Σώτος Σώτος
RetroMaNiaC
- Joined
- 19 Απρ 2012
- Μηνύματα
- 715
- Αντιδράσεις
- 289
Το ημερολόγιο έγραφε: “Τετάρτη, 6 Απριλίου 1994”. Μόλις μία ημέρα πριν όλοι εμείς οι νέοι είχαμε συγκλονιστεί από την αυτοκτονία του Kurt Cobain, του frontman των Nirvana, στο ζενίθ της πρωτοφανούς επιτυχίας του, συνειδητοποιώντας πόσο σχετική σημασία έχουν οι λέξεις «επιτυχία» και «ευτυχία» στον σημερινό κόσμο.
Αλλά την επόμενη μέρα όμως, στις 6 Απριλίου, στη Ρουάντα, μια μικρή χώρα της υποσαχάριας Αφρικής, ξεκινούσε κάτι πολύ χειρότερο από ταραχές ή διαμάχες. Οι πρώτες ανταποκρίσεις έκαναν λόγο για μαζικές, οργανωμένες σφαγές άμαχου πληθυσμού, ανδρών, γυναικών, παιδιών, γερόντων – οποιουδήποτε ανθρώπου είχε την ατυχία να ανήκει στη φυλή Τούτσι ή ήταν Χούτου αλλά όμως είχε τη λογική και τη γενναιότητα να βοηθήσει κάποιον Τούτσι.
Οπλισμένοι με μασέτες δηλ. μεγάλα μαχαίρια που χρησιμοποιούνται στην κοπή του ζαχαροκάλαμου, τα μέλη της παρακρατικής/παραστρατιωτικής οργάνωσης “Ιντεραχάμουε” αλλά και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού σκόρπιζαν παντού την φρίκη και τον θάνατο χωρίς διάκριση. Το παραλήρημα φυλετικού μίσους κυρίευσε τόσο τους ανθρώπους ώστε και απλοί πολίτες στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Χούτου έσφαζε Τούτσι. Γείτονας έσφαζε γείτονα, συγγενής έσφαζε συγγενή. Η διεθνής κοινότητα μάλλον άργησε να αντιληφθεί το μέγεθος της εξελισσόμενης γενοκτονίας, οι μεγάλες δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη ήταν ανίκανα ή μάλλον αδιάφορα να επέμβουν δραστικά…
Προβολή συνημμένου 88520
Επί 100 περίπου μέρες ο όλεθρος συνεχιζόταν αμείωτος πέρα από κάθε λογική για αυτή τη μικροσκοπική χώρα με σκηνές αποτρόπαιης βίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά έπεσαν θύματα άγριας σφαγής σε μια από τις χειρότερες γενοκτονίες της σύγχρονης ιστορίας. Καθώς οι φρικιαστικές εικόνες από αυτό το απίστευτο μακελειό έκαναν το γύρο του κόσμου, πολλοί συγκλονίστηκαν από την απανθρωπιά που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος στο συνάνθρωπό του.
Προβολή συνημμένου 88518
Το βράδυ της Τετάρτης 6 Απριλίου, το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν οι πρόεδροι της Ρουάντας και του Μπουρούντι καταρρίφθηκε και τυλίχτηκε στις φλόγες κοντά στο Κιγκάλι. Δεν υπήρξαν επιζώντες. Εκείνο το βράδυ, ελάχιστοι έμαθαν το γεγονός—το κρατικό ραδιόφωνο δεν έκανε καμία ανακοίνωση.
Ο πόλεμος εντεινόταν καθώς ο στρατός εισβολής (το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας) πλησίαζε στην πρωτεύουσα, το Κιγκάλι. Αυτό έκανε τους αδίστακτους παραστρατιωτικούς της Ιντεραχάμουε να σφάζουν περισσότερο κόσμο.
Στρατιώτες και παραστρατιωτικοί έστησαν οδοφράγματα σε όλη την πόλη και στις διασταυρώσεις και επιστράτευσαν όλους τους γεροδεμένους κατοίκους της περιοχής για να ελέγχουν μαζί τους τα περάσματα μέρα νύχτα. Στόχος τους ήταν να αναγνωρίζουν και να σκοτώνουν Τούτσι.
Καθώς συνεχίζονταν οι σφαγές σε όλη τη χώρα, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της Ρουάντας έφυγαν από τα σπίτια τους. Πολλοί πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στο Κονγκό και στην Τανζανία.
