Juanita
Retro PaTRi@RcH
- Joined
- 23 Οκτ 2007
- Μηνύματα
- 4.263
- Αντιδράσεις
- 378
Ένα ρομαντικό ταξίδι
Προσμονή
Η παχιά σκιά του δέντρου ήταν βάλσαμο εκείνη την ώρα που ο ήλιος έκαιγε. Μεσημέριαζε και η κούραση την είχε καταβάλει. Αρκετές μέρες τώρα σχεδόν ξεχνούσε να κοιμηθεί ή να φάει. «Το τελευταίο ήταν μάλλον για καλό» σκέφτηκε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα στον εαυτό της. Έβγαλε μια σελίδα χαρτί από την τσέπη της και το ξεδίπλωσε. Ο χρόνος που είχε στη διάθεσή της για διάλειμμα ήταν περιορισμένος. Έπρεπε να κάνει γρήγορα.
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα που είχε αποβραδίς τελειώσει. Δεν το είχε ταχυδρομήσει ακόμη προκειμένου να του ρίξει μια τελευταία ματιά. Το έφερε στα χείλη της και το φίλησε. Αχ.. να το λάβαινε γρήγορα ο Άλμπερτ. Έβγαλε από την άλλη τσέπη το ροζάριο της κυρίας Πόνυ το κράτησε σφιχτά στα χέρια της και άρχισε να προσεύχεται… “Παναγία μου, κάνε σε παρακαλώ…”
Σταμάτησε εκεί την προσευχή της. “Nα μην πιάνουμε το όνομα του Κυρίου επί ματαίω… “ της είχε μάθε η αδερφή Μαρία. Ζήτησε συγνώμη από μέσα της όμως δεν ήθελε να μετριάσει τη χαρά και την ελπίδα.
..Aχχχχ… ήθελε τόσο να έρθει εκείνη η μέρα… 20 φορές έγραψε και άλλες τόσες έσκισε το γράμμα επειδή δεν της άρεσε. Στο προηγούμενο είχε υπάρξει πολύ εκδηλωτική : “ …Χαίρομαι που οι γονείς μου με άφησαν εδώ στο λόφο…” ή “Είμαι τόσο ευτυχισμένη… ίσως αύριο χτυπήσει η πόρτα, ανοίξω και σε δω μπροστά μου…” και ακόμη: “Στο επόμενο ταξίδι θα με πάρεις μαζί σου… και αν δε κάνεις θα έρθω με το ζόρι… “ Σα να άκουγε το γέλιο του να αντηχεί μέσα στ΄αυτιά της… “τι παιδί που είσαι Κάντυ…” Έτσι την έβλεπε… σαν παιδί ακόμη… και ας μην ήταν πλέον δικό του – υιοθετημένο - παιδί… Σαν ένα παιδί…
Αυτή τη φορά, είχε επιλέξει με μεγάλη προσοχή τις λέξεις στο γράμμα της.. Πόσο θα ʽθελε να μπορούσε να γίνει αόρατη και να βρεθεί κοντά του την ώρα που θα το διάβαζε… να δει γεμάτη αγωνία αν θα κολακευόταν ή αν θα γελούσε μαζί της και θα το πέταγε σε μια μεριά βάζοντας άλλες προτεραιότητες…
Η χαρούμενη φωνή της κας Πόνυ την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο πυρετός είχε πέσει και τα εξανθήματα είχαν αρχίσει να υποχωρούν. Τα δίδυμα σύντομα θα έβρισκαν και πάλι το χαμόγελό τους και τη διάθεση για παιχνίδι.
Τις τελευταίες μέρες σχεδόν όλα τα παιδάκια του ορφανοτροφείου αρρώστησαν από ιλαρά. Η νόσος μεταδιδόταν από παιδί σε παιδί –όσα τουλάχιστον δεν την είχαν περάσει- και η Κάντυ με το γιατρό Μάρτιν είχαν πέσει με τα μούτρα στη θεραπεία τους. Ο Χοακίμ και η Χούλια ήταν τα τελευταία παιδάκια που νόσησαν. Ευτυχώς, όλα τώρα πήγαιναν μια χαρά. Άλλη μιά μπόρα είχε χτυπήσει το ορφανοτροφείο μα τώρα διαλυόταν σα συννεφάκι περαστικό. Η Κάντυ ένιωσε πως όλα είχαν το σωστό τάιμινγκ. Η πρόσκληση του Άλμπερτ να συνταξιδέψουν έφτασε όταν όλα έβαιναν καλώς. Δε θα μπορούσε να φύγει και να αφήσει τα δίδυμα να ψήνονται στον πυρετό.
