Για πάντα μαζί!

Juanita

Retro PaTRi@RcH
Joined
23 Οκτ 2007
Μηνύματα
4.263
Αντιδράσεις
347
Για πάντα μαζί


picture.php




 


Το ζευγάρι χαιρετούσε τους τελευταίους καλεσμένους του. Η βραδιά είχε κυλήσει υπέροχα. Η μεγάλη ορχήστρα στο κέντρο της σάλας είχε σιγήσει από ώρα. Οι υπηρέτες είχαν αρχίσει να μαζεύουν και να τακτοποιούν τα τραπέζια όπου λίγη ώρα πριν φιλοξενούσαν τους εκλεκτούς καλεσμένους. Η Κάντυ, επίσημα η πρώτη κυρία στην οικογένεια των Άρντλεϋ τους έδινε τις τελευταίες οδηγίες.


Λίγο πριν, στο χορό, ο Άλμπερτ της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί πως θα τον έβρισκε στην αίθουσα με τα πορτραίτα…


Ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά του. Οι εντολές της Μαντλέν για ξεκούραση και χαλάρωση είχαν πιάσει τόπο. Ένιωθε πως η βραδιά τους τώρα ξεκινούσε αλλά δεν μπορούσε να βγάλει το μυαλό της από το τι θα ακολουθούσε…


Προχώρησε στη σάλα με τα πορτραίτα με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά…


Ο Άλμπερτ την περίμενε στη γνώριμη θέση του. Καθισμένος στην μεγάλη πολυθρόνα ατένιζε τον κήπο με τα τριαντάφυλλα. Τα απαλό αεράκι έφερνε μέσα την ευωδιά από τα ρόδα του Άντονυ.


-Άλμπερτ…


Ο νεαρός άντρας γύρισε το βλέμμα του πάνω της… Είχε ήδη αφαιρέσει από πάνω του τα ρούχα και τα κολάρα που θεωρούσε περιττά. Το πουκάμισό του ήταν μισάνοιχτο σα να προσπαθούσε να αποτινάξει από πάνω του τη ζέστη της ημέρας. Αλλά εκείνη… Πόσο όμορφη ήταν μέσα στο νυφικό της;;; Εύθραυστη και γλυκιά όπως δεν την είχε δει ποτέ ξανά…


Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά με την ασημένια πιάστρα να συγκρατεί το δαντελένιο βέλο. Την πλησίασε και με μία του κίνηση το αφαίρεσε…


Ο χείμαρος των μαλλιών της ξεχύθηκε στους ώμους της… Ο Άλμπερτ έσκυψε και τη φίλησε…


Το βλέμμα του έπεσε όλο θαυμασμό και λαγνεία πάνω της, κάνοντάς την να κοκκινίσει.


Δεν είχε ξαναδεί ωραιότερο νυφικό… Το μετάξι χάιδευε απαλά τις καμπύλες του κορμιού της και κατέληγε σε δαντελένια κοψίματα στα μανίκια και στην ουρά. Μια ζωνούλα τόνιζε τη μέση της αφήνοντας το ύφασμα να πέφτει νωχελικά … Η απουσία κορσέ τον ξένισε… Η Άννυ παρά την εγκυμοσύνη της ασφυκτιούσε μέσα στο στενό ύφασμα. Η Κάντυ αντιθέτως έμοιαζε με αερικό που γλιστρούσε ανάμεσα στα δέντρα… Σίγουρα η Μαντλέν και οι συμβουλές της ήταν υπεύθυνες…


Την αγκάλιασε από τη μέση και την οδήγησε στο μικρό τραπέζι μπροστά στο τζάκι.


Είχαν καθίσει εκεί… ένα χρόνο πριν όταν η Κάντυ διαπίστωνε πως ο Άλμπερτ της ήταν ο Μεγάλος θείος Γουίλλιαμ… Και να που σήμερα… είναι γυναίκα του…


Πήρε το μπουκάλι από την σαμπανιέρα και το άνοιξε πετώντας το φελλό του μακριά κάνοντας τη μικρή του να χαμογελάσει…


Γαλλική σαμπάνια της είπε … δώρο της Μαντλέν για την αποψινή βραδιά. Είναι πολύ καλής εσοδείας: 1908. Γέμισε τα λεπτά ποτήρια με το αφρώδες κρασί.


- Στην ευτυχία μας, γλυκιά μου της ψιθύρισε καθώς τσούγκριζαν τα ποτήρια τους.


Η πρώτη γουλιά ξίνισε τον ουρανίσκο της Κάντυ. Η δεύτερη άρχισε να τη χαλαρώνει…


Οι φράουλες περιχυμένες με κονιάκ και κρέμα γάλακτος ήταν ένα έδεσμα πρωτόγνωρο για την Κάντυ. Πήρε μία και της την έβαλε στο στόμα. Η κοπέλα γεύτηκε τον περίεργο συνδυασμό και χαμογέλασε… Πήρε άλλη μία και την τάισε ….


Η Κάντυ έκανε το ίδιο και σε λίγα λεπτά έπαιζαν με το κρασί και τις φράουλες. Ο Άλμπερτ αντικατέστησε τις φράουλες με τα χείλη του…


Η Κάντυ ένιωθε πως το κρασί είχε κάνει τη δουλειά του. Κοίταξε τον άντρα της με ένα βλέμμα περίεργο… Ντροπαλό μα συνάμα παιχνιδιάρικο.




 


Ο Άλμπερτ σηκώθηκε, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στο δωμάτιο. Και εδώ τους ακολουθούσε η μυρωδιά των ρόδων. Η Μαντλέν είχε φροντίσει να γεμίσει το κρεβάτι τους με ροδοπέταλα.


Κατέβηκε να πάρει το κρασί και τα ποτήρια και όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο, βρήκε την Κάντυ να κοιτάει τον κήπο.


Την πλησίασε αργά και άρχισε να της τρίβει απαλά τους ώμους. Η Κάντυ χαλάρωνε ακόμη περισσότερο και γυρίζοντας απαλά το κεφάλι της στο πλάι δεχόταν τα φιλιά του στη βάση του λαιμού…


Τα δάχτυλά του αναζήτησαν τις πόρπες του νυφικού που με μιας κυλίστηκε στο πάτωμα. Τα δαντελένια εσώρουχα που είχε επιλέξει η Μαντλέν τύλιγαν απαλά το σώμα της …


Δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει για μια ακόμη φορά το όμορφο κορμί της. Σε κάθε του άγγιγμα το κορμί της λικνιζόταν στο ρυθμό του. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να εξερευνά κάθε ίνα του.. Τα δύο κορμιά αποζητούσαν παθιασμένα το ένα το άλλο.


Ο Άλμπερτ φερόταν στο σώμα της σαν ήταν από πολύτιμη πορσελάνη. Τη χάιδευε απαλά, την άγγιζε τρυφερά, τη φιλούσε παθιασμένα. Δεν άργησαν τα δύο κορμιά να γίνουν ένα όπως ακριβώς το φανταζόταν η Κάντυ και να λικνιστούν στο ρυθμό που υπαγόρευε ο έρωτάς τους… Μόνο όταν ο οξύς πόνος τη διαπέρασε, ο Άλμπερτ σταμάτησε για δευτερόλεπτα. Κοίταξε τα μάτια της που είχαν διασταλεί από τον πόθο και επιτάχυνε το ρυθμό του. Το μαγευτικό τους ταξίδι στη χώρα του έρωτα μόλις ξεκινούσε. Έφτασαν μαζί στην ολοκλήρωση ξέπνοοι… όταν η καρδιά τους ήταν έτοιμη να σπάσει από ηδονή.


Χαλάρωσε και την πήρε στην αγκαλιά του. Η ανάσα τους επανερχόταν στο φυσιολογικό της ρυθμό…


Μια στιγμή… μόνο μια στιγμή ήταν αρκετή για τις δυό ψυχές. Δύο ψυχές που για χρόνια ξοδεύτηκαν και σπαταλήθηκαν, κάηκαν και αναγεννήθηκαν με μόνο σκοπό να ενωθούν, σε μία και μοναδική στιγμή, για πάντα. Τη στιγμή που ο ένας ανήκε ολοκληρωτικά στον άλλο, που τα δυό σώματα έγιναν ένα, μιά καρδιά μια ψυχή… Που το ένα μισό βρήκε το δικό ταίρι, σα συμφωνημένο από καιρό, από μια δύναμη έξω από αυτούς που όμως τους όριζε και, σε πείσμα των καιρών, τους ένωσε σε μια κοινή μοίρα…

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 


Οι αχτίδες του πρώτου πρωινού της κοινής τους ζωής τρύπωναν από το παράθυρο και έπαιζαν τεμπέλικα με τις κουρτίνες.


Η Κάντυ τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Άλμπερτ προσπαθώντας να μην τον ξυπνήσει. Όλο το βράδυ δεν την άφησε σε ησυχία. Αποζητούσε το κορμί της συνεχώς σαν να μην πίστευε πως του ανήκε. Σα να φοβόταν πως το ξημέρωμα θα την έχανε και ήθελε να τη χορτάσει…


Γέμισε τη μπανιέρα με νερό και μπήκε μέσα σίγουρη πως αυτή τη φορά ο Άλμπερτ θα την άφηνε να το απολαύσει. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί… Σε δευτερόλεπτα βρισκόταν μέσα μαζί της φιλώντας την και σαπουνίζοντας το κορμί της.


Σίγουρα το πρωινό τους θα έπρεπε να ήταν πολύ θρεπτικό… ο Άλμπερτ έπρεπε να ανακτήσει δυνάμεις… Τώρα την κρατούσε στην αγκαλιά του και κατευθυνόταν προς το κρεβάτι τους. Η Κάντυ χαμογέλασε στον εαυτό της και αφέθηκε στα χάδια του.

 

 


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Μαντλέν




Ο απόηχος του πολέμου στην Ευρώπη έφτανε μέχρι εκεί, σε αυτή την απομακρυσμένη λίμνη στη Βόρεια Αμερική… Η Μαντλέν μάθαινε τα νέα από τις τοπικές εφημερίδες. Ίσως σε λίγο καιρό να τελείωναν όλα. Για την ώρα όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα.

Ο εκδοτικός οίκος στο Λονδίνο έκανε περικοπές στο προσωπικό του. Πρώτοι απ΄ όλους απολύθηκαν οι μεταφραστές. Όχι πως δεν ήταν απαραίτητοι αλλά με το ζόρι έβγαιναν τα έξοδα της εφημερίδας. Το ίδιο και στη Γαλλία. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Ακόμα και μέσα στο Παρίσι οι άνθρωποι άκουγαν τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν.

Η Μαντλέν είχε πάρει την απόφαση να φύγει. Όχι επειδή φοβόταν για εκείνη. Για το παιδί της έτρεμε. Μόνο για το παιδί της ήθελε να απομακρυνθεί από αυτή τη λαίλαπα. Η Μαρί ήταν μια λύση, αλλά τον τελευταίο καιρό φαινόταν να νοιάζεται μόνο για τα σωματεία και οι πορείες διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο απορροφούσαν το χρόνο της. Η Μαντλέν σκέφτηκε τη γιαγιά της. Ακόμα και με τον κατάκοιτο παππού, πάντα έβρισκε χρόνο να νοιαστεί για τη Μαντλέν. Η μητέρα της όμως όχι. Όλη της η ενεργητικότητα σπαταλιόταν σε λόγους, πορείες και αγώνες.

Την πρόταση του Άλμπερτ δεν την πολυσκέφτηκε. Δεν ήταν μόνο ο γάμος του Τζωρτζ που την έφερνε στην Αμερική. Η Μαντλέν ήθελε να κάνει μια καινούρια αρχή.

Ήξερε να μιλάει και να γράφει άπταιστα σε δύο γλώσσες. Με άρθρα τεκμηριωμένα και πάντα με την εξαιρετική αναλυτική της σκέψη είχε ήδη αποκτήσει το δικό της φανατικό κοινό. Σίγουρα θα κέρδιζε και το κοινό της Αμερικής αλλά…

Δεν της έφτανε αυτό…

Στη Φλόριντα, το είχαν συζητήσει με τον Άλμπερτ. Χρόνια κοντά στην Γκάμπι ως η μοναδική σχεδόν της φίλη είχε μάθει τα πάντα γύρω από τη μόδα και τις τάσεις της.

Η Γκάμπι λάνσαρε τη δική της γραμμή στο Παρίσι. Ξεκίνησε αρχικά με το μικρό καπελάδικο αλλά γρήγορα χάρη στις υψηλές γνωριμίες της η φήμη της εξαπλώθηκε σε όλο το Παρίσι.

Όταν με το καλό θα τελείωνε ο Πόλεμος, ίσως θα μπορούσε να συνεργαστεί σε επαγγελματικό επίπεδο με τη φίλη της λανσάροντας στο Σικάγο την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας.

Και η ίδια όμως, δεν πήγαινε πίσω από ιδέες. Αρκετές φορές στα σχέδια της Γκάμπι έβαζε τις δικές της πινελιές κάνοντας τη φίλη της να βγάζει επιφωνήματα θαυμασμού. Και τις προάλλες, με το νυφικό της Κάντυ απέδειξε πως το χέρι της «πιάνει».

Το μίσος καλά κρατεί




Εκείνο το πρωί, η Μαντλέν δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι. Συνήθως ακολουθούσε τον Άλμπερτ στο γραφείο στο Σικάγο, ή παρέμενε στο ορφανοτροφείο όπου ανέβαιναν για να πάρει εκείνος το πρωινό του φιλί και την καλημέρα της Κάντυ και αυτή να δει το μωρό της. Έπαιρνε το τσάι της με την αδερφή Μαρία και την κα Πόνυ συζητώντας κυρίως για την ανατροφή των παιδιών. Καμιά φορά, άμα η συζήτηση γυρνούσε στο μέτωπο στη Γαλλία, προσπαθούσαν να αλλάξουν αμέσως θέμα για να μην ακούν και ανησυχήσουν τα παιδιά.

Το προηγούμενο βράδυ, τους είχε καλέσει η Ισαβέλα για φαγητό. Έψαχνε και αυτή αφορμή για να φέρει κοντά το Χοσέ και την Πάτυ. Άλλωστε, ο αδερφός της δεν κρατούσε πια τα προσχήματα και βρισκόταν διαρκώς δίπλα στη γλυκιά κοπέλα. Τους ετοίμασε την ισπανική της σπεσιαλιτέ: Πικάντικη παέγια όπως ακριβώς την έφτιαχνε η Κάρμεν. Το κρασί έρεε άφθονο και η μεγάλη παρέα δεν άργησε να ευθυμήσει. Η Μαντλέν, αν και συνηθισμένη στο κρασί, μέθυσε για τα καλά. Έπεσε ξερή για ύπνο και δε σηκώθηκε παρά μόνο όταν ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά…

Η Ελίζα που έπαιρνε το τσάι της με τη μεγάλη θεία, δεν μπορούσε ακόμη να χωνέψει πως η Κάντυ σε μερικά 24ωρα θα γινόταν επίσημα η πρώτη κυρία της οικογένειας. Η Ελρόϋ την άκουγε κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι της. Είχε δεν είχε η Κάντυ, κατάφερε να ξαναγίνει μέλος της οικογένειας και μάλιστα από τα πιο σημαντικά… Ποιός ξέρει πώς, και τι μέσα είχε χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του στόχου της. Σίγουρα τον είχε ξελογιάσει με διάφορες ερωτοτροπίες. Αυτές του ορφανοτροφείου ήταν ξετσίπωτες…

Η Ελίζα συνέχισε να στολίζει με διάφορα διόλου κολακευτικά επίθετα την Κάντυ. Από την ένταση της φωνής της σχεδόν δεν άκουσαν την πόρτα να χτυπά…

Η παραλαβή του μεγάλου κουτιού έγινε από τη Μαίρη, την υπηρέτρια της μεγάλης θείας. Παραλήπτης ήταν κανονικά ο Άλμπερτ αλλά εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο Σικάγο. Τι να περιείχε άραγε το κουτί;;;

Η Ελρόϋ διέταξε την υπηρέτρια να το ακουμπήσει στον μεγάλο καναπέ και να φύγει. Η Ελίζα τρωγόταν από την περιέργεια. Δεν υπήρχε πιο γνωστός οίκος νυφικών στην Αμερική και λίγο ως πολύ υποψιάζονταν τι περιείχε. Και η Ελρόϋ δεν πήγαινε πίσω… παρακίνησε την Ελίζα να το ανοίξουν.

Το κατάλευκο νυφικό τις άφησε με το στόμα ανοιχτό. Που είχε βρει τόσο γούστο και το παράγγειλε αυτό η Κάντυ;;; Τη φαντάζονταν μέσα σε αυτό να κλέβει την παράσταση την ημέρα του μυστηρίου.

Δεν θα της περνούσε έτσι εύκολα. Η Ελίζα άρπαξε το μαχαίρι από το τραπέζι και άρχισε να επιτίθεται με μανία πάνω στο ρούχο. Η θεία δεν έκανε κάτι για να τη σταματήσει… Μόνο της έλεγε να ηρεμήσει μην την ακούσουν οι υπηρέτες. Πρώτο έπιασε το βέλο. Με τρεις μαχαιριές, η Ελίζα κατέστρεψε ολοσχερώς τη φίνα δαντέλα. Σειρά είχε το ζακετάκι και στη συνέχεια το δαντελένιο ζιβάγκο του νυφικού…

Η φωνή της Μαντλέν τις επανέφερε στην πραγματικότητα… Στεκόταν στο κεφαλόσκαλο μην μπορώντας να πιστέψει τι έβλεπε.

- Τι θέλει αυτή εδώ, θεία;;; ούρλιαξε η Ελίζα. - Νόμιζα πως είχε ξεκουμπιστεί στο Σικάγο με τον Άλμπερτ.

- Για κακή σου τύχη είμαι εδώ βρωμοθήλυκο.

Κατεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά η Μαντλέν έτρεξε προς το μέρος της Ελίζας που έκπληκτη άφηνε το μαχαίρι να πέσει από τα χέρια της.

Οι περιποιημένες μπούκλες της βρέθηκαν στα χέρια της Μαντλέν που λίγο έλειψε να της τις ξεριζώσει. Όση ήταν η μανία της Ελίζας πάνω στο νυφικό τόση ήταν η επίθεση της Μαντλέν στην Ελίζα. Τα ουρλιαχτά της τελευταίας είχαν ξεσηκώσει τον τόπο.

- Θα φας τέτοιο ξύλο όσο δεν έφαγες ποτέ σου, της φώναζε η Μαντλέν που δε θα σταματούσε αν η Ελρόϋ δεν της έπιανε το χέρι στον αέρα. Η Ελίζα μόλις απελευθερώθηκε πήρε την τσάντα της και έφυγε τρέχοντας προς το αρχοντικό τους. Δυό τρεις υπηρέτριες που είχαν παρακολουθήσει το σκηνικό, μειδίασαν ακούγοντας την Ελίζα να τις καταριέται και μαζί με αυτές τη Μαντλέν και όλο της το σόι.

Η Μαντλέν κοιτούσε απορημένη το κατεστραμένο νυφικό.

- Μα.. γιατί;;; γιατί;;; ψέλλισε μην περιμένοντας απάντηση από κανέναν.

- Αυτή η μικρή μας έχει ντροπιάσει επανειλημμένως. Δεν της αξίζει να γίνει μια Άρντλεϋ.

Άρπαξε το νυφικό και έτρεξε προς την έξοδο. Πίσω της η Ελρόϋ την απειλούσε πως έτσι και τολμούσε να πει κουβέντα στον Γουίλιαμ…

Το αυτοκίνητο των Άρντλεϋ σταμάτησε μπροστά στο εμπορικό με τα υφάσματα. Η Μαντλέν όρμησε μέσα και ζήτησε από τον έμπορο τη διεύθυνση της καλύτερης ράφτρας στο Σικάγο. Λίγο αργότερα κουβαλώντας μερικά πακέτα έφευγε με κατεύθυνση το σπίτι της Μαντάμ Ζουλί.

Έριξε μια ματιά στο νυφικό και προσπάθησε να χαμογελάσει. Η ζημιά ήταν τεράστια αλλά όσο περνούσε από το χέρι της, τίποτα δε θα πήγαινε στραβά.

Η μαντάμ Ζουλί, δέχτηκε πρόθυμα να κάνει τις μετατροπές στο νυφικό όπως της τις πρότεινε η Μαντλέν. Της έκανε βέβαια εντύπωση που η άμεσα ενδιαφερόμενη δεν ήταν εκεί για να το προβάρει αλλά αυτή η γυναίκα που είχε μπροστά της φαινόταν να ξέρει ακριβώς τι ζητά.

Η σχισμένη δαντέλα του μπούστου που κάλυπτε και το λαιμό, περίτεχνα αφαιρέθηκε αφήνοντας μονάχα το λεπτό μετάξι από κάτω. Η ζακέτα είχε και αυτή καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς. Στα ίδια μέτρα, ράφτηκαν δύο υπέροχα δαντελένια μανίκια. Μια μεταξένια φάσα και οι δύο ασημένιες πόρπες τα ένωσαν με το υπόλοιπο φόρεμα. Στην αρχή «έπεφτε» κάπως περίεργα. Και εδώ όμως η Μαντλέν έδωσε τη λύση. Λίγο άνοιγμα στα πλάγια, ένα λεπτό ζωνάκι να τονίζει το μπούστο και το φόρεμα θα έστρωνε τέλεια.

Η μαντάμ Ζουλί παραξενεύτηκε από την απουσία του κορσέ.

- Έτσι είναι πλέον η μόδα στο Παρίσι της απάντησε η Μαντλέν μην μπορώντας να πιστέψει πως μετά από τόσες ώρες λεπτοδουλειάς το νυφικό ήταν και πάλι υπέροχο.

Ευχαριστημένη από την άψογη εργασία, πλήρωσε και με το παραπάνω τη γαλλίδα ράφτρα και είπε στο σωφέρ να την ανεβάσει στο ορφανοτροφείο.

Ένα μόνο πρόβλημα υπήρχε… το βέλο…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η Κάντυ κοίταζε έκπληκτη το νυφικό…

Μα δεν ήταν αυτό που είχαν παραγγείλει. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε κάνει την τελευταία της πρόβα παρουσία της Μαντλέν και τώρα κρατούσε ένα άλλο στα χέρια της… Υπέροχο μεν, διαφορετικό δε….

Κι όμως η Μαντλέν έδειχνε να χαίρεται. Το ίδιο και η κα Πόνυ και η αδερφή Μαρία. Τα δάκρυα δε σταματούσαν να κυλούν από τα μάτια τους από τη στιγμή που η Κάντυ φόρεσε το ολομέταξο νυφικό. Δεν είχαν ξαναδεί ωραιότερη νύφη. Το μωρό τους είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα και σε λίγες μέρες θα γινόταν επίσημα η πρώτη κυρία μιάς από τις σπουδαιότερες οικογένειες της περιοχής…

Μόνο που κάτι έλειπε… Η Μαντλέν δικαιολογήθηκε πως για να μην είναι μέσα στο κουτί πιθανόν να το ξέχασαν και τώρα δεν προλάβαιναν να το παραγγείλουν στο Ορλάντο. Βέβαια, είχε αγοράσει κάποια μέτρα δαντέλα αλλά ήθελε πολλή δουλειά…

- Εγώ θα πλέξω το βέλο της Κάντυ μας… Δε θα είναι τόσο όμορφο όσο το νυφικό της αλλά θα βάλω τα δυνατά μου να γίνει όσο καλύτερο γίνεται… αν το θέλει βέβαια και η Κάντυ…

Ήταν η σειρά της Κάντυ να βάλει τα κλάματα… Αγαπούσε τόσο πολύ τις μαμάδες της… Ήταν πάντα δίπλα της… στις λύπες αλλά και στις χαρές… όπως τώρα…

Έπιασε τα χέρια της αδερφής Μαρίας και τα φίλησε.

- Θα είμαι η πιο ευτυχισμένη νύφη αδερφή Μαρία αν φοράω κάτι φτιαγμένο από αυτά τα ευλογημένα χέρια…

Η Μαντλέν δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ένιωθε περήφανη για την επιλογή του Άλμπερτ. Αυτό το κορίτσι ήταν τόσο ξεχωριστό. Του άξιζε αναμφίβολα μια τέτοια γυναίκα πλάι του.

Δε θα έλεγε ποτέ στην Κάντυ τι συνέβη. Λίγη καλή διάθεση, πολλή αγάπη και οι κακοήθειες της Ελίζας ήταν παρελθόν. Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πήγαζε αυτό το άσβεστο μίσος. Εκείνη η κοπέλα μισούσε τόσο την Κάντυ που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για να της καταστρέψει και την παραμικρή στιγμή ευτυχίας.

Τις προάλλες, στο γεύμα που είχε παραθέσει ο Άλμπερτ στα μέλη της οικογένειας των Άρντλεϋ, η Ελίζα δεν έχανε ευκαιρία να προσβάλλει τα παιδιά του ορφανοτροφείου και έμμεσα την Άννυ και την Κάντυ. Η παρέμβαση της Μαντλέν έβαζε τα πράγματα στη θέση τους μέχρι να βρεθεί η Ελίζα στο επόμενο πηγαδάκι και να ξεράσει ξανά το δηλητήριό της. Και βέβαια, όλα αυτά όταν ο Άλμπερτ δεν ήταν παρών. Όταν δε, η συζήτηση γινόταν κοντά στη θεία, η Ελίζα γύριζε προς το μέρος της για να λάβει την συγκατάθεσή της.

Μονάχα ο αδερφός της δε σχολίαζε. Στο πρόσωπό του μπορούσε να διακρίνει κανείς μια πίκρα και μια απογοήτευση που δεν ήταν αυτός στη θέση του γαμπρού. Και ας είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος που η Κάντυ τον είχε απορρίψει μπροστά στην ίδια αυτή οικογένεια. Να την είχε αγαπήσει πραγματικά, άραγε;

Ταξίδι του μέλιτος




Σηκώθηκαν αργά από το κρεβάτι μέσα σε μια γλυκιά αποχαύνωση. Ο Άλμπερτ δεν ήθελε να βγάλει την Κάντυ από την αγκαλιά του, έλα όμως που έπρεπε να ξεκινήσουν. Λίγες αλλαξιές μαζί τους, ο σάκος του Άλμπερτ ήταν ήδη έτοιμος όπως και η βαλιτσούλα της Κάντυ. Μοναδική τους παρέα ο Πούπε που ήδη κοιμόταν στο αυτοκίνητο του Άλμπερτ. Προορισμός ο Καναδάς, η διαδρομή όμως άγνωστη.

Λίγο πριν βγουν από το δωμάτιο, η Κάντυ έριξε μια ματιά στο κρεβάτι. Τα σημάδια της χτεσινής βραδιάς ήταν αποτυπωμένα στα σεντόνια… Η Κάντυ ακούμπησε τη βαλιτσούλα στο πάτωμα και κατακόκκινη πήρε το σεντόνι να το πλύνει…

Ο Άλμπερτ άρχισε να γελάει ηχηρά και τράβηξε την Κάντυ κοντά του…

- Μωρό μου… δε χρειάζεται… θα ασχοληθούν άλλοι με αυτά…

- Μα είναι λερωμένο και…

- Πάμε Κάντυ…

Έκλεισαν σιγά την πόρτα του αρχοντικού, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν αφήνοντας πίσω τους σύννεφα σκόνης…

Το ταξίδι τους στην ευτυχία μόλις άρχιζε…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο Δεύτερο.