Προβολή συνημμένου 88519Προβολή συνημμένου 88521
Κάποια από όσα έχουν γραφτεί για τη Ρουάντα:
100 Μέρες, 1.000.000 Νεκροί
«Η γενοκτονία του 1994 στη Ρουάντα είναι από τις πιο αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις γενοκτονίας στη σύγχρονη ιστορία. Από τις αρχές Απριλίου ως τα μέσα Ιουλίου του 1994, μέλη της εθνότητας Χούτου, η οποία αποτελεί την πλειονότητα αυτής της μικρής κεντροαφρικανικής χώρας, προέβησαν σε συστηματικές σφαγές της εθνικής μειονότητας Τούτσι. Ένα εξτρεμιστικό καθεστώς Χούτου, φοβούμενο ότι η εξουσία του απειλούνταν από το δημοκρατικό κίνημα και από τον εμφύλιο πόλεμο, σχεδίασε την εξόντωση όλων όσων θεωρούσε εχθρούς—είτε ήταν Τούτσι είτε μετριοπαθείς Χούτου. Οι σφαγές τερματίστηκαν μόνο όταν ο αποτελούμενος κυρίως από Τούτσι επαναστατικός στρατός κατέλαβε τη χώρα αναγκάζοντας την κυβέρνηση που ήταν υπεύθυνη για τη γενοκτονία να την εγκαταλείψει. Σε 100 μόλις μέρες, η γενοκτονία και ο πόλεμος αφαίρεσαν 1.000.000 ζωές. Το μακελειό στη Ρουάντα ήταν ένα από τα πιο σαρωτικά κύματα σφαγών στην καταγραμμένη ιστορία».—Εγκυκλοπαίδεια Γενοκτονιών και Εγκλημάτων Κατά της Ανθρωπότητας (Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity).
«Αίθουσες Θανάτου»
«Οι ενορχηστρωτές της γενοκτονίας εκμεταλλεύτηκαν την ιστορική έννοια της ασυλίας των ιερών χώρων για να παγιδέψουν δεκάδες χιλιάδες Τούτσι σε εκκλησίες δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για προστασία. Παραστρατιωτικοί και στρατιώτες Χούτου εξολόθρευαν συστηματικά πλήθη άτυχων ανθρώπων που κατέφευγαν σε εκκλησίες και σχολεία, πυροβολώντας τους και ρίχνοντάς τους χειροβομβίδες. Ύστερα, αποτελείωναν μεθοδικά τους επιζώντες με μασέτες, δρεπάνια και μαχαίρια. . . . Οι εκκλησίες όμως δεν δέχτηκαν απλώς να χρησιμοποιηθούν οι ναοί τους ως αίθουσες θανάτου—προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Σε μερικά μέρη, κληρικοί, κατηχητές και υπάλληλοι των ενοριών που γνώριζαν καλά τους ντόπιους βοήθησαν στην αναγνώριση των Τούτσι με σκοπό την εξόντωσή τους. Σε άλλες περιπτώσεις, συμμετείχαν και οι ίδιοι στις σφαγές».—Χριστιανοσύνη και Γενοκτονία στη Ρουάντα (Christianity and Genocide in Rwanda).
Ακολουθούν ορισμένες συγκλονιστικές αφηγήσεις κάποιων διασωθέντων που πραγματικά «μύρισαν» το θάνατο:
Γκασπάρ Νιπονγκίρα
«Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί νωρίς το πρωί στις 7 Απριλίου, είδα να καίγονται καμιά δεκαπενταριά σπίτια που ανήκαν σε Τούτσι, μεταξύ αυτών και 2 σπίτια φίλων μας. Θα ήταν το δικό μας σπίτι το επόμενο; Τρελάθηκα όταν σκέφτηκα τι θα μπορούσε να συμβεί στη γυναίκα μου, η οποία είναι Τούτσι, και στα δυο μου παιδιά.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνουμε. Επικρατούσε σύγχυση και πανικός ενώ κυκλοφορούσαν κάθε είδους φήμες και ψεύτικες ειδήσεις. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ασφαλέστερο για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου να πάνε στο σπίτι ενός φίλου εκεί κοντά, και εγώ θα πήγαινα αργότερα. Όταν τελικά ήταν ασφαλές να πάω, έμαθα ότι η γυναίκα μου είχε αναγκαστεί να καταφύγει σε ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα. Το ίδιο απόγευμα, ήρθε ένας γείτονας και μου είπε: «Θα σφάξουν όλους τους Τούτσι που είναι στο σχολείο!» Έτρεξα αμέσως εκεί, βρήκα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, μάζεψα γύρω στα 20 άτομα και τους είπα να γυρίσουν στα σπίτια τους. Καθώς φεύγαμε, είδαμε παραστρατιωτικούς να πηγαίνουν ανθρώπους σε ένα μέρος έξω από την πόλη, όπου τελικά σκότωσαν πάνω από 2.000 Τούτσι.
