Film Noir

iggylebowski

RetroAdept
Joined
10 Mαϊ 2012
Μηνύματα
868
Αντιδράσεις
646
FILM-NOIR


http://en.wikipedia.org/wiki/Film_noir

Αν υπάρχει ένα κινηματογραφικό είδος στο οποίο ο θεατής έχει το δικαίωμα να αναφωνήσει το κλισέ "Δεν τις κάνουν πλέον όπως παλιά", αυτό είναι μόνο τα film-noir. Με τον όρο film-noir χαρακτηρίζεται ένα, όχι τόσο συγκεκριμένο, σύνολο ταινιών, που ακολουθεί τους δικούς του συγκεκριμένους κώδικες και το οποίο αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα είδη του αμερικάνικου κινηματογράφου, αφού τα film-noir, τουλάχιστον στην «χρυσή εποχή» τους, ήταν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων ένα αμερικανικό φαινόμενο. Τα film-noir έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του ʼ40 και ακολούθησαν μια ανοδική πορεία μέχρι τα μέσα περίπου της επόμενης δεκαετίας, όπου και σταδιακά το είδος, τουλάχιστον στην αρχική του μορφή, άρχισε να φθίνει. Ο όρος όμως film-noir είναι μεταγενέστερος της εμφάνισης αυτού του είδους ταινιών, οι οποίες αρχικά χαρακτηριζόταν ως μελοδράματα, και γεννήθηκε από την ανάγκη να χαρακτηριστεί ένα νέο σύνολο κινηματογραφικών δημιουργιών που αντιπροσώπευε συγκεκριμένους κανόνες και χαρακτηριστικά. Σε πολλά σημεία, η διάκριση των film-noir από άλλα κινηματογραφικά είδη, όπως τα gangster films, ή τα heist films (ταινίες που αφορούν την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να πραγματοποιήσουν μια ληστεία), είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αφού τα όρια μεταξύ αυτών των διαφορετικών ταινιών είναι αρκετά συγκεχυμένα. Στην πραγματικότητα όμως, ο όρος film-noir περιγράφει ένα ευρύτερο κινηματογραφικό σύνολο που δεν αποτελεί από μόνο του ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος και το οποίο περιλαμβάνει ετερόκλητα είδη ταινιών, από γκανγκστερικά δράματα μέχρι ψυχοδράματα, κι από ταινίες μυστηρίου και αστυνομικά θρίλερ μέχρι γοτθικής αισθητικής μελοδράματα. Αυτή η χαλαρή οριοθέτηση των noir ταινιών δημιούργησε την ανάγκη χρήσης κάποιων πιο συγκεκριμένων κι εξειδικευμένων όρων που θα περιέγραφαν καλύτερα το είδος της ταινίας, μια ανάγκη που οδήγησε στην εμφάνιση νέων noir sub-genre, όπως για παράδειγμα τα crime noir, τα detective noir ή τα drama noir.

Θεματικά τα film-noir περιλαμβάνουν ένα πλήθος συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που έχουν να κάνουν με φροϋδικές και υπαρξιστικές αναφορές, κοινωνικά ταμπού, σχόλια πάνω στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύγχρονο ανθρώπινο σύνολο, καταγγελίες πάνω στην βία και τη διαφθορά του τρόπου λειτουργίας του κοινωνικού ιστού, αναφορές στον επιφανειακό πουριτανισμό της κοινωνικής ζωής, προσπάθειες έκθεσης της ηθικής αποσάθρωσης της αστικής κοινωνίας και απομυθοποίηση της συμβατικότητας των ανθρωπίνων σχέσεων. Με τα παραπάνω στοιχεία να υπάρχουν διάσπαρτα στις περισσότερες noir ταινίες, η noir φιλμογραφία κατάφερε να οικοδομήσει ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από μια σκοτεινή, ανήθικη παρουσίαση της πραγματικότητας, δίνοντας έμφαση σε κυνικές συμπεριφορές, σεξουαλικά κίνητρα, στοιχεία κοινωνικής διαφθοράς, ακόρεστα πάθη, εγωιστικά απωθημένα, κοινωνικό αμοραλισμό, σκοτεινά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης και αμφιλεγόμενες επιλογές. Η αδυναμία των χαρακτήρων να ξεφύγουν από τα στεγανά που τους όριζε η κοινωνική τους καταγωγή και η οικονομική τους θέση, η ανικανότητα να αντιμετωπίσουν ένα πανίσχυρο μηχανισμό που βρίσκεται πάνω από αυτούς, η καταδικασμένη προσπάθεια των ανθρώπων να ξεπεράσουν τα όριά τους, η εμμονή σε επιθυμίες που ξεπερνούν τις πραγματικές τους δυνατότητες, η αιώνια επιθυμία των ανθρώπων να ελέγξουν το πεπρωμένο τους μέσα από τις πράξεις τους, η αμφιλεγόμενη ηθική, το ανεκπλήρωτο ερωτικό πάθος, η απληστία, η εκδίκηση, η ζωώδης σεξουαλική έλξη, ο ρόλος της τύχης και της μοίρας είναι μερικά από τα στοιχεία στα οποία επικεντρώνονται τα film-noir, τα οποία παρά το γενικότερο σκοτεινό κινηματογραφικό περιβάλλον που παρουσίαζαν, διατηρούσαν πάντα στον πυρήνα τους μια δραματική βάση κι ένα πεσιμιστικό ύφος που σταδιακά οδηγούσε σε ένα τραγικό φινάλε που αποκαθήλωνε τους χαρακτήρες, και ορισμένες φορές τους τιμωρούσε για τις, υβριστικής μορφής, επιδιώξεις τους.

Επιρροές των film-noir υπήρξαν οι crime/detective ιστορίες που δημοσιευόταν στις αμερικάνικες εφημερίδες, η hardboiled αστυνομική λογοτεχνία, τα gangster films που προηγήθηκαν του κώδικα ηθικής Hays το 1934, η λειτουργία της αμερικάνικης κοινωνίας που μόλις είχε αρχίσει να αναρρώνει από το οικονομικό κραχ του 1929, τα γοτθικά μελοδράματα και τα pulp περιοδικά. Αν και τα film-noir δεν ακολουθούν μια συγκεκριμένη σκηνοθετική γραμμή που θα μπορούσε να προσδιορίσει το είδος και τους σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με αυτό, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως standards στο σύνολο της noir φιλμογραφίας. Η αισθητική πλευρά των film-noir χρωστάει πάρα πολλά στον γερμανικό εξπρεσιονισμό των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, ο οποίος αποτέλεσε και την κυριότερη επιρροή στην οικοδόμηση της στυλιζαρισμένης σκηνοθετικής γραμμής του είδους. Η συγκεκριμένη τεχνική στη χρήση του φωτισμού που χρησιμοποιούσαν οι γερμανικές εξπρεσιονιστικές ταινίες, μια τεχνική που κατάφερνε να δώσει εξαιρετικής ομορφιάς φωτοσκιάσεις και άνισες συνθέσεις, αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της τεχνοτροπίας που ακολούθησαν οι noir ταινίες. Επιπλέον, τα ελλειπτικά πλάνα, η χρήση των αντανακλάσεων, το contrast στις ασπρόμαυρες χρωματικές συνθέσεις, το βάθος των πλάνων, οι περίεργες γωνίες λήψεις, τα λοξά κάδρα, η παραμορφωτική χρήση της κάμερας, που εμπλούτισαν το noir σκηνοθετικό οπλοστάσιο, αποτελούσαν στην πραγματικότητα μεταφορά στον αμερικάνικο κινηματογράφο των τεχνικών που πρώτος δίδαξε ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των film-noir έπαιξαν και τα gangster films της πριν του κώδικα Hays, εποχής, τα οποία βοήθησαν αρκετά στην ολοκλήρωση του κινηματογραφικού σύμπαντος μέσα στα πλαίσια του οποίου κινούνται οι noir ταινίες. Τα νυχτερινά πλάνα, η τραχιά κινηματογράφηση των αστικών τοπίων, ο κυνισμός και αμοραλισμός των χαρακτήρων, η χρήση των σκοτεινών περιθωρίων της πόλης, η πνιγηρή αστική ατμόσφαιρα, αποτέλεσαν δάνεια των βίαιων γκανγκστερικών ταινιών στους noir σκηνοθέτες. Σε δεύτερο επίπεδο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι γοτθικές ταινίες τρόμου της Universal που με τη σειρά τους είχαν εξελιχθεί πάνω σε εξπρεσιονιστικά στοιχεία, αφού εμφανώς τα film-noir ενσωμάτωσαν τον γοτθικό τόνο αυτών των ταινιών στην αστική πραγματικότητα, συνδυάζοντάς τον με τα στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και μελοδράματος. Αυτό το πάντρεμα του ύφους δυο φαινομενικά άσχετων ειδών, των γοτθικών μεταφυσικών ταινιών τρόμου και των αστυνομικών ιστοριών, έδωσε τη δυνατότητα στα film-noir να αναπαράγουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που ήταν υπνωτική και εφιαλτική, αλλά παράλληλα πατούσε γερά στην ρεαλιστική απεικόνιση ενός κλίματος αποπροσανατολισμού, παρακμής και διαφθοράς. Σημαντική επιρροή αποτέλεσαν επίσης και τα σκοτεινά αστικά, δράματα του ρεύματος του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ30, δημιουργίες μερικών σημαντικών Γάλλων σκηνοθετών (Jean Renoir, Marcel Carne, Julien Duvivier κ.α.) τα οποία κατά τον ίδιο τρόπο με τα μεταγενέστερα film-noir, κατάφεραν να ενσωματώσουν το σκοτεινό, πεσιμιστικό ύφος και την υπνωτική ατμόσφαιρα σε ένα τοπίο αστικής παρακμής και κοινωνικής παθογένειας, όπως επίσης και το κίνημα του ιταλικού νέο-ρεαλισμού, του οποίου οι επιρροές γίνονται περισσότερο εμφανείς στα noir του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ΄40, τότε που πολλοί σκηνοθέτες ενσωμάτωσαν στη noir δραματουργία μια ρεαλιστική, σχεδόν ημι-ντοκιμαντερίστικη σκηνοθετική γραμμή.

