retrofan
RetroMasteR
- Joined
- 14 Δεκ 2009
- Μηνύματα
- 1.204
- Αντιδράσεις
- 343
Το 1908 γεννιέται ο Δημήτρης Ροδόπουλος, πέμπτο και τελευταίο παιδί ενός πατέρα δικηγόρου και βουλευτή επί Τρικούπη και μιας μητέρας, κόρης Θεσσαλών εμπόρων. "Γεννήθηκα στην Αθήνα, σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι τους διάφορους «αρμοδίους», όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα...Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη". Όντως, μόνο η μετριοφροσύνη δεν χαρακτηρίζει αυτόν τον ταλαντούχο συγγραφέα, τον άκρατα ερωτικό, εγωιστή σε σημείο σκληρότητας, με το χειμαρρώδες γράψιμο και την ιδιαίτερα οξυμμένη αίσθηση της ειρωνίας και του αυτοσαρκασμού.
Ο αυστηρός πατέρας του δεν εγκρίνει τις συγγραφικές ανησυχίες του στερνοπουλιού του. Θεωρεί ότι η ενασχόληση με την λογοτεχνία κάνει τον άνθρωπο "αιρετικό και στις άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις" (καρφί για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γιο στρατηγού φίλου του). Μην μπορώντας να εμποδίσει την ενασχόληση, απαγορεύει την χρήση του οικογενειακού ονόματος. Ο Δημήτρης Ροδόπουλος λοιπόν γίνεται Μ. Καραγάτσης. Καραγάτσι ονομάζουν οι Θεσσαλοί χωρικοί την φτελιά και τα παιδικά του καλοκαίρια τα πέρασε διαβάζοντας κάτω από ένα τέτοιο δέντρο, στο προαύλιο της εκκλησίας στη Ραψάνη (για ένα διάστημα μάλιστα είχε φλερτάρει με το ψευδώνυμο "Πτελεάτης"). Το Μ. είναι πιο δύσκολα ερμηνεύσιμο. Οι περισσότεροι λένε ότι είναι δηλωτικό του "Μίτια", ρώσικο υποκοριστικό του πραγματικού του ονόματος και φόρος τιμής σ' έναν αγαπημένο του ήρωα από το έργο του Ντοστογιέφσκι, τον Ντμίτρι Καραμάζοφ. Ίσως όμως σημαίνει και "Μιχάλης", όνομα που δίνει σε δύο ήρωες - alter ego του, τον Μιχάλη Καραμάνο από τον "Γιούγκερμαν" και τον Μιχάλη Ρούσση από τον "Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου". Άσε που και στο αυτοβιογραφικό "Ο μεγάλος ύπνος" "Μιχαλάκη" ονομάζει τον εαυτό του.
Εμφανίζεται στα γράμματα το 1927, κερδίζοντας έναν διαγωνισμό διηγήματος με την "Κυρία Νίτσα", όπου περιγράφει τον έρωτά του για την πρώτη του δασκάλα. Βιωματικό είναι και το πρώτο του μυθιστόρημα "ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν". Στη Γεωργική Σχολή Λάρισας είναι διευθυντής ο άντρας της μεγαλύτερης αδελφής του Ροδόπης και ο μικρός Δημήτρης έχει φιλοξενηθεί πολλές φορές στο σπίτι τους. Εκεί γνώρισε και τον Βασίλι Ντάβιντοφ, Ρώσο πρόσφυγα και τέως αξιωματικό του τσαρικού στρατού που θα αποτελέσει πρότυπο για τον Νταβίντ Λιάπκιν. Το θέμα του βιβλίου αυτού θα επεξεργαστεί και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά του, τη "Χίμαιρα" του 1936 ("Μεγάλη Χίμαιρα" στην αναθεωρημένη έκδοσή της το 1953) και στον "Γιούγκερμαν" το 1940. Είναι η τριλογία του "Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο" με τρεις ήρωες που μοιράζονται μια κοινή μοίρα, την αποτυχημένη προσπάθεια να ενσωματωθούν στην Ελλάδα και τον προβληματισμό κατά πόσο ο άνθρωπος κουβαλάει γονιδιακά χαρακτηριστικά και ψυχικές τάσεις που προκαθορίζουν την πορεία του, παρά τις όποιες επιθυμίες του και τον κόπο που καταβάλει για να πετύχει τους στόχους του. Από την Μαρίνα Ραϊζη, ηρωίδα της "Μεγάλης Χίμαιρας" θα ονομάσει και την κόρη του που γεννιέται την χρονιά έκδοσης του βιβλίου.