Στο μεταξύ, η γυναίκα ενός γείτονα γέννησε σε εκείνο το σχολικό συγκρότημα. Όταν η Ιντεραχάμουε πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα στο σχολείο, αυτός διέφυγε παίρνοντας μαζί του το νεογέννητο. Πάνω στον πανικό, η μητέρα έφυγε προς άλλη κατεύθυνση. Παρότι ήταν Τούτσι, ο πατέρας κατάφερε να περάσει από τα οδοφράγματα επειδή είχε το μωρό στην αγκαλιά, και ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μας. Με παρακάλεσε να πάω να του βρω γάλα. Όταν το αποτόλμησα, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω σε ένα οδόφραγμα το οποίο φύλαγαν παραστρατιωτικοί. Νομίζοντας ότι υποστήριζα τους Τούτσι, εφόσον πήγαινα να βρω γάλα για ένα μωρό Τούτσι, είπαν: «Να τον σκοτώσουμε!» Ένας στρατιώτης με χτύπησε με τον υποκόπανο, και έχασα τις αισθήσεις μου. Αιμορραγούσα από τη μύτη, και το πρόσωπό μου γέμισε αίματα. Πιστεύοντας ότι είμαι νεκρός, με έσυραν πίσω από ένα κοντινό σπίτι.
Κάποιος γείτονας που με αναγνώρισε μου είπε: «Πρέπει να φύγεις, γιατί θα γυρίσουν να σε αποτελειώσουν», και με βοήθησε να επιστρέψω στο σπίτι μου.
Παρότι αυτό που μου συνέβη ήταν πολύ οδυνηρό, τελικά αποδείχτηκε προστασία. Επειδή ήταν γνωστό ότι ήμουν οδηγός, ήρθαν πέντε άντρες την άλλη μέρα για να με βάλουν στην υπηρεσία ενός στρατιωτικού διοικητή. Βλέποντας τα τραύματά μου όμως δεν επέμειναν, ούτε με πίεσαν να κάνω περιπολίες με την Ιντεραχάμουε.
Ακολούθησαν μέρες φόβου, αβεβαιότητας και πείνας. Εκείνο το διάστημα ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μου μια γυναίκα Τούτσι με τα δυο παιδάκια της. Την κρύψαμε σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα και βάλαμε τα παιδιά μαζί με τα δικά μου σε ένα άλλο δωμάτιο. Καθώς πλησίαζε το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας (ο στρατός εισβολής) και διαδόθηκε ότι η Ιντεραχάμουε είχε αρχίσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Χούτου που είχαν γυναίκες Τούτσι, η οικογένειά μας ετοιμάστηκε να φύγει και πάλι. Αλλά το Πατριωτικό Μέτωπο είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής, και έτσι οι Τούτσι δεν κινδύνευαν πια. Τώρα όμως κινδύνευε η δική μου ζωή.
Πήγα μαζί με γείτονες στο οδόφραγμα, το οποίο φύλαγε τώρα το Πατριωτικό Μέτωπο. Όταν οι στρατιώτες είδαν εμένα—έναν Χούτου με επιδέσμους στο κεφάλι—νόμισαν ότι ήμουν παραστρατιωτικός και φώναξαν: «Μαζί σας έχετε φονιάδες και κλέφτες και τολμάτε να ζητάτε βοήθεια; Ποιος από εσάς έχει κρύψει ή προστατέψει Τούτσι;» Όταν τους έδειξα τη γυναίκα και τα παιδιά που είχα κρύψει, πήραν τα παιδιά παράμερα και τα ρώτησαν: «Ποιος είναι αυτός με το δεμένο κεφάλι;» Εκείνα είπαν: «Δεν είναι με την Ιντεραχάμουε. Είναι καλός άνθρωπος». Είχα σώσει εκείνους τους Τούτσι και τώρα εκείνοι έσωζαν εμένα!»
Ταρσίς Σεμινίγκα
«… Προσπαθήσαμε να κρυφτούμε αρχικά σε κάτι θάμνους κοντά, και τη νύχτα (ο φίλος Χούτου) μας πήγε στο σπίτι του και μας έκρυψε σε μια πλινθόκτιστη, στρογγυλή καλύβα όπου έβαζαν κατσίκες. Η καλύβα είχε χωματένιο δάπεδο, αχυρένια σκεπή και καθόλου παράθυρα.
»Οι μέρες και οι νύχτες που περάσαμε εκεί, συνολικά 1 μήνας, μας φάνηκαν αιώνες. Επειδή βρισκόταν δίπλα σε ένα σταυροδρόμι κοντά στο πιο πολυσύχναστο παζάρι της περιοχής, ακούγαμε περαστικούς να περιγράφουν τι είχαν κάνει στη διάρκεια της μέρας—μεταξύ άλλων ανατριχιαστικούς φόνους—και όσα σκόπευαν να κάνουν στη συνέχεια. Αυτό μας τρόμαζε ακόμη πιο πολύ, και προσευχόμασταν συνεχώς για τη ζωή μας.
