Κάντυ Κάντυ Η συνέχεια, by Lorena

Λορένα

RetroNuts!
Joined
21 Απρ 2008
Μηνύματα
1.607
Αντιδράσεις
287
Αποφάσισα να γράψω και εγώ την συνέχεια της Καντυ.

Προσπάθησα να μείνω πιστή στο πνεύμα της Μιζούκι, και έτσι συμπεριέβαλα και τις εξελίξεις με τα γράμματα, που δεν αναφέρονται ουτε στο manga ούτε στο anime.

Ελπίζω να σας αρέσει :please:
 
1o μέρος

Η στιγμή που κατάλαβε η Καντυ, πως ο πρίγκιπας του λόφου, ήταν ο Άλμπερτ, υπήρξε καθοριστική για την ζωή της. Στην αρχή σάστισε, έμεινε να τον κοιτάζει απορημένη, ενώ στο μυαλό της, έβλεπε την εικόνα του, όπως τον είχε πρωτογνωρίσει. Συνειδητοποιούσε τώρα τις ομοιότητες, που δεν τις είχε τόσο καιρό προσέξει, ενώ ήταν ολοφάνερες. Τα γαλάζια του μάτια, τα ξανθά του μαλλιά, η ζεστή του φωνή και παρουσία. Πόσο έμοιαζε με τον Άντονυ τότε. Άραγε, θα έμοιαζαν και σήμερα, αν ο Άντονυ ήταν ακόμη ζωντανός;

Στεκόταν ακόμη εκεί, και ο Άλμπερτ, λίγο παραπέρα, ενώ την κοίταζε και χαμογελούσε, σαν να καταλάβαινε τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό της. Για την καντυ, όλο το παρελθόν, ζωντάνεψε ξανά μπροστά της. Οι ευτυχισμένες μέρες του Λεικγουντ ήρθαν ξανά στο μυαλό της, και ο Άντονυ την κοιτούσε από μακριά. Σιγά-σιγά, αυτή η θολούρα που είχε στο μυαλό της, άρχισε να φεύγει. Έμεινε μόνο το πρόσωπο του Άλμπερτ, του πρίγκιπα της, που όλα αυτά τα χρόνια, εκείνη αναζητούσε, ενώ αυτός ήταν πάντα κοντά της.

Αυτές τις σκέψεις είχε, όταν έτρεξε να τον αγκαλιάσει, μόνο που αυτή η αγκαλιά έκρυβε μέσα της, πολύ περισσότερα, απ’ ότι τις προηγούμενες. Αυτή την φορά αγκάλιαζε τον πρίγκιπα της, αγκάλιαζε ένα ζωντανό κομμάτι του Άντονυ, αγκάλιαζε όλη την παιδική της ηλικία και τις αναμνήσεις, και αγκάλιαζε τέλος, τον αγαπημένο της Άλμπερτ.

Έμειναν για λίγο εκεί, οι δύο τους αγκαλιασμένοι, στον λόφο όπου συναντήθηκαν για πρώτη φορά, και ήταν αυτός ο λόφος που τους ένωσε ξανά. Σε αυτόν τον αγαπημένο λόφο, που ο Άντονυ ήθελε να γνωρίσει, αλλά δεν τα κατάφερε, και που ο Τερρυ είδε μόνο μια χιονισμένη μέρα. Δεν μιλούσαν οι δύο τους. Τι να πουν άλλωστε; Σε τέτοιες στιγμές τα λόγια είναι περιττά, τα μάτια λένε πιο πολλά! Η καντυ δεν ήξερε τι έβλεπε πια στο πρόσωπο του Άλμπερτ! Έβλεπε τον αγαπημένο της φίλο, που ήξερε από παλιά; Έβλεπε την πρώτη της αγάπη; Τον πριγκιπά της; Που για χαρη του, τότε δέχτηκε να πάει στους Ραγκαν; Πόσο διαφορετική θα ήταν τώρα η ζωή της, αν δεν το έκανε; Και εκείνη την στιγμή σκέφτηκε, πως δεν μετάνιωσε για την απόφαση της, που καθόρισε την ζωή της, και πέρασε πολλά, αρκεί που γνώρισε τον Άλμπερτ, αλλά και τον Άντονυ, και τον Άρτσι τον Στήαρ και τον Τέρρυ.

Ο Άλμπερτ, δεν μιλούσε, μόνο την κοίταζε, όση ώρα εκείνη σκεφτόταν. Φαινόταν ότι καταλάβαινε, πως πρώτα έπρεπε να βάλει σε μια τάξη το μυαλό της, και μετά να μιλήσουν οι δύο τους. Η καντυ χαμογέλασε : ο Άλμπερτ της, πάντα καταλάβαινε τι ένιωθε και τι σκεφτόταν!

Μόνο όταν οι φωνές των υπολοίπων Άννυ-Παττυ-Άρτσι κτλ άρχισαν να τους φωνάζουν, κατάλαβαν πως έμειναν στον λόφο αρκετή ώρα, και πως έπρεπε να γυρίσουν για το πάρτι. Κατέβηκαν τον λόφο, και ο Άλμπερτ άρχισε για μιλά και να της εξηγεί πως σχεδίασε αυτή τους την συνάντηση για να της αποκαλυφτεί επιτέλους και σαν πρίγκιπας, ενώ η καντυ, αν και τον άκουγε, ένιωθε ένα σφίξιμο μέσα της. Δεν μπορούσε πια να τον δει όπως παλιά. Σαν φίλο, και σαν ασθενή της. Η αποκάλυψη αυτή, άλλαξε τα πάντα. Όταν αποφάσισε να γυρίσει στο ορφανοτροφείο, λίγο πριν την αποκάλυψη, ένιωθε ότι ο Άλμπερτ της έλειπε. Άλλωστε, είχαν ζήσει μαζί, και ήρθαν κοντά, αν και αυτό που ένιωσε, όταν κατάλαβε πως θα της έλειπε, δεν ήταν ακριβώς, το αίσθημα όταν χάνεις ένα απλό φίλο!
 
2ο μέρος

Σήμερα όμως, όλα ήταν διαφορετικά! Το σοκ της αποκάλυψης του πρίγκιπα ήταν μεγάλο. Με τον πρίγκιπα, το είχε ομολογήσει πως ήταν ερωτευμένη, και τώρα εκείνος, περπατούσε στο πλάι της, και εκείνη δεν ήξερε τι άλλο να αισθανθεί, πέρα από την αμηχανία, που ένιωθε εδώ και αρκετή ώρα, όσο έκανε όλες αυτές τις σκέψεις.

Η εμφάνιση των υπολοίπων, παραμέρισε για λίγο αυτές τις σκέψεις, που ήδη είχαν αρχίσει να την αναστατώνουν. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι, και άρχισαν να τρώνε. Η Καντυ για πρώτη φορά ήταν σκεφτική, και αυτό σχολιάστηκε έντονα από τους υπόλοιπους, και την έκανα να κοκκινίσει. Η κ. Πονυ, ήθελε να μάθει τις λεπτομέρειες του αρραβώνα με τον Νηλ και η καντυ δεν είχε καμία διάθεση να μιλήσει. Ανέλαβε ο Άρτσι, που άρχισε να εξηγεί την έκπληξη όλων τους, την στιγμή που έκανε την εμφάνιση του, ο Άλμπερτ, και πιο πολύ την έκπληξη των Ράγκαν. Η αδερφή Μαρία, εξέφρασε έναν παρήγορο λόγο για τον ‘δυστυχή’ Νηλ, που έχασε έτσι την καντυ, μέσα από τα χέρια του, μόνο που αυτή της η συμπόνια, δεν βρήκε ανάλογη ανταπόκριση, από τους υπόλοιπους.

Η καντυ όλη αυτή την ώρα, κρυφοκοίταζε τον Άλμπερτ. Τον έβλεπε να μιλά, να γελά και να συμμετέχει στην συζήτηση, αλλά δεν τον ένιωθε πια, όπως παλιά. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, και την έκανε να νιώθει άβολα.

Με το τέλος της γιορτής, και αφού πέρασαν μια υπέροχη μέρα, παρέα με τα παιδάκια του ορφανοτροφείου, ήρθε η ώρα ο Άρτσι και η Άννυ, με τον Άλμπερτ να γυρίσουν πίσω, ενώ η Πάττυ, θα έμενε λίγε μέρες ακόμη, όπως το είχε ζητήσει. Η Καντυ αισθάνθηκε ανακούφιση, όταν είδε το αμάξι τους να ξεμακραίνει, και να τους παίρνει μακριά. Επιτέλους, αυτό το ακαθόριστο αίσθημα, που είχε όλη αυτή την ώρα, άρχισε να φεύγει. Το βράδυ έπεσε, και τα δύο κορίτσια, μοιράστηκαν το κρεβάτι. Ήταν η πρώτη φορά, που η Κάντυ με την Παττυ, κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι. Άρχισαν να μιλούν για τον Στηαρ. Ο πόνος του χαμού του, ήταν πρόσφατος. Καμιά δεν τον είχε ξεπεράσει ακόμη. Η Παττυ ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του, και η καντυ σκεφτόταν δακρυσμένη, όλες τις στιγμές που πέρασε μαζί του, και τις εφευρέσεις που έφτιαχνε για χατίρι της. Λίγο αργότερα, και αφού η κουβέντα πέρασε από όλα πρόσφατα γεγονότα, ήρθε και στο πάρτι. Η Πάττυ σχολίασε το γεγονός, πόσο όμορφος έδειχνε ο Άλμπερτ, και η Καντυ ένιωσε πάλι αυτό άβολο συναίσθημα. Ήθελε χρόνο, σκέφτηκε, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα της, και τότε θα έφευγε αυτό το αίσθημα αμηχανίας που ένιωθε κάθε φορά που τον σκεφτόταν.

Οι μέρες πέρασαν ευχάριστα, με την ασχολία των παιδιών. Όποτε έβρισκαν ευκαιρία η Καντυ με την Παττυ, έτρεχαν στον αγαπημένο λόφο, και αφήνονταν στις αναμνήσεις. Για την Παττυ, ήταν ένας τόπος χαλάρωσης, που θα ξανάβρισκε τον εαυτό της και την θέληση για ζωή. Για την Καντυ, επιστροφή στα παιδικά της χρόνια, μόνο που την θέση της Άννυ, την είχε πάρει η Πάττυ. Δεν είχαν πολλές διαφορές οι δυο τους. Και η Παττυ, ήταν το ίδιο ντροπαλή, όπως η Άννυ, και φοβόταν όπως και εκείνη να ανέβει στα δέντρα. Κοιτούσε ανήσυχη την καντυ, όποτε την έβλεπε να σκαρφαλώνει στο μεγάλο δέντρο, και ήταν το ίδιο γλυκια, όπως η Άννυ.