Από την πλευρά της αφηγηματικής δομής, τα film-noir επηρεάστηκαν πάρα πολύ από τις ίδιες τις πηγές των ιστοριών τους, κυρίως από την αστυνομική λογοτεχνία, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι συγκεκριμένες ταινίες να ακολουθούν την τεχνική της αφήγησης της ιστορίας είτε σε πρώτο πρόσωπο από τον ίδιο τον βασικό χαρακτήρα της ταινίας είτε σε τρίτο πρόσωπο. Συχνή ήταν και η χρήση των flash-back, που έδινε τη δυνατότητα της ανατροπής του γραμμικού χρόνου, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να υφανθεί πολύ καλύτερα το μυστήριο και το δράμα, να εξελιχθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο οι ανατροπές της ιστορίας και να αποκαλυφθούν τα κίνητρα, τα απωθημένα και οι εμπειρίες των χαρακτήρων, δίνοντας τη δυνατότητα στους σκηνοθέτες να χειραγωγήσουν το κοινό τους και να παίξουν με τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες του θεατή. Χαρακτηριστικός ήταν στα film-noir και ο φετιχιστικός τρόπος με τον οποίο απεικόνιζαν διάφορα αντικείμενα. Καπέλα, καμπαρντίνες, τσιγάρα, όπλα και κάποια άλλα αντικείμενα αποκτούσαν στις noir ταινίες μια ιδιαίτερη υπόσταση, που πολλές φορές έμοιαζε σχεδόν μεταφυσική. Οι noir σκηνοθέτες επέμεναν σε μια υποκειμενική παρουσίαση αυτών των αντικειμένων, τα οποία αρκετές φορές αποτελούσαν σημαντικούς φορείς στη σύνθεση των πλάνων της ταινίας, κάνοντας πολλές φορές τους χαρακτήρες να αποκτούν υπόσταση και θέση μέσα στο noir κινηματογραφικό σύμπαν μόνο με τη χρήση αυτών των αντικειμένων. Τέλος, βασικό στοιχείο στην εξέλιξη της noir ιστορίας αποτέλεσαν τα σεξουαλικά πάθη και οι προσωπικοί εγωισμοί των χαρακτήρων. Από την στιγμή που τα film-noir επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν μια σκοτεινή σκιαγράφηση των χαρακτήρων και ένα ανήθικο, ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενο, πεδίο δράσης, ήταν φυσικό επόμενο να επιλέξουν και χαρακτήρες που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ψυχολογικές αντιλήψεις σχετικές με εμμονές, επιθυμίες και ορμές, κίνητρα σεξουαλικής φύσης, απωθημένα, εσωτερικοί δαίμονες και ταμπού, εγωιστικά πάθη και καταδικασμένες φιλοδοξίες, προσωπική εκδίκηση και απληστία, αποτελούσαν τους σημαντικότερους κινητήριους μοχλούς των πράξεων των πρωταγωνιστών.

Τα χαρακτηριστικότερα, όμως, στοιχεία της noir φιλμογραφίας έχουν να κάνουν με την δομή της ιστορίας, το πλαίσιο δράσης και το σύνολο των χαρακτήρων. Η δομή της ιστορίας των noir ταινιών πατούσε πάντα πάνω σε συγκεκριμένα κλισέ που αφορούσαν κυρίως θέματα δολοφονίας ή εξαπάτησης, ακολουθώντας στη συνέχεια μια πορεία αναζήτησης μέσα από καλά κρυμμένα μυστικά, ανομολόγητα πάθη, εσωτερικούς δαίμονες, εμμονές και αμφιλεγόμενες φιλοδοξίες. Αντίθετα με τα παραδοσιακά θρίλερ μυστηρίου που ο βασικός πρωταγωνιστής έλυνε σταδιακά το κουβάρι του μυστηρίου, δίνοντας την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να οικοδομήσει ένα σφιχτό και σταθερό κλίμα έντασης και αγωνίας, τα film-noir δεν έδιναν βάση στην αγωνία αλλά στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων αφενός μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους κι αφετέρου με τα προσωπικά τους λάθη και τις επιθυμίες τους. Στα film-noir η λύση του δράματος είναι ψυχικά και συναισθηματικά επώδυνη για τους πρωταγωνιστές κι έρχεται μέσα από μια διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ ελεγχόμενων πράξεων κι ανεξέλεγκτων παρεμβάσεων της τύχης και της μοίρας, με τους χαρακτήρες να κινούνται μέσα σε ένα πλήθος τυχαίων συμβάντων που καθορίζουν τη δράση τους, χωρίς ποτέ στην πραγματικότητα να είναι κύριοι του εαυτού τους. Η λύση της ιστορίας ακολουθεί μια επώδυνη πορεία μέσα από ερωτικά πάθη, προδοσίες, δολοπλοκίες και ανήθικες επιδιώξεις, οδηγώντας στο τέλος σε ένα είδος συναισθηματικού μουδιάσματος, αφήνοντας τον θεατή αρκετές φορές συναισθηματικά ανικανοποίητο. Ακολουθώντας μια αμφίδρομη λογική σχέση μεταξύ αιτίας κι αποτελέσματος, οι noir ταινίες πατούν πάνω στο ερώτημα αν οι πράξεις όρισαν την τύχη των πρωταγωνιστών ή το αντίθετο. Η μηχανική της εξέλιξης των film-noir δεν βασίζεται στην λεπτομερή αναζήτηση των στοιχείων από τον βασικό χαρακτήρα αλλά στην τυχαία συνάντησή του με αυτά, δίνοντας διέξοδο στο δράμα με ένα φινάλε που σπάνια προσέφερε συναισθηματική λύτρωση και ηθική ικανοποίηση, αλλά αντίθετα πάντα άφηνε βαθιές πληγές. Στην πραγματικότητα, η δομή και η εξέλιξη της ιστορίας δεν προωθείται από τους ίδιους τους χαρακτήρες, οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν ότι με τις πράξεις τους καθορίζουν το πεπρωμένο τους, αλλά από συμβάντα που περισσότερο αφορούν στοιχεία της τύχης και της μοίρας. Οι περισσότεροι χαρακτήρες των film-noir αποτελούν στην πραγματικότητα αντιφάσεις, αφού αν και θέλουν να πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη όχθη, ως φορείς παθών και εμμονών, με αρκετά εξωγενή στοιχεία να καθορίζουν τη δράση τους. Τα χαρακτηριστικότερα δείγματα των noir ταινιών έπαιξαν με τους όρους της τύχης, της μοίρας, του πεπρωμένου και της πιθανότητας, αφού στο τέλος αποδεικνύεται ότι όσο καλά και να προβλέψεις τα γεγονότα και τις συνιστώσες τους, πάντα θα υπάρχουν παράγοντες που θα οδηγήσουν όχι μόνο στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, αλλά και σε ένα πλήθος από άλλες, διάφορες παραλλαγές. Ο τρόπος αυτός της δομής της ιστορίας, η εξέλιξη της οποίας βρίσκεται πάντα σε διαρκή αντιπαράθεση με την υπαρξιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας που βρισκόταν στον πυρήνα της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος καθορίζεται από τις πράξεις του, αποτέλεσε ένα από τα κύρια στοιχεία της noir κινηματογραφικής λογικής. Η αντίθεση αυτή έκανε τα film-noir να μοιάζουν με ταινίες που παίζουν πάντα ανάμεσα στο δίπολο μοίρα-ελεύθερη επιλογή, με τους βασικούς πρωταγωνιστές πάντα να βρίσκονται μετέωροι ανάμεσα στην λογική εξέλιξη των πράξεών τους και σε αυτά που η μοίρα τους επιφυλάσσει.