Στα τέλη Μαΐου όμως, άρχισαν να καταφθάνουν παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε που εγκατέλειπαν το Κιγκάλι, και το μέρος εκείνο δεν ήταν πλέον ασφαλές. Οι φίλοι μας αποφάσισαν να μας μεταφέρουν σε έναν υπόγειο χώρο σαν κελάρι κάτω από το σπίτι ενός όπου κρύβονταν ήδη τρεις άλλοι. Για να πάμε σε εκείνο το σπίτι, κάναμε μια επικίνδυνη πεζοπορία τεσσερισήμισι ωρών μέσα στη νύχτα υπό καταρρακτώδη βροχή, η οποία όμως αποδείχτηκε ευλογία επειδή μας έκρυψε από τα μάτια των φονιάδων.
»Η νέα μας κρυψώνα βρισκόταν περίπου ενάμισι μέτρο κάτω από τη γη. Μπαίνοντας από μια ξύλινη καταπακτή, κατεβήκαμε μια σκάλα και, αφού συρθήκαμε σε μια σήραγγα, φτάσαμε σε έναν χώρο τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων, ο οποίος μύριζε μούχλα και είχε ελάχιστο φως που έμπαινε από κάποια ρωγμή. Η Σαντάλ, τα πέντε παιδιά μας, εγώ και άλλοι τρεις—συνολικά δέκα άτομα—μείναμε σε εκείνο το κλειστοφοβικό μέρος έξι εβδομάδες. Φοβόμασταν να ανάψουμε κερί, για να μην προδώσουμε την παρουσία μας. Οι φίλοι μας έρχονταν με κίνδυνο της ζωής τους για να μας φέρουν φαγητό και φάρμακα και να μας ενθαρρύνουν. Κάποιες φορές, ανάβαμε ένα κερί στη διάρκεια της μέρας για να μπορέσουμε να διαβάσουμε κάτι.
»Κάθε ιστορία έχει ένα τέλος», λέει ο Ταρσίς. «Η δική μας τελείωσε στις 5 Ιουλίου 1994. Οι δυνάμεις εισβολής είχαν πλέον καταλάβει την περιοχή. Επειδή δεν μας έβλεπε ο ήλιος, είχαμε ασπρίσει τόσο πολύ, ώστε όταν βγήκαμε από την κρυψώνα μερικοί δεν πίστευαν ότι είμαστε Ρουαντανοί. Επιπλέον, για μερικές εβδομάδες ψιθυρίζαμε, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε δυνατά.»
Ορέστε Μουρίντα
"Τα χρόνια μετά τον πόλεμο, οικογένειες που είχαν χωριστεί ξανάσμιξαν. Για παράδειγμα, το 1994, καθώς εντείνονταν οι μάχες στο Κιγκάλι και ο κόσμος αποχωρούσε μαζικά, ο Ορέστε Μουρίντα έχασε πάνω στον πανικό τη γυναίκα του και διέφυγε στην Γκιταράμα με το αγοράκι του που ήταν δυόμισι χρονών. Κάποια στιγμή που πήγε να βρει τρόφιμα, ξέσπασε μάχη, και μέσα στο χάος που ακολούθησε έχασε το γιο του.
Μετά τον πόλεμο, ο Ορέστε ξανάσμιξε με τη γυναίκα του, αλλά επειδή ο γιος τους δεν είχε βρεθεί, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είχε σκοτωθεί. Ωστόσο, έπειτα από δύο και πλέον χρόνια, ήρθε να εργαστεί στο Κιγκάλι κάποιος από την επαρχία. Συνάντησε μερικούς φίλους και ανέφερε τυχαία ότι κάποιοι γείτονές του στην Γκιζένιε είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο αλλά είχαν αναλάβει ένα ορφανό, το οποίο θυμόταν το όνομα του πατέρα του. Αυτοί αναγνώρισαν το όνομα και ειδοποίησαν τους γονείς, οι οποίοι έδειξαν στον άνθρωπο φωτογραφίες του γιου τους, και πράγματι εκείνο το παιδί ήταν το δικό τους! Ο Ορέστε πήγε αμέσως να το πάρει, και έτσι οι γονείς ξανάσμιξαν με το παιδί τους έπειτα από δυόμισι χρόνια!"