Η Παττυ όμως, καταλάβαινε την Καντυ καλύτερα, και ένιωθε, πως την φίλη της, κάτι την απασχολούσε. Δεν την ρώτησε όμως, όντας διακριτική.

Τις επόμενες μέρες, όμως έγινε κάτι, που χάλασε για ακόμη μια φορά την ηρεμία της καντυ, που με τόσο κόπο, προσπαθούσε να ξαναβρεί εκεί. Ήρθε ένα γράμμα από την Σουζάνα. Της το έστειλε η Άννυ, γιατι η Σουζάνα το έστειλε στους Άντλει, και η Άννυ μεσω του Άρτσι, που το βρηκε, πριν την Ελιζα, της το έστειλε.
 
3ο μέρος





Η Καντυ, άνοιξε αργά το γράμμα, ενώ την ίδια στιγμή, χιλιάδες αναμνήσεις και συναισθήματα, που είχε καλά καταχωνιάσει, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια. Τον Τερρυ, είχε καιρό να τον σκεφτεί. Τώρα όμως της ήρθε, ξανά στο μυαλό, φέρνοντας μαζί του, και όλον τον πόνο που ένιωσε με τον χωρισμό τους. Αναρωτήθηκε τι να κάνει, και το χέρι της έτρεμε ενώ ξεδίπλωνε το γράμμα. Δεν διάβασε εκεί όμως κάτι το συγκλονιστικό. Η Σουζάνα, εξέφρασε τυπικά την θλίψη της, για τον τρόπο που έφυγε η καντυ από το Σικάγο, ενώ στο υπόλοιπο γράμμα, που αποτελούσε και το μεγαλύτερο μέρος του, έγραφε για τον εαυτό της, και πόσο ευτυχισμένη ήταν που έχει κοντά της τον Τερρυ, και πως κοντά του, η ζωή της νιώθει νόημα..

Η Καντυ έσφιξε τα χείλη για να μην κλάψει. Αυτό ήταν περιττό. Βέβαια, όταν έκανε την θυσία και χώρισε τον Τερρυ, ευχήθηκε και στους δυο τους ευτυχία, και τώρα, κατά κάποιον τρόπο, χαιρόταν που η Σουζανα, φαινόταν πως άγγιζε αυτή την ευτυχία. Από την άλλη όμως, αυτό το γράμμα, δεν ήταν παρά ένα μαχαίρι που της έχωναν σε μια ήδη ματωμένη πληγή. Αναρωτήθηκε αν η Σουζάνα ήθελε με αυτόν τον τρόπο να σιγουρέψει την θέση της, αλλά δεν άφησε για πολύ τον εαυτό της, να σκέφτεται άσχημα για την Σουζανα.

Η υπόλοιπη μέρα, πέρασε το ίδιο άσχημα όπως άρχισε, παρά τις προσπάθειες των υπόλοιπων να της φτιάξουν την διάθεση. Ο Τερρυ, τι να κάνει άραγε, αναρωτιόταν η καντυ! Είχε καιρό να μάθει νέα του. Την τελευταία φορά τον συνάντησε σε εκείνο το βρωμερό θέατρο, και τον βοήθησε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Ακριβώς όπως εκείνος την βοήθησε με τον Άντονυ. Έκτοτε, δεν ξαναείχε νέα του. Το γράμμα αυτό της Σουζανας, υποδήλωνε πως μάλλον ήταν μαζί και ευτυχισμένοι. Αποφάσισε το ίδιο βράδυ να της απαντήσει. Καταλάβαινε την αγωνία της να μην χάσει τον Τέρρυ, και για ακόμη μια φορά, έμμεσα, την διαβεβαίωσε πως δεν τον διεκδικεί πια. Αλλά κάπου μέσα στο γράμμα της, η Καντυ, άφησε την πίκρα της, να εκδηλωθεί για την συμπεριφορά της Σουζανας, τότε που δεν την άφησε να βρεθεί με τον Τερρυ. Έπεσε να κοιμηθεί, αφού η αναστάτωση που της προξένησε αυτό το γράμμα, περνούσε σιγά-σιγά.

Το επόμενο πρωί όμως, αποφάσισε να μην στείλει το γράμμα. Ξυπνώντας με μια ανανεωμένη διάθεση, αποφάσισε ότι το κεφάλαιο: Σουζανα, αποτελει παρελθόν, και πως η ίδια η Σουζάνα, θα πρέπει να κατακτήσει τον Τερρυ, και όχι να περιμένει βοήθεια από τους υπόλοιπους. Εκείνη (η καντυ), έδωσε μια υπόσχεση, και δεν έκρινε σκόπιμο να την επαναλαμβάνει συνέχεια. Άλλωστε, ακόμη δεν ξέχασε τον Τερρυ, και της φαινόταν επώδυνο, να επαναλαμβάνει κάθε λίγο, την απόφαση της να τον χωρίσει. Πέταξε το γράμμα, ευχήθηκε στον Τέρρυ κάθε ευτυχία, και έτρεξε να βρει την Παττυ και τα παιδιά.

Οι ευτυχισμένες μέρες, στο ορφανοτροφείο ήρθαν ξανά, μέχρι την μέρα που η Παττυ, αποφάσισε φύγει και να επισκεφθεί τους γονείς της. Είχε ήδη περάσει αρκετός καιρός, και τώρα όλα τα γεγονότα που πόνεσαν και τις δύο, τα γιάτρευε σιγά-σιγά ο χρονος. Από τον Άρτσι και την Άννυ, λάμβαναν συχνά νέα, και μέσω αυτών μαθαιναν νέα και του Άλμπερτ. Ο ίδιος ο Άλμπερτ, έμοιαζε σαν να τον απορρόφησαν οι δουλειές των Άντλευ, και είχε καιρό να επικοινωνήσει με την καντυ. Η Καντυ αναρωτιόταν, γιατί!
 
4ο μέρος

 


Οι μήνες πέρασαν αργά, στο ορφανοτροφείο. Για την Καντυ ήταν η ιδανική ευκαιρία να αφήσει πίσω της το παρελθόν, και να αρχίσει να κοιτά το μέλλον αισιόδοξα. Ξαναβρήκε το κέφι της και την ζωντάνια της. Με την Παττυ, και τα υπόλοιπα παιδία να την επισκέπτονται συχνά, αλλά και να αλληλογραφούν, περνούσε ευχάριστα ο καιρός. Παράλληλα μάθαινε και νέα των υπολοίπων. Όπως του Νηλ για παράδειγμα που του πήρε λίγο χρόνο για να την ξεπεράσει. Τελικά, πρέπει στ’ αλήθεια να με ερωτεύτηκε, σκέφτηκε η Καντυ! Κρίμα που το παρελθόν, δεν του άφησε καμιά ευκαιρία, να με διεκδικήσει. Ο Νηλ, δεν ξαναγύρισε στις παλιές του συνήθειες, προς έκπληξη της Ελίζας, που την στεναχώρησε πολύ αυτή η αλλαγή. Τώρα που δεν είχε την Καντυ στα πόδια της, και έβλεπε και τον αδερφό της να απομακρύνεται, αισθανόταν μια θλίψη και μια βαρεμάρα. Τον Νηλ τον κυνηγούσαν διάφορες κοπέλες, τύπου Νταιζης, αλλά εκείνος, μετά την Καντυ, κατέστη δύσκολο να τον συγκινήσει μια γυναίκα. Τις σύγκρινε όλες μαζί της. Η Ελίζα από την άλλη δεν υπήρξε τόσο τυχερή. Κανείς από όσους γνώριζε, δεν φαινόταν να συγκινείται μαζί της.

Βαριεστημένη από όλα αυτά, έστρεψε το ενδιαφέρον της, στο ειδύλλιο του Άρτσι και της Άννυς, Όσο ήταν παρών η Καντυ, η Ελιζα έστρεφε εκεί το μίσος της. Τώρα όμως, απουσία Καντυς, αποφάσισε να ασχοληθεί, με την δεύτερη ορφανή, που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της, σε έναν Άντλευ.

Στην αρχή, την πρόσβαλε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά η Άννυ δεν αντιδρούσε όπως η Καντυ. Μετά εξέφρασε τις αντιρρήσεις της, στην θεία Ερλόυ. Αλλά η θεία, δεν έβρισκε αντίρρηση σε ένα συμπεθεριό με τους Μπράιτον. Και η Άννυ, δεν έμοιαζε καθόλου με την Καντυ. Είχε πάνω της, τον αέρα του καλού κόσμου. Τέλος, ζήτησε βοήθεια από τον ΄Νηλ, αλλά και εκείνος δεν είχε την ίδια διάθεση όπως παλιά, αν και δεν της αρνήθηκε βοήθεια.

Με όλα αυτά, δυσκόλευαν την θέση των Άρτσι-Άννυ, αλλά όλα έδειχναν πως εκείνοι είχαν πάρει τις αποφάσεις τους για το μέλλον, και αυτές οι δυσκολίες, απλά δυνάμωναν της αγάπη τους. Ειδικά ο Άρτσι, που ο θάνατος του Στήαρ τον είχε συγκλονίσει, έμοιαζε τώρα πολύ πιο ώριμος, και αποφασισμένος όσο ποτέ για την ζωή του.

Στον μήνα που ακολούθησε άρχισαν να γίνονται οι ετοιμασίες για το μνημόσυνο του Στήαρ. Για ακόμη μια φορά, οι δυσάρεστες αναμνήσεις γύρισαν ξανά. Τις ετοιμασίες ανέλαβε ο Άλμπερτ, που αποφάσισε να γίνουν στο Λεικγουντ, και κάλεσε εκτός από όλους τους συγγενείς και αγαπημένους φίλους του Στήαρ.

Προηγουμένως όμως, ένα ακόμη νέο από μακριά, τάραξε και πάλι την ζωή της Καντυ. Στο Σικάγο, γίνονταν οι ετοιμασίες για το νέο έργο του Σαίκσπηρ, ¨Άμλετ¨. Τον ρόλο τον πήρε ο Τέρρυ, ενώ Οφηλία, έγινε η Καρρεν. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά, δεν έπαυαν να σχολιάζουν την εντυπωσιακή επιστροφή του Τέρρυ, και να τον ανεβάζουν σε ηθοποιό πρώτου μεγέθους. Η Καντυ όλα αυτά τα μάθαινε από μακριά. Καμάρωνε κρυφά για εκείνον. Χαιρόταν με την επιτυχία του. Οι φωτογραφίες του Τερρυ, τον έδειχναν πολύ συχνά μαζί με την Σουζανα, και η έκφραση που είχαν τα πρόσωπα τους, έκανε την Καντυ να πιστεύει πως βρήκαν την ευτυχία. Οι εφημερίδες επιπλέον, ενίσχυαν την άποψη αυτή, με το να γράφουν πόσο στηρίζει την Σουζάνα ο Τερρυ, και πόσο εκείνη αυτόν, και να αναρωτιούνται πότε θα γίνει ο γάμος τους. (εδώ η καντυ, ένιωσε ένα αγκάθι στην καρδιά), αλλά εκείνοι, δεν έδειχναν να έχουν τέτοια σχέδια ακόμη.

