Αναμνήσεις..........

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

RetroActive
Joined
22 Σεπ 2008
Μηνύματα
393
Αντιδράσεις
17
Και, ναι, είναι γεγονός !!!!!! Μια καινούργια ιστορία δια χειρός κρίστι!!!!!!

( καλέ που πάτε;;;; γυρίστε πίσω..... καλέ;;;;;;; ) :p

(και για τους ήρωωες και τις ηρωίδες αναγνώστες / στριες, καλή ανάγνωση)

Σε λίγο ξημερώνει…….. Η Κρίστεν βγαίνει από το μπάνιο, φορώντας μια λευκή μεταξωτή ρόμπα. Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας της κρεβατοκάμαράς τους και λύνει την λευκή κορδέλα που συγκρατεί τα μακριά καστανά μαλλιά της, αφήνοντας τα να πέσουν στους ώμους και την πλάτη της. Παίρνει την βούρτσα στα χέρια της και αρχίζει να τα χτενίζει.

Ο Γουίλιαμ είναι καθισμένος στο κρεβάτι και δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Είναι τόσο όμορφη......

…… Τα πρώτα αυτοκίνητα με τους καλεσμένους, αρχίζουν να φτάνουν στην έπαυλη των Άρντλευ. Ο Γουίλιαμ, ο Άρτσι και ο Στήαρ τους καλωσορίζουν και τους οδηγούν στο σημείο του κήπου που θα γίνει ο γάμος, δείχνοντάς τους τις θέσεις τους.

Ένα ακόμη αυτοκίνητο σταματά μπροστά στην καγκελόπορτα. Η οικογένεια Πήτερσον , βγαίνει από το αυτοκίνητο. Ο Γουίλιαμ τους πλησιάζει και τους καλωσορίζει.

- Ευχαριστούμε που ήρθατε. Παρακαλώ, περάστε.

- Μια στιγμή παρακαλώ. Κρίστεν, έλα παιδί μου.

Ο κύριος Πήτερσον μετακινεί λίγο το σώμα του και τότε την βλέπει. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Οι καρδιές τους χτυπούν παράξενα, πρωτόγνωρα.

Η φωνή του Μαξ Πήτερσον τους συνεφέρει.

- Αγαπητέ μου Γουίλιαμ, να σου συστήσω την κόρη μου, την Κρίστεν.

Ο Γουίλιαμ την πλησιάζει σαν υπνωτισμένος. Την πιάνει το χέρι και κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια, το φέρνει κοντά στο στόμα του και το φιλάει.

- Χαίρω πολύ.

- Παρομοίως.

Η Κρίστεν είναι τόσο ταραγμένη, που η φωνή της ίσα που ακούγεται.

Της προσφέρει το μπράτσο του, και απευθύνεται στους γονείς της.

- Παρακαλώ, ακολουθήστε με……

Σηκώνεται από το κρεβάτι και την πλησιάζει. Με τα δυο του χέρια, χαϊδεύει τους ώμους της. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλο , μέσα από τον καθρέφτη και χαμογελούν.

- Γουίλιαμ, θέλω τόσο πολύ να σε κάνω ευτυχισμένο……

- Σε βεβαιώνω , πως από χθες, είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Έγινες γυναίκα μου, είσαι δική μου.

Τα χείλη του σκορπίζουν στον λαιμό της φιλιά, και την επόμενη στιγμή, η ρόμπα της πέφτει στο πάτωμα………….

***

- Είσαι έτοιμη;

- Ναι. Να πάρω την τσάντα μου και φεύγουμε. Που θα πάμε;

- Έκπληξη……

Κατεβαίνουν στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου.

- Καλησπέρα σας κύριε Άρντλευ, κυρία Άρντλευ.

- Καλησπέρα. Το αυτοκίνητο έχει έρθει;

- Φυσικά κύριε Άρντλευ. Σας περιμένει.

- Ευχαριστώ.

Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και μετά από λίγο, σταματούν έξω από το θέατρο.

Κατεβαίνουν. Η Κρίστεν διαβάζει στην μαρκίζα:

<<Ρωμαίος και Ιουλιέτα >> του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

Κοιτάζει τον Γουίλαμ και ξεσπούν σε γέλια.

