FRIDAY THE 13th : Η δική σας πλοκή.

  • Έναρξη μίζας Έναρξη μίζας exetlaios
  • Ημερομηνία έναρξης Ημερομηνία έναρξης

exetlaios

Retro PaTRi@RcH
Joined
17 Mαϊ 2006
Μηνύματα
4.466
Αντιδράσεις
1.163
Το ότι η σειρά ταινιών ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ 13 (Friday the 13th) έχει φανατικούς οπαδούς

μεταξύ όσων αγαπούν τις ταινίες τρόμου, είναι γνωστό.

Αν και έβγαλε τόσες συνέχειες, το θέμα σίγουρα δεν έχει εξαντληθεί,

και προσκαλώ όλους τους "καμμένους" με τη συγκεκριμένη σειρά,

να καταθέσουν εδώ κάποια εναλλακτική πλοκή για ένα υποθετικό sequel.

Η Πατρίτσια είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένη.

Ταλαιπωρήθηκε 5 χρόνια, αλλά επιτέλους πήρε το πτυχία ψυχολογίας,

για το οποίο τόσα είχε στερηθεί.

Το "δώρο" που σκέφτηκε να κάνει στον εαυτό της, ήταν μερικές ξέγνοιστες

μέρες στην κατασκήνωση "Crystal Lake".

Είχε ακούσει για τα φρικτά γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί εκεί,

αλλά δεν έδινε σημασία. Αυτά ήταν παρελθόν, σκεφτόταν.

Η θερινή ραστώνη, είχε οδηγήσει τους περισσότερους κατασκηνωτές εκείνο το βράδυ, από νωρίς στα κρεβάτια τους.

Όμως η Πατρίτσια δε νύσταζε. Αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο στο δάσος.

Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ μέσα στα δέντρα, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα θηριώδες πλάσμα μπροστά της.

Ήταν ο Τζέησον ! Τελικά υπήρχε !

Η λάμψη από τα αίματα στη μάσκα του, λαμπύριζε περίεργα

και έμοιαζε να παιχνιδίζει με το αυγουστιάτικο σεληνόφως,

συνθέτοντας ένα γκροτέσκο θέαμα.

Η Πατρίτσια όμως δε δίσταζε.

Έβλεπε τον Τζέησον, όχι απλώς σαν ένα αιμοσταγή δολοφόνο,

αλλά σα μια "ταλαιπωρημένη ψυχή" που πάσχιζε να την ακούσουν.

Μαζεύοντας κάθε ψυχικό απόθεμα που διέθετε, είπε επιτακτικά :

"Τζέησον, βγάλε τη μάσκα σου" !

Ο γιγαντόσωμος δολοφόνος αρχικά σάστισε.

Όμως με μια αργή κίνηση, έφερε το χέρι του στο κεφάλι του.

Κατέβασε τη μάσκα του, ενώ ένας ελαφρύς βρυχηθμός φτερούγισε από τα σωθηκά του.

Κανονικά, το σκουληκοφαγωμένο πρόσωπό του, θα προκαλούσε συναισθήματα βδελυγμίας σε κάθε άνθρωπο,

αλλά η Πατρίτισια άντεξε.

Παράλληλα, η μυρωδιά των πεύκων δημιουργούσε μια ανίερη οσφρυντική σύνθεση με την αποσυνθεμένη σάρκα του.

"Όχι αυτή τη μάσκα Τζέησον" του είπε η κοπέλα.

"Βγάλε τη μάσκα της ψυχής σου. Θέλω να μάθω ποιός πράγματι είσαι εσωτερικά

και ποιό φρικτό χαστούκι της μοίρας κατέστρεψε την ανθρώπινη πτυχή του μυαλού σου".

Ο Τζέησον κοντοστάθηκε και την κοίταξε με απορία.

Πρώτη φορά γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς.

Η Πατρίτσια αγωνιούσε, ποιά θα ήταν η τελική αντίδραση του τέρατος.

Σκέφτηκε να τρέξει, αλλά κάτι την κράτησε ακλόνητη στη θέση της.

Ίσως ήταν αυτό που στιγμιαία πέρασε από το μυαλό της :

ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΛΕΠΙΔΙ ΤΗΣ ΧΑΤΖΑΡΑΣ ΤΟΥ ΤΖΕΗΣΟΝ !
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ο ΕΤΕΡΟΘΑΛΗΣ ΑΔΕΛΦΟΣ

2 μήνες αργότερα,ο συντετριμμένος από το χαμό της ετεροθαλούς αδελφής του Πατρίτσιας,Χαβίτο,αποφάσισε να επισκεφτεί την περίφημη κατασκήνωση "Crystal Lake" και να αναζητήσει τον στυγερό και αιμοδιψή δολοφόνο Τζέησον...

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωϊνό,όταν ο Χαβίτο έφτασε στην κατασκήνωση.Τίποτα δε μαρτυρούσε ότι στον τόπο αυτό είχαν ξετυλιχθεί τόσα ειδεχθή φονικά σκηνικά κατά το παρελθόν,όταν ο Τζέησον έβρισκε και κατακρεουργούσε κατά καιρούς τους διάφορους απροστάτευτους κι ανυποψίαστους κατασκηνωτές !

Η λίμνη ήταν πανέμορφη,πεντακάθαρη και τα γαλαζοπράσινα νερά της δημιουργούσαν ένα αίσθημα ευφορίας και γαλήνης στον Χαβίτο.Όμως η φλόγα της εκδίκησης που έκαιγε μέσα του δεν τον άφηνε να χαρεί το ειδυλιακό αυτό τοπίο.Έπρεπε να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το τέρας !

Όμως,ήταν πρωί και ο Τζέησον δε θα εμφανιζόταν ακόμη σίγουρα,σκέφτηκε ο νεαρός Χαβίτο κι αποφάσισε να ψάξει για φαγητό και ειδικότερα να στήσει καρτέρι σε ένα αγριογούρουνο που είχε δει προ ολίγου,χορταίνοντας έτσι την ακόρεστη πείνα που του είχε δημιουργήσει το μακρύ ταξίδι προς την "Crystal Lake".O πεισματάρης νεαρός τα κατάφερε και έτσι λίγο αργότερα έτρωγε σουβλάκι αγριογούρουνου στη φωτιά,που περίτεχνα έστησε...

Όμως δεν είχε υπολογίσει καλά !Ξάφνου,πίσω του ακριβώς και ανάμεσα από τις φυλλωσιές,ξεπρόβαλλε εκείνος!Ήταν ο Τζέησον,που είχε βγει για ένα πρωϊνό περίπατο στην ερημωμένη,εκείνο τον καιρό,κατασκήνωση !

Ο Χαβίτο δεν έπαιρνε χαμπάρι τίποτα,καταβροχθίζοντας με βουλημία το πεντανόστιμο σουβλάκι του κι έτσι ο Τζέησον τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.Ένα μικρό μάτσο από υγρά πλατανοφυλλα που πάτησε όμως,τον πρόδωσε και βρέθηκε ξαφνικά φαρδύς πλατύς στο έδαφος !Ο Χαβίτο πετάχτηκε όρθιος και αντικρίζοντας τον κτηνώδη δολοφόνο του είπε,όλο σιγουριά:

-Ήρθε η ώρα σου καθίκι !Τώρα θα πληρώσεις !