Στο ορφανοτροφείο δεν έμεινε ασχολίαστο το γεγονός. Η κα Πονυ, χάρηκε με τα νέα. Το ίδιο και η αδερφή Μαρία, ενώ συζητήθηκε κρυφά μεταξύ τους, αν η Καντυ ξεπέρασε τον Τέρρυ, και να θα μπορούσε ποτέ να τον αντικρίσει ξανά, χωρίς να πονέσει. Και ενώ όλα εδειχναν πως θα έμεναν εκεί, έφτασε ένα γράμμα της Ελινορ Μπεκερ, μαζί με ένα εισιτήριο για την παράσταση του Τέρρυ. Στο γράμμα, εξεφραζε για άλλη μια φορά τις ευχαριστίες της Ελινορ, προς την Καντυ, για όλο το καλό που έκανε στον Τερρυ. Και με την πρόσκληση έγραφε πως της την έστειλε, γιατί η Καντυ, κανονικά θα έπρεπε να ήταν το τιμώμενο πρόσωπο αυτής της παράστασης, μιας και χωρίς αυτήν, ο Τερρυ, δεν θα μπορούσε επιστρέψει στο θέατρο ξανά
 
5ο μερος





Η καντυ διάβασε ξανά και ξανά, το γράμμα της Ελινορ, κρατώντας το εισιτήριο στα χέρια της. Πόσο απλό θα ήταν, σκέφτηκε. Ένα τρένο, και σε λίγες ώρες θα βρίσκομαι κοντά στον Τερρυ, να τον δω από κοντά, να τον καμαρώσω να παίζει. Η σκέψη της Σουζανας όμως ήρθε, εκείνη την στιγμή. Αναρωτήθηκε τότε, πόσες φορές στο παρελθόν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο, και δεν το έκανε, γιατί πίστευε ότι στο μέλλον θα έχει άπλετο χρόνο μαζί του. Και να που το μέλλον ήρθε, αλλά όχι όπως το περίμενε. Τώρα πια δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο να τον καμαρώνει από μακριά. Ένα δάκρυ, κύλησε στο μάγουλο της. Τέρρυ, σκέφτηκε, ακόμη δεν σε ξέχασα. Υπήρξες η μεγάλη μου αγάπη. Γιατί μας χώρισε έτσι άδικα η ζωή; Πόσα πράγματα, θέλαμε να πούμε, και δεν προλάβαμε! Θέλω να σου πω τόσα πολλά. Πως τα κατάφερα μέχρι σήμερα, και πόσο σε αγάπησα. Το ένιωσες άραγε ποτέ σου; Αλλά θα το κάνω τώρα.

Με μια αποφασιστική κίνηση, σηκώθηκε και πήγε προς το γραφειάκι της, και πήρε μολύβι και χαρτί. Αποφάσισε να του γράψει και να του πει, όλα όσα δεν πρόλαβε τότε. Ξεκίνησε το γράμμα της, λέγοντας του, για την επιτυχία του, στον Άμλετ. Αλλά συνέχισε γράφοντας του, όλα αυτά που τράβηξε για να γίνει νοσοκόμα. Του είπε ακόμη, πως εκείνη την μέρα που ο Τερρυ, ανέβηκε στον χιονισμένο λόφο της Πονυ, ανέβηκε και εκείνη ξωπίσω του, και συνειδητοποίησε πως έχανε ο ένας τον άλλον την τελευταία στιγμή. Συνέχισε, με την παράσταση που δεν μπόρεσε να δει, και πως τον έψαχνε μάταια εκείνο το βράδυ, όπως και εκείνος. Με μια δόση ειρωνείας, η καντυ έγραψε, πως εκείνο το βράδυ, ήταν σημάδι για τον χωρισμό τους. Η μοίρα, φαίνεται, δεν τους ήθελε μαζί! Ανέφερε τον θάνατο του Στηαρ, αλλά και την αποκάλυψη του Άλμπερτ, και έκλεισε το γράμμα της, με τον θαυμασμό της για το κουράγιο και την αγάπη της Σουζανας. Τον προέτρεψε να μην την αφήσει ποτέ, και του υπενθύμισε πως εκείνη (η καντυ) θα είναι η πάντα η μεγαλύτερη θαυμάστρια του. Του είπε πως θα είναι σαν να είναι κάπου κοντά την ώρα που θα παίζει, και θα τον καμαρώνει. Υπέγραψε, με το παρατσούκλι, που της κόλλησε ο Τερρυ, και σαν υστερόγραφο, έγραψε, πως, τον αγάπησε.

Με το γράμμα αυτό, η καντυ ένιωσε σαν να απελευθέρωσε όλον τον πόνο που είχε βαθιά κρυμμένο μέσα της, και σαν να ελευθερώθηκε επιτέλους. Σήκωσε τα μάτια, και είδε τον ήλιο, που είχε ήδη μεσημεριάσει, και χάρηκε με την υπέροχη μέρα που αντίκρισε. Μέσα της, ένιωσε πως έκανε για ακόμη μια φορά, μια νέα αρχή. Αναρωτιόταν πόσες φορές ακόμη θα της συνέβαινε αυτό, και αν θα καταλήξει ποτέ θα γίνει ευτυχισμένη. Το γράμμα βρισκόταν στο τραπεζάκι. Για μια στιγμή, για μια τόση δα στιγμούλα δείλιασε να το στείλει. Αν ο Τερρυ, πονούσε όταν θα το διάβαζε αυτό το γράμμα; Τι νόημα είχε πια να του ξυπνήσει αναμνήσεις που πονάνε; Γιατί πάντα θα πονάνε, τόσο εκείνη, όσο και εκείνον. Η αγάπη τους, μπορεί να έζησε όσο ένα φύσημα του κεριού, η ανάμνηση της όμως, θα παραμείνει για πάντα στις καρδιές τους. Αργά και σταθερά η Καντυ, έσκισε το γράμμα. Άλλωστε τον σκοπό του, τον πέτυχε. Εκείνη έβγαλε όλα όσα είχε μέσα της και την έπνιγαν και δεν μπορούσε σε κανέναν να πει. Με το γράψιμο απελευθέρωσε τον πόνο της. Άλλωστε δεν ήταν και απόλυτα ειλικρινής στο γράμμα της. Έγραψε, ¨Σε αγάπησα¨, ενώ έπρεπε να γράψει, ¨σε αγαπώ ακόμη¨
 
6ο μέρος

Η μέρα για το μνημόσυνο του Στήαρ έφτασε, και μαζεύτηκαν όλοι στο Λεικγουντ. Η θεια, ο Άλμπερτ, οι Ραγκαν, οι Κορνουελ, αλλά και η Καντυ με την Άννυ και την Παττυ. Το μνημόσυνο έγινε σε κλίμα συγκίνησης. Κανείς δεν είχε ξεχάσει τον αγαπημένο Στηαρ. Ήταν σαν ήταν εκεί κοντά τους, και να ετοίμαζε μια ακόμη εφεύρεση του. Μετά το μνημόσυνο, πέρασαν όλοι στην μεγάλη αίθουσα με τους πίνακες. Τώρα, είχε προστεθεί και το πορτραίτο του Στηάρ, ανάμεσα στα υπόλοιπα. Τον ζωγράφισαν με την στολή του πιλότου, περήφανος να χαιρετά, ένας ήρωας πόλεμου! Η συναισθηματική φόρτιση ήταν έντονη στην αίθουσα! Αυτό όμως δεν εμπόδισε μερικούς, στο να αρχίσουν να κάνουν επικριτικά σχόλια για τους υπόλοιπους, με πρώτη και καλύτερη την Ελιζα, με την μητέρα της. Ο Νηλ, φαινόταν λίγο άβολα, που συνάντησε την καντυ. Η κα Ραγκαν όμως, άφησε το μίσος για την Καντυ (ειδικά μετά το φιάσκο του αρραβώνα) να ξεχυθεί ελεύθερο. Το βλέμμα όμως το Άλμπερτ, δεν τους άφησε να συνεχίσουν. Η Ελιζα, κατάλαβε πως από εδώ και μπρος τα πράγματα θα είναι δύσκολα, γιατί η υποστήριξη της θειας, δεν μέτραγε πια, μπροστά στον μεγάλο θειο Γουίλιαμ. Άσε που η θεια, μετά που κατάλαβε, πως η καντυ, φρόντιζε τον άρρωστο Άλμπερτ, άλλαξε διακριτικά στάση απέναντι της. Δεν την υποστήριζε και ανοιχτά, αλλά δεν την κατέκρινε, και αν άκουγε κάτι κακό εναντίον της, έλεγε πως δεν ανεχόταν τα κουτσομπολιά, και δεν άφηνε τον άλλον να συνεχίσει.