Επίλογος:
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τότε. Σκεπτόμενος όλα αυτά ένα ερώτημα με βασανίζει: «Τι διδάχθηκε η ανθρωπότητα από αυτή την απίστευτη τραγωδία»;
Μάλλον η απάντηση που δίνω θα σας βρει σύμφωνους: ΤΙΠΟΤΑ…
Τη στιγμή που διαβάζουμε αυτές τις γραμμές κάποια μυαλά ανά την υφήλιο μηχανεύονται έννοιες όπως «φυλετική καθαρότητα», «εκκαθαριστική επιχείρηση», «ζωτικός χώρος», «τελική λύση»…
Προβολή συνημμένου 88522
Πηγές:
Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity
Christianity and Genocide in Rwanda
http://en.wikipedia.org/wiki/Rwandan_Genocide
Αλλά την επόμενη μέρα όμως, στις 6 Απριλίου, στη Ρουάντα, μια μικρή χώρα της υποσαχάριας Αφρικής, ξεκινούσε κάτι πολύ χειρότερο από ταραχές ή διαμάχες. Οι πρώτες ανταποκρίσεις έκαναν λόγο για μαζικές, οργανωμένες σφαγές άμαχου πληθυσμού, ανδρών, γυναικών, παιδιών, γερόντων – οποιουδήποτε ανθρώπου είχε την ατυχία να ανήκει στη φυλή Τούτσι ή ήταν Χούτου αλλά όμως είχε τη λογική και τη γενναιότητα να βοηθήσει κάποιον Τούτσι.
Οπλισμένοι με μασέτες δηλ. μεγάλα μαχαίρια που χρησιμοποιούνται στην κοπή του ζαχαροκάλαμου, τα μέλη της παρακρατικής/παραστρατιωτικής οργάνωσης “Ιντεραχάμουε” αλλά και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού σκόρπιζαν παντού την φρίκη και τον θάνατο χωρίς διάκριση. Το παραλήρημα φυλετικού μίσους κυρίευσε τόσο τους ανθρώπους ώστε και απλοί πολίτες στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Χούτου έσφαζε Τούτσι. Γείτονας έσφαζε γείτονα, συγγενής έσφαζε συγγενή. Η διεθνής κοινότητα μάλλον άργησε να αντιληφθεί το μέγεθος της εξελισσόμενης γενοκτονίας, οι μεγάλες δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη ήταν ανίκανα ή μάλλον αδιάφορα να επέμβουν δραστικά…
Προβολή συνημμένου 88520
Επί 100 περίπου μέρες ο όλεθρος συνεχιζόταν αμείωτος πέρα από κάθε λογική για αυτή τη μικροσκοπική χώρα με σκηνές αποτρόπαιης βίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά έπεσαν θύματα άγριας σφαγής σε μια από τις χειρότερες γενοκτονίες της σύγχρονης ιστορίας. Καθώς οι φρικιαστικές εικόνες από αυτό το απίστευτο μακελειό έκαναν το γύρο του κόσμου, πολλοί συγκλονίστηκαν από την απανθρωπιά που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος στο συνάνθρωπό του.
Προβολή συνημμένου 88518
Το βράδυ της Τετάρτης 6 Απριλίου, το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν οι πρόεδροι της Ρουάντας και του Μπουρούντι καταρρίφθηκε και τυλίχτηκε στις φλόγες κοντά στο Κιγκάλι. Δεν υπήρξαν επιζώντες. Εκείνο το βράδυ, ελάχιστοι έμαθαν το γεγονός—το κρατικό ραδιόφωνο δεν έκανε καμία ανακοίνωση.
Ο πόλεμος εντεινόταν καθώς ο στρατός εισβολής (το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας) πλησίαζε στην πρωτεύουσα, το Κιγκάλι. Αυτό έκανε τους αδίστακτους παραστρατιωτικούς της Ιντεραχάμουε να σφάζουν περισσότερο κόσμο.
Στρατιώτες και παραστρατιωτικοί έστησαν οδοφράγματα σε όλη την πόλη και στις διασταυρώσεις και επιστράτευσαν όλους τους γεροδεμένους κατοίκους της περιοχής για να ελέγχουν μαζί τους τα περάσματα μέρα νύχτα. Στόχος τους ήταν να αναγνωρίζουν και να σκοτώνουν Τούτσι.
Καθώς συνεχίζονταν οι σφαγές σε όλη τη χώρα, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της Ρουάντας έφυγαν από τα σπίτια τους. Πολλοί πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στο Κονγκό και στην Τανζανία.