Επίσης, οι noir ταινίες διαφοροποιήθηκαν στον τρόπο που χρησιμοποιούσαν το ερωτικό στοιχείο, παρουσιάζοντας με γλαφυρό, για την εποχή τρόπο, τη σκοτεινή πλευρά του ερωτικού πάθους. Αντίθετα με κάποια αισθηματικά δράματα, οι σκηνοθέτες γέμιζαν την ατμόσφαιρα των noir ταινιών με ένα διάχυτο ερωτισμό, πολλές φορές όμως στην ζωώδη του μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των noir ταινιών χαρακτηρίζεται από μια έντονη σεξουαλική ατμόσφαιρα και μια ηλεκτρισμένη ερωτική ένταση, αναπαριστώντας όμως έναν έρωτα ακόρεστο, ανεκπλήρωτο και ορισμένες φορές νοσηρό. Οι ερωτικές επιθυμίες ήταν αποτέλεσμα σεξουαλικών ενστίκτων και ανομολόγητων παθών, που αναπαράγονται σε ένα πλαίσιο με έντονο λανθάνοντα ερωτισμό και βρίσκονται απέναντι στην ιδεατή, ρομαντική υφή που χαρακτήριζε τα αισθηματικά δράματα. Στα film-noir η ερωτική επιθυμία αποκτά την ενστικτώδη μορφή της ζωώδους έλξης που πυρακτώνεται εσωτερικά για να μετατρέψει το ερωτικό πάθος των χαρακτήρων σε μονοπάτι προς την τελική τους πτώση. Αν κι αυτό μοιάζει κάπως πουριτανικό, στην πραγματικότητα βρισκόταν στην ακριβώς αντίθετη πλευρά με τον πουριτανισμό της αμερικάνικης κοινωνίας, με τα film-noir να απενοχοποιούν το σεξ ως μέρος της καθημερινής, κοινωνικής ζωής και να του δίνουν μια αρχέγονη, μυσταγωγική μορφή και μια πρωτόγονη αίσθηση που μπορεί παράλληλα να πάρει τη μορφή μιας απλής ανάγκης σαρκικής ικανοποίησης, ενός εγωιστικού πάθους, ενός τρόπου χειραγώγησης ή ακόμη ενός μέσου άσκησης εξουσίας. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό στοιχείο των film-noir αποτέλεσε ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τον δυαδικό διαχωρισμό του κόσμου, την πολωτική διαίρεση σε καλό και κακό. Στις noir ταινίες ο διαχωρισμός είναι δύσκολος και η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό είναι τις περισσότερες φορές αρκετά θολή. Μεγαλοαστικοί παράδεισοι, ειδυλλιακά προάστια, κοινωνικά στερεότυπα, ιδεατές λειτουργίες αποδομούνται, δίνοντας χώρο στην ανάπτυξη ενός διαφορετικού πλαισίου όπου η έννοια της δικαιοσύνης και της ηθικής στρεβλώνεται και η προσωπική λύτρωση είναι από αδύνατη ως πρακτικά άχρηστη. Αυτός ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα τα film-noir, προσέφερε στο είδος ένα αντιηρωικό ύφος, καταφέρνοντας παράλληλα να χαρίσει στο περιθώριο μια ιδιαίτερη, σχεδόν μυστικιστική, γοητεία κι έναν αόριστο μεταφυσικό τόνο. Χρησιμοποιώντας, τις περισσότερες φορές, με έναν γοητευτικά πρωτόγονο τρόπο, ένα κυνικό, διεστραμένο και ανήθικο κινηματογραφικό πεδίο δράσης κι ένα περιβάλλον διαφθοράς και υποκρισίας, τα film-noir κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα σύμπαν σκοτεινό και πεσιμιστικό, όπου το κακό μπορεί να θριαμβεύσει. Αυτή η εμμονή των noir ταινιών να απεικονίζουν τη πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνίας με τρόπο κυνικό, προκλητικό και, εν μέρει, σαρκαστικό, παρουσιάζοντας ένα σύμπαν που παρέχει ένα ηθικά ασταθές και διαβλητό περιβάλλον που διαιωνίζει τη διαφθορά και την απληστία και διαστρεβλώνει την κοινωνική δομή, οδήγησε στην κινηματογραφική οικοδόμηση μιας κυνικής κοσμοθεωρίας όπου αντιμετώπιζε τον κόσμο ως ένα σύνολο εμμονών, ενστίκτων και συμβατοτήτων. Αυτός όμως ο τρόπος με τον οποίο η noir φιλμογραφία αντιμετώπιζε την κοινωνική δομή και την ανθρώπινη ηθική, βρέθηκε σε πλήρη αντίθεση με τον κώδικα ηθικής Hays, με αποτέλεσμα τα περισσότερα film-noir να αντιμετωπίζονται στην εποχή τους ως b-movies. Στην ουσία, εκτός από μερικές ταινίες σκηνοθετών που είχαν αποδείξει την αξία τους (Lang, Siodmak, Preminger, Curtiz, Wilder, Wyler και μερικοί ακόμη), χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, να εμφανιστεί ο γαλλικός αστυνομικός κινηματογράφος που αποθέωσε το noir σινεμά, για να πάρουν αρκετές ταινίες την θέση που τους άξιζε.

Τέλος, ένα από τα στοιχεία που συνήθως αναφέρεται ως βασικός κώδικας των noir ταινιών αποτέλεσε η σύνθεση των βασικών χαρακτήρων την ταινίας που συνήθως αποτελούνταν από ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο σύνολο που αφορούσε: α) ένα κυνικό, σκληροτράχηλο βασικό χαρακτήρα που σταδιακά γινόταν έρμαιο των ίδιων των παθών του, των εμμονών του και των επιθυμιών του, β) τον αρχετυπικό χαρακτήρα της femme fatale, της γυναίκας-παγίδας που ήταν ικανή να χειραγωγήσει τον βασικό χαρακτήρα στήνοντας έναν ιστό από ίντριγκες, με σκοπό να ικανοποιήσει τις δικές της επιδιώξεις και γ) τον ακριβώς αντίθετο, του βασικού ρόλου, χαρακτήρα ο οποίος συνήθως συγκέντρωνε στοιχεία που ο πρωταγωνιστής αδυνατούσε ή/και επιθυμούσε να αποκτήσει. Γύρω από τους τρεις αρχετυπικούς ρόλους περιφερόταν ένα σύνολο αμφιλεγόμενων και διφορούμενων βοηθητικών χαρακτήρων που κατά κάποιο τρόπο αντιπροσώπευαν στοιχεία της κοινωνικής δομής (διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί, επίορκοι αστυνομικοί) ή συναισθηματικές καταστάσεις (ζηλόφθονες σύζυγοι, εκδικητικοί εραστές, άπληστοι φίλοι). Αν και πολλές ταινίες ακολούθησαν τη συγκεκριμένη σύνθεση χαρακτήρων, στην πραγματικότητα το σύνολο αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ μη ανατρέψιμη βασική αρχή των noir ταινιών, αφού αρκετοί σκηνοθέτες διαφοροποιήθηκαν από τα αρχετυπικά πρότυπα και τα στερεότυπα του είδους, ακολουθώντας μια διαφορετική προσέγγιση στους βασικούς χαρακτήρες των ταινιών τους.

Με την εμφάνιση του έγχρωμου κινηματογράφου τα film-noir, που σε ένα μεγάλο βαθμό στηριζόταν στην εντύπωση που δημιουργούσε ο συνδυασμός της ασπρόμαυρης φωτογραφίας και του εξπρεσιονιστικού φωτισμού, σταδιακά έχασαν τη δυναμική τους. Προς το τέλος της δεκαετίας του ʼ50. η παραγωγή noir ταινιών περιορίστηκε σε ποσότητα. Όμως από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ60, πολλοί σκηνοθέτες κατάφεραν να συνδυάσουν την noir παράδοση με αρκετά νεωτεριστικά στοιχεία, διατηρώντας τον μύθο που κουβαλούσαν τα film-noir. Τα neo-noir, όπως ονομάστηκαν, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των γαλλικών και γιαπωνέζικων noir των 60ʼs και των 70ʼs διατήρησαν την παράδοση και τον θρύλο των film-noir μέχρι τις μέρες μας, χωρίς όμως ποτέ, εκτός μερικών εξαιρέσεων, να πετύχουν αυτό που πέτυχαν οι ταινίες της χρυσής, noir εποχής.