Εκεί όμως που δοκιμάστηκαν τα νεύρα της Ελιζας και της κας Ραγκαν, ήταν όταν ο Αλμπερτ άρχισε να συζητά με την Καντυ, δείχνοντας την, την φανερή προτίμηση του. Τότε… εφιαλτικά σενάρια, άρχισαν να δημιουργούνται στο μυαλό τους. Το σενάριο, ο Άλμπερτ να παντρευτεί την Καντυ, και να γίνει εκείνη η πρώτη κυρία των Άντλευ, πιο πάνω ακόμη και από την Ερλόυ, για πρώτη φορά, ήρθε και θρονιάστηκε στο μυαλό τους.. και τα υπόλοιπα γεγονότα, μόνο εκεί οδηγούσαν. Θυμήθηκαν τότε, πως ο Άλμπερτ ήταν εκείνος που διέταξε την υιοθεσία της Καντυ. Και εκείνος ήταν που ζούσε μαζί με την καντυ, όσο είχε αμνησία. Ποιος να ξέρει, τι να έγινε μεταξύ τους, όλο αυτό το διάστημα, και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που η Καντυ, δεν ήθελε τον Νηλ. Πιθανόν να αποσκοπούσε πιο ψηλά στους Άντλευ. Μάνα και κόρη, μόλις που στέκονταν στα πόδια τους σκεφτόμενες αυτά, ενώ η Ελιζα αναλογιζόταν επιπλέον, ποιο τελικά θα ήταν χειρότερο : να παντρευόταν η καντυ τον Τερρυ, ή τον μεγάλο Θείο;

Η δε καντυ, συζητούσε ήρεμα με τον Άλμπερτ. Εκείνη η αγωνία που είχε από τον καιρό που κατάλαβε πως ήταν ο πρίγκιπας, είχε από καιρό υποχωρήσει. Τώρα πια χαιρόταν με την παρουσία του, και που απολάμβανε μόνο εκείνη την προσοχή του. Ο Άλμπερτ όμως δεν φαινόταν ανέμελος όπως παλιά. Φαινόταν σαν να ήθελε κάτι να της πει, αλλά τελικά δεν της το είπε. Η Καντυ προσπάθησε να δει αυτή την οικειότητα που είχαν οι δύο τους παλιά, αλλά για κάποιον λόγο ο Άλμπερτ της φαινόταν απόμακρος. Ίσως γιατί εδώ, πρέπει να είναι ο Μεγάλος Γουίλιαμ, σκέφτηκε και παρηγορήθηκε. ‘Όταν όμως ο Άλμπερτ έκανε γνωστό πως θα κάνει ευθύς αμέσως κάποια επαγγελματικά ταξίδια, έπιασε τον εαυτό της, να στεναχωριέται. Αναρωτήθηκε γιατί χάθηκαν τόσο καιρό οι δύο τους. Και όμως, πριν καιρό ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, και αμέσως μετά τις αποκαλύψεις χάθηκαν οι δυο τους. Βέβαια το επεδίωξε και η Καντυ, αλλά τώρα φαινόταν να το μετανιώνει, ειδικά την στιγμή που άκουσε για το ταξίδι του. Ελιζα και κα Ραγκαν πάλι, άκουσαν τα νέα με ανακούφιση!
 
7o μέρος

 


Ο Άλμπερτ έφυγε την επομένη για το ταξίδι του, αφήνοντας πίσω την καντυ. Της έλειπε ο Άλμπερτ. Της έλειπε το πόσο κοντά ήταν πάντα ο ένας στον άλλον, και πως είχαν απομακρυνθεί τώρα τελευταία μεταξύ τους. Δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει αυτό. Στο μυαλό της, ερχόταν και έφευγαν, όλα αυτά που πέρασε μαζί με τον Άλμπερτ. Θυμήθηκε όταν τον πρωτοσυναντησε σαν πρίγκιπα του λόφου, και πως αργότερα της έσωσε την ζωή. Ξέροντας ποια, ποιος στ’ αλήθεια είναι, έβαλε κάτω τα γεγονότα, που συνέβηκαν μέχρι τότε. Αυτό που ανακάλυψε την συγκλόνισε. Ο Άλμπερτ δεν την άφηνε στιγμή μόνη της. Πάντα ήταν κοντά της και την προστάτευε. Ακόμη και τις στιγμές που ήταν μόνη και απελπισμένη, και πίστευε ότι κανείς δεν θα την βοηθούσε, εκείνος πάντα άγγελος-προστάτης της, την βοηθούσε πάντα. Αναρωτήθηκε τότε για πρώτη φορά, τι αισθήματα να έτρεφε στ’ αλήθεια ο Άλμπερτ για εκείνη. Μέχρι τότε δεν το είχε σκεφτεί, και εκείνη τον αντιμετώπιζε ή σαν μεγάλο αδερφό, ή σαν φίλο της. Εκείνος, δεν θα μπορούσε να έχει μόνο αισθήματα φιλίας, αφού έκανε τόσα για εκείνη. Της φάνηκε λίγο τραβηγμένο να είναι ερωτευμένος μαζί της, και εξάλλου ποτέ δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Από την άλλη, εκείνη ήταν απασχολημένη με τον Τερρυ, και έτσι και να έδειχνε εκείνος κάτι, ποτέ δεν θα το πρόσεχε.

Με αυτές τις σκέψεις περνούσε τις μέρες της, και ο καιρός κυλούσε, μέχρι που μια μέρα έφτασε μια κάρτα από τον Άλμπερτ. Ήταν στο Σάο Πάολο, και της έγραφε σε 3 σειρές τα νέα του, πως αγόρασε σε όλους σουβενίρ, και πως όταν θα έρθει σκοπεύει να την επισκεφτεί. Αυτό το γράμμα, όση χαρά της έδωσε όταν το πήρε στα χέρια της, άλλη τόση απογοήτευση, πήρε όταν το διάβασε. Ο Άλμπερτ της έγραφε πολύ αδιάφορα, σαν να μην ήταν ο παλιός Άλμπερτ που πέρασαν τόσα μαζί. Αφού πέρασε λίγη ώρα, αποφάσισε να του γράψει και εκείνη, περίπου στο ίδιο στιλ, και αφού του αναφέρει τα νέα της, να τον ρωτήσει αν ήθελε να της πει κάτι εκείνη την μέρα στο μνημόσυνο.

Το επόμενο γράμμα του Άλμπερτ, ήταν σε πολύ διαφορετικό στιλ. Της έγραφε αν ήθελε στο επόμενο ταξίδι του, να την πάρει μαζί της. Η Καντυ δεν πίστευε στα μάτια της, όταν διάβαζε εκείνες τις γραμμές. Ο Άλμπερτ της πρότεινε να την ακολουθήσει στα ταξίδια της. Τι να σήμαινε άραγε αυτό; Ακόμη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Και τότε έφτασαν στα αυτιά της, και άλλα άγνωστα για εκείνη γεγονότα από το παρελθόν. Ο Τζωρτζ, ήταν πολύ ερωτευμένος με την μαμά του Άντονυ, αλλά η Ροζμαρι διάλεξε τελικά άλλον για σύζυγο. Ο Τζωρτζ, όπως και η Καντυ, ήταν υιοθετημένος από την οικογένεια των Άντλευ. Η Καντυ ένιωσε ευτυχής που έμαθε αυτά τα γεγονότα για αγαπημένα της πρόσωπα, που έστω συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν. Ο Τζωρτζ δεν της φαινόταν πια τόσο αυστηρός και απρόσιτος. Έβλεπε πια την ευαίσθητη πλευρά του, που έκρυβε καλά τόσον καιρό.

Πλησίαζε πια ο καιρός που ο Άλμπερτ θα γύριζε πίσω. Η καρδιά της Καντυ, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Του έγραψε ένα τελευταίο γράμμα, πριν την συνάντηση τους, όπου άφησε τα συναισθήματά τους να ξεχυθούν. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως ήταν μια έμμεση ερωτική εξομολόγηση με τα τόσα που έγραφε, όπως πόσο ανυπομονεί να τον δει, και δεν μπορεί να κοιμηθεί, και πως ευχαριστεί τους γονείς της που την άφησαν στο ορφανοτροφείο, αφού αυτό το γεγονός, στάθηκε αφορμή να τον συναντήσει.

Η αλήθεια βέβαια ήταν πως η καντυ, δεν πολυκαταλαβε, τι θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από το γράμμα της. Εκείνη αυθόρμητη όπως πάντα, έγραψε αυτά που αισθανόταν.

Η μέρα που θα ερχόταν ο Άλμπερτ έφτασε, και η καρδιά της Καντυ, πλημμύρισε από αγωνία. Έτρεξε στον αγαπημένο της λόφο, να τον δει να έρχεται από μακριά, ενώ το μυαλό της πλημμύριζαν χιλιάδες σκέψεις. Μέρες τώρα είχε ονειρευτεί αυτή τους την συνάντηση. Αυτή την φορά ήταν όλα διαφορετικά. Όλες τις προηγούμενες ο Άλμπερτ εμφανιζόταν ξαφνικά στην ζωή της, αλλά τώρα της έγραψε να τον περιμένει. Και να τώρα που έβλεπε το αυτοκίνητο του, να έρχεται από μακριά.
 
8o μέρος

 


Η καρδιά της φτερούγισε στο στήθος της. Επιτέλους ερχόταν, σκέφτηκε! Έτρεξε να τον προϋπαντήσει, όμως.. από το αυτοκίνητο βγήκε μόνο ο Τζωρτζ, ο οποίος, αφού την χαιρέτησε, της μετέφερε μήνυμα από τον Άλμπερτ, που έλεγε πως ο ίδιος, λόγω υποχρεώσεων, δεν κατέστη δυνατό να έρθει, και έστειλε τον Τζωρτζ να φέρει δώρα στα παιδιά και στην ίδια. Η απογοήτευση της Καντυ ήταν μεγάλη. Τα δώρα κατέβηκαν, και τα παιδιά έτρεξαν ξετρελαμένα, να τα ανοίξουν. Ο Άλμπερτ, έφερε δώρα και για την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία. Αμίλητη η Κάντυ άνοιξε το δικό της. Ήταν ένα καλοκαιρινό φόρεμα. Πολύ όμορφο, σκέφτηκε.

Τα παιδιά ξεφώνιζαν χαρούμενα, ανοίγοντας τα δώρα τους. Πρώτη φορά, έβλεπαν τόσα παιχνίδια μαζεμένα, η κα Πονυ και η αδερφή Μαρία, ξετρελάθηκαν και αυτές με τα δώρα τους. Ο Άλμπερτ, με πόση αγάπη φαινόταν να διάλεξε όλα αυτά τα παιχνίδια και τα άλλα δώρα! Με την πίεση των παιδιών, ή Καντυ φόρεσε και εκείνη το φόρεμα της. Ήταν πανέμορφο, ροζ απαλό πάνω, και λευκό στο κάτω μέρος, με πολλά μικρά λουλουδάκια (μαντέψτε ποιο), και της έστρωνε τέλεια. Ο Άλμπερτ φαινόταν να γνωρίζει καλά τις αναλογίες της!

Κουρασμένη από τις φωνές των παιδιών, αποφάσισε να πάει στον αγαπημένο της λόφο. Στάθηκε κάτω από το δέντρο, και άφησε το βλέμμα της περιπλανηθεί, και τις αναμνήσεις να την κυριέψουν. Άλμπερτ! Φώναξε, γιατί δεν ήρθες; Δεν σου έλειψα καθόλου; Εγώ σε περίμενα!