Προβολή συνημμένου 88519Προβολή συνημμένου 88521
Κάποια από όσα έχουν γραφτεί για τη Ρουάντα:
100 Μέρες, 1.000.000 Νεκροί
«Η γενοκτονία του 1994 στη Ρουάντα είναι από τις πιο αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις γενοκτονίας στη σύγχρονη ιστορία. Από τις αρχές Απριλίου ως τα μέσα Ιουλίου του 1994, μέλη της εθνότητας Χούτου, η οποία αποτελεί την πλειονότητα αυτής της μικρής κεντροαφρικανικής χώρας, προέβησαν σε συστηματικές σφαγές της εθνικής μειονότητας Τούτσι. Ένα εξτρεμιστικό καθεστώς Χούτου, φοβούμενο ότι η εξουσία του απειλούνταν από το δημοκρατικό κίνημα και από τον εμφύλιο πόλεμο, σχεδίασε την εξόντωση όλων όσων θεωρούσε εχθρούς—είτε ήταν Τούτσι είτε μετριοπαθείς Χούτου. Οι σφαγές τερματίστηκαν μόνο όταν ο αποτελούμενος κυρίως από Τούτσι επαναστατικός στρατός κατέλαβε τη χώρα αναγκάζοντας την κυβέρνηση που ήταν υπεύθυνη για τη γενοκτονία να την εγκαταλείψει. Σε 100 μόλις μέρες, η γενοκτονία και ο πόλεμος αφαίρεσαν 1.000.000 ζωές. Το μακελειό στη Ρουάντα ήταν ένα από τα πιο σαρωτικά κύματα σφαγών στην καταγραμμένη ιστορία».—Εγκυκλοπαίδεια Γενοκτονιών και Εγκλημάτων Κατά της Ανθρωπότητας (Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity).
«Αίθουσες Θανάτου»
«Οι ενορχηστρωτές της γενοκτονίας εκμεταλλεύτηκαν την ιστορική έννοια της ασυλίας των ιερών χώρων για να παγιδέψουν δεκάδες χιλιάδες Τούτσι σε εκκλησίες δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για προστασία. Παραστρατιωτικοί και στρατιώτες Χούτου εξολόθρευαν συστηματικά πλήθη άτυχων ανθρώπων που κατέφευγαν σε εκκλησίες και σχολεία, πυροβολώντας τους και ρίχνοντάς τους χειροβομβίδες. Ύστερα, αποτελείωναν μεθοδικά τους επιζώντες με μασέτες, δρεπάνια και μαχαίρια. . . . Οι εκκλησίες όμως δεν δέχτηκαν απλώς να χρησιμοποιηθούν οι ναοί τους ως αίθουσες θανάτου—προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Σε μερικά μέρη, κληρικοί, κατηχητές και υπάλληλοι των ενοριών που γνώριζαν καλά τους ντόπιους βοήθησαν στην αναγνώριση των Τούτσι με σκοπό την εξόντωσή τους. Σε άλλες περιπτώσεις, συμμετείχαν και οι ίδιοι στις σφαγές».—Χριστιανοσύνη και Γενοκτονία στη Ρουάντα (Christianity and Genocide in Rwanda).
Ακολουθούν ορισμένες συγκλονιστικές αφηγήσεις κάποιων διασωθέντων που πραγματικά «μύρισαν» το θάνατο:
Γκασπάρ Νιπονγκίρα
«Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί νωρίς το πρωί στις 7 Απριλίου, είδα να καίγονται καμιά δεκαπενταριά σπίτια που ανήκαν σε Τούτσι, μεταξύ αυτών και 2 σπίτια φίλων μας. Θα ήταν το δικό μας σπίτι το επόμενο; Τρελάθηκα όταν σκέφτηκα τι θα μπορούσε να συμβεί στη γυναίκα μου, η οποία είναι Τούτσι, και στα δυο μου παιδιά.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνουμε. Επικρατούσε σύγχυση και πανικός ενώ κυκλοφορούσαν κάθε είδους φήμες και ψεύτικες ειδήσεις. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ασφαλέστερο για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου να πάνε στο σπίτι ενός φίλου εκεί κοντά, και εγώ θα πήγαινα αργότερα. Όταν τελικά ήταν ασφαλές να πάω, έμαθα ότι η γυναίκα μου είχε αναγκαστεί να καταφύγει σε ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα. Το ίδιο απόγευμα, ήρθε ένας γείτονας και μου είπε: «Θα σφάξουν όλους τους Τούτσι που είναι στο σχολείο!» Έτρεξα αμέσως εκεί, βρήκα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, μάζεψα γύρω στα 20 άτομα και τους είπα να γυρίσουν στα σπίτια τους. Καθώς φεύγαμε, είδαμε παραστρατιωτικούς να πηγαίνουν ανθρώπους σε ένα μέρος έξω από την πόλη, όπου τελικά σκότωσαν πάνω από 2.000 Τούτσι.
