Ανθολόγια Δημοτικού

  • Έναρξη μίζας Έναρξη μίζας Hera
  • Ημερομηνία έναρξης Ημερομηνία έναρξης

Hera

closed
Joined
17 Νοέ 2006
Μηνύματα
670
Αντιδράσεις
39
Το καιρό εκείνο,(1975 εννοώ) πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα! θυμάστε??

εμείς, ένα Σάββατο γι αναγνωστικό κάναμε το

[edit] Dead imageshack picture [edit]

και το επόμενο Σάββατο αυτό

[edit] Dead imageshack picture [edit]
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
malvina είπε:
κυκλοφορούν μόνο σε εκθέσεις βιβλίων!! έχω μόνο της 1ης και της 2ας δημοτικού. Απο κει και κάτω δεν τα χουν επαναεκδόσει!! α!

το καιρό εκείνο, πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα! θυμάστε??

εμείς, το ένα Σάββατο γι αναγνωστικό κάναμε είτε το

[edit] Dead imageshack picture [edit]

είτε αυτό

[edit] Dead imageshack picture [edit]

Με πρόλαβες :D . Ήθελα να γράψω και για αυτά... :cheers:

Το Ανθολόγιο α' μέρος το κάναμε νομίζω Δευτέρα και Τρίτη Δημοτικού και το

β' μέρος (πράσινο νομίζω ήταν) στην Τετάρτη και στην Πέμπτη.

Από "Τα Ψηλά Βουνά" (ή το Μάγγα της Π. Δέλτα) διαβάζαμε μιά ή δύο φορές το μήνα...
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Φυσικα και θυμαμαι τα Ανθολογια!! Τα εχω κ'αυτα! Θα ποσταρω εικονες. Νομιζω οτι αυτα κυκλοφορουν ακομα.

Αχ, Μαλβινα, τι μου θυμησες τωρα :clap: Δημοτικο, τα καλυτερα χρονια της ζωης μου :cry:
 
τί να κάνω βρε κορίτσια μου... :D μου ξύπνησαν υπέροχες μνήμες...!!! :)
 
Οντως υπεροχες μνημες....θα ποσταρω πολλες φωτογραφιες απο τα αναγνωστικα μου...θα τα κατεβασω στην Αθηνα στην επομενη συναντηση...αχ, ομορφες εποχες...θυμαμαι οτι ολη μερα παιζαμε λαστιχο και μηλα :)
 
Πόσα παιδικά είχαμε χάσει όταν είμασταν απογευματινοί :what:... Γι' αυτό έχουμε κενά μνήμης :D

Το ανθολόγιο θυμάμαι πως είχε σπαράγματα από τα πιο γνωστά λαϊκά παραμύθια και ποιηματάκια όχι τόσο γνωστά.

Για εικόνες είχε μοτίβα ελληνικής λαϊκής τέχνης: πουλιά, λουλούδια, βάζα με λουλούδια, ελληνικά καλλιτεχνικά γράμματα...

Ακόμα και σήμερα τα διαβάζω με μεγάλη νοσταλγία και ενίοτε σε εκθέσεις παλαιών βιβλίων ψάχνω να βρω τις εκδόσεις από τις οποίες έχει γίνει η ανθολόγηση...
 
Με βλεπω να κατεβαινω απο Θεσ/νικη με τριαξονικο για να χωρεσουν ολα οσα θελω να παρω μαζι μου!
 
Dom, κράτα τα για τη μεθεπόμενη συνάντηση :D :D :D ...
 
nessie είπε:
Από το ανθολόγιο της Α' και Β' Δημοτικού θυμάμαι το "ντίλι το καντήλι" :coolglasses: και ένα πολύ συγκινητικό ποίημα του Σολωμού, την "Ξανθούλα" :
"Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά που μπήκε στη βαρκούλα να πάει στην ξενιτειά..." :rolleyes:

:)
Επιτέλους!!! Ας είναι καλά το τιμημένο το Ανθολόγιο που βρήκα κι εγώ κάτι σε αυτό το thread που να το πρόλαβα ώστε να μη νιώθω νιάνιαρο (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στα περισσότερα fora που είμαι μέλος), αφού όλα τα υπόλοιπα που αναφέρατε (ποδιές, σχολεία το Σάββατο, αλφαβητάρια κ.λπ.), μου φαντάζουν ιστορίες της εποχής της Επανάστασης του 1821... :precry:

Βέβαια, κρίνοντας από τις ηλικίες σας και δεδομένου πως πρωτοπήγα σχολείο το '86, μάλλον τα γλίτωσα για πολύ λίγο... Αλήθεια, θυμάστε μήπως πότε καταργήθηκαν όλα αυτά (Σάββατα, ποδιές)???

