Πω πω σαλέπι δεν έχω πιει ποτέ, μικρός ζούσα στην επαρχία, μεγαλύτερος στην Αθήνα είχα δει σαλεπιτζήδες μερικές φορές αλλά σιχαινόμουνα την ιδέα, και τώρα που θα ήθελα να δοκιμάσω δεν υπάρχουν. Ή έτσι νόμιζα, αλλά βλέπω αυτην την τελευταία φωτό και με κάνει να ελπίζω. Αρκεί να είναι γνήσιο σαλέπι κι όχι αρωματισμένο τεχνητά ζαχαρόνερο.
Λοιπόν, λόγω ηλικίας κανονικά θα έπρεπε να θυμάμαι περισσότερους πλανόδιους από τη νεολαία που κυκλοφορεί εδώ μέσα
αλλά επειδή όπως είπα μεγάλωσα σε μικρές επαρχιακές πόλεις δεν υπήρχαν πολλοί. Την πολύ παιδική ηλικία μου την πέρασα στην Άρτα κι εκεί ήταν πολλοί πλανόδιοι αλλά δεν έχω τόσες αναμνήσεις, αλλά μετά πήγα σε μια πολύ μικρότερη πόλη της Πελοποννήσου απ' όπου θυμάμαι τα πάντα αλλά δεν είχε πολλούς.
Στην Άρτα θυμάμαι καστανάδες και καλαμποκάδες (οι ίδιοι, απλώς άλλαζαν πρμάτεια με την εποχή), αλλά και παγοπώλη που πουλούσε κολώνες πάγου για τα ψυγεία. Τις έπιανε με μια τεράστια τσιμπίδα
Και απέναντι από το σπίτι μας θυμάμαι μια τσίγκινη ψησταριά με έναν που έψηνε σπληνάντερο και κοκορέτσι και θυμάμαι τη φωνή του να διαλαλεί "Κοκορέτσιτό" (Κοκορέτσι ψητό ήταν αλλά δεν έλεγε όλες τις συλλαβές). Όμως τώρα αναρωτιέμαι αν ήταν πλανόδιος ή υπήρχε ταβέρνα από πίσω του κι αυτός ήταν κράχτης.
Στην πόλη της Πελ/νήσου (της οποίας το όνομα δεν αναφέρω γιατί έχω, και μπορεί να γράψω, και πολλές αρνητικές αναμνήσεις) υπήρχε τελάλης κανονικός, που γύρναγε στους δρόμους χωρίς μεγάφωνα και ντουντούκες.
Και ένα είδος "πλανόδιων" ήταν και οι τρελλοί της πόλης. Υπήρχαν 2-3 άτομα που είχαν διάφορα ψυχολογικά ή διανοητικά προβλήματα, αλλά όχι οικογένεια να τους κρατάει κλεισμένους μέσα για να μη φαίνεται η ντροπή τους στην πόλη (στυλ Κωσταλέξι) κι έτσι γυρνούσαν ελεύθεροι. Θυμάμαι μια γριά που έμενε σε κεντρικό δρόμο - δίπλα στο σπίτι που νοίκιαζε μια τράπεζα για τον εκάστοτε διεθυντή της - αλλά σε χαμόσπιτο που προφανώς της ανήκε, και κυκλοφορούσε με κουρέλια και σαντάλια με ξύλινες σόλες και μια μαγκούρα. Κι όλη την ώρα φώναζε "Τα λεφτά μου βρε απατεώνες!" Οι κυρίες του καλού κόσμου πήγαιναν και της έδιναν φαγητό και τα αποφόρια τους, αλλά εκείνη πάντα με τα ίδια κουρέλια. Τα παιδιά της γειτονιάς μου την πειράζανε
κι εκείνη όλο σήκωνε τη μαγκούρα να τα κυνηγήσει αλλά ποτέ δεν την κατέβαζε... δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν. Φυσικά εγώ ούτε να διανοηθώ να την κοροϊδέψω, όχι μόνο γιατί έτσι και το έπαιρναν χαμπάρι οι γονείς μου θα έβρισκα τον μπελά μου, αλλά και γιατί δεν έβρισκα τίποτε το διασκεδαστικό στα προβλήματα μιας γριάς μόνης γυναίκας.