Τα είχε αναλάβει η ίδια από εκείνη τη μέρα που η μητέρα τους τα έφερε στο ορφανοτροφείο. “Προσωρινά” τους είχε πει, μέχρι να μπορέσει να ορθοποδήσει… Με τη Φερνάντα είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία, ίσως και γι αυτό τη συμπάθησε αμέσως. Φτωχοί μετανάστες από το Μεξικό, η Φερνάντα και ο Λεάνδρο ήρθαν στο Σικάγο μήπως δουν μια άσπρη μέρα. Αλίμονο όμως, Όπου φτωχός και η μοίρα του, δε λένε; Αμέσως η μαμά πατρίδα τον έστειλε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και ας κόντευε ο πόλεμος να τελειώσει. Ούτε που πρόλαβε να μάθει πως η γυναίκα του ήταν έγκυος. Σκοτώθηκε πριν μάθει να χρησιμοποιεί το όπλο του. Νεογέννητα η Φερνάντα τα έφερε στο λόφο λίγο προτού ξεκινήσει να εργάζεται εσώκλειστη σε αρχοντικό της περιοχής και η Κάντυ τα πήρε υπό την προστασία της.
Η ώρα πλησίαζε για να κατέβει ξανά στο μικρό ιατρείο. Μήπως να καθόταν λίγα λεπτά ακόμη;
Είχε μεγάλη ανάγκη από λίγη ξεκούραση. Να κλείσει τα μάτια της και ως δια μαγείας τα προβλήματα να εξαφανιστούν. Όταν ανέλαβε με το γιατρό Μάρτιν το μικρό ιατρείο στο λόφο δεν πίστευε πως θα υπάρχει τόση δουλειά. Δεν ήταν μόνο τα παιδιά του ορφανοτροφείου που δέχονταν τις περιποιήσεις τους αλλά κυρίως οι κάτοικοι των γύρω χωριών και οι εργάτες στα χωράφια που είχαν ανάγκη από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Χάρη στον Άλμπερτ κανένας ασθενής δε χρειαζόταν να πληρώνει για τα φάρμακά του ή για μικροεπεμβάσεις. Η Κάντυ όμως είχε ήδη φτάσει στα όριά της.
Η πολυπόθητη μέρα δεν άργησε να φτάσει. Ή καλύτερα, η πολυπόθητη παραμονή… Η Κάντυ ετοίμαζε τα πράγματά της. Νωρίς το πρωί της επομένης, θα περνούσε ο Άλμπερτ να την πάρει και λίγες ώρες αργότερα θα ταξίδευαν για Παρίσι…
Άνοιξε τη βαλιτσούλα της. Χρόνια τώρα τη συντρόφευε όπου και αν πήγαινε: στο σπίτι των Ράνγκαν, στο Μεξικό, στο Λονδίνο, στο Σικάγο… παντού. Έριξε μια ματιά στα ρούχα που είχε διαλέξει να πάρει μαζί της. Μόνο το ανοιξιάτικο πανωφόρι που της είχε στείλει ο Άλμπερτ από το Ρόκστοουν δυό χρόνια πριν έσωζε κάπως την κατάσταση. Το τζην παντελόνι της ήταν χιλιομπαλωμένο και τα πουκαμισάκια της είχαν τριφτεί στους αγκώνες. Όσο για τα φορέματά της, τη στένευαν πια αρκετά. Μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί αλλά το σώμα της είχε αλλάξει τα τελευταία δύο χρόνια. Ήταν τουλάχιστον μερικές οκάδες βαρύτερη χωρίς όμως να έχει πάρει πόντο ύψος. Δίπλωσε προσεχτικά τα ρούχα της και τα έβαλε μέσα στη βαλίτσα. Εκείνη η παλιά νυχτικιά φτιαγμένη από την αδερφή Μαρία, λίγα εσώρουχα και να… η Κάντυ ήταν έτοιμη...
Ανυπομονούσε να ξημερώσει..