…..Ο γάμος του Άντονυ και της Κάντυ έχει τελειώσει. Οι καλεσμένοι οδηγούνται στο εσωτερικό της έπαυλης για το γαμήλιο δείπνο. Ο Γουίλιαμ συνοδεύει την Κρίστεν όταν ξαφνικά…..

- Γουίλιαμ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Να σου ζήσουν.

- Σε ευχαριστώ Τζόναθαν. Επιτρέψτε μου να σας συστήσω. Η δεσποινίς Πήτερσον, ο κύριος Τζόνσον.

- Χαίρω πολύ.

- Δεσποινίς Πήτερσον, γοητευμένος. Τι έμαθα Γουίλιαμ; Ανέλαβες τις οικογενιακές επιχειρήσεις;

- Ναι, το συμβούλιο των Άρντλευ, μου έδωσε και επισήμως την προεδρία πριν από μερικούς μήνες.

- Τα θερμά μου συγχαρητήρια φίλε μου. Είναι υπέροχη η αίσθηση της εξουσίας , έτσι δεν είναι;

Το πρόσωπο της Κρίστεν συσπάται.

<< Ψωροφαντασμένε…….>>, σκέφτεται.

- Πίστεψέ με Τζόναθαν, προτιμούσα την ζωή που ζούσα σαν Άλμπερτ. Σε εκείνο το παλιό σπιτάκι , παρέα με τα ζώα του δάσους, ήμουν ευτυχισμένος. Μακριά από την ψευτιά, την κολακεία και την υποκρισία που αναγκάζομαι να ανεχτώ από κάποιους, σαν Γουίλιαμ-Άλμπερτ Άρντλευ.

Η Κρίστεν του σφίγγει απαλά το μπράτσο. Του χαμογελά ικανοποιημένη και αυτός της ανταποδίδει, το χαμόγελο.

- Χαχαχα, να είσαι καλά Γουίλιαμ , με έκανες και γέλασα. Είναι δυνατόν να προτιμάς να είσαι ένας απλός άνθρωπος , και όχι να απολαμβάνεις όλα τα πλεονεκτήματα που σου δίνει τον όνομα που φέρεις; Δεν είσαι ο οποιοδήποτε. Είσαι ένας Άρντλευ !

Η Κρίστεν έχει εξοργιστεί, όμως διατηρεί την αυτοκυριαρχία της και αρχίζει να απαγγέλει

- << Τι είναι ένα όνομα; Χέρι; Πόδι; Ή άλλο από τα κομμάτια που κάνουν τον άνθρωπο; Το ρόδο αν το πεις αλλιώς, θα μοσχοβολάει λιγότερο; >>

Ο Τζόναθαν την κοιτάζει σαστισμένος.

- Δεσποινίς Πήτερσον, δεν καταλαβαίνω…….

- Δεν με ξαφνιάζει το γεγονός κύριε Τζόνσον, σας βεβαιώ.

Γυρίζει το πρόσωπό της στον Γουίλιαμ.

- Θα σε δω αργότερα. Με συγχωρείς.

Οι δυο άντρες την κοιτούν που απομακρύνεται .

- << Τι τρόπος…. >>, σκέφτεται ο Τζόναθαν, κοιτώντας την απαξιωτικά.

- << Νομίζω πως είμαι ερωτευμένος>>, σκέφτεται ο Γουίλιαμ καθώς νιώθει μια απίστευτη τρυφερότητα να τον πλημμυρίζει .
 
Αναμνήσεις......... , σχόλια αναγνωστών

Παρακαλώ τα σχόλια με το μαλακό :D
 
Το νεαρό ζευγάρι, παίρνει το πρωινό του στην βεράντα. Πάνω στο τραπέζι, είναι απλωμένα ευχητήρια τηλεγραφήματα. << Να ζήσετε….. >>, <<…συγχαρητήρια…. >> είναι μερικές από τις ευχές συγγενών , φίλων και γνωστών. Κάποια στιγμή το βέμμα της Κρίστεν , πέφτει σε ένα φάκελο που γράφει Άντονυ και Κάντυ Μπράουν.