Proto-Noir (1930-1939)




Ουσιαστικά η noir εποχή του κινηματογράφου αρχίζει με την είσοδο στη δεκαετία του ΄40. Όμως, από τη δεκαετία του ΄30 ήδη, ορισμένες ταινίες παρουσίασαν ορισμένα χαρακτηριστικά που θα οριοθετούσαν τον noir κινηματογράφο μερικά χρόνια αργότερα. Οι ταινίες αυτές αφορούσαν κυρίως σκληρά γκανγκστερικά δράματα πριν από την εδραίωση της λογοκρισίας μέσω του κώδικα Hays και σκοτεινά αστικά δράματα του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού, τα οποία καθιέρωσαν ένα σύνολο αμφιλεγόμενων χαρακτήρων που δρούσαν σε ένα πλαίσιο ανηθικότητας, όμοιο με αυτό που καθιέρωσαν τα film-noir. Επιπλέον, η στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία των ταινιών αυτών φέρνει πολλές φορές στο μυαλό τις σκοτεινές, εξπρεσιονιστικές εικόνες που συνέθεταν οι noir σκηνοθέτες, σηματοδοτώντας μια πρώτη μορφή των noir ταινιών. Αν και οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες στην θεματική βάση τους, είχαν απλά μια μικρή συγγένεια με τα film-noir, ο κυνικός τρόπος με τον οποίο παρουσίαζαν την κοινωνία, το κινηματογραφικό τους πλαίσιο που αφορούσε κυρίως το περιθώριο, το σκοτεινό τους ύφος και ο απαισιόδοξος τόνος, αποκάλυψαν την κινηματογραφική πηγή των film-noir. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες άνοιξαν το μονοπάτι για την έλευση των noir ταινιών, είτε τεχνικά, είτε θεματικά, ενώ αρκετές από αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια πρωτόλεια μορφή film-noir. Αν και δεν ανήκουν σε ένα μοναδικό κινηματογραφικό είδος, άλλες επειδή ο τρόπος με των οποίο χρησιμοποίησαν τις εξπρεσιονιστικές επιρροές τους θύμιζε τις noir ταινίες, άλλες γιατί η μορφή και η σύνθεση του συνόλου των χαρακτήρων τους οριοθέτησε τους αρχετυπικούς ρόλους στην noir δραματουργία, άλλες πάλι γιατί το πεδίο δράσης τους και ο κυνισμός τους φέρνει στο μυαλό τα αντίστοιχα στοιχεία των film-noir, κάπως αυθαίρετα είναι αλήθεια, το σύνολο αυτών των ετερόκλητων ταινιών που απλά έχουν μια χαλαρή συγγενική σχέση με τον noir κινηματογράφο, χαρακτηρίστηκε ως proto-noir.

M (1931, Fritz Lang)

Αν και η ταινία θεματικά δεν έχει καμία σχέση με τα film-noir, ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετεί ο Lang, εμφανώς επηρεασμένος από τις βουβές, εξπρεσιονιστικές ταινίες του, αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες επιρροές των noir σκηνοθετών. Στην πρώτη του ομιλούσα ταινία, ο Lang εμπνέεται από τη δράση τριών πραγματικών serial killers της εποχής (Peter Kurten, Fritz Haarmann, Carl Grossmann) για να ολοκληρώσει την καλύτερη δημιουργία του, έχοντας στο πλευρό του έναν συγκλονιστικό Peter Lorre. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, η εξπρεσιονιστική προσέγγιση, ο υπνωτικός τόνος και η σκηνοθετική μαεστρία του Lang δημιουργούν μια τόσο πυκνή, αδιαπέραστη ατμόσφαιρα λες και μπορείς να την κόψεις με μαχαίρι. Προκλητικό θέμα σε μια ταινία που προσφέρει τροφή για σκέψη, πολύ μπροστά από την εποχή της που αποτελεί παράλληλα μάθημα σκηνοθεσίας για επίδοξους, μελλοντικούς σκηνοθέτες

The Public Enemy (1931, William A. Wellman)

Μια από τις καλύτερες ταινίες του είδους, το Public Enemy αποτελεί ένα βίαιο, εξαιρετικά σκληρό για την εποχή του γκανγκστερικό δράμα που παρουσιάζει την άνοδο και την πτώση ενός αρχηγού του οργανωμένου εγκλήματος. Ο James Cagney και η γλυκύτατη Jean Harlow δένουν πολύ καλά στην οθόνη και ο Wellman παρουσιάζει μια σκληρή ιστορία, προσφέροντας παράλληλα ένα είδος σκοτεινής γοητείας στην εγκληματική δραστηριότητα του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, εξαιρετική δουλειά με την κάμερα, αρχετυπικοί χαρακτήρες, όμορφη φωτογραφία και μέσα σε 80 και κάτι λεπτά, ο Wellman οριοθετεί το είδος των gangster movies.

Little Caesar (1931), Mervyn LeRoy)

Με τον τεράστιο Edward G. Robinson στον πρώτο ρόλο να κυριαρχεί σε όποιο πλάνο εμφανίζεται, το Little Caesar μπορεί να μην φτάνει τα υψηλά ποιοτικά standards του Public Enemy, αλλά παραμένει μια καλή ταινία παρά τα κάποια προβληματάκια που άφησαν τα 80 χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του. Με την ιστορία να είναι αρκετά απλή, το Little Caesar είναι μια σκληρή ταινία, όχι εξαιτίας της βίας που περιέχει αλλά κυρίως εξαιτίας των σκληρών διαλόγων και του αχαλίνωτου κυνισμού των βασικών χαρακτήρων. Ο LeRoy χρησιμοποιεί εξαιρετικά τον ήχο και την εκτός κάδρου δράση για να ενισχύσει την ένταση των γεγονότων και δημιουργεί ένα κυνικό περιβάλλον γεμάτο με πρωτόγονη αυθεντικότητα και διεφθαρμένη ατμόσφαιρα, αλλά αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει στην ταινία είναι η καταπληκτική ερμηνεία του Robinson.

City Streets (1931, Rouben Mamoulian)

Συνδυασμός μελοδράματος και βίαιης ταινίας με θέμα το οργανωμένο έγκλημα, το City Streets ακολουθεί την τραχιά, σκοτεινή κινηματογραφική γραμμή που θα αποτελέσει σήμα κατατεθέν των film-noir. H πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία, το σφιχτό μοντάζ και η εντυπωσιακή χρήση του φωτισμού προσφέρουν μια εικαστική τελειότητα σε μια ταινία, που αν και το θέμα της είναι αρκετά απλουστευμένο, παραμένει μια από τις καλύτερες πρώιμες gangster movies.

Five Star Final (1931, Mervyn LeRoy)

Ακόμη μια συνεργασία του Mervyn LeRoy με τον Edward G. Robinson, με τον σκηνοθέτη να παρατά το καθαρόαιμο γκανγκστερικό δράμα για να ασχοληθεί με τον ρόλο και την λειτουργία της έντυπης δημοσιογραφίας. Αρκετά μπροστά από την εποχή του και δίνοντας αρκετή τροφή για σκέψη, ο LeRoy αποκαλύπτει τον ρόλο της κίτρινης δημοσιογραφίας και δημιουργεί ένα δυσοίωνο και πεσιμιστικό κλίμα διαφθοράς και ηθικής παρακμής, Ακόμη μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Robinson, ενώ σε δεύτερο ρόλο εμφανίζεται και ο Boris Karloff.

Smart Money (1931, Alfred E. Green)

O Robinson ερμηνεύει έναν ελληνικής καταγωγής τζογαδόρο, που σταδιακά ανεβαίνει στην ιεραρχία του κυκλώματος παράνομου τζόγου, σε αυτό το πρώιμο noirish crime drama του σκηνοθέτη Alfred E. Green, και το αποτέλεσμα είναι μια αρκετά καλή ταινία, που όμως δεν φτάνει άλλες ταινίες του γνωστού ηθοποιού. Η μοναδική συνεργασία του Robinson και του Cagney είναι καλή, όπως καλές είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες, αλλά πολλές φορές το αποτέλεσμα μοιάζει κάπως βεβιασμένο. Παρά τα όποια προβλήματα το Smart Money είναι μια αξιόλογη ταινία που κερδίζει πόντους, πέρα από τις ερμηνείες των ηθοποιών, από την εξαιρετική και λεπτομερή απεικόνιση του κυκλώματος παράνομου τζόγου.