Το πρώτο της ταξίδι με τον Άλμπερτ… Άραγε θα είχε καθόλου χρόνο για εκείνη;
“Kάντυ; “
Hκα Πόνυ χτύπησε απαλά την πόρτα και στο κάλεσμα της Κάντυ οι δύο γυναίκες μπήκαν στο μικρό δωμάτιο.
- Κάντυ μου, ετοιμάστηκες ήδη βλέπω…
- Ναι, αδελφή Μαρία. Τα έβγαλα και τα ξαναέβαλα στη βαλίτσα τρεις με τέσσερις φορές για να μην ξεχάσω τίποτα.
( Η Κάντυ χαμογέλασε βγάζοντας τη γλώσσα στον εαυτό της)
- “Αχ, κορίτσι μου, εσύ ποτέ δε θα μεγαλώσεις.” Η κα Πόνυ χαμογέλασε γλυκά και συνέχισε “Φαίνεσαι πολύ χαρούμενη για το αυριανό ταξίδι. Θα έχετε καιρό να τα πείτε και με την Άννυ.”
- Έχω πολύ καιρό να τη δω κα Πόνυ. Σχεδόν από τότε που αρραβωνιάστηκαν με τον Άρτσυ. Στο Παρίσι θα είμαστε μαζί από το πρωί ως το βράδυ.
- Κάντυ μου, πριν κλείσεις τη βαλίτσα σου θέλουμε να βάλεις μέσα αυτό το φάκελο. Δεν είναι πολλά γι αυτό και να τα χρησιμοποιήσεις όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.
Η Κάντυ διστακτικά πήρε το φάκελο και τον άνοιξε.
- Μα… είναι πολλά αδελφή... Δεν μπορώ να τα κρατήσω. Εσείς τα έχετε περισσότερο ανάγκη και…
- Άκουσέ μας κορίτσι μου. Χάρη στον Άλμπερτ, δε μας λείπει τίποτα. Τα χρήματα που δίνει κάθε μήνα για το ορφανοτροφείο φτάνουν και περισσεύουν. Αυτά είναι για σένα, η αμοιβή που θα έπρεπε να παίρνεις για τις υπηρεσίες σου εδώ…
- Μα… κα Πόνυ… δε θέλω χρήματα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για εσάς, και…
- Κάντυ μου, κράτησέ τα σε παρακαλώ. Παλαιότερα, εμείς σας ράβαμε όλα τα ρούχα. Τώρα όμως έχεις μεγαλώσει και τα ρούχα τα δικά μας δεν ταιριάζουν σε μια δεσποινίδα της ηλικίας σου. Με αυτά, θα μπορέσεις να αγοράσεις ό,τι τραβά η καρδιά σου και θα είναι σα να σου τα πήραμε εμείς.
- Αχχχ…κα Πόνυ και αδερφή Μαρία σας αγαπώ τόσο πολύ…
Η Κάντυ συγκινημένη έπεσε στην αγκαλιά τους όπως έκανε όταν ήταν μικρή και έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τις σφιχταγγαλιάζει. Η μεγάλη τους αγκαλιά όπως και εκείνη του Άλμπερτ που άνοιγε πάντα για να τη δεχτεί με αγάπη ήταν το δικό της απάνεμο λιμανάκι.
Το βράδυ ήρθε γρήγορα αλλά την Κάντυ δεν την έπιανε ύπνος… «Ίσως τα πρωί ν΄ανοίξω την πόρτα και να στέκεσαι εκεί…» Πώς να κλείσει μάτι;;; Το σκοτάδι είναι βαθύ αλλά όταν χαράξει η μέρα το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί…
Σαν τρελή έτρεξε να ανοίξει στο πρώτο χτύπημα. «Άλμπερτ… Τζωρτζ, εσύ;;;» Η χαρμολύπη ζωγραφίστηκε στις άκρες των χειλιών της.
«Δεσποινίς Κάντυ, δυστυχώς ο κύριος Γουίλιαμ έπρεπε να ταξιδέψει νωρίτερα. Θα σας συνοδέψω εγώ στο ταξίδι σας… Η δεσποινίς Άννυ και ο κύριος Άρτσυ θα σας συναντήσουν στη Γαλλία.»