Αγία Πετρούπολη.



Χιόνιζε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η βότκα δεν κατάφερνε να ζεστάνει τα σωθικά του αμαξά που μαστίγωνε το άλογο για να πάει γρηγορότερα. Είχε πληρωθεί αδρά για να παραλάβει το νεαρό ζευγάρι και να τους αφήσει στις όχθες του Νέβα.

Ο Βλαντιμίρ ήθελε να αδειάσει από το μυαλό του ό,τι είχε μόλις συμβεί. Έπρεπε να παραμείνει δυνατός, να μπορεί να στηρίξει και τους δύο. Κοίταξε έξω από την άμαξα… Τώρα περνούσαν από το Ναό του Χυμένου Αίματος, το χώρο που είχε δολοφονηθεί ο προηγούμενος τσάρος. Άραγε τι να επιφύλασσε η τύχη στο Νικόλαο;; Δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Η επιρροή του αγρότη καλόγερου στην τσαρική οικογένεια και ιδιαίτερα στην τσαρίνα ήταν έκδηλη. Η Αλεξάνδρα θεωρούσε άγιο τον Ρασπούτιν και τον εμπιστευόταν τυφλά. Σημασία δεν έδινε στα κουτσομπολιά για τον έκλυτο βίο του καλόγερου. Της έφτανε που χάρη στα γιατροσόφια του ο διάδοχος Αλεξέι Νικολάγεβιτς ήταν ζωντανός. Η οικογένεια του Βλαντιμίρ, στρατιωτικοί γιατροί από πάππου προς πάππου είχαν πέσει σε δυσμένεια. Ο καλόγερος μέσω του τσάρου κυβερνούσε όλη τη Ρωσία.

Λάτρευε αυτή την πόλη. Για την ηλικία του, είχε ταξιδέψει αρκετά… Πουθενά όμως δεν είχε ξαναδεί την ομορφιά της Αγίας Πετρούπολης. Οι Λευκές Νύχτες του καλοκαιριού με τις ατέλειωτες εκδηλώσεις μπροστά στα Χειμερινά Ανάκτορα αποτελούσαν ένα μοναδικό θέαμα. Αλλά και οι Πολικές Νύχτες του χειμώνα με το βαρύ χιονιά και την απουσία φωτός για μέρες ήταν μέσα στην καρδιά του. Δεν ήξερε αν θα τις ξαναζούσε ποτέ. Να και ο Χάλκινος Καβαλάρης μπροστά στο Ναό του Αγ. Ισαάκ, και οι αψίδες αφιερωμένες στη ρωσική νίκη ενάντια στο γάλλο αυτοκράτορα στρατηλάτη… Αναμφίβολα η ομορφότερη πόλη… Οι καλύτεροι μηχανικοί της Γερμανίας και οι πιο ονομαστοί αρχιτέκτονες της Ιταλίας είχαν μετατρέψει μια βαλτώδη περιοχή στη Βενετία του Βορρά. Γρήγορα εξελίχθηκε σε παγκόσμια ναυτική, στρατιωτική και βιομηχανική δύναμη χάρη στη στρατηγική της θέση. Η εξαθλίωση όμως των μαζών συσπείρωνε τους εργάτες σε μεγάλα σοβιέτ. Η εργατική πάλη είχε ξεκινήσει. Αλλά ο τσάρος τυφλωμένος από τις συμβουλές του ακόλαστου καλόγερου δεν έβλεπε την κατρακύλα της μοναρχίας…

Η άμαξα προχωρούσε στους μεγάλους δρόμους. Η κοπέλα στην αγκαλιά του έκλαιγε σιωπηλά. Όσο τρανταζόταν το σώμα της από τους λυγμούς τόσο την έσφιγγε πάνω του μιλώντας της σιγανά για να την καθησυχάσει. Το ταξίδι τους έφτανε στο τέλος. Μόλις ξεπρόβαλλαν τα Χειμερινά Ανάκτορα στις όχθες του Νέβα. Στην Κροστάνδη θα τους περίμενε ο σύνδεσμός τους για να τους οδηγήσει στην ενδοχώρα της Φιλανδίας.

Από εκεί θα έβρισκαν τρόπο να φτάσουν στην Αγγλία.

…………………………………........................................……………………………………………………………………………………………………………

Μάγια



Η Μάγια έβαλε το δίσκο να παίζει στο γραμμόφωνο. Η μελωδία της Λίμνης ξεχύθηκε από το χωνί.

Το καλλίγραμμο κορμί της λικνίστηκε στους ήχους της υπέροχης μελωδίας. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ασυναίσθητα άρχισε να χορεύει. Τα ήξερε καλά τα βήματα. Απέξω και ανακατωτά… Η αγαπημένη μα τραγική Οντέτ αναβίωνε το δράμα της… Όσο η μουσική του Τσαϊκόφσκι δυνάμωνε τόσο η Μάγια ένιωθε να φεύγει από μέσα της η ένταση των ημερών… Στο τέλος, ο κύκνος έγινε ένα με το πάτωμα και η Μάγια αναλύθηκε σε κλάματα…

Πόσος καιρός είχε περάσει από εκείνη την υπέροχη βραδιά. Μικρό κοριτσάκι ήταν όταν ο πατέρας της την πήγε στη Μόσχα να δουν τα μπαλέτα Μπολσόι. Η μελωδία ριζώθηκε στην καρδιά της και το θέαμα την έκανε να κλαίει απαρηγόρητα στο τέλος. Και ας ήταν μικρό παιδάκι, και ας μην καταλάβαινε από ανεκπλήρωτους έρωτες.

Στηρίχτηκε στο μπράτσο του πατέρα της. Εκείνο το βράδυ τον αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά… Της είχε ανοίξει νέους ορίζοντες… Θα μάθαινε και αυτή να χορεύει, να αναπαριστά τη λατρεμένη της Οντέτ.

Το μπαλέτο όμως δεν αστειευόταν. Απαιτούσε τρομερή ευλυγισία που μόνο με πολύ σκληρή άσκηση θα μπορούσε να αποκτήσει. Η Μάγια δεν θα το έβαζε ποτέ κάτω. Αφού έπεισε τον πατέρα της να τη γράψει στην Αυτοκρατορική Σχολή της Πετρούπολης θα έβαζε τα δυνατά της να γίνει η καλύτερη Οντέτ που θα γνώριζε η Ρωσία…

Πόσο διαφορετικά της τα έφερε η ζωή… Εδώ που βρέθηκαν κανείς δεν ενδιαφέρεται να προσλάβει χορεύτριες μπαλέτου. Δεν υπάρχουν καν Σχολές… Και πόσο αλλιώτικος ο κόσμος… Μοναδική της επαφή με το παρελθόν ο δίσκος της Λίμνης των Κύκνων που της έκανε δώρο ο πατέρας της στα προπέρσινά της γενέθλια… Τότε που είχε κερδίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη Λίμνη που θα ανέβαζαν τα μπαλέτα της Αγίας Πετρούπολης.

Το χειροκρότημα την επανέφερε στην πραγματικότητα… Μα ποιος;;;

Μπροστά της στεκόταν ο ζεν πρεμιέ του Αμερικάνικου Θεάτρου Τέρενς Γκράχαμ.

……………………………………………………………………………………………………………………………………...................................……………..

Η Μάγια γύρισε χαρούμενη σπίτι. Επιτέλους μετά από τόσο καιρό και ένα ευχάριστο νέο… χάρη στο δίσκο του πατέρα της. Πόσο θα ήθελε να τον είχε εκεί κοντά της, να χωνόταν στη ζεστή αγκαλιά του και να του μιλούσε ακατάπαυστα για τη σημερινή της μέρα…

Κοίταξε θλιμένα έξω από το παράθυρο… Βόρειοανατολικά… λες και η ματιά της θα μπορούσε να φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του ωκεανού… Τα δάκρυα ανάβλυσαν στη φριχτή θύμηση… Μα όχι, δεν έπρεπε να κλαίει.

Ο Βλαντιμίρ δεν είχε ακόμη επιστρέψει… Η δουλειά στην οικοδομή ήταν εξοντωτική. Αξημέρωτα σχεδόν ξεκινούσαν, για να καταλήξουν, λίγο πριν νυχτώσει για τα καλά, να επιστρέψουν σπίτι. Και το μεροκάματο;;; Ψίχουλα…

Άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει. Η Μάγια έτρεξε να φιλήσει το Βλαντιμίρ. Αν και κατάκοπος μπόρεσε να της χαμογελάσει.

Σέρβιρε από το τσουκάλι την αχνιστή σούπα που είχε περισσέψει από την προηγούμενη μέρα. Λίγα λαχανικά και ακόμη λιγότερο ρύζι. Έφαγαν σιωπηλά και σε λίγο έπεφταν κατάκοποι για ύπνο…

Τη Μάγια δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Σκεφτόταν τις τελευταίες μέρες… Πόσα είχαν συμβεί χωρίς να το περιμένει… Ο δίσκος του μπαμπά της έκανε το θαύμα του…

Από μέρες έβλεπε τον παρατημένο φωνόγραφο στην άκρη του δωματίου. Έφερε το δίσκο μαζί της μην πιστεύοντας πως θα κατάφερνε να τον ακούσει. Άφησε τελευταίο το χώρο εκείνο και όταν τέλειωσε τα σφουγγαρίσματα, πλησίασε δειλά προσέχοντας μην τη δει ή την ακούσει κανείς και έβαλε το δίσκο να παίζει… Για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια…

Και η μελωδία μπήκε μέσα της, την κατακυρίευσε και άρχισε να χορεύει όπως έκανε πάντα στο άκουσμά της… Ούτε που πρόσεξε τον άντρα που την θαύμαζε στην άκρη της πόρτας…

Έφερε στο μυαλό της το υπέροχο εκείνο πρόσωπο. Τον ήξερε καλά τον ηθοποιό… και ποια δεν τον γνώριζε… ειδικά τα κορίτσια του θιάσου ήταν όλα ερωτευμένα μαζί του. Μα αυτός, ήταν επίσημα με τη Μάρλοου… ή τουλάχιστον αυτό ακουγόταν…

Στην αρχή, νόμιζε πως την ειρωνεύτηκε με το χειροκρότημα… Η Μάγια δεν είχε κανένα λόγο να βρίσκεται εκεί … Η δουλειά της είχε προ πολλού τελειώσει.

Παραξενεύτηκε όταν τον άκουσε να της ζητάει να το ξαναπαίξει… Ντρεπόταν τόσο…

Ήταν σκονισμένη και βρώμικη και τα ρούχα της σχεδόν κουρέλια. Όταν όμως ο ίδιος έβαλε το δισκάκι να παίζει δεν μπόρεσε να αντισταθεί…

Ο Τέρρυ την κοιτούσε εκστασιασμένος. Της πρότεινε να κάνουν μια συνάντηση με την κα Μάρλοου. Αν ήταν εξίσου καλή και στο θέατρο, μπορεί να της έδιναν κάποιο ρόλο στην επόμενη παράσταση. Τρεις μέρες τώρα ξέκλεβε χρόνο από τις δουλειές του σπιτιού για να μελετήσει το μικρό θεατρικό που της είχε δώσει και σήμερα το πρωί στον ίδιο εκείνο χώρο πρόβαρε το ρολάκι παρουσία του ηθοποιού…

Ο Τέρρυ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αυτή η κοπέλα είχε μεγάλη θέληση μέσα της. Σίγουρα ήθελε πάρα πολλή δουλειά ακόμη, όμως για αρχή τα είχε πάει περίφημα. Η Σουζάννα θα ενθουσιαζόταν με την ανακάλυψή του.

Κοίταξε το ντύσιμό της. Ήταν σίγουρος πως ήταν μετανάστρια που γύρευε καλύτερο μέλλον στην Αμερική.

- Να φορέσεις τα καλά σου αύριο. Δε θα εργαστείς… Θα έρθεις κατευθείαν στο γραφείο μου…

Την περίμενε από νωρίς στο γραφείο του αλλά δε φάνηκε. Παραξενεύτηκε και κίνησε να φύγει. Η Σουζάννα θα τον περίμενε στο μικρό μπιστρό στη γωνία για τα νέα του. Μα καλά… τι είχε συμβεί… Νόμιζε πως η Μαρία είχε ενθουσιαστεί με την πρότασή του…

Κίνησε να κλειδώσει το γραφείο του όταν με την άκρη του ματιού του είδε τη μορφή της στο γνώριμο γραφείο.

- Γιατί δεν ήρθες;; Σε περίμενα τόση ώρα όπως και η κα Μάρλοου. Και σου είπα να βάλεις άλλα ρούχα… της είπε με ύφος επιθετικό.

- Δεν έχω άλλα ρούχα του απάντησε κοιτώντας τον με μάτια που πέταγαν σπίθες.. Και δεν ήθελα να σας κάνω να νιώσετε άσχημα με την παρουσία μου…

Ο Τέρρυ δαγκώθηκε. Μα τι τον έπιασε;;; Ποτέ δεν τον ενδιέφερε η εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων… Κι όμως… στην κοπέλα φέρθηκε αγενέστατα.

- Συγνώμη… Δεν ήθελα να σε προσβάλλω. Έχεις χρόνο να έρθεις μαζί μου στην κα Μάρλοου;

- Μα… τα ρούχα μου δεν είναι τα κατάλληλα και…

- Μια χαρά είναι τα ρούχα σου της αποκρίθηκε ξέροντας πως έλεγε ψέματα. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Ούτε η Σουζάννα έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Σουζάννα



Της θύμιζε τον εαυτό της στα πρώτα της βήματα… Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που χτύπησε την πόρτα του Στράτφορντ για οντισιόν. Είχε αγάπη για το θέατρο και μεγάλο ταλέντο για αυτό και γρήγορα αναδείχτηκε. Η ζωή όμως στάθηκε σκληρή απέναντί της και πέρασε πάρα πολλά μέχρι να μπορέσει να ορθοποδήσει ξανά…

Ορθοποδήσει… τρόπος του λέγειν…

Η μητέρα της τη γύρισε στους καλύτερους ορθοπεδικούς. Ήταν μάταιο… Στην αρχή ήθελε να πεθάνει… δεν μπορούσε να δεχτεί αυτό το χτύπημα της μοίρας. Δεν το άξιζε… Ίσως κάποτε να είχε παραφερθεί και να είχε εν γνώσει της πληγώσει άλλους ανθρώπους… όμως αυτή την τιμωρία δεν την άξιζε…

Μέσα από τους ρόλους της μάθαινε πως στην αγάπη και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Και ερωτεύτηκε σφόδρα εκείνο το νεαρό που ζήτησε δουλειά στο θέατρο. Δεν ήξερε πως υπήρχε μια κοπέλα που τον περίμενε. Έδειχνε πάντα τόσο μόνος… Προσπάθησε να τον προσεγγίσει με τον τρόπο της… Τον γυναικείο… Ποτέ δεν κατάλαβε αν άγγιζε κάποια ευαίσθητη χορδή του… Δεν την άφηνε να καταλάβει κάτι, όσο και αν εκείνη προσπαθούσε… Όταν έμαθε για την Κάντυ ήταν αργά για να τον βγάλει από την καρδιά της. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να τον κερδίσει με κάθε τρόπο. Ο χρόνος κυλούσε υπέρ της. Εκείνη τον έβλεπε καθημερινά ενώ η Κάντυ ήταν χιλιόμετρα μακριά του. Εκείνη του συμπαραστεκόταν στις δυσκολίες των παραστάσεων και εκείνη τον υποστήριζε με σθένος όταν οι αντίζηλοί του τον κατηγορούσαν. Εκείνη προσπαθούσε να διώξει τη θλίψη από τα μάτια του… Τώρα, τον είχε πια κοντά της... Την παρουσία του μόνο… γιατί την καρδιά του την είχε κλέψει η Κάντυ… Της έφτανε μόνο αυτό όμως… Αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη στην Κάντυ, της χρωστούσε την ίδια της τη ζωή και ήξερε πως ποτέ δε θα της το ξεπλήρωνε… Αυτή τη στιγμή μπορούσε να ατενίζει το μέλλον με άλλο βλέμμα… Αισιοδοξίας.

Ο τελευταίος γιατρός τους χαροποίησε. Το πόδι της - ή καλύτερα – ό,τι είχε απομείνει από αυτό μπορούσε να δεχτεί με βεντούζα ένα πρόσθετο. Ξύλινο και σχετικά βαρύ με πλήρη ακαμψία που θα έδενε με ιμάντες γύρω από τη μέση της. Δεν την ένοιαζε η εμφάνιση… καθόλου… ούτε ο πόνος… το μόνο που ηχούσε στα αυτιά της ήταν πως θα μπορούσε επιτέλους να σταθεί και πάλι όρθια. Με τον καιρό, το μπαστούνι θα αντικαθιστούσε τις πατερίτσες. Δε θα μπορούσε βέβαια να διανύσει μεγάλες αποστάσεις αλλά σίγουρα δεν ήταν υποχρεωμένη να είναι καθηλωμένη στο αναπηρικό της καρότσι εφ’ όρου ζωής.…

Όταν ο γιατρός της ανακοίνωνε τα νέα, ο Τέρρυ ήταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. Ήταν σίγουρη πως ο Τέρρυ θα χαιρόταν που ίσως τώρα θα μπορούσε να γυρίσει στην Κάντυ. Γύρισε και τον κοίταξε… και όμως… στα μάτια του διέκρινε μόνο χαρά για την πιθανότητα να σταθεί και πάλι όρθια η Σουζάννα. Ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε απ΄ το μυαλό να την εγκαταλείψει…

- Μαρία Σμιθ, Σουζάννα Μάρλοου…

Ο Τέρρυ έκανε τις απαραίτητες συστάσεις. Ήταν σίγουρος πως η Σουζάννα θα ενθουσιαζόταν με τη νεαρή χορεύτρια. Το μπαλέτο στην Αμερική δεν είχε πέραση όπως στη Ρωσία ή τη Γαλλία, οι θεατές δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο βαριές μουσικές και χορογραφίες. Όμως, η κοπέλα αυτή είχε έμφυτο το ρυθμό μέσα της και σαν ηθοποιός έδειχνε να έχει αρκετό ταλέντο.

Εδώ και καιρό έψαχναν κάτι νέο να ανεβάσουν. OΤέρρυ με τη Σουζάννα είχαν ιδρύσει με κοινά κεφάλαια μια εταιρία παραγωγής θεαμάτων για το θέατρο και τον κινηματογράφο…

Με το θέατρο τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά μέχρι στιγμής. Η Σουζάννα αισθανόταν και πάλι πως πρόσφερε με τον τρόπο της στην αγαπημένη της τέχνη. Είχαν ανεβάσει μιά παράσταση κλασσικού θεάτρου και κάποια μονόπρακτα. Και όλα με τεράστια επιτυχία.

Στο σινεμά δεν είχαν κάνει ακόμη μεγάλα βήματα. Συνεργάζονταν με κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες της Νέας Υόρκης προσφέροντας ολιγόλεπτες ταινίες κυρίως με νέα της εβδομάδας που πέρασε. Η Fox μεσουρανούσε στις ταινίες μεγάλου μήκους με τη Θέντα Μπέρα, μια εκπληκτική ηθοποιό που ξεσήκωνε τα αντρικά πλήθη. Oδικός τους άσος ήταν η Μπέηκερ. Είχε δεχτεί να παίξει σε δύο νέες ολιγόλεπτες ταινίες τα γυρίσματα των οποίων απασχολούσαν αρκετό κόσμο στο στούντιο της εταιρίας.

Όμως στο θέατρο δεν είχαν το αντίστοιχο γυναικείο όνομα που θα τους έφερνε τη μεγάλη επιτυχία. Οι διάφορες σταρλετίτσες δεν έπιαναν μία μπροστά στο ταλέντο της Σουζάννας και ίσα που μπάλωναν τις τρύπες. Οι κριτικοί ήταν αμείλικτοι… Χρειάζονταν καινούριο αίμα και αέρα στο θέατρο… Η πρόταση του Τέρρυ τη βρήκε σύμφωνη. Στην επόμενη θεατρική παράσταση ίσως συμπεριλάμβαναν κάποιες χορευτικές σκηνές… Έπρεπε μόνο να βρούνε την κατάλληλη παράσταση…

Λίγη ώρα αργότερα, ο Τέρρυ έδινε στη Μαρία προκαταβολή από τα έσοδα κάποιας αυθαίρετης μελλοντικής παράστασης και προθυμοποιήθηκε να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της.

Η Μάγια αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας πως όταν θα υπήρχε κάποιο θεατρικό στα σκαριά, θα χαιρόταν πολύ να περάσει από οντισιόν και αν τα κατάφερνε… έχει καλώς. Για την ώρα, προτιμούσε να κρατήσει τη δουλειά που της απόφερε σίγουρο μεροκάματο και… έχει ο Θεός για τη συνέχεια…

………………………………………….................................………………………………………………………………………………………………………..

Βλαντιμίρ



Δεν τόλμησε να ζητήσει από τον Βλαντιμίρ χρήματα για καινούρια ρούχα. Ta έβγαζαν πέρα δύσκολα. Τα έσοδά τους έφταναν ίσα για να καλύψουν τα καθημερινά τους έξοδα και το νοίκι τους, και αν κάτι περίσσευε το έβαζαν στην άκρη. Δεν ήξερε πόσα είχαν μαζέψει. Και δεν τολμούσε να ρωτήσει. Σειρά είχε πρώτα απ΄όλα το ιατρείο του Βλαντιμίρ.

Στο τοπικό νοσοκομείο δεν τον δέχτηκαν. Τα χαρτιά δεν ήταν εντάξει του είχαν πει και το πτυχίο του από την Αγγλική Βασιλική Σχολή είχε άλλο όνομα. Το ήξεραν πως ο Ρώσος τους έλεγε αλήθεια αλλά οι καιροί ήταν χαλεποί και πολλοί νέοι έψαχναν για δουλειά. Τους ξένους θα έπαιρναν;

Τα χρήματά τους θα εξανεμίζονταν γρήγορα αν δεν φρόντιζε ο Βλαντιμίρ να βρει δουλειά. Εργάτης σε οικοδομές ήταν κάτι που στα ευφρόσυνα χρόνια των σπουδών του ούτε που του πέρναγε από το μυαλό…

Λάτρευε την Ιατρική από μικρό παιδί. Ποτέ του δεν είχε αναρωτηθεί τι θα γινόταν όταν μεγάλωνε. Η δουλειά υπήρχε εκεί, έτοιμη στρωμένη τον περίμενε, να περάσει στα χέρια του από τον πατέρα του στον οποίο είχε περάσει από τον παππού του.

Να όμως που η ζωή του άλλαξε τα σχέδια.

Η αιμορροφιλία ήταν από τις αρρώστιες που η Επιστήμη τότε σήκωνε τα χέρια ψηλά. Οι αιμομιξίες για την διατήρηση των τίτλων των ελέω θεού βασιλιάδων είχαν μεγάλο αντίτιμο στις οικογένειες που έτρεμαν μη γεννηθεί διάδοχος προβληματικός. Και το καταλάβαιναν σχεδόν αμέσως. Το πρώτο χτύπημα του παιδιού, η πρώτη αμυχή έδειχνε την ύπαρξη του στίγματος. Η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη από τη βρεφική κιόλας ηλικία. Κανένας γιατρός δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι για να σταματήσει την αιμορραγία.

Όταν ο μικρός διάδοχος αιμορράγησε όλοι πίστευαν πως ήρθε το τέλος του. Ο πατέρας του Βλαντιμίρ δεν μπόρεσε να κάνει κάτι. Απελπισμένη η τσαρική οικογένεια, άφησε τον καλόγερο να απλώσει τα μαντζούνια του πάνω στο παιδί. Και ω! του θαύματος η αιμορραγία σταμάτησε. Η τσαρίνα λάτρεψε τον Ρασπούτιν – άλλωστε όλοι μιλούσαν για άγιο – και του παρέδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη τα κλειδιά του βασιλείου.

Ο τσάρος ήταν απασχολημένος με τις εξεγέρσεις στην αυτοκρατορία του. Από τη μια, ο πόλεμος με την Ιαπωνία, από την άλλη οι επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας στα σύνορα και, εντός των τειχών, οι συνεχείς επαναστάσεις των σοβιέτ. Τα μέτωπα πολλά για να σκέφτεται πως μπορεί ο θρόνος να στερηθεί το διάδοχο. Πιάστηκε και αυτός από τα λόγια του Ρασπούτιν και σιγά σιγά όλη η Ρωσία πέρασε στα χέρια του καλόγερου.

Όταν ο Βλαντιμίρ έφευγε για το Λονδίνο, δεν είχε καταλάβει τα παιχνίδια της εξουσίας. Οι σπουδές του στην Αγγλία κύλησαν ξέγνοιαστα. Υπέροχα… Δε στερήθηκε το παραμικρό… Γυναίκες, φίλους, ποτά ξενύχτια… Γύρισε στη Ρωσία αριστούχος, ξέροντας πως κάπου γεννιόταν το παιδί του, αλλά μη θέλοντας να σκεφτεί την προοπτική της καταστροφής της καριέρας του στο Παλάτι.

Και να που τώρα… πάλευε για το μεροκάματο. Εφτά μέρες την εβδομάδα, διακινδύνευε τη ζωή του σκαρφαλωμένος στους πανύψηλους ουρανοξύστες που χτίζονταν στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Νέα υλικά : χάλυβας και σιδηροπαγές σκυρόδεμα…

Και όλα αυτά, γιατί έπρεπε να μαζέψει χρήματα για το ιατρείο του.

Ο πατέρας του είχε φροντίσει να τους φυγαδεύσει πριν κινδυνεύσει άμεσα η ζωή τους. Ο Ρασπούτιν δεν ήθελε να έχει ανταγωνιστές στο Παλάτι.

Στο φουστάνι της Μάγια είχαν ραφτεί πολλές μικρές “αόρατες” τσέπες γεμάτες με πολύτιμες πέτρες. Χρυσός, μικρά και μεγάλα διαμάντια και ρουμπίνια όλα ήταν καλά κρυμμένα πάνω στο φόρεμα. Στο μικρό της βελουδένιο τσαντάκι, η Μάγια κρατούσε ελάχιστα χρυσά νομίσματα που θα τα εξαργύρωναν για να φτάσουν στην Αγγλία. Το ίδιο και ο Βλαντιμίρ. Στις τσέπες του υπήρχαν χρυσά νομίσματα για τις πρώτες μέρες…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τέρρυ



Άναψε τσιγάρο και φύσηξε μακριά τον καπνό. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τη μορφή της.