Και τότε κάτι ακούστηκε πίσω της. Ξαφνιασμένη, γύρισε το κεφάλι της, και.. αντίκρισε.. τον Άλμπερτ! Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε! Σε περίμενα, της είπε! Είμαι εδώ αρκετή ώρα, και περίμενα πότε θα αποφάσιζες να ανέβεις εδώ πάνω. Βλέπω ότι σου έλειψα πολύ! Πρόσθεσε, και στο πρόσωπό του καθρεφτίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο! Ω Άλμπερτ! Είπε η Καντυ, πως μπόρεσες να μου παίξεις ένα τέτοιο αστείο! Αφού το ξέρεις πως ανυπομονούσα τόσο να σε δω. Έτρεξε και τον αγκάλιασε! Επιτέλους ο Άλμπερτ της, γύρισε, και ήταν πάλι κοντά της. Μου έλειψε αυτός ο λόφος, της είπε. Πως ήταν ποτέ δυνατόν να πιστέψεις πως θα ερχόμουν με το αυτοκίνητο; Είμαι ο Άλμπερτ που ήξερες, που λάτρευε την φύση, και που το έσκαγε για να βρίσκεται κοντά της. Όλο αυτό το διάστημα, ταξίδεψα πολύ, γνώρισα για άλλη μια φορά, καινούργιους τόπους, αλλά για πρώτη φορά, βλέπω πως την ομορφιά αυτού του λόφου δεν την έχει κανείς. Σε φανταζόμουν εδώ πάνω, να ανεβαίνεις, για να ονειρευτείς, και ίσως και με περιμένεις να γυρίσω. Η καντυ, γύρισε και τον κοίταξε. Μα και βέβαια σε περίμενα Αλμπερτ, του είπα. Μετρούσα τις μέρες πότε θα γυρίσεις, και να που επιτέλους γύρισες ξανά!

Και θα ξαναφύγω, της είπε! Παρουσιάστηκε ένα ακόμη ταξίδι, και πρέπει να φύγω πάλι δυστυχώς! Η καντυ ένιωσε την απελπισία να την κυριεύει. Δεν θα το άντεχε αυτό. Πάνω που ήρθε, θα ξαναφύγει πάλι. Ωστόσο ο Άλμπερτ έμεινε για δείπνο, και αργότερα έφυγε με τον Τζωρτζ. Δεν θα μπορούσε να ξανάρθει σύντομα της είπε, γιατί τον περίμεναν δουλειές στην πόλη

Την επομένη επισκέφτηκαν το ορφανοτροφείο η Άννυ με τον Άρτσι, και την Πατυ. Η Κάντυ χάρηκε πάρα πολύ που τους είδε ξανά. Πόσο της είχαν λείψει οι φίλοι της. Ο Άρτσι με την Άννυ φαίνεται πως είχαν κάποιο λόγο που ήρθαν. Είχαν αποφασίσει να αρραβωνιαστούν, και ο Άρτσι ήρθε να ζητήσει το χέρι της Άννυς, και από την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία. Η χαρά όλων ήταν έκδηλη. Το ίδιο βράδυ στήθηκε πάρτι για να γιορτάσουν το γεγονός, και η καντυ, αναρωτήθηκε πώς να το πήραν η Ελίζα και ο Νήλ όταν το άκουσαν. Λιγάκι βαριά! Της απάντησε ο Άρτσι, αλλά πάψαμε από καιρό να τους υπολογίζουμε. Και ούτε έχουν πέραση πια οι δολοπλοκίες τους, σαν να χάσανε το ταλέντο τους ξαφνικά. Στην πρόποση που ακολουθησε η κα Πόνυ ευχηθηκε κάθε ευτυχία στο αρραβωνιασμένο ζευγάρι, και ευχήθηκε στην Παττυ και στην Καντυ, γρήγορα να πράξουν τα ίδια. Αυτές αρκέστηκαν σε ένα ¨ευχαριστώ¨.

Το ίδιο βράδυ, όλοι έμειναν στο ορφανοτροφείο, με τα 3 κορίτσια να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο, και να κοιμούνται όλα μαζί πάνω σε δύο ενωμένα κρεβάτια. Είχαν τόσα να πουν. Οι παλιές μέρες ανήκαν πια στο παρελθόν. Η Άννυ φαινόταν τρισευτυχισμένη και η Παττυ, είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό. Συζήτησαν για τον γάμο της Άννυς, που θα γινόταν και πότε. Οι οικογένειες ήθελαν έναν κοσμικό γάμο, αλλά ο ΄Αρτσι ήταν αντίθετος. Της Άννυς πάλι, της αρκούσε που θα έπαιρνε τον Άρτσι, δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο. Η κουβέντα ήρθε στον Άλμπερτ, και αν ήταν ενήμερος των γεγονότων. Μα ναι, είπε ή Άννυ, και μάλιστα χάρηκε πολύ. Το ίδιο και η θεία, αν και αυτή, είναι απασχολημένη με άλλον γάμο! Ποιον; Είπε η καντυ. Μα του Άλμπερτ βέβαια! Είναι καιρός να παντρευτεί, και η θεια το έβαλε σκοπό να τον αποκαταστήσει σύντομα. Άσε που τώρα πια που έγινε γνωστό πόσο νέος και όμορφος είναι ο θείος Γουίλιαμ, είναι αρκετές οι καλές οικογένειες στην χώρα που τον προσεγγίζουν. Φημολογείται μάλιστα, πως μια εξ’ αυτών, προσεγγίζει τον Άλμπερτ μέσω επιχειρήσεων, αφού είναι γνωστό πως ο Άλμπερτ, σιχαίνεται τα κοσμικά. Και που να ακούσεις τι σχεδιάζει η θεια. Κανονίζει ένα τάχα επαγγελματικό ταξίδι, για να φέρει κοντά τον Άλμπερτ, και την κόρη των Ριντλευ, με τους οποίους, μάλλον πιστεύω πως τα έχουν συμφωνήσει! Ο δε Άλμπερτ, γνωρίζεται από παλιά με την Λιλιάνα Ρίντλευ

Το χαμόγελο της Καντυ, πάγωσε στο πρόσωπο της, καθώς θυμήθηκε το ταξίδι που της είπε ο Άλμπερτ που σκοπεύει να πάει
 
9ο μέρος





Δεν μπορεί, σκέφτηκε. Δεν είναι δυνατόν, κάποιο λάθος θα έγινε! Η αναστάτωση της, δεν πέρασε απαρατήρητη από την Παττυ, ενώ η Άννυ, πάνω στην χαρά της δεν φάνηκε να το προσέχει. Την επομένη, η καντυ ξύπνησε νωρίς, και πήγε στον αγαπημένο της λόφο. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της και να σκεφτεί, μακριά από τα βλέμματα των άλλων.

Από πότε είσαι ερωτευμένη με τον Άλμπερτ; Τρομαγμένη η Καντυ γύρισε, και αντίκρισε την Παττυ. Πάττυ, τι λες; Καντυ, καιρό τώρα καταλάβαινα πως κάτι σε απασχολούσε, και μόνο χθες το βράδυ, κατάλαβα τι ήταν αυτό! Όχι, δεν είμαι ερωτευμένη με τον Άλμπερτ, είπε η καντυ. Αφού το ξέρεις, ο Άλμπερτ είναι ένας αγαπημένος φίλος. Καντυ, μην ντρέπεσαι να παραδεχθείς τα αισθήματά σου. Σου συνιστώ να ξεκαθαρίσεις γρήγορα πως νιώθεις, και μέχρι που είσαι ικανή να φτάσεις για τον Άλμπερτ. Εγώ φεύγω, θα σε αφήσω να σκεφτείς, αλλά αποφάσισε τι νιώθεις. Και με αυτά τα λόγια, η Πάττυ κατηφόρισε τον λόφο.

Η καντυ έμεινε μόνη. Πότε ερωτεύτηκα τον Άλμπερτ; Αναρωτήθηκε; Πότε έγινε και δεν το κατάλαβα; Στο μυαλό της ήρθαν τα πρόσφατα γεγονότα. Ήταν εκείνη η μέρα, που κατάλαβε πως ήταν ο πρίγκιπας του λόφου, που ένιωσε τον έρωτα, να φουντώνει μέσα της, Ένας έρωτας που άνθισε, σιγά-σιγά, την εποχή που έμεναν μαζί. Μόνο που τότε δεν μπόρεσε να το προσδιορίσει, και γι’ αυτό ένιωθε άβολα τότε. Έτσι γίνεται πάντα. Ποτέ δεν το καταλαβαίνεις, αλλά όταν συμβεί αυτό, τίποτα πια δεν είναι το ίδιο.

Αλλά εκείνος να είναι ερωτευμένος μαζί της; Και αν ναι, γιατί την αποφεύγει; Δεν είναι πια ο Άλμπερτ που ήξερε. Να τρέχει άραγε τίποτα με την Λιλιάνα; Φαντάσου ο Άλμπερτ να είναι ερωτευμένος μαζί της. Μα ο Άλμπερτ της είχε υποσχεθεί σε ένα γράμμα του, να κάνουν το επόμενο ταξίδι μαζί. Η Καντυ ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Ήταν ερωτευμένη με τον Άλμπερτ. Δεν άντεχε να τον νιώθει, ότι θα ήταν μαζί με μια άλλη γυναίκα, και έπρεπε να του το πει
 
10ο μέρος

 


Ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει, και η Καντυ, ήταν ακόμη στον αγαπημένο της λόφο και σκεφτόταν. Κανείς δεν την φώναξε για πρωινό, αλλά μάλλον η Πάττυ πρέπει να έβαλε το χεράκι της σε αυτό. Η Καντυ, δεν σταμάτησε να σκέφτεται τον Άλμπερτ, και τι θα μπορούσε να κάνει. Και ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση. ¨Θα πρέπει να πάω να τον βρω¨, κατέληξε εν τέλει! ¨Και θα δω τι θα του πω. Αυτό που μένει τώρα, είναι να βρω που είναι¨.

Με αυτές τις σκέψεις κατηφόρισε στον λόφο, και έφτασε στο ορφανοτροφείο. Κανείς δεν την ρώτησε γιατί άργησε. Σαν να ήξεραν. Λίγο αργότερα, και ενώ έστρωναν το τραπέζι, η Άννυ, ανέφερε ¨τυχαία¨, στην διάρκεια μιας συζήτησης, πως ο Άλμπερτ βρίσκεται στο σπίτι της θείας Ερλόυ στο Σικάγο, προκειμένου, να κανονίσουν το επικείμενο ταξίδι του. Η καντυ, έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η μέρα, και την επόμενη, είπε πως πρέπει να κάνει επίσκεψη στον γιατρό Μάρτιν, προκειμένου να συζητήσουν κάτι. Και πάλι κανείς δεν την ρώτησε το παραμικρό.

Το ταξίδι, της έμοιαζε ατέλειωτο, και η καρδιά της φτερούγιζε στο στήθος της. Ο καιρός δεν την βοηθούσε. Εϊχε αρχίσει να συννεφιάζει, και προμηνύονταν μπόρα. Επιτέλους κατά το βραδάκι έφτασε στο Σικάγο, και κατευθύνθηκε προς το σπίτι των Άντλευ που βρισκόταν στα προάστια. Αργά αργά, διέσχισε τον μεγάλο κήπο μέχρι που έφτασε στην κύρια είσοδο, και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε ένας υπηρέτης, και της απάντησε όταν τον ρώτησε, πως ο κος Άλμπερτ, βρισκόταν στο μεγάλο σαλόνι μαζί με την θεία Ερλόυ. Η Καντυ τον παρακάλεσε να τον φωνάξει, και εκείνος πρόθυμος, πήγε να τον ειδοποιήσει.

¨Και τι τον θέλεις εσύ, τον θείο Γουίλιαμ;¨ Ξαφνιασμένη η καντυ, γύρισε το βλέμμα και αντίκρισε στα σκαλοπάτια την Ελίζα, να την κοιτάζει αγριεμένη (όπως πάντα άλλωστε). ¨Ελίζα, δεν σε αφορά, τι θέλω τον Άλμπερτ¨, της απάντησε. ¨Εγώ όμως ξέρω τι τον θέλεις¨ της απάντησε η Ελίζα. ¨Βάζεις με τον μυαλό σου, να τον τυλίξεις και εκείνον, όπως έκανες και με τον Άντονυ, αλλά και με τον Τέρρυ; Αυτό όμως δεν θα σου περάσει αυτή την φορά. Δεν θα τον καταστρέψεις και αυτόν όπως έκανες με τον Άντονυ. Δεν θα αφήσω εγώ να το κάνεις. Γύρνα στο ορφανοτροφείο, εκεί όπου είναι η θέση σου, και να μην σε ξαναδούμε πια. Από τότε που μπήκες στην ζωή μας, όλα στραβά μας πήγανε¨. ¨Ελίζα, δεν ευθύνομαι εγώ για όλα αυτά¨, της απάντησε η Καντυ. ¨και δεν με αγγίζει πια η κακία σου¨. ¨Φύγε, και μην ξαναπατήσεις εδώ¨ της φώναξε έξαλλη η Ελίζα. ¨Αν δεν σε υιοθετούσε ο θείος Γουίλιαμ, και ποιος ξέρει πως το κατάφερες αυτό, ακόμη στους στάβλους μας θα δούλευες. Εκεί που είναι πραγματικά η θέση σου, υπηρέτρια μας, σε εμένα και στον Νήλ¨

¨Ελίζα!!!!!¨ Η Καντυ και η Ελίζα, γύρισαν αμέσως το βλέμμα. Από την άλλη μεριά της αίθουσας, η θεία Ερλόυ, ο Άλμπερτ, αλλά και ο Τζωρτζ, παρακολουθούσαν την σκηνή.

¨θεία Ερλόυ¨ φώναξε η Ελίζα, σίγουρη πως η θεία, θα έπαιρνε το μέρος της, ¨προσπαθούσα να πετάξω έξω την Καντυ, σύμφωνα με τις επιθυμίες σας, αφού είπατε πως δεν είναι ευπρόσδεκτη στο σπίτι¨.

Η απάντηση της θείας όμως την ξάφνιασε : ¨Ελιζα, είσαι μια Ράγκαν, και φρόντισε να συμπεριφέρεσαι, σαν κυρία, και όπως αρμόζει στην τάξη σου. Τέτοια συμπεριφορά, δεν είναι αρμόζουσα, για μια συγγενή των Άντλευ. Γύρνα αμέσως στο δωμάτιο σου, και άφησε να εμένα να κανονίσω την κανονίσω την κατάσταση¨.

¨Μα, θεία Ερλόυ..¨, απάντησε η Ελιζα. ¨εγώ, μόνο εσάς σκέφτομαι¨

¨Ελίζα, στο δωμάτιο σου αμέσως¨ της απάντησε εξαγριωμένος και ο Άλμπερτ.

Η Καντυ, μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε αντιδράσει. Καθόταν ακίνητη, και τους παρατηρούσε όλους. Το βλέμμα της αντίκρισε τον Άλμπερτ, και ξαφνικά ντράπηκε.

¨Τι κάνω εγώ εδώ;¨ σκέφτηκε. ¨Πως μου ήρθε, και θέλησα να τον δω. Μπορεί τελικά να έχει δίκιο η Ελίζα. Δεν έχω καμιά δουλειά εδώ¨.

Γύρισε απότομα, και άρχισε να τρέχει.

¨Κάντυ!!¨ της φώναξε ο Άλμπερτ.

Η Καντυ όμως, δεν γύρισε να δει. Το μόνο που ήθελε, ήταν να εξαφανιστεί.
 
11o μέρος





Ούτε που κατάλαβε πως βγήκε τρέχοντας από το σπίτι.. από την αυλή.. και άρχισε να κατηφορίζει τον μεγάλο ερημικό δρόμο. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, αλλά έσφιγγε τα χείλη με πείσμα, για να μην κλάψει. Στο μυαλό της είχε την τελευταία σκηνή, που η θεία, ο Τζώρτζ και κυρίως ο Άλμπερτ, την έπιασαν την στιγμή που την εξευτέλιζε η Ελίζα. Και εκείνη ( η κάντυ) δεν είχε αντιδράσει στις προσβολές της. Και ο Άλμπερτ, αχ ο Άλμπερτ, την κοίταζε την ώρα που την πρόσβαλε. Δεν ήθελε με τίποτα να συμβεί αυτό.

Με την τελευταία αυτή σκέψη, και μη μπορώντας πλέον να συγκρατήσει τα δάκρυα της, άρχισε να κλαίει για την έκβαση αυτής της συνάντησης, και να μετανιώνει που ήρθε να τον βρει.

¨Ίσως τελικά και να έχει δίκιο η Ελίζα¨, σκεφτόταν ενώ δεν είχε να σταματήσει να τρέχει μέσα στην ερημιά, ¨τι γυρεύω εγώ από τους Άντλευ. Ποτέ δεν ήμουν μια από αυτούς, και ποτέ δεν πρόκειται να γίνω. Και τι ζητούσα από τον Άλμπερτ; Τι ήρθα να του πω; Ήμουν ανόητη, και ακόμη πιο ανόητες, ήταν οι σκέψεις που έκανα. Γιατί δεν άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα; Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη ντροπή στην ζωή μου. Μακάρι να μπορούσα να βρεθώ αυτήν την στιγμή στο ορφανοτροφείο, να χωθώ στην αγκαλιά της κας Πόνυ και να ξεχάσω τα πάντα¨.

Είχε απομακρυνθεί εδώ και ώρα από το σπίτι των Άντλευ, και με αυτές τις σκέψεις δεν είχε καταλάβει ούτε, προς τα πού πήγαινε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φύγει. Αλλά κάποια στιγμή, και ενώ ένιωσε την κούραση να την κυριεύει το κορμί, σταμάτησε. Και τότε μόνο ένιωσε την σκοτεινιά της νύχτας να την περιβάλλει. Βρισκόταν.. ούτε και ήξερε που βρισκόταν! Στην μέση του πουθενά. Τριγύρω της, κανένα σπίτι, μόνο ο ερημικός δρόμος. Αλλά σε αυτόν το ερημικό δρόμο, υπήρχε κάποιος που έτρεχε, και που ερχόταν προς το μέρος της.

Πριν προλάβει να φοβηθεί, αναγνώρισε την φιγούρα του Άλμπερτ να την πλησιάζει. Για μια στιγμή, της ήρθε να το βάλει πάλι στα πόδια, αλλά το μετάνιωσε. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Σχεδόν αμέσως ο Άλμπερτ βρέθηκε απέναντι της. Το πρόσωπό του και τα μάτια του, έλαμπαν από το κυνηγητό, αλλά και από ένα απροσδιόριστο θυμό, που φαινόταν ολοκάθαρα στο βλέμμα του.

¨Κάντυ, τι έγινε; Μπορείς να μου εξηγήσεις για να καταλάβω; Έρχεσαι τόσο δρόμο και μέσα στην νύχτα, απροειδοποίητα για να με δεις. Και πριν προλάβω να σε δω, γυρνάς και φεύγεις, χωρίς να πεις τίποτα σε κανέναν μας; Τι έπαθες; Συνέβη τίποτα στο ορφανοτροφείο; Τι έπαθες Καντυ; Απάντησέ μου! Και γιατί κλαις; Τόσο πολύ σε πείραξε με την Ελίζα;¨

Η Καντυ, τον άκουγε χωρίς να μιλά, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Πόσο θα ήθελε να τον αγκαλιάσει εκείνη την στιγμή, αλλά δεν τολμούσε. Όλα όσα ένιωθε τώρα γι’ αυτόν, την απομάκρυναν από την αγκαλιά του. Την ίδια στιγμή όμως, συλλογίστηκε πως κάτι έπρεπε να πει. Αλλά τι; Να του πει πως έκανε τόσο δρόμο, μόνο και μόνο γιατί άκουσε για την Λιλιάνα Ρίντλευ, και ζήλεψε; Αλήθεια.. ζήλεψε! Ζήλεψε για τον Άλμπερτ. Πρωτόγνωρο και αυτό. Τον ερωτεύτηκε για τα καλά τελικά.

Τα δευτερόλεπτα ωστόσο περνούσαν, και δεν έβγαζε μιλιά. Τον κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια όπως και εκείνος, αλλά ταυτόχρονα ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Τελικά…

¨Ήθελα να σε δω Άλμπερτ, προτού φύγεις για το ταξίδι σου. Μου το είπαν τα παιδιά, ότι θα έφευγες μάλλον αύριο, και θέλησα να σε δω. Αλλά μάλλον ήταν λάθος αυτό που έκανα. Δεν έπρεπε να έρθω. Συγνώμη.¨

¨Καντυ, τι λες; Γιατί ζητάς συγνώμη;¨ την ρώτησε ο Άλμπερτ. ¨Τι έχεις πάθει; Δεν σε αναγνωρίζω. Και γιατί εξακολουθείς να κλαις; Νόμιζες, πως δεν θα ερχόμουν για να σε δω; Αύριο θα ερχόμουν στο ορφανοτροφείο. Αλλά βλέπω ότι τελικά με πρόλαβες, έτσι;¨ και ένα χαμόγελο του, έσπασε την ένταση της στιγμής.

Για μια στιγμή όμως, γιατί τα μάτια της Καντυ, βούρκωσαν πιο πολύ, ακούγοντας αυτά τα λόγια.

¨Δεν έπαθα τίποτα Άλμπερτ. Απλά με πείραξαν τα λόγια της Ελιζας. Τόσα χρόνια πια, και ακόμη δεν την έμαθα. Θα γυρίσω πίσω¨

Έκανε να φύγει, αλλά το χέρι του Άλμπερτ την σταμάτησε. Και όπως την τράβηξε απότομα, τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Το σοβαρό του βλέμμα, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις της.
 