Με μια μεγάλη δρασκελιά,βρέθηκε δίπλα στον ανήμπορο να αντιδράσει εκείνη τη στιγμή Τζέησον και τραβώντας του μια δυνατή κλωτσιά στη μάσκα,αποκάλυψε το μακάβριο πρόσωπό του.Εκεί όμως ο Χαβίτο σάστισε,βλέποντας τα σκουλήκια να βγαίνουν μέσα από τις κόγχες των ματιών του Τζέησον,δίνοντας προς στιγμήν την ευκαιρία στο ανθρωπόμορφο κτήνος να τραβήξει τη ματσέτα του μέσα από τη θήκη της και με μια απότομη κίνηση να κόψει το αριστερό πόδι του Χαβίτο,από το γόνατο και κάτω !

Όλα μάλλον είχαν τελειώσει !Ο Τζέησον σηκώθηκε όρθιος,σήκωσε από το έδαφος και ξανάβαλε τη μάσκα του,τινάζοντας πρώτα το χώμα από πάνω της,κι αμέσως μετά,με μια ακόμη απότομη κι αποφασιστική κίνηση,αφαίρεσε και το δεξί άνω άκρο του Χαβίτο!

Οι κραυγές πόνου του Χαβίτο έκαναν και τα τελευταία πουλιά να φτερουγίσουν μακριά από τα διπλανά δέντρα,όπως ακριβώς ετοιμαζόταν να φτερουγίσει και η ψυχή του αφελούς Χαβίτο που νόμιζε ότι μπορούσε να σκοτώσει τον Τζέησον,ερημώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το σκηνικό φρίκης που δε θα αργούσε να φτάσει στο τέλος του.Ο Τζέησον,βλέποντας τον Χαβίτο να αιμορραγεί ακατάπαυστα,αρκέστηκε στο να πάρει το πεσμένο στο χώμα σουβλάκι,και με μια εντελώς απρόσμενη κίνηση,να το καρφώσει στο μάτι του δύστυχου νεαρού,ολοκληρώνοντας έτσι το μαρτύριό του !

Ο Τζέησον άρχισε να απομακρύνεται σιγά σιγά,την ίδια ώρα που η ματωμένη για άλλη μια φορά ματσέτα του άφηνε σταγόνες αίματος πίσω της,ενώ ο σχεδόν τεμαχισμένος Χαβίτο ξεψυχούσε,ανεβάζοντας κατά ένα ακόμη τον αριθμό των ανθρώπων που αφήσανε την τελευταία πνοή τους στην "Crystal Lake"...

Ο Τζέησον κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος,περιμένοντας τα επόμενα θύματά του...!
 
Ο «κόσμος» του David.

@exetlaios. Άψογο φινάλε και ατάκα :thumb:

@manos426f Τρελή splatter ιστορία. Αναμένουμε συνέχεια ;)

Ο «κόσμος» του David.






Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά για τον Αμερικάνο έφηβο David. Οι ταινίες τρόμου ήταν η μοναδική του ασχολία στον ελεύθερο χρόνο. Όταν του σύστησαν από το Internet τις ταινίες βFriday the 13thβ δεν περίμενε πως θα τον ενθουσίαζαν τόσο πολύ ώστε να αποφασίσει έπειτα από αρκετές μέρες να ταξιδέψει στην πολιτεία που βρίσκεται η Crystal Lake. Άλλωστε στους δικούς του, είπε πως θα πήγαινε εκδρομή με φίλους τους οποίους οι γονείς ποτέ δεν είχαν γνωρίσει. Όπως και κανένα σχεδόν φίλο του μέχρι τότε.

Χαρούμενοι όμως για το ότι επιτέλους ο γιος τους θα αποκτήσει έστω και για λίγο «κοινωνική ζωή», δέχθηκαν να τον αφήσουν να ταξιδέψει.

Ο David έφθασε βράδυ σε ένα ξενοδοχείο της πλησιέστερης πόλης κοντά στην Crystal Lake όπως την εμφάνιζε ο χάρτης. Πλήρωσε για ένα μονόκλινο κι αποφάσισε την επόμενη μέρα το πρωί να ψάξει για ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Το πλαστογραφημένο δίπλωμα οδήγησης του έδινε τη δυνατότητα αυτή.

Κοιμήθηκε σε ένα αρκετά σύγχρονο ξενοδοχείο που η πολυτέλειά του σχεδόν τον ξενέρωνε. Στο μυαλό του είχε συνδέσει το ταξίδι του, με εικόνες από τις ταινίες που είχε παρακολουθήσει. Δεν του άρεσε να βλέπει τα πάντα γύρω του τόσο normal και καθημερινά.

Την επόμενη το πρωί κατέβηκε στη ρεσεψιόν και ρώτησε για το που ακριβώς μπορεί να βρει εταιρείες που νοικιάζουν αυτοκίνητα. Αφού η ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου τον πληροφόρησε σε ποιο σημείο ακριβώς στην πόλη μπορεί να νοικιάσει ένα όχημα, ξεκίνησε παίρνοντας μαζί το χάρτη που είχε εκτυπώσει από το Internet ο οποίος υποδείκνυε το υποθετικό σημείο που βρίσκεται η βCrystal Lakeβ.

Φθάνοντας στην εταιρεία, ένας ιδιαίτερα βαριεστημένος τύπος του υπέδειξε 2-3 παλαιά αυτοκίνητα τα οποία μπορούσε να νοικιάσει. Ο David σκέφθηκε πως ακόμη κι αν του έδειχνε χαρτί γιατρού αντί για δίπλωμα ο υπάλληλος δε θα έκανε καν τον κόπο να το κοιτάξει. Υπέγραψε γρήγορα γρήγορα και μπήκε στο αυτοκίνητο.

Αφού γέμισε το άδειο ντεπόζιτο σε κάποιο τοπικό βενζινάδικο, ρώτησε δειλά τον βενζινοπώλη ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει για να φθάσει στο σημείο που είχε σημειώσει πάνω στο χάρτη του. Ο βενζινοπώλης του υπέδειξε με σχετική ευγένεια έως απάθεια τη διαδρομή, βάζοντας το David σε μεγαλύτερες σκέψεις για την πραγματική ύπαρξη του μέρους αυτού.

Παρολ' αυτά ξεκίνησε προς το δρόμο που οδηγούσε μέσα στο δάσος.

«Τουλάχιστον ο δρόμος θυμίζει τις ταινίες» σκέφθηκε. Στην πορεία συνάντησε ελάχιστα αυτοκίνητα ενώ στην προσπάθειά του να εντοπίσει ταμπέλες οι οποίες αναγράφουν Crystal Lake δε στάθηκε καθόλου τυχερός. Συνέχιζε απλά την πορεία που καθόριζε ο χάρτης.

Μετά από 45 λεπτά δρόμου μέσα στο δάσος κι έχοντας προσπεράσει εκεί κοντά ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, αποφάσισε να σταματήσει θεωρώντας πως είχε φθάσει πλέον στο σημείο που υποδείκνυε ο χάρτης. Κάποια ξύλινα και εγκαταλελειμμένα καταλύματα υπήρχαν σε αραιή απόσταση μεταξύ τους. Τίποτα όμως δε θύμιζε κατασκήνωση ενώ για την παρουσία λίμνης ούτε λόγος. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο κοίταξε με περιέργεια τις ξύλινες κατοικίες ενώ σκέφθηκε πως τσάμπα έκανε τόσο κόπο για να έρθει εδώ.

Απογοητεύτηκε. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να σταματήσει να είναι τόσο φαντασμένος κι αντι-κοινωνικός και να αποκτήσει παρέες και φίλους-φίλες όπως όλοι οι άλλοι έφηβοι της ηλικίας του.

Είχε αρχίσει σχεδόν να τρομάζει με τον εαυτό και τις ιδέες του. Όταν επέστρεφε θα δοκίμαζε πλέον να τα αλλάξει όλα.