Τι του συνέβαινε;;; Όλες οι σταρλετίτσες ήταν ερωτευμένες μαζί του. Το διέκρινε σε κάθε τους βλέμμα που τον κοιτούσαν όλα λατρεία. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού τον άφηναν παγερά αδιάφορο.

Μια φορά μόνο στη ζωή του η καρδιά του σκίρτησε για μια κοπέλα. Από εκείνη, την πρώτη στιγμή στο πλοίο, που δύο μεγάλες σμαραγδένιες χάντρες τον κοιτούσαν ερωτηματικά.

Έχασε το μυαλό του. Σχεδόν ξέχασε το όνομά του και το λόγο που βρισκόταν στο γλιστερό κατάστρωμα. Δεν ήξερε τι να πει και άρχισε τις ειρωνείες για τις φακίδες της. Αυτή ήταν η άμυνά του. Επίθεση κατά μέτωπο για να μην aνακαλύψει κανείς τη φουρτούνα που έκρυβε στην καρδιά του.

Μόνο που εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. Έδειξε να μένει ασυγκίνητη από την ομορφιά του. Γύρισε την πλάτη της εξοργισμένη και έφυγε αφού πρώτα του έδωσε πληρωμένη απάντηση στα σχόλιά του.

Δεν έφευγε από το μυαλό του η εικόνα της όλο το βράδυ. Μια υπέροχη οπτασία για να πάει καλά ο νέος χρόνος και να ξορκίσει ό,τι άσχημο άφηνε πίσω του…

Όταν την είδε ξανά στο Κολέγιο, πείστηκε πως η χρονιά είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς. Αυτή η κοπέλα θα γινόταν δική του.

Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει σχεδόν από εκείνη την Πρωτοχρονιά… την ομορφότερη της ζωής του.

Αναπόλησε τη ζωή με την Κάντυ και τους φίλους στο Κολέγιο στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πως κάποιοι τον αγάπησαν και τον αποδέχτηκαν στην παρέα τους γι αυτό που ήταν και όχι για την ομορφιά του ή το όνομα που κουβαλούσε…

Ο χορός του Μάη με το πρώτο του φιλί στην κοπέλα του. Όχι πως το ήξερε εκείνη βέβαια πως την είχε στην καρδιά του, πως τα βράδια δεν τον έπαιρνε ο ύπνος αν δε σκεφτόταν το φακιδομουτράκι της… Και αργότερα, το καλοκαίρι στη Σκωτία. Αν δεν ήταν η Κάντυ εκεί, ίσως να είχε χάσει για πάντα την ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τη μητέρα του.

Και πως τα έφερε η μοίρα έτσι… Ποτέ δεν τους άφησε να χαρούν ο ένας την παρουσία, τη ζεστασιά, την αγάπη… Φευγαλέες στιγμές μόνο, που ήρθαν και σκόρπισαν όπως κυλά το νερό μέσα από τα χέρια… Ποτέ δεν κατάφερε να τη σφίξει στην αγκαλιά του παρά εκείνη τη φριχτή βραδιά στα σκαλιά του νοσοκομείου…

Αν δεν πήγαινε στο θίασο… αν έκανε κάτι άλλο στη ζωή του ίσως… ίσως και να την είχε κοντά του τώρα.

Χώρισαν όχι επειδή το θέλησαν εκείνοι... Αλλά όταν συναντήθηκαν ξανά, ήξερε πως δε θα είναι ποτέ πια μαζί.

Όφειλε να μείνει κοντά στη Σουζάννα και η Κάντυ ήδη πονούσε για κάποιον άλλον. Δε χρειάστηκε να μιλήσουν για να το καταλάβει… Την είχε χάσει για πάντα…

Αναστέναξε κοιτώντας τον καπνό του τσιγάρου του. Η ζωή του κοντά στη Σουζάννα του φαινόταν Γολγοθάς στην αρχή.

Ήξεραν και οι δύο πως δε θα μπορούσε να την αγαπήσει. Όχι τουλάχιστον όπως ήθελε εκείνη. Τη νοιαζόταν πολύ όμως και με τον καιρό συνήθισε την παρουσία της. Η ιδέα να συνεργαστούν επαγγελματικά ήταν δική του. Όπως λάτρευε εκείνος το θέατρο και κρατιόταν από εκεί ήξερε πως το λατρεύει και Σουζάννα. Θα ήταν ένας τρόπος να μην αποκοπεί από τη μεγάλη της αγάπη.

Πέρσυ, ανέβασαν με τεράστια επιτυχία τον Άμλετ. Η Σουζάννα είχε παρέμβει στους διαλόγους διασκευάζοντάς τους για να είναι πιο προσιτοί στο φιλοθεάμων κοινό. Της άρεσε η ενασχόλησή της με τη διασκευή και φάνηκε πως είχε ταλέντο. Σιγά σιγά άρχισε να ξαναβρίσκει την αισιοδοξία της και σύντομα και το χαμόγελο ξανάνθιζε στα χείλη της. Χωρίς πίκρα πιά. Ήξερε πως οφειλόταν κυρίως σε εκείνον και την επιλογή του να μείνει κοντά της. Όμως και η ίδια η Σουζάννα πλέον βοηθούσε τον εαυτό της αποδεχόμενη και συμβιβαζόμενη με την κατάστασή της.

Όμως τώρα… η σκέψη του γύριζε στη Μαρία.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Στη Γη της Επαγγελίας



Η απόφαση του Βλαντιμίρ ήταν αμετάκλητη. Παρά τα παρακάλια της Μάγια να μην απομακρυνθούν κι άλλο από την πατρίδα τους έπρεπε να φτάσουν όσο μακρύτερα γινόταν, στην άλλη άκρη της γής αν ήταν δυνατό… να σβηστούν τα ίχνη τους. Δε φοβόταν για εκείνον… για τη Μάγια έτρεμε το φυλλοκάρδι του… Μην πάθει κάτι… Αλλά δεν μπορούσε να της μιλήσει.

Το πλοίο που τους μετέφερε στην Αμερική στοίβαζε τους μετανάστες με το τσουβάλι. 10 μέρες με λιγοστό ψωμί, ακόμη λιγότερο νερό που ίσα που έφτανε για να βρέχουν τα χείλη τους ανάμεσα σε ποντίκια, ψείρες και επιδημίες. Όταν είδαν το πρώτο φως στο λιμάνι της Νέας Υόρκης τους περίμενε η καραντίνα. Άλλες 10 μέρες εκεί προκειμένου να αποδείξουν πως δε μεταφέρουν κάποια επιδημία.

Η Μάγια ήξερε πως έπρεπε να εμπιστευτεί τον Βλαντιμίρ. Μπορεί να μην της εξηγούσε την πραγματική αιτία του μακρινού ταξιδιού αλλά ο Βλαντιμίρ ήταν πάνω απ΄ όλα άντρας συνετός. Κάθε του κίνηση ήταν σωστά μετρημένη και βαθιά μελετημένη. Δεν έλεγε πολλά λόγια αλλά μπορούσε να στηρίζεται πάνω του… όπως και έκανε…

Η πρώτη του κίνηση ήταν να μάθει η Μάγια τη γλώσσα. Αυτός μπορούσε να συνεννοηθεί άπταιστα στα αγγλικά εκείνη όμως θα αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα όπου και αν ζητούσε δουλειά. Γιατί έπρεπε να δουλέψουν και οι δύο. Βρίσκονταν στη Γη της Επαγγελίας αλλά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Εδώ το μπαλέτο δεν είχε πέραση και εκείνος ήθελε πολλά χρήματα για να ανοίξει το ιατρείο του.

Η Μάγια δεν έφερνε αντίρρηση σε ό,τι της έλεγε ο Βλαντιμίρ. Είχε μάθει από μικρή να υπακούει και να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όσο δύσκολες, αντίξοες και σκληρές και αν ήταν οι συνθήκες. Και εδώ τα πράγματα ήταν πολύ, πάρα πολύ δύσκολα. Θα έβαζε τα δυνατά της να τα βγάλει πέρα με τα μαθήματα και συγχρόνως θα έψαχνε για δουλειά.

Ο Βλαντιμίρ ήδη δούλευε στην οικοδομή.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Παριζιάνικη μόδα στο Σικάγο



Η πρόταση της Μαντλέν βρήκε σύμφωνη την Άννυ. Όταν με το καλό ερχόταν η λευτεριά και το μωράκι μεγάλωνε λίγο ώστε να μπορεί να μένει με τους παππούδες του, η Άννυ θα βοηθούσε τη Μαντλέν στον Οίκο Μόδας.

Η Γκαμπριέλ χάρηκε με τα νέα της φίλης της και ακόμη περισσότερο με την προοπτική της συνεργασίας τους. Η Μαντλέν λάτρευε την υψηλή ραπτική και οι καινοτομίες της φίλης της σίγουρα θα την ενθουσίαζαν. Στην Ευρώπη υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός από τη νέα οικονομική κολεξιόν της Γκαμπριέλ.

Ο Οίκος θα είχε έδρα το Σικάγο. Με τον Άλμπερτ είχαν βρει τον κατάλληλο χώρο: στον ουρανοξύστη Μάντισον εκεί όπου στεγάζονταν και τα κεντρικά γραφεία των Άρνλτεϋ. Το μικρό μαγαζί δίπλα στην είσοδο μπορεί να είχε υψηλό ενοίκιο όμως βρισκόταν στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Ο Άλμπερτ ήταν σίγουρος για την επερχόμενη οικονομική άνθιση της περιοχής.

Σε λίγες μέρες θα πήγαινε για υφάσματα στη Νέα Υόρκη. Είχε κάνει κάποιες απόπειρες να σχεδιάσει τη δική της γραμμή και έπρεπε να αρχίσει να φτιάχνει τα πρώτα συνολάκια μέχρι να της στείλει η Γκάμπι τα δικά της σχέδια.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Στην εξοχή



Η κα Μάρλοου σκεφτόταν σοβαρά τα λόγια του γιατρού. Η Σουζάννα δεν έπρεπε να μένει άλλο στην πόλη. Κουραζόταν αρκετά με τις διάφορες ασχολίες της και αυτό δε θα βοηθούσε την ήδη επιβαρημένη της κατάσταση. Το πρόσθετο μέλος ήταν αρκετά βαρύ για το σωματότυπο της Σουζάννας. Είχε οπωσδήποτε ανάγκη από ξεκούραση.

Πήρε την εφημερίδα στα χέρια της και άρχισε να ξεφυλλίζει τις αγγελίες. Ένα σπίτι στα προάστια της πόλης ίσως να ήταν ο καλύτερη λύση. Πού όμως;;;

Ήθελε να κάνει έκπληξη στη Σουζάννα. Άλλωστε, η ίδια δε θα είχε ποτέ χρόνο να ασχοληθεί με την εύρεση σπιτιού. Όλη μέρα στο γραφείο διάβαζε διάφορα θεατρικά για να αποφασίσουν ποιο θα ανέβαζαν στην επόμενη παράσταση.

Τελικά, η κόρη της ήταν πολύ πιο δυνατή απ΄ ότι νόμιζε στην αρχή. Θέλει μεγάλο θάρρος να αποφασίσεις να βάλεις τέλος στη ζωή σου και ακόμη περισσότερο να μπορέσεις να δεις τον κόσμο από τη νέα αυτή κατάσταση και να χαμογελάσεις ξανά.

Ως μητέρα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της. Ξόδεψε πολλά χρήματα στους γιατρούς μέχρι να μπορέσει να βρει έστω αυτή τη λύση. Καταλάβαινε όμως πως αν δεν ήταν ο Τέρρυ τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Ο Τέρρυ ήταν το χαμόγελο και η δύναμη της Σουζάννας.

Το βράδυ της πρεμιέρας του έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» είδε άλλες δύο ψυχές να πεθαίνουν μπροστά της. Εκείνο το κορίτσι που έσωσε την κόρη της ήταν η φιλενάδα του Τέρρυ. Όταν τον πίεζε να παντρευτεί την κόρη της δεν ήξερε… δε γνώριζε… Νόμιζε πως ήταν μόνος του…

Μιλούσε με το γιατρό όταν είδε τη σκηνή στις σκάλες. Δεν την πρόσεξαν… πως θα μπορούσαν άλλωστε… Ζούσαν το δικό τους βουβό πόνο… Όταν δε, την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του, νόμιζε πως η Κάντυ θα λύγιζε και θα άλλαζε γνώμη. Το ίδιο και ο Τέρρυ. Και όμως… υπερέβησαν εαυτούς… ένας θεός ξέρει που βρήκαν τόση δύναμη και χώρισαν… Χώρισαν για να είναι η Σουζάννα της ευτυχισμένη. Ακόμα και η ίδια αναλύθηκε σε δάκρυα… χαράς και λύπης… χαράς για τη Σουζάννα, λύπης για τη μεγάλη θυσία… Αν ήταν εκείνη… αν ήταν εκείνη στη θέση της Κάντυ δεν ξέρει αν θα άφηνε τον Τέρρυ… Να, λοιπόν, που τρία παιδιά, τελείως άπειρα από τη ζωή έδιναν μαθήματα αυταπάρνησης και αγάπης θέτοντας τα όρια της θυσίας στο άπειρο…

Γι αυτό ήθελε το σπίτι στην εξοχή. Μακριά από τα περίεργα βλέμματα των ανθρώπων ίσως να μπορούσαν να χτίσουν και τη φωλιά τους. Η αρχή είχε γίνει με την επαγγελματική τους συνεργασία… ποιος ξέρει… ίσως ο αέρας της εξοχής να τους έκανε να πάρουν και άλλες αποφάσεις για τη ζωή τους…

Ποιόν κορόιδευε;;; Βαθιά μέσα της ήξερε πως ο Τέρρυ δεν ήταν ερωτευμένος με τη Σουζάννα και ούτε ποτέ θα ήταν… ήθελε όμως να ελπίζει ακόμη σε κάποιο θαύμα.

Δίπλωσε την εφημερίδα στα δυό και συνέχισε να διαβάζει τις αγγελίες…

… Πωλείται αγροτική κατοικία έξω από το Κονέκτικατ…

Να και κάτι ενδιαφέρον…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η επιλογή των Ράνγκαν



- Αρκετά ανέχτηκα τα καπρίτσια σου .

- Μητέρα, σε παρακαλώ…

- Όχι, Ελίζα. Είχες όλο το χρόνο να διαλέξεις ποιόν θέλεις για σύζυγό σου. Τόσα παληκάρια σε ζήτησαν και εσύ δεν καταδέχτηκες να τους δεις… τώρα θα πάρεις αυτόν που σου δίνει ο πατέρας σου…

- Μα… δεν μπορείς να μου το λες αυτό εσύ μητέρα…

- Τελείωσε συζήτηση Ελίζα. Ετοιμάσου να τον δεχτείς το βράδυ στο δείπνο…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Κονέκτικατ



Η συναλλαγή είχε ολοκληρωθεί. Ο συμβολαιογράφος της κας Μάρλοου παρέδιδε το συμφωνηθέν ποσό στον προηγούμενο ιδιοκτήτη που μόλις είχε υπογράψει το συμβόλαιο μεταφοράς της ιδιοκτησίας.

- Σε καλή μεριά κε Γκάρετ

- …Στω… μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του φεύγοντας από το γραφείο…

Η κα Μάρλοου περίμενε πως και τι να δείξει στην κόρη της την έκπληξη για την οποία την προετοίμαζε τόσες μέρες… Η Σουζάννα ούτε που υποψαζιόταν περί τίνος επρόκειτο. Πίστευε πως η κόρη της θα πετούσε από τη χαρά της μόλις θα έβλεπε το αγρόκτημα…

Μετά την επικύρωση της συνεργασίας τους με τον Τέρρυ, η Σουζάννα την παρακάλεσε –σχεδόν την απείλησε- να μην ανακατευτεί ξανά στη ζωή της. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Δε θα την πίεζε να παντρευτεί τον Τέρρυ αλλά αυτό θα ερχόταν από μόνο του μόλις έμεναν μαζί στο νέο τους σπίτι. Θα είχαν το χρόνο να γνωρίσουν καλύτερα ο ένας τον άλλον… Εκείνη, θα τους άφηνε το πεδίο ελεύθερο.

Η Σουζάννα κοίταζε έκπληκτη το μεγάλο αγροτόσπιτο. Μα τι είχε κάνει η μητέρα της;; Σίγουρα… και εκείνη σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού για ξεκούραση και καθαρό αέρα αλλά ούτε που σκεφτόταν να απομακρυνθεί τόσο από τη Νέα Υόρκη. Η δουλειά της καθημερινά, πρόσταζε να μένει κάπου κοντά για να βρίσκεται συνεχώς στο γραφείο, και …

- Είναι υπέροχο κα Μάρλοου! Καλορίζικο Σουζάννα… Ο Τέρρυ τους είχε οδηγήσει μέχρι το Κονέκτικατ χωρίς να φαντάζεται τα σχέδια της κας Μάρλοου για συγκατοίκηση.

- Χαίρομαι παιδιά μου που σας αρέσει!!! Έψαξα πολύ για να το βρω και νομίζω πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Σχεδόν δε θέλει επισκευές… Ίσως κάποιες ράμπες να βοηθούν τη Σουζάννα στις μετακινήσεις της αλλά αυτό τακτοποιείται εύκολα. Εύχομαι να ζήσετε όμορφα εδώ και…

- Μητέρα. Σε παρακαλώ. Σου έχω πει να μην ανακατεύεσαι στην προσωπική μου ζωή.

- Δεν ανακατεύομαι Σουζάννα… αλλά μάνα είμαι και εγώ και θέλω να δω το παιδί μου ευτυχισμένο…

- Σύμφωνοι. Αλλά δεν μπορείς να πιέζεις καταστάσεις. Το έχουμε συζητήσει ξανά αυτό. Η Σουζάννα μιλούσε σε πολύ αυστηρό τόνο στη μητέρα της. Ήταν ο μόνος τρόπος για να καταλάβει…

Ο Τέρρυ δε μιλούσε. Σκεφτόταν πως η ζωή του δε θα μπορούσε να εγκλωβιστεί εδώ. Του θύμιζε τα άθλια παιδικά του χρόνια κοντά στην οικογένεια του πατέρα του… Δεν υπήρχε πλέον πισωγύρισμα. Είχε αφομοιώσει το σύγχρονο τρόπο ζωής στη Νέα Υόρκη και δεν θα τον άλλαζε για το ενδεχόμενο μιας αγροτικής ζωής. Και σε καμία περίπτωση δε σκεφτόταν να συνεχίσει τη συνεργασία του με την Σουζάννα σε προσωπικό επίπεδο.

HΣουζάννα απέρριψε μεμιάς την ιδέα να μείνει στο αγροτόσπιτο. Δεν της έφταναν τα κινητικά της προβλήματα είχε και τη μάνα της να παίρνει πρωτοβουλίες Νευριασμένη, είπε στον Τέρρυ να φύγουν χωρίς δεύτερη κουβέντα παρά τα παρακάλια της μάνας της για να το ξανασκεφτεί.

Εκείνο το πρωινό κάτι όμως την τραβούσε εκεί… Πήρε ένα ταξί χωρίς να το πει στη μητέρα της. Ήθελε να ρίξει μια δεύτερη ματιά μόνη της και να αποφασίσει αν θα το πουλήσει σε κάποιον άλλο. Όταν κατέβηκε από το ταξί η διάθεσή της είχε αλλάξει. Τελικά δεν ήταν και τόσο άσχημο. Με λίγες μετατροπές θα γινόταν πραγματικά κουκλίστικο. Ίσως κάποιες μέρες την εβδομάδα να μπορούσε να ερχόταν εδώ για να ξεκουράζεται. Μακριά από τη φασαρία της πόλης που ώρες ώρες καταντούσε ανυπόφορη…

Το χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Ένα αγοράκι στεκόταν στην πόρτα.

- Καλημέρα κυρία. Μήπως θέλετε κάποιον να σας βοηθάει στις δουλειές;;;

Ήθελε να γελάσει βλέποντας το σοβαρό ύφος του μικρού αγοριού. Με το τραγιασκάκι του άκομψα φορεμένο, και τα χέρια τις τιράντες του παντελονιού την κοίταζε εξεταστικά περιμένοντας την απάντησή της.

- Εσύ είσαι αυτός που θα με βοηθάει;;;

- Εγώ κυρία ξέρω να καθαρίζω τους στάβλους, να φροντίζω τα άλογα και μπορώ να πουλάω λαχανικά και αυγά στην αγορά…

Χαμογέλασε… - Δεν θα έχω άλογα εδώ και ούτε και θα καλλιεργώ κάτι στον κήπο. Σ’ ευχαριστώ πάντως που προσφέρθηκες… Ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα όταν είδε τα μάτια του μικρού να βουρκώνουν.

- Σας παρακαλώ… Προσλάβετέ μας… Ο μπαμπάς μου ξέρει να κάνει πολλές δουλειές στο σπίτι και μπορώ και εγώ να τον βοηθώ… Δε θα σας ενοχλούμε καθόλου…

- Ο μπαμπάς σου; Που είναι ο μπαμπάς σου;;;

- Μια στιγμή να τον φωνάξω κυρία…

Ούτε που κατάλαβε πότε τους προσέλαβε. Μάλλον τη συγκίνησε ο μικρός με την επιμονή του.

Η μητέρα της θα πάθαινε συγκοπή αν το μάθαινε. Αλλά ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος για να μένει έστω και αυτές τις λίγες μέρες στο αγροτόσπιτο.

Ο Μάικλ και ο Στηβ θα βολεύονταν στο στάβλο. Αρχικά, ένιωσε άσχημα που έπρεπε οι δύο τους να μένουν εκεί. Ειδικά το παιδάκι θα έπρεπε να είχε το δικό του δωμάτιο. Αλλά ο Στηβ ήταν ανένδοτος. Τα χέρια του έπιαναν και εφόσον ο στάβλος δε θα χρησιμοποιούνταν θα τον μετέτρεπε σε ένα άνετο χώρο για τους δυό τους.
 
Μια όμορφη έκπληξη



Η Μάγια έλειπε και ο Βλαντιμίρ έβγαλε το παλιό τσαντάκι της να μετρήσει τα χρήματά τους. Τα μέτρησε, τα ξαναμέτρησε πάλι λίγα τα έβγαζε για το μεγάλο του σκοπό.

Και όμως… έκαναν αιματηρές οικονομίες. Σχεδόν μόνο για το φαγητό και το ενοίκιο ξόδευαν. Σκέφτηκε τη Μάγια… Τρία χρόνια τώρα, δεν του παραπονέθηκε για το παραμικρό. Αγόγγυστα υπόμενε κάθε του απαίτηση. Όσο παράλογη και αν ακουγόταν. Ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε για τα κουρέλια που φορούσε… αυτή που είχε συνηθίσει στις τουαλέτες. Ποτέ δεν τον ρώτησε για τα κοσμήματά τους… αυτή που συναγωνιζόταν με τις φίλες της ποια θα είχε τα πιο εντυπωσιακά δαχτυλίδια… Ποτέ δεν του ζήτησε να πάνε έστω ένα θέατρο… αυτή που κάθε εβδομάδα ήταν καλεσμένη σε νέα χοροεσπερίδα. 3 χρόνια μακριά από την Αγία Πετρούπολη, το πρόσωπό της είχε χάσει τη λάμψη του αλλά εξακολουθούσε να είναι μια πανέμορφη κοπέλα.

Απόψε, όταν θα γύριζε από τη δουλειά, θα της έκανε τη μεγάλη έκπληξη. Ήταν τα γενέθλιά της και σίγουρα δεν περίμενε κάτι διαφορετικό από τις άλλες βραδιές. Έπρεπε να βιαστεί, όμως. Ίσα που προλάβαινε τα μαγαζιά ανοιχτά…

Το μαγαζί ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Πήρε τον υπόγειο για να κερδίσει χρόνο. Σε λιγότερο από μια ώρα θα ήταν πίσω στο σπίτι τους.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η εντυπωσιακή σιλουέτα κίνησε το ενδιαφέρον του. Το ύφος της επιτακτικό, εξέταζε τα υφάσματα με κάθε λεπτομέρεια βάζοντας στην άκρη τα καλύτερα. Ο ηλικιωμένος υπάλληλος με τα γυαλάκια πάσχιζε να την εξυπηρετήσει. Φαινόταν πελάτισσα της υψηλής κοινωνίας που θα του άφηνε καλό ποσοστό με τις αγορές της. Η νεαρή γυναίκα δεν υπολόγιζε χρήματα.

Για μια στιγμή του φάνηκε γνωστή… Μα… δεν μπορούσε… δε γινόταν να βρίσκεται και αυτή εδώ…

- Αυτά μόνο;;; Ωραία. Πάω στο ταμείο να πληρώσω, περίμενέ με στο αυτοκίνητο. Η φιγούρα του ξανθού άντρα τον γύρισε χρόνια πριν… Δεν υπήρχε αμφιβολία… Εκείνοι ήταν… εδώ… Ποιος ξέρει;;; Μπορεί να ήταν ήδη παντρεμένοι. Προχώρησε προς το εσωτερικό του μαγαζιού προσέχοντας να μη τον δουν. Έκανε πως τάχα εξέταζε τα υφάσματα μέχρι να φύγουν.

Διάλεξε ένα υπέροχο φουστάνι στα χρώματα της θάλασσας που ταίριαζαν με τα μάτια της και έρχονταν σε αντίθεση με τα καστανόξανθα μαλλιά της. Το ασορτί καπέλο ολοκλήρωνε το σύνολο. Πλήρωσε γρήγορα και, παίρνοντας τα πακέτα, κατευθύνθηκε στον υπόγειο. Η Μάγια θα πέταγε από τη χαρά της. Η δική του σκέψη πέταξε στο ζευγάρι που είδε πριν από λίγο… Άραγε, το παιδί του να είχε παραμείνει στη Γαλλία ή να μεγάλωνε με τον Άλμπερτ για πατέρα;;; Κάπου είχε ακούσει για το γάμο ενός πλούσιου κληρονόμου.. Πότε, πού όμως;;; Άραγε, η Μάγια πώς θα τα δεχόταν όλα αυτά;;;

Λίγα λουλούδια από την πλανόδια ανθοπώλισσα ίσως στόλιζαν το μουντό σπιτικό τους.
 
Κεφάλαιο Τρίτο





Μια νέα αρχή.



Η Σουζάννα καθόταν αναπαυτικά στην κουνιστή πολυθρόνα της και ατένιζε την αμερικάνικη ύπαιθρο που απλωνόταν μπροστά της. Αυτός ο χώρος που λίγους μήνες πριν την ξένιζε τώρα ήταν κομμάτι της ζωής της. Ο Στήβ σκάλιζε το λαχανόκηπο ενώ ο Μάικλ τάιζε τις κότες. Δίπλα της, ήταν παρατημένα τα παραμύθια ενός Δανού παραμυθά που του είχε φέρει προχτές από τη Νέα Υόρκη. Ο Μάικλ ήταν ενθουσιασμένος με την προοπτική να του μάθει η Σουζάννα γράμματα ώστε όταν το φθινόπωρο πήγαινε επιτέλους και εκείνος σχολείο να μην ένιωθε άσχημα συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδάκια.