12ο μερος

Όμως, αλίμονο! Η επέμβαση της Ελίζας υπήρξε καθοριστική! Τώρα, το μόνο που ήθελε η Κάντυ, ήταν να εξαφανιστεί. Τον κοίταξε, έτσι όπως την κρατούσε ακόμη. Άραγε να μάντευε τι πάλη γινόταν μέσα της;

Σε μια στιγμή, της φάνηκε πως δεν αναγνώριζε πια τον άνθρωπο που βρισκόταν απέναντι της. Δεν έμοιαζε με τον παλιό της φίλο Άλμπερτ. Εκείνον που εμπιστευόταν απόλυτα, και που έκλαψε στην αγκαλιά του, για τον χωρισμό της από τον Τέρρυ. Έναν άνθρωπο, που θεωρούσε οικογένεια της, ακριβώς σαν την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία.

Ασυναίσθητα τότε, σκέφτηκε πως ήταν οικογένεια της. Τυπικά, ήταν ο πατέρας της! Η λέξη ¨πατέρας¨, την έκανε να ζαλιστεί! Βέβαια την είχε ξανακούσει, αλλά εκείνη την στιγμή, ένιωσε το νόημα της!

Και εκείνη….., ήταν ερωτευμένη μαζί του; Και ο Άλμπερτ; Τι αισθήματα να είχε άραγε για εκείνη; Ποτέ του, δεν ήταν ξεκάθαρος. Και εν τέλει, ποιον είχε απέναντί της εκείνη την ώρα; Τον Άλμπερτ που γνώριζε πάντα; Τον ¨πατέρα¨ της; ή τον άνθρωπο που ένιωθε πως ερωτεύτηκε;

Πως τον ντρεπόταν τώρα πια! Πως χάθηκε αυτή η οικειότητα που είχαν πάντα οι δύο τους; Η συνειδητοποίηση της αγάπης της, τα άλλαξε όλα. Δεν θα μπορούσε πια να τον ξαναδεί όπως πριν!

Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτα άλλο. Το μόνο που ήθελε ήταν, να εξαφανιστεί.

¨Άλμπερτ, το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω στο σπίτι. Άφησε με, σε παρακαλώ¨

και έκανε, να αποτραβηχτεί…

Σχεδόν αμέσως, το πρόσωπο του Άλμπερτ, σκοτείνιασε, με μια έκφραση θυμού. Πιθανόν, να μην περίμενε αυτή της την αντίδραση...

¨Τι πάει να πει, θα γυρίσεις σπίτι! Έχεις την αίσθηση που είσαι Κάντυ; Στην ερημιά! Χιλιόμετρα μακριά από το ορφανοτροφείο. Μήπως λογαριάζεις να γυρίσεις εκεί με τα πόδια; Θα γυρίσεις πίσω μαζί μου, τώρα! Δεν σε αφήνω μόνη¨

¨Άλμπερτ, άφησε με, δεν θέλω να πάω, πουθενά μαζί σου..¨

Και την ίδια στιγμή, μετάνιωσε που το είπε.. Αλλά ήταν αργά πια!

Στο πρόσωπο του Άλμπερτ, καθρεφτίστηκε τώρα η έκπληξη.

Την κοίταξε, με μια έκφραση, που ποτέ της δεν είχε ξαναδεί, και που την έκανε να φοβηθεί.

Η Κάντυ, κατάλαβε, πως ο Άλμπερτ, θύμωσε για τα καλά μαζί της, για πρώτη φορά..

¨Αρκετά πια έκανα υπομονή¨, ξέσπασε, ¨Δεν αντέχω άλλο. Έκανα τα πάντα για σένα. Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα….. που ήμουν κοντά σου, όταν έφυγε ο Άντονυ, και ο Τέρρυ αργότερα…Που ήμουν κοντά σου, σχεδόν κάθε στιγμή… Όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάλαβες τίποτα για μένα; Ούτε καν, και όταν κατάλαβες, πως ήμουν ο Πρίγκιπας του λόφου, που όλα αυτά τα χρόνια αναζητούσες;

Σε άφησα μόνη σου, από εκείνη την μέρα. Ήθελα να σκεφτείς… ήθελα να καταλάβεις… δεν είχα να πω πια τίποτα άλλο. Πίστευα πως θα καταλάβαινες! Αλλά δεν κατάλαβες τίποτα! Περίμενα, έστω και για μια στιγμή, μέχρι την τελευταία στιγμή, κάτι να πεις. Κάτι που να με κάνει.. αλλά το μόνο που είπες, ήταν… αυτό!

Δεν θέλω να σε ξαναδώ πια. Μείνε μόνη αφού το επιθυμείς¨

Και με αυτά τα λόγια, της γύρισε την πλάτη, και απομακρύνθηκε.

Η Καντυ, έμεινε να τον κοιτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει, τι της είχε πει μόλις.. Κατάλαβε καλά; Της είπε πως την αγαπάει; Πως την αγαπούσε όλα αυτά τα χρόνια; Πως περίμενε, μιας της ανταπόκριση;

Τόσα χρόνια δεν τον αγαπούσε, είναι αλήθεια. Όχι έτσι! Τον ένιωθε σαν αδερφό! Αλλά μετά, που άλλαξαν τα αισθήματα της, εκείνος δεν το κατάλαβε; Και κατηγορούσε τώρα εκείνη; Δεν κατάλαβε, πως όλα αυτά, αυτή της η περίεργη συμπεριφορά, ήταν γιατί ήταν ερωτευμένη;

Και τώρα ο Άλμπερτ θύμωσε, και την άφησε μόνη μέσα στην νύχτα. Ο Άλμπερτ της, ποτέ του δεν θα την άφηνε!! Τότε που το έσκασε από τον Νηλ, ο Άλμπερτ ήταν εκείνος που την έψαξε να την βρει. Εκείνος την έκανε να αισθανθεί ασφάλεια, μέσα στην ερημιά εκείνης της νύχτας, και ήταν ο ίδιος ο Άλμπερτ τώρα, που την άφηνε μόνη.

Ήταν ανώφελο, ακόμη και να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Της είπε ξεκάθαρα πως την εγκαταλείπει. Και ήταν θυμωμένος. Αναρωτήθηκε τότε, ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να του φανέρωνε τι ένιωθε για εκείνον τώρα πια, προτού καταλήξουν έτσι! Προτού εκείνος θυμώσει. Αλλά καμιά στιγμή δεν της φάνηκε κατάλληλη. Της πήρε αρκετό καιρό να καταλάβει τι ένιωθε, και ακόμη και τώρα, σχεδόν δεν πίστευε αυτά που ένιωθε! Πως θα μπορούσε να του το πει αν δεν ήταν σίγουρη; Έπειτα, είχαν αρκετό καιρό οι δύο τους να βρεθούν, και αυτό το επεδίωξε ο Άλμπερτ, όπως φανερώθηκε τώρα. Αλλά ακόμη και τώρα, που ήρθε στο Σικάγο για να τον βρει, τα γεγονότα με την Ελίζα, την έκαναν να δειλιάσει.

¨Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως πάντα κάτι συμβαίνει την τελευταία στιγμή, και ανατρέπονται όλα¨, συλλογίστηκε πικρά, ενώ ξεκίνησε αργά, να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτή που έφυγε ο Άλμπερτ

¨ίσως θα ‘πρεπε να αποδεχθώ το γεγονός πως είμαι άτυχη, και να πάψω πια να προσπαθώ¨

Ο ουρανός, είχε σκοτεινιάσει ήδη από το πρωί, την ώρα που ξεκίναγε από το ορφανοτροφείο. Το ίδιο σκοτεινή, ήταν και η καρδιά της, ενώ βάδιζε αργά, μέσα στην συννεφιασμένη νύχτα, χαμένη στις σκέψεις της.

Η βροχή δεν άργησε να ‘ρθει! Το ίδιο και τα δάκρυα της Καντυ! Μόνο που η βροχή ήταν παγωμένη, ενώ τα δάκρυα της, καυτά. Περπατούσε πια, με μόνο σκοπό να φτάσει.. πέρα.. μακριά.. στο ορφανοτροφείο.. με τα πόδια! Αυτός ήταν ο μόνος σκοπός της ζωής της τώρα πια. Μια ζωή, που της πρόσφερε πολύ πόνο και δάκρυα, και εκείνη, ένιωθε πως άντεχε πια άλλο.

Ξαφνικά.. ένα αυτοκίνητο ακούστηκε πίσω της. Έκανε στην άκρη να περάσει, αλλά αυτό σταμάτησε. Η πόρτα του, άνοιξε και εμφανίστηκε ο Τζωρτζ! Της έκανε νόημα να μπει μεσα

¨Δεσποινίς Καντυ¨, της είπε, ¨με έστειλε ο κος Γουίλιαμ, για να σας μεταφέρω στον προορισμό σας. Δεν είναι σωστό να τριγυρίζετε στην νύχτα, ολομόναχη!¨

Ο Τζωρτζ, ήταν ανέκφραστος όπως πάντα…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
13ο μέρος

Και η Καντυ, ένιωθε βαριά την καρδιά της, και.. το βλέμμα του Τζωρτζ! Να ήξερε τι έγινε; Τι του είπε ο Άλμπερτ; Παρόλο που τσακώθηκαν, ακόμη νοιαζόταν για εκείνη, και έστειλε τον Τζωρτζ, αλλά εδώ που τα λέμε, πολύ τυπικό της φαινόταν αυτό. Έστειλε άλλον, εκείνος έφυγε! Της είπε πως δεν ήθελε να την ξαναδεί.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε τον μακρύ δρόμο για το ορφανοτροφείο, διασχίζοντας γοργά τους έρημους και σκοτεινούς δρόμους. Η καντυ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, και κοιτούσε αφηρημένη έξω, ενώ στο μυαλό της ερχόταν αναμνήσεις από τα παλιά.

Ο Τζωρτζ δεν της μιλούσε. Καθόταν στο τιμόνι, με εκείνο το μόνιμο και σοβαρό ύφος του, και φαινόταν απόλυτα προσηλωμένος στην οδήγηση του. Παρόλο που τους χώριζε μόνο το κάθισμα του αυτοκινήτου, η καντυ τον ένιωθε πολύ μακριά.

Κουλουριάστηκε στην θέση της για να ζεσταθεί, γιατί είχε αρπάξει και λίγη βροχή, και άφησε τον εαυτό της να ονειρευτεί.