Αποφάσισε να κάνει μια κοντινή βόλτα μέσα στο δάσος χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από το φόβο να χάσει το γυρισμό για το αυτοκίνητο. Περπατούσε πάνω σε ξερά φύλα τα οποία μαζί με κάποια κελαηδίσματα ήταν οι μοναδικοί ήχοι που ακουγόντουσαν στον περίπατό του. Μετά από αρκετή ώρα άρχισε να αισθάνεται ζαλάδα όπως συχνά τον τελευταίο καιρό κι αποφάσισε να επιστρέψει, ενώ πήρε μαζί του μια πέτρα ως ενθύμιο από εκείνο το μέρος για να την τοποθετήσει σα διακοσμητικό στο δωμάτιό του.

Μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο άναψε τον κινητήρα ενώ η ματιά του έπεσε πάνω στα εγκαταλελειμμένα ξύλινα σπίτια. Αποφασίζει πριν φύγει να τους ρίξει μια ματιά σβήνοντας τον κινητήρα. Το αίμα και η αναπνοή του πάγωσαν προς στιγμή από την αγωνία και την ανυπομονησία να τα εξερευνήσει.

Μήπως αυτό το συναίσθημα δεν ήταν που ζητούσε πάντοτε;

Είχε αρχίσει να φτιάχνει το δικό του παιχνίδι και πάλι. Γνώριζε πως ίσως τίποτα δεν αληθεύει από αυτά που είχε δει ή διαβάσει, αλλά αυτά που ήθελε να νιώσει θα τα προκαλούσε ο ίδιος με το δικό του τρόπο. Όπως μικρότερος είχε κλειστεί στο δωμάτιό του για μέρες αρνούμενος να βγει έξω, θεωρώντας τον εαυτό του απέθαντο και πιστεύοντας πως οι ακτίνες του ήλιου θα τον σκοτώσουν. Τα αντικείμενα που πετούσε από το δωμάτιό στο δρόμο (καθώς «πάλευε με άλλους δαίμονες») είχαν προκαλέσει αναστάτωση σε όλη την γειτονιά. Λίγο είχε λείψει από το να τον συλλάβουν.

Περπατούσε με αργά βήματα προς τα καταλύματα ενώ η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Φθάνοντας σχεδόν απ' έξω από το ένα σπιτάκι, διέκρινε μια μορφή σαν κίτρινη μάσκα σε ένα παράθυρο. Δεν τον τρόμαξε η εικόνα σκεφτόμενος πως είναι παιχνίδι του φωτός και πλησίασε ακόμη περισσότερο για να διαπιστώσει πως όντως η μορφή αυτή που έμοιαζε (ήθελε να μοιάζει; ) με άνθρωπο ήταν σκόνη και ιστός από αράχνες.

Απομακρύνοντας το κεφάλι του από το τζάμι, το γυαλί ξαφνικά γίνεται θρύψαλα ενώ μια διαπεραστική γυναικεία κραυγή ακούγεται τρυπώντας το μυαλό και τη λογική του. Με μια απότομη κίνηση που μόνο οι πανικοβλημένοι άνθρωποι και ιδίως οι νέοι σε ηλικία μπορούν να κάνουν, πηδά από τον πλίνθινο τοίχο που χώριζε την πλαγιά από την αυλή του σπιτιού και κατευθύνεται σαν πάνθηρας προς το αυτοκίνητο. Σχεδόν δεν ανέπνεε από τον τρόμο μέχρι να φθάσει σε αυτό.

Γυρίζει με δύναμη το κλειδί της μίζας και ξεκινά τη μηχανή πραγματοποιώντας αμέσως μια απότομη αναστροφή με τις ρόδες του αυτοκινήτου να σπινιάρουν και να ουρλιάζουν σαν τρελές. Αναπνέει κυρίως από το στόμα και δυνατά ενώ δεν τολμά καν να κοιτάξει πίσω από τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου καθώς απομακρύνεται επιταχύνοντας από το σημείο εκείνο.

Την υγρασία που νιώθει στο μέτωπο και στο πρόσωπό του, τη σκουπίζει με το μανίκι του καθώς κρατά με το άλλο σφιχτά το τιμόνι. Καθώς όμως κατεβάζει το χέρι του, ενώ περιμένει να αντικρίσει τον ιδρώτα του, βλέπει πως το κίτρινο μανίκι από το πουκάμισό του έχει γεμίσει αίματα στο σημείο που χρησιμοποίησε για να σκουπιστεί. Με νέο (φρέσκο) τρόμο κοιτά αυτή τη φορά τον καθρέφτη για να διαπιστώσει πως το πρόσωπό του είναι κι αυτό γεμάτο αίμα. Σχεδόν του φεύγει το τιμόνι από τα χέρια και με δυσκολία επαναφέρει το αυτοκίνητο στο δρόμο προτού καταλήξει σε κάποιο διπλανό χαντάκι.

Μην καταλαβαίνοντας πως βρέθηκαν τα αίματα στο πρόσωπό του, θυμάται το τζάμι του παραθύρου στην ξύλινη κατοικία να γίνεται θρύψαλα. Αμέσως σκέφτεται πως τα γυαλιά από το τζάμι πρέπει να τον τραυμάτισαν στο πρόσωπο επομένως έπρεπε το ταχύτερο δυνατό να βρει κάποιο φαρμακείο για να περιποιηθεί τις πληγές. Δεν ένιωθε όμως πόνο ίσως λόγω του σοκ που είχε υποστεί σκέφθηκε. Οι σκέψεις του όμως αυτές διακόπηκαν σχεδόν αμέσως πιο κάτω όπου το μπλόκο της τοπικής αστυνομίας τον ανάγκασε να κόψει ταχύτητα, ώσπου παρατήρησε πως οι αστυνομικοί τον σημάδευαν με τις καραμπίνες και τον υποχρέωσαν να κατέβει από το αυτοκίνητο φορώντας του χειροπέδες.

Στον έλεγχο που έκαναν στο αυτοκίνητο, ανοίγοντας το πορτ παγκάζ, βρήκαν φριχτά σφαγμένο το πτώμα μιας γυναίκας.

Η ταυτοποίηση του DNA της γυναίκας με το αίμα στο πρόσωπο του David δεν άφηναν αμφιβολίες. Το αίμα ήταν δικό της. Κάτω από το κάθισμα του οδηγού βρήκαν τη ματσέτα βουτηγμένη στο αίμα και μαζί της, τη μάσκα του Jason.

1-1.jpg

JasonsMask.jpg
Προβολή συνημμένου 130655




Οι αστυνομικοί είχαν ειδοποιηθεί από ντόπιο συντηρητή, ο οποίος βρίσκονταν μέσα σε ένα από τα ξύλινα καταλύματα και άκουσε τις κραυγές της γυναίκας μέσα στο δάσος.

Ο David μετά από δίκη οδηγήθηκε σε ψυχιατρική κλινική.

Αυτή τη φορά οι γονείς του που πάντα ήθελαν να πιστεύουν πως έχουν ένα απόλυτα υγιές ψυχικά παιδί παρά τις συμβουλές των ψυχολόγων, δεν κατάφεραν να τον αθωώσουν ή να ελαφρύνουν την ποινή του ισόβιου εγκλεισμού.