Ο Στηβ ήταν περίεργος άνθρωπος. Φαινόταν να ξέρει τα πάντα για τους χώρους του σπιτιού και τι χρειαζόταν για τη συντήρησή του. Δε γέλαγε όμως ποτέ, και οι λίγες του κουβέντες ήταν προς το γιο του και οι απαραίτητες προς εκείνη. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Ήταν χαμογελαστός και προσηνής όσο ζούσε κοντά στην Πεγκ. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είδε στο μικρό παντοπωλείο και έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του πως θα την έκανε δική του. Μάταια… κάθε φορά που την πλησίαζε η Πεγκ καλά δασκαλεμένη από τη μάνα της του έλεγε πως δεν την ενδιέφερε η ζωή κοντά σε ένα αγρότη. Περίμενε το πριγκηπόπουλο που θα γοητευόταν από την ομορφιά της και θα την έπαιρνε στο βασίλειό του. Ο Στηβ όμως κατάφερε με τα χάδια και τις περιποιήσεις του να την πείσει πως μαζί θα μπορούσαν να αποκτήσουν χρήματα. Έβαλε φέσι στον πλούσιο γαιοκτήμονα της περιοχής, αγόρασε λίγη γη και με τα χέρια του και λίγα χρήματα έφτιαξε το σπίτι τους. Σιγά σιγά πρόσθετε και κάτι καινούριο για να μην της λείψει τίποτα. Όταν γεννήθηκε ο γιος τους ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Ποτέ δε φανταζόταν πως όσα και αν έκανε ήταν λίγα για την Πεγκ και πέντε χρόνια αργότερα θα έφευγε με τις οικονομίες τους γοητευμένη από τις υποσχέσεις του Γκαίην για μια πλούσια ζωή στη Βιρτζίνια. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του και το ‘ριξε στο ποτό. Δεν έστειλε τον Μάικλ σχολείο για να πηγαίνει στην αγορά να πουλάει ζαρζαβατικά και αυγά προκειμένου να εξασφαλίσει το μπουκάλι του. Όσο ζούσε η μητέρα του είχαν και ένα πιάτο φαί και ένα ρούχο καθαρό… Προ εξαμήνου, ο Θεός την ανάπαυσε και η ένδεια τους χτύπησε δυνατά την πόρτα. Στο μπακάλικο τους έκοψαν την πίστωση όταν πούλησε και το τελευταίο κοτόπουλο, και σιγά σιγά ο κήπος δεν έβγαζε ούτε λαχανίδες. Κάποια γειτόνισσα που και που έφερνε κανένα κόκκαλο για σούπα ή λίγες πατάτες για να φάει ο μικρός. Ένα βράδυ που δεν είχαν τίποτα να φάνε το γοερό κλάμα του γιου του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Η απόφαση ήταν μονόδρομος. Το σπίτι έπρεπε να πουληθεί.

Η Σουζάννα μάθαινε έκπληκτη από τον Μάικλ πως το μικρό δωμάτιο που νόμιζε για σοφίτα πριν από λίγους μήνες ήταν το δικό του.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Και άλλος γάμος στο Αρχοντικό

Η Ελρόϋ βασανιζόταν από πονοκεφάλους εδώ και πολύ καιρό. Τα απογεύματα έκαναν πιο έντονα την εμφάνισή τους και η ξεκούραση επιβαλλόταν από το γιατρό. Η θεία δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Είχαν ξεκινήσει οι ετοιμασίες για τους αρραβώνες της Ελίζας και ήθελε να νιώθει χρήσιμη κοντά στη Σοφία. Η Κάντυ κανόνιζε με τους υπηρέτες να της πηγαίνουν ένα φλυτζάνι βαλεριάνα να την ηρεμεί χωρίς όμως η θεία να το γνωρίζει.

Η Κάντυ… Ακόμα και τώρα που ο γάμος ήταν τετελεσμένο γεγονός, η θεία δεν μπορούσε να δεχτεί πως η μικρή ορφανή ήταν η πρώτη κυρία της οικογένειας. Πίστευε σε ένα θαύμα έστω και την τελευταία στιγμή αλλά δεν έγινε τίποτα. Σε λίγους μήνες μάλιστα, η Κάντυ θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί… Ο Άλμπερτ δεν έδειχνε ποτέ άλλοτε τόσο χαρούμενος και ευτυχισμένος. Κάθε φορά που την είχε κοντά του σα να χαμογελούσε η πλάση όλη… Μα τι τους έκανε εκείνη η μικρή και τρελαίνονταν όλοι μαζί της… Κανένας άντρας στην οικογένεια δεν είχε μείνει ασυγκίνητος… εκτός ίσως από τον Τζωρτζ. Ακόμη και ο πατέρας του Άντονυ στην κηδεία του Στήαρ της είχε εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και την αγάπη του που ήταν κοντά στο γιο του, αλλά και ο πατέρας της Ελίζας ουδέποτε είπε για την Κάντυ άσχημη κουβέντα…

Όσο η Κάντυ έμενε στο ορφανοτροφείο με τα παιδιά, η Ελρόυ αισθανόταν μια γλυκιά ηρεμία. Τα πρωινά της ακόμα και τις μέρες που την πέθαινε ο πονοκέφαλος κυλούσαν ήσυχα. Όταν την κατέβαζε ο Άλμπερτ από το Λόφο η ησυχία πήγαινε περίπατο, σα να αποκτούσε άλλη ζωή το μεγάλο αρχοντικό.

Πολλές Κυριακές έτρωγαν όλοι μαζί παρέα: ο Τζωρτζ με την Ισαβέλα και τα παιδιά, ο Χοσέ και η Λουτσίτα, η Κάντυ με τον Άλμπερτ και καμιά φορά ο Άρτσυ με την Άννυ. Η Ελρόυ ένιωθε έξω από τα νερά της και αρνιόταν πεισματικά να πάρει μέρος στη χαρά τους σα να ήταν εκείνη υπεύθυνη για τις απώλειες της Ροζμαρυ του Άντονυ και του Στήαρ. Και όμως… η κύρια υπεύθυνη για το θάνατο των αγοριών απολάμβανε εκεί μπροστά της την κενοδοξία της.

Η μόνη της χαρά ο επικείμενος γάμος της Ελίζας. Αυτό το κορίτσι ήταν γνωστικό και δεν έφερε αντίρρηση στην πρόταση που έκανε η Ελρόυ στον κο Ράνγκαν για τον πλούσιο Ο’ Σάλλιβαν. Ήταν σίγουρη πως για άλλη μια φορά είχε κάνει τη σωστή επιλογή.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

- Νηλ, πρέπει να με βοηθήσεις να τον ξεφορτωθώ. Πρέπει να πείσεις τη μαμά πως δεν κάνει αυτός για μένα.

- Ελίζα, τι λες;;; Πως θα μπορέσει η μαμά να κάνει τον πατέρα να αθετήσει τη συμφωνία με τον Ο’ Σάλλιβαν.

- Πρέπει Νηλ, να βρεις ένα τρόπο. Δεν το βλέπεις πως δεν τον θέλω;;;

- Μα μια χαρά είναι ο άνθρωπος Ελίζα. Τι έχει και δεν σου αρέσει;;;

- Δεν τον θέλω Νηλ. Το ξέρεις πως μόνο ο Τέρρυ με ενδιαφέρει. Αυτός μάλιστα…

Κρατάει από αριστοκρατική γενιά αντάξια της δικής μας. Ο Ο’ Σάλλιβαν δεν είναι παρά ένας βρωμοιρλανδός που κατάφερε να κάνει περιουσία. Δεν τον θέλω…

Η Ελίζα κόντευε να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα της. Η μάνα της της είχε ξεκόψει κάθε τέτοια ελπίδα ο δε πατέρας της ούτε που υπήρχε περίπτωση να δεχτεί τα καπρίτσια της. Η συμφωνία είχε επιτευχθεί και ήταν μία από τις πιο προσοδοφόρες για τους Ράνγκαν. Στο κάτω κάτω ο Ο’ Σάλλιβαν ήταν ένας από τους πιο γοητευτικούς και πλούσιους εργένηδες. Ό,τι έπρεπε για τη λίγο ατίθαση και ίσως λίγο κακομαθημένη κόρη τους. Το ερχόμενο Σάββατο θα γίνονταν οι αρραβώνες.

Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και οι μεγάλες ζέστες είχαν δώσει στη θέση τους σε ένα γλυκό αεράκι που φυσούσε ευχάριστα. Ήταν ο κατάλληλος καιρός για να γίνουν τα αρραβωνιάσματα.

Σε λίγη ώρα θα κατέβαιναν στο Σικάγο για να αγοράσουν τα ρούχα της δεξίωσης. Παρά τις αντιρρήσεις της, η Ελίζα ήθελε να δημιουργήσει την καλύτερη εντύπωση. Θα έβαζε τα δυνατά της να γίνει η ομορφότερη της βραδιάς. Η Κάντυ δε θα μπορούσε με τίποτα να την υποσκιάσει. Η εγκυμοσύνη της δεν μπορούσε πλέον να κρυφθεί, αρκετές φορές ένιωθε πρησμένη χώρια τις αδιαθεσίες… Αχ… μακάρι να έμενε τάβλα στο κρεβάτι, δεν ήθελε να βλέπει τα μούτρα της εκείνη τη μέρα. Ίσως και να την κορόιδευε για την επιλογή των γονιών της να αρραβωνιαστεί τον Ο’ Σάλλιβαν.

Η υψηλή ραπτική είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο Σικάγο. Το μαγαζάκι της Μαντλέν μέσα σε ένα καλοκαίρι είχε γίνει η Νο 1 επιλογή της υψηλής κοινωνίας του Σικάγο. Μόνο η Ελίζα δεν καταδεχόταν να ράψει τα συνολάκια της εκεί παρά το γεγονός πως ζήλευε τα πανέμορφα κομμάτια που μόστραρε η Μαντλέν στη βιτρίνα της.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο Άλμπερτ είχε δίκιο που επέμενε να νοικιάσει το συγκεκριμένο χώρο η Μαντλέν. Στα γραφεία του παρέλαυνε κάθε μέρα η ελίτ του Σικάγο, άντρες στην πλειοψηφία τους, που η παρότρυνση του Άλμπερτ να αγοράσουν κάτι για τις γυναίκες τους από τη μπουτίκ της Μαντλέν έκανε σιγά σιγά τις παραγγελίες να εκτοξεύονται στα ύψη και τη Μαντλέν να μην προλαβαίνει σχεδόν.

Η μαντάμ Ζουλί σχεδόν αμέσως ενσωματώθηκε στο εργατικό δυναμικό της “InFashion”. Η Μαντλέν δεν την είδε ποτέ σαν εργάτρια… περισσότερο σαν συνεργάτιδα την είχε… μάλιστα την προσέλαβε με μισθό σχεδόν τριπλάσιο από όσα έβγαζε μόνη της η Ζουλί. Η δουλειά της ήταν ξακουστή στην πόλη και όλη της η πελατεία την ακολούθησε ευχάριστα ξαφνιασμένη στο νέο της πόστο.

Στα επόμενα σχέδια της Μαντλέν ήταν να μπορέσει να βρει κοπέλες με όρεξη για δουλειά. Στο μαγαζί περνούσε τον περισσότερο χρόνο της σκυμμένη πάνω στα υφάσματα διορθώνοντας μερικές φορές τα σχέδια που της έστελνε η Γκάμπι. Με τη Ζουλί έφτιαχναν τα δικά τους σχέδια χαρούμενες για τη μεγάλη ζήτηση που είχαν. Η φήμη τους εξαπλώθηκε τόσο σύντομα και όλες οι γυναίκες που σέβονταν τον εαυτό τους είχαν κάτι από την αγαπημένη τους μπουτίκ.

Ο γιος της της έλειπε τρομερά. Ο Λουντοβίκ δεν ήθελε με τίποτα να εγκατασταθεί στην πόλη και να χάσει τους φίλους του. Άλλωστε, τι θα έκανε κλεισμένος όλη μέρα στο μαγαζί;;; Στο ορφανοτροφείο, τα παιχνίδια του δεν είχαν τέλος. Τώρα μάλιστα είχε μάθει να μιλάει και τα αγγλικά πολύ καλά και σε λίγο που θα ξεκινούσε το σχολείο, θα μάθαινε και να γράφει. Η Μαντλέν έσκυβε το κεφάλι και συνέχιζε την δουλειά της. Μπορεί να μη ραβόταν η Ελίζα εκεί, αλλά πολλές από τις καλεσμένες είχαν ήδη δώσει τις παραγγελίες τους.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Από το μυαλό του δεν έφευγε η εικόνα της γυναίκας που είχε δει νωρίτερα στο κατάστημα. Ήταν σίγουρος πως ήταν εκείνη. Τα μαλλιά της ήταν πολύ μακριά, καμιά σχέση με το κοντοκουρεμένο αγορίστικο στυλ που είχε στο Λονδίνο. Παρέμενε όμως η ίδια εντυπωσιακή σιλουέτα, το κορμί που ποτέ δε χόρτασε παρά το πόσο γενναιόδωρα του δινόταν. Νόμιζε πως δε διέφερε από τις άλλες, τις κυρίες της αυλής του τσάρου που τον είχαν μυήσει στα μυστικά του έρωτα. Άλλωστε δε χρειάστηκε και πολύ για να τη ρίξει στο κρεβάτι του. Και ούτε ήταν ο πρώτος της. Ήξερε πάρα πολύ καλά να τον κάνει χάνει τον έλεγχό του και να αφήνεται έρμαιο στα χάδια της. Αυτός… που το γυναικείο κορμί το ήξερε απέξω και ανακατωτά. Η τελευταία τους επαφή ήταν λίγο πριν την αποχαιρετίσει για να γυρίσει στη Μόσχα. Ήταν τυπικός απέναντί της αν και το κορμί της τον καλούσε να το εξερευνήσει. Ξαφνιάστηκε με το ήρεμο χαμόγελό της όταν του ανακοίνωνε πως περίμενε το παιδί τους. Δεν την πίστεψε. Εκείνο τον καιρό έβγαινε και με τον Άλμπερτ. Έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Δεν την άκουσε να σηκώνεται ούτε να κλαίει ούτε να τον παρακαλάει να μείνει. Και όμως… ήξερε πως τον ήθελε κοντά της αλλά δεν του ζήτησε τίποτα. Ποτέ δεν έμαθε αν η Μαντλέν έκανε γιο ή κόρη. Ποτέ δεν την αναζήτησε… Και όμως, ότι και να έκανε στη ζωή του δεν κατάφερε να τη βγάλει από τη σκέψη του… Και τώρα… τώρα ανήκε αλλού… Κοίταξε το προσωπάκι της Μάγια. Πόσα χρόνια είχε να το δει τόσο λαμπερό;;;

Η Μάγια δε χόρταινε να κοιτάζει τα κουτιά. Ήταν η πρώτη φορά που ο Βλαντιμίρ της έκανε δώρο για τα γενέθλιά της από τότε που είχαν έρθει στην Αμερική. Δεν ήταν μόνο το φουστάνι και το καπέλο. Ο Βλαντιμίρ της αγόρασε και ένα ζευγάρι πανέμορφα γοβάκια για να τα ταιριάξει.

Έτρεξε να τα φορέσει για να δει αν της πήγαιναν. Είχαν περάσει τόσα χρόνια που σχεδόν είχε ξεχάσει την αίσθηση ενός ωραίου υφάσματος επάνω της. Βγήκε σαν οπτασία από το μικρό τους δωμάτιο και ο Βλαντιμίρ δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της. Η Μάγια στροβιλίστηκε δύο φορές χαρούμενη που έβλεπε ξανά το θαυμασμό στα μάτια του. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που ένιωσε τόσο όμορφη;;; Γαντζώθηκε στο λαιμό του και τον γέμισε φιλιά. Σήμερα θα κοιμόταν ευτυχισμένη.

Θα είχαν κοστίσει μια περιουσία όλα αυτά. Ο Βλαντιμίρ πρέπει να ξόδεψε πολλά. Άραγε είχαν περιθώριο για τόση πολυτέλεια;;; Δεν της έλεγε ποτέ πόσα είχαν αλλά ούτε και τον ρωτούσε. Τον εμπιστευόταν με κλειστά τα μάτια. Ήξερε πάντα ποιο ήταν το καλό τους. Να… όπως τώρα… που δε χρειάστηκε να την πάρει μαζί του για να της αγοράσει τα ρούχα. Ήξερε κάθε σπιθαμή του κορμιού της, το ύψος της το βάρος της ποια χρώματα της ταίριαζαν… τα πάντα.

Άραγε… αν τα είχε φορέσει λίγες μέρες νωρίτερα ποια να ήταν η αντίδραση του Τέρρυ;;; Ίσως να είχε βρει νωρίτερα κάποιο ρόλο να της δώσει στη νέα του παράσταση… ‘Ισως πάλι να την έβαζε να παίξει κοντά στη μητέρα του ένα μικρό ρόλο στον κινηματογράφο… Κοίταξε την κουρελιασμένη κουβέρτα που σκεπάζονταν. Ποιόν κορόιδευε;;; Η δουλειά της ήταν να καθαρίζει το γραφείο του… Δεν υπήρχε λόγος να αφήνει τη φαντασία της να εξάπτεται… Άλλωστε ποιος της έλεγε πως στην επόμενη παράσταση θα έβρισκε ο Γκράχαμ ρόλο για εκείνη. Ίσως να ήθελε απλά να την εκμεταλλευτεί όπως τόσοι άντρες που της έδειχναν τον πόθο τους στον υπόγειο. Γιατί εκείνος να διέφερε;;; Κοίταξε τον άντρα που κοιμόταν δίπλα της. Η ήρεμη ανάσα του ήταν η σιγουριά που είχε ανάγκη… Μόνο κοντά στο Βλαντιμίρ ένιωθε πως μπορεί να υπομένει τα πάντα.
 
Νέο θεατρικό



Εδώ και μέρες ταλάνιζε τον εαυτό του με τα θεατρικά. Ήθελε κάτι ανάλαφρο για να μπορεί να βάλει και κάποιες χορευτικές φιγούρες μέσα. Ο χειμώνας ήταν μπροστά τους και έπρεπε να ξεκινήσουν τις πρόβες για τη νέα τους παράσταση. Τα θεατρικά του Όσκαρ Ουάιλντ είχαν μεγάλη πέραση... αλλά ποιο απ΄όλα;;; Ίσως σε μια έκτακτη χριστουγεννιάτικη παράσταση για παιδιά εργατών να μπορούσε να βρει κάτι στα μέτρα της. Ίσως ο Μπέρναρντ Σω… Αισθανόταν μπερδεμένος. Μήπως κατέληγε πάλι στον Σαίξπηρ;;;

Δεν ήθελε να ρωτήσει τη Σουζάννα. Φοβόταν μήπως του πρότεινε κάποιο έργο στο οποίο να μην υπήρχε η δυνατότητα να παίξει η Μαρία. Και ήθελε όσο τίποτα άλλο να την έχει κοντά του… Για πρώτη φορά μετά από το ατύχημα ένιωσε τέτοια ευτυχία με το θέατρο. Είχε τον ίδιο ενθουσιασμό όπως τότε στη Σκωτία που διάβαζε στην Κάντυ σπαράγματα από το Ρωμαίο. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έβρισκε εκείνος το θεατρικό και η Σουζάννα θα το διασκεύαζε όπως της άρεσε να κάνει και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Η πλάστιγγα έγερνε και πάλι στον Σαίξπηρ. “Όνειρο θερινής νυχτός”. Ήταν ανάλαφρο και διασκεδαστικό, και ο ρόλος του Που του καλοκάγαθου ξωτικού θα ταίριαζε γάντι στη Μαρία. Η πλαστικότητα των κινήσεών της θα βοηθούσε στο να αποδώσει πολύ παραστατικά το έξυπνο ξωτικό.

Το σκέφτηκε καλά. Θα το πρότεινε στη Σουζάννα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αντιληφθεί τη σκοπιμότητά του. Δεν ήθελε να την ταράξει… Σίγουρα θα καταλάβαινε τι συνέβαινε στο μυαλό του… στην καρδιά του… και δεν ήθελε να την πληγώσει.

Του άρεσε που η Σουζάννα ξεκουραζόταν στην εξοχή. Τώρα κατέβαινε μόνο κανά δυό φορές την εβδομάδα στην πόλη… Την κούραζε ο θόρυβός της και ήταν ουσιαστικά νεκρή περίοδος. Ο Τέρρυ είχε διαπιστώσει πως στην εξοχή νοιαζόταν λιγότερο για την αναπηρία της. Το ξύλινο πόδι σπάνια το φορούσε και έδειχνε όλο και πιο χαρούμενη κάθε φορά που την επισκεπτόταν. Η μητέρα της είχε κάνει την τέλεια επιλογή. Το σπίτι ήταν πολύ βολικό και επέτρεπε στη Σουζάννα να κινείται με την καρέκλα της άνετα μέσα έξω.

Και η παρουσία αυτού του μικρού την έκανε ακόμη πιο χαρούμενη. Ο Τέρρυ δεν ήξερε πως ο Στηβ και ο Μάικλ ήταν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Καθημερινή ζωή



Το αυτοκίνητο του Τέρρυ απομακρυνόταν. Ο μικρός έτρεχε από πίσω γελώντας σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το φτάσει. Ο πατέρας του έκανε κάποια τελευταία μερεμέτια στην κουζίνα ώστε η Σουζάννα να μπορεί και καθισμένη στην καρέκλα της

να φτάσει κάποια σκεύη. Της άρεσε η μαγειρική και χάρη στο Στηβ η κουζίνα της ήταν πολύ λειτουργική. Μάλιστα, όταν δεν είχε κάτι να διαβάσει ή να γράψει καταπιανόταν με τη ζαχαροπλαστική. Τα μάφιν με μούρα και τα σοκολατένια κούκις άρεσαν πολύ στον Μάικλ και η Σουζάννα του τα έφτιαχνε με την πρώτη ευκαιρία.

Η κα Μάρλοου ερχόταν καθημερινά. Πότε με τη δικαιολογία του μαγειρέματος πότε του συγυρίσματος και της καθαριότητας μπλεκόταν στο… πόδι της Σουζάννας.

Τα πράγματα δεν είχαν έρθει όπως τα περίμενε. Καθόλου μάλιστα… Έλπιζε το σπιτάκι αυτό να γίνει η ερωτική φωλιά της κόρης της με τον Τέρρυ. Αμφέβαλλε όμως αν ο Τέρρυ έμενε έστω λίγες ώρες καθημερινά να κάνει παρέα στην κόρη της. Σε αντίθεση με τους πρώην ιδιοκτήτες που είχαν κολλήσει για τα καλά εκεί.

Φοβόταν για τη Σουζάννα. Τον Γκάρετ τον είχε συναντήσει στην υπογραφή των συμβολαίων και δεν της είχε κάνει καλή εντύπωση… Ποιος ξέρει γιατί τον παράτησε η γυναίκα του και εκείνο το καημένο το παιδί τι ελπίδες είχε να μεγαλώσει σωστά κοντά σε έναν πατέρα που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το ποτό. Γι αυτό και προσπαθούσε να μένει όσο γίνεται περισσότερο κοντά στη Σουζάννα. Η κόρη της όμως έδειχνε να απολαμβάνει αυτή την πρωτόγνωρη ελευθερία και με τον τρόπο της την απόδιωχνε.

Κι όμως το πρόσωπο της κόρης της είχε ξαναβρεί την ηρεμία του και ώρες ώρες διέκρινε εκείνο τον ενθουσιασμό που είχε τις πρώτες μέρες στο θίασο. Τον ίδιο ενθουσιασμό έβλεπε και στο πρόσωπο του Τέρρυ… Μα… να είχε συμβεί κάτι μεταξύ τους και να μην της το έλεγε η κόρη της;;; Δεν ήθελε να τρέφει φρούδες ελπίδες, αλλά μόλις κατέβαινε στην πόλη θα πήγαινε στην πρώτη εκκλησία που θα έβρισκε να ευχαριστήσει την Παναγία για την ανέλπιστη αυτή εξέλιξη…

Η Σουζάννα είχε πέσει με τα μούτρα στη διασκευή του «Ονείρου…». Θα ήταν η καινούρια παράσταση που θα ανέβαζαν τα φετινό χειμώνα. Ήταν αρχές Φθινοπώρου ακόμη και είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους για τις πρόβες. Ο Τέρρυ της πρότεινε το ρόλο του Που να τον έδιναν στην Μαρία. Είχε αρχικά τις αντιρρήσεις της επειδή η κοπέλα ήταν τελείως άπειρη αλλά η σιγουριά του Τέρρυ για την επιτυχία τις διέλυσε. Έμενε μόνο να διασκευαστούν οι διάλογοι.

Ο Στηβ κοιτούσε τις κόλλες με τα γραπτά της Σουζάννας. Ήταν τόσο απορροφημένη με τη δουλειά της που δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Έβαλε το τσάι να ζεσταίνεται προσθέτοντας λίγες φλούδες πορτοκαλιού και γαρύφαλλο. Όλο η κουζίνα μύρισε από το γλυκό άρωμα του τσαγιού.

Η Σουζάννα σα να διαπίστωσε μόλις την παρουσία του άντρα δίπλα της. Ο Στηβ σέρβιρε το τσάι σε δυό φλιτζάνια και έβγαλε το πιάτο με τα σοκολατένιο γλυκό που είχε φτιάξει την προηγούμενη η Σουζάννα. Ο Μάικλ γέμισε ένα ποτήρι γάλα και βούτηξε ένα κομμάτι κέικ από το πιάτο. Το στοματάκι του γέμισε σοκολάτες τις οποίες έγλειφε με την άκρη της γλώσσας του.

Η Σουζάννα κοντά τους ένιωθε σα να ήταν οικογένεια. Η οικογένεια που της είχε λείψει. Ο πατέρας της ταξίδευε με τα πλοία της εταιρίας και περνούσαν ακόμη και χρόνια μέχρι να τον ξαναδούν. Είχαν συνηθίσει την απουσία του και η ολιγοήμερη παρουσία του μόνο προβλήματα συμβίωσης έφερνε. Με τον καιρό, ξέχασε και εκείνος την οικογένειά του και εκείνη αυτόν.

Όμως σήμερα, όλα ήταν διαφορετικά… Ο ήλιος έλουζε με τις ακτίνες του το ξύλινο σπίτι κάνοντας ακόμα πιο ζεστό το απόγευμα. Η Σουζάννα δε θυμόταν πότε είχε νιώσει για τελευταία φορά τέτοια θαλπωρή.

Αλλά και ο Γκάρετ… ο θυμός του για τη φυγή της Πεγκ είχε μαλακώσει. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως οι γυναίκες είναι ανάξιες εμπιστοσύνης και ήταν συχνά βλοσυρός αλλά το ηχηρό του γέλιο ακουγόταν σε όλο το σπίτι κάθε φορά που ο Μάικλ αποζητούσε την αγκαλιά του.