- Κοίτα , τηλεγράφημα από τον Άντονυ, λέει η Κρίστεν και δίνει τον φάκελο στον άντρα της.

Εκείνος, ανοίγει το φάκελο και αρχίζει να διαβάζει.

Αγαπητέ θείε,

Χαιρόμαστε πολύ για εσάς και ελπίζουμε να είστε πάντα ευτυχισμένοι. Η Κάντυ ανυπομονεί να γυρίσετε, για να γνωρίσει καλύτερα την Κρίστεν. Το ίδιο και εγώ, αν και πιστεύω ότι ήδη δικαιώθηκα.

Να περάσετε καλά,

Άντονυ-Κάντυ

Η Κρίστεν , τον κοίταξε απορημένη.

- Τι σημαίνει αυτό; Ρώτησε.

Εκείνος, χαμογελά.

- Σημαίνει………

Ο Γουίλιαμ, βλέπει το αυτοκίνητο των Πήτερσον , καθώς ξεμακραίνει μέσα στην νύχτα. Νοιώθει ένα αβάσταχτο κενό να τον πλημμυρίζει.

<<Να είναι άραγε αλήθεια αυτό που είπε η θεία Ελρόυ; Όχι , δεν μπορεί…. δεν μπορεί…. Να πάρει και να σηκώσει…>> , σκέφτεται και χτυπάει με το χέρι του την καγκελόπορτα. Η κίνηση αυτή, δεν περνάει απαρατήρητη από τον Άρτσι και τον Στήαρ , που τον έχουν ήδη πλησιάσει.

- Θείε, είσαι καλά; έγινε κάτι; Ρωτάει ο Άρτσι.

- Τίποτα, απαντάει ανόρεχτα.

- Τότε γιατί έχεις αυτό το ύφος; Λέει ο Στήαρ.

- Αφήστε με ήσυχο, τους φωνάζει , μα αμέσως το μετανιώνει. Συγγνώμη, τους λέει απολογητικά. Δεν ξέρω τι με έπιασε.

Τα δυο αδέλφια ανταλλάσουν ένα ερωτηματικό βλέμμα μεταξύ τους. Ο Άρτσι , κάτι πάει να πει, μα η κουβέντα του Στήαρ, τον κάνει να σιωπήσει. Σε ψάχναμε ,γιατί τα παιδιά ετοιμάζονται να φύγουν. Θα έρθεις;

- Ναι…. Φυσικά…, απαντάει εκείνος. Πάμε.

Και οι τρεις , κατευθύνονται στο γραφείο του Γουίλιαμ. Ανοίγουν την πόρτα και βρίσκουν τον Άντονυ και την Κάντυ να τους περιμένουν.

- Βλέπω πως είστε έτοιμοι, τους λέει , βλέποντας ότι έχουν φορέσει άνετα ρούχα για το ταξίδι.

- Ναι, απαντά η Κάντυ. Σε λίγο φεύγουμε για το λιμάνι.

- Τότε λοιπόν….

Τους πλησιάζει , πρώτα την Κάντυ και ύστερα τον Άντονυ, και τους φιλάει στο μέτωπο.

- Σας εύχομαι κάθε ευτυχία, τους λέει χαμογελώντας.

Ο Άντονυ, διακρίνει μια σκιά στο βλέμμα του θείου του.

- Σε ευχαριστούμε πολύ Άλμπερτ, του λέει η Κάντυ και ρίχνεται στην αγκαλιά του.

Τότε ο Άντονυ, βρίσκει την ευκαιρία και πάει κοντά στα ξαδέλφια του.

- Τι έχει ο θείος; Τους ρωτάει.

Εκείνοι σηκώνουν τους ώμους τους, σε ένα σιωπηλό << δεν ξέρω>>.

Ο Γουίλιαμ και η Κάντυ τους πλησιάζουν.

- Πάμε; Ρωτάει εκείνη.

- Μισό λεπτό, λέει ο Άντονυ. Άρτσι, Στήαρ, μπορείτε να συνοδέψετε την Κάντυ μέχρι το αυτοκίνητο; Θέλω να μείνω λίγο μόνος με τον θείο.

- Φυσικά, λέει ο Στήαρ. Έλα Κάντυ, πάμε.

Η πόρτα κλείνει πίσω τους.

- Το ξέρω αυτό το βλέμμα. Το ίδιο είχα και εγώ όταν γνώρισα την Κάντυ.

- Μα τι λες…..

- Αυτό όμως που δεν ξέρω είναι γιατί έχεις αυτό το δυστυχισμένο ύφος. Την είδα πως σε κοιτούσε. Το πρόσωπό της έλαμπε. Τι συνέβη;

- Άντονυ, κάποια πράγματα……

Το ύφος του Άντονυ, έδειχνε ότι δεν θα υποχωρούσε, αν δεν του έλεγε τι είχε γίνει.

- Καλά λοιπόν. Όταν η Κρίστεν και οι γονείς της πήγαιναν προς το αυτοκίνητό τους, άκουσα την θεία να λέει ότι οι Μακ Άλιστερ, περιμένουν να γυρίσει ο γιός τους από το Λονδίνο, για να πάει να ζητήσει την Κρίστεν από τον πατέρα της.

- Και εσύ; Τι σκοπεύεις να κάνεις;

- Τι μπορώ να κάνω; Όλη την ώρα που είμαστε μαζί, με έκανε να καταλάβω πως και εκείνη…. Πως δεν της είμαι αδιάφορος. Τώρα όμως…. Γυναίκα είναι, θα υποκύψει σε ότι της πει ο πατέρας της.

- Είσαι σίγουρος;

Ο Γουίλιαμ σιωπά.

- Η ζήλια ήταν πάντα ο χειρότερος σύμβουλος. Μην την αφήσεις να σε κυριεύσει. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.

Τα λόγια του Άντονυ, έδρασαν σαν τονωτικό.

- Ναι ξέρω… Και θα το κάνω… Αύριο κιόλας.
 
- Δηλαδή, αν δεν σε έπειθε ο Άντονυ, δεν θα ερχόσουν εκείνη την ημέρα στο σπίτι; ρώτησε η Κρίστεν με

ένα ίχνος απογοήτευσης στην φωνή της.

- Η αλήθεια είναι πως δεν θα ερχόμουν, μα δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσω να παντρευτείς τον γιο

των Μακ Άλιστερ, της απάντησε χαμογελώντας.

- Δεν καταλαβαίνω.....

- Θα σε έκλεβα την ημέρα του γάμου σου.

Η Κρίστεν ξέσπασε σε γέλια.

- Πολύ πρωτότυπο........

- Καλημέρα κύριε Πήτερσον.

- Καλημέρα Γουίλιαμ. Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου;

- Σας ζητώ συγνώμη που ήρθα απροειδοποίητα στο σπίτι σας, μα ήταν μεγάλη ανάγκη να σας μιλήσω για ένα

πολύ σοβαρό ζήτημα.

- Θα πρέπει να είναι πολύ σοβαρό για να έρθεις τόσο πρωί, είπε ο κύριος Πήτερσον. Κάθησε σε παρακαλώ.

- Ευχαριστώ.

- Λοιπόν; Σε ακούω.

- Θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Ήρθα να ζητήσω το χέρι της Κρίστεν.

Ο κύριος Πήτερσον δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Είχε καταλάβει απο την έκφραση των δύο παιδιών στην

χθεσινή δεξίωση, οτι είχαν γοητευθεί ο ένας απο τον άλλο. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, θα ήταν πολύ

ευτυχισμένος να κάνει γαμπρό του έναν Άρντλευ. Όμως τώρα, η πρόταση αυτή, τον έφερνε σε τρομερά

δύσκολη θέση. Είχε αποδεχτεί την πρόταση γάμου του Τζέιμς Μακ Άλιστερ, πριν εκείνος φύγει στο

Λονδίνο, για την ίδρυση μιας νέας εταιρίας. Μάλιστα ο Μαξ, λόγω του επικείμενου γάμου, έγινε απο τους

κυριώτερους μετόχους της. Βέβαια, δεν θα ανάγκαζε ποτέ την κόρη του να κάνει ένα γάμο συμφέροντος,

μα εκείνη έδειχνε να συμπαθεί τον Τζέιμς ,γι΄αυτό και εκείνος συμφώνησε με την πρόταση. Μα το

χειρότερο απ ΄όλα ήταν πως η Κρίστεν δεν γνώριζε τίποτε για όλα αυτά. Της το κράτησαν για έκπληξη,

αφού κανόνισαν η επιστροφή του Τζέημς, να συμπέσει με τα γενέθλιά της.

- Κύριε Πήτερσον, θα μου δώσετε την Κρίστεν για γυναίκα μου; ακούστηκε η φωνή του Γουίλιαμ, βγάζοντας

τον Μαξ απο τις σκέψεις του.

- Άκουσε Γουίλιαμ. Η πρότασή σου με τιμά. Θα ήμουν πολύ περήφανος να σε κάνω γαμπρό μου. Όμως η

πρότασή σου ήρθε κάπως αργά. Έχω ήδη δώσει τον λόγο μου στους Μακ Άλιστερ και όπως καταλαβαίνεις,

σαν άντρας, πρέπει να τον κρατήσω.

- Γνωρίζω για την πρόταση των Μακ Άλιστερ και πιστέψτε με πως δεν θα έπαιρνα το θάρρος να έρθω μέχρι

εδώ, αν δεν ήμουν πεπεισμένος πως η Κρίστεν τρέφει αισθήματα για μένα.

- Γουίλιαμ, δεν θέλω να το πάρεις στραβά, μα πως μπορείς ήδη να είσαι σίγουρος για τα αισθήματα της

κόρης μου απέναντί σου;

- Μπορεί πατέρα, γιατί είναι αλήθεια, ακούστηκε η φωνή της Κρίστεν την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω

της.

Η παρουσία της αιφνιδίασε τους δύο άντρες.

- Κρίστεν.....

- Παιδί μου.....

- Γιατί μου έκρυψες πατέρα την πρόταση του Τζέιμς; Αν μου το έλεγες.... Πατέρα, με τον Τζέιμς

γνωριζόμαστε απο παιδιά, τον νοιώθω σαν αδελφό μου. Έπρεπε να μου το πεις, έτσι θα ήξερες.....

Τα δάκρυα είχαν απο ώρα κυλίσει στα μάγουλά της, μα τρέχοντας στην αγκαλιά του πατέρα της, ξέσπασε σε

λυγμούς.

- Συγχώρα με παιδί μου, συγχώρα με, της είπε απολογητικά και την έκρυψε στην αγκαλιά του.

Ο Γουίλιαμ τους κοιτούσε, ανήμπορος να αντιδράσει. Εξάλλου , τι θα μπορούσε να πει ή να κάνει; Το

κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί, δεν μπορούσε να σκεφτεί. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Μα την ώρα

που άγγιζε το πόμολο, ένιωσε το χέρι της Κρίστεν να αγγίζει το δικό του.

- Γουίλιαμ, έλα μαζί μου σε παρακαλώ, του είπε.

Πιασμένοι χέρι χέρι, βγήκαν στον κήπο. Περπάτησαν μέχρι που έφτασαν στο κιόσκι.

- Δεν το ήξερα, θέλω να με πιστέψεις, δεν το ήξερα.... , του είπε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Εκείνος την έσφιξε πάνω του και άρχισε να της χαιδεύει καθησυχαστικά τα μαλλιά.

- Το ξέρω , ησύχασε, το ξέρω....

Ξαφνικά μια τρελή σκέψη του πέρασε απο το μυαλό. Την τράβηξε απο την αγκαλιά του, και αρπάζοντάς την

απο το χέρι.....

- Πάμε, της είπε αποφασιστικά.

- Που; τον ρώτησε απορημένη.

- Σε μοναστήρι, σε εκκλησία, οπουδήποτε μπορεί να μας παντρέψουν αυτή την στιγμή, της είπε

ενθουσιασμένος. Έλα.

Εκείνη όμως του άφησε το χέρι, καθώς νέα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της.

- Δεν μπορώ, του είπε, χαμηλώνοντας το κεφάλι της.

Ο Γουίλιαμ ένιωσε να διαλύεται. Την πλησίασε , μα πριν προλάβει να μιλήσει....

- Απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρυσα, το ήξερα πως δεν θα αγαπήσω άλλον, παρά μόνο εσένα. Όμως

δεν μπορώ να αφήσω εκτεθειμένο τον πατέρα μου. Δεν μπορώ.

- Κρίστεν......

- Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτε. Εύχομαι μόνο να μην με μισήσεις και να μπορέσεις κάποτε να με

συγχωρήσεις .

-Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε μισήσω και το ξέρεις. Όσο και αν η καρδιά μου αντιδρά, η λογική μου μού λέει

αυτό είναι το σωστό. Πρίν όμως χωριστούμε για πάντα, θέλω να σου ζητήσω κάτι.

- Σαν τι;

- Ένα φιλί. Το φιλί που μου αρνήθηκες χθες το βράδυ.

Χωρίς να περιμένει την απάντηση της, πλησίασε αργά το πρόσωπό του στο δικό της και λίγο πριν τα χείλη

τους ενωθούν...

- ... Ένα φιλί.....

Και φίλησαν ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας μέσα σε λίγα λεπτά , να ζήσουν την ζωή που ονειρεύτηκαν,

και πίστευαν πως δεν ήταν γραφτό να ζήσουν.

Και οι επόμενες μέρες κύλησαν βασανιστικά για όλους. Ο Άντονυ και η Κάντυ έγραφαν στον Γουίλιαμ τρεις

φορές την ημέρα, προσπαθώντας να του δώσουν κουράγιο, αφού τους είχε απαγορεύσει ρητά να

διακόψουν τον μήνα του μέλιτος, προκειμένου να είναι κοντά του. Η διάθεση του όμως είχε αρχίσει να

βελτιώνεται, αφού το προηγούμενο βράδυ, είχε σκεφτεί, να πάει την ημέρα του γάμου της - ο οποίος είχε

ανακοινωθεί επίσημα πριν μια εβδομάδα- και να την αρπάξει ντυμένη νύφη, απο τα σκαλιά της εκκλησίας,

όπως ένα χρόνο πρίν, είχε κάνει κάποιος Φόρεστ, φίλος των Ράγκαν, που του είχαν αρνηθεί την αγαπημένη

του οι γονείς της. Έτσι, θα τους έφερνε όλους προ τετελεσμένου γεγονότος και ούτε ο κύριος Πήτερσον

θα κατηγορούταν οτι αθέτησε την υπόσχεσή του, αλλά ούτε η Κρίστεν θα αναγκαζόταν να παντρευτεί έναν

άντρα που δεν τον αγαπούσε. Με αυτές τις σκέψεις, αποφάσισε να πάει μια βόλτα, να ξεσκάσει. Δεν

πρόλαβε καλά καλά να βγει από το γραφείο του, όταν είδε μπροστά του τον σωφέρ του κυρίου Πήτερσον.

- Καλημέρα σας κύριε Άρντλευ. Είμαι ο Πίτερ, ο σωφέρ του κυρίου Πήτερσον. Ο κύριος Μαξ σας στέλνει

αυτό το φάκελο.

Η καρδιά του Γουίλιαμ σφίγγεται. Έχει ένα πολύ κακό προαίσθημα. Και δεν έχει άδικο. Μέσα στο φάκελο

βρίσκεται το προσκλητήριο του γάμου της Κρίστεν με τον Τζέιμς. Τα χέρια του τρέμουν. Όχι, δεν έχει το

κουράγιο να το διαβάσει. Το αφήνει στο τραπεζάκι δίπλα του.

- Σε ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις, του λέει ξερά και κάνει να φύγει.

- Κύριε Άρντλευ.

- Ναι;

- Ο κύριος Πήτερσον ευελπιστεί πως η παρουσία σας στον γάμο θα είναι αντάξια της παρουσίας του

Σάμιουελ Φόρεστ στον γάμο της κόρης των Τζέφερσον. Καλημέρα σας.

Ο Πίτερ, κάνει μεταβολή και φεύγει, αφήνοντας τον Γουίλιαμ ,εμβρόντητο.
 
Πίσω
Μπλουζα