορφοι ο ένας δίπλα στον άλλο!


 


Η Κάντυ γύρισε το πρόσωπό της προς το παράθυρο… με κόπο κρατήθηκε να μην κλάψει. Πήρε την Πούπε στην αγκαλιά της και της χάιδεψε την κοιλίτσα της.


 


- Ευχαριστούμε πολύ, είπε ο Άλμπερτ και τράβηξε την Κάντυ στην αγκαλιά του. Κάντυ, γύρισε και της ψιθύρισε στο αυτί, πρέπει να μιλήσουμε.



- Άλμπερτ, να, εγώ, θα έπρεπε τώρα να είμαι πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη, όμως…



- Ξέρω… ο Τέρυ, έτσι δεν είναι?



- Ω, Άλμπερτ, προσπαθώ, όμως, νοιώθω συνεχώς ένα βάρος στην καρδιά μου, κάτι έχει σπάσει μέσα μου… δεν θα είμαι ποτέ πια η ίδια… έχει περάσει τόσος καιρός, κι εγώ…



- Κάντυ, σου υποσχέθηκα ότι θα είσαι ευτυχισμένη και θα είσαι!



- Μα ο Τέρρυ έχει φύγει από τη ζωή μου πια!



- Ο Τέρρυ σε αγαπάει



- Σταμάτα Άλμπερτ, όχι κι εσύ! Δεν καταλαβαίνεις ότι μου κάνει κακό όλο αυτό? Ο Τέρρυ έκανε την επιλογή του κι εγώ επίσης. Και πρέπει να τραβήξουμε το δρόμο μας.



- Κάντυ, πολλές φορές κάνουμε λάθος επιλογές, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις συνεχίζουμε.



- Άλμπερτ, ο Τέρρυ κι εγώ δεν είχαμε επιλογές!!! Έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε!


 


Ο Άλμπερτ πήγε να πει κάτι, κι όμως σώπασε. Δεν ωφελεί, σκέφτηκε, το μόνο που θα καταφέρω είναι μία ανούσια συζήτηση. Το αποτέλεσμα θα είναι να κάνω την Κάντυ να στεναχωρεθεί, και μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να τσακωθούμε, κάτι που δεν θέλω. Όχι, μια συζήτηση με μένα δεν ωφελεί σε τίποτα.



Άλλωστε, είναι θέμα χρόνου πια. Σε δύο μέρες θα είναι μόνη της με τον Τέρρυ.


 


Αργά το βράδυ έφτασαν επιτέλους στο ξενοδοχείο τους. Η Κάντυ πήγε αμέσως να κάνει ένα μπάνιο, ενώ ο Άλμπερτ είχε μια δουλειά.



- Κάντυ, έχω να συνεννοηθώ με τον Τζωρτζ για κάποιες εκκρεμότητες που άφησα, κάνε ένα μπανάκι να χαλαρώσεις και θα έρθω σε λίγο!



- Εντάξει Άλμπερτ!


 


Η Κάντυ έλυσε τα μαλλιά της και άφησε το ζεστό νερό να τρέχει πάνω της. Μακάρι όπως έτρεχε το νερό να έπαιρνε μαζί του όλες τις στεναχώριες της!!! Αφού χαλάρωσε για τα καλά με το ζεστό της μπάνιο, φόρεσε τις πιτζάμες της και πήγε στο καθιστικό του δωματίου τους. Ο Άλμπερτ είχε φροντίσει να κλείσει ένα υπέροχο δωμάτιο σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο. Η Κάντυ κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ, παίρνοντας την Πούπε αγκαλιά και περίμενε τον Άλμπερτ να επιστρέψει. Το δωμάτιο είχε στην ανατολική πλευρά του μια τεράστια τζαμαρία, από την οποία η Κάντυ μπορούσε να δει τον ουρανό, που ήταν πεντακάθαρος… κοιτάζοντας τα αστέρια, εξαντλημένη από το μακρινό ταξίδι τους, αποκοιμήθηκε.


 


Στο μεταξύ ο Άλμπερτ ήρθε σε επαφή με τον Τζωρτζ. Η παράσταση του Άμλετ εξακολουθούσε να έχει τεράστια επιτυχία, και ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Τζωρτζ μπόρεσε να τους εξασφαλίσει δύο εισιτήρια, και μάλιστα στις καλύτερες θέσεις.