//Πάντως πολύ θα ήθελα να δω κι εγώ εικόνες από τα αναγνωστικά της δικής μου γενιάς (η περιβόητη "Γλώσσα μου")... Θα αρχίσω το ψάξιμο τώρα που με τσιγκλίσατε... :darkglasses:
 
nessie είπε:
Από το ανθολόγιο της Α' και Β' Δημοτικού θυμάμαι το "ντίλι το καντήλι" :coolglasses: και ένα πολύ συγκινητικό ποίημα του Σολωμού, την "Ξανθούλα" :

"Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά που μπήκε στη βαρκούλα να πάει στην ξενιτειά..." :rolleyes:

:)
Καλά το ντίλι ήταν τρελό σουξέ! Και την "Ξανθούλα" την θυμάμαι κι εγώ! Μάλιστα ο τότε έρωτάς μου ήταν ο μόνος που ήξερε και να την τραγουδάει και τον σήκωνε η δασκάλα να το τραγουδήσει για να το μάθουμε και εμείς! Ακόμα το θυμάμαι!

Olorin είπε:
Βέβαια, κρίνοντας από τις ηλικίες σας και δεδομένου πως πρωτοπήγα σχολείο το '86, μάλλον τα γλίτωσα για πολύ λίγο... Αλήθεια, θυμάστε μήπως πότε καταργήθηκαν όλα αυτά (Σάββατα, ποδιές)???

//Πάντως πολύ θα ήθελα να δω κι εγώ εικόνες από τα αναγνωστικά της δικής μου γενιάς (η περιβόητη "Γλώσσα μου")... Θα αρχίσω το ψάξιμο τώρα που με τσιγκλίσατε... :darkglasses:
Το Σάββατο δε θυμάμαι πότε καταργήθηκε αλλά η ποδιά καταργήθηκε στην τάξη του 83-84 νομίζω..Κάποιο καιρό την είχαν κρατήσει για παιδιά Α΄καιΒ΄τάξης νομίζω!Εγώ έχω όλα τα βιβλία μου από τότε! Θα επισυνάψω τα ανθολόγια! Θυμάμαι πάντως σε κάποιο από τα "Η Γλώσσα μου", νομίζω της Β'τάξης, είχε απόσπασμα από το προπολεμικό αναγνωστικό γιατί το είχε δει ο παππούλης μου και είχε συγκινηθεί! Έλεγε το ποίημα "Πέμπτη έπεσε το Πεύκο"

Αλήθεια τον Γκέκα (του Γκέκα, τον Γκέκα κλπ) τον θυμάται κανείς;

IMG_7100.jpg


IMG_7100.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Queen εχεις ολα τα Ανθολογια... :clap:
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
domniki είπε:
Queen εχεις ολα τα Ανθολογια... :clap: Θα φτιαξω ξεχωριστo thread για τα Ανθολογια :)
Έ τότε να μεταφέρεις και αυτή τη φώτο εκεί! Ίσως σκαννάρω και καμιά σελίδα όταν κατέβω! Δέχομαι requests απ'ότι θυμάστε!
 
Μάνα και ψυχομάνα, της Γεωργίας Ταρσούλη

Επειδη βρηκα online εδω το αγαπημενο μου διηγημα απο το Ανθολόγιο του δημοτικου, σκεφτηκα να το μοιραστω μαζι σας. Ελπιζω να σας αρεσει :)

=======

Μάνα και ψυχομάνα, της Γεωργίας Ταρσούλη

 


Aπʼ όλα τα πουλιά της κυρα-Λένης, το πιο νόστιμο ήταν το Mαυρούλι. Όχι γιατί οι άλλες κότες ήταν άσχημες, και μάλιστα η μάνα του η Σκουφάτη, που ήταν άσπρη και παχουλή μʼ ένα μικρό λοφίο στο κεφάλι, αλλά το Mαυρούλι είχε τόσο έξυπνα ματάκια, τόσο γυαλιστερά μαύρα φτερά, που αμέσως το ξεχώριζες απʼ όλα τʼ άλλα. Tα πόδια του μάλιστα τα σκέπαζαν μικρά μαύρα πούπουλα, κι αυτό το πράγμα έκανε την κυρα-Λένη να καμαρώνει όσο παίρνει.



– Eσύ θα γίνεις σκαλτσουνάτη, έλεγε, και το ʼπαιρνε στα χέρια και του ʼξυνε το κεφαλάκι.



Tο πουλάκι το ʼξερε πως ήταν όμορφο και καμάρωνε. Γιʼ αυτό δεν του άρεσε να είναι όλη ώρα με τη μάνα του και με τʼ αδέρφια του. Προτιμούσε να γυρίζει μονάχο του την αυλή και να βρίσκεται πότε κοντά στις γίδες και στο γαϊδουράκι, πότε νʼ ανεβαίνει στις πετρίτσες που ήτανε ακουμπισμένες στον τοίχο και να προσπαθεί να δει τι γινόταν έξω απʼ την αυλή, στο περιβόλι. Kι η πιο μεγάλη του επιθυμία ήτανε να πάει να κουβεντιάσει με τον Kίτσο, το μεγάλο γάτο που βρισκόταν πάντα ξαπλωμένος στο παράθυρο του μαγειριού, και πότε πότε έγλειφε τα πόδια του, πότε κοιμόταν και πότε στεκόταν καμαρωτός καμαρωτός και κοίταζε από ψηλά όλα τα ζώα της αυλής, σαν να ήταν βασιλιάς τους. Aχ, πόσο ήθελε να τον πλησιάσει το πουλάκι! Kι αυτή η μάνα του, που δεν το άφηνε ποτέ να πάει κοντά! Kαι γιατί; Tι θα του έκανε ο γάτος; Φαινόταν τόσο ήμερος και καλός! Tο πουλάκι δεν τον είχε δει ποτέ του να κάνει κακό σε κανένα. Aλλά πάλι δεν τολμούσε να παρακούσει τη μητέρα του, που το αγαπούσε τόσο πολύ κι ήθελε πάντα το καλό του. Kι αν τύχαινε να βρίσκεται κοντά στο παραθύρι και νʼ ακούσει τη φωνή της μάνας του, έτρεχε γρήγορα γρήγορα, σαν να ʼχε κάνει τίποτε κακό.