JasonsMask.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΣΚΑ

Η Τζούντι τράβηξε ελαφρά την κουρτίνα και κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα τα αμέτρητα λαμπερά αστέρια στον σκοτεινό ουρανό. Έμοιαζαν να έλαμπαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Περισσότερο από όλες τις προηγούμενες νύχτες του καυτού Αυγούστου. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε την Μάντυ, την συγκάτοικό της που κοιμόταν ανάσκελα στο ξύλινο κρεβάτι της λίγα μέτρα μακρύτερα. Η Τζούντι προχώρησε προς την πόρτα και έπιασε το πόμολο. Ανοίγοντας αργά την πόρτα στάθηκε και κοίταξε ξανά την Μάντυ βεβαιώνοντας έτσι τον εαυτό της πως η Μάντυ δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό από την παράνομη νυχτερινή έξοδό της. Απαγορευόταν αυστηρά η έξοδος από τις καλύβες της κατασκήνωσης μετά τις 11:00 την νύχτα και αυτό ίσχυε και στους κοιτώνες των κοριτσιών και των αγοριών. Εξαίρεση δεν γινόταν για κανένα. Βέβαια η έλξη της και το προκαθορισμένο νυχτερινό ραντεβού με τον Τζόναθαν, ήταν δύο πολύ καλοί λόγοι να την προτρέψουν να αψηφήσει χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις αυτόν τον κανόνα.

Βγήκε έξω σαν αθόρυβη γάτα και έκλεισε πίσω της την πόρτα χωρίς καν να ακουστεί το παραμικρό τρίξιμο. Κοίταξε μπροστά της, ευθεία από την ξύλινη καλύβα όπου φαινόταν το δάσος δέκα περίπου μέτρα πιο μακριά από το κοντινό λευκό υδραγωγείο. Παρά το σκοτάδι που κυριαρχούσε γύρω της, το λευκό υδραγωγείο φαινόταν αρκετά καθαρά και τα πρώτα ψηλά δέντρα του δάσος διακρινόταν με λίγη δυσκολία. Ξαφνικά ένα μικρό φως αναβόσβησε τρεις φορές κάπου ανάμεσα στα σκοτεινά δέντρα. Ήταν ένα σινιάλο. Ένα σινιάλο του Τζόναθαν. Αυτό έκανε την Τζούντι να νιώσει περισσότερη ασφάλεια και ενίσχυσε την αποφασιστικότητά της για την σκοτεινή διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει προς το δάσος. Κοιτώντας για μια στιγμή γύρω της, χάιδεψε τα μακριά ξανθά μαλλιά της, σχημάτισε στο πρόσωπό της ένα μικρό χαμόγελο και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα ευθεία προς το δάσος και περίπου προς το σημείο που είχε δει το σινιάλο με τον φακό. Ο Τζόναθαν ήταν θαρραλέος άντρας και δεν φοβόταν να βρεθεί μόνος του μέσα σε ένα πυκνό κατασκότεινο δάσος μία η ώρα την νύχτα. Εξʼάλλου ήταν και το μοναδικό μέρος εδώ και μία εβδομάδα που βρισκόντουσαν με την Τζούντι και έκαναν έρωτα χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας. Περίεργο μέρος ομολογουμένως για να κάνει ένα ζευγάρι έρωτα αλλά η κατασκήνωση της κρυστάλλινης λίμνης δεν πρόσφερε και άλλη περιοχή κατάλληλη για τέτοια ανήθικα πράγματα. Καθώς η Τζούντι προσπέρασε το υδραγωγείο είδε ξανά τον φακό να αναβοσβήνει μπροστά της. Τώρα το φως έμοιαζε να έρχεται από πιο κοντά. Όχι πολύ μακριά από την πρώτη συστάδα των δέντρων. Και η Τζούντι είχε μάθει καλά αυτό το σημείο. Φτάνοντας στα δέντρα κοντοστάθηκε περιμένοντας να δει για μία ακόμη φορά το σινιάλο του Τζόναθαν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και ο φακός δεν φαινόταν να ανάβει σε κανένα σημείο του δάσους. Η απόλυτη ησυχία άρχισε να ηλεκτρίζει την νύχτα στο δάσος και η ζέστη είχε κάνει ήδη στην Τζούντι να αρχίζουν να τρέχουν σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό της. Κοίταξε γύρω της φανερά ανήσυχη καθώς οι σφυγμοί της είχαν αρχίσει να αυξάνονται και η αναπνοή της να γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ξαφνικά το φωτεινό σινιάλο φάνηκε ξανά κάνοντας την να αναστενάξει από ανακούφιση.

Στο μεταξύ η Μάντυ στην καλύβα ξύπνησε και άνοιξε με δυσκολία τα νυσταγμένα της μάτια. Ο ύπνος της διακόπηκε απότομα από ένα ανεξήγητο αίσθημα ανησυχίας. Κοίταξε το κρεβάτι που υποτίθεται θα έπρεπε να είναι εκεί η Τζούντι. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ξανά το κρεβάτι. Που είχε πάει η Τζούντι;

Η Τζούντι περπατούσε με αργά βήματα μέσα στο σκοτάδι αγγίζοντας τους κορμούς των δέντρων με τα χέρια της που ήταν ελαφρά τεντωμένα μπροστά. Ακόμη μία φορά ο φακός του Τζόναθαν φάνηκε μπροστά της αυτή τη φορά εντονότερα από κάθε άλλη φορά. Είχε σχεδόν φτάσει. Λίγα μόλις βήματα στο σκοτάδι και θα ήταν στην δυνατή του αγκαλιά. Ξαφνικά άκουσε το έντονο θρόισμα των φύλλων δίπλα της. Τρόμαξε και γύρισε απότομα το κεφάλι της. Κοίταξε στο σκοτάδι προσπαθώντας να διακρίνει κάτι απροσδιόριστο είπε χαμηλόφωνα αλλά έντονα.

Τζούντι: “Τζόναθαν!”

Κοίταξε γύρω της αλλά κανένα σημάδι του Τζόναθαν δεν φαινόταν. Το πρόσωπό της διέγραψε έναν άσχημο μορφασμό καθώς δεν άργησε να σκεφτεί τα σύνηθες παιδιάστικα καμώματα του Τζόναθαν με τις άλλες κοπέλες της κατασκήνωσης τις προηγούμενες νύχτες. Μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν σίγουρη πως δεν προσπαθούσε να την τρομάξει όπως έκανε με τις άλλες. Ένα σφύριγμα ακούστηκε από τα δεξιά της διακόπτοντας αυτήν την άσχημη σκέψη και εκείνη γύρισε απότομα. Το σφύριγμα ήταν γνώριμο. Ήταν του Τζόναθαν. Ξαφνικά ο φακός του άναψε και φώτισε το πρόσωπο του που την κοιτούσε επίμονα με ένα πονηρό χαμόγελο.

Τζόναθαν: “Μπού!”

Της είπε δυνατά και χαμήλωσε τον φακό από το πρόσωπό του. Την πλησίασε την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε με πάθος.

Τζόναθαν: “Μου έλειψες μωρό μου.”

Της είπε καθώς της χάιδεψε τα ξανθιά της μαλλιά.

Τζούντι: “Και εμένα μου έλειψες!”

Τζόναθαν: “Πάμε πιο μέσα στο μικρό ξέφωτο. Εδώ είναι επικίνδυνα. Μπορεί να μας δει κανένας.”

Η Τζούντι έγνεψε καταφατικά και κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι με τον Τζόναθαν να φωτίζει την διαδρομή μπροστά τους, προχώρησαν για το γνωστό τους ερωτικό σημείο στο δάσος. Δεν χρειάσθηκαν περισσότερα από δύο λεπτά έτσι ώστε να φτάσουν σε ένα μικρό άνοιγμα που έκαναν τα πυκνά δέντρα. Όχι μεγαλύτερο από δύο τετραγωνικά μέτρα.