 


Το επόμενο πρωί η Κάντυ ξύπνησε από μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά. Άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται. Θυμόταν ότι χτες το βράδυ περίμενε τον Άλμπερτ στο σαλόνι.



Μάλλον αποκοιμήθηκα και ο Άλμπερτ με έφερε στο κρεβάτι μου.


 


Η Κάντυ φόρεσε την ρόμπα της και πήγε στο καθιστικό. Εκεί την περίμενε ο Άλμπερτ, και ένα πλούσιο πρωινό!



- Άλμπερτ, καλημέρα!!! Μα, τι είναι όλα αυτά?



- Καλημέρα μικρή μου! Ήθελα να σου ετοιμάσω ένα πλούσιο πρωινό! Θυμάσαι τις μέρες που μείναμε μαζί?



- Μα και βέβαια, Άλμπερτ!



- Βέβαια, εδώ δεν μπόρεσα να τα ετοιμάσω ο ίδιος, όμως νομίζω ότι διάλεξα τα αγαπημένα σου, σωστά?


 


Η Κάντυ έριξε μια ματιά στην μηλόπιτα που μοσχοβολούσε και χαμογέλασε!


 


- Κάντυ, μόλις πιούμε το καφεδάκι μας, ετοιμάσου, έχουμε δουλειές!



- Δουλειές?



- Ναι! Θέλω να πάμε να κάνουμε μερικά ψώνια!



- Ψώνια? Μα ακόμα δεν ξεκινήσαμε το ταξίδι μας



- Κάντυ, αύριο το βράδυ σου έχω ετοιμάσει μία έκπληξη. Θα βγούμε οι δυο μας, και θέλω να είσαι πολύ όμορφη και πολύ κομψή! Θα πάμε λοιπόν να σου αγοράσω ένα υπέροχο φόρεμα!



- Άλμπερτ τι λες? Εσύ μου μιλάς για φορέματα? Νοιώθω σαν να ακούω τον Άρτσι!



- Χαχαχα!!!


 


Έτσι λοιπόν η Κάντυ με τον Άλμπερτ και την Πούπε ξεκίνησαν για να κάνουν τα ψώνια τους. Ήταν η πρώτη φορά που η Κάντυ θα πήγαινε να διαλέξει ένα φόρεμα για τον εαυτό της. Δεν της άρεσε να ντύνεται επίσημα, συνήθως προτιμούσε να φοράει τα απλά καθημερινά της ρούχα. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που φόρεσε κάτι καλό. Ναι, ήταν τη μέρα που ακυρώθηκε ο αρραβώνας της με τον Νηλ. Τη μέρα που ο Άλμπερτ ανακοίνωσε σε όλους ότι αυτός είναι ο θείος Γουίλιαμ.



Όλα της τα καλά και επίσημα φορέματα της τα είχε διαλέξει ο θείος. Εκτός από το Σικάγο, τότε που η Κάντυ για πρώτη φορά είδε τον Τέρρυ να παίζει στο θέατρο, σε ένα μικρό ρόλο, στην παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», που τότε η Άννυ της είχε διαλέξει το φόρεμά της… Ο Τέρρυ…



Ο Άλμπερτ πρόσεξε το προσωπάκι της που ήταν μελαγχολικό.


 


- Μα, τι σου συμβαίνει, Κάντυ?



- Να, είναι η πρώτη φορά που θα διαλέξω ένα φόρεμα…


 


Ο Άλμπερτ της χαμογέλασε. Ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μαλλιά του και τους έδινε μια χρυσαφί απόχρωση. Τα μάτια του έλαμπαν. Κάθε φορά που η Κάντυ κοίταζε αυτά τα μάτια, ένοιωθε μια γαλήνη, μια ηρεμία…



Καλέ μου Άλμπερτ, τι θα έκανα χωρίς εσένα…



ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Ο Άλμπερτ το σκούπισε με το χέρι του και της είπε:



- Μικρούλα, είσαι πιο όμορφη όταν γελάς, παρά όταν κλαις…


 


Η Κάντυ χαμογέλασε και τον ακολούθησε στο μεγάλο κατάστημα με τα ρούχα. Η πωλήτρια ήταν πολύ ευγενική, και άρχισε να προτείνει στην Κάντυ διάφορα φορέματα, το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Η Κάντυ τα έχασε. Δεν ήξερε πιο να πρωτοθαυμάσει…


 


Ξαφνικά το μάτι της έπεσε σε ένα υπέροχο γαλαζοπράσινο φόρεμα, πολύ κομψό.



Το άγγιξε και της φάνηκε τόσο απαλό το ύφασμά του…



- Νομίζω ότι είναι πολύ καλή επιλογή…θα ταιριάζει υπέροχα με τα μάτια σου!!!



Μπρος, Κάντυ, δοκίμασέ το!!!


 


Η Κάντυ πραγματικά ήταν άλλος άνθρωπος με αυτό το φόρεμα! Ταίριαζε απίστευτα με τα μάτια της και την έκανε πολύ κομψή!


 


- Χμμ… κάτι θα κάνουμε και με το χτένισμά σου…



- Γιατί, τι έχουν τα κοτσιδάκια μου?



- Κάντυ…


 


Ξέσπασαν σε γέλια!! Ακόμα και ο Πούπε σαν να κατάλαβε τι έλεγαν και γελούσε κι αυτός!



- Πάμε, Κάντυ, ώρα για περίπατο!!!


 


Καθώς έβγαιναν από το μαγαζί και έστριψαν στη γωνία δεξιά, ο Άλμπερτ τράβηξε την Κάντυ βιαστικά από την άλλη κατεύθυνση.


 


- Τι συμβαίνει, Άλμπερτ? Με τρόμαξες!



- Εεε, τίποτα, να, ξέχασα κάτι! Από εδώ, Κάντυ!


 


Στα αλήθεια ο Άλμπερτ, δεν είχε ξεχάσει απολύτως τίποτα. Απλώς, στην απέναντι γωνία, είδε τον Τέρρυ να περπατάει προς το μέρος τους. Και δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή να τον συναντήσουν. Αυτό θα γίνει αύριο το βράδυ. Δεν πρέπει να βιαζόμαστε, θέλω όλα να πάνε καλά, σκεφτόταν ο Άλμπερτ και τράβηξε την Κάντυ να περπατήσουν ακόμη πιο γρήγορα.


 


Μετά από περίπου δέκα λεπτά, σταμάτησαν μπροστά από τη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου.



- Κοίταξε, Κάντυ! Αυτό το μεταγιόν θα ταιριάζει καταπληκτικά με το φόρεμά σου, της είπε ο Άλμπερτ.



- Ωωωω, μα αυτό είναι υπέροχο!



- Επιστρέφω σε λίγο, είπε ο Άλμπερτ και μπήκε μέσα στο μαγαζί.


 


Το κόσμημα ήταν μια υπέροχη καρδιά, σε ένα βαθύ γαλαζοπράσινο χρώμα. Η Κάντυ δεν χόρταινε να το κοιτάζει. Ήταν σαν ένα τεράστιο διαμάντι, που στο φως του ήλιου αντανακλούσε όλα τα χρώματα της ίριδας!
 
Κεφάλαιο 17 Άμλετ

 


Μέσα σε ένα υπέροχο νυχτερινό φόρεμα στις αποχρώσεις του πράσινου, που τόνιζε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το χρώμα των ματιών της, η Κάντυ αστραποβολούσε!



Όταν ο Άλμπερτ την είδε μπροστά του για μια στιγμή τα έχασε! Νόμιζε ότι έβλεπε την Ροζμαρι ξανά! Τα μαλλιά της Κάντυ ήταν πιασμένα σε έναν όμορφο κότσο και στο λαιμό της άστραφτε το δώρο που της έκανε το μεσημέρι, μια υπέροχη καρδιά.



Αλλά κι ο Άλμπερτ ήταν κούκλος μέσα στο σμόκιν του… η Κάντυ έμεινε να κοιτάζει άφωνη τον πρίγκιπά της, ένα πραγματικό πριγκιπόπουλο, έναν πραγματικό τζέντλεμαν, τον καλύτερο αδελφό του κόσμου!



Την έπιασε αγκαζέ χαμογελώντας και την βοήθησε να ανέβουν στην άμαξα που τους περίμενε.



- Άλμπερτ, πού θα πάμε? Θα μου πεις?



- Κάνε λίγο υπομονή μικρούλα μου, σε λίγο θα δεις…


 


Καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, η ματιά της Κάντυ καρφώθηκε σε μια μεγάλη αφίσα… η καρδιά της κόντεψε να σπάσει! Ο Τέρρυ! Ο Τέρρυ ενσαρκώνει τον Άμλετ, και σήμερα είναι η παράσταση…



- Άλμπερτ, που… που πάμε?



- Ναι, θα δούμε θέατρο Κάντυ!



- Μα, Άλμπερτ, εγώ…



- Να, φτάσαμε κι όλας!


 


Ο Άλμπερτ την βοήθησε να κατέβει και μπήκαν μέσα στο φουαγιέ. Όλη η καλή κοινωνία ήταν εκεί. Κομψές κυρίες και κύριοι, όμορφα ντυμένοι, περίμεναν να ξεκινήσει η παράσταση, κουβεντιάζοντας με ενθουσιασμό! Όλο καλά λόγια ακούγονταν για τον Τέρρυ! Ο Τέρρυ τα κατάφερε, κατάφερε να αποκαταστήσει το όνομά του και να σταθεί στα πόδια του.



Η Κάντυ έτρεμε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει καθόλου. Ήταν τόσο μπερδεμένα τα συναισθήματά της…. από τη μια ήθελε να το βάλει στα πόδια, και από την άλλη η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή! Ήθελε όσο τίποτα άλλο να δει τον καλό της τον Τέρρυ… να τον αγκαλιάσει ξανά, να μείνει για πάντα κοντά του… και είχε στο πλευρό της τον Άλμπερτ, κρατούσε ένα εισιτήριο για το καλύτερο θεωρείο του θεάτρου κι αυτή την φορά τίποτα στον κόσμο δεν θα της χαλούσε τη χαρά της. Θα έβλεπε την παράσταση, και καμιά Ελίζα, κανένας Νηλ δεν θα κατάφερναν να της το χαλάσουν.



Και η παράσταση ξεκίνησε. Η Κάντυ όλη αυτή την ώρα ένοιωθε σαν υπνωτισμένη. Σαν να ζούσε ένα παραμύθι. Ο Τέρρυ ήταν εκπληκτικός. Της φάνηκε πιο όμορφος από ποτέ! Κάποια στιγμή η καρδιά της πήγε να σταματήσει. Καθώς ο Τέρρυ έπαιζε, διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους. Ο Τέρρυ για μια στιγμή σταμάτησε και απλά κοίταζε την Κάντυ. Μια στιγμή ήταν αρκετή… το κοινό δεν κατάλαβε τίποτα, ο Τέρρυ συνέχιζε να παίζει… καλύτερα από ποτέ… εκείνο το βράδυ έδωσε την καλύτερη παράσταση της ζωής του. Σε κάποια στιγμή η φωνή του έσπασε, ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει από τα μάτια του, το κοινό τον αποθέωσε… και η Κάντυ… η Κάντυ γύρισε και κοίταξε τον Άλμπερτ… γιατί της το έκανε αυτό? Γιατί? Αφού ήξερε το αδιέξοδο στο οποίο είχαν έρθει ο Τέρρυ και η Κάντυ, αφού ήξερε ότι ακόμα υπάρχουν έντονα συναισθήματα μεταξύ τους, γιατί ο Άλμπερτ να τους βάλει και τους δυο σε αυτή τη δοκιμασία?



Ο Άλμπερτ την κοίταξε χαμογελαστός και διέκοψε τις σκέψεις της.



- Έλα, Κάντυ, πάμε!



- Πού πάμε Άλμπερτ?



- Μα στο καμαρίνι, φυσικά! Πάμε να δούμε τον Τέρρυ!



- Μα, Άλμπερτ, εγώ… δεν μπορώ…



- Έλα, Κάντυ, μην κάνεις σαν μωρό…


 


Ο Άλμπερτ την έπιασε από το χέρι και πήγαν μαζί στα καμαρίνια των ηθοποιών.



Η πόρτα στο καμαρίνι του Τέρρυ ήταν ανοιχτή.



Καθώς πλησίαζαν, άκουσαν μια χαρούμενη φωνή… μια κοπέλα κουβέντιαζε με ενθουσιασμό, κάτι έλεγε για μια έκθεση ζωγραφικής, η φωνή της ήταν πολύ οικεία στα αυτιά της Κάντυ… και τότε την αναγνώρισε!


 


Η Σουζάννα πιο όμορφη από ποτέ, στηριγμένη στις πατερίτσες της, φορούσε ένα υπέροχο μπλε βραδινό φόρεμα και κουβέντιαζε με τον Τέρρυ. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της Κάντυ και του Άλμπερτ σταμάτησαν απότομα να μιλάνε και κάρφωσαν τα μάτια τους και οι δύο πάνω στην Κάντυ. Ο Τέρρυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Κάντυ ήταν μπροστά του, μπορούσε να την δει, να την αγγίξει, να την κρατήσει στην αγκαλιά του για πάντα… και η Κάντυ ήταν πιο όμορφη από ποτέ…



Και τότε, καθώς ο Τέρρυ την κοίταζε και τα μάτια του γυάλιζαν από τη χαρά και τη συγκίνηση, η Κάντυ δεν άντεξε άλλο.



Με όση δύναμη μπορούσε να έχει, γύρισε την πλάτη της και το έβαλε στα πόδια. Δεν μπόρεσαν να τη σταματήσουν, ούτε οι φωνές του Τέρρυ, ούτε του Άλμπερτ, ούτε της Σουζάννας… βγήκε στο δρόμο και έτρεχε κλαίγοντας, με όση δύναμη και κουράγιο είχαν τα πόδια της έτρεχε, έτρεχε, ούτε κι εκείνη δεν ήξερε πού πήγαινε!



Μια σκέψη μονάχα είχε στο μυαλό της.



Ήθελε να επιστρέψει στο ορφανοτροφείο, στην κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία, στην Άννυ και στον Άρτσι, ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο αυτή τη στιγμή να ξαναδεί τον Στήαρ! Τον Στήαρ και την Πάττυ!


 


Πρέπει να φτάσω στο ορφανοτροφείο το συντομότερο, σκεφτόταν καθώς περιπλανιόταν μόνη της μέσα στους δρόμους…



 
Κεφάλαιο 18 Μια περίεργη συντροφιά

 

 


Ο Άλμπερτ ήταν έξω φρενών... πρώτα απ'όλους με τον εαυτό του που άφησε την Κάντυ να φύγει. Και μετά πάλι αυτό το κορίτσι είναι σίφουνας σκέτος. Κι αν βάλει κάτι στο κεφάλι της, δεν της το αλλάζεις ο κόσμος να χαλάσει. Όμως τώρα πια τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Τις σκέψεις του Άλμπερτ διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Τζωρτζ. Ενώ ο Τέρρυ πήγε να ανοίξει η Σουζάννα σέρβιρε άλλο ένα φλιτζάνι καφέ.



- Την βρήκες?



- Φυσικά, είπε ο Τζωρτζ και χαμογέλασε. Με τα χίλια ζόρια την έπεισα. Θα την γυρίσω εγώ στο ορφανοτροφείο. Εκεί θέλει να πάει. Μου έδωσε ένα σημείωμα για σένα Άλμπερτ.



Ο Άλμπερτ πήρε το σημείωμα και άρχισε να διαβάζει.



Συγχώρεσέ με που έφυγα έτσι, όμως πραγματικά δεν άντεχα άλλο. Ο Τέρρυ είναι ευτυχισμένος κοντά στη Σουζάννα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταράξω την ηρεμία τους. Εκτιμώ αυτό που έκανες αλλά δεν θα αλλάξει κάτι,δυστυχώς. Θέλω να πάω στο λόφο μου. Σ'αγαπώ, Κάντυ.


Η Σουζάννα ήταν πολύ σκεφτηκή.



-Δεν μπορώ να καταλάβω, είπε. Δεν πήρε η Κάντυ το γράμμα μου?



-Ποιο γράμμα?Ρώτησε ο Άλμπερτ.



Η Σουζάννα και ο Τέρρυ είχαν κουβεντιάσει με τον Άλμπερτ για λίγο και ο Άλμπερτ γνώριζε τις αποφάσεις τους. Όμως κανείς εκτός από τη Σουζάννα δεν γνώριζε ότι η Σουζάννα είχε στείλει ένα γράμμα στην Κάντυ, με το οποίο της ζητούσε αρχικά συγγνώμη, της έγραφε πόσο καλύτερα νιώθει από τότε που πήρε τη ζωή της στα χέρια της και την προσκαλούσε στην πρώτη της έκθεση ζωγραφικής. Τέλος της ευχόταν κάθε ευτυχία στο πλευρό του Τέρρυ.



-Δεν έλαβε κανένα γράμμα από όσο γνωρίζω, είπε ο Άλμπερτ. Πολύ πιθανόν να έφτασε αφότου είχαμε φύγει.



-Καλύτερα, είπε ο Τέρρυ. Πώς θα ένιωθε η Κάντυ αν διάβαζε αυτά τα νέα ενώ εγώ ακόμη δεν την έχω βρει? Ευτυχώς σήμερα τελειώσαμε με τις παραστάσεις κι έχω λίγο καιρό μπροστά μου. Θα πάω να την βρω αμέσως! Πρώτα όμως, Άλμπερτ, θέλω να σου ζητήσω επισήμως...



-Αχ, Τέρρυ, δεν θέλω να ζητήσεις τίποτα από μένα, τον διέκοψε ο Άλμπερτ, ξέρεις πολύ καλά ότι η απάντησή μου είναι και ευχή!!!



-Όμως Άλμπερτ...



-Περιμένετε!είπε η Σουζάννα. Αυτή τη φορά πρέπει να μιλήσω εγώ πρώτη στην Κάντυ. Τώρα πια έχω καταλάβει πόσο καλή και ανιδιοτελής είναι. Πρέπει να της μιλήσω πρώτη!



-Καλώς, είπε ο Άλμπερτ! Πότε φεύγουμε?



-Το συντομότερο δυνατόν! Και τώρα αν γίνεται! Θα φτάσουμε εκεί πριν την Κάντυ! Ετοιμαστήτε!!!


 


Κι έτσι σε λίγη ώρα, μέσα στη νύχτα, ξεκίνησαν οι τρεις τους για το ορφανοτροφείο.



Τρεις άνθρωποι που ποτέ δεν φαντάζονταν πριν ότι θα βρίσκοταν τόσο κοντά κάποια στιγμή... Ήταν τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες,όμως τελικά με πάρα πολλά κοινά,με κυριότερο την αγάπη τους για την Κάντυ, ο καθένας με τον δικό του τρόπο...
 
Ισιώνοντας το κορμί της πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα. Ο Άλμπερτ είχε μείνει με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία στο γραφείο της κυρίας Πόνυ και κουβεντιάζανε για τα τελευταία γεγονότα. Ο Τέρρυ ήθελε να μείνει για λίγο μόνος του και περπάτησε μετά από τόσο καιρό προς τον λόφο της Πόνυ...


Η Σουζάννα για άλλη μια φορά χτύπησε την πόρτα. Καμμία απάντηση. Σε λίγο όμως άκουσε τα απαλά βήματα να πλησιάζουν. Η πόρτα άνοιξε και οι δυο κοπέλες αντίκρυσαν η μια την άλλη!!!



Η Σουζάννα είδε μία Κάντυ που δεν ήξερε. Τα μάτια της, τα πάντα ωραία καταπράσινα μάτια της, ήταν ταλαιπωρημένα από το κλάμμα και την αυπνία, κατακόκκινα και πρισμένα. Η Κάντυ την κοίταζε με μια έκφραση γεμάτη έκπληξη και απορία!



Η Σουζάννα... πόσο διαφορετική... η απεγνωσμένη κοπέλα που είχε αφήσει στη Νέα Υόρκη δεν υπήρχε πια! Τη θέση της είχε πάρει μια δυναμική Σουζάννα, όμορφη όπως πάντα και ήρεμη.



- Σουζάννα, εσύ εδώ? Ο Τέρρυ?



- Κάντυ, μπορώ να περάσω?



- Φυσικά, είπε η Κάντυ. Το κρεβάτι της δεν ήταν στρωμένο, αφού ήταν ώρες ξαπλωμένη και έκλαιγε, όμως ήταν αγένεια να έχει τη Σουζάννα στην πόρτα να στέκεται στηριγμένη στο δεκανίκι της. Της έδωσε μια καρέκλα να καθίσει, έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της και κάθισε κοντά της.



- Κάντυ, θέλω να σου μιλήσω. Μάλλον το γράμμα μου δεν θα το έλαβες!



- Ποιο γράμμα? δεν έλαβα κανένα γράμμα!!!!



-Το ξέρω!.. άκουσέ με σε παρακαλώ! Αυτή τη φορά είναι η σειρά μου!