The Beast of the City (1932, Charles Brabin)

Το The Beast of the City είναι ακόμη ένα gangster film της προ κώδικα Hays εποχής, το οποίο ενσωματώνει περισσότερα στοιχεία από αυτά που αργότερα θα θεωρούνταν ως βασικά χαρακτηριστικά των film-noir. Αρκετά τραχύ και σκοτεινό στο σύνολό του, το Beast of the City δίνει περισσότερη βάση στους σκληρούς διαλόγους, τον κυνισμό των χαρακτήρων, στην ηλεκτρισμένη ένταση και στους σφιχτοδεμένους ρυθμούς, προσφέροντας αρκετή γοητεία στους περιθωριακούς χαρακτήρες της ταινίας. Το τελικό αποτέλεσμα όμως χάνει από το απλοϊκό, αφελές σενάριο και τις cheesy υπερβολές που αποδυναμώνουν την ταινία. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο Huston-Harlow πάντως, είναι καταπληκτικό.

Scarface (1932, Howard Hawks)

Αν και η συγκεκριμένη ταινία επισκιάστηκε, δικαίως, από τον καταιγισμό της ομώνυμης ταινίας του Brian de Palma, το πρωτότυπο Scarface είναι κι αυτό μια αριστουργηματική ταινία. Το Scarface αποτελεί την καλύτερη gangster movie της προπολεμικής εποχής, με τον Hawks να απλώνει το ταλέντο του και τον Paul Muni να ερμηνεύει με συγκλονιστικό τρόπο τον βασικό χαρακτήρα. Βία, κυνισμός, σκληρότητα, αμοραλισμός, ηθική κατάπτωση, σαρκασμός, διαφθορά, σεξουαλικά κίνητρα, λανθάνων ερωτισμός, αιμομικτικές τάσεις, μαύρο χιούμορ με τον Hawks να απομακρύνεται αρκετά από ηθικοδιδακτισμούς και να σκηνοθετεί με σφιχτοδεμένη ένταση μια από τις καλύτερες γκανγκστερικές ταινίες όλων των εποχών. Αισθητικά, μετέπειτα noir χαρακτηριστικά, όπως το contrast των χρωμάτων, οι άνισες συνθέσεις, οι φωτοσκιάσεις, περίεργες γωνίες λήψης εναλλάσσονται με στοιχεία απλής, αυθεντικής, σχεδόν ημι-ντοκιμαντερίστικης κινηματογράφησης, ολοκληρώνοντας μια εξαιρετική κινηματογραφική δημιουργία.

The Sin of Nora Moran (1933, Phil Goldstone)

To The Sin of Nora Moran είναι μια σχετικά άγνωστη crime movie, άδικα παραγνωρισμένη, που πρέπει να ανακαλυφθεί από τους φανατικούς σινεφίλ. Με διάρκεια μόλις μία ώρα και κάτι λεπτά ο σκηνοθέτης Phil Goldstone στήνει μια εξαιρετική ταινία που καταφέρνει να συνδυάσει την αστική και ηθική παρακμή των gangster movies, το σκοτεινό σύμπαν ενός noir εφιάλτη, τις γοτθικές πινελιές και την ζοφερή ατμόσφαιρα που είχαν τα ασπρόμαυρα ψυχοδράματα του Bergman τη δεκαετία του ʼ60. Στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό από τις noir ταινίες, όπως η σκληρή αφήγηση και τα διαρκή flash-back και flash-forward έχουν κυρίαρχο ρόλο στη συγκεκριμένη ταινία. Ειδικά η χρήση των flash-back και των flash-forward γίνεται με τέτοιο τρόπο, που μοιάζει σαν η αφήγηση να διασπά τον γραμμικό χρόνο σε μικρά κομμάτια, τα οποία επανασυνδέει σε τυχαία σειρά, κάνοντας το The Sin of Nora Moran να φαίνεται ότι κινείται διαρκώς μπρος-πίσω. Αρκετά προκλητικό στη θεματολογία του, βάζοντας αναφορές και σχόλια πάνω στη διαφθορά, τη σεξουαλική κακοποίηση, την καταπίεση των γυναικών, την θανατική ποινή, την αυτοκτονία, με τον σκηνοθέτη να οικοδομεί ένα μελαγχολικό, πένθιμο, σχεδόν καταραμένο κινηματογραφικό σύμπαν που πλαισιώνει μια ιστορία εξαπάτησης, καταδικασμένης αγάπης, συναισθηματικής προδοσίας, χαμένης τιμής, παραίτησης και μακάβριας μοίρας. Η ταινία έχει ένα πρώιμο art-house feeling, με flash-back μέσα σε flash-back, βαριά εξπρεσιονιστική φωτογραφία, ονειρικές ακολουθίες εικόνων, παραισθησιακές αλληλουχίες, περίτεχνες αφηγηματικές δομές, έξυπνο μοντάζ και ιδιότροπα πλάνα. Αρκετά μπροστά από την εποχή του, τουλάχιστον τεχνικά, το Sin of Nora Moran είναι ένα ξεχασμένο διαμαντάκι από τη δεκαετία του ʼ30, που θα ικανοποιήσει, παρά τα κάποια προβλήματα στο σενάριο, τόσο τους λάτρεις των noir ταινιών, όσο και τους φανατικούς του art-house κινηματογράφου. Η, σχετικά, άγνωστη Zita Johann δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

G-Men (1935, William Keighley)

Γρήγορη, καλογυρισμένη, σφιχτοδεμένη gangster movie με πρωταγωνιστή τον James Cagney, που αναπαριστά την προσπάθεια καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος από το φρέσκο, εκείνη την εποχή, FBI. Ο Keighley καταφέρνει και ισορροπεί με καλό τρόπο ανάμεσα στη δράση και στο δράμα, διατηρώντας το βίαιο, σκοτεινό σύμπαν των πρώιμων γκανγκστερικών ταινιών της δεκαετίας του ʼ30, ενώ παράλληλα διαχειρίζεται με καλό τρόπο τις δραματικές κορυφώσεις, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της cheesy περιπέτειας και του αναιμικού μελοδράματος. Υπάρχουν αρκετοί πυροβολισμοί, με αποκορύφωμα μια σκηνή πολιορκίας σε ένα κρησφύγετο των γκάνγκστερ, με τον σκηνοθέτη να καταφέρνει να ενσωματώσει στα πλάνα υψηλά επίπεδα έντασης. Κλασσική ταινία, που θεωρείται από τις καλύτερες του είδους.

Bullets or Ballots (1936, William Keighley)

Hardboiled αστυνομικό δράμα, με εντυπωσιακό για την εποχή του καστ, με πρώτο όλων τον, για ακόμη μια φορά εκπληκτικό, Edward G. Robinson, με θέμα το οργανωμένο έγκλημα. Καλές ερμηνείες, σκοτεινή ατμόσφαιρα, καλογυρισμένες σκηνές δράσης, σφιχτοδεμένη ένταση, καλογραμμένοι διάλογοι και κάποιες δραματικές κορυφώσεις, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ταινίας, η οποία είναι γυρισμένη από τον σκηνοθέτη με τέτοιο τρόπο ώστε να χαρίζει στο αποτέλεσμα μια αυθεντική αμεσότητα. Όχι τόσο καλό όσο άλλες ταινίες του είδους, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα είναι αρκετά πάνω από απλά αξιοπρεπές.

The Petrified Forest (1936, Archie Mayo)

Εξαιρετικό πρωταγωνιστικό τρίο (Howard, Davis, Bogart) σε ένα πολύ καλό δράμα, σκηνοθετημένο από τον Archie Mayo, το οποίο επιχειρεί μια σκληρή καταγγελία του πλούτου, της εξουσίας, της ισχύς, της δύναμης, της ηθικής και της ανισότητας που χαρακτήριζε την τότε κοινωνία. Πανέμορφο εικαστικά και δυνατό θεματικά, το Petrified Forest αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ʼ30, που συνδυάζει τις πολύ καλές ερμηνείες, τα όμορφη χρήση των τοπίων, την κοινωνική ευαισθησία, το αντιηρωικό ύφος, τη σφιχτή ένταση, τη σωστή εξέλιξη των δραματικών σκηνών και την εξαιρετική σκηνοθεσία του Mayo.