Είχε και εκείνος ανάγκη τη γυναικεία αγκαλιά… Η Μάρλοου τον πλήρωνε στο τέλος κάθε εβδομάδας αλλά τα έξοδά του τώρα που είχε σταματήσει το ποτό ήταν μηδαμινά.. Μόνο στις γυναίκες που πήγαινε κάθε Σάββατο βράδυ ξόδευε ένα μέρος των χρημάτων αυτών. Τα υπόλοιπα τα κρατούσε για τον Μάικλ. Αρκετά του είχε στερήσει. Τώρα είχε έρθει ο καιρός να καλύψει το κενό του πατέρα στην καρδιά του γιού του. Το κενό της μητέρας όμως;;; Ο Μάικλ είχε σταματήσει να την περιμένει. Μόνο στα όνειρά του καμιά φορά φώναζε το όνομά της και εκείνος τον έπαιρνε στην αγκαλιά του μην τυχόν και ξυπνήσει και νιώσει μόνος…

Κι όμως, αυτά τα γλυκά βράδια, ένιωθε πως η οικογένειά του ήταν πάλι εκεί δεμένη. Η Σουζάννα καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα που της είχε φτιάξει διάβαζε παραμύθια στο Μάικλ πότε με χαρούμενο και πότε με λυπημένο τέλος. Μα το πιο ωραίο ήταν που με τις κινήσεις της αναπαριστούσε τόσο ζωντανά τους ήρωες που ο Μάικλ κρεμόταν από τα χείλη της και περίμενε την επόμενη καθιστική παράσταση για να ενθουσιαστεί. Και η Σουζάννα δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι. Τη μια γινόταν η απροστάτευτη κοπελίτσα που γυρνούσε μοναχή της στο δάσος, την άλλη ο κακός δράκος, η καλή μάγισσα, το ερωτευμένο πριγκηπόπουλο… Έπαιζε κάθε ρόλο με τα χέρια το σώμα και το πρόσωπό της που ακόμη και ο Γκάρετ γελούσε με τις γκριμάτσες της… Ο Μάικλ από την άλλη, μετά από πάρα πολύ καιρό κοιμόταν ήσυχος τα βράδια χωρίς να ξυπνάει από άσκημες επισκέψεις.

Κοίταξε την όμορφη κοπέλα δίπλα του. Πόσο άδικη είχε σταθεί η μοίρα μαζί της.

Δε χρειαζόταν να του το πει για να καταλάβει πως ήταν ερωτευμένη με τον νεαρό ηθοποιό. Μόνο που εκείνος δεν ήταν μαζί της. Και αυτό ήταν ολοφάνερο. Καημένο κορίτσι… έφτιαχνε πύργους στην άμμο.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Τέρρυ είχε αφήσει μήνυμα στη Μαρία να τον συναντήσει το απόγευμα στο μικρό μπιστρό που είχαν πάει και την άλλη φορά. Η κοπέλα δε φανταζόταν τι ήθελε να της πει. Ίσα όμως που προλάβαινε να πάει σπίτι της με τον υπόγειο, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να φορέσει το φόρεμα που της είχε δωρίσει ο Βλαντιμίρ. Ήθελε να είναι όμορφη, όπως παλιά, σε αυτή τη συνάντηση. Η σκέψη της έδινε αυτοπεποίθηση και σιγουριά για να σταθεί απέναντι στον όμορφο νεαρό.

Τι να ήθελε άραγε να της πει… Ίσα που προλάβαινε…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο αρραβώνας



Η δεξίωση στο σπίτι των Ράνγκαν θα γινόταν με κάθε επισημότητα. Η Ελίζα ήθελε να αστράφτει μέσα στην τουαλέτα της όταν θα συναντούσε τον Ιρλανδό που της προόριζαν οι γονείς της για σύζυγο. Ευτυχώς η Κάντυ δε θα βρισκόταν εκεί να χαλάσει με την παρουσία της τη βραδιά. Ούτε ο Άλμπερτ… θα έμενε μαζί της να της κρατάει συντροφιά. Η εγκυμοσύνη την ταλαιπωρούσε αρκετές εβδομάδες τώρα με εμετούς και η αδυναμία δεν της επέτρεπε να απομακρύνεται από τη σιγουριά του σπιτιού της.

Οι φίλες της Ελίζας την περιτριγύριζαν συγχαίροντάς την για την τύχη της να αρραβωνιαστεί τον γοητευτικό εργένη… Η Ελίζα είχε ακούσει αρκετά για τον έκλυτο βίο του αλλά δεν την ενδιέφερε καθόλου… Δεν ήταν διατεθειμένη να τον δει σαν άντρα της. Όσο ο Τέρρυ ήταν ελεύθερος και η Κάντυ εκτός συναγωνισμού ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να τον κερδίσει.

Κατέβηκε τη μεγάλη στριφογυριστή σκάλα με μεγάλη σιγουριά κρατώντας το χέρι του χαμογελαστού πατέρα της. Στην άλλη άκρη της σάλας η ματιά της έπεσε στον γεροδεμένο άντρα που δέσποζε με την παρουσία του στην αίθουσα.

Τα χειροκροτήματα έδιναν και έπαιρναν όταν ο ο’Σάλλιβαν την πλησίασε και πήρε το χέρι της συνοδεύοντάς την στο κέντρο της αίθουσας. Στάθηκαν χαμογελαστοί εκεί και ο κος Ράνγκαν ζήτησε το λόγο. Μίλησε για λίγο για την καλομαθημένη κόρη του και ευθύς αμέσως παρουσίασε τον γοητευτικό Ιρλανδό στο σόι. Χωρίς πολλά λόγια, αλλά πάντα χαμογελαστός, ο Μπράιαν έβγαλε από την τσέπη του το κουτάκι με το μονόπετρο και το πέρασε στο δάχτυλο της Ελίζας. «Με αυτό το δαχτυλίδι αρραβωνιάζομαι την όμορφη Ελίζα και εύχομαι η μέρα του μυστηρίου να μην αργήσει» Επισφράγισε τον αρραβώνα με ένα απαλό φιλί, και κρατώντας την Ελίζα από τη μέση ήπιαν στην υγειά τους από ένα ποτήρι σαμπάνια. Συγκινημένοι οι γονείς της πλησίασαν και τους φίλησαν. Αμέσως ξεκίνησε ο χορός και ο Μπράιαν τράβηξε απαλά την Ελίζα πάνω του παρασύροντάς την στις χορευτικές φιγούρες που φαινόταν πως γνώριζε πολύ καλά…

- “Χμμμ… τουλάχιστον δεν είναι κανένας άξεστος. Ξέρει να φέρεται σε μια καθώς πρέπει δεσποινίδα παρά την ταπεινή του καταγωγή. Μάλλον θα τα πάμε καλά οι δυό μας

Η Ελίζα άφησε ένα χαμόγελο να καθίσει στα χείλη της καθώς κοίταζε τον γοητευτικό τριαντάρη.

- “Μόνο που είναι αρκετά μεγαλύτερός μου και εγώ δε θέλω να παντρευτώ έναν γέρο όπως έκανε η μητέρα μου”…

Το βράδυ κύλησε με την Ελίζα να επιδεικνύει στις φίλες της το λαμπερό μονόπετρο του αρραβωνιαστικού της ενώ εκείνος μιλούσε με τον πατέρα της για το επόμενο μεγάλο Resort που θα έχτιζαν στο Μαϊάμι. Απ΄ό,τι ακουγόταν, η Ελίζα σύντομα θα γινόταν και επίσημα κα Ο’ Σάλλιβαν. Ίσως και πριν βγει η χρονιά.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο Βλαντιμίρ δεν μπορούσε να ησυχάσει εκείνο το βράδυ. Η σκέψη του γύρναγε στην όμορφη Μαντλέν και στον Άλμπερτ. Άραγε, εκείνος μεγάλωνε το παιδί του; Εκείνος χαιρόταν το κορμί της Μαντλέν κάθε βράδυ;;; Στριφογύριζε στο κρεβάτι προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τη Μάγια που κοιμόταν αμέριμνη δίπλα του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει. Έπρεπε να τη συναντήσει, να δει το παιδί του, να της μιλήσει, να την αγγίξει… Μα τι σκεφτόταν… Ήταν αργά. Την είχε χάσει προ πολλού. Η αλαζονεία του την είχε διώξει μακριά του. Κι όμως… δεν μπορούσε να ησυχάσει… Θα την αναζητούσε μέχρι να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε…

Σηκώθηκε. Σε λίγο θα ρόδιζε η αυγή. Στάθηκε ημίγυμνος στο ανοιχτό παράθυρο. Αν και βαθύ σκοτάδι δεν έκανε τόσο κρύο. Πόσο διαφορετικό το ξημέρωμα εδώ. Ούτε λυκόφως ούτε λυκαυγές… Αυτή η αέναη κίνηση του ήλιου μοναχά που τις μισές ώρες της μέρας τους ζέσταινε και τις άλλες μισές χανόταν για να τους κρατήσει συντροφιά το φεγγάρι.

Το πήρε απόφαση. Σήμερα θα πήγαινε στο Σικάγο. Ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να βρει εύκολα τον Άλμπερτ εκεί και μέσω εκείνου τη Μαντλέν και το παιδί του.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η Μάγια ίσα που πρόλαβε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Το μήνυμα δεν ήταν σαφές. Θα τον συναντούσε χωρίς να ξέρει τι θέλει να της πει. Δεν την ένοιαζε όμως. Δεν ήθελε να αργήσει σε εκείνο το ραντεβού. Και ήθελε όσο τίποτα άλλο να ανασκευάσει την άσχημη εντύπωση που του είχε αφήσει με την προηγούμενή της εμφάνιση. Απόψε έπρεπε να λάμπει.

Μέχρι να φτάσει στο μπιστρώ ήταν σίγουρη για τον εαυτό της. Είχε τραβήξει τόσα βλέμματα θαυμασμού στον υπόγειο που ένιωθε πως ήταν η ομορφότερη στον κόσμο.

Άνοιξε την πόρτα και τον είδε αμέσως, στο ίδιο σημείο όπως και την άλλη φορά… Μόνο που τώρα την κοιτούσε μαγεμένος, ανήμπορος να αρθρώσει λέξη. Του χαμογέλασε προχωρώντας προς το μέρος του και τα μάγουλά της κοκκίνισαν στο επίμονο βλέμμα του. Της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει απέναντί του. Παράγγειλε ένα μπουκάλι κρασί και μερικά αλμυρά σνακς. Το κρασί έλυσε τις γλώσσες τους και για αρκετή ώρα κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων. Η Μάγια μαγνήτιζε όλα τα αντρικά βλέμματα κάνοντας τον Τέρρυ να νιώθει υπερήφανος που τη συνόδευε αλλά και λίγη ζήλεια για την τόση ομορφιά που δεν του ανήκε.

Στο άκουσμα του έργου το πρόσωπό της έλαμψε ακόμη περισσότερο. Μετά από τόσο καιρό, επιτέλους θα έκανε πάλι κάτι που αγαπούσε. Ο Τέρρυ της εξήγησε πως δεν θα έκανε φιγούρες μπαλέτου αλλά κάτι πιο απλό. Και πάλι, όμως, ήταν ευτυχισμένη με την προοπτική αυτή και περίμενε πως και τι να ξεκινήσουν οι πρόβες. Δε θα αργούσαν της είπε, και ούτε θα χρειαζόταν να δουλεύει ως καθαρίστρια. Αρνήθηκε πεισματικά να σταματήσει τη δουλειά της. Όσο ο Βλαντιμίρ είχε ανάγκη αυτά τα χρήματα θα την κρατούσε με νύχια και με δόντια.

Προσφέρθηκε να την οδηγήσει σπίτι της με το αυτοκίνητό του. Η Μάγια αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας πως με τον υπόγειο θα έφτανε γρήγορα σπίτι. Δε δέχτηκε την άρνησή της και σε λίγο της άνοιγε την πόρτα. Περνούσαν από τα ίδια μέρη που κάποτε ξεναγούσε την Κάντυ. Είχε περάσει τόσος καιρός από εκείνη τη μέρα… Πανδαμάτωρ ο χρόνος… Νόμιζε πως η καρδιά του δε θα σκιρτούσε ξανά για μια γυναίκα. Κι όμως… κοντά στην Μαρία ένιωθε πως ήταν και πάλι ζωντανός. Αγαπούσε τη Σουζάννα σαν την γλυκιά αδερφή που δεν γνώρισε αλλά ήξεραν και οι δύο τους πως δεν μπορούσε να τη δει διαφορετικά… Και οι προσδοκίες της Σουζάννας και της μητέρας της βάρυναν σαν ταφόπλακα πάνω του. Τώρα όμως ένιωθε το ζεστό αεράκι να του χαϊδεύει τα μαλλιά να παιχνιδίζει στο πρόσωπό του και να χαμογελά… Να χαμογελά όπως παλιά… τότε που κυνηγούσε το φακιδομουτράκι του στη Σκωτία, τότε που χόρευε με την Κάντυ στην αγκαλιά του στο χορό του Μάη…

Και η Μάγια ένιωθε την καρδιά της να πεταρίζει όσο τον ένιωθε δίπλα της. Το μυαλό της γυρνούσε στις ευτυχισμένες μέρες στην Αγία Πετρούπολη, τότε που με τις φίλες της κρυφογελούσαν κοιτώντας τους νεαρούς στρατιωτικούς που θα τις καλούσαν στον πρώτο τους χορό. Σήμερα όμως το σκίρτημα ήταν διαφορετικό. Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί της κάθε φορά που το βλέμμα του Τέρρυ καρφωνόταν πάνω της.

Το αυτοκίνητο διέσχισε γρήγορα τους δρόμους της πόλης και κατέληξε σε μια φτωχογειτονιά του Μπρόνξ. Για πρώτη φορά, το ντύσιμό της και η διάθεσή της δεν ταίριαζαν με το περιβάλλον. Σχεδόν ντρεπόταν που έδειχνε στον Τέρρυ σε ποια περιοχή έμενε. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι της όταν ο Τέρρυ πάρκαρε το αυτοκίνητό του κάτω από την φτωχή πολυκατοικία. Σε δευτερόλεπτα, της άνοιξε την πόρτα βοηθώντας την να κατέβει. Η Μάγια εξακολουθούσε να κοιτάζει το πάτωμα όταν ο Τέρρυ άγγιξε το πρόσωπό της με τα δυό του χέρια. Πριν το καταλάβουν τα χείλη τους έσμιξαν. Ένα πρωτόγνωρο παθιασμένο φιλί για τη Μάγια που ένιωθε τον κόσμο χάνεται κάτω από τα πόδια της. Λίγα λεπτά μετά την άφηνε ξέπνοη να ανεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού και να χάνεται στο σκοτάδι της πολυκατοικίας.
 
Σικάγο



Κόντευε μεσημέρι όταν το τραίνο τον άφηνε στο Σικάγο. Δεν ήξερε που να ψάξει αλλά ήταν σίγουρος πως την οικογένεια Άρντλεϋ τη γνώριζαν και οι πέτρες. Κάποιος θα μπορούσε να τον ενημερώσει για τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας.

Δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Γρήγορα του υπέδειξαν τον ουρανοξύστη που στεγάζονταν οι επιχειρήσεις Άρντλεϋ. Δρασκέλισε το δρόμο φτάνοντας στο μαγαζάκι με τα ακριβά ρούχα στη βιτρίνα. Προσπέρασε ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά της κεντρικής εισόδου… Στον τρίτο όροφο… στον τρίτο.

Ο Τζωρτζ κοίταζε αποσβολωμένος τον άντρα που στεκόταν στην είσοδο. Κρατούσε την τραγιάσκα του στα χέρια του και ζητούσε από τη γραμματέα να μιλήσει με τον κο Γουίλλιαμ Άλμπερτ Άρντλεϋ. Δε χρειάστηκε ιδιαίτερες συστάσεις να καταλάβει ποιόν είχε απέναντί του.

Δεν ήταν όμως η μέρα του. Ο Άλμπερτ δε θα ερχόταν στο γραφείο εκείνη τη μέρα. Ο Τζώρτζ τον πλησίασε.

- Μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ κε Ιρίγιεφ;;;

Τον κάλεσε για φαγητό σε ένα κοντινό ρεστωράν. Άκουσε την ιστορία του για το πώς βρέθηκε από τη Ρωσία στην Αμερική. Ο Βλαντιμίρ δεν είπε κουβέντα για τη Μαντλέν και το παιδί του. Μόνο για εκείνον και τη Μάγια μίλησε. Για τις δυσκολίες να έρθουν στην Αμερική με κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους έτσι και τους ανακάλυπταν. Την καραντίνα και τις άθλιες συνθήκες ζωής. Για το χωρίς αντίκρισμα πτυχίο του αφού τώρα λεγόταν Τζων Σμιθ και αυτό έγραφε Βλαντιμίρ Ιρίγιεφ. Για την οικοδομή και τις αιματηρές οικονομίες να ανοίξει το ιατρείο του.

Ο Τζωρτζ τον κοίταζε με το γνωστό εξεταστικό του βλέμμα. Το πάλαι ποτέ λαμπερό καστανόξανθο μακρύ μαλλί ήταν σχεδόν κατάξανθο και το καλοσχηματισμένο του σώμα μαυρισμένο από τον ήλιο και ακόμα πιο μυώδες και σφιχτό. Σε τίποτα δε θύμιζε την αριστοκρατική του καταγωγή.

Τελείωσαν το γεύμα με την υπόσχεση να μεταβιβάσει στον Άλμπερτ την επιθυμία του Βλαντιμίρ να τον ξαναδεί. Καμιά αναφορά στη Μαντλέν. Ο Βλαντιμίρ ήθελε να μάθει τα νέα από πρώτο χέρι. Μια από τις επόμενες ημέρες ο Άλμπερτ θα κατέβαινε για δουλειές στη Νέα Υόρκη και θα κανόνιζε να βρεθούν. Ο Βλαντιμίρ του έδωσε τη διεύθυνση λέγοντας πως το πρωί δούλευε σε οικοδομές και μόνο μετά το σούρουπο επέστρεφε σπίτι.

Ο Τζωρτζ τον οδήγησε ως το σταθμό όπου πήρε το επόμενο τραίνο για Νέα Υόρκη. Θα έφτανε αργά και η Μάγια θα ανησυχούσε.

Τη βρήκε να κοιμάται χαρούμενη φορώντας το όμορφο γαλάζιο φόρεμα που της είχε κάνει δώρο στα γενέθλιά της. ΄Εδειχνε ξέγνοιαστη και ανέμελη όπως τότε στην Αγία Πετρούπολη. Την έγδυσε σιγά σιγά μην την ξυπνήσει τη σκέπασε με τα σεντόνια και ξάπλωσε δίπλα της.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Φθινόπωρο



Η Σουζάννα συνήθιζε να ξυπνάει νωρίς. Της έκανε καλό ο πρωινός αέρας της εξοχής. Έβγαινε σιγά σιγά στη βεράντα από φόβο μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τον Μάικλ που κοιμόταν στη σοφίτα. Ήταν ανένδοτη στο να γυρίσει ο μικρός στο δωμάτιό του και να το έχει ακριβώς όπως τον παλιό καιρό.

Ο Στηβ της έφερε φρεσκοαρμεγμένο γάλα από την διπλανή φάρμα. Θα έφτιαχνε τηγανίτες με μέλι που τόσο άρεσαν στον Μάικλ και θα έπαιρναν όλοι μαζί το πρωινό τους στην ηλιόλουστη κουζίνα.

Η Σουζάννα σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό την ώρα που έριχνε το χυλό στο τηγάνι. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ήταν πολύ χαρούμενη εκείνο το πρωί και… ιδιαίτερα όμορφη…

Καμία σχέση με τις μπογιατισμένες που πλήρωνε για να του κάνουν παρέα τα Σαββατόβραδα. Δύο βδομάδες τώρα δεν τις είχε πλησιάσει. Στο μυαλό του ερχόταν το προσωπάκι της γλυκιάς κοπέλας που τραγουδούσε πάνω από τη φωτιά…

Οι πρώτες τηγανίτες ήταν έτοιμες, Η Σουζάννα έβαλε και άλλο χυλό στο τηγάνι και ετοιμάστηκε να μελώσει τις πρώτες. Ο Στηβ βρέθηκε δίπλα της και παίρνοντας το πηρούνι της έβαλε ένα κομμάτι στο στόμα. Κόντεψε να χάσει την ισορροπία της με την απότομή του κίνηση αλλά την συγκράτησε αγκαλιάζοντάς της και, στριμώχνοντάς τη στη γωνία, τρύγησε επιτακτικά τα χείλη της,

Δεν ήταν το φιλί που περίμενε από τον Τέρρυ. Δεν είχε καμιά γλυκύτητα. Τραχύς και άγριος, είχε πέσει πάνω της κάνοντάς την να ανοίξει το στόμα της και να δεχτεί το φιλί του. Το χέρι του κυλούσε στο σώμα της χαϊδεύοντάς το σε σημεία που ντρεπόταν και να σκεφτεί. Η Σουζάννα ανήμπορη να αντιδράσει τον άφηνε να κάνει όσα ήθελε σκεφτόμενη πως θα τον χαστούκιζε μόλις την άφηνε.

Η φωνή του Μάικλ που χαρούμενος κατέβαινε από τη σοφίτα έκανε τον Γκάρετ να σταματήσει…

- Μυρίζει καμένο μπαμπά, φώναξε χαρούμενος.

Ο Γκάρετ έβγαλε από τη φωτιά την τηγανίτα που καιγόταν και την πέταξε στο νεροχύτη. Έβαλε λίγο λίπος και χυλό στο τηγάνι και άρχισε να φτιάχνει νέες τηγανίτες αμίλητος.

Η Σουζάννα αναψοκοκκινισμένη και αμήχανη πήρε τις έτοιμες μελωμένες τηγανίτες και τις έβαλε μπροστά στον Μάικλ.

- Δε θέλω αυτές. Θέλω από εκείνες που φτιάχνει ο μπαμπάς μου. Αυτές είναι κρύες. Και πιο πολύ μέλι να τους βάλεις μπαμπά.

Σε λίγο έτρωγαν και οι τρεις καθισμένοι στο τραπέζι και μόνο ο Μάικλ φλυαρούσε ακατάπαυστα. Στο μυαλό της ένα μπέρδεμα. Ήταν η πρώτη φορά που ένας άντρας τη φιλούσε εκτός θεάτρου. Η πρώτη φορά που γευόταν έστω και έτσι την αγριάδα ενός φιλιού. Κάτι που από τον Τέρρυ δε θα γευόταν ποτέ. Κι όμως, περίμενε από τον Στηβ να της ζητήσει συγνώμη για τη βίαιη συμπεριφορά του, πως δεν ήξερε τι τον έπιασε και πως δε θα ξανασυμβεί.

Δεν τον άκουσε να της λέει τίποτα απ΄όλα αυτά… Γιατί;;; γιατί;;; Μήπως δε μετάνιωσε;;;. Αποκλείεται… κανένας άντρας δεν ποθούσε την αναπηρία της.

Ο Γκάρετ χάθηκε στις δουλειές του και η Σουζάννα έπεσε με τα μούτρα στην διασκευή του έργου. Έπρεπε να έχει υλικό έτοιμο για όταν ξεκινούσαν οι πρόβες.

Το Φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά στη ζωή τους. Η Μάγια έκανε με περισσότερο ζήλο την καθαριότητα του κτηρίου και ανυπομονούσε για την ώρα που θα βρισκόταν με τον ζεν πρεμιέ του θεάτρου να παίξουν αποσπάσματα από το «Όνειρο θερινής νυχτός» Η πλαστικότητα των κινήσεών της έδινε άλλη διάσταση στο παιχνιδιάρικο ξωτικό. Εμφανιζόταν από το πουθενά για να ραντίσει με γύρη τους 4 νέους και να εξαφανιστεί πίσω από τα σκηνικά. Σα να ήταν ο ρόλος γραμμένος μόνο για αυτήν.

Ο Τέρρυ ήθελε ο ρόλος της να είναι μεγαλύτερος. Ήθελε να είναι η Ερμία να την αγκαλιάζει όταν ξάπλωναν κατάκοποι στις ρίζες του δέντρου. Ή να ήταν η Έλενα για χάρη της οποίας, για λίγο μόνο, θα μονομαχούσε με το Δημήτριο. Δε χόρταινε να τη βλέπει να «πετάει» γύρω τους για να τους ραντίσει και να μπερδέψει τα αισθήματά τους. Για πρώτη φορά όμως καλά ήταν. Ανάλογα με την πορεία των παραστάσεων θα σκεφτόταν ποιος θα ήταν ο επόμενος ρόλος της… Ίσως κάποιος που θα τους έφερνε πιο κοντά. Το μυαλό του ταξίδευε μακριά… Στα Χάιλαντς της πατρίδας του μαζί με τη Μαρία… Άραγε, θα της άρεσε εκεί;;;

Όταν τέλειωναν τις πρόβες συνήθως κατέβαιναν στο μικρό μπιστρό της γωνίας για λίγη ζεστή σοκολάτα και πάντα τη συνόδευε σπίτι της. Η Μαρία δε μιλούσε για τη ζωή της, δεν ήξερε τίποτα για το παρελθόν της αν και πάντα της γύριζε εκεί τη συζήτηση. Όταν έφταναν στο Μπρονξ, η Μαρία ξέφευγε σα χέλι μέσα από την αγκαλιά του και χανόταν στο βάθος της πολυκατοικίας. Ένιωθε σαν τον πρίγκηπα του παραμυθιού που το ρολόι χτυπάει 12 και το μόνο που του απομένει είναι το γοβάκι της αγαπημένης του. Ευτυχώς για εκείνον, ξημέρωνε άλλη μέρα και η Μαρία θα ήταν πάλι κοντά του.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο Άλμπερτ είχε απομείνει άναυδος. Καθισμένος απέναντί του ο Τζωρτζ του έλεγε για την απρόσμενη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ. Πως τα έφερε η ζωή… Να βρεθούν ξανά όλοι μαζί στην άλλη άκρη της γης.

Δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει στη Μαντλέν ή να τους φέρει ξαφνικά σε επαφή. Η ζωή της κυλούσε σε νέους δημιουργικούς ρυθμούς και ίσως να ήθελε να αφήσει το παρελθόν πίσω της. Ποτέ της δε μιλούσε για τον Βλαντιμίρ και ο Άλμπερτ δεν ήξερε αν τον αγαπούσε ακόμη ή είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα από τη συμπεριφορά του.

Το σίγουρο είναι πως εντός της εβδομάδας θα τον συναντούσε… Oπωσδήποτε…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα άνοιξε εύκολα. Ο Άλμπερτ προχώρησε στο βάθος και ανέβηκε τα σκαλιά. Έφτασε μπροστά στην πόρτα. Πήρε μια ανάσα και χτύπησε.

- Ιρίγιεφ.

Σιγή.

Ξαναχτύπησε δυνατότερα: - Βλαντιμίρ Ιρίγιεφ φώναξε.

Η καρδιά της Μάγια κόντευε να σπάσει. Κουλουριάστηκε στη γωνιά και δεν έβγαζε άχνα. Σχεδόν δεν ανάπνεε. Είναι δυνατόν να τους είχαν ανακαλύψει;;;

Ο άγνωστος σταμάτησε να χτυπάει και άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται. Μονάχα όταν σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν κανείς έξω κινήθηκε προς την κουζίνα.

