" Μπαμπάς. Ο πρώτος ήρωας κάθε γιού. Η πρώτη αγάπη κάθε κόρης", λέει μια ατάκα σχετική με την ημέρα του πατέρα. Τόσο περιεκτικό..
Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τον δικό μου μπαμπά και αυτά που αυθόρμητα μου αφηγείται κατά καιρούς για τότε που ήμουν πολύ μικρή. Ίσως αισθάνεται ότι του φύγαμε, τώρα που μεγαλώσαμε, που μένουμε αλλού, που έχουμε τις δικές μας ζωές και ευθύνες. Αυτά τα ιδιαίτερα που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα θυμηθεί, ακριβώς επειδή ήταν μωρό. Αυτά που τα μαρτυρούν οι φωτογραφίες, τα χρόνια, η αγάπη μας για εκείνον και η δική του για εμάς. Εντελώς ξαφνικά και χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη της γιορτής του πατέρα (μιας πιο "ήσυχης" γιορτής σε σχέση με την αντίστοιχη της μαμάς), άρχισε να μου λέει χτές για τότε που ήμουν βρέφος και έκλαιγα επειδή είχα κολικούς. Και εκείνος με είχε μέσα στο relax στην αγκαλιά του και με νανούριζε κουνώντας το πόδι, ενώ ταυτόχρονα ακουμπούσε το μάγουλό του στο δικό μου και μου τραγουδούσε.
Μου είπε που ήμουν βρέφος 3 μηνών ξαπλωμένη στο κρεβατάκι μου και μόλις γύριζε από τη δουλειά και ερχόταν να με δεί εγώ τον αναγνώριζα και προσπαθούσα να σηκωθώ όρθια.
Μου είπε που γεννήθηκα πρόωρα και έτρεχε κλαίγοντας στα φαρμακεία για να αγοράσει κάποιο φάρμακο που έπρεπε να πάρω άμεσα.
Μου είπε για το πρώτο παιχνίδι που μου αγόρασε (το οποίο΄σώζεται ακόμη- ένα κουκλάκι γατί με μια μπάλα ανάμεσα στα πόδια του που το κούρντιζες και έκανε βόλτες και τούμπες) και πόσο είχα ενθουσιαστεί και το έπαιζα σε όλο το σπίτι.
Μου είπε για τότε που είχε βρέξει και εγώ πήρα τον κατήφορο έξω από το σπίτι και έτρεχα και γέμισαν λάσπες τα πόδια μου και τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν.
Μου είπε για τότε που μας πήγε στο λούνα πάρκ με την αδερφή μου και μας ανέβασε στο Μύλο. Φυσούσε ελάχιστα αλλά ψηλά το βαγονάκι κουνιόταν πολύ. Και πόσο φοβήθηκε να μην πέσουμε! Γρήγορα είπε να σταματήσουν το παιχνίδι και μας κατέβασε.
Μου είπε, μου είπε, μου είπε...
Αλλά του λέω κατά καιρούς και εγώ. Για τότε που έφευγε ταξίδι για δουλειά και έλειπε ολόκληρη εβδομάδα. Και τον έπαιρνα τηλέφωνο στο ξενοδοχείο που έμενε για να τον ακούσω. Ήμουν α' Δημοτικού και όλοι πίστευαν ότι δεν ήμουν ικανή για κάτι τέτοιο. Εγώ όμως μια μέρα τον ρώτησα "Μπαμπά πώς το λένε το ξενοδοχείο που μένεις όταν πάς στην άλλη πόλη;", μου απάντησε και έψαξα τις κάρτες και τα χαρτιά που είχε στο γραφείο του και βρήκα το τηλέφωνο. Του τηλεφωνούσα τα μεσημέρια που ήξερα ότι θα έχει τελειώσει τη δουλειά και θα έχει γυρίσει. Άλλες φορές τον έβρισκα, άλλες όχι όταν αργούσε. Μα τότε με έπαιρνε εκείνος και καταλάβαινα από τη φωνή του πόσο χαρούμενος ήταν με αυτό που είχα κάνει. Θα έβλεπα το χαμόγελό του, είμαι σίγουρη.
Για τις πρώτες μου μέρες στο σχολείο, που ερχόταν στα διαλείμματα να με ταϊσει ψωμί και αυγουλάκι από τη μαμά.