Στην πόλη του φωτός
Γερμένη στην κουπαστή, κοίταζε πως έσπαγαν τα κύματα στην πλώρη του καραβιού. Θυμήθηκε εκείνο το ταξίδι προς την Αγγλία που είχαν κάνει χρόνια πριν οι δυό τους. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, μια νοτισμένη παγωμένη βραδιά, τότε που συνάντησε για πρώτη φορά τον Τέρρυ. Ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ο Τέρρυ... Η αγάπη τους δεν ήταν αρκετή για να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα της ζωής. Έπρεπε να διαλέξει ο καθένας το δικό του ξεχωριστό δρόμο. Εκείνη τη βραδιά του χωρισμού ήθελε να πεθάνει… Αν δεν ήταν ο Άλμπερτ να γραπωθεί πάνω του ποιος ξέρει που θα ήταν σήμερα…
Ο Άλμπερτ… ο καλός της Άλμπερτ… ο αγαπημένος της Άλμπερτ… Όχι όχι… έπρεπε να το βγάλει από το μυαλό της. Δυό χρόνια τώρα δεν τολμούσε να ονειρευτεί. Είχε αφεθεί κάποτε στα όνειρά της… παλιά… με τον Τέρρυ… και ακόμη παλαιότερα με τον Άντονυ… Τόσος πόνος δεν της άξιζε, γι αυτό και τώρα προσπαθούσε να προφυλάξει τον εαυτό της. Ένα ταξίδι θα ήταν μόνο… Ένα ταξίδι που της το είχε υποσχεθεί καιρό τώρα… Δεν έπρεπε όμως να ελπίζει… να περιμένει κάτι παραπάνω… άλλωστε δεν της είχε δώσει κανένα δικαίωμα. … Θα έπρεπε να τον βγάλει από το μυαλό της…
Μέρες μετά, το αυτοκίνητο διέσχιζε τους δρόμους του Παρισιού. Η Άννυ με τον Άρτσυ είχαν φτάσει από την Αγγλία το ίδιο πρωί και περίμεναν στην αποβάθρα να υποδεχτούν τη φίλη τους. Ο Άλμπερτ δεν μπόρεσε να έρθει… ανειλημμένες υποχρεώσεις τον κρατούσαν δέσμιό τους στα γραφεία του Παρισιού. Τα δύο κορίτσια κοίταζαν δεξιά και αριστερά τις ομορφιές της πόλης. Ο Τζωρτζ πρόθυμα απαντούσε σε κάθε τους ερώτηση ενώ ο Άρτσυ ήταν ασυνήθιστα σιωπηλός κουνώντας μονάχα το κεφάλι του όποτε το έκρινε απαραίτητο. Θα έπρεπε και εκείνος να συμμετέχει στα συμβούλια και τις αποφάσεις της οικογένειας και ειδικά σ΄ αυτή την πόλη ήταν το τελευταίο που επιθυμούσε.
Το «Σπλεντίτ» βρισκόταν στο κέντρο της πόλης σχεδόν πάνω στις όχθες του Σηκουάνα. Πάρκαραν μπροστά στην είσοδο και μόλις κατέβηκαν τα παιδιά, ο Τζωρτζ έφυγε για τα γραφεία των Άρντλεϋ. Αργότερα θα έμενε σε κάποιους φίλους. Οι τρεις φίλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό… Θα πρέπει να ήταν από τα πιο ακριβά ξενοδοχεία… Αμέσως οι γκρούμ έτρεξαν για να παραλάβουν τις βαλίτσες τους. Σίγουρα η φθαρμένη βαλίτσα της Κάντυ θα τους έκανε εντύπωση ειδικά πλάι σ΄ εκείνες τις ακριβές δερμάτινες των φίλων της.
«ʼΕλα, Κάντυ, γρήγορα…» Η Άννυ κουρασμένη από το πολύωρο ταξίδι, ήθελε όσο τίποτα άλλο να ξεντυθεί και να ξαπλώσει…Τα παιδιά διέσχισαν το διάδρομο από τη ρεσεψιόν μέχρι το ασανσέρ. Τα πόδια τους βούλιαζαν σχεδόν μέσα στο παχύ χαλί και οι πολυέλαιοι φώτιζαν το χώρο περισσότερο από το αστέρι της μέρας. Οι τοίχοι ήταν από τη μια άκρη ως την άλλη ζωγραφισμένοι με υπέροχα χρώματα και σχέδια. Σίγουρα κάποιος διάσημος ζωγράφος θα τους είχε φιλοτεχνήσει με το ταλέντο του…
Ο Άλμπερτ είχε κλείσει τις δυό πολυτελέστατες σουίτες του τετάρτου ορόφου για τις κοπέλες και εκείνους. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να περιμένουν. Οι σουίτες τους ήταν πεντακάθαρες, έτοιμες να τους υποδεχτούν. Για την ώρα θα ξεκουράζονταν και από την επομένη θα ξεκινούσαν να εξερευνούν κάθε σπιθαμή αυτής της πόλης.
Αργότερα θα δειπνούσαν στο ρεστωράν του ξενοδοχείου. «Στις 8:00 το βράδυ…» τους είχε μηνύσει ο Άλμπερτ..
Η Κάντυ κοίταζε εκστασιασμένη γύρω της. Η σουίτα τους δε συγκρινόταν σε χλιδή ούτε με το καλύτερο δωμάτιο της βίλας των Άρντλεϋ. Οι κουρτίνες από βαθύ κόκκινο βελούδο δε θα άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να τις ξυπνήσουν. Τα καλύμματα των κρεβατιών όλα από υφαντά λεπτοδουλεμένα στο χέρι από τις καλύτερες τεχνίτριες. Στο μπουντουάρ, η λεκάνη με την κανάτα με το καθαρό νερό από πανάκριβη πορσελάνη και τα ποτήρια του νερού κολονάτα όπως εκείνα του κρασιού… Ακόμα και τα πόμολα ήταν επιχρυσωμένα. Η Κάντυ άρχισε να αισθάνεται άβολα…
Η Άννυ φλυαρώντας χαρούμενη μπήκε πρώτη να φρεσκαριστεί γεμίζοντας τη μπανιέρα με ζεστό νερό και αρωματικά έλαια. Θα καθόταν αρκετή ώρα. Ήθελε να είναι πολύ όμορφη απόψε για τον Άρτσυ. Άλλωστε ως επίσημα αρραβωνιασμένοι, ήταν η πρώτη τους διανυκτέρευση μακριά από τα σπίτια τους.
Η Κάντυ ήταν εξαντλημένη από το ταξίδι. Το μόνο που θα επιθυμούσε μετά από ένα ζεστό μπάνιο ήταν να πέσει για ύπνο. Δεν ήθελε όμως να χαλάσει το πρόγραμμα της παρέας και άνοιξε τη βαλιτσούλα της για να τακτοποιήσει τα ρούχα της στη ντουλάπα. Κοντοστάθηκε στενοχωρημένη… Ακόμη και οι πετσέτες του ξενοδοχείου ήταν από καλύτερο ύφασμα συγκριτικά με τα ρούχα της. Την έπιασε απελπισία. Τι ζητούσε εκείνη σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Όταν δέχτηκε μέσʼ την τρελή χαρά την πρόταση του Άλμπερτ να τον συντροφέψει στο ταξίδι του αλλιώς τα είχε φανταστεί… Ήθελε να ταξιδέψει με τον δικό της Άλμπερτ, τον Άλμπερτ με το σακίδιο στην πλάτη και τον Πούπε αγκαλιά. Μόνο έτσι δε θα ένιωθε άσχημα με τα κουρέλια της.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, να ξαναγυρίσει στη σιγουριά του λόφου της, στην αγκαλιά της κας Πόνυ…
… Τα χρήματα… τα χρήματα που της έδωσε η κα Πόνυ στο φάκελο… Ίσως να έφταναν για να επιστρέψει…
-Κάντυ; Η Άννυ τυλιγμένη στο χνουδάτο μπουρνούζι της κοίταζε γεμάτη απορία το δακρυσμένο πρόσωπο της Κάντυ.
- Τι σου συμβαίνει; Γιατί κλαις;
- Άννυ, δεν έπρεπε να έρθω μαζί σας, δεν ταιριάζω εγώ σ΄ αυτό το περιβάλλον.
Η Άννυ κοίταξε τα ρούχα της Κάντυ που ήταν αραδιασμένα πάνω στο κρεβάτι της.