Ο Τζόναθαν άφησε τον αναμμένο φακό στο έδαφος και ακουμπώντας την πλάτη του σε έναν χοντρό κορμό ενός δέντρου, αγκάλιασε την Τζούντι όπου αυτή είχε αρχίσει ήδη να τον φιλάει ανυπόμονα. Τα ερωτικά φιλιά και τα χαϊδέματα τους σταμάτησαν απότομα καθώς η Τζούντι γύρισε το κεφάλι της προς τα δεξιά τους.

Τζόναθαν: “Τι έγινε;”

Τζούντι: “Το άκουσες αυτό;”

Τζόναθαν: “Δεν άκουσα τίποτα μωρό μου.”

Τζούντι: “Νομίζω ότι κάτι άκουσα.”

Τζόναθαν: “Έλα μωρό μου. Κανένα ζώο του δάσους θα ήταν μην ανησυχείς. Συνέχισε..”

Η Τζούντι έριξε μερικές προσεκτικές ματιές γύρω της και βύθισε ξανά την γλώσσα της μέσα στο στόμα του. Ο Τζόναθαν σίγουρα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το παραμικρό αφού η έξαψη και το πάθος του για την καλλίγραμμη Τζούντι του είχαν θολώσει το μυαλό. Η Τζούντι έβγαλε το γκρι κοντομάνικο μπλουζάκι του και άρχισε να του φιλάει τον λαιμό κατεβαίνοντας αργά όλο και πιο κάτω. Ο Τζόναθαν το απολάμβανε αυτό καθώς της χάιδευε το κεφάλι με τα δύο του χέρια.

Τα λεπτά περνούσαν και ξαφνικά η Τζούντι η οποία βρισκόταν ανάμεσα στα σκέλια του άκουσε έναν περίεργο γδούπο και το έντονο βογκητό του Τζόναθαν. Όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία αφού ήταν και αυτή το ίδιο ξαναμμένη όπως και αυτός. Ξαφνικά ένιωσε στο πρόσωπό της να πέφτει από ψηλότερα ένα ζεστό υγρό και να την λούζει στο πρόσωπο. Η Τζούντι ξαφνιάστηκε και τράβηξε απότομα το κεφάλι της προς τα πίσω, και το σήκωσε για να αντικρίσει τον Τζόναθαν και ένα τσεκούρι που είχε καρφωθεί κατά μήκος του προσώπου του, κάνοντας τον να τρέμει και ένα ποτάμι καυτού αίματος να τρέχει σε όλο του το σώμα. Η Τζούντι πετάχτηκε απότομα προς τα πίσω ουρλιάζοντας και μην μπορώντας να πάρει τα μάτια της από το τρεμάμενο και ζωντανό ακόμη αιμόφυρτο σώμα του Τζόναθαν. Όμως το σώμα του έπεσε με δύναμη στο έδαφος και το τσεκούρι χτυπώντας η λαβή του κάτω ξέσχισε κυριολεκτικά στη μέση το κεφάλι του πλημμυρίζοντας τον γύρω χώρο με άφθονο αίμα. Μέσα στο σοκ που ένιωθε μπροστά της, στάθηκε με ένα μεγάλο και γρήγορο βήμα ο δολοφόνος. Ήταν ο Τζέισον Βόρχις. Αυτός ο τρομερός δολοφόνος που είχε σφάξει περισσότερους από σαράντα ανθρώπους εδώ στη κρυστάλλινη λίμνη πριν από επτά χρόνια. Στεκόταν εκεί ψηλότερος από δύο μέτρα, ογκώδεις με την σάπια πράσινη φόρμα του, την εφιαλτική μάσκα και την έντονη μυρωδιά της σήψης να αναδύετε από το σώμα του, ανάπνεε αργά δίνοντας την σίγουρη αίσθηση πως αυτό που έκανε ήταν απλά η φύση του. Η Τζούντι βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί με την βοήθεια των χεριών της. Ήταν πολύ κοντύτερη από τον Τζέισον και τόσο μικροκαμωμένη που έμοιαζε σαν μεγάλη κούκλα μπροστά στο σώμα του. Το κατατρομαγμένο πρόσωπό της ξαφνικά άλλαξε έκφραση και κοιτώντας τον Τζέισον σούφρωσε τα φρύδια της. Ο Τζέισον παρέμενε εκεί ακίνητος να την κοιτάζει με τα μαύρα του μάτια. Εκείνη έβγαλε μια περίεργη κραυγή και αμέσως τίναξε τα χέρια της μπροστά σε θέση μάχης. Η Τζούντι είχε μαύρη ζώνη στο καράτε και τρία νταν. Ήταν παράδοξο αλλά ο Τζέισον μόλις είχε μπλέξει άσχημα.

Η Τζούντι κοίταξε τον Τζέισον με μίσος και του είπε με μία έντονη και αποφασιστική φωνή.

Τζούντι: “Έλα παλιοκαθίκι! Φτιάξε μου μέρα!”

Ο Τζέισον έκανε ένα γρήγορο βήμα προς το μέρος της ανοίγοντας τα χέρια του για να την πιάσει από το λαιμό. Σαν αστραπή όμως, η Τζούντι εκτινάχθηκε από την θέση της και υψώνοντας το πόδι της ψηλά χτύπησε με δύναμη το στήθος του Τζέισον. Αυτός έπεσε με την πλάτη στο έδαφος αμίλητος. Για λίγα δευτερόλεπτα ο Τζέισον έμεινε ξαπλωμένος και εντελώς ακίνητος δίνοντας την ψευδαίσθηση πως όλα είχαν τελειώσει. Ξαφνικά τίναξε το κεφάλι του μπροστά κοιτώντας έντονα την Τζούντι. Τεντώνοντας τα μεγάλα της στήθη η Τζούντι του ούρλιαξε.

Τζούντι: “Μαλακισμένα σαν και εσένα τα τρώω για πρωινό!”

Ο Τζέισον προσπάθησε να σηκωθεί στα πόδια του αλλά η Τζούντι όρμηξε επάνω του και του έδωσε με το πόδι της πολλαπλά αστραπιαία χτυπήματα στη μάσκα. Αυτή τη φορά ο σατανικός γίγαντας δεν έπεσε αλλά την χτύπησε γρήγορα με δύναμη στο μάγουλο κάνοντας την να πέσει στα γόνατα της. Έγειρε το κεφάλι του και την κοίταξε σαν αρπακτικό που κοιτά το ανήμπορο θύμα του λίγες στιγμές πριν το κατασπαράξει. Όμως η Τζούντι δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Βγάζοντας μία κινέζικη ιαχή χτύπησε το σαγόνι του Τζέισον με ένα δυνατό άπερκατ. Το αποτέλεσμα αυτής της πράξης ήταν να φύγει η εφιαλτική του μάσκα και να αποκαλυφθεί το αποτρόπαιο και παραμορφωμένο του πρόσωπο που κατατρωγόταν από σκουλήκια. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της καθώς αντίκρισε το βλοσυρό βλέμμα που είχε αφαιρέσει με τέτοια απάθεια και φρικαλεότητα της ζωές δεκάδων ανθρώπων στο παρελθόν. Και εκεί ανάμεσα στο φρικαλέο σχισμένο του στόμα που ανάβλυζε τα κίτρινα σκουλήκια νόμισε για μια στιγμή πως ο Τζέισον χαμογέλασε. Η ματιά της πάγωσε και ήταν ανήμπορη να αποφύγει την δεξιά γροθιά του που την έστειλε μερικά μέτρα μακρύτερα μπροστά από τον κορμό ενός δέντρου. Ανασηκώθηκε αργά και καθώς ο πόνος της είχε μουδιάσει το κεφάλι έσκυψε για να φτύσει αίμα και μερικά δόντια. Ο Τζέισον ήταν ακόμη εκεί ακίνητος να την κοιτάζει. Μόνο που τώρα παρατήρησε πως στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα τεράστιο καμάκι. Ο Τζέισον πέταξε το καμάκι προς το μέρος της με απίστευτη δύναμη, και εκείνη αποφεύγοντάς το πρόλαβε να σώσει το κεφάλι της με κόστος μόνο μία βαθιά γρατσουνιά στο αριστερό μάγουλο. Το καμάκι διαπέρασε τον κορμό του δέντρου ακριβώς πίσω της και εκεί κατάλαβε πως ο Τζέισον δεν ήταν σαν τους έγχρωμους αλήτες που έδερνε αλύπητα στο Χάρλεμ. Ο Τζέισον ήταν μία σατανική φονική μηχανή που δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει. Η Τζούντι σηκώθηκε στα πόδια της καθώς ο Τζέισον την πλησίαζε για να την σκοτώσει με τα χέρια του. Του γλίστρησε με μία μοναδική ευλυγισία και άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι απεγνωσμένα για την σωτηρία της.