Στο μεταξύ, η γυναίκα ενός γείτονα γέννησε σε εκείνο το σχολικό συγκρότημα. Όταν η Ιντεραχάμουε πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα στο σχολείο, αυτός διέφυγε παίρνοντας μαζί του το νεογέννητο. Πάνω στον πανικό, η μητέρα έφυγε προς άλλη κατεύθυνση. Παρότι ήταν Τούτσι, ο πατέρας κατάφερε να περάσει από τα οδοφράγματα επειδή είχε το μωρό στην αγκαλιά, και ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μας. Με παρακάλεσε να πάω να του βρω γάλα. Όταν το αποτόλμησα, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω σε ένα οδόφραγμα το οποίο φύλαγαν παραστρατιωτικοί. Νομίζοντας ότι υποστήριζα τους Τούτσι, εφόσον πήγαινα να βρω γάλα για ένα μωρό Τούτσι, είπαν: «Να τον σκοτώσουμε!» Ένας στρατιώτης με χτύπησε με τον υποκόπανο, και έχασα τις αισθήσεις μου. Αιμορραγούσα από τη μύτη, και το πρόσωπό μου γέμισε αίματα. Πιστεύοντας ότι είμαι νεκρός, με έσυραν πίσω από ένα κοντινό σπίτι.
Κάποιος γείτονας που με αναγνώρισε μου είπε: «Πρέπει να φύγεις, γιατί θα γυρίσουν να σε αποτελειώσουν», και με βοήθησε να επιστρέψω στο σπίτι μου.
Παρότι αυτό που μου συνέβη ήταν πολύ οδυνηρό, τελικά αποδείχτηκε προστασία. Επειδή ήταν γνωστό ότι ήμουν οδηγός, ήρθαν πέντε άντρες την άλλη μέρα για να με βάλουν στην υπηρεσία ενός στρατιωτικού διοικητή. Βλέποντας τα τραύματά μου όμως δεν επέμειναν, ούτε με πίεσαν να κάνω περιπολίες με την Ιντεραχάμουε.
Ακολούθησαν μέρες φόβου, αβεβαιότητας και πείνας. Εκείνο το διάστημα ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μου μια γυναίκα Τούτσι με τα δυο παιδάκια της. Την κρύψαμε σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα και βάλαμε τα παιδιά μαζί με τα δικά μου σε ένα άλλο δωμάτιο. Καθώς πλησίαζε το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας (ο στρατός εισβολής) και διαδόθηκε ότι η Ιντεραχάμουε είχε αρχίσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Χούτου που είχαν γυναίκες Τούτσι, η οικογένειά μας ετοιμάστηκε να φύγει και πάλι. Αλλά το Πατριωτικό Μέτωπο είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής, και έτσι οι Τούτσι δεν κινδύνευαν πια. Τώρα όμως κινδύνευε η δική μου ζωή.
Πήγα μαζί με γείτονες στο οδόφραγμα, το οποίο φύλαγε τώρα το Πατριωτικό Μέτωπο. Όταν οι στρατιώτες είδαν εμένα—έναν Χούτου με επιδέσμους στο κεφάλι—νόμισαν ότι ήμουν παραστρατιωτικός και φώναξαν: «Μαζί σας έχετε φονιάδες και κλέφτες και τολμάτε να ζητάτε βοήθεια; Ποιος από εσάς έχει κρύψει ή προστατέψει Τούτσι;» Όταν τους έδειξα τη γυναίκα και τα παιδιά που είχα κρύψει, πήραν τα παιδιά παράμερα και τα ρώτησαν: «Ποιος είναι αυτός με το δεμένο κεφάλι;» Εκείνα είπαν: «Δεν είναι με την Ιντεραχάμουε. Είναι καλός άνθρωπος». Είχα σώσει εκείνους τους Τούτσι και τώρα εκείνοι έσωζαν εμένα!»
Ταρσίς Σεμινίγκα
«… Προσπαθήσαμε να κρυφτούμε αρχικά σε κάτι θάμνους κοντά, και τη νύχτα (ο φίλος Χούτου) μας πήγε στο σπίτι του και μας έκρυψε σε μια πλινθόκτιστη, στρογγυλή καλύβα όπου έβαζαν κατσίκες. Η καλύβα είχε χωματένιο δάπεδο, αχυρένια σκεπή και καθόλου παράθυρα.
»Οι μέρες και οι νύχτες που περάσαμε εκεί, συνολικά 1 μήνας, μας φάνηκαν αιώνες. Επειδή βρισκόταν δίπλα σε ένα σταυροδρόμι κοντά στο πιο πολυσύχναστο παζάρι της περιοχής, ακούγαμε περαστικούς να περιγράφουν τι είχαν κάνει στη διάρκεια της μέρας—μεταξύ άλλων ανατριχιαστικούς φόνους—και όσα σκόπευαν να κάνουν στη συνέχεια. Αυτό μας τρόμαζε ακόμη πιο πολύ, και προσευχόμασταν συνεχώς για τη ζωή μας.