Mια μέρα όμως, που η μάνα του βρισκόταν στην άλλη άκρη της αυλής και μοιραζόταν μια πεταμένη πεπονόφλουδα με τα μικρά της, δεν μπόρεσε το πουλάκι να βαστήξει. Πήδησε, κοιτάζοντας με προσοχή μήπως το έβλεπε κανείς, απάνω στη σανίδα που βρισκόταν κάτω απʼ το παραθύρι και που βάσταγε μια γλάστρα με μαραμένο βασιλικό, κι έτσι βρέθηκε κοντά στο γάτο. O Kίτσος μισάνοιξε τα μάτια του και το κοίταξε κάπως παράξενα.



– Mπα, καλώς το Mαυρούλι, είπε, κι η φωνή του έσταζε μέλι, πώς ήρθες εδώ; Δε σʼ έχω ξαναδεί ώς τώρα.



– Δεν έχω ξανάρθει, γιατί δε μʼ αφήνει η μάνα μου, είπε το Mαυρούλι κι έσκυψε το κεφάλι.



– Δε σʼ αφήνει νά ʼρθεις; Kαι με ποιο δικαίωμα; έκανε ο γάτος κι άνοιξε τα κίτρινά του μάτια μʼ απορία. Πώς μπορεί να μη σε αφήνει να κάνεις ό,τι θέλεις;



– Mα είμαι μικρό ακόμα και δεν μπορώ να μην ακούσω τη μητέρα μου, δικαιολογήθηκε το πουλάκι.



– Πρώτα πρώτα που δεν είσαι καθόλου μικρό, είπε ο γάτος. Eίσαι κιόλας μια χαρά πουλάκι. Kι έπειτα και μικρό ακόμη αν ήσουν, δεν μπορεί τίποτε να σου απογορεύσει η Σκουφάτη, μια και δεν είναι η αληθινή σου μητέρα.



– Δεν είναι μητέρα μου; Tι λες, Kίτσο; έκανε το πουλάκι κι άνοιξε τα μάτια του τόσα μεγάλα.



– Aυτό που σου λέω, είπε ο γάτος ήσυχα ήσυχα. H Σκουφάτη δεν είναι μητέρα σου. Eσένα κι όλα τα αδέρφια σου σας επήραν, όταν ήσαστε ακόμη αυγά, από την κυρα-Στάθαινα εδώ κοντά, κι έβαλαν τη Σκουφάτη να σας κλωσήσει. Δεν είχε αυγά τότε η κυρα-Λένη κι αναγκάστηκε να δανειστεί. Kι έτσι η Σκουφάτη είναι μόνο ψυχομάνα και τίποτε άλλο. Tο ίδιο θα ʼκανε αν την έβαζαν να κλωσήσει παπάκια ή χηνάκια ή ό,τι άλλο θέλεις.



Tο Mαυρούλι τα είχε εντελώς χαμένα ακούγοντας τα λόγια του Kίτσου. Tο πράγμα τού φαινόταν τόσο απίστευτο, τόσο φοβερό, που δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του.



– Mα μπορεί να είναι και μάνα μου, έκανε στο τέλος, σαν κατάφερε να πει δυο λόγια. Πού το ξέρεις εσύ τόσο καλά, ότι δεν είναι;



– Tο ξέρω, το ξέρω, έκανε ο γάτος. Άλλωστε, αν ήσουν παιδί της, θα της έμοιαζες λιγάκι. Για κοίταξέ την όμως. Aυτή είναι άσπρη κι εσύ είσαι μαύρο, αυτή έχει μια σκούφια στο κεφάλι κι εσύ έχεις τα πόδια φτερωτά.



Tο πουλάκι γύρισε και κοίταξε. Nαι, ο Kίτσος είχε δίκιο. H μάνα του ήταν εντελώς αλλιώτικη. Πήγε να πει στο γάτο πως όλα τα παιδιά δεν μοιάζουν της μητέρας τους, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από μέσα το τρόχισμα ενός μαχαιριού επάνω στο νεροχύτη, κι ο γάτος δίχως να προσέξει πια το πουλάκι, πήδησε στη στιγμή απʼ το παράθυρο.



– Nα ξανάρθεις, να ξανάρθεις, πρόφτασε να του πει πηδώντας.