Η Μάντυ πίσω στην ξύλινη καλύβα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κοίταξε τριγύρω στο σκοτεινό δωμάτιο. Δεν είδε κανένα ίχνος της Τζούντι. Που στο καλό έχει πάει σκέφτηκε.

Η Τζούντι έβλεπε αμυδρά ανάμεσα στα μαύρα δέντρα το λευκό υδραγωγείο κάπου όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόταν. Τρέχοντας σαν μανιασμένη και ακουμπώντας τους κορμούς των δέντρων δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω. Ήταν όμως κάτι παραπάνω από σίγουρη πως ο Τζέισον ήταν ένα βήμα πίσω της, περιμένοντας το θανάσιμο στραβοπάτημά της. Η αναπνοή της ήταν τόσο γρήγορη και η αδρεναλίνη την είχαν κάνει να στάζει από τον ιδρώτα. Και εκεί είδε πως δύο βήματα παραπέρα, πάνω από τον χαμηλό θάμνο ανάμεσα στα δύο δέντρα που ήταν μπροστά της τελείωνε το δάσος και άρχιζε η κατασκήνωση. Πίεσε τον εαυτό της και έτρεξε ακόμη πιο γρήγορα και πήδηξε με φόρα επάνω από τον μικρό θάμνο. Όμως καθώς ήταν στον αέρα στο πρώτο βήμα της έξω από το δάσος άκουσε από μπροστά της το παρακάτω ουρλιαχτό.

“ΠΟΥΤΑΝΑ!”

Πριν πατήσει ακόμη τα πόδια της στο έδαφος ένιωσε ένα μαχαίρι να της σχίζει βίαια το στομάχι και να νιώθει ανείπωτο και πρωτόγνωρο πόνο. Προσγειώθηκε στην αγκαλιά κάποιου με το μαχαίρι να έχει μπει βαθύτερα μέσα της και να ρέει ατέλειωτο αίμα. Μέσα στον μεγάλο πόνο της η έκπληξη επικρατούσε. Ποιος ήταν αφού ο Τζέισον βρισκόταν πίσω της; Δεν ήταν δυνατό να βρεθεί μπροστά της! Άνοιξε τα δακρυσμένα της μάτια και κοίταξε τον άνθρωπο που μόλις την είχε μαχαιρώσει. Ήταν ο Φίλλιπ. Ο χοντρούλης τύπος με τα γυαλάκια και τις φακίδες που εδώ και ένα μήνα την γυρόφερνε και τις έλεγε ερωτόλογα. Ο Φίλλιπ μέσα στα δάκρυα ούρλιαξε ξανά, αυτή τη φορά μπροστά στο πρόσωπό της.

Φίλλιπ “******α! Πήγες με αυτόν!”

Με την λιγοστή ζωή που είχε η Τζούντι κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό και κατάφερε να ψελλίσει μέσα στον παραλογισμό που επικρατούσε.

Τζούντι “Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Δεν μπορεί γαμώτο! Δεν είναι σωστό!

Η Μάντυ άκουσε έντονο θόρυβο να έρχεται έξω από την καλύβα. Πλησίασε το παράθυρο και τράβηξε στην άκρη τις κουρτίνες. Το θέαμα ήταν τόσο σοκαριστικό που έμεινε εκεί με ανοιχτό το στόμα κρατώντας τις κουρτίνες παγωμένη. Δέκα περίπου μέτρα μακριά και δίπλα από το λευκό υδραγωγείο στεκόταν η Τζούντι αγκαλιά με τον Φίλλιπ μέσα σε μία λίμνη αίματος. Η Τζούντι είχε στο πρόσωπό της διαγραμμένη την αίσθηση του αφόρητου πόνου, ενώ ο Φίλλιπ δεν φαινόταν αφού ήταν με την πλάτη στην Μάντυ. Η Μάντυ προσπάθησε απεγνωσμένα να ουρλιάξει αλλά το ουρλιαχτό της δεν μπορούσε να βγει, αφού είδε ξαφνικά ένα τεράστιο καμάκι να πετάγεται από το σκοτεινό δάσος και να διαπερνά τα σώματα της Τζούντι και του Φίλλιπ και στην συνέχεια να τους τραβάει με βία στο σκοτάδι μέσα στο δάσος.


Η Τζούντι απελευθέρωσε την κραυγή που όφειλε και κατάλαβε πως ο άνθρωπος με την μάσκα είχε επιστρέψει!


 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΕΝΑ ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΗΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ ΛΙΜΝΗ.

Ο Κρίστοφερ ήταν ένας πολύ επιτυχημένος κτηματομεσίτης στην περιοχή του Λος Άντζελες. Παντρεμένος εδώ και χρόνια με τη Σαμάνθα, μια εξίσου επιτυχημένη δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας. Η μεγάλη οικονομική τους επιφάνεια, δεν ήταν όμως αρκετή για να σώσει το γάμο τους. Η ρουτίνα, οι συχνές αντιπαραθέσεις τους και η υπερβολική προσήλωση τους στις δουλειές τους, είχαν από καιρού ταράξει το συζυγικό βίο του ζευγαριού και ένας χωρισμός φάνταζε αναπόφευκτος.

Όμως ο Κρίστοφερ αγαπούσε κατά βάθος υπερβολικά τη σύζυγό του και δεν είχε σκοπό να αφήσει τα πράγματα στη μοίρα τους. Την επόμενη εβδομάδα, η αργία της 6ης Ιουλίου έπεφτε Παρασκευή, συνεπώς θα είχαν ένα τριήμερο άδεια. Σκέφτηκε ότι θα ήταν ιδανική ευκαιρία να πήγαιναν κάπου μαζί και να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της πόλης. Να μιλήσουν για τα δικά τους, να ερωτευτούν ξανά και –με λίγη τύχη- να σώσουν το γάμο τους.

Αρχικώς η Σαμάνθα ήταν αρνητική. «Ας μην το κουράζουμε Κρίστοφερ» είπε ξεφυσώντας. «Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους» συνέχισε. Αυτή της η άρνηση ήχησε άσχημα στα αυτιά του Κρίστοφερ και ένοιωσε ένα ξαφνικό βάρος στην ψυχή του, όπως ο ανεπαίσθητος κραδασμός ενός βιολοντσέλου που χάνει τη νότα. Όμως ο Κρίστοφερ επέμενε : «Έλα αγάπη μου, έχω σχεδιάσει κάτι διαφορετικό. Μακριά από πολυσύχναστα μπανάλ θέρετρα και ακριβά δωμάτια. Θα πάμε για κατασκήνωση κάπου ερημικά. Οι δύό μας ολομόναχοι σε μια σκηνή. Να θυμηθούμε τα πρώτα χρόνια μας, όταν ήμασταν ακόμα άφραγκοι αλλά ερωτευμένοι. Βρήκα ήδη μια μαγευτική τοποθεσία. Ένα τριήμερο στην Κρυσταλλένια Λίμνη, θα μας κάνει να νοιώσουμε όπως πρώτα.». Η ιδέα ενθουσίασε τη Σαμάνθα : «Όντως, αυτό το διαφορετικό, ίσως μας κάνει καλό. Αλλά δε θέλω να πάμε στην Κρυσταλλένια Λίμνη. Έχω ακούσει ότι στο παρελθόν είχαν συμβεί διάφορα εκεί». Ο Κρίστοφερ την καθησύχασε : «Ακριβώς. Στο παρελθόν όμως. Τώρα πια η Κρυσταλλένια Λίμνη μας περιμένει για να ερωτευτούμε ξανά». «Σε παρακαλώ αγάπη μου, όχι στην Κρυσταλλένια Λίμνη. Πάμε οπουδήποτε αλλού» επέμεινε η Σαμάνθα. Όμως ο άντρας της ήταν κάθετος : «Κρυσταλλένια Λίμνη κανόνισα και Κρυσταλλένια Λίμνη θα πάμε. Εμπιστέψου με και δε θα χάσεις».

Πράγματι, το επόμενο κιόλας βράδυ, το ζευγάρι είχε κατασκηνώσει στην Κρυσταλλένια Λίμνη και η απλότητα με την οποία πέρναγαν οι στιγμές, έμοιαζε να δίνει νέα πνοή στη μέχρι-πρότινος-μουντή ζωή τους. Η σκηνή ήταν μοναδική. Περιτριγυρισμένοι από ψηλά δέντρα, με μια διάχυτη μυρωδιά κέδρου, οι δύο ξανα-ερωτευμένοι σύντροφοι κάθονταν γύρω από τη φωτιά. Γύρω τους υπήρχε μια απόκοσμη (αλλά συνάμα ρομαντική) ηρεμία, που μια στις τόσες διεκόπτετο από το απαλό πάφλασμα των κυμάτων της παρακείμενης λίμνης. Ο Κρίστοφερ και η Σαμάνθα, με τα πρόσωπα κοκκινισμένα από την πολύωρη παραμονή δίπλα στη φωτιά και το βλέμμα ιλαρό από το κόκκινο κρασί που είχαν καταναλώσει, κοίταγαν με πάθος ο ένας τον άλλον.

Όμως την ηρεμία διέκοψε ένας κοφτός ήχος. Η Σαμάνθα διέκρινε τη σκουριασμένη αιχμή ενός δόρατος να εξέρχεται από τον φάρυγγα του Κρίστοφερ. Το αίμα άρχισε να πετάγεται σαν κρουνός στο πρόσωπό της και ξέσπασε σε υστερικές κραυγές καθώς το κουφάρι του άντρα της έπεσε στο έδαφος με έναν γδούπο. Πηχτό αίμα και κόκκινο κρασί πότισαν το έδαφος, καθώς η πτώση του Κρίστοφερ έριξε τη μποτίλια στο έδαφος. Η Σαμάνθα είχε παγώσει και ο τρόμος έμοιαζε να την έχει «καρφώσει» στο έδαφος. Δεν είχε καν τη δύναμη να σηκωθεί και να τρέξει, καθώς απέναντί της ήταν ο τερατόμορφος Τζέησον. Η μάσκα του χόκεϊ που φόραγε, ήταν γεμάτη από λάσπες αλλά και από ξεραμένα κομμάτια κρέας, από τα προηγούμενα θύματά του. Μετά βίας η τρομαγμένη γυναίκα μπόρεσε να ψελλίσει μια φράση : « Και στο είπα Κρίστοφερ ! Δεν ήθελα να έρθουμε στην Κρυσταλλένια Λίμνη … ». Πριν τελειώσει καν τη φράση της, ένοιωσε το σκουληκοφαγωμένο χέρι του Τζέησον να κουλουριάζεται γύρω από το λαιμό της. Με μια απότομη κίνηση, της τσάκισε το σβέρκο, «χαρίζοντάς» της ένα γρήγορο θάνατο. Αφού παρατήρησε τα δύο νεκρά κορμιά για λίγα λεπτά, ο Τζέησον έστρεψε το θηριώδες σώμα του από την άλλη και ξεκίνησε την πορεία προς το κρησφύγετο του. Οι «εισβολείς» είχαν τιμωρηθεί.

Τώρα πια, τίποτα δε θύμιζε την ειδυλλιακή σκηνή που είχε εξελιχτεί γύρω από τη φωτιά, λίγες ώρες πριν. Αντί για γλυκόλογα και ανανεωμένους όρκους αγάπης, ακούγονταν οι τελευταίες σταγόνες αίματος που κύλαγαν από την καρωτίδα του Κρίστοφερ και έμοιαζαν να συνθέτουν μια ανίερη μουσική με τους υπόλοιπους ήχους της νύχτας.

Ξαφνικά, μια περίεργη σιλουέτα εμφανίστηκε πίσω από ένα δέντρο και πλησίασε το σκηνικό της σφαγής. Φορώντας ένα παλιομοδίτικο καρό ταγιέρ και ένα μακρύ κολιέ από φω-μπιζού, η μορφή γινόταν πλέον ευδιάκριτη. Ήταν η … Κατερίνα Σοφιανού από ΤΟ ΡΕΤΙΡΕ ! Έστρεψε το βλέμμα στους νεκρούς εραστές, έβαλε τα χέρια στη μέση και με ειρωνεία είπε : «Κρυσταλλένια λίμνη δε θέλατε ; Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη ! Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη» !

( τι ριρ ρι ρι ! μουσική και τίτλοι τέλους του ΡΕΤΙΡΕ )
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
exetlaios είπε:
ΕΝΑ ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΗΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ ΛΙΜΝΗ.
...πλησίασε το σκηνικό της σφαγής. Φορώντας ένα παλιομοδίτικο καρό ταγιέρ και ένα μακρύ κολιέ από φω-μπιζού, η μορφή γινόταν πλέον ευδιάκριτη. Ήταν η … Κατερίνα Σοφιανού από ΤΟ ΡΕΤΙΡΕ ! Έστρεψε το βλέμμα στους νεκρούς εραστές, έβαλε τα χέρια στη μέση και με ειρωνεία είπε : «Κρυσταλλένια λίμνη δε θέλατε ; Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη ! Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη» !

( τι ριρ ρι ρι ! μουσική και τίτλοι τέλους του ΡΕΤΙΡΕ )

Το φινάλε μου θύμισε Tales from the crypt :D

Αυτή όμως η εκνευριστική επανάληψη της τελευταίας πρότασης αλά «Ρετιρέ», με κάνει να θέλω ο Jason να άκουσε αμέσως μετά τη μουρμούρα της κα Σοφιανού και να την... ανέλαβε.

Ίσως βέβαια ο Jason να είναι και ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι επαναλήψεις της σειράς (αν δεν τον σκότωναν πρώτα οι πρωταγωνιστές του «Ρετιρέ» με τη μιζέρια τους).
 
ΕΝΑ ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΗΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΝΙΑ ΛΙΜΝΗ.

Ο Κρίστοφερ ήταν ένας πολύ επιτυχημένος κτηματομεσίτης στην περιοχή του Λος Άντζελες. Παντρεμένος εδώ και χρόνια με τη Σαμάνθα, μια εξίσου επιτυχημένη δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας. Η μεγάλη οικονομική τους επιφάνεια, δεν ήταν όμως αρκετή για να σώσει το γάμο τους. Η ρουτίνα, οι συχνές αντιπαραθέσεις τους και η υπερβολική προσήλωση τους στις δουλειές τους, είχαν από καιρού ταράξει το συζυγικό βίο του ζευγαριού και ένας χωρισμός φάνταζε αναπόφευκτος.