Στα τέλη Μαΐου όμως, άρχισαν να καταφθάνουν παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε που εγκατέλειπαν το Κιγκάλι, και το μέρος εκείνο δεν ήταν πλέον ασφαλές. Οι φίλοι μας αποφάσισαν να μας μεταφέρουν σε έναν υπόγειο χώρο σαν κελάρι κάτω από το σπίτι ενός όπου κρύβονταν ήδη τρεις άλλοι. Για να πάμε σε εκείνο το σπίτι, κάναμε μια επικίνδυνη πεζοπορία τεσσερισήμισι ωρών μέσα στη νύχτα υπό καταρρακτώδη βροχή, η οποία όμως αποδείχτηκε ευλογία επειδή μας έκρυψε από τα μάτια των φονιάδων.
»Η νέα μας κρυψώνα βρισκόταν περίπου ενάμισι μέτρο κάτω από τη γη. Μπαίνοντας από μια ξύλινη καταπακτή, κατεβήκαμε μια σκάλα και, αφού συρθήκαμε σε μια σήραγγα, φτάσαμε σε έναν χώρο τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων, ο οποίος μύριζε μούχλα και είχε ελάχιστο φως που έμπαινε από κάποια ρωγμή. Η Σαντάλ, τα πέντε παιδιά μας, εγώ και άλλοι τρεις—συνολικά δέκα άτομα—μείναμε σε εκείνο το κλειστοφοβικό μέρος έξι εβδομάδες. Φοβόμασταν να ανάψουμε κερί, για να μην προδώσουμε την παρουσία μας. Οι φίλοι μας έρχονταν με κίνδυνο της ζωής τους για να μας φέρουν φαγητό και φάρμακα και να μας ενθαρρύνουν. Κάποιες φορές, ανάβαμε ένα κερί στη διάρκεια της μέρας για να μπορέσουμε να διαβάσουμε κάτι.
»Κάθε ιστορία έχει ένα τέλος», λέει ο Ταρσίς. «Η δική μας τελείωσε στις 5 Ιουλίου 1994. Οι δυνάμεις εισβολής είχαν πλέον καταλάβει την περιοχή. Επειδή δεν μας έβλεπε ο ήλιος, είχαμε ασπρίσει τόσο πολύ, ώστε όταν βγήκαμε από την κρυψώνα μερικοί δεν πίστευαν ότι είμαστε Ρουαντανοί. Επιπλέον, για μερικές εβδομάδες ψιθυρίζαμε, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε δυνατά.»
Ορέστε Μουρίντα
"Τα χρόνια μετά τον πόλεμο, οικογένειες που είχαν χωριστεί ξανάσμιξαν. Για παράδειγμα, το 1994, καθώς εντείνονταν οι μάχες στο Κιγκάλι και ο κόσμος αποχωρούσε μαζικά, ο Ορέστε Μουρίντα έχασε πάνω στον πανικό τη γυναίκα του και διέφυγε στην Γκιταράμα με το αγοράκι του που ήταν δυόμισι χρονών. Κάποια στιγμή που πήγε να βρει τρόφιμα, ξέσπασε μάχη, και μέσα στο χάος που ακολούθησε έχασε το γιο του.
Μετά τον πόλεμο, ο Ορέστε ξανάσμιξε με τη γυναίκα του, αλλά επειδή ο γιος τους δεν είχε βρεθεί, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είχε σκοτωθεί. Ωστόσο, έπειτα από δύο και πλέον χρόνια, ήρθε να εργαστεί στο Κιγκάλι κάποιος από την επαρχία. Συνάντησε μερικούς φίλους και ανέφερε τυχαία ότι κάποιοι γείτονές του στην Γκιζένιε είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο αλλά είχαν αναλάβει ένα ορφανό, το οποίο θυμόταν το όνομα του πατέρα του. Αυτοί αναγνώρισαν το όνομα και ειδοποίησαν τους γονείς, οι οποίοι έδειξαν στον άνθρωπο φωτογραφίες του γιου τους, και πράγματι εκείνο το παιδί ήταν το δικό τους! Ο Ορέστε πήγε αμέσως να το πάρει, και έτσι οι γονείς ξανάσμιξαν με το παιδί τους έπειτα από δυόμισι χρόνια!"
Επίλογος:
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τότε. Σκεπτόμενος όλα αυτά ένα ερώτημα με βασανίζει: «Τι διδάχθηκε η ανθρωπότητα από αυτή την απίστευτη τραγωδία»;
Μάλλον η απάντηση που δίνω θα σας βρει σύμφωνους: ΤΙΠΟΤΑ…
Τη στιγμή που διαβάζουμε αυτές τις γραμμές κάποια μυαλά ανά την υφήλιο μηχανεύονται έννοιες όπως «φυλετική καθαρότητα», «εκκαθαριστική επιχείρηση», «ζωτικός χώρος», «τελική λύση»…
Προβολή συνημμένου 88522
Πηγές:
Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity
Christianity and Genocide in Rwanda
http://en.wikipedia.org/wiki/Rwandan_Genocide
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: