Χαρταετοτεχνικές
caprice είπε:
Όλοι μας λίγο ή πολύ, για μία ή για περισσότερες φορές, έχουμε πετάξει χαρταετό, μικροί ή και μεγαλύτεροι.Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Καθαρή Δευτέρα για να αμολύσουμε αετό. Στο Λυκαβηττό ή στου Φιλοπάππου όσοι ταλαίπωροι μέναμε στην Αθήνα και οι πιο τυχεροί εκτός των μεγάλων πόλεων σε λιβάδια, λόφους, βουνά και λοιπά. Ζύγι και καλούμπα, λέξεις που προχείρως μου έρχονται στο μυαλό από διαλόγους των μπαμπάδων, θείων και λοιπών συγγενών στην ετοιμασία του χαρταετού ή την τεχνική παρέμβαση στον ήδη αγορασμένο.
Στα χέρια μου κρατώ ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο που αναφέρεται μεταξύ χιλιάδων άλλων θησαυρών και στους χαρταετούς ως ένα αγορίστικο παιχνίδι που δεν ήταν μόνο για την Καθαρή Δευτέρα τα παλιά τα χρόνια. Και όταν λέει παλιά, εννοεί τα χρόνια των παππούδων μας και των γιαγιάδων μας. Βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτει για τα σχήματα των χαρταετών που έφτιαχναν τότε και θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας.
«Στα παλιά παιχνίδια, το μάτι έπρεπε να δουλεύει με ταχύτητα και ευστοχία και τα χέρια με σταθερότητα και επιδεξιότητα. Υπήρχαν και άλλα, που απαιτούσαν από τα παιδιά κατασκευαστικές ικανότητες, φαντασία και δημιουργική προδιάθεση. Κάτι τέτοια ήταν ο Καραγκιόζης και ο χαρταετός. (β¦). Ο χαρταετός ήταν ένα πολύ αγαπητό αγορίστικο παιχνίδι, που χρειάζεται πολλή επιδεξιότητα για ν΄ ανέβει ψηλά και πολλή τέχνη στην κατασκευή του.(β¦)
Τα σχήματα των χαρταετών έχουν μεγάλη ποικιλία. Πέντε είναι τα βασικά είδη:
Ο απλός πεντάγωνος με τα «σκουλαρίκια» για το ζύγισμα στον αέρα. «Σκουλαρίκια» είναι δύο θύσανοι από λεπτές λουρίδες χαρτιού, που τις κρεμούν από λεπτές λουρίδες χαρτιού, που τις κρεμούν στις δύο αντικριστές άκρες του χαρταετού.
Το βουτηχτάρι, είναι ένας χαρταετός, που η διαφορά του από τον πεντάγωνο είναι στις «βουτήχτρες», που είναι χαρτί ψαλιδισμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να βουίζει στον αέρα. Το βάζουν γύρω β γύρω, στα πλάγια του χαρταετού.
Το αστέρι είναι ένας χαρταετός σχεδιασμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζει αστέρι. Είναι πολύ βαρύς, θέλει γερό σπάγκο και πολλή τέχνη στο πέταγμα.
Το σμυρνάκι σε σχήμα αχλαδιού, χρειάζεται μαστοριά στην κατασκευή και χάνει εύκολα την ισορροπία του στο δυνατό αέρα.
Ο παπάς είναι ένας τετράγωνος αετός με ουρά από πανί.
Με γοητεύει πραγματικά που τους έφτιαχναν μόνοι τους τότε.
Πηγή: Ματιές στην Αθήνα που έφυγε, Μαρία Μαρκογιάννη, Εκδ. Φιλιππότη
//////////////////////////////////////////////
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους
Το θέμα είναι τρία χρόνια παλιό, αλλά εγώ τώρα σας ανακάλυψα!
Αν μπορώ να προσθέσω πληροφορίες και να κάνω κάποιες διορθώσεις... Τι να περιμένεις, άλλωστε, από κορίτσια!
Αρχικά, ας πούμε πως δεν υπάρχουν χαρταετοί πεντάγωνοι, θα εννοείτε προφανώς τους εξάγωνους. Υπήρχαν λοιπόν οι εξάγωνοι, οι τετράγωνοι ή τετράπλευροι, τα φανάρια, και τα σμυρνάκια. Αυτά είναι τα βασικά σχήματα. Τα άλλα είναι παραλλαγές. Το να αναφέρεται ως ξεχωριστό είδος χαρταετού αυτός με τα σκουλαρίκια, αν το έλεγες στην πιτσιρικαρία της δεκαετίας του 50 ή 60 θα σε παίρνανε στο ψιλό.
Το βασικό σχήμα, το εξάγωνο, γινόταν με τρεις μάνες (ξύλα ή καλάμια, κατά προτίμηση σχισμένα μαστορικά στη μέση). τον στερέωνες στο κέντρο και μετά περνούσες σπάγγο περιμετρικά στο εξάγωνο. Όλες οι γωνίες στο κέντρο, οι επίκεντρες γωνίες, έπρεπε να εαΌ°ναι 60 μοίρες. Τον έντυνες με χαρτόκολλες, εφημερίδες ή ό,τι άλλο και ήταν έτοιμος για ζύγια και ουρά. Το κόλλημα γινόταν με αλευρόκολλα, αλευράκι και νεράκι και καλό ανακάτωμα. Οι ουρές ήταν δύο ειδών, οι ίσιες, που θέλουν και αυτές τα ζύγια τους, και οι Κοιλιές, χωρίς ζύγια, τις δέναμε στο κάτω μέρος του αετού, στις δύο άκρες από τις μάνες. Οι πολύ μεγάλοι, για να μην έχουν ουρά 40 μέτρα, που μπερδευόταν, είχαν συνδυασμό και ίσιας και κοιλιάς ουράς, για να έχει βαΌρος και να τον ισορροπεί. Τα σκουλαρίκια ήταν επιπλέον, έβαζες ένα αντίθετα από κει που έγερνε για να τον ζυγίσεις καλλίτερα. Αν ήσουνα φιγούρας έβαζες και δεύτερο, αφού είχες λύσει τα προβλήματα ζυγίσματος του αετού.
Αν τώρα, αφού έδενες τον περιμετρικό σπάγγο σωστά, έβαζες έναν σπάγγο επιπλέον από τη μέση της κάθε πλευράς μέχρι το κέντρο, και τον τέντωνες λίγο, τότε γινόταν το αστέρι ή αστράκι. Τότε το ντύσιμο ήθελε μεγαλύτερη μαστοριά, αλλά μια φορά να έβλεπες κάποιον να το κάνει, μετά ήταν εύκολο.
Μετά, άλλη παραλλαγή ήταν να βάλεις (ή όχι) σβουριχτάρια, κα όχι βουτηχτάρια. Σβουριχτάρια, λέξη που προήλθε από τον ήχο που κάνανε, ένα σβρρ, σβρρ, κάθε φορά που τραβούσες τον σπάγγο. Αυτά μπαίνανε και στον απλό και στον άστρο εξάγωνο. Όποιος ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει μαζί μου να του πω λεπτομέρειες! Το ίδιο και για τα 3 ζύγια, που είναι λίγο σύνθετη υπόθεση. π.χ. το μεσαίο ζύγι, που ξεκινάει από το κέντρο, κανονίζει την κλίση του σπάγγου. Αν θέλεις τον αετό "ομπρέλα", από πάνω σου, έπρεπε να είναι λίγο πιο κοντό, αν ήταν πιο μακρύ ο αετός κρατιόταν χαμηλά στον ορίζοντα, η κλίση του σπάγγου ήταν μικρότερη.
Το Σμυρνάκι είχε πραγματικά σχήμα αχλαδιού με το κοτσάνι προς τα κάτω, και ήταν με 2 ζύγια. Έδενες τον σπάγγο στο πάνω μέρος και το κάτω, μπόσικα, και την καλούμπα σε κάποιο σημείο αυτού του σπάγγου. Το Σμυρνάκι πετούσε περίεργα, αθόρυβα και γύριζε συνέχεια δεξιά-αριστερά, με άξονα την κεντρική ίσια μάνα του, πετούσε με μια συνεχή ταλάντευση, που είχε πλάκα.
Τα φανάρια ήταν πολύ εξεζητημένες κατασκευές, με 48 μάνες διαφορετικών μηκών. Έφτιαχνες και μία φωλιά στο κέντρο για το κεράκι, που έπρεπε να είναι αναμμένο και να μένει αναμμένο ανεξάρτητα από το πόσο δυνατά φυσούσε. (Να μην έκανε, όμως, και τον χαρταετό παρανάλωμα, επικίνδυνο αν έπαιρνε φωτιά ψηλά, γιατί έπεφτε μακριά και έπρεπε να κάνεις τρέξιμο τρελό για να ελέγξεις την πυρκαγιά που θα ξεκινούσε!!!) Τα φανάρια ήταν βαριές κατασκευές, ήθελαν δυνατό άνεμο. Τα αμόλαγες βασικά τη νύχτα, για να φαίνεται το φως στο εσωτερικό τους. Τα έφτιαχναν οι μεγάλοι της παρέας, από δεκάξι και πάνω.
Οι παππάδες ήταν απλές κατασκευές, και η ουρά-ράσο έπρεπε να είναι από ύφασμα μαύρο.
Ας πάμε τώρα στην ορολογία. Ο χαρταετός ήταν αρματωμένος όταν είχε τα ζύγια του και την ουρά του έτοιμα. Ήταν οπλισμένος ή ξυραφωμένος αν στην άκρη τους ουράς είχε δεμένο ένα ξυλαράκι που είχε στερεωμένα καλά δύο μισά ξυραφάκια κάθετα μεταξύ τους. Αυτοί ήταν οι πειρατές των ουρανών, κανόνιζε ο χειριστής του να πλησιάσει τον δικό σου αετό, όντας χαμηλότερα, και όταν πιανόταν η ουρά του στον σπάγγο σου τον έκοβε και έχανες τον χαρταετό σου, γιατί όταν έφτανες στο σημείο που υπολόγιζες πως είχε πέσει δεν εύρισκες τίποτα, οι φίλοι του πειρατή είχαν έγκαιρα πάρει τις κατάλληλες θέσεις και ο αετός σου έπεφτε πολύ κοντά τους και εξαφανιζόταν ώσπου να πεις κύμινο. Όταν κάποιος σου σήκωνε τον αητό σου ψηλά για να αρχίσεις να τρέχεις, ή ακόμα καλλίτερα, να τραβάς γρήγορα τον σπάγγο της καλούμπας (ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα, αλλά αν έκανες να τρέξεις εισέπραττες την κοροϊδία των έμπειρων αετοχειριστών, οπότε μάθαινες να μην...), τότε λοιπόν "σου έκανε κεφάλι". Εμείς κάναμε κεφάλι αλλιώς, όπως καταλαβαίνετε. όχι με το ποτό!
Όσο ο αετός ήταν χαμηλά έπεφτε ή υψωνόταν με τον άνεμο που, όντας κοντά στο έδαφος, εμποδιζόταν από τα δέντρα και τα σπίτια και ερχόταν με άστατες ριπές. Όταν όμως ανέβαινε σε μεγαλύτερο ύψος, τότε "έπαιρνε τον αέρα του". Όταν ο αετός έπαιρνε τον αέρα του, τότε, μπορούσες να τον δέσεις στην ταράτσα στο σύρμα που άπλωνε η μάνα σου και κατέβαινες για το γιορταστικό νηστήσιμο γεύμα, αλλά έπρεπε να τσεκάρεις πότε-πότε, μην κοπεί ο άνεμος και χάσεις τον αητό σου. Το σπάγγο τον έφτιαχνες καλούμπα, γύρω από ένα ίσιο κομμάτι καθαρά γυαλοχαρταρισμένου στρογγυλής διατομής ξύλου, περίπου 20-25 πόντους μήκος, αλλά το τύλιγμα του σπάγγου γινόταν με ένα περίεργο τρόπο, κάνοντας οχτάρια γύρω από το ξύλο της καλούμπας. "Αμόλα καλούμπα" ήταν η εντολή να την αφήσεις κάτω, ώστε ο χαρταετός να τραβήξει αρκετό σπάγγο όσο τον αφήνεις να πέφτει, ώστε όταν διακόψεις την πτώση του και ξανατραβήξεις τον σπάγγο να πάει πιο ψηλά από πριν. Ο σπάγγος είναι απλός, κερωμένος ή κορδονέτο, ο απλός είναι ο γνωστός γκρι-μπεζ, ο κερωμένος είναι ιδιοκατασκευής και θέλει χρόνο και επιδεξιότητα, το κορδονέτο είναι σε διάφορα πάχη, και πρέπει να ξέρεις να τον διαλέγεις, πολύ χοντρός για το μέγεθος του αητού και το βάρος του δεν τον αφήνει να πετάξει, πολύ λεπτός και κόβεται και χάνεις τον αητό. Και πάντα γάντια, ιδιαίτερα με μεγάλες κατασκευές, γιατί τα κοψίματα με τον σπάγγο δύσκολα θεραπεύονται, γιατί είναι συγχρόνως και καψίματα, αν ο σπάγγος τριφτεί πολύ στο χέρι καθώς ο άνεμος απομακρύνει τον αητό.
Αυτά από έναν βετεράνο του είδους. Και μια τελευταία λεπτομέρεια: ο πιο μεγάλος χαρταετός που μπορείς να φτιάξεις πρέπει να έχει μήκος μάνας όση η διαγώνιος της πόρτας ή του παράθυρου μέσα από την οποία (το οποίο) θα τον βγάλεις έξω από το σπίτι. Μια φορά, βέβαια, το κάνεις το λάθος, αλλά ...τσούζει, γιατί ο αετός δεν πετάει μέσα στο δωμάτιό σου!!!
)
Με ευχές για Καλή Χρονιά 2015