Fury (1936, Fritz Lang)

Ακόμη μια εξαιρετική ταινία από τον Fritz Lang, που παράλληλα αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά στην Αμερική, με τον Spencer Tracy και την Sylvia Sidney στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Lang χρησιμοποιεί εξαιρετικά τις ανατροπές της και το πεσιμιστικό, κυνικό ύφος της ιστορίας για να οικοδομήσει ένα σκοτεινό δράμα που ταυτόχρονα αποτελεί μια μελέτη πάνω στη δικαιοσύνη, την ενοχή, την εκδίκηση, την ανεξέλεγκτη οργή και τη νοοτροπία του όχλου. Ο Lang παντρεύει το αισθηματικό δράμα με τα crime films, το δικαστικό δράμα και τις road movies, κλιμακώνοντας παράλληλα την ένταση και τον κοινωνικό σχολιασμό κι αποδίδοντας με εντυπωσιακό τρόπο τις δραματικές κορυφώσεις της ταινίας, παρουσιάζοντας παράλληλα την μετατροπή ενός απλού, φιλήσυχου ανθρώπου σε ένα σκοτεινό φορέα οργής και εκδίκησης. Στυλιζαρισμένη, πανέμορφη σκηνοθεσία στην οποία χρωστάνε πολλά οι noir ταινίες, καλό σενάριο και καλές ερμηνείες.

Pepe le Moko (1937, Julien Duvivier)

Πριν ακόμη από την εμφάνιση των film-noir, το Pepe le Moko μοιάζει να εισάγει το κινηματογραφικό κοινό στο noir σύμπαν. Συνδυάζοντας τα αμερικάνικα crime films και το σκοτεινό μελόδραμα με τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό, κι έχοντας τον Jean Gabin στον ομώνυμο ρόλο, του χαρισματικού, γοητευτικού πρωταγωνιστή, ο Duvivier απλώνει το ταλέντο του με πανοραμικά πλάνα, υπνωτικές κινήσεις της κάμερας, περίεργες γωνίες στα κάδρα, όμορφη χρήση των χρωματικών αντιθέσεων, του φωτισμού και των σκιών για να κάνει τα αστικά τοπία να μοιάζουν με πραγματικό λαβύρινθο. Κρατώντας τη βάση της ιστορίας στα όρια του αισθηματικού δράματος, ποτίζοντας την ατμόσφαιρα με μια υπνωτική αίσθηση και μια νοσταλγική αύρα, ο Duvivier κρατά την ένταση στον ρυθμό της ταινίας και τον ασφυκτικό τόνο εγκλωβισμού και αποξένωσης που χαρακτηρίζει τα αστικά τοπία, που συνολικά κάνει το Pepe le Moko να είναι παράλληλα μια ιστορία λύτρωσης και καταδίκης. Απλά αριστούργημα.

The Last Gangster (1937, Edward Ludwig)

O Edward G. Robinson επαναλαμβάνει τον ρόλο του σκληροτράχηλου γκάνγκστερ, έχοντας στο πλάι του James Stewart στο ρόλο του αντίζηλου δημοσιογράφου, με την ταινία να μη διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, αλλά από την άλλη να αποτελεί ένα ακόμη καλό δείγμα των gangster films στα 30ʼs. Αν και η ταινία έχει κάποια προβληματάκια, η τεράστια ερμηνεία του Robinson καλύπτει όποιες ασυνέπειες και αφέλειες, με τον σκηνοθέτη Edward Ludwig να προσθέτει μια ρεαλιστική ματιά στην σκηνοθετική του προσέγγιση, με ορισμένες σκηνές να διακρίνονται από μια σκηνοθετική φρεσκάδα και μια κλιμακούμενη ένταση που προσθέτουν πόντους στο τελικό αποτέλεσμα. Αν και η ταινία δεν αποφεύγει τις ευκολίες, τα κλισέ και τους αναίτιους μελοδραματισμούς, ο Ludwig σκιαγραφεί αρκετά καλά τον προβληματικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα χειρίζεται πολύ καλά ορισμένες ανατροπές της πλοκής.

Marked Woman (1937, Lloyd Bacon)

Η Bette Davis και ο Humphrey Bogart συνεργάζονται για ακόμη μια φορά στο συγκεκριμένο δράμα που παίρνει δάνεια τόσο από τα γκανγκστερικά δράματα όσο και από τα αισθηματικά μελοδράματα. Χρησιμοποιώντας πολύ καλά ως σκηνικό τα nightclubs και τα καμπαρέ της δεκαετίας του ʼ30, ο Bacon δημιουργεί μια σκοτεινή ατμόσφαιρα βασισμένος πάνω στην αίσθηση διαφθοράς και αστικής παρακμής που αποπνέουν τα περιθώρια της πόλης και ο κόσμος της παρανομίας. Με ευθείες αναφορές στην πορνεία, αρκετά προκλητικό για την εποχή που γυρίστηκε, και ένα έντονα κυνικό κλίμα, το Marked Woman είναι ένα βαρύ, κι ενοχλητικό μερικές φορές, μελόδραμα γεμάτο με ηλεκτρισμένη ένταση, που κερδίζει πόντους από την τσακισμένη ερμηνεία της Davis, την μετρημένη ερμηνεία του Bogart (αν και κάπως υποτονικός σε μερικές σκηνές) και τον καταιγιστικό Eduardo Ciannelli.

Dead End (1937, William Wyler)

Αν και κάπως κουρασμένο από τα χρόνια που βαραίνουν την πλάτη του, το Dead End, παρά το κάπως αφελές σενάριό του, είναι μια πολύ όμορφη ταινία που αποζημιώνει τον θεατή εξαιτίας της μαεστρικής σκηνοθεσίας του Wyler, της εντυπωσιακής εικαστικής απόδοσης της ιστορίας και των καλών ερμηνειών, κυρίως από τους δεύτερους ρόλους. Αν και προσωπικά βρίσκω την ταινία περισσότερο μελοδραματική από όσο θα έπρεπε, ο Wyler κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποδείξει πόσο μεγάλος σκηνοθέτης ήταν. Τα σκηνικά και η κάμερα του Wyler μπορούν να γοητεύσουν και τον πιο απαιτητικό θεατή και δεν τον αφήνουν να κουραστεί από τον, αφόρητο μερικές φορές, διδακτισμό του Dead End. Εκπληκτική φωτογραφία και εντυπωσιακές ερμηνείες από την ομάδα των νεαρών ηθοποιών Dead End Kids και τον Humphrey Bogart. Μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Sidney Kingsley.

You Only Live Once (1937, Fritz Lang)

To You Only Live Once είναι ακόμη μια δημιουργία του μεγάλου σκηνοθέτη Fritz Lang, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί μια noir ταινία στην πιο πρωτόλεια μορφή της. Η ταινία αποτελεί ένα δράμα που παράλληλα ασκεί κριτική στο δικαστικό σύστημα της Αμερικής, με τον Lang όμως να ενσωματώνει αρκετά noirish στοιχεία και επιρροές από τα crime films της δεκαετίας. Ο Lang παραδίδει και πάλι μαθήματα σκηνοθεσίας, έχοντας στο πλάι του την πανέμορφη, ασπρόμαυρη φωτογραφία και τις καλές ερμηνείες του καστ, αν και κάτι δεν πάει τόσο καλά με τον Henry Fonda, δημιουργώντας μια ψυχρή, απαισιόδοξη ατμόσφαιρα κι ένα, σχεδόν, καταθλιπτικό τόνο και διατηρώντας ένα σφιχτό ρυθμό που προσφέρει άφθονη αγωνία και ένταση. Κάποιες μικροανατροπές προσφέρουν μερικές εκπλήξεις στην ταινία, με τον Lang να τις χειρίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να παίζει με τις αντιλήψεις του κινηματογραφικού κοινού. Αρκετά σκοτεινή για την εποχή της, εξελισσόμενη σε ένα κινηματογραφικό πλαίσιο απελπισίας και απόγνωσης, το You Only Live Once είναι ένα ακόμη δείγμα της σκηνοθετικής ευφυΐας του Fritz Lang.