Να ετοιμάσει το φαγητό ώσπου να έρθει ο Βλαντιμίρ. Πώς να του το πει;;; Και αν της έλεγε πως έπρεπε να φύγουν μακριά;;; Όχι Θεέ μου… όχι τώρα που πάνε τόσο καλά τα πράγματα στο θέατρο.

Κάτω στο πεζοδρόμιο ο Άλμπερτ περίμενε μήπως δει τον Βλαντιμίρ να επιστρέφει από τη δουλειά του. Δεν είχε όμως άλλο χρόνο. Έπρεπε να γυρίσει στο ξενοδοχείο για τη συνάντηση με τους μετόχους των επιχειρήσεων Άρντλεϋ στην Νέα Υόρκη. Και το πρωί θα επέστρεφε στο Σικάγο. Η Κάντυ τον είχε ανάγκη. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε. Το αυτοκίνητο χανόταν στο βάθος του δρόμου όταν ο Βλαντιμίρ έφτανε σπίτι.

Βρήκε τη Μάγια αναστατωμένη. Δεν του έλεγε τι την κατέτρωγε αλλά ήταν σίγουρος πως κάτι δεν πήγαινε καλά… Έφαγαν αμίλητοι και ξάπλωσαν χωρίς να πουν σχεδόν κουβέντα… Θα την άφηνε να ηρεμήσει στην αγκαλιά του και ίσως το πρωί να του έλεγε…

Σα να αργούσε να ξημερώσει απόψε... Του θύμισε τις πολικές νύχτες στην Αγία Πετρούπολη. Πόσος καιρός… Και πόσο του έλειπαν… Τώρα μόνο η Μάγια τον σύνδεε με τις ευτυχισμένες εκείνες μέρες. Ο χρόνος έμοιαζε να ισοπεδώνει τα πάντα.

Λίγα χιλιόμετρα πιο έξω, στο Κονέκτικατ ο Μάικλ είχε πέσει για ύπνο. Οι ξέγνοιαστες μέρες του καλοκαιριού είχαν δώσει τη θέση τους στις σχολικές του φθινοπώρου. Και ο Μάικλ είχε ξεκινήσει τη χρονιά με μεγάλο ενθουσιασμό. Επιτέλους θα είχε και αυτός μια σάκα φορτωμένη βιβλία και τετράδια και θα πήγαινε όπως και τα άλλα παιδάκια στο σχολείο.

Τη μελέτη του την είχε αναλάβει η Σουζάννα. Με έκπληξή της διαπίστωνε πόσο διψούσε για μάθηση ο πιτσιρικάς και χαιρόταν που μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Στηβ δεν καταλάβαινε από αυτά. Σχολείο είχε πάει μόνο δύο τρία χρόνια… ούτε που το θυμόταν σχεδόν.

Η μέρα ήταν αρκετά κουραστική. Το βιβλίο που διάβαζε είχε κυλήσει από τα χέρια της στο πάτωμα. Ο ύπνος την είχε πάρει στην αγαπημένη της ξύλινη κουνιστή καρέκλα. Ο Στηβ είχε ανέβει νωρίτερα να καληνυχτίσει το γιο του αφού τον άκουσε να του εξιστορεί πώς πέρασε τη μέρα του με τα άλλα παιδάκια στο σχολείο. Τη σήκωσε στα χέρια του απαλά μην την ξυπνήσει. Διέσχισε το διάδρομο και άνοιξε με το πόδι του την πόρτα του δωματίου της.

-Χμμμμ… σαν να είμαστε νεόνυμφοι… όπως τότε με την Πεγκ.

Την ακούμπησε στο κρεβάτι χωρίς να την ξυπνήσει. Κοίταξε το ξύλινο πόδι της. Θα της ήταν δύσκολο να γυρίσει στον ύπνο της με όλο αυτό το βάρος. Δεν το σκέφτηκε καθόλου. Ξεκούμπωσε το φουστάνι και το έβγαλε απαλά από πάνω της. Η Σουζάννα κάτι σιγοψιθύρισε μέσα στον ύπνο της, Τα χέρια του κινήθηκαν στους ιμάντες που τυλίγονταν γύρω από τη μέση της. Τους έλυσε και αφαίρεσε το πρόσθετο μέλος. Έριξε μια ματιά στο κορμί της… Ήταν ακόμη πιο όμορφη απ΄ό,τι την φανταζόταν, Πήρε τα σεντόνια και την σκέπασε… Τώρα η ανάσα της ακουγόταν βαριά… πρέπει να είχε κουραστεί πολύ εκείνη την ημέρα. Έσβησε την λάμπα και έφυγε για το στάβλο.

Άναψε τσιγάρο… Μια δύσκολη βραδιά και για εκείνον. Σκέφτηκε να πάει στο «σπίτι» στην πόλη. Όλο και κάποια θα ήταν ελεύθερη για εκείνον. Το πέταξε σχεδόν ακάπνιστο… - Μπα…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Σκέψεις



Γυρνώντας το πρωί στο Σικάγο, ο Άλμπερτ σκεφτόταν τη Μαντλέν. Έπρεπε να της μιλήσει και να αποφασίσει εκείνη αν ήθελε να τον ξαναδεί. Για τα υπόλοιπα θα φρόντιζε ο Τζωρτζ. Την επόμενη φορά ήταν σίγουρος πως θα ήταν τυχερός και θα τον συναντούσε.

Η Μάγια δεν ήξερε αν πρέπει να μιλήσει πρώτα στο Βλαντιμίρ ή στον Τέρρυ. Φοβόταν πως ο Βλαντιμίρ δε θα είχε άλλη επιλογή από το να φύγουν και πάλι μακριά. Αλλά πώς να αφήσει τη Νέα Υόρκη… πώς να απομακρυνθεί από το θέατρο… από τον Τέρρυ…

Οι πρώτες αχτίδες τρύπωναν από τις γρίλιες στο μικρό δωμάτιο. Η Σουζάννα συνειδητοποιούσε με μεγάλη ντροπή τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Τα δάκρυα μούσκευαν τα μάγουλα και το μαξιλάρι της. Δεν ήθελε να βγει έξω, δεν ήθελε να ξαναδεί αυτόν τον άντρα, δεν ήθελε το φως της μέρας. Θα έμενε εκεί μέχρι να ανοίξει η γη να την καταπιεί.

Σε λίγο άκουσε τα βαριά του βήματα στην κουζίνα. Έφερνε το γάλα και τα αυγά. Όπου να ΄ναι θα κατέβαινε και ο Μάικλ, να φάει το πρωινό του και να φύγει για το σχολείο του. Το λίπος τσιτσίρισε στο τηγανάκι. Ετοίμαζε τις τηγανίτες του μικρού.

Το στομάχι της γουργούρισε. Γύρισε απότομα από την άλλη πλευρά βάζοντας το μαξιλάρι στο κεφάλι της. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα, Χωρίς να περιμένει απάντηση μπήκε μέσα. Η Σουζάννα δε γύρισε.

- Καλημέρα.

Δεν του απάντησε και πάλι και παρακαλούσε να μην ακούσει την ανάσα της.

Ο Γκάρετ άφησε το δίσκο πάνω στο κομοδίνο, γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια του και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Μάικλ κατέβηκε χαρούμενος και πεινασμένος και σε λίγο έφευγε τρέχοντας για το σχολείο του. Η Σουζάννα άκουσε την πόρτα του σπιτιού που έκλεισε με δυνατό κρότο και τα βήματά του Γκάρετ που απομακρύνονταν προς το χωράφι. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και κοίταξε με βουλιμία το πιάτο με τις τηγανίτες και το γάλα. Η κοιλιά της γουργούριζε δυνατά και η μυρωδιά από τις τηγανίτες είχε σπάσει τη μύτη της. Έπεσε με τα μούτρα σα να ήταν η πρώτη φορά που έτρωγε τόσο νόστιμο πρωινό.

Toμυαλό της γυρνούσε στο Γκάρετ. Δεν άντεχε στη σκέψη να τον συναντήσει. Θα κατέβαινε στην πόλη. Στα γραφεία της εταιρείας κάτι θα έβρισκε να κάνει και να δει πώς πήγαιναν οι πρόβες του νέου τους έργου. Τελευταία, το σενάριο μια κινηματογραφικής ταινίας βασάνιζε το μυαλό της. Ήθελε να το συζητήσει με τον Τέρρυ και να εξετάσουν την περίπτωση να πρωταγωνιστήσει η μάνα του.

Άκουσε το ρολόι να χτυπάει. 9 το πρωί. Όπου να ‘ναι θα πέρναγε με το αυτοκίνητό του ο κος Γουίλσον ο γείτονας να τους ρωτήσει αν ήθελαν κάτι από την πόλη. Θα πήγαινε μαζί του.

Ο Βλαντιμίρ είχε ήδη φύγει για την οικοδομή. Η Μάγια ετοιμάστηκε να πάει στο γραφείο. Ίσως και να έβλεπε τον Τέρρυ εκεί από νωρίς. Να του μιλούσε;;; Μήπως ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Πέρα από το εκείνο το φιλί και τις ματιές που της έριχνε, δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί… Και πάλι… τι να του έλεγε;;; Πώς έφυγαν από την Αγία Πετρούπολη σαν κλέφτες;;; Πώς ενδεχομένως να βρήκαν τα ίχνη τους;;; Και τι ιδέα θα σχημάτιζε για εκείνη;;; Και αν άλλαζε γνώμη;;; Και αν έδινε σε κάποιαν άλλη το ρόλο του ξωτικού;;;

Η διαδρομή στον υπόγειο της φάνηκε ατελείωτη. Έφτασε την ίδια ώρα που κατέβαινε και η Σουζάννα με τη βοήθεια του κύριου Γουίλσον από το αυτοκίνητο. Και οι δύο κοπέλες έδειχναν αρκετά προβληματισμένες. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα και μια ζεστή καλημέρα και κατευθύνθηκε η κάθε μία στη δουλειά της.

Ο Τέρρυ δεν κατάφερε να βγάλει λέξη από τη Σουζάννα. Είχε κλειστεί στο γραφείο της και είχε πέσει με τα μούτρα στο γράψιμο χωρίς να του ρίξει ούτε μια ματιά. Για μια στιγμή, νόμιζε πως το πρόσωπό του πρόδιδε τον έρωτά του και αισθάνθηκε τύψεις που για μια ακόμη φορά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματά της. Και η Μαρία δε σήκωνε κεφάλι από τους κουβάδες και τις σφουγγαρίστρες της. Λες και ήταν συνεννοημένες οι δυό κοπέλες να μην του μιλήσουν σήμερα.

Θα πήγαινε να βρει τη Μαρία του. Δεν άντεχε αυτή τη σιωπή. Ήθελε να μάθει τι την προβλημάτιζε και αν μπορούσε να δώσει εκείνος τη λύση. Να της φανεί απαραίτητος, να νιώσει κοντά του σιγουριά και εμπιστοσύνη. Ήξερε πως το είχε ανάγκη από το λίγο που είχαν μιλήσει. Η Μαρία δεν εμπιστευόταν ούτε τη σκιά της. Και εκείνος ήθελε τόσο να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Σα να ήταν μόλις ένα βήμα πριν την καρδιά της.

Τη βρήκε την ώρα που τελείωνε. Σήμερα δεν είχαν πρόβα άρα σε λίγο θα έφευγε για το σπίτι της. Της ζήτησε να τον συναντήσει στο γνωστό μαγαζί στη γωνία. Η Μάγια αρνήθηκε. Λίγες μέρες πριν έλαμπε μέσα στη γαλάζια τουαλέτα της. Τώρα φορούσε τα κουρέλια της. Σαν τη Σταχτοπούτα με τον Πρίγκηπά της. Αρνήθηκε με μισή καρδιά αλλά εκείνος δεν άκουγε λέξη. Τουλάχιστον ας τη συναντούσε στο κοντινό παρκάκι όπου θα ήταν άγνωστη ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Εκείνη… γιατί ο Τέρρυ θα περιστοιχιζόταν από τις θαυμάστριές του. Το ξανασκέφτηκε. Στο μπιστρώ τη γνώριζαν, δε ντρεπόταν τόσο που ήταν κοντά στον Τέρρυ. Εκεί θα τον συναντούσε.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η Σουζάννα ήθελε ο ρόλος της Ελαίηνορ να είναι αρκετά δυνατός. Να αφήσει εποχή που λένε.

- Μάλλον της το οφείλω σκέφτηκε.

Η Μπέηκερ δεν τη συμπαθούσε ιδιαίτερα. Της χρωστούσε ευγνωμοσύνη που χάρη σε αυτήν το μονάκριβο παιδί της ήταν ζωντανό αλλά σίγουρα για νύφη της δεν την ήθελε. Ήταν σίγουρη πως η Ελαίηνορ είχε προσεγγίσει την Κάντυ μετά το ατύχημα. Για την πρεμιέρα του Άμλετ είχε ζητήσει τα καλύτερα εισιτήρια στην α’ θέση και η Σουζάννα ήταν σίγουρη πως ήθελε να φέρει ξανά την Κάντυ κοντά στον Τέρρυ. Παραδόξως, σε εκείνες τις θέσεις κάθισαν δύο κυρίες που γνώριζαν τον Τέρρυ από παλιά, αλλά η Κάντυ δεν ήταν πουθενά. Η Σουζάννα δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. Κάποια στιγμή είχε στείλει και η ίδια μια επιστολή στην Κάντυ χωρίς όμως να λάβει απάντηση από εκείνη… Πότε ήταν;;; Πάει καιρός… αλλά πόσος;;; Ένα… ένας χρόνος… Της φάνηκε αιώνας… Σα να είχε σβηστεί ως δια μαγείας το παρελθόν και μόνο το παρόν είχε σημασία.

Το σενάριο λίγο πολύ ήταν γνωστό στην Μπέηκερ: Η φτωχή ανύπαντρη μητέρα αναγκάζεται να δώσει το νεογέννητο παιδί της στην πλούσια άκληρη οικογένεια και να φύγει μακριά ξέροντας πως ο γιός της μεγαλώνει μέσα στις ανέσεις αλλά μη γνωρίζοντας την αληθινή του ταυτότητα. Χρόνια αργότερα, μετά από ένα πλούσιο γάμο, η γυναίκα αναζητά τα ίχνη του παιδιού της που βρίσκεται πολύ πιο κοντά της από όσο νόμιζε.

Άφησε το μελάνι να στεγνώσει στο χαρτί καθάρισε την πένα και έκλεισε το μελανοδοχείο. Που να βρισκόταν τώρα ο Τέρρυ να το διαβάσει. Άραγε θα του άρεσε; Και η μητέρα του, θα συμφωνούσε να πάρει το ρόλο της πρωταγωνίστριας;

Σε λίγο θα ξαναπέρναγε ο κύριος Γουίλσον για να την ανεβάσει στο κτήμα. Ξαφνικά δεν ήθελε να πάει. Ίσως ήταν καλύτερα να μείνει στο πατρικό της σήμερα μαζί με τη μητέρα της και να πήγαινε κάποια άλλη μέρα στο κτήμα. Φοβόταν… δεν ήθελε να βρεθεί μόνη με τον Γκάρετ ξανά. Η μορφή όμως του Μάικλ που της ζητούσε να του παίξει ένα νέο παραμύθι και να μελετήσουν την αυριανή του γραφή *****ωσε τη στάση της. Δεν είχε να φοβηθεί κάτι. Στο χέρι της ήταν να κρατήσει τον Στηβ σε απόσταση.

Ο Τέρρυ άκουγε αποσβολωμένος τη Μάγια να του εξιστορεί το παρελθόν της. Με καμιά δύναμη δεν πίστευε τα λόγια της, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Και να που άλλη μια δυναμική γυναίκα μπλεκόταν στο δρόμο του. Νόμιζε πως μόνο η Κάντυ είχε ανέβει το δικό της Γολγοθά, και αργότερα έναν ακόμη μεγαλύτερο η Σουζάννα. Αλλά και η κοπέλα που καθόταν απέναντί του ήταν πολύ μικρή για να έχει ζήσει τόσο έντονη ζωή.

Δεν ήταν μόνο η ζεστή σοκολάτα με το ρούμι που έλυσε τη γλώσσα της. Προπάντων, ήταν η ζεστή παρουσία, τα όμορφα γαλάζια μάτια του άντρα απέναντί της. Δυό λίμνες καθάριες και ακύμαντες έτοιμες να την ταξιδέψουν στα δικά τους μέρη. Ένιωσε πως τον ήξερε από παλιά και του άνοιξε την καρδιά της.

- Δε μένεις άλλο στο Μπρονξ. Θα έρθεις μαζί μου.

- Μα… δε γίνεται… πρέπει να επιστρέψω,,, Ο Βλαντιμίρ θα ανησυχήσει και θα πρέπει να του μαγειρέψω και…

- Δεν ακούω κουβέντα. Θα του αφήσεις ένα μήνυμα πως είσαι καλά και θα έρθεις μαζί μου.

Δεν πρόλαβε. Το μήνυμα πάνω στο τραπέζι φανέρωνε πως ο Βλαντιμίρ είχε περάσει νωρίτερα από εκεί:

“Μάγια μου, θα πρέπει να λείψω για λίγες μέρες στο Σικάγο. Σου έχω αφήσει αρκετά χρήματα για ό,τι χρειαστείς. Θα γυρίσω σύντομα. Να προσέχεις τον εαυτό σου…

Άνοιξε το τσαντάκι της όπου αποταμίευαν τις οικονομίες τους. Χρήματα για τρεις μήνες τουλάχιστον της είχε αφήσει ο Βλαντιμίρ μαζί με μια διεύθυνση στο Σικάγο

Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρντλεϋ

Γενικός Διευθυντής της “Άρντλεϋ Μπανκ”

- Ποιος είναι πάλι τούτος, σκέφτηκε η Μάγια. Μάλλον κάποιος εργοδότης του.

Δεν είπε τίποτα στον Τέρρυ. Άφησε ένα μήνυμα στον Βλαντιμίρ στην περίπτωση που γυρνούσε πριν από εκείνη πήρε τα χρήματα και κάτι λίγα ρούχα και την τουαλέτα με τα γοβάκια της και έκλεισε πίσω της την πόρτα.

Η Μπέηκερ άνοιξε τη δική της. Ο Τέρρυ κρατώντας τη Μάγια από το χέρι διάβαινε το κατώφλι.

- Μητέρα, να σου γνωρίσω τη Μα…ρία. Μπορεί να μείνει εδώ για λίγες μέρες;

Η ηθοποιός δε χρειάστηκε άλλες εξηγήσεις για να καταλάβει. Ούτε και ρώτησε. Της έφταναν τα βλέμματα που αντάλλαζαν τα δύο παιδιά και η σιγουριά πως ο γιός της ήταν και πάλι “ζωντανός”. Έβαλε το κορίτσι κάτω από τις φτερούγες της και διαβεβαίωσε το γιό της πως δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα και κανέναν.
 
Κεφάλαιο Τέταρτο

Αλλαγές





Ο Νοέμβριος ήταν ο μήνας που θα έφερνε μεγάλες αλλαγές στο Λέικγουντ.

Η Άννυ και ο Άρτσυ περίμεναν από ώρα σε ώρα το ευτυχές γεγονός. Από τη μέρα που μπήκε στο μήνα της μετακόμισαν στο σπίτι των Κόρνγουελ στο Σικάγο ώστε να είναι κοντά στο Νοσοκομείο όταν χρειαστεί. Οι Μπράιτον είχαν παραγγείλει όλη την προίκα του μωρού και τα δύο παιδιά χάζευαν τα μικροσκοπικά επιπλάκια που σε λίγες μέρες θα φιλοξενούσαν το μικρό τους θησαυρό. Για πρώτη φορά οι Κόρνγουελ άφηναν στην άκρη τις δουλειές τους και περίμεναν ανυπόμονα να κρατήσουν το πρώτο εγγονάκι τους στην αγκαλιά τους. Η οδύνη από το χαμό του Στήαρ είχε καταλαγιάσει στην καρδιά τους και η ελπίδα πως το σπίτι τους θα γέμιζε ξανά γέλια και χαρές φώτιζε το πρόσωπό τους.

Η Πάτυ τα πρωινά έκανε μαθήματα στο λόφο του μικρού αλόγου. Τα παιδάκια τη λάτρευαν γιατί είχε ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό τρόπο να παραδίδει τα μαθήματα. Οι εφευρέσεις του Στήαρ είχαν την τιμητική τους καθημερινά: Στη μια βάση του λαστιχένιου σφυριού είχε προστεθεί ένα σφυριχτράκι το οποίο χτυπούσε η Πάτυ για να κάνουν τα πιτσιρίκια ησυχία. Λίγη ώρα παιχνίδι με το πλοίο ταχυδρόμος ήταν η ανταμοιβή των παιδιών όταν έπαιρναν άριστα στα μαθήματά τους. Στο μικρό κουκλοθέατρο που είχε φτιάξει ο κος Καρτλάιλ μετά από προτροπή της Κάντυ, η μαριονέτα της Κάντυ και η διπλή της Πάτυ με τον Στήαρ ήταν η Σαββατιάτικη διασκέδαση των παιδιών. Όλα αυτά “λειτουργούσαν” χάρη στις επεμβάσεις που είχε κάνει ο Χοσέ. Ο καημένος, δεν ήξερε και πολλά από εφευρέσεις αλλά προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να βοηθήσει την Πάτυ στο έργο της. Και η Πάτυ όχι μόνο εκτιμούσε τη συνεισφορά του αλλά ένιωθε πως ο νεαρός άντρας διεκδικούσε όλο και περισσότερο χώρο στην καρδιά της. Οι Κυριακές της ήταν αφιερωμένες στο Χοσέ και μαζί με τη Λουτσίτα και τον Τομ έκαναν βόλτες στην πόλη. Πότε για γλυκό, πότε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο τα δύο ζευγάρια απολάμβαναν τη μέρα τους παρέα.

Η Λουτσίτα κατέκτησε με την ομορφιά της τον Τομ την ημέρα του γάμου της Κάντυ. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει τρελά για μια κοπέλα και επειδή χρόνια τώρα είχε μάθει να λέει αυτό που ένιωθε χωρίς υπεκφυγές την επομένη του γάμου ήταν στο σπίτι του ξαφνιασμένου Τζωρτζ να του ζητήσει την άδεια να βγαίνει με τη μικρή. Και η Λουτσίτα όμως δεν είχε μείνει αδιάφορη από το νεαρό καου μπόυ και πέταξε από τη χαρά της όταν ο Τζωρτζ κοιτώντας την εξεταστικά είπε το ο.κ στον Τομ.

Η Κάντυ στην ολοκαίνουρια κλινική πάνω στο λόφο δεν είχε ιδιαίτερη δουλειά. Τίποτα γδαρσίματα και μώλωπες από τα παιχνίδια των παιδιών και οπωσδήποτε το τσεκ απ που έκανε μαζί με το γιατρό Μάρτιν τις μέρες που ανέβαινε στο λόφο. Για να περνάει η ώρα, διάβαζε βιβλία ιατρικής. Σκεφτόταν σοβαρά να ακολουθήσει την ιατρική. Ο γιατρός Μάρτιν ήταν αρκετά μεγάλος και ίσως κάποια στιγμή να αποσυρόταν από τη δουλειά. Ένας γιατρός σε μια δύσκολη στιγμή ήταν απαραίτητος. Θα το συζητούσε αργότερα με τον άντρα της. Για την ώρα σκεφτόταν τη μικρή ζωή μέσα της που κλωτσούσε την κοιλιά της αφήνοντας να φανούν τα μικρά του άκρα. Ο Άλμπερτ είχε κάνει το λόφο σπίτι του αφού η Κάντυ ήθελε να είναι κοντά στις μαμάδες της και την Πάτυ παρά μόνη της στο Λέικγουντ.

Το Λέικγουντ ζούσε σε άλλους ρυθμούς. Η Ελίζα ετοιμαζόταν πυρετωδώς για το γάμο της. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα πως ο άντρας της ήταν από κατώτερη κοινωνική τάξη αλλά η οικονομική του κατάσταση τη δελέαζε ιδιαίτερα. Για το γάμο τους είχε κάνει τεράστια έξοδα προκειμένου να μην αφήσει το γάμο της Κάντυ να υποσκιάσει το δικό της. Ο Μπράιαν υπέγραφε τις επιταγές χωρίς να φέρνει καμιά αντίρρηση. Της έδινε μάλιστα την εντύπωση πως δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Κοντά της εκτός από τη Σοφία, ήταν συνεχώς και η Μεγάλη Θεία που έβλεπε επιτέλους να γίνεται το δικό της. Τελευταία ένιωθε πως η εξουσία της είχε χαθεί και κανείς δεν άκουγε τις διαταγές της πέρα από το υπηρετικό προσωπικό.

Σκεφτόταν πως αν ζούσε ο αδερφός της σε λίγους μήνες θα κρατούσε το δεύτερο εγγονάκι του. Ο Άντονυ, ο γλυκός της Άντονυ έφυγε από κοντά τους πολύ νωρίς. Αν δεν ήταν αυτή η κοπέλα που υιοθέτησε τότε ο Γουίλιαμ τώρα ο μικρός της άγγελος θα ζούσε. Πόσο πολύ είχε αγαπήσει αυτό το παιδί! Εκείνη το μεγάλωσε αφού η ανιψιά της μετά τη γέννα ένιωθε αδύναμη ακόμη και για να κρατήσει αγκαλιά το αγοράκι της. Είχε εγκατασταθεί στο Λέικγουντ αφήνοντας πίσω τις δουλειές των Άρντλεϋ για να είναι κοντά στη νέα μαμά και το μωράκι. Και τώρα, κανένας από τους δύο δεν ήταν εκεί δίπλα της. Η Κάντυ… η Κάντυ που εξαιτίας της ο Άντονυ πέθανε τώρα ήταν γυναίκα του Γουίλιαμ και… το κεφάλι της… πήγαινε να σπάσει… Για μια ακόμη φορά την ταλάνιζε η ημικρανία…

Ο Μπράιαν απείχε απ΄όλη αυτή τη φασαρία. Είχε παραλάβει το ολοκαίνουριο κουστούμι του και απλά περίμενε να έρθει η ημέρα του γάμου. Η πρόταση της Ελρόυ αρχικά τον είχε βρει σύμφωνο. Θα επένδυε ένα μικρό μέρος των χρημάτων του στο νέο ρεσόρτ των Ράνγκαν στη Φλόριντα και μέσα από το γάμο αυτό θα έμπαινε επιτέλους στην υψηλή κοινωνία της Αμερικής. Το είχε προσπαθήσει με πολλούς τρόπους δυστυχώς όμως η φήμη του δεν του άφηνε επιλογές. Όλες οι “καθώς πρέπει” κυρίες της υψηλής κοινωνίας τον ήθελαν στο κρεβάτι τους αλλά καμία για σύζυγό της. Και ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του πιστό σε μια γυναίκα. Λάτρευε τον ποδόγυρο και η περιουσία του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν την σπαταλούσε αλόγιστα σε γυναικείες απολαύσεις. Ο έρωτας δεν τον απασχόλησε ποτέ. Είχαν περάσει αμέτρητες γυναίκες από την αγκαλιά του αλλά δεν ερωτεύτηκε ποτέ καμιά. Ούτε και με την Ελίζα ήταν ερωτευμένος –ούτε που την ήξερε άλλωστε- αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε ήταν υγιής και δυνατή και θα του έκανε γερούς απογόνους. Η περιουσία του δε θα χανόταν αλλά θα περνούσε στα χέρια των δικών του παιδιών. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως έκανε τη μεγάλη λάθος κίνηση. Όταν υπέγραψε το προικοσύμφωνο με τον Ράνγκαν και ετοιμαζόταν να φύγει άκουσε άθελά του την Ελίζα να λέει στον αδερφό της πόσο παρακατιανό, άξεστο και ανάξιό της τον θεωρούσε. Λίγο νωρίτερα να το μάθαινε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά τώρα. Ήταν αργά όμως… Άναψε το πούρο του και κατέβασε τα χαρτιά του: Φλος ρουαγιάλ… για άλλη μια φορά μάζεψε το χρήμα από το τραπέζι.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η μέρα του γάμου έφτασε. Ο Νηλ και ο κος Ράνγκαν θα συνόδευαν την Ελίζα στην εκκλησία. Η Ελρόϋ και η Σοφία καθισμένες στα μπροστινά καθίσματα σκούπιζαν τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά τους. Πίσω τους όλη η ελίτ του Σικάγο και όχι μόνο. Οι Ράνγκαν φρόντισαν να καλέσουν και όλη την υψηλή κοινωνία της Φλόριντα που αποτελούσαν την ισχυρή πελατεία των επιχειρήσεων “Ράνγκαν - Ο’ Σάλλιβαν”.

Ο Άλμπερτ βαριόταν φριχτά αλλά έπρεπε να εκπροσωπήσει την οικογένεια. Η Κάντυ προς μεγάλη χαρά και ικανοποίηση της Ελίζας δεν μπορούσε να παρευρεθεί. Λίγο αίμα θορύβησε το γιατρό Μάρτιν που της επέβαλε να μη σηκωθεί από το κρεβάτι για κάποιες μέρες. Καλύτερα… Η Ελίζα δεν την ήθελε μέσα στα πόδια της παρά το γεγονός πως τόση χλιδή σε γάμο θα αργούσε να ξαναδεί το Σικάγο. Tην ενοχλούσε πάντα που ο μέλλων σύζυγός της δεν ήταν από μεγάλο τζάκι αλλά δε βαριέσαι… Τελικά συμβιβάστηκε. Ο Ο’Σάλλιβαν είχε χρήματα σχεδόν όσα και οι Άρντλεϋ και το καλύτερο; της έδινε όσα ζητούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Ο γάμος θα ήταν το αντικείμενο συζήτησης της υψηλής κοινωνίας για καιρό αλλά η μέρα θα έμενε χαραγμένη στο μυαλό πολλών ανθρώπων για διαφορετικούς λόγους. Ξημερώματα Κυριακής η Άννυ έφερνε στον κόσμο τον μικρό Αλιστήαρ Κόρνγουελ. Οι πόνοι την έπιασαν αργά το βράδυ και ίσα που πρόλαβαν να τη μεταφέρουν στο Μαιευτήριο. Ο Άρτσυ οδηγούσε σα τρελός μέσα στη νύχτα και η μητέρα του κρατούσε το χέρι της Άννυ δίνοντάς της κουράγιο και οδηγίες για το πώς θα χαλαρώσει για να βοηθήσει τον εαυτό της στη γέννα. Οι Μπράιτον ειδοποιήθηκαν από τον κο Κόρνγουελ και όλοι μαζί έτρεξαν γρήγορα κοντά στα παιδιά τους.

Ο Μπράιαν καθησύχαζε την Άμπιγκαιηλ που έκλαιγε στην αγκαλιά του. “Κανείς δε θα μπορέσει να μπει ανάμεσά μας…” της έλεγε παλαιότερα αλλά τώρα δεν αισθανόταν τόσο σίγουρος. Και δεν ήταν κάποιος τρίτος. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του ήταν η σπίθα που φούντωσε και κατέκαιγε τα πάντα. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε σα ποντίκι πιασμένο στη φάκα που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει και αλλιώς του έρχονταν… Το λαχείο που νόμιζε πως κέρδισε δεν κλήρωνε ούτε στο άρτιο.

Πολύ πιο μακριά, ο Βλαντιμίρ έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τη Μάγια. Τα χνάρια οδηγούσαν στην κινηματογραφική εταιρεία όπου η κοπέλα εργαζόταν σαν καθαρίστρια. Κανείς δεν ήξερε ή δεν ήθελε να του πει το παραμικρό. Όμως ο Βλαντιμίρ δεν ήταν χτεσινός. Το βλέμμα του εργοδότη της πλανήθηκε στο κενό όταν αναφέρθηκε στη Μάγια και, όσο καλός ηθοποιός και να ήταν, δεν μπόρεσε να κρύψει την ανησυχία του.

Λίγο αργότερα τον ακολουθούσε κρυφά ως το σπίτι της Μπέηκερ. Η ηθοποιός άνοιξε την πόρτα παραξενεμένη από το επίμονο χτύπημα. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ο ένας ζύγισε τον άλλον. Μια πανέμορφη γυναίκα απέναντι σε έναν γοητευτικό άντρα.

- “Που είναι;” γρύλισε μέσα από τα δόντια του.

- “Δε σας καταλαβαίνω. Ποιόν αναζητάτε κύριε;” Η ηθοποιός διατήρησε την ψυχραιμία της

- “Ξέρεις πολύ καλά. Εδώ κρύβεται;”

- “Εδώ μένουμε εγώ και ο γιός μου. Πηγαίνετε παρακαλώ.” Ετοιμάστηκε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα όταν μια απότομη κίνησή του την έκανε να παραπατήσει και να κάνει πίσω αφήνοντάς τον να μπει μέσα.

- “Παρακολούθησα το γιό σου και τον είδα να έρχεται εδώ. Πες μου που βρίσκεται.

Έδειχνε να χάνει την υπομονή του και να συννεφιάζει το βλέμμα του. Ο Τέρρυ κατέβηκε από τη σκάλα και τον πλησίασε.

- “Κύριε, σας είπα και νωρίτερα πως δε γνωρίζω τι ακριβώς ζητάτε. Γιατί λοιπόν φτάσατε ως εδώ;

- Где вы, Не испугано, Оно я, Владимир.

Η Μάγια πετάχτηκε από το διπλανό δωμάτιο, και έπεσε τρέχοντας στην αγκαλιά του Βλαντιμίρ.

- “Κοριτσάκι μου, μικρό μου αγαπημένο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανησύχησα.”

- “Και εγώ, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω.”

Κάθισαν στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού ενώ η Ελαίηνορ και ο Τέρρυ τους άφησαν μόνους. Οι δυό τους συνομίλησαν στα ρώσικα για λίγα λεπτά και η ένταση που ένιωθε ο Βλαντιμίρ δύο μέρες τώρα καταλάγιαζε σιγά σιγά. Κοίταξε τη Μάγια στα μάτια και την είδε πραγματικά ευτυχισμένη… Πότε ήταν η τελευταία φορά που χαμογέλασε ευτυχισμένο το προσωπάκι της; Όταν της πήρε το φουστάνι; Όταν πρωτοχόρεψε τη Λίμνη; Σχεδόν είχε ξεχάσει πως η ευτυχία μπορεί να είναι εκεί κοντά τους.

Σηκώθηκε να φύγει. Γύρισε και χαμογέλασε στον Τέρυ που πλησίασε τη Μάγια και την αγκάλιασε γλυκά από τη μέση. Δε χρειάστηκε να τους εξηγήσει ποιος ήταν. Η Ελαίηνορ τον οδήγησε στην πόρτα και φιλώντας ιπποτικά το χέρι της τους ευχαρίστησε και κίνησε να φύγει.

Η Μάγια έπεσε και πάλι στην αγκαλιά του. Της ψιθύρισε κάτι στο αυτί για το που θα τον έβρισκε αν τον χρειαζόταν και πέρασε το κατώφλι. Έριξε άλλη μια –λίγο πονηρή- ματιά στην ηθοποιό και τράβηξε το δρόμο του. Τώρα που ήξερε πώς η Μάγια ήταν σε καλά χέρια κίνησε για το Σικάγο. Έπρεπε να πείσει και τη Μαντλέν για τις προθέσεις του.

Αγία Πετρούπολη.

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε χαρούμενος για τη Μάγια. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη κοντά στον ηθοποιό. Ευτυχισμένη και τρελά ερωτευμένη. Η Μάγια του, το μικρό του κοριτσάκι είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα.

Κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του όταν γυρνώντας από το Σικάγο βρήκε το σπίτι άδειο. Στο σημείωμά της η Μάγια εξέφραζε τους φόβους της πως τους ανακάλυψαν, εκεί, στην άλλη άκρη της γης.

Πόσο πόνο και πόση αγωνία είχαν περάσει μέχρι να ξανανιώσουν ελεύθεροι; Ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους πριν προλάβουν να θρηνήσουν την άδικη απώλεια έφτασαν εκεί που η επιρροή του Ρασπούτιν δεν είχε πέραση.

Η Μάγια δε γνώριζε. Δεν της είπε ποτέ τι πραγματικά είχε συμβεί φοβούμενος την αντίδρασή της.

Σχεδόν έξι χρόνια πριν, όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε. Νόμιζε πως θα αναλάμβανε μετά δόξης και τιμής τη θέση του πατέρα του. Αντ΄αυτού έβλεπε τον άλλοτε ισχυρό άντρα, παραγκωνισμένο και ανήμπορο να αντιδράσει στην κατρακύλα που είχαν πάρει οι Ρομανώφ. Ο πατέρας του είχε χάσει προ πολλού τη δύναμή του και τη θέση του αφού ο Ρασπούτιν είχε φροντίσει να απομακρύνει κάθε έναν που θα στεκόταν εμπόδιο στα δόλια σχέδιά του.

Ο Βλαντιμίρ δεν ήταν ο μόνος που τάχθηκε εναντίον του. Όχι μόνο για να πάρει εκδίκηση για την κοινωνική πτώση του πατέρα του αλλά και για να αφυπνίσει τον τσάρο. Στο Παλάτι εκτός από την τσαρική οικογένεια, σχεδόν όλοι οι άλλοτε ισχυροί άντρες είχαν ταχθεί ενάντια στον καλόγερο.

Οι πρώτες εξεγέρσεις είχαν ήδη λάβει μέρος πριν την επιστροφή του Βλαντιμίρ. Ο Ρασπούτιν είχε όμως φροντίσει να τις καταπνίξει στέλνοντας στο απόσπασμα όσους θεωρούσε υπεύθυνους.

Δεν άργησε να οργανωθεί στη “Στρατιωτική παράταξη”. Τρεις παιδικοί του φίλοι, γόνοι στρατιωτικών, προσπάθησαν και κατάφεραν να πείσουν τον Τσάρο να εξορίσει τον καλόγερο από το Παλάτι. Η μεγάλη τους χαρά μετουσιώθηκε σε απογοήτευση όταν η τσαρίνα πεπεισμένη πως είναι αγία η ίδια, έφερε τον Ρασπούτιν και πάλι στο Παλάτι.

Η επόμενή τους κίνηση ήταν να καταστρώσουν σχέδιο δολοφονίας. Όλα θα πήγαιναν καλά, αν την τελευταία στιγμή δε διέρρεε το σχέδιο από κάποιον φιλάργυρο υπηρέτη που, έναντι αδράς αμοιβής, καταμαρτύρησε τα πάντα στον καλόγερο. Ο Σεργκέι Ιρίγιεφ είχε κρυφακούσει και εκείνος το σχέδιο των τεσσάρων φίλων και όταν η επίθεση απέτυχε φρόντισε να κρύψει το γιό του μέχρι να ξεχαστεί το γεγονός. Όμως δεν ήταν αφελής. Ήξερε πως ο Ρασπούτιν δε θα σταματούσε εκεί. Ήδη οι δύο από τους τέσσερις συνωμότες είχαν πιαστεί και εκτελεστεί. Το δικό του σχέδιο ήταν να φυγαδέψει το Βλαντιμίρ και τη Μάγια πριν να είναι αργά. Μα τα πράγματα δεν έγιναν όπως ακριβώς τα περίμενε. Λίγο πριν επιβιβαστούν στην άμαξα, ο Βλαντιμίρ και η Μάγια κρυμμένοι στην Αγία Τράπεζα στο παλιό παρεκκλήσι, έβλεπαν τον πατέρα τους να σωριάζεται νεκρός από το μαχαίρι του καλόγερου. Δεν πρόλαβαν ούτε να τον θάψουν, ούτε να τον θρηνήσουν όπως έπρεπε. Ο κλοιός στένευε ασφυκτικά γύρω τους, και τα δύο αδέρφια έπρεπε να φύγουν μακριά. Η άμαξα τους περίμενε για να τους οδηγήσει στις όχθες του Νέβα αποχαιρετώντας για πάντα την Αγία Πετρούπολη.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..





Στο Κονέκτικατ η Σουζάννα έγραφε τις τελευταίες σελίδες του κινηματογραφικού της έργου. Έμενε μόνο να συμφωνήσει η Ελαίηνορ. Θα της άρεσε σίγουρα… ήθελε να της αρέσει… έπρεπε… Έκατσε και το αντέγραψε. Με την πρώτη ευκαιρία θα το έδινε στην ηθοποιό και θα περίμενε τις εντυπώσεις… Και γιατί όχι… και τη συμμετοχή της.

Στο Σικάγο, η Μαντλέν έκλεινε το μαγαζί της. Άλλη μια μέρα πότε σκυμένη πάνω από υφάσματα μαζί με τη Ζουλί και πότε επιβλέποντας τις εργάτριες ένιωθε την κούραση να την καταπονεί. Σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά της ή μάλλον το μυαλό της της έπαιζε παράξενα παιχνίδια. Θα έπαιρνε όρκο πως ένιωθε την παρουσία του Βλαντιμίρ δίπλα της. Ο τύπος που την κοιτούσε επίμονα απέναντί της του έμοιαζε καταπληκτικά. Σα δυό σταγόνες νερό. Για την ακρίβεια το μαλλί ήταν πιο ξανθό και πολύ κοντό και το σώμα πιο μυώδες… αλλά δεν μπορεί να έκανε η καρδιά της λάθος.

- Βλαντιμίρ… Εσύ;

Ο άντρας της έγνεψε καταφατικά αφού της χάρισε το πιο αστραφτερό του χαμόγελο.

Πίσω της η Ζουλί τους κοίταζε παραξενεμένη. Ποιος να ήταν ο γοητευτικός εκείνος άντρας;

------------------------------------------------------------------------------------------

Τα Χριστούγεννα πέρασαν πολύ γρήγορα. Σχεδόν δεν το κατάλαβαν .

Στο Λόφο της Πόνυ τα παιδιά απολάμβαναν τις διακοπές τους παίζοντας με το χιόνι ολημερίς. Τα διαβάσματα είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα αφού η δασκάλα τους είχε επιστρέψει στη Φλόριντα για να περάσει τις άγιες μέρες με τους γονείς της. Για μια ακόμη χρονιά χάρη στον Άλμπερτ τα δώρα των παιδιών βρίσκονταν κάτω από το δέντρο. Μικρά και μεγάλα κουτιά τυλιγμένα με πολύχρωμες κορδέλες περίμεναν τους λιλιπούτειους τυχερούς για να τα χαρούν. Η κα Πόνυ με την αδερφή Μαρία είχαν ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα για τα παιδιά αλλά και για τον κο Καρτλάιλ και το γιατρό Μάρτιν που ένιωσαν σπιτική θαλπωρή μετά από πολλά πολλά χρόνια. Μάλιστα, η βραδιά έκλεισε με την κα Πόνυ και τους δύο άντρες να έχουν ευθυμήσει αρκετά από το πολύ ποτό . Το ένα ποτηράκι έφερνε το άλλο και παρά τις αντιρρήσεις της αδερφής Μαρίας η παρέα το έτσουζε για τα καλά.

Ο Άρτσυ και η Άννυ είχαν χαζέψει με το μωράκι τους. Άπειροι και οι δύο σε τέτοια ζητήματα πετάγονταν όρθιοι στην πρώτη ανάσα του μωρού. Η δε Άννυ ήταν αναγκασμένη κάθε δύο ώρες να θηλάζει και ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Δίπλα και αποπάνω τους οι γονείς τους φρόντιζαν με την κάθε ευκαιρία να απαλλάξουν την Άννυ ακόμη και από την παραμικρή δουλειά. ΄Επλεναν και άλλαζαν το μωράκι μετά από κάθε γεύμα και, τις ελάχιστες ώρες που η Άννυ εξαντλημένη αποκοιμιόταν, φρόντιζαν να νανουρίζουν το μωρό για να μην την ξυπνάει.

Ο Άλμπερτ με την Κάντυ πέρασαν τις γιορτές στο Λέικγουντ μαζί με τον Τζωρτζ και την πολυπληθή οικογένειά του. Η Ισαβέλλα έδινε οδηγίες στην Κάντυ για μετά τη γέννα ενώ τα μωρά της χαλούσαν τον κόσμο με τα παιχνίδια, τα γέλια και τα κλάματά τους. Στο γιορτινό τραπέζι συμμετείχε και ο Τομ που δεν έπαιρνε τα μάτια του από τη Λουτσίτα, λέγοντας διάφορες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο λόφο και κυρίως για τις απίστευτες σκανταλιές της Κάντυ.

Η Ελρόϋ προτίμησε να περάσει τις γιορτές κοντά στη Σοφία και τη νιόπαντρη Ελίζα. Ίσως να ήταν ιδέα της αλλά την επομένη του γάμου της η Ελίζα είχε χάσει τη σπιρτόζα διάθεσή της ενώ ο Μπράιαν ήταν συνεχώς εξαφανισμένος. Μάλιστα ανήμερα στις γιορτές προφασίστηκε ταξίδι και έλειψε για 3-4 μέρες. Ο Νηλ στο γάμο της αδερφής του γνωρίστηκε με μια νεαρή αριστοκράτισσα και –αν και βαριόταν φριχτά- πέρασε τις γιορτές ως φιλοξενούμενος του αδερφού της κοπέλας.

Η Άμπιγκαιηλ με τον Μπράιαν προτίμησαν το Μέξικο. Οι πιθανότητες να συναντήσουν ανθρώπους που δεν ήθελαν ήταν μηδαμινές και επιτέλους θα περνούσαν 3 μέρες μαζί χωρίς να χρειάζεται να φεύγει ο Μπράιαν από την αγκαλιά της στη μέση της νύχτας.

Η Μαντλέν με τον Βλαντιμίρ παρέμειναν στο Σικάγο. Δεν ήθελε ακόμη να τον παρουσιάσει στο Λουντοβίκ αν πρώτα δεν σιγουρευόταν για τα αισθήματα του άντρα. Είχε περάσει αρκετά χρόνια ο ένας μακριά από τον άλλο και περισσότερα τους χώριζαν παρά τους ένωναν. Έπρεπε να ανακαλύψουν από την αρχή αν ταίριαζαν και δεν ήταν απλά ένα καπρίτσιο η επανένωσή τους. Ο Βλαντιμίρ δε βιαζόταν. Η οικοδομή είχε σταματήσει λόγω των γιορτών και βρήκε το χρόνο που χρειαζόταν για να μείνει με τη Μαντλέν. Σιγά σιγά όλα θα διορθώνονταν.

Στο Κονέκτικατ για πρώτη φορά ο Μάικλ έβλεπε το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και δεν το χόρταινε. Εκείνος το διάλεξε και ο πατέρας του το έκοψε και το μετέφερε στο σπίτι. Ξεκίνησαν να το στολίζουν όλοι μαζί αμέσως μόλις γύρισαν από τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία και το σπίτι αντηχούσε τα γέλια και τις φωνούλες του κάθε φορά που έβαζε ένα στολίδι στα κλαδιά. Η χαρά του δε, κορυφώθηκε όταν ο πατέρας του τον σήκωσε στα χέρια του για να βάλει το αστέρι στην κορυφή. Η κα Μάρλοου έστρωσε το τραπέζι και ξεφούρνισε τη γαλοπούλα γκρινιάζοντας διαρκώς που ο Τέρρυ δε δέχτηκε την πρόσκλησή της να περάσει με τη Σουζάννα την Παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Μάικλ άργησε πολύ να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ αφού συνεχώς κατέβαινε από τη σοφίτα για να τσεκάρει αν πέρασε ο SantaClaus. Και τα 3 προηγούμενα χρόνια τον περίμενε… μάταια όμως… αφού η τρύπια του κάλτσα στο τζάκι ποτέ δεν περιείχε κάτι. Νόμιζε πως ο άγιος τον είχε ξεχάσει σαν την μαμά του που έφυγε μακριά τους ή πως είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μη δικαιούται πιά ένα γλειφιτζούρι ή ένα μικρό σακουλάκι καραμέλες όπως τις πρώτες χρονιές. Τώρα όμως οι ελπίδες του είχαν αναπτερωθεί. Χάρη στη Σουζάννα, μια ολοκαίνουρια πολύχρωμη και μεγάλη κάλτσα ήταν κρεμασμένη στο τζάκι και το σπουδαιότερο; δίπλα στην κάλτσα, ένα ποτήρι γάλα και λίγα μπισκότα σε ένα πιάτο “…για να ξαποστάσει ο άγιος” όπως του είπε. Η Σουζάννα είχε από νωρίς ψαρέψει τις επιθυμίες του και τα κουτιά με τα παιχνίδια ήταν από μέρες κρυμμένα στο ερμάριό της: ένα τραινάκι που σφύριζε καθώς κυλούσε πάνω στις ράγες, ένα καλειδοσκόπιο που διαθλούσε το φως σε πολύχρωμα μικρά κομμάτια, μια μπάλα, χρωματιστά μολύβια και πολλές κόλες για να ζωγραφίζει… Ήταν σίγουρη πως το πρωί ο Μάικλ θα ήταν το πιο ευτυχισμένο παιδάκι στον κόσμο.

Ο Τέρρυ δεν είχε χρόνο για τις ορέξεις της Μάρλοου. Έστειλε στη Σουζάννα μια μηλόπιττα μαζί με τις ευχές του και ξεκουραζόταν από τον κάματο των ημερών. Η παράσταση στο θέατρο είχε ξεκινήσει στις αρχές Δεκέμβρη και ήδη σημείωνε τεράστια επιτυχία. Όλα τα εισιτήρια για τις γιορτινές μέρες είχαν εξαντληθεί και οι εφημερίδες έγραφαν μόνο κολακευτικά σχόλια. Εντύπωση τους έκανε η νεαρή ηθοποιός που έπαιζε το καλοκάγαθο ξωτικό. Πολλοί μιλούσαν για τη νέα Σουζάννα. Τον επόμενο μήνα θα ξεκινούσαν τουρνέ και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αμερικής με την επιτυχία ήδη εξασφαλισμένη. Η Μπέηκερ διάβαζε το σενάριο που της είχε στείλει η Σουζάννα και, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, της άρεσε πάρα πολύ.

Ο χειμώνας προχωρούσε με βαριά βήματα. Η συνεχής χιονόπτωση δυσκόλευε τις μακρινές μετακινήσεις και έτσι η Πάτυ με την Κάντυ μόνο μια φορά κατάφεραν να δουν το μικρούλι Στήαρ. Η Πάτυ μάλιστα “πέταξε” από τη χαρά της όταν ο Άρτσυ μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευφρόσυνο κλίμα της ζήτησε να γίνει η νονά του μικρού. Μέσα σε αναφιλητά χαράς ψιθύρισε το “ναι” και όρισαν τη βάπτιση για το καλοκαίρι για να μπορέσει και η Κάντυ να παρευρεθεί. Οι δουλειές όμως δεν περίμεναν και η Πάτυ αμέσως μετά τις γιορτές έπεσε με τα μούτρα στη διδασκαλία των παιδιών. Ο Χοσέ διαμαρτυρόταν που όλο και πιό σπάνια πια έβλεπε την Πάτυ του και ανυπομονούσε να έρθει η άνοιξη για να μπορεί να βρίσκεται κοντά της πιο συχνά.





Μια ηλιαχτίδα στο καταχείμωνο.





Η Άμπιγκαιηλ άνοιξε τα μεγάλα παραθυρόφυλλα να αεριστεί το δωμάτιο. Το κρύο ήταν τσουχτερό και την ανάγκασε να τυλιχτεί στη μάλλινη ρόμπα της. Για άλλη μια φορά ο Μπράιαν έφυγε μέσα στη νύχτα αφήνοντάς τη και πάλι μόνη. Μόνο που τώρα δεν την πείραζε πια. Το μυαλό της γύρισε στις χριστουγεννιάτικες μέρες που πέρασαν στο ζεστό και σκονισμένο Μέξικο. Μετά από τόσα χρόνια, ένιωθε πως ο Μπράιαν της ανήκε –σχεδόν ολοκληρωτικά.

Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά από παιδιά. Ή μάλλον… ο Μπράιαν μεγάλωνε ενώ εκείνη ήταν ακόμη παιδί. Είχαν κοντά 10 χρόνια διαφορά και στην αρχή τον έβλεπε σαν τον μεγάλο της αδερφό που την προστάτευε. Οι γονείς της, ένας μόνιμα καλοσυνάτος Ιρλανδός και μια όμορφη Σκωτσέζα χάθηκαν σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε κάτω από περίεργες συνθήκες στη φτωχογειτονιά της Νέας Υόρκης όπου διέμεναν. Η μικρή Άμπι έπαιζε με τα αδέρφια του Μπράιαν όταν είδε τις φλόγες να τυλίγουν το καλυβάκι τους και τους γονείς της ανήμπορους να βγουν έξω. Ο Μπράιαν την κράτησε στην αγκαλιά του για να μην τρέξει προς το μέρος τους και για μέρες ηρεμούσε τους εφιάλτες της.

Τώρα ήταν η γραμματέας του και το πιο έμπιστό του άτομο. Με τα χρόνια, η αδελφική της αγάπη μετουσιώθηκε σε άσβεστο έρωτα για τον γοητευτικό άντρα. Ήξερε όμως τις μεγάλες του φιλοδοξίες για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη και στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν να μην την απομακρύνει ποτέ από κοντά του. Ο γάμος του με την Ελίζα ήταν μεγάλο αγκάθι στην καρδιά της όσο και αν εκείνος τη διαβεβαίωνε πως καμία δε θα έμπαινε ποτέ στην καρδιά του. Η Ελίζα της ήταν αντιπαθητική. Δυό τρεις φορές την είχε δει στο γραφείο όταν είχε έρθει να του ζητήσει χρήματα για τις ετοιμασίες του γάμου τους και είχε αντιμετωπίσει την Άμπι σα να ήταν παρακατιανή. Εννοείται πως η Ελίζα δεν καταδέχτηκε να την καλέσει στο γάμο και ας ήξερε πόσα χρόνια ήταν κοντά στον Μπράιαν. Η Άμπι δεν ξίνισε καθόλου. Αντίθετα… την έβγαλε από τη δύσκολη θέση να παραστεί στο μυστήριο την ώρα που ο πόνος λάβωνε την καρδιά της.