Κάποια στιγμή την πήρε και ο ύπνος, και ξαφνικά, οι ευτυχισμένες μέρες του Λέικγουντ ζωντάνεψαν μπροστά της. Της φάνηκε πως έβλεπε τον Στήαρ, να έρχεται προς το μέρος της και ήταν στην ηλικία που ήταν όταν πέθανε, αλλά ήταν σαν να ζούσε ακόμη στο Λεικγουντ! Και δίπλα του ήταν ο Άντονυ! Πιο μεγάλος από ότι τον θυμόταν, αλλά με εκείνο το ίδιο και γλυκό χαμόγελο. Το ομορφότερο όνειρο που είδε ποτέ. Τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα, καθόταν στον κήπο με τα τριαντάφυλλα μαζί, και την κοιτούσαν. Της Καντυς, της φάνηκε σαν να μπορούσε να τους αγγίξει, και να τους αγκαλιάσει, φαινόταν τόσο ζωντανοί. Και εκείνη ήταν λίγα μέτρα απέναντι τους.

¨Άντονυ, Στηαρ¨ φώναξε, ¨δεν το πιστεύω, είστε στ’ αλήθεια εσείς; Είστε ζωντανοί; Άντονυ, πόσο μεγάλωσες! Στήαρ, είσαι στ’ αλήθεια εδώ; Πόσο μου έλειψες! Πόσο μου λείψατε και οι δύο σας! Είστε εδώ.. στον κήπο με τα τριαντάφυλλα.. Το ήξερα πως θα ερχόσουν εδώ Άντονυ, και έφερες και τον Στήαρ μαζί σου. Είστε μαζί πια. Μαζί!

Ο Στήαρ με τον Άντονυ, εξακολουθούσαν να την κοιτούν χαμογελώντας, και η Καντυ αναρωτήθηκε αν μπορούσαν να την ακούσουν.

¨καντυ¨ της μίλησε πρώτος ο Άντονυ, ¨πέρασε πολύς καιρός, και βλέπω ότι έγινες μια πανέμορφη κυρία. Πάντα σε κοιτούσα από ψηλά, και το μόνο που ευχόμουν ήταν να ξεπεράσεις τον θάνατό μου. Δεν ήθελα να υποφέρεις. Σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη. Ήρθα σήμερα, για να σου πω κάτι, που τότε, όταν ήμασταν παιδιά δεν τόλμησα να σου πω. Ζήλευα βλέπεις. Ζήλευα τον Άλμπερτ. Αυτός ήταν ο πρίγκιπάς σου Καντυ. Τον Άλμπερτ συνάντησες στον λόφο της Πονυ. Ξέρω πως το γνωρίζεις πια, αλλά ήθελα και εγώ να σου πω. Δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψω. Ένα αγόρι, που μου έμοιαζε καταπληκτικά, που να φορά και την στολή των Άντλευ, και περίπου 7 χρόνια μεγαλύτερος μου, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον μικρότερο αδελφό της μητέρας μου. Τον ήξερα ελάχιστα. Σχεδόν δεν τον θυμόμουν. Είχα απλά κάποιες εικόνες στο μυαλό μου, με ένα αγόρι, να είναι κοντά στην μητέρα μου, ενώ εγώ ήμουν σχεδόν μωρό. Τίποτα άλλο. Ήθελα να το ξέρεις. Μην στεναχωριέσαι για μένα. Είμαι ευτυχισμένος εδώ. Και τώρα έχω πια κοντά μου, και τον Στήαρ!¨

¨καντυ¨ μίλησε με την σειρά του, και ο Στήαρ ¨Δεν άλλαξες καθόλου. Λυπάμαι που δεν ήμουν μαζί σου, όταν πέρασες τα χειρότερα με τον Τέρρυ, αλλά το μουσικό μου κουτί πιστεύω σε βοήθησε.

Βοήθησε την Παττυ, να με ξεπεράσει. Καημένη Πάττυ, δεν την αποχαιρέτησα σχεδόν. Μόνο ένα γράμμα της άφησα, όταν έφυγα για τον πόλεμο. Δεν της είπα ποτέ πως την αγαπούσα, αλλά πιστεύω πως πάντα το ήξερε.¨

¨Μην στεναχωριέσαι για μας καντυ.¨ μίλησε ξανά ο Άντονυ, ¨Είμαστε καλά εδώ, έχουμε ο ένας τον άλλον. Αν θέλεις να μας έχεις κοντά σου, έλα στον κήπο με τα τριαντάφυλλα. Εδώ ήταν οι πιο ευτυχισμένες μας μέρες. Δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε αυτόν τον κήπο. Ερχόμαστε συχνά εδώ. Έλα, και θα μας νιώθεις πάντα κοντά σου.

Η ζωή σου χαμογελά καντυ. Είσαι ένα βήμα, μακριά από την ευτυχία. Άπλωσε το χέρι και άρπαξε την. Μην την αφήσεις να φύγει¨

Η καντυ, δεν κατάλαβε το νόημα των τελευταίων αυτών λέξεων του Άντονυ.

Προσπάθησε να τον ρωτήσει, αλλά ξαφνικά, σαν να μην μπορούσε να μιλήσει. Ο Άντονυ και ο Στηαρ πάλι, της φάνηκε, σαν να απομακρύνονταν, και την ίδια στιγμή, ένας απότομος γδούπος του αμαξιού, που προφανώς έπεσε σε έναν λάκκο, την ξύπνησε.
 
14ο μέρος

Βρισκόταν στο αμάξι, με τον Τζωρτζ, και όλα όσα είδε, ήταν απλά ένα όνειρο!

¨Δεσποινίς Καντυ¨ Ο Τζωρτζ, πήρε επιτέλους την απόφαση να μιλήσει…. ¨συγνώμη αν σας ενοχλώ, αλλά θέλω να σας μιλήσω. Για εσάς και τον κο Γουίλιαμ. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση δεσποινίς Καντυ, όταν μου ζήτησε να σας βρω, και να σας πάω στο ορφανοτροφείο. Δεν ρώτησα, αλλά μαντεύω τι έγινε. Πρέπει να τσακωθήκατε. Πρώτη φορά τον είδα έτσι. Δεν θέλω να είμαι αδιάκριτος, αλλά…. Δεσποινίς καντυ.. έχετε καταλάβει τι αισθήματα τρέφει για εσάς ο κος Γουίλιαμ;¨

Εδώ, υπήρξε μια μεγάλη στιγμή αδυναμίας για την Καντυ. Δεν της ήταν εύκολο να το συζητήσει αυτό, με κανέναν. Πόσο μάλλον για με τον Τζώρτζ.

Αλλά ο Τζωρτζ, δεν φαινόταν πρόθυμος να σταματήσει.. Το αντίθετο μάλιστα, τώρα που ξεκίνησε!!!!

¨Γνωρίζω τον κο Γουίλιαμ από μικρό παιδί. Θα πρέπει να πρέπει να ήμουν γύρω στα 14, όταν ο αείμνηστος κος Γουίλιαμ, ο πατέρας του, πεθαίνοντας με παρακάλεσε να τον φροντίζω. Ο Άλμπερτ ήταν τότε γύρω στα 7 του χρόνια.

Από μικρό παιδί ήταν πολύ διαφορετικός, και πολύ μοναχικός. Αλλά από την μέρα που έχασε τους γονείς του, και λίγο καιρό αργότερα την αγαπημένη του αδερφή, αποτραβήχτηκε πιο πολύ στον εαυτό του. Η μόνοι του φίλοι, ήταν τα ζώα. Από την μέρα όμως που σας γνώρισε, σαν κάτι να άλλαξε μέσα του. Κάτι στην συμπεριφορά σας, και κάτι στα μάτια σας, που είναι όμοια με τα μάτια της αδερφής του, τον έκαναν να ενδιαφερθεί ξεχωριστά για εσάς. Για πολλά χρόνια παρατηρούσα αυτή του συμπεριφορά απέναντί σας. Βρισκόταν πάντα κοντά σας, και σας προστάτευε. Ήθελε να μαθαίνει τα πάντα, και ήταν πάντα εκεί, έτοιμος να επέμβει. Δεν μου ήταν και πολύ δύσκολο να καταλάβω τα ιδιαίτερα αισθήματα που έτρεφε για εσάς, αν και εκείνα τα χρόνια, εξαιτίας της ηλικίας σας, δυσκολευόμουν να τα προσδιορίσω. Έπειτα υπήρξε και κος Άντονυ, και η συμπάθεια που του είχατε. Και ενώ υπήρξε αυτή η συμπάθεια, ποτέ του δεν τον είδα να ζηλεύει. Ούτε καν, και με τον κο Τερρυ, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Μετά μεσολάβησε η περίοδος της αμνησίας του, και το διάστημα που μένατε μαζί. Φυσικά δεν μπορώ να ξέρω τι μεσολάβησε σε αυτό το διάστημα, όμως σίγουρα άλλαξε πολλά. Στην επιστροφή του μετά, φαινόταν πιο ξεκάθαρος. Και τότε ήταν που κατάφερα να διακρίνω τα αισθήματα του.

Δεσποινίς Καντυ, τα αισθήματα του κου Γουίλιαμ, του Άλμπερτ.. για εσάς, δεν μπορούν να περιγραφούν με απλά λόγια. Η αγάπη του για εσάς, είναι πιο πάνω από κάθε είδους ιδιοτέλεια, σε βαθμό που να τον κάνει, να σκέφτεται τις περισσότερες φορές, την δική σας ευτυχία, ακόμη και αν αυτή είναι εις βάρος του. Όπως στην περίπτωση του κου Τέρρυ. Τον ένιωθα πως υπέφερε για εσάς, παρόλα αυτά όμως έψαξε και τον βρήκε, μετά τον χωρισμό σας, και σας έστειλε εκεί. Δεν ξέρω, σε τι έλπιζε με αυτή του την κίνηση. Ποτέ δεν μου μίλησε για εσάς ανοιχτά.

Απόψε όμως, πραγματικά υπέφερε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που αντίκρισα στο βλέμμα του. Απόγνωση, θυμός.. δεν ξέρω! Τολμώ να πω όμως, πως ήταν ξεκάθαρο, πως έκλεινε ένα κεφάλαιο από την ζωή του. Όποιο, και αν είναι αυτό!

Με διέταξε απλά, να σας μεταφέρω στον σπίτι της Πονυ, αλλά… να μην τον ενοχλήσω μετά που θα γυρίσω. Και αύριο, να είμαι έτοιμος, για το προγραμματισμένο μας ταξίδι. Θα φύγουμε νωρίς το πρωί, και θα γυρίσουμε μετά 1 μήνα!

Θεώρησα, πως είναι πια υποχρέωση μου, δεσποινίς Καντυ, να σας μιλήσω ξεκάθαρα πια! Τόσα χρόνια τώρα, ζείτε κάτω από υπό την προστασία μιας οικογένειας. Μου ανατέθηκε σε μένα προσωπικά από τον Κυριο Γουίλιαμ, να σας προστατεύω, και ποτέ δεν σας μίλησα. Είναι πια η ώρα, νομίζω να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.

Η Κάντυ, δεν μιλούσε..
 
Πίσω
Μπλουζα