Όμως ο Κρίστοφερ αγαπούσε κατά βάθος υπερβολικά τη σύζυγό του και δεν είχε σκοπό να αφήσει τα πράγματα στη μοίρα τους. Την επόμενη εβδομάδα, η αργία της 6ης Ιουλίου έπεφτε Παρασκευή, συνεπώς θα είχαν ένα τριήμερο άδεια. Σκέφτηκε ότι θα ήταν ιδανική ευκαιρία να πήγαιναν κάπου μαζί και να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της πόλης. Να μιλήσουν για τα δικά τους, να ερωτευτούν ξανά και –με λίγη τύχη- να σώσουν το γάμο τους.

Αρχικώς η Σαμάνθα ήταν αρνητική. «Ας μην το κουράζουμε Κρίστοφερ» είπε ξεφυσώντας. «Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους» συνέχισε. Αυτή της η άρνηση ήχησε άσχημα στα αυτιά του Κρίστοφερ και ένοιωσε ένα ξαφνικό βάρος στην ψυχή του, όπως ο ανεπαίσθητος κραδασμός ενός βιολοντσέλου που χάνει τη νότα. Όμως ο Κρίστοφερ επέμενε : «Έλα αγάπη μου, έχω σχεδιάσει κάτι διαφορετικό. Μακριά από πολυσύχναστα μπανάλ θέρετρα και ακριβά δωμάτια. Θα πάμε για κατασκήνωση κάπου ερημικά. Οι δύό μας ολομόναχοι σε μια σκηνή. Να θυμηθούμε τα πρώτα χρόνια μας, όταν ήμασταν ακόμα άφραγκοι αλλά ερωτευμένοι. Βρήκα ήδη μια μαγευτική τοποθεσία. Ένα τριήμερο στην Κρυσταλλένια Λίμνη, θα μας κάνει να νοιώσουμε όπως πρώτα.». Η ιδέα ενθουσίασε τη Σαμάνθα : «Όντως, αυτό το διαφορετικό, ίσως μας κάνει καλό. Αλλά δε θέλω να πάμε στην Κρυσταλλένια Λίμνη. Έχω ακούσει ότι στο παρελθόν είχαν συμβεί διάφορα εκεί». Ο Κρίστοφερ την καθησύχασε : «Ακριβώς. Στο παρελθόν όμως. Τώρα πια η Κρυσταλλένια Λίμνη μας περιμένει για να ερωτευτούμε ξανά». «Σε παρακαλώ αγάπη μου, όχι στην Κρυσταλλένια Λίμνη. Πάμε οπουδήποτε αλλού» επέμεινε η Σαμάνθα. Όμως ο άντρας της ήταν κάθετος : «Κρυσταλλένια Λίμνη κανόνισα και Κρυσταλλένια Λίμνη θα πάμε. Εμπιστέψου με και δε θα χάσεις».

Πράγματι, το επόμενο κιόλας βράδυ, το ζευγάρι είχε κατασκηνώσει στην Κρυσταλλένια Λίμνη και η απλότητα με την οποία πέρναγαν οι στιγμές, έμοιαζε να δίνει νέα πνοή στη μέχρι-πρότινος-μουντή ζωή τους. Η σκηνή ήταν μοναδική. Περιτριγυρισμένοι από ψηλά δέντρα, με μια διάχυτη μυρωδιά κέδρου, οι δύο ξανα-ερωτευμένοι σύντροφοι κάθονταν γύρω από τη φωτιά. Γύρω τους υπήρχε μια απόκοσμη (αλλά συνάμα ρομαντική) ηρεμία, που μια στις τόσες διεκόπτετο από το απαλό πάφλασμα των κυμάτων της παρακείμενης λίμνης. Ο Κρίστοφερ και η Σαμάνθα, με τα πρόσωπα κοκκινισμένα από την πολύωρη παραμονή δίπλα στη φωτιά και το βλέμμα ιλαρό από το κόκκινο κρασί που είχαν καταναλώσει, κοίταγαν με πάθος ο ένας τον άλλον.

Όμως την ηρεμία διέκοψε ένας κοφτός ήχος. Η Σαμάνθα διέκρινε τη σκουριασμένη αιχμή ενός δόρατος να εξέρχεται από τον φάρυγγα του Κρίστοφερ. Το αίμα άρχισε να πετάγεται σαν κρουνός στο πρόσωπό της και ξέσπασε σε υστερικές κραυγές καθώς το κουφάρι του άντρα της έπεσε στο έδαφος με έναν γδούπο. Πηχτό αίμα και κόκκινο κρασί πότισαν το έδαφος, καθώς η πτώση του Κρίστοφερ έριξε τη μποτίλια στο έδαφος. Η Σαμάνθα είχε παγώσει και ο τρόμος έμοιαζε να την έχει «καρφώσει» στο έδαφος. Δεν είχε καν τη δύναμη να σηκωθεί και να τρέξει, καθώς απέναντί της ήταν ο τερατόμορφος Τζέησον. Η μάσκα του χόκεϊ που φόραγε, ήταν γεμάτη από λάσπες αλλά και από ξεραμένα κομμάτια κρέας, από τα προηγούμενα θύματά του. Μετά βίας η τρομαγμένη γυναίκα μπόρεσε να ψελλίσει μια φράση : « Και στο είπα Κρίστοφερ ! Δεν ήθελα να έρθουμε στην Κρυσταλλένια Λίμνη … ». Πριν τελειώσει καν τη φράση της, ένοιωσε το σκουληκοφαγωμένο χέρι του Τζέησον να κουλουριάζεται γύρω από το λαιμό της. Με μια απότομη κίνηση, της τσάκισε το σβέρκο, «χαρίζοντάς» της ένα γρήγορο θάνατο. Αφού παρατήρησε τα δύο νεκρά κορμιά για λίγα λεπτά, ο Τζέησον έστρεψε το θηριώδες σώμα του από την άλλη και ξεκίνησε την πορεία προς το κρησφύγετο του. Οι «εισβολείς» είχαν τιμωρηθεί.

Τώρα πια, τίποτα δε θύμιζε την ειδυλλιακή σκηνή που είχε εξελιχτεί γύρω από τη φωτιά, λίγες ώρες πριν. Αντί για γλυκόλογα και ανανεωμένους όρκους αγάπης, ακούγονταν οι τελευταίες σταγόνες αίματος που κύλαγαν από την καρωτίδα του Κρίστοφερ και έμοιαζαν να συνθέτουν μια ανίερη μουσική με τους υπόλοιπους ήχους της νύχτας.

Ξαφνικά, μια περίεργη σιλουέτα εμφανίστηκε πίσω από ένα δέντρο και πλησίασε το σκηνικό της σφαγής. Φορώντας ένα παλιομοδίτικο καρό ταγιέρ και ένα μακρύ κολιέ από φω-μπιζού, η μορφή γινόταν πλέον ευδιάκριτη. Ήταν η … Κατερίνα Σοφιανού από ΤΟ ΡΕΤΙΡΕ ! Έστρεψε το βλέμμα στους νεκρούς εραστές, έβαλε τα χέρια στη μέση και με ειρωνεία είπε : «Κρυσταλλένια λίμνη δε θέλατε ; Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη ! Πάρτε Κρυσταλλένια Λίμνη» !

( τι ριρ ρι ρι ! μουσική και τίτλοι τέλους του ΡΕΤΙΡΕ )
:icon_lol::icon_lol::icon_lol::icon_lol::clap::clap:
 
Πίσω
Μπλουζα