Έκλεισε το παράθυρο και πήγε να ξαπλώσει για λίγο. Ένιωθε διαρκώς νυσταγμένη στο γραφείο τις τελευταίες μέρες και πολύ κουρασμένη. Αν κέρδιζε λίγα λεπτά ξεκούρασης ακόμη ίσως η μέρα της κυλούσε καλύτερα σήμερα.





Ο Βλαντιμίρ με τον Άλμπερτ γευμάτιζαν σε ένα ρεστωράν κοντά στα γραφεία των Άρντλεϋ. Η πρόταση του παλιού συμφοιτητή του είχε φανεί αρκετά δελεαστική. Θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το Λουντοβίκ και να αναπληρώσει όλο το χαμένο χρόνο. Επιπλέον, η μόνιμη παρουσία γιατρού στο λόφο θα ήταν ένα κίνητρο για την ανάπτυξη της γύρω περιοχής. Ο γιατρός Μάρτιν θα τον αναπλήρωνε μια ή δύο φορές την εβδομάδα όπως έκανε μέχρι τώρα. Και ο Βλαντιμίρ θα μπορούσε να κατεβαίνει στο Σικάγο κοντά στη γυναίκα του.

Ο Άλμπερτ σκεφτόταν και την πρόταση της Κάντυ να πάει στην Ιατρική Σχολή του Σικάγο μόλις ξεπεταγόταν λίγο το μωρό τους. Η παιδιατρική ήταν ο κλάδος που θα ακολουθούσε και ανυπομονούσε όλο και περισσότερο να αρχίσει τις σπουδές της. Τώρα βέβαια προείχε το μωρό. Ήταν σχεδόν στο μήνα της και παρά τα παρακάλια του Άλμπερτ θα έμενε στο λόφο. Η αδερφή Μαρία θα τη βοηθούσε στη γέννα. Άλλωστε και η ίδια γνώριζε πάρα πολλά πράγματα.

Οι δύο άντρες έδωσαν τα χέρια. Ξαφνικά ένιωσαν πως οι ευτυχισμένες μέρες του Κολεγίου είχαν επιστρέψει. Χαμογέλασαν πλατιά σφραγίζοντας έτσι τη συμφωνία τους. Από την ερχόμενη εβδομάδα που οι δουλειές του Άλμπερτ θα περνούσαν στα χέρια του Τζώρτζ θα ξεκινούσε και η σταδιοδρομία του Βλαντιμίρ ως χειρουργού γιατρού στο λόφο της Πόνυ. Σε λίγη ώρα η Μαντλέν θα έκλεινε το μαγαζί και θα ανέβαιναν όλοι μαζί στο ορφανοτροφείο. Η χαρά του Βλαντιμίρ ήταν απερίγραπτη. Έπρεπε να περάσει τόσα, για να καταλάβει τι πραγματικά είχε αξία για εκείνον. Τα εφηβικά του όνειρα για μια πλούσια και γεμάτη απολαύσεις ζωή στο Παλάτι είχαν αντικατασταθεί από την ανάγκη να βρει το δικό του απάνεμο λιμάνι και να χτίσει μια νέα ζωή. Με στερήσεις –ίσως- και με δυσκολίες αλλά με ανθρώπους κοντά του που σήμαιναν τα πάντα πλέον για εκείνον. Σε λίγο θα συναντούσε το παιδί του για πρώτη φορά και δε λαχταρούσε τίποτα παραπάνω από το να το σφίξει στην αγκαλιά του, να του μιλήσει να το αγγίξει… Να σταθεί δίπλα του με αυτοθυσία και αυταπάρνηση όπως και ο δικός τους πατέρας…





Η Ελίζα τσαλάκωσε την εφημερίδα και την πέταξε μακριά της. Η παράσταση του Τέρρυ θα ανέβαινε σε λίγες μέρες στο Σικάγο. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό θα τον έβλεπε ξανά. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει. Χωρίς την Κάντυ και με τη Σουζάννα ώρες μακριά, ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τον γοητεύσει. Θα φορούσε το κατακόκκινο φουστάνι της και θα πήγαινε να τον βρει στα καμαρίνια.

Άνοιξε τα μάτια της και το βλέμμα της πλανήθηκε στο κενό. Ούτε τον εαυτό της δεν μπορούσε να κοροϊδέψει. Τι θα έλεγε στον Τέρρυ; Πως αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άξεστο αλλά η καρδιά της ανήκε στο Σκωτσέζο αριστοκράτη; Και μετά… τι;; Εδώ αρνιόταν η ίδια να το πιστέψει. Ήταν σίγουρη πως ο βρωμοϊρλανδός δεν έπαιρνε προφυλάξεις αλλά δεν περίμενε να συμβεί… Τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Εκείνη η άχαρη κατάσταση που ήταν υποχρεωμένη να περνάει σχεδόν κάθε βράδυ την έκανε να σιχαίνεται και τον εαυτό της. Όποια ώρα και αν ερχόταν ο Μπράιαν σπίτι φρόντιζε να ανταποκρίνεται στα συζυγικά του καθήκοντα. Όχι για να ρίξει στάχτη στα μάτια της αλλά για τον πολυπόθητο απόγονο. Άλλωστε δεν έκανε και τίποτα για να το ευχαριστηθεί κανείς από τους δυό τους. Το πρώτο δε βράδυ του γάμου τους ήταν η χειρότερη ερωτική εμπειρία της ζωής του. Ούτε που τον ένοιαξε αν η Ελίζα τον παρακαλούσε να σταματήσει. Συνέχισε ακάθεκτος σα να είχε να κάνει με ένα τσουβάλι πατάτες και όχι με άνθρωπο. Όσο πιο γρήγορα ερχόταν το παιδί του τόσο καλύτερα θα ήταν για τους δυό τους. Δε θα ήταν κανείς από τους δύο αναγκασμένος να υπομένει αυτή την κατάσταση.

Τώρα τα σημάδια ήταν όλα εκεί. Καθυστέρηση αρκετών ημερών, ζαλάδες και υπνηλία συνέθεταν το γνώριμο σκηνικό. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η Κάντυ αμέσως μόλις γύρισαν από το ταξίδι τους στον Καναδά. Τουλάχιστον εκείνη η ξιπασμένη έδειχνε να περνάει καλά με τον άντρα της και χαιρόταν που θα γινόταν μητέρα.

Η Ελίζα όμως όχι. Δεν την ήθελε την εγκυμοσύνη αυτή. Και δε θα του έκανε το χατίρι. Δε θα έφερνε στον κόσμο το παιδί του. Δεν του είπε ποτέ τις υποψίες της, και αυτό για την ώρα ήταν υπέρ της.

Έβαλε την υπηρέτρια να φωνάξει τον Στιούαρτ.

- Γρήγορα, πήγαινέ με στο λόφο του ορφανοτροφείου.






Η κακιά στιγμή






Η Κάντυ άκουγε έκπληκτη την ιστορία της Μαντλέν και του Βλαντιμίρ. Να λοιπόν που η αγάπη μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω. Όπως εκείνη ξαναβρήκε τον πρίγκηπά της μετά από τόσα χρόνια έτσι και η Μαντλέν ξαναβρήκε το δικό της. Γιατί ήταν σίγουρη πως η Μαντλέν ποτέ δεν έπαψε να περιμένει τον Βλαντιμίρ ακόμη και όταν οι ελπίδες της εξανεμίστηκαν εδώ στην άλλη άκρη του ωκεανού. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Βλαντιμίρ δε χόρταινε να κοιτάει τα πιτσιρίκια που έπαιζαν αμέριμνα κυνηγητό. Ο γιός του ήταν το πιο όμορφο, το πιο ψηλό, το πιο χαρούμενο απ΄όλα τα παιδάκια. Ή εκείνος τα έβλεπε έτσι; Θυμήθηκε τον δικό του πατέρα πόσο τους φρόντιζε, πόσο τους προστάτευε, πόσο τους αγαπούσε. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, δάκρυσε. Νωρίτερα, είχε κάνει πρόταση γάμου στη Μαντλέν η οποία ακόμη δεν του είχε απαντήσει. Περίμενε τη συνάντηση με το Λουντοβίκ για να δει τις αντιδράσεις του μικρού στην ιδέα πως ο πατέρας του ήταν πιά κοντά τους.

Ο Στιούαρτ πάρκαρε το αυτοκίνητο των Ράνγκαν στην είσοδο του ορφανοτροφείου. Εκεί θα περίμενε μέχρις ότου η Ελίζα να επιστρέψει. Η παρουσία της παραξένεψε όλους.

- “Κάντυ, μπορώ να σου μιλήσω;”

- “Τι θέλει αυτή εδώ πέρα;” Φώναξε η Μαντλέν.

-“Κάντυ, θέλω να σου μιλήσω.”

- “Σ΄ακούω Ελίζα, τι με θέλεις;”

- “Όχι εδώ, όχι μπροστά σε όλους.”

- “Μα… Δεν έχω να κρύψω κάτι από τους φίλους μου, Ελίζα.”

- “Σε… σε παρακαλώ… “ για πρώτη φορά στη ζωή της η Ελίζα μέτριασε τον τόνο στη φωνή της και παρακάλεσε την Κάντυ.

Σηκώθηκε από την καρέκλα της με δυσκολία. Η μέση της την πονούσε από το βάρος του μωρού που θα έπρεπε τώρα να έχει πάρει κλίση. Η Μαντλέν κοίταξε την Ελίζα περίεργα. Κάτι σκαρώνει αυτή, τόση ευγένεια δεν είναι του χαρακτήρα της.

Η Κάντυ πλησίασε την Ελίζα…

- “Όχι εδώ, κάπου να μη μας ακούν” της είπε σχεδόν ψιθυριστά.

- Πάμε από εδώ.

Κατευθύνθηκαν προς τους στάβλους. Μέσα ο Καίσαρας και η Κλεοπάτρα, δώρο του Άλμπερτ στην Κάντυ έτρωγαν το σανό τους.

- ‘Γεννάς;” τη ρώτησε η Ελίζα.

- “Ε, σε λίγες μέρες, πρώτα ο Θεός…” η Κάντυ δεν πίστευε πως το ενδιαφέρον της Ελίζας ήταν πραγματικό.

- “Για πες μου, όμως, προς τι όλη αυτή η μυστικότητα; Τι με θέλεις;”

-“Υπάρχει κάτι για το οποίο μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις.”

- “Εγώ; Που θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμη;” Η Κάντυ κοιτούσε απορημένη την Ελίζα.

- “Να, ξέρεις… είμαι έγκυος” απάντησε διστακτικά η Ελίζα μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας.

- “Χαίρομαι Ελίζα, αλλά και πάλι… δεν καταλαβαίνω…”

- “ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ..” τσίριξε… ” Πρέπει να το ρίξω… και είσαι η μόνη που μπορείς να με βοηθήσεις.”

- “Εγώ; Μα τι λές Ελίζα; Τι πράγματα είναι αυτά; Θα έπρεπε να χαίρεσαι που σε λίγους μήνες θα…”

- ‘ΜΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ; Πρέπει να με βοηθήσεις να απαλλαγώ από αυτή την εγκυμοσύνη…” η Ελίζα κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της.

- “Ελίζα, εγώ δεν.. “ Η Κάντυ έκανε ένα βήμα πίσω… Μέχρι και τα άλογα χλιμίντρισαν διαισθανόμενα την ένταση που είχε δημιουργηθεί.

- “Κάποιος τρόπος θα υπάρχει και εσύ τον ξέρεις. Συχνά οι υπηρέτριες στο σπίτι μας γκαστρώνονται αλλά μετά από λίγο όλα μέλι γάλα.” Η Ελίζα δυνάμωσε τον τόνο της φωνής της κοιτάζοντας άγρια και απειλητικά την Κάντυ.

- “Δεν ξέρω Ελίζα, αλλά και να ήξερα κάτι δεν…”

- “ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ, ούρλιαξε.. “το ήξερα πως δε θα βοηθούσες.”

Η Ελίζα έπιασε από τα μαλλιά την Κάντυ που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και άρχισε να τη χτυπά με τις γροθιές της. Ζαλισμένη σχεδόν η Κάντυ, έπιασε αυθόρμητα την κοιλιά της προσπαθώντας να την προστατεύσει από τα χτυπήματα της Ελίζας.

Από την οργή της, δεν πρόλαβε να δει τον άντρα πίσω από την Κάντυ. Το μαστίγιο έπεσε με ορμή πάνω στην Ελίζα χαράζοντας μια κατακόκκινη γραμμή στο πρόσωπό της. Ο Άλμπερτ ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά την Ελίζα όταν είδε την Κάντυ να λιποθυμάει σε μια λιμνούλα από νερό.

- “Μωρό μου”, ξεφώνισε, πετώντας το μαστίγιο και πέφτοντας πάνω στην Κάντυ που είχε σωριαστεί.

Η Ελίζα κρατώντας το ματωμένο πρόσωπό της, έτρεξε προς την έξοδο και τον Στιούαρτ. Σε δευτερόλεπτα ακούστηκε ο θόρυβος του αυτοκινήτου που έφευγε.

Ο Άλμπερτ σήκωσε την Κάντυ στην αγκαλιά του και έτρεξε πανικόβλητος προς το ιατρείο. Ο γιατρός Μάρτιν είχε ήδη περάσει το πρωί και τώρα… τώρα… τώρα που η Κάντυ γεννάει… τι γίνεται;;;

Το χέρι του Βλαντιμίρ στον ώμο του τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

- “Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ.” τον καθησύχασε.

Η Μαντλέν είχε τρέξει να τον φωνάξει μόλις είδε τον Άλμπερτ να κρατάει στην αγκαλιά του την Κάντυ και τώρα με την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία ήταν έτοιμες να πάρουν εντολές από τον Βλαντιμίρ.

Μεμιάς ετοιμάστηκαν οι κατσαρόλες με το ζεστό νερό και τις καθαρές πετσέτες. Η καρδιά του Άλμπερτ κόντευε να σπάσει από την αγωνία του. Η Κάντυ ακόμη δεν είχε επανακτήσει τις αισθήσεις της. Ο Βλαντιμίρ εξέταζε την ετοιμόγεννη κοπέλα και ανήσυχος γύρισε προς τον Άλμπερτ.

- “Κατεβαίνει ανάποδα. Θα πρέπει να της πάρουμε το μωρό με καισαρική και ήδη έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο.”

Στο ιατρείο υπήρχαν τα πάντα για να κάνει ο Βλαντιμίρ την επέμβαση. Παρακάλεσε τον Άλμπερτ να βγει έξω και κράτησε κοντά του μόνο την Μαντλέν και την αδερφή Μαρία. Δίπλα στο χειρουργικό κρεβάτι, η Μαντλέν φρόντιζε να κρατάει με αναισθητικό κοιμισμένη την Κάντυ καθ’ όλη τη διάρκεια του χειρουργείου. Η αδελφή Μαρία έδινε στο Βλαντιμίρ κάθε τι που χρειαζόταν : νυστέρια, γάζες, αντισηπτικό, βελόνες… Η επέμβαση ήταν λεπτή. Κατά τη διάρκεια της καισαρικής, η μήτρα δεν έπρεπε να παραμείνει ανοιχτή περισσότερο από επτά λεπτά ώστε η Κάντυ να μην κινδύνευε με αποβολή σε ενδεχόμενη δεύτερη εγκυμοσύνη.

Μερικά λεπτά αργότερα, η αδερφή Μαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Στα χέρια της κρατούσε ένα κατάξανθο μωράκι, ίδιο η μαμά του. Το νεογέννητο δεν έκλαψε από την αρχή, αλλά ένα τσίμπημα από το γιατρό άνοιξε τα πνευμόνια του και ένα γοερό κλάμα έκανε τον Άλμπερτ να ορμήσει μέσα παίρνοντας στην αγκαλιά του τη μικροσκοπική του κόρη. Ήθελε να σκύψει να τη φιλήσει στο κεφαλάκι της παρά τις βλέννες και τα αίματα, αλλά το αυστηρό βλέμμα του Βλαντιμίρ, τον απέτρεψε. Η μικρή όπως κάθε νεογέννητο ήταν πολύ ευάλωτη στο εξωτερικό περιβάλλον. Έδωσε το μωρό στην αδελφή Μαρία για το πρώτο του μπανάκι και κάθισε δίπλα στην Κάντυ που ακόμη δεν είχε ξυπνήσει. Ο Βλαντιμίρ τελείωνε με την πρώτη του επιτυχημένη επέμβαση και γυρνώντας σοβαρά προς τον Άλμπερτ του είπε:

- Να σας ζήσει! Είναι όμορφο και υγιές. Είστε ευλογημένοι φίλε μου. Χωρίς την καισαρική, καμιά από τις δύο δε θα γλίτωνε.

Ο Βλαντιμίρ είχε δίκιο. Αν η μοίρα δεν τα έφερνε έτσι ώστε να ανέβουν σήμερα στο λόφο η Κάντυ ίσως να μην… Όχι, όχι… δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ο Βλαντιμίρ ζήτησε από τον Άλμπερτ να κρατήσει για λίγο ακόμη την Κάντυ αναίσθητη. Μετά την επέμβαση θα πονούσε πολύ, και έπρεπε να ανακτήσει δυνάμεις για να μπορέσει να θηλάσει το μωρό.





Στη δρόμο η Ελίζα σφούγγιζε με το μαντήλι της την πληγή. Έβριζε μέσα από τα δόντια της ενώ ο οδηγός δίπλα της παρέμενε σιωπηλός. Κάποια στιγμή, η Ελίζα του είπε:

- Μα ναι, εσύ θα ξέρεις…

Ο Στιούαρτ δεν ήξερε τι να απαντήσει στην Ελίζα. Του ζητούσε κάτι που ήταν πέρα από τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις του ως οδηγός των Ράνγκαν. Μα που;;; πώς;;;

Αναγκάστηκε να κάνει μια παράκαμψη στη φτωχογειτονιά του Σικάγο εκεί που ήταν μαζεμένα τα χαμαιτυπεία της πόλης. Σταμάτησε έξω από ένα τρισάθλιο σπίτι που βρώμαγε μούχλα και υγρασία, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μπήκε μέσα. Δύο λεπτά αργότερα, η πατρόνα κοίταζε εξεταστικά την Ελίζα και την πρόσταξε να κατέβει. Δε θα αργούσαν πολύ.

Όταν συνήλθε η Ελίζα, ο πόνος την έκανε να διπλωθεί. Στ΄αυτιά της αντηχούσαν τα λόγια της πατρόνας. “Ta παιδιά να τα ξεχάσεις…” Προσπάθησε να κατέβει από το κρεβάτι μα σχεδόν λιποθύμησε. Ο Στιούαρτ τη μετέφερε στο αυτοκίνητο, και, αφού πλήρωσε τη μεγαλόσωμη γυναίκα, εξαφανίστηκε στα προάστια της πόλης. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν άφηνε την Ελίζα στο κρεβάτι της. Δε χρειαζόταν να τον πληρώσει για να μη μιλήσει – ήταν άλλωστε πιστός στον πατέρα της- αλλά η Ελίζα επέμενε να πάρει το πακέτο με τα χαρτονομίσματα που έβγαλε από το κομοδίνο της. Το πρωί θα σκεφτόταν τι θα έλεγε στον ιρλανδό. Ίσως όμως να μη χρειαζόταν να του μιλήσει. Είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο και νωρίς το πρωί θα το έβαζε σε εφαρμογή.

Την επομένη αισθανόταν κάπως καλύτερα. Η αιμορραγία είχε σταματήσει αλλά ο πόνος ακόμη τη σούβλιζε. Ο Στιούαρτ την κατέβασε στην πόλη, στο δικηγορικό γραφείο των “Mιλς και Tζόνσον”. OXάρυ Μιλς, οικογενειακός τους δικηγόρος, απουσίαζε εκείνη τη στιγμή αλλά η γραμματέας του της έδωσε τα χαρτιά να τα υπογράψει σύμφωνα με την κατάθεσή της. Σκέφτηκε τον πατέρα της, ίσως να στενοχωριόταν με την εξέλιξη αυτή. Λίγες μέρες μετά τον αρραβώνα, την είχε ρωτήσει αν συμφωνούσε με τον επικείμενο γάμο της. Ήταν μια εμπορική συμφωνία για τους Ράνγκαν αλλά ο Ο’ Σάλλιβαν ήταν και πλούσιος και γοητευτικός. Δεν ήθελε όμως η κόρη του να πιεστεί να παντρευτεί κάποιον που δεν της άρεσε. Υπήρχε ακόμη καιρός για πισωγύρισμα. Η Ελίζα κοίταξε το ακριβό μονόπετρο στο μεσαίο της δάχτυλο, χάιδεψε στην τσέπη της τις λευκές επιταγές που της έδωσε ο αρραβωνιαστικός της για να της χρησιμοποιήσει όπως εκείνη ήθελε και θυμήθηκε τα βλέμματα θαυμασμού των φιλενάδων της για τον Ιρλανδό. Απάντησε αβίαστα στον πατέρα της πως ήταν ικανοποιημένη με την επιλογή τους και ανυπομονούσε για την ημέρα του γάμου της.

Πήρε το αντίγραφο από τη γραμματέα και γύρισε στο αρχοντικό τους. Στην κατάθεσή της κατηγορούσε τον άντρα της πως ήταν υπεύθυνος για το σημάδι στο πρόσωπό της. Τι και αν ο Μπράιαν δεν ασχολιόταν καθόλου με άλογα; Η Κάντυ δε θα μιλούσε, βλαμμένο ήταν… ο Άλμπερτ σίγουρα δε θα τολμούσε να πει τι είχε κάνει, η σιωπή του Στιούαρτ ήταν εξασφαλισμένη. Τι και αν ο Μπράιαν έλειπε ταξίδι για δουλειές 3 μέρες τώρα; Οι γονείς της θα την πίστευαν, όπως έκαναν και στο παρελθόν. Θα τους έλεγε και πως την ξυλοφόρτωσε… και έχασε το παιδί τους… γι αυτό τον χωρίζει τώρα… Μετά ο δρόμος για την αγκαλιά του Τέρρυ θα ήταν ανοιχτός…

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη… Η καμτσικιά θα άφηνε μόνιμο σημάδι στο πρόσωπό της. Και λοιπόν; Θα έβρισκε τρόπο να την καλύπτει… με κάποια πούδρα ίσως… Και ο Τέρρυ δε θα είχε πρόβλημα… εδώ δε δίστασε να μείνει με την παλιοσακάτισσα με το κομμένο πόδι στην ουλή θα κολλούσε; Μπα… ο Τέρρυ δεν ήταν τέτοιος τύπος. Είχε αριστοκρατική καταγωγή και αυτό ήταν αρκετό για να γίνει γυναίκα του. Βέβαια… παιδιά δε θα μπορούσε να του κάνει… αλλά ποιος νοιάζεται; Ο Τέρρυ θα είχε την καριέρα του και εκείνη αυτόν. Τώρα μάλιστα που η Κάντυ γεννοβολούσε το μούλικό της…

Το μυαλό της γύρισε στα γεγονότα της προηγούμενης μέρας… Την παλιοβρώμα… …Ήθελε να με εκδικηθεί, ζήλευε που εγώ θα μπορούσα να δώ την παράσταση με τον Τέρρυ στο θέατρο και αυτή με το μπάσταρδό της θα ήταν αναγκασμένη να τη χάσει… Εγώ φταίω… που σχεδόν την παρακάλεσα… τώρα ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα. “ Η οργή φούντωσε μέσα της και της έφερε δάκρυα στα μάτια. Οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό της “Επίτηδες το έκανε… Και τι θα πω στον άλλον;;; Θεέ μου, όπου να ΄ναι θα έρθει. Εκείνος όμως φταίει. Αν δεν έπεφτε πάνω μου σα μοσχάρι κάθε βράδυ τώρα δε θα ήμουν σε αυτή την κατάσταση. “

Θα πρέπει να είχαν περάσει ώρες σε αυτή την κατάσταση. Η πόρτα άνοιξε και ο Μπράιαν μπήκε μέσα. Η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο. Άναψε το φως και κοίταξε την Ελίζα.

- “Τι έχεις και κάθεσαι στα σκοτεινά;”

- “Τολμάς και ρωτάς; Εξαιτίας σου χάλασα το πρόσωπό μου και τώρα… τώρα τι θα απογίνω;”

- “Δεν καταλαβαίνω τι λες. Τι σου έκανα; Τι έχει το πρόσωπό σου;”

Γύρισε και τον κοίταξε. Μια αυλακιά χαράκωνε το μέτωπό της ως τη βάση του λαιμού.

- “Τι συνέβη Ελίζα; Ποιος σου το έκανε αυτό;”

- “Για όλα φταις εσύ και oι ορέξεις σου. Ποιος σου είπε πως ήθελα να γίνω μητέρα των παιδιών σου; Ποιος σου είπε πως ήθελα να χαλαστώ για τα μούλικά σου; Αν ήθελες παιδιά να έπαιρνες κουνέλα της τάξης σου και όχι κορίτσι από αριστοκρατική οικογένεια.

Η Ελίζα ωρυόταν έχοντας χάσει κάθε έλεγχο και, όπως την προηγούμενη μέρα με την Κάντυ, κλωτσούσε και γρονθοκοπούσε τον Μπράιαν. Και όχι μόνο. Μέσα σε ένα παραλήρημα, ξεστόμιζε ακατονόμαστες εκφράσεις και βρισιές για την καταγωγή του.

Το χαστούκι του την επανέφερε στην πραγματικότητα. Έπεσε σχεδόν πάνω στην αυλακιά από το καμτσίκι του Άλμπερτ και την έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο.

- “Θα μου το πληρώσεις αυτό, αχρείε…” Έβγαλε από την τσάντα της το αντίγραφο της πρωινής αίτησης και του το πέταξε στα μούτρα. “Διάβασε λοιπόν – αν ξέρεις βέβαια γράμματα- “ του είπε καγχάζοντας. Και μη διανοηθείς να με πλησιάσεις ξανά… “

OΜπράιαν πήρε το χαρτί και άρχισε να διαβάζει… ξανά και ξανά… δεν πίστευε στα μάτια του… όταν συνειδητοποίησε πως το χαρτί στα χέρια του ήταν πέρα για πέρα αληθινό άρχισε να γελάει τρανταχτά…

- “Μάλλον δεν κατάλαβες περί τίνος πρόκειται” του είπε ειρωνικά. “Φεύγεις από τη ζωή μου, σήμερα κιόλας. Άρχισε να μαζεύεις τα βρωμόρουχά σου και… “

- “Δε σου τα είπανε καλά χρυσή μου… Εδώ θα μένει η γυναίκα μου και σε λίγο τα παιδιά μου...”

- “Μα τι λες; Αίτηση διαζυγίου είναι και εγώ παιδιά δεν…” η