Μια δεύτερη τριλογία θα συμπληρώσει τον κύριο κορμό του συγγραφικού του έργου. Ο Καραγάτσης εμπνέεται από τη ζωή του προγόνου του Δημήτρη ή Μήτρου Ροδόπουλου, προύχοντα της Αχαϊας που αλλαξοπίστησε τον πρώτο καιρό της Επανάστασης για να γλιτώσει την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους στην Τριπολιτσά και που ξαναγύρισε στον χριστιανισμό και στον εθνικό αγώνα όταν ο Κολοκοτρώνης έπαιρνε το πάνω χέρι με τα Δερβενάκια. Τη ζωή του Μίχαλου Ρούσση περιγράφουν "Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου", το "Αίμα χαμένο και κερδισμένο" και "Τα στερνά του Μίχαλου". Σ' αυτά τα βιβλία, τα πιο "πολιτικά" του, ο Καραγάτσης παρουσιάζει και κρίνει την Ελληνική Επανάσταση, τις αιτίες της, την εξέλιξή της, τις ζυμώσεις στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενώ παράλληλα οι ήρωές του βασανίζονται από τη δίψα τους για ζωή και τα αιώνια διλήμματά τους περί ηθικής, συνείδησης, ατομικής και κοινωνικής ευθύνης.
Δύο ακόμα έργα του ξεχωρίζουν. "Ο κίτρινος φάκελος" το 1956 και "Το 10", το ημιτελές μυθιστόρημά του, το φιλόδοξο σχέδιό του να περιγράψει για πρώτη φορά την εντελώς σύγχρονή του πραγματικότητα και μάλιστα έναν κόσμο που λίγο γνώριζε, τις λαϊκές γειτονιές του Πειραιά. Η καρδιά του δεν του έκανε τη χάρη. Σαν τον Καλογερά, ήρωα του "10", θα ταλαιπωρηθεί από ένα οξύ έμφραγμα και πάμπολλες καρδιακές κρίσεις, μέχρι να πεθάνει, μόλις στα 52 του χρόνια, το 1960.
Το γράψιμο του Καραγάτση είναι μοναδικό στην ελληνική λογοτεχνία. Απίστευτος "παραμυθάς", με ανεξάντλητη πινακοθήκη χαρακτήρων και πλοκή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρουσιάζει για πρώτη φορά τους ήρωές του μ' έναν ρεαλισμό που σόκαρε πολλούς στην εποχή του. Γυναίκες και άντρες στα βιβλία του "ζούνε" μ' όλη την έννοια της λέξης. Ερωτεύονται, κάνουν έρωτα ή απλά σεξ, σκοτώνουν, μισούν, δολοπλοκούν και αψηφούν κοινωνικές συμβάσεις. Για πρώτη φορά θεσμοί και αξίες όπως η οικογένεια, οι συγγενικές σχέσεις, η μητρότητα, ο γάμος αμφισβητούνται τόσο άμεσα και τόσο δυνατά. Οι χαρακτήρες του είναι σκληροί αλλά συνάμα τόσο γοητευτικοί! Και το πιο ενδιαφέρον; Ο Καραγάτσης δεν δίνει λύσεις, δεν λύνει αδιέξοδα. Θέτει ερωτήματα, τορπιλίζει βεβαιότητες και αφήνει τους ήρωές του να βρούνε μόνοι τους τον δρόμο τους, να σωθούν ή να καταστραφούν. Και πολλοί καταστρέφονται ...
Το ίδιο εικονοκλάστης υπήρξε και στη ζωή του. Αγαπά βαθιά τη γυναίκα του, τη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, και παράλληλα παραδέχεται, μέσα στα ίδια του τα βιβλία, ότι την απατά. Πολιτεύεται με τον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1956 και το 1958, με βασικό στόχο να εκνευρίσει τον βουλευτή αδελφό του Τάκη Ροδόπουλο, στερώντας του ψήφους. Έχει παθολογική αδυναμία στη μοναχοκόρη του αλλά η στάση του περνάει εύκολα από την άκρατη τρυφερότητα στην σκληρή υποτίμηση (η Μαρίνα Καραγάτση θα γράψει, το 2008, το βιωματικό "το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι", εκπληρώνοντας, όπως παραδέχτηκε η ίδια σε μία συνέντευξή της, την ειρωνική "κατάρα" του πατέρα της όταν την έβλεπε να καταπιάνεται με κάποιες πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες, "οι γυναίκες συγγραφείς δεν είναι συγγραφείς. Γράφουν μόνο ένα βιβλίο κι ακόμα κι αυτό είναι αυτοβιογραφικό")
Η τελευταία φράση που θα γράψει, κατά τη διάρκεια της πολύωρης και μοιραίας καρδιακής του κρίσης, είναι "ας γελάσω". Καυστικός μέχρι τέλους.
"Δεν επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο"
ΥΓ. Όσο διαβάζω για τη ζωή του και μπορώ πια ν' ανιχνεύσω τα προσωπικά του βιώματα μέσα στα βιβλία του, νομίζω ότι αν τον είχα ποτέ συναντήσει, θα μου έδινε απίστευτα στα νεύρα. Η βιβλιοθήκη μου όμως έχει όλα τα βιβλία του. Με ιδιαίτερα αγαπημένα τα λιγότερο γνωστά "Ο μεγάλος ύπνος" και το "Άμρι α μούγκου". Και φυσικά τα διηγήματά του στις συλλογές "Νυχτερινή ιστορία" και "Το νερό της βροχής". Ο πιο πετυχημένος διηγηματογράφος των ελληνικών γραμμάτων.
Ο αυστηρός πατέρας του δεν εγκρίνει τις συγγραφικές ανησυχίες του στερνοπουλιού του. Θεωρεί ότι η ενασχόληση με την λογοτεχνία κάνει τον άνθρωπο "αιρετικό και στις άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις" (καρφί για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γιο στρατηγού φίλου του). Μην μπορώντας να εμποδίσει την ενασχόληση, απαγορεύει την χρήση του οικογενειακού ονόματος. Ο Δημήτρης Ροδόπουλος λοιπόν γίνεται Μ. Καραγάτσης. Καραγάτσι ονομάζουν οι Θεσσαλοί χωρικοί την φτελιά και τα παιδικά του καλοκαίρια τα πέρασε διαβάζοντας κάτω από ένα τέτοιο δέντρο, στο προαύλιο της εκκλησίας στη Ραψάνη (για ένα διάστημα μάλιστα είχε φλερτάρει με το ψευδώνυμο "Πτελεάτης"). Το Μ. είναι πιο δύσκολα ερμηνεύσιμο. Οι περισσότεροι λένε ότι είναι δηλωτικό του "Μίτια", ρώσικο υποκοριστικό του πραγματικού του ονόματος και φόρος τιμής σ' έναν αγαπημένο του ήρωα από το έργο του Ντοστογιέφσκι, τον Ντμίτρι Καραμάζοφ. Ίσως όμως σημαίνει και "Μιχάλης", όνομα που δίνει σε δύο ήρωες - alter ego του, τον Μιχάλη Καραμάνο από τον "Γιούγκερμαν" και τον Μιχάλη Ρούσση από τον "Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου". Άσε που και στο αυτοβιογραφικό "Ο μεγάλος ύπνος" "Μιχαλάκη" ονομάζει τον εαυτό του.
Εμφανίζεται στα γράμματα το 1927, κερδίζοντας έναν διαγωνισμό διηγήματος με την "Κυρία Νίτσα", όπου περιγράφει τον έρωτά του για την πρώτη του δασκάλα. Βιωματικό είναι και το πρώτο του μυθιστόρημα "ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν". Στη Γεωργική Σχολή Λάρισας είναι διευθυντής ο άντρας της μεγαλύτερης αδελφής του Ροδόπης και ο μικρός Δημήτρης έχει φιλοξενηθεί πολλές φορές στο σπίτι τους. Εκεί γνώρισε και τον Βασίλι Ντάβιντοφ, Ρώσο πρόσφυγα και τέως αξιωματικό του τσαρικού στρατού που θα αποτελέσει πρότυπο για τον Νταβίντ Λιάπκιν. Το θέμα του βιβλίου αυτού θα επεξεργαστεί και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά του, τη "Χίμαιρα" του 1936 ("Μεγάλη Χίμαιρα" στην αναθεωρημένη έκδοσή της το 1953) και στον "Γιούγκερμαν" το 1940. Είναι η τριλογία του "Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο" με τρεις ήρωες που μοιράζονται μια κοινή μοίρα, την αποτυχημένη προσπάθεια να ενσωματωθούν στην Ελλάδα και τον προβληματισμό κατά πόσο ο άνθρωπος κουβαλάει γονιδιακά χαρακτηριστικά και ψυχικές τάσεις που προκαθορίζουν την πορεία του, παρά τις όποιες επιθυμίες του και τον κόπο που καταβάλει για να πετύχει τους στόχους του. Από την Μαρίνα Ραϊζη, ηρωίδα της "Μεγάλης Χίμαιρας" θα ονομάσει και την κόρη του που γεννιέται την χρονιά έκδοσης του βιβλίου.
Μια δεύτερη τριλογία θα συμπληρώσει τον κύριο κορμό του συγγραφικού του έργου. Ο Καραγάτσης εμπνέεται από τη ζωή του προγόνου του Δημήτρη ή Μήτρου Ροδόπουλου, προύχοντα της Αχαϊας που αλλαξοπίστησε τον πρώτο καιρό της Επανάστασης για να γλιτώσει την αιχμαλωσία του από τους Τούρκους στην Τριπολιτσά και που ξαναγύρισε στον χριστιανισμό και στον εθνικό αγώνα όταν ο Κολοκοτρώνης έπαιρνε το πάνω χέρι με τα Δερβενάκια. Τη ζωή του Μίχαλου Ρούσση περιγράφουν "Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου", το "Αίμα χαμένο και κερδισμένο" και "Τα στερνά του Μίχαλου". Σ' αυτά τα βιβλία, τα πιο "πολιτικά" του, ο Καραγάτσης παρουσιάζει και κρίνει την Ελληνική Επανάσταση, τις αιτίες της, την εξέλιξή της, τις ζυμώσεις στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενώ παράλληλα οι ήρωές του βασανίζονται από τη δίψα τους για ζωή και τα αιώνια διλήμματά τους περί ηθικής, συνείδησης, ατομικής και κοινωνικής ευθύνης.
Δύο ακόμα έργα του ξεχωρίζουν. "Ο κίτρινος φάκελος" το 1956 και "Το 10", το ημιτελές μυθιστόρημά του, το φιλόδοξο σχέδιό του να περιγράψει για πρώτη φορά την εντελώς σύγχρονή του πραγματικότητα και μάλιστα έναν κόσμο που λίγο γνώριζε, τις λαϊκές γειτονιές του Πειραιά. Η καρδιά του δεν του έκανε τη χάρη. Σαν τον Καλογερά, ήρωα του "10", θα ταλαιπωρηθεί από ένα οξύ έμφραγμα και πάμπολλες καρδιακές κρίσεις, μέχρι να πεθάνει, μόλις στα 52 του χρόνια, το 1960.
Το γράψιμο του Καραγάτση είναι μοναδικό στην ελληνική λογοτεχνία. Απίστευτος "παραμυθάς", με ανεξάντλητη πινακοθήκη χαρακτήρων και πλοκή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρουσιάζει για πρώτη φορά τους ήρωές του μ' έναν ρεαλισμό που σόκαρε πολλούς στην εποχή του. Γυναίκες και άντρες στα βιβλία του "ζούνε" μ' όλη την έννοια της λέξης. Ερωτεύονται, κάνουν έρωτα ή απλά σεξ, σκοτώνουν, μισούν, δολοπλοκούν και αψηφούν κοινωνικές συμβάσεις. Για πρώτη φορά θεσμοί και αξίες όπως η οικογένεια, οι συγγενικές σχέσεις, η μητρότητα, ο γάμος αμφισβητούνται τόσο άμεσα και τόσο δυνατά. Οι χαρακτήρες του είναι σκληροί αλλά συνάμα τόσο γοητευτικοί! Και το πιο ενδιαφέρον; Ο Καραγάτσης δεν δίνει λύσεις, δεν λύνει αδιέξοδα. Θέτει ερωτήματα, τορπιλίζει βεβαιότητες και αφήνει τους ήρωές του να βρούνε μόνοι τους τον δρόμο τους, να σωθούν ή να καταστραφούν. Και πολλοί καταστρέφονται ...
Το ίδιο εικονοκλάστης υπήρξε και στη ζωή του. Αγαπά βαθιά τη γυναίκα του, τη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, και παράλληλα παραδέχεται, μέσα στα ίδια του τα βιβλία, ότι την απατά. Πολιτεύεται με τον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1956 και το 1958, με βασικό στόχο να εκνευρίσει τον βουλευτή αδελφό του Τάκη Ροδόπουλο, στερώντας του ψήφους. Έχει παθολογική αδυναμία στη μοναχοκόρη του αλλά η στάση του περνάει εύκολα από την άκρατη τρυφερότητα στην σκληρή υποτίμηση (η Μαρίνα Καραγάτση θα γράψει, το 2008, το βιωματικό "το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι", εκπληρώνοντας, όπως παραδέχτηκε η ίδια σε μία συνέντευξή της, την ειρωνική "κατάρα" του πατέρα της όταν την έβλεπε να καταπιάνεται με κάποιες πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες, "οι γυναίκες συγγραφείς δεν είναι συγγραφείς. Γράφουν μόνο ένα βιβλίο κι ακόμα κι αυτό είναι αυτοβιογραφικό")
Η τελευταία φράση που θα γράψει, κατά τη διάρκεια της πολύωρης και μοιραίας καρδιακής του κρίσης, είναι "ας γελάσω". Καυστικός μέχρι τέλους.
"Δεν επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο"
ΥΓ. Όσο διαβάζω για τη ζωή του και μπορώ πια ν' ανιχνεύσω τα προσωπικά του βιώματα μέσα στα βιβλία του, νομίζω ότι αν τον είχα ποτέ συναντήσει, θα μου έδινε απίστευτα στα νεύρα. Η βιβλιοθήκη μου όμως έχει όλα τα βιβλία του. Με ιδιαίτερα αγαπημένα τα λιγότερο γνωστά "Ο μεγάλος ύπνος" και το "Άμρι α μούγκου". Και φυσικά τα διηγήματά του στις συλλογές "Νυχτερινή ιστορία" και "Το νερό της βροχής". Ο πιο πετυχημένος διηγηματογράφος των ελληνικών γραμμάτων.