Για τότε που με διάβαζε και έχανε την υπομονή του πού και πού μαζί μου και εγώ έβαζα τα κλάματα (βλέπετε κέρδιζα χρονιά και κάποια πράγματα ήταν πιο εύληπτα σε άλλα παιδάκια, σε εμένα αυτό δεν ήταν τόσο αυτονόητο στην αρχή) και μετά ένιωθε τύψεις και με αγκάλιαζε και μου ζητούσε συγγνώμη.
Για τότε που έβλεπα εφιάλτες και ξυπνούσα και τον ζητούσα και κοιμόταν μαζί μου στο στενό κρεβατάκι μου και πιανόταν η μέση του.
Που όταν ήμασταν μικρές με την αδερφή μου δεν υπήρχε πάρκο που να μη το έχουμε γυρίσει μαζί του, παρά τον τεράστιο φόρτο δουλειάς που είχαν με τη μαμά μου.
Που μου έπαιρνε βιβλία της ελληνικής μυθολογίας (ξέρετε, εκείνη την υπέροχη σειρά Στρατίκη) και μύθους του Αισώπου και πόσο πολύ με συνέπαιρναν.
Που μας έπαιρνε αγκαλιά ξαπλωμένος εμένα και την αδερφή μου (η μια από το ένα χέρι, η άλλη από το άλλο, σαν τον Εσταυρωμένο, όπως έλεγε και ο ίδιος γελώντας) και μας έλεγε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Και αφηγούνταν τόσο ωραία ο μπαγάσας που μετά από λίγο καιρό είχαμε μάθει τους βασικούς πρωταγωνιστές των ιστοριών και του λέγαμε "Μπαμπά να μας πείς ένα παραμύθι που να έχει την κ. Ελενίτσα - η δασκάλα τους- τον τάδε συμμαθητή, την τάδε συμμαθήτρια, την δείνα θυμωμένη γειτόνισσα" και όλες οι ιστορίες κατέληγαν με τον μπαμπά να τρεχει στην γιαγιά του να σωθεί από την μαμά του που τον κυνηγούσε να τους τις βρέξει για τις αταξίες του.
Που μας έγραφε παιδικά σε βιντεοκασέτες (είχαμε καμιά 20σαριά από δαύτες αλλά μερικές καταστράφηκαν σε μια ανακαίνιση του σπιτιού), Μπαγκς Μπάνι, Τομ και Τζέρυ, Σιλβέστερ και Τουίτι, Μικρό μου Πόνι, Αστερίξ, τα πάντα και πόσο του άρεζε και εκείνου να κάθεται μαζί μας να τα βλέπει (γελάει ακόμη πολύ με τον Ντάφυ Ντάκ, χεχεχε....)
Που μας έπαιρνε Παρασκευές βράδυ και μας πήγαινε στο βίντεο κλάμπ της γειτονιάς να διαλέξουμε ό,τι παιδικό θέλαμε (τρελαινόμασταν με την αδερφή μου για τον Robin Hood, Ντίσνεϋ φυσικά)
Όλα είναι τόσο ανεκτίμητα που ό,τι και να πώ είναι πολύ λίγο. Είναι τόσο μεγάλη η αγάπη, που δεν μπορεί να χωρέσει σε 20 σειρές. Είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που θα το κουβαλάμε μια ζωή, που είχαμε τόσο υπέροχους γονείς. Οι θυσίες που έκαναν με την μαμά μου και φρόντιζαν μέσα σε όλα για ένα βασικό πράγμα: Να μη τους λείψουμε ποτέ και να μη μας λείψουν ποτέ. Και αν δε μίλησα πολύ για μαμά, το έχει η μέρα σήμερα το αφιέρωμα στους μπαμπάδες. Είμαι σίγουρη ότι θα γίνει υπέροχος παππούς, όταν έρθει η ώρα.
Μπαμπά μου.. Περνάνε τα χρόνια. Μεγαλώνεις. Φοβάμαι που μεγαλώνεις. Όπως φοβόσουν και εσύ για μας.
Φοβάμαι.. μην όπως μεγαλώνεις.. αρχίσει να φυσάει αέρας και το δικό σου βαγονάκι αρχίσει να κουνιέται.. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, δεν μπορώ να το σκέφτομαι. Πονώ.
Εγώ θα είμαι πάντα εκεί να σε πιάσω, να σου πώ να μη φοβάσαι. Να σου λέω ιστορίες να γελάς.