Tο καημένο το Mαυρούλι είχε μείνει αποσβολωμένο. Aλήθεια λοιπόν, δεν είχε πια μητέρα; Θα μπορούσε να πηγαίνει όπου του αρέσει να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να μπορεί κανείς να το μαλώσει; Aλλά πάλι το βράδυ ποιος θα το σκέπαζε με τις φτερούγες του, για να κοιμηθεί γλυκά, και ποιος θα του ʼβρισκε και θα του διάλεγε το καλύτερο σκουληκάκι και το πιο χοντρό σκύβαλο; Kαι πώς θα μπορούσε να βρει το φαΐ του μοναχό του, που ήταν μικρό κι όλα τʼ άλλα πουλιά θα το τσιμπούσαν; Ήθελε να ρωτήσει κάποιον πιο μεγάλο, που να μπορούσε να του απαντήσει. Tη Σκουφάτη την ίδια δεν μπορούσε να τη ρωτήσει, δεν του έκανε καρδιά. Nα ρωτούσε πάλι καμιάν άλλη κότα; Aλλά πού θα ήξεραν εκείνες; Mονάχα ο κόκορας, αυτός θα ήξερε καλά, αλλά αυτόν τον φοβόταν το Mαυρούλι. Όλες οι κότες τον είχανε για αφέντη στην αυλή, και η Σκουφάτη έλεγε πάντα στα παιδιά της πως έπρεπε να τον σέβουνται και να τον φοβούνται. Kι αλήθεια, ήταν τόσο φοβερός με τα μακριά του νύχια, με τη σουβλερή του μύτη και το μεγάλο του λειρί! Aλίμονο αν τολμούσε ένα πουλάκι να πλησιάσει εκεί κοντά που έτρωγε. Mπορούσε να το κάνει χίλια δυο κομμάτια. Tώρα όμως δεν έτρωγε, αλλά περπατούσε περήφανος και καμαρωτός, κι ίσως φαινόταν καλός κι άκουγε αυτό που θα τον ρωτούσε το Mαυρούλι. Kι έπειτα ήθελε τόσο πολύ να μάθει αν η Σκουφάτη ήταν η μητέρα του! Πλησίασε σιγά σιγά και στάθηκε μπροστά του και σήκωσε τα ματάκια του. O κόκορας φούσκωσε το λαιμό του και το κοίταξε αυστηρά.



– Tι θέλεις Mαυρούλι, είπε.



– Θα ʼθελα κάτι να ρωτήσω, αλλά θα σε παρακαλούσα να μη με αποπάρεις, είπε το πουλάκι δειλά. Mου είπαν ό,τι η Σκουφάτη δεν είναι μητέρα μου. Eίνʼ αλήθεια αυτό το πράγμα;



O κόκορας φούσκωσε το λαιμό του περισσότερο, το λειρί του έγινε κατακόκκινο, και η ουρά του σηκώθηκε ψηλά.



– Tι ανοησίες είνʼ αυτές που λες; έκανε με δυνατή φωνή. Ποιος σου είπε αυτές τις κουταμάρες; Φύγε γρήγορα, και μην ξανακούσω τέτοιο λόγο από το στόμα σου, γιατί θα την έχεις άσχημα μαζί μου!



Tο πουλάκι έφυγε κατατρομαγμένο, πηδώντας άτακτα εδώ κι εκεί, και χώθηκε μες στο κοτέτσι που βρέθηκε ανοιχτό μπροστά του.



Kρρρ! έκανε μια φωνή, και μια κότα που βρισκόταν στη γωνιά τίναξε τρομαγμένη τα φτερά της. Ήτανε γριά, πολύ γριά, κι όλες σχεδόν τις κότες της αυλής αυτή τις είχε αναστήσει. Kαι τώρα πια, που είχε γεράσει και δεν μπορούσε ούτε να δει καλά ούτε να περπατήσει στην αυλή, ζούσε όλη μέρα μέσα στο κοτέτσι. H κυρα-Λένη δεν την έσφαξε, γιατί την είχε δουλέψει τόσα χρόνια και την άφηνε να ζήσει τις τελευταίες της ημέρες.



– Tι έπαθες; είπε όταν είδε το πουλί, που τρομαγμένο κρύφτηκε κοντά της.



– O κόκορας με κυνήγησε! έκανε το Mαυρούλι με κομμένη ανάσα.



– Kαι γιατί; απόρησε η κότα. Tι του έκανες;



Tο πουλάκι έσκυψε το κεφάλι του.



– Tον ρώτησα αν η Σκουφάτη εινʼ η μητέρα μου, έκανε σιγά, γιατί ο Kίτσος μού είπε πως δεν είναι. Aχ, πες μου εσύ, που είσαι γριά και ξέρεις, έκανε με πάθος, κοιτάζοντας την κότα παρακλητικά. Eίναι στʼ αλήθεια μάνα μου η Σκουφάτη, ή δε γεννήθηκα εδώ και μʼ έφεραν από την κυρα-Στάθαινα, όταν ήμουνα ακόμη αυγουλάκι; Γιατί έτσι μου ʼπε ο γάτος.



H γριά κότα κοίταξε το πουλάκι με τα μισοσβησμένα μάτια της που είχαν δει τόσα και τόσα.



– Mπορεί ο γάτος να έχει δίκιο, είπε, γιατί εγώ ζω μες στο κοτέτσι και δεν ξέρω τι γίνεται απʼ έξω. Aλλά ακόμη κι αν σε πήραν απʼ την κυρα-Στάθαινα, τι έχει αυτό να κάνει; Mήπως γιʼ αυτό σʼ αγαπάει λιγότερο η Σκουφάτη; Mήπως δε σε πήρε, όταν ακόμη ήσουν μια άσπρη στρογγυλή μπαλίτσα, και σε σκέπασε με τις φτερούγες της, και δεν κουνήθηκε τρεις βδομάδες από κοντά σου, και δε σηκώθηκε καλά καλά ούτε να πιει νερό; Kι έδωσε στη μικρή άσπρη μπαλίτσα ζωή, με την αγάπη και τη ζεστασιά της, και την έκανε μια μέρα να σπάσει και να βγει ένα ζωντανό πλάσμα από μέσα; Kι όταν άνοιξες τα μάτια σου στο φως, ποιον πρωταντίκρισες μπροστά σου; Tη Σκουφάτη. Kαι ποιος σου έδωσε να φας το πρώτο σκυβαλάκι, και ποιος σου έσιαξε τα φτερά σου, και ποιος σε χάιδεψε μʼ αγάπη; Πάλι η Σκουφάτη. Kαι κάθε βράδυ ποιος σε σκεπάζει για να κοιμηθείς και σε ποιανού τις φτερούγες τρέχεις να χωθείς, όταν πιάνει η μπόρα ή όταν κανείς σε κυνηγήσει; Kαι τις προάλλες, όταν πέρασε από πάνω το γεράκι, ποια έτρεχε φωνάζοντας απελπισμένα, για να σε μαζέψει και να σε σκεπάσει, μη σε φάει τʼ αγριοπούλι; H Σκουφάτη δεν ήταν; Eκτός αν ήταν καμιά άλλη, που δεν την ξέρω εγώ. Kι αν αυτήν που σου έχει κάνει τόσα δε θέλεις να την ονομάσεις μάνα, τότε ποια θα ονομάσεις;



Όσο μιλούσε η γερόκοτα, τόσο έσκυβε το κεφάλι το πουλάκι. Kι άμα έπαψε η κότα να μιλάει, το σήκωσε και την κοίταξε και δεν της είπε τίποτε, γιατί στο λαιμό του αισθανόταν έναν κόμπο που το εμπόδιζε να μιλήσει. Στα μάτια του όμως ήταν ζωγραφισμένο ό,τι ένιωθε μέσα στην καρδιά.



Aπʼ έξω ακούστηκε μια κότα να φωνάζει:



– Kακακά, Mαυρούλι μου, παιδάκι μου, πού είσαι;



Tο πουλάκι τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από κανένα βαθύν ύπνο. Έτρεξε μʼ όλη τη γρηγοράδα των ποδιών του στη μητέρα του, και χώθηκε στη αγκαλιά της.



– Aχ, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρήκα, μανούλα μου, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρήκα!



H κότα χάιδεψε μʼ αγάπη το πουλάκι. Aλήθεια, κι αυτή χαιρόταν που το ξαναβρήκε το Mαυρούλι, αν κι ήξερε πως δε βρισκόταν τόσο μακριά. Kαι ποτέ της δεν έμαθε πως κόντεψε να χάσει το παιδάκι της στʼ αλήθεια!


 


------------------



(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
 
@ domniki: Πολύ όμορφη ιστορία! Μέσα σε λίγες γραμμές, καταφέρνει και περνάει τόσα πολλά μηνύματα...

Olorin είπε:
Επιτέλους!!! Ας είναι καλά το τιμημένο το Ανθολόγιο που βρήκα κι εγώ κάτι σε αυτό το thread που να το πρόλαβα ώστε να μη νιώθω νιάνιαρο (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στα περισσότερα fora που είμαι μέλος), αφού όλα τα υπόλοιπα που αναφέρατε (ποδιές, σχολεία το Σάββατο, αλφαβητάρια κ.λπ.), μου φαντάζουν ιστορίες της εποχής της Επανάστασης του 1821... :precry:
Olorin, μην ανησυχείς! Σ' αυτό το forum γινόμαστε όλοι συνομήλικοι! ;)

Αν ψάξεις, θα βρεις και άλλα θέματα που θα σου ξυπνήσουν γλυκές αναμνήσεις... :)

QueenofHearts είπε:
Αλήθεια τον Γκέκα (του Γκέκα, τον Γκέκα κλπ) τον θυμάται κανείς;
Ναι!!! Άλλα το κάναμε στη "Γλώσσα μου", πρέπει να ήταν στην Α' Δημοτικού:

Ο Γκέκας. Ο αδερφός του Γκέκα. Ο γιος του αδερφού του Γκέκα. Το παιδί του αδερφού του γιου του Γκέκα... Το γαιδούρι του παιδιού του αδερφού του γιου του Γκέκα (Κάπως έτσι δεν πήγαινε; :rolleyes: )

Από το κίτρινο ανθολόγιο της τρίτης και τετάρτης δημοτικού, είμαι σίγουρη ότι και εσείς θα θυμάστε "τη τσάντα και το τσαντάκι" του Ψαθά:

"Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βγάζει το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα..." :headbang:
 
Τί μνημες μου ξυπνάτε. :cry:

Πολύ γνωστα κι αγαπημένα όλα αυτά. Πάντως με το που διαβασα τη λέξη ανθολόγιο, ένα όνομα μου ηρθε στο μυαλό. Το ΑΡΝίΤΣΙ- ΜΠίΤΣΙ...το θυμάται κανείς?

Με τη γρια που δεν ειχε παιδιά και είχε ένα αρνι και καθε μερα του 'λεγε ενα ποιημα για να ανοιξει την πόρτα..το εξής...

Αρνίτσι - Μπίτσι έλα ανοιξε,

χλωρή βοσκίτσα σου φερα,

να φας, να πιεις, να κοιμηθεις,

και το πρωί να σηκωθεις,

να παρεις το καλαθάκι σου

και να πας στο σχολειό σου.

................................................

Ή το άλλο που εβαλε ο Ήλιος κι ο Βοριάς στοίχημα για το ποιος θα κανει το βοσκο να πετάξει την κάπα απο πάνω του. Φυσηξε ο Βοριάς με όση δυναμη αλλά ο βοσκος ''διπλά τυλιχθηκε στην χοντρη του κάπα''. Μετα ηταν η σειρα του Ήλιου να δοκιμάσει , έλαμψε ολόκληρος και πεταξε απο πάνω του την κάπα ο βοσκος γιατι ζεστάθηκε.

................................................

Καλά πως μου 'ρχονται ενα ένα.

Αυτό με το καντήλι της ζωής το θυμάστε? Που πηγε κάποιος να δει ποσο λάδι ειχε ακομα το καντήλι του και το είδε μισογεμάτο που σημαινε οτι ειχε και αλλα τόσα χρόνια. Αλλά διπλα του ενα καντήλι ηταν σχεδον αδειο και η φλογίτσα τρεμοπαιζε και μολις εφτασε στο χωριο ακουσε την καμπάνα να χτυπά πενθιμα και καταλαβε οτι το καντήλι ηταν του συγχωριανου του...

Θέλω να γυρίσω στα παλιά...για μία ωρα. Την ωρα του ανθολόγιου. :cry: :cry: :cry:
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Τις θυμάμαι και γω αυτές τις τρεις ιστοριούλες, αλλά αμυδρά!

Πω! Πω! Ανατρίχιασα με το διήγημα που αναφέρεις στο τέλος... :(
 
να είστε καλά, πάλι με συγκινήσατε.. το λάτρευα το ανθολόγιο στο σχολείο ήταν το αγαπημένο μου μάθημα.. ααχχ τη εποχές ..ποιος θα μπορούσε να σκαναρει κανένα και να το ανεβάσει για όλους μας ρε παιδιά?
 
Γιατί τα σκυλιά κυνηγάνε τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς

@nasos, φυσικα και τις θυμαμαι τις ιστοριες που αναφερεις.


@amigos
, εδω θα βρεις πολλα απο τα διηγηματα του Ανθολογιου μας.

Ειμαι σιγουρη οτι και το παρακατω περιλαμβανοταν στο Ανθολογιο μας, αλλα η πηγη δεν το γραφει:

=================

Γιατί τα σκυλιά κυνηγάνε τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς, της Φανής Παπαλουκά

Οι σκύλοι με τις γάτες κι οι γάτες πάλι με τους ποντικούς ήτανε πρώτα φίλοι, όπως είναι όλα τα ζώα μεταξύ τους. Μα κάποτε τσακώθηκαν, κι από τότε κρατάει το μίσος τους από γενιά σε γενιά, κι όλοι μας σήμερα ξέρουμε πόσο εχθρεύονται οι σκύλοι τις γάτες κι οι γάτες τα ποντίκια.

Και νά πώς έγιναν τα πράγματα.

Μια φορά κι έναν καιρό, πάνε χρόνια από τότε, τα σκυλιά μπλέχτηκαν δίχως να το θέλουν σε μια δίκη. Τα καημένα όμως, σαν σκυλιά που ήταν, δεν ήξεραν από δίκες και τα είχανε χαμένα. Έτρεχαν από εδώ, έτρεχαν από κει… Με τα πολλά, κάποιος τους ορμήνεψε να πάνε σʼ ένα δικηγόρο, μα κι ο δικηγόρος σʼ άλλες σκοτούρες τους έβαλε. Να βρούνε μάρτυρες, να βρούνε λεφτά, να υπογράψουν χαρτιά. Θεέ μου, πόσα χαρτιά!

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, μια μέρα ο δικηγόρος τούς παρέδωσε με μεγάλη επισημότητα ένα σωρό χαρτιά και τους είπε να τα φυλάξουν με προσοχή, γιατί από αυτά τα χαρτιά εξαρτιόταν η τύχη της δίκης. Τα σκυλιά ντράπηκαν, δεν είπαν λέξη στο δικηγόρο και πήραν τα πολύτιμα χαρτιά κι έφυγαν… Μα άντε πάλι, άλλη σκοτούρα κι αυτή. Πού να κρύψουν τα χαρτιά, ποιος να τα φυλάει; Ανάστατο ολόκληρο το σκυλολόι.

Ο πιο γέρικος σκύλος, αυτός που όλοι σέβονταν κι όλοι λογάριαζαν πως θα βρει μια σοφή λύση, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και μουρμούρισε κακόθυμα:

– Είμαστε μεις για τέτοια; Όλη μέρα γυρίζουμε στους δρόμους να βρούμε κανένα κόκαλο, κι αυτός ο χριστιάνος μάς διατάζει: «το νου σας στα χαρτιά», σαν να μην ξέρει από σκυλιά!

Κείνη την ώρα, νά και μια γάτα. Άσπρη άσπρη και καθαρή, μʼ έναν κόκκινο μεταξωτό φιόγκο στο λαιμό της και μια γαλάζια χάντρα να μην την πιάνει μάτι, καλοταϊσμένη, καλοζωισμένη, κατέβαινε από της κυράς της το σπίτι, να κάνει βόλτα στη λιακάδα. Τη βλέπουν τα καημένα τα σκυλιά σαν σωτηρία μέσα στην απελπισία τους κι ευθύς τη φωνάζουν και της λένε:

– Ε, κυρα-γάτα, δεν παίρνεις εσύ να μας φυλάξεις τούτα τα πολύτιμα χαρτιά, που ʼσαι νοικοκυρά κι έχεις και σπίτι δικό σου;

Η γάτα γύρισε και κοίταξε τους σκύλους ένα γύρο, τους είδε αναστατωμένους, αναμαλλιασμένους, ταραγμένους, κατάλαβε πως αυτά τα χαρτιά θα ήταν πολύτιμα και σκέφτηκε να μην αναλάβει μόνη της τόση μεγάλη ευθύνη.

– Μμ, τι να σας πω; τους αποκρίθηκε, ας φωνάξουμε εδώ όλο το σόι μου, κι αν συμφωνήσει, εγώ δέχομαι μετά χαράς να σας κάνω αυτή τη χάρη.

Αμέσως τα σκυλιά χύθηκαν στους δρόμους να μαζέψουν τις γάτες, κι ύστερα από λίγο μια μια ψιψίνα άρχισε να ξεπροβάλει από τα στενά.

Όταν μαζεύτηκε ολόκληρο το γατόσογο, τους είπαν οι σκύλοι τι χάρη ζητούσαν. Οι γάτες σκέφτηκαν κάμποσο κι αποφάσισαν να δεχτούν να βοηθήσουν τα σκυλιά, μια κι αυτό που ήθελαν δεν ήταν τίποτα σπουδαίο γιʼ αυτές, κι από την άλλη μεριά θα κέρδιζαν έτσι την παντοτινή ευγνωμοσύνη του σκυλόσογου, που μια μέρα μπορούσε να τους σταθεί χρήσιμο.

Οι σκύλοι παρέδωσαν μʼ ανακούφιση τα πολύτιμα χαρτιά στις γάτες και σκόρπισαν ευθύς στους δρόμους να χώσουν τη μουσούδα τους σε κανένα σκουπιδοντενεκέ. Οι γάτες πάλι παρέλαβαν με την επισημότητα που ταίριαζε τα χαρτιά και πήδηξαν από ένα παράθυρο σʼ ένα γειτονικό σπίτι. Στο πρώτο δωμάτιο βρήκαν το τραπέζι των ανθρώπων στρωμένο και το φαγητό στα πιάτα.

– Να μην τʼ αφήσουμε εδώ τα χαρτιά, νιαούρισε μια γάτα, μπορεί να τα πάρουν οι άνθρωποι και να τα σκίσουν, πάμε πιο μέσα.

Όλες οι γάτες βρήκαν τα λόγια της σοφά και ευθύς τρύπωσαν στο δεύτερο δωμάτιο.

Ένα μικρό αγόρι καθόταν χάμω στο πάτωμα και έπαιζε μʼ ένα σωρό παιχνίδια.

– Πα, πα, πα, ψιθύρισε μια άλλη γάτα, από τούτο το μικρό τίποτε δε θα γλιτώσει, πάμε, πάμε.

Αφού γύρισαν έτσι πολύ ευσυνείδητα –το σωστό πρέπει να το πούμε– όλο το σπίτι, στο τέλος συμφώνησαν πως το πιο κατάλληλο μέρος για να κρύψουν τα πολύτιμα χαρτιά ήταν το κελάρι.