Angels with Dirty Faces (1938, Michael Curtiz)

Ίσως η κλασσικότερη crime drama ταινία της δεκαετίας του ʽ30, το Angels with Dirty Faces κυριολεκτικά άνοιξε τον δρόμο για την έλευση των noir ταινιών. Ο Michael Curtiz έχοντας στα χέρια του ένα εντυπωσιακό καστ (Cagney, OʼBrien, Bogart, Sheridan, Bancroft και τα Dead End Kids) στήνει ένα εξαιρετικό δράμα που αποτελεί παράλληλα ψυχογράφημα χαρακτήρων, σχόλιο πάνω στην εγκληματικότητα και στον ρόλο των προτύπων, μελέτη πάνω στον ηρωισμό, την φιλία και την αφοσίωση, βάζοντας παράλληλα στη συνταγή θέματα πίστης και μεταφυσικές ανησυχίες. Η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, η γλυκόπικρη ατμόσφαιρα, η εντυπωσιακή χρήση των φωτοσκιάσεων, οι εξπρεσιονιστικές επιρροές, οι περίεργες συνθέσεις των κάδρων, το χρωματικό contrast, η κίνηση της κάμερας αποδεικνύουν την ικανότητα του Curtiz, ο οποίος πέρα από το εικαστικό μέρος καταφέρνει να χειριστεί τέλεια το story, τόσο στις δραματικές σκηνές όσο και στις σκηνές έντασης και αγωνίας και να δώσει έναν εξαιρετικό ρυθμό στην ταινία. Ο Cagney είναι σε μεγάλη φόρμα και κερδίζει την παράσταση από το υπόλοιπο, εξαιρετικό πάντως, καστ, το score του Max Steiner είναι τέλειο και το φινάλε είναι εκπληκτικό. Όποιοι διδακτισμοί δεν αποδυναμώνουν το τελικό αποτέλεσμα.

Port of Shadows (1938, Marcel Carne)

Αριστουργηματικό γαλλικό δράμα του Marcel Carne, που θεματικά δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τα film-noir, αισθητικά όμως, προσφέρει απλόχερα ιδέες και τεχνικές που θα χρησιμοποιήσουν κάποια χρόνια μετά οι noir σκηνοθέτες. Ο φωτισμός που κάνει τις σκιές να μοιάζουν ζωντανές κι έτοιμες να καταπιούν τους χαρακτήρες, το ομιχλώδες τοπίο, η υπνωτική ατμόσφαιρα, η καταδικασμένη απόπειρα επιβίωσης δυο σχεδόν καταραμένων εραστών, το αστικό τοπίο ως λαβύρινθος που παγιδεύει σταδιακά τους πρωταγωνιστές. Θεματικά η ταινία έχει κυρίως να κάνει με την μοναξιά και το ανεκπλήρωτο όνειρο της ευτυχίας, με τον Carne να οικοδομεί ένα γλυκόπικρο, μελαγχολικό κλίμα και μια στοιχειωμένη αίσθηση εγκλωβισμού που υποβάλλει το κινηματογραφικό κοινό. Πλούσια σε συναισθήματα ταινία, με αρκετά έντονο ερωτικό στοιχείο για την εποχή που γυρίστηκε, έξοχα σκηνικά κι ένα εξαιρετικό καστ (Gabin, Simon, Morgan, Brasseur).

The Human Beast (1938, Jean Renoir)

Κινηματογραφική μεταφορά ιστορίας του Zola, το Human Beast θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες και καλύτερες ταινίες στην ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου. Ο Jean Renoir, ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από το αριστούργημα Le Grande Illusion, δημιουργεί ένα σκοτεινό, κυνικό δράμα που αν και έχει μικρή θεματική συγγένεια με τα film-noir, οριοθετεί στην ουσία τον χαρακτήρα της femme fatale. H Simone Simon ερμηνεύει τον χαρακτήρα του μοιραίου θηλυκού, της γυναίκας παγίδας, η οποία υφαίνει μεθοδικά τον ιστό της για να πετύχει τους στόχους της, και παγιδεύει τους άντρες, έχοντας ως απόλυτο όπλο εξουσίας την σεξουαλικότητά της και τις υποσχέσεις που μεταφέρει η παρουσία της. Ο Renoir γεμίζει την ταινία με ερωτική ένταση, η οποία παίρνει τον χαρακτήρα της πιο επικίνδυνης μορφής σεξουαλικότητας, κι ακολουθεί μια κυνική αναπαράσταση της πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από αμοραλισμό και σεξουαλική χειραγώγηση. Εξαιρετική αφήγηση και σκιαγράφηση των πρωταγωνιστικών ρόλων, πολύπλοκοι χαρακτήρες, πανέμορφη φωτογραφία, συμβολική χρήση του σιδηροδρόμου, εντυπωσιακή ερμηνεία από τον Jean Gabin, εξαιρετικής σύνθεσης εικόνες, σε μια ταινία που παρακολουθεί την ταχύτατη κάθοδο ενός ανθρώπου στην τρέλα και στην προσωπική κόλαση.

Invisible Stripes (1939, Lloyd Bacon)

Αρκετά καλό crime drama, με καλό καστ κι ενδιαφέρον σενάριο που παρακολουθεί την αδυναμία ενός ανθρώπου να αλλάξει τη ζωή του, αφού οι περιστάσεις, η μοίρα και η τύχη δεν τον αφήνουν να αφήσει την παλιά του ζωή. Αυτή η απεγνωσμένη και καταδικασμένη, από την αρχή, προσπάθεια του βασικού χαρακτήρα να ξεφύγει από τα προσωπικά του στεγανά χαρίζουν στο Invisible Stripes τον έντονο δραματικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα ο Bacon εμπλουτίζει την ταινία με στοιχεία crime/prison film. Αρκετά διασκεδαστική ταινία, με ενδιαφέρουσα κλιμάκωση και γοητευτικούς χαρακτήρες, με κάποιες δόσεις κυνισμού, που ότι χάνει από τα διδακτικά στερεότυπα και τον αργό ρυθμό, το κερδίζει από τις καλές ερμηνείες, Αν και διάφορα θέματα με τα οποία ασχολείται η ταινία έχουν αρκετό ενδιαφέρον, όπως θέματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης και προκατάληψης στην τότε κοινωνία, η νωχελική, χαλαρή σκηνοθεσία του Bacon δεν αφήνει την ταινία να ξεφύγει από το επίπεδο της συμπαθητικής, αξιοπρεπούς δημιουργίας.

Daybreak (1939, Marcel Carne)

Άλλο ένα εξαιρετικό δείγμα του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού, στο οποίο χρωστάνε πάρα πολλά τα film-noir, το Daybreak είναι ένα σκοτεινό, αστικό δράμα που προλείανε τον δρόμο για την αισθητική επίθεση των noir ταινιών με την είσοδο της δεκαετίας του ʼ40. Η ευρεία χρήση των flash-back με τα οποία εξελίσσεται αφηγηματικά η ταινία, αλλά και η εντυπωσιακή χρήση του φωτισμού που δημιουργεί υπνωτικές εικόνες γεμάτες σκιάσεις και άνισες συνθέσεις, η όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία, η moody κινηματογράφηση, η εξαιρετικές κινήσεις της κάμερας αποτελούν στοιχεία που θα δανειστεί κάποια χρόνια αργότερα η noir φιλμογραφία. Στον πυρήνα της, η ταινία είναι ένα αισθηματικό δράμα, που ακολουθεί μια αντίστροφα τραγική τροχιά. Ο ρυθμός της ταινίας είναι αργός και η εξέλιξη της ιστορίας βασίζεται κυρίως στα διαλογικά μέρη, αλλά το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, εξαιτίας της σκηνοθετικής ικανότητας του Marcel Carne και της εκπληκτικής, για ακόμη μια φορά, ερμηνείας του Jean Gabin.

The Roaring Twenties (1939, Raoul Walsh)

Καλό δράμα με πεδίο δράσης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, με πολύ καλό καστ, σκηνοθετημένο από τον Raoul Walsh, ο οποίος καταφέρνει να χειριστεί εξαιρετικά τόσο τα δραματικά στοιχεία της ταινίας, όσο και αυτά που έχουν να κάνουν με τη δράση και την αγωνία. Έντονες επιρροές από τις προγενέστερες γκανγκστερικές ταινίες, λίγο ρομάντζο, ισόποσα μέρη δράσης και κοινωνικού σχολιασμού της εποχής, όλα αυτά δεμένα με έναν μελαγχολικό, γλυκόπικρο τόνο και μια νοσταλγική αίσθηση. Σε πολλά σημεία η ταινία μοιάζει να είναι μια μελέτη πάνω στην φιλία, την αφοσίωση, την απληστία και την προδοσία, με τον Walsh, όμως, να μην αφήνει το αποτέλεσμα να ξεφύγει στα όρια κάποιου γραφικού μελοδράματος, αλλά αντίθετα να ντύνει τις σκηνές και τους διαλόγους με μια κάπως κυνική διάθεση. Αρκετά καλή ταινία, αλλά προσωπικά προτιμώ άλλες με τον James Cagney.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Δυο κινηματογραφικα ειδη λατρευω: Τα ψυχολογικα θριλερ και τα φιλμ νουαρ. Τα ορια μεταξυ των δυο δεν ειναι παντοτε ευδιακριτα....