Συγγνώμη για το μεγάλο πόστ, το έγραψα αυθόρμητα.
Αφιερωμένο στους λατρευτούς μου γονείς.
Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τον δικό μου μπαμπά και αυτά που αυθόρμητα μου αφηγείται κατά καιρούς για τότε που ήμουν πολύ μικρή. Ίσως αισθάνεται ότι του φύγαμε, τώρα που μεγαλώσαμε, που μένουμε αλλού, που έχουμε τις δικές μας ζωές και ευθύνες. Αυτά τα ιδιαίτερα που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα θυμηθεί, ακριβώς επειδή ήταν μωρό. Αυτά που τα μαρτυρούν οι φωτογραφίες, τα χρόνια, η αγάπη μας για εκείνον και η δική του για εμάς. Εντελώς ξαφνικά και χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη της γιορτής του πατέρα (μιας πιο "ήσυχης" γιορτής σε σχέση με την αντίστοιχη της μαμάς), άρχισε να μου λέει χτές για τότε που ήμουν βρέφος και έκλαιγα επειδή είχα κολικούς. Και εκείνος με είχε μέσα στο relax στην αγκαλιά του και με νανούριζε κουνώντας το πόδι, ενώ ταυτόχρονα ακουμπούσε το μάγουλό του στο δικό μου και μου τραγουδούσε.
Μου είπε που ήμουν βρέφος 3 μηνών ξαπλωμένη στο κρεβατάκι μου και μόλις γύριζε από τη δουλειά και ερχόταν να με δεί εγώ τον αναγνώριζα και προσπαθούσα να σηκωθώ όρθια.
Μου είπε που γεννήθηκα πρόωρα και έτρεχε κλαίγοντας στα φαρμακεία για να αγοράσει κάποιο φάρμακο που έπρεπε να πάρω άμεσα.
Μου είπε για το πρώτο παιχνίδι που μου αγόρασε (το οποίο΄σώζεται ακόμη- ένα κουκλάκι γατί με μια μπάλα ανάμεσα στα πόδια του που το κούρντιζες και έκανε βόλτες και τούμπες) και πόσο είχα ενθουσιαστεί και το έπαιζα σε όλο το σπίτι.
Μου είπε για τότε που είχε βρέξει και εγώ πήρα τον κατήφορο έξω από το σπίτι και έτρεχα και γέμισαν λάσπες τα πόδια μου και τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν.
Μου είπε για τότε που μας πήγε στο λούνα πάρκ με την αδερφή μου και μας ανέβασε στο Μύλο. Φυσούσε ελάχιστα αλλά ψηλά το βαγονάκι κουνιόταν πολύ. Και πόσο φοβήθηκε να μην πέσουμε! Γρήγορα είπε να σταματήσουν το παιχνίδι και μας κατέβασε.
Μου είπε, μου είπε, μου είπε...
Αλλά του λέω κατά καιρούς και εγώ. Για τότε που έφευγε ταξίδι για δουλειά και έλειπε ολόκληρη εβδομάδα. Και τον έπαιρνα τηλέφωνο στο ξενοδοχείο που έμενε για να τον ακούσω. Ήμουν α' Δημοτικού και όλοι πίστευαν ότι δεν ήμουν ικανή για κάτι τέτοιο. Εγώ όμως μια μέρα τον ρώτησα "Μπαμπά πώς το λένε το ξενοδοχείο που μένεις όταν πάς στην άλλη πόλη;", μου απάντησε και έψαξα τις κάρτες και τα χαρτιά που είχε στο γραφείο του και βρήκα το τηλέφωνο. Του τηλεφωνούσα τα μεσημέρια που ήξερα ότι θα έχει τελειώσει τη δουλειά και θα έχει γυρίσει. Άλλες φορές τον έβρισκα, άλλες όχι όταν αργούσε. Μα τότε με έπαιρνε εκείνος και καταλάβαινα από τη φωνή του πόσο χαρούμενος ήταν με αυτό που είχα κάνει. Θα έβλεπα το χαμόγελό του, είμαι σίγουρη.
Για τις πρώτες μου μέρες στο σχολείο, που ερχόταν στα διαλείμματα να με ταϊσει ψωμί και αυγουλάκι από τη μαμά.
Για τότε που με διάβαζε και έχανε την υπομονή του πού και πού μαζί μου και εγώ έβαζα τα κλάματα (βλέπετε κέρδιζα χρονιά και κάποια πράγματα ήταν πιο εύληπτα σε άλλα παιδάκια, σε εμένα αυτό δεν ήταν τόσο αυτονόητο στην αρχή) και μετά ένιωθε τύψεις και με αγκάλιαζε και μου ζητούσε συγγνώμη.
Για τότε που έβλεπα εφιάλτες και ξυπνούσα και τον ζητούσα και κοιμόταν μαζί μου στο στενό κρεβατάκι μου και πιανόταν η μέση του.
Που όταν ήμασταν μικρές με την αδερφή μου δεν υπήρχε πάρκο που να μη το έχουμε γυρίσει μαζί του, παρά τον τεράστιο φόρτο δουλειάς που είχαν με τη μαμά μου.
Που μου έπαιρνε βιβλία της ελληνικής μυθολογίας (ξέρετε, εκείνη την υπέροχη σειρά Στρατίκη) και μύθους του Αισώπου και πόσο πολύ με συνέπαιρναν.
Που μας έπαιρνε αγκαλιά ξαπλωμένος εμένα και την αδερφή μου (η μια από το ένα χέρι, η άλλη από το άλλο, σαν τον Εσταυρωμένο, όπως έλεγε και ο ίδιος γελώντας) και μας έλεγε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Και αφηγούνταν τόσο ωραία ο μπαγάσας που μετά από λίγο καιρό είχαμε μάθει τους βασικούς πρωταγωνιστές των ιστοριών και του λέγαμε "Μπαμπά να μας πείς ένα παραμύθι που να έχει την κ. Ελενίτσα - η δασκάλα τους- τον τάδε συμμαθητή, την τάδε συμμαθήτρια, την δείνα θυμωμένη γειτόνισσα" και όλες οι ιστορίες κατέληγαν με τον μπαμπά να τρεχει στην γιαγιά του να σωθεί από την μαμά του που τον κυνηγούσε να τους τις βρέξει για τις αταξίες του.
Που μας έγραφε παιδικά σε βιντεοκασέτες (είχαμε καμιά 20σαριά από δαύτες αλλά μερικές καταστράφηκαν σε μια ανακαίνιση του σπιτιού), Μπαγκς Μπάνι, Τομ και Τζέρυ, Σιλβέστερ και Τουίτι, Μικρό μου Πόνι, Αστερίξ, τα πάντα και πόσο του άρεζε και εκείνου να κάθεται μαζί μας να τα βλέπει (γελάει ακόμη πολύ με τον Ντάφυ Ντάκ, χεχεχε....)
Που μας έπαιρνε Παρασκευές βράδυ και μας πήγαινε στο βίντεο κλάμπ της γειτονιάς να διαλέξουμε ό,τι παιδικό θέλαμε (τρελαινόμασταν με την αδερφή μου για τον Robin Hood, Ντίσνεϋ φυσικά)
Όλα είναι τόσο ανεκτίμητα που ό,τι και να πώ είναι πολύ λίγο. Είναι τόσο μεγάλη η αγάπη, που δεν μπορεί να χωρέσει σε 20 σειρές. Είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που θα το κουβαλάμε μια ζωή, που είχαμε τόσο υπέροχους γονείς. Οι θυσίες που έκαναν με την μαμά μου και φρόντιζαν μέσα σε όλα για ένα βασικό πράγμα: Να μη τους λείψουμε ποτέ και να μη μας λείψουν ποτέ. Και αν δε μίλησα πολύ για μαμά, το έχει η μέρα σήμερα το αφιέρωμα στους μπαμπάδες. Είμαι σίγουρη ότι θα γίνει υπέροχος παππούς, όταν έρθει η ώρα.
Μπαμπά μου.. Περνάνε τα χρόνια. Μεγαλώνεις. Φοβάμαι που μεγαλώνεις. Όπως φοβόσουν και εσύ για μας.
Φοβάμαι.. μην όπως μεγαλώνεις.. αρχίσει να φυσάει αέρας και το δικό σου βαγονάκι αρχίσει να κουνιέται.. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, δεν μπορώ να το σκέφτομαι. Πονώ.
Εγώ θα είμαι πάντα εκεί να σε πιάσω, να σου πώ να μη φοβάσαι. Να σου λέω ιστορίες να γελάς.
Συγγνώμη για το μεγάλο πόστ, το έγραψα αυθόρμητα.
Αφιερωμένο στους λατρευτούς μου γονείς.