 


Και τότε η Σουζάννα άνοιξε την καρδιά της στην Κάντυ και της μίλησε όπως δεν έχει μιλήσει ποτέ σε κανέναν! Της τα είπε όλα. Για τη συνάντηση με τον Άλμπερτ, για το πώς την έκαναν να νιώσει τα λόγια του, τις σκέψεις της όταν επέστρεψε στο σπίτι και την απόφασή της να αφήσει τον Τέρρυ και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η Κάντυ την άκουγε και δεν πίστευε στ'αυτιά της και στα μάτια της! Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά!... Η Σουζάννα συνέχισε να της λέει μερικά πράγματα για τη δική της ζωή, για το πώς πέρασαν οι πρώτες μέρες μέχρι να φτιάξει το σπίτι της όπως το ήθελε, για τις νέες φίλες που απέκτησε, για την ζωγραφική και για το πόσο όμορφα περνούσαν οι ώρες της όταν ασχολούταν με το σχέδιο... όμως η Κάντυ δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει από ένα σημείο και μετά... κοίταζε από το παράθυρο το χρώμα του ουρανού και προσπαθούσε να καταλάβει αν είναι ξυπνή ή αν ονειρεύεται...



Η Σουζάννα τότε σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανασα και είπε



- Ελπίζω να με συγχωρέσεις, Κάντυ. Και ο Τέρρυ υπέφερε πάρα πολύ, τον έβλεπα κάθε μέρα να βασανίζεται, το έβλεπα και όμως δεν ήθελα να το δω... πίστευα ότι με τον καιρό θα κατάφερνα να κερδίσω μια θέση στην καρδιά του..Όμως η καρδιά του είναι δωσμένη σε σένα. Πάντα το ήξερα και πάντα έλπιζα. Βλέπω όμως πως κι εσύ πέρασες δύσκολες ώρες και τώρα γι'αυτό είμαι εδώ. Όταν είχες έρθει στη Νέα Υόρκη είχα εγκαταλείψει. Ήθελα να πεθάνω. Εσύ με πρόλαβες την τελευταία στιγμή. και τώρα ξέρω ότι υπάρχουν κι άλλες ευτυχισμένες στιγμές που θα ζήσω, δεν τέλειωσαν όλα! Είναι όμως η σειρά μου να σου πω....



Η Κάντυ έκλαιγε... όμως η Σουζάννα ήξερε ότι αυτά τα δάκρυα δεν ήταν από δυστυχία! Και επιτέλους πρέπει να σταματήσουν αυτά τα δάκρυα! Η Σουζάννα, καλή ηθοποιός, καθάρισε τη φωνή της και είπε αυστηρά στην Καντυ



- Κάντυ, φόρεσε κάτι πιο καλό από αυτή την παλιά ρόμπα και πήγαινε μια βόλτα μέχρι τον λόφο... Σε περιμένει εκεί


 


Μπροστά στην έκπληκτη Σουζάννα, η Κάντυ λες και ξαναγύρισε στην παιδική της ηλικία, έγινε για λίγο η αυθόρμητη Κάντυ που δεν σκέφτεται τίποτα και πριν προλάβει η Σουζάννα να αντιδράσει η Κάντυ είχε ήδη πηδήξει από το παράθυρο και έτρεχε προς τον λόφο, με τον αέρα να της ανακατεύει τα μαλλιά...


 


Έτρεχε χωρίς να θέλει να σταματήσει, μέχρι που τον είδε. Μια βαθειά συγκίνηση ήρθε να δώσει τη θέση της σε ένα ειρωνικό γελάκι...



- Δεσποινίς φακιδομουτράκι, δεν θα μεγαλώσεις ποτέ? Είσαι πια ολόκληρη κυρία και τρέχεις ξυπόλητη στους λόφους???


 


Η Κάντυ συνέχισε να τον πλησιάζει και ο Τέρρυ έκανε αυτό που ήθελε να κάνει μόλις την είδε να κατεβαίνει από το τρένο, τη μέρα που είχε πάει να τον συναντήσει στο Μπροντγουέι.



Την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να την στριφογυρίζει... σαν τις ξένοιαστες μέρες στη Σκωτία, η Κάντυ και ο Τέρρυ στο λόφο της Πόνυ, μαζί άρχισαν να νιώθουν πως η ευτυχία δεν τους έχει ξεχάσει...



" Αν ζήσετε αρκετά, θα ξανασυναντηθείτε" θυμήθηκε η Κάντυ τα λόγια που της είχε πει ένας άγνωστος κάποτε. Και τότε μπόρεσε επιτέλους να του πει για πρώτη φορά "Σ'αγαπώ!"
 
Πίσω
Μπλουζα