Βεβαια, η ατμοσφαιρα των νουαρ ειναι ανεπαναληπτη. Νομιζω πως κατεχει με ανεση τα πρωτεια σ' αυτο, καθως η εποχη που γυριστηκαν τα εν λογω φιλμ, η απαραμιλλη γοητεια του ασπρομαυρου, οι μοιραιες γυναικες, τα καπελα, οι γκαμπαρντινες και ο καπνος του τσιγαρου συνηγορουν θεαματικα.

Πρεπει να εχω δει εκατονταδες απ' αυτα και ηταν ελαχιστες φορες που καποια δεν τα βρηκα του γουστου μου.

Μα καλα, ειναι δυνατον να ηταν καλα σχεδον ολα; Οχι. Ειμαι σιγουρη πως οχι. Αλλα ειπαμε, ειναι αυτος ο καπνος του τσιγαρου στα στεγνα χειλη του πρωταγωνιστη η στα κατακοκκινα χειλη της φαμ φαταλ, που θολωνουν το νου....Ειναι το δυνατο ουισκι που βρεχει ξαφνικα το λαρυγγι και μεθαμε εμεις περισσοτερο απο τον κινηματογραφικο αστερα. Ειναι κι αυτη η μουσικη τζαζ που σχιζει την ησυχια της νυχτας και κανει τα παντα να ξεφευγουν απο τη νυστα που βαραινει τα βλεφαρα κι υστερα κολλαει στο νου κι ολο σιγοψιθυριζουμε την αργοσυρτη μελωδια.

Πως να μεινεις αδιαφορος μπροστα σ' ολα αυτα; Ακομα κι αν μιλαμε για b movie, ενα κομματι της μαγειας του νουαρ, το κουβαλαμε μαζι μας για καιρο....
 
Eξαιρετικό κείμενο και πάλι. Μπράβο igggy. Δεν μπορώ να πω ότι είναι από τα αγαπημένη μου είδη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν αρκετές τέτοιες ταινίες. Από την λίστα ξεχωρίζω το εκπληκτικό Μ (1931), του Φρίτς Λάνγκ. Ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της...
 
bambinella 100 είπε:
Δυο κινηματογραφικα ειδη λατρευω: Τα ψυχολογικα θριλερ και τα φιλμ νουαρ. Τα ορια μεταξυ των δυο δεν ειναι παντοτε ευδιακριτα....Βεβαια, η ατμοσφαιρα των νουαρ ειναι ανεπαναληπτη. Νομιζω πως κατεχει με ανεση τα πρωτεια σ' αυτο, καθως η εποχη που γυριστηκαν τα εν λογω φιλμ, η απαραμιλλη γοητεια του ασπρομαυρου, οι μοιραιες γυναικες, τα καπελα, οι γκαμπαρντινες και ο καπνος του τσιγαρου συνηγορουν θεαματικα.

Πρεπει να εχω δει εκατονταδες απ' αυτα και ηταν ελαχιστες φορες που καποια δεν τα βρηκα του γουστου μου.

Μα καλα, ειναι δυνατον να ηταν καλα σχεδον ολα; Οχι. Ειμαι σιγουρη πως οχι. Αλλα ειπαμε, ειναι αυτος ο καπνος του τσιγαρου στα στεγνα χειλη του πρωταγωνιστη η στα κατακοκκινα χειλη της φαμ φαταλ, που θολωνουν το νου....Ειναι το δυνατο ουισκι που βρεχει ξαφνικα το λαρυγγι και μεθαμε εμεις περισσοτερο απο τον κινηματογραφικο αστερα. Ειναι κι αυτη η μουσικη τζαζ που σχιζει την ησυχια της νυχτας και κανει τα παντα να ξεφευγουν απο τη νυστα που βαραινει τα βλεφαρα κι υστερα κολλαει στο νου κι ολο σιγοψιθυριζουμε την αργοσυρτη μελωδια.

Πως να μεινεις αδιαφορος μπροστα σ' ολα αυτα; Ακομα κι αν μιλαμε για b movie, ενα κομματι της μαγειας του νουαρ, το κουβαλαμε μαζι μας για καιρο....
Ακριβώς. Είχα ξεκινήσει να γράψω κάτι για τα φιλμ νουάρ και να κάνω μια μικρή αναδρομή στις νουάρ ταινίες από το '40 μέχρι τις μέρες μας. Έκανα πόσες μέρες να συγκεντρώσω όσα νουάρ έχω δει και μόλις πήγα να ξεκινήσω είδα ότι από τα 40'ς και τα 50΄ς είχα συγκεντρώσει κι εγώ δεν ξέρω πόσες ταινίες, και δεν μου πήγαινε η καρδιά να μην τις αναφέρω. Ποια να αφήσεις έξω; Γι'αυτό το κείμενο κατέληξε έτσι. Απλά με λίγες ταινίες που δεν είναι φιλμ νουάρ, αλλά επηρέασαν το είδος

RIO είπε:
Eξαιρετικό κείμενο και πάλι. Μπράβο igggy. Δεν μπορώ να πω ότι είναι από τα αγαπημένη μου είδη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν αρκετές τέτοιες ταινίες. Από την λίστα ξεχωρίζω το εκπληκτικό Μ (1931), του Φρίτς Λάνγκ. Ταινία πολύ μπροστά από την εποχή της...
Καλά το Μ δεν παίζεται. 80 χρονών ταινία κι ακόμη έχει την ίδια δύναμη
 
Απιστευτα καλο κειμενο, iggylebowski. Δεν εκπλησσομαι καθολου που εγινε υπομνημα αμα τη εμφανισει.
 
Moνο το Τhe Public Enemy ξερω απο οσες παρουσιασες φιλε.Η επαφη μου με το ειδος ειναι μηδαμινη αλλα θελω να αρχισω να τις πιανω σιγα σιγα.Μου αρεσει το noir oπως εχει αποτυπωθει στα κομικς της βαβελ στην ομωνυμη σειρα καθως και στο Sin City του Frank Miller.Μπραβο για την παρουσιαση.
 
Αλλο ενα "μεγαλο" (οχι με την ποσοτικη εννοια) ποστ του Iggy...απο αυτα που και η Υπομνηση ειναι λιγη
 
Ουπς!Τωρα θυμηθηκα οτι εχω δει και το αριστουργηματικο Αngels with Dirty Faces.
 
Πολύ καλογραμμένο αφιέρωμα. Από αυτές τις ταινίες έχω δει μόνο τα M και Δημόσιος κίνδυνος. Το Μ είναι σίγουρα κορυφαίο όχι μόνο στο είδος του, αλλά και στο Δημόσιος κίνδυνος ο Κάγκνεϊ δίνει ρέστα.

Τον Μικρό Καίσαρα έχω διαβάσει το μυθιστόρημα αλλά δε με ενθουσίασε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ταινία δεν μπορεί να είναι αριστούργημα (δεν την έχω δει και δεν μπορώ να πω) άλλωστε η ποιότητα του βιβλίου δε συμβαδίζει πάντα με την ποιότητα της ταινίας...
 
Thor είπε:
Τον Μικρό Καίσαρα έχω διαβάσει το μυθιστόρημα αλλά δε με ενθουσίασε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ταινία δεν μπορεί να είναι αριστούργημα (δεν την έχω δει και δεν μπορώ να πω) άλλωστε η ποιότητα του βιβλίου δε συμβαδίζει πάντα με την ποιότητα της ταινίας...
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο για να μπορώ να συγκρίνω. Πάντως το Little Caesar δεν θα το έλεγα αριστούργημα, καλή ταινία με μια εκπληκτική ερμηνεία από τον Robinson. Σαφώς κατώτερο του Public Enemy και του Scarface, για μένα οι καλύτερες γκανγκστερικές ταινίες πριν την επιβολή του κώδικα ηθικής.
 
Να δηλώσω και εγώ φανατικός του είδους και ειδικά τα 2 τελευταία χρόνια έχω δει τόσες μαζεμένες που έχω μπερδέψει ονόματα και καταστάσεις.

Εντύπωση μου έκανε ένα φιλμ που εκ πρώτης όψης δεν έχει τίποτα το τυπικά noir. (Γυρισμένο στην έρημο...κτλ)

Είναι το Ace In The Hole. Πραγματικά αξίζει και ίσως ένα καλό μάθημα που αντέχει μέχρι τώρα...
 
Film Noir έιχαν γίνει και πολλά βιβλία του Ρέημοντ Τσάντλερ. Θυμαμαι ένα το ''The Lady in the Lake'' με κάπως ασυνήθιστη σκηνοθεσία. Ο θεατής έβλεπε με τα μάτια του ντετέκτιβ (Φίλιπ Μάρλοου). Ο ίδιος ο ντετέκτιβ δεν φάνηκε παρά μία ή δυο φορές όταν κοιταζόταν στον καθρέπτη.
 
Πίσω
Μπλουζα