– Ακούστε και μένα που είμαι του σπιτιού, είπε η γάτα με την κόκκινη κορδελίτσα, εδώ να τα κρύψουμε, η νοικοκυρά μπαίνει αραιά και πού να πάρει κάτι, κι ύστερα εδώ μέσα είναι τόσο σκοτεινά, που και να μπει, δε θα τα δει.

Πήδηξε τότε η πιο σβέλτη γάτα πάνω σʼ ένα τενεκέ με λάδι κι από εκεί τοποθέτησε ωραία ωραία τα χαρτιά στο πιο ψηλό ράφι. Ύστερα έκλεισαν με προσοχή την πόρτα του κελαριού και βγήκαν έξω. Όμως οι καημενούλες οι γάτες δεν είχαν λογαριάσει καλά:

Σʼ εκείνο το κελάρι πραγματικά η νοικοκυρά του σπιτιού έμπαινε αραιά και πού, αλλά… αλλά έμενε μια ολόκληρη οικογένεια ποντικών. Μόλις έκλεισε η πόρτα και ξανάγινε στο κελάρι σκοτάδι, το πιο μικρό ποντικάκι βγήκε από την τρύπα του και πήγε να δει τι ήταν τάχα το καινούργιο δέμα. Αμέσως άρχισαν τα δοντάκια του να δουλεύουν σαν πριόνι και κρουτς κρουτς σκιζόταν λίγο λίγο το χαρτί.

Τʼ αδέρφια του, που άκουσαν το θόρυβο, έτρεξαν περίεργα, και σα να μην έφταναν τα ποντικάκια, νά σου σε λίγο η ποντικομάνα και ο ποντικοπατέρας. Έτσι ολόκληρη η φαμίλια ρίχτηκε με κέφι στα πολύτιμα χαρτιά. Κρουτς κρουτς.

Πέρασε καιρός, και μια μέρα ο μεγάλος δικηγόρος ζήτησε από τα σκυλιά να του φέρουν τα χαρτιά. Τα σκυλιά έτρεξαν στις γάτες, κι οι γάτες ανύποπτες στο κελάρι. Μα τι ήταν αυτό που αντίκρισαν τα μάτια τους; Τα πολύτιμα χαρτιά είχαν γίνει κόσκινο. Αμέσως κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Απελπισμένες χύθηκαν στο δρόμο τραβώντας τα μουστάκια τους. Τις βλέπουν στη στιγμή οι σκύλοι, τις ρωτούν τι έγιναν τα χαρτιά, και μόλις μαθαίνουν την αλήθεια, ρίχνονται απάνω τους και αρχίζουν να τις κυνηγούν. Οι γάτες πάλι, σαν λυσσασμένες από το κακό τους, τρέχουν, ξετρυπώνουν τα ποντίκια και τα παίρνουν το κατόπι. Τότε έγινε μεγάλο κακό. Γέμισαν οι δρόμοι ποντίκια, γάτες, σκυλιά. Μπρος τα ποντίκια τρέχανε δώθε κείθε ζαλισμένα, πίσω τους οι γάτες με σηκωμένες τις τρίχες της γούνας τους και από πίσω τα σκυλιά. Νιαουρίσματα, γαβγίσματα, μεγάλος σαματάς. Και τρέχανε, τρέχανε, κυνηγιόνταν, ώσπου απόκαμε το ποντικολόι, το γατολόι, το σκυλολόι.

Τότε κοίταξε ο καθείς να κρυφτεί, όπως μπορεί, για να σωθεί· τα ποντίκια απʼ τις γάτες κι οι γάτες από τα σκυλιά.

Έτσι, από κείνη την ημέρα γεννήθηκε η έχθρα, κι όπου πια συναντήσει σκύλος γάτα την παίρνει στο κυνηγητό, το ίδιο κι η γάτα με τον ποντικό…

===============

(από το βιβλίο: Φανή Παπαλουκά, Iστορίες σαν παραμύθια, Eκδοτικός οίκος «Aστήρ» Aλ. και E. Παπαδημητρίου, 1974)
 
ΧΑ!ΧΑ! και βέβαια το θυμάμαι αυτό!!!!!!! :D

Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση γιατί εξηγούσε την προαιώνια έχθρα!

Φοβερό!
 
αυτο με την κοτουλα και το κοτοπουλακι μου εριξε φοβερο φλασμπακ στο κεφαλι.θυμαμαι που το διαβαζα μικρος και με επιανε η συγκινηση :wait2:

εγω γεννηθηκα το 1980 και πηγα δημοτικο το 86 η το 87 και θυμαμαι ολα τα ανθολογια αλλα λογω ανακαινισης σπιτιου η μανα μου τα πεταξε..ξερει κανεις που μπορεις να τα βρεις ?σκεφτομαι να τα αγορασω μαζι με το βιβλιο της ιστοριας που το βλεπω και αυτο λογω φιλελευθερισμου να αναφερει για το γαμο του ντεμη και της δεσπως και να σβηνονται απο μεσα τα γεγονοτα του 21 και αλλα...

μπαι δε γουει , το ΟΕΔΒ εμεις το λεγαμε Οταν Εχω Διαβασμα Βαριεμαι :cheers:
 
Πίσω
Μπλουζα