- Ανοησίες Κάντυ. Κάνε ένα ζεστό μπάνιο, να χαλαρώσεις και τα λέμε μετά.
Με το ζόρι έσπρωξε την Κάντυ στο μπάνιο. Είχε ήδη γεμίσει την μπανιέρα για τη φίλη της ρίχνοντας λίγες σταγόνες από τα αιθέρια έλαια πορτοκαλιάς που ήταν στα πολύτιμα βαζάκια.
Η Κάντυ βυθίστηκε στο ζεστό νερό που λειτούργησε καταλυτικά στο να διαλυθεί η νευρικότητά της. Τι χαζή που ήταν. Οι φίλοι της την αγαπούσαν γι αυτό που ήταν και όχι για όσα είχε. Σχεδόν μισή ώρα αργότερα, βγήκε από το νερό με άλλη διάθεση. Το ζεστό νερό ως δια μαγείας είχε εξαφανίσει την κούρασή της. Ένιωθε πως η μέρα τους τώρα ξεκινούσε.
Στο κρεβάτι της ήταν απλωμένα δύο βελουτέ φορέματα. Το ένα σε αποχρώσεις του πράσινου και το άλλο σκούρο ροδακινί. Η χαρωπή φωνή της Άννυ που έβαζε τα ζεστά ρόλεϋ στα μαλλιά της ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο:
“- Το πράσινο σου πηγαίνει περισσότερο, αν θες τη γνώμη μου, και όταν το φορέσεις έλα να με βοηθήσεις με τα μαλλιά μου.”
Σε λίγα λεπτά, τα δυό κορίτσια έπαιζαν με τις κορδέλες που θα έβαζαν στα μαλλιά τους χαρούμενες όπως και τότε που ετοιμάζονταν για την παράσταση του Τέρρυ.
Τη συμφωνημένη ώρα εμφανίστηκαν στην κορυφή της σάλας κάνοντας όλους τους άντρες να τις κοιτάζουν με θαυμασμό. Ο Άρτσυ κατέβασε το βλέμμα του… σα να αισθανόταν άσχημα που δε ζήλευε τις κλεφτές ματιές που έριχναν στην Άννυ που έλαμπε μέσα στην κατακόκκινη τουαλέτα της. Ο Άλμπερτ πάλι, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την Κάντυ. Είχε πάρα πολύ καιρό να τη δει και τώρα σκεκόταν μπροστά του σαν οπτασία. Ενιωθε μαγεμένος από την ομορφιά της και όλο το βράδυ την κοιτούσε με το ίδιο ακριβώς βλέμμα που την χάζευε ο Άντονυ εκείνη τη βραδιά που η θεία Ελρόϋ την παρουσίασε επίσημα στους Ράνγκαν ως υιοθετημένη κόρη των Άρντλεϋ. Η Κάντυ όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει αυτό το βλέμμα… Άραγε… να την έβρισκε μια στάλα γοητευτική τώρα που ήταν όμορφα ντυμένη; Εκείνος πάντως ήταν πιο ωραίος από ποτέ μέσα στο μαύρο του κουστούμι. Κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα στο πιάτο της. Μέσα από την πορσελάνη η μορφή του Άλμπερτ εξακολουθούσε να την κοιτά.
“ - Θεέ μου, τι έπαθα πάλι σήμερα; Πώς γίνεται να νιώθω σα χαζό σχολιαρόπαιδο όπως τότε στο Σαιν Πωλ;”
Προσπάθησε να μην το σκέφτεται άλλο, αν και δεν ήταν σίγουρη πώς μπορούσε να το κάνει αυτό με τον Άλμπερτ απέναντί της…
“- Και αν κάνω λάθος; Μήπως με κοίταζε απλώς επειδή το φόρεμα της Άννυ μου είναι στενό; Naι… ναι… μάλλον γι αυτό θα ήταν… Καλά θα κάνω να μην φάω πολύ σήμερα γιατί το πρωί δε θα χωράω πουθενά…”
Η κούραση, όμως, τους είχε καταβάλει τελικά και το πρώτο βράδυ έληξε άδοξα χωρίς κανείς από τους 4 να έχει διάθεση για χορό. Ο ύπνος τους περίμενε αμέσως μόλις έφτασαν στα δωμάτιά τους και δεν είχαν διάθεση ούτε να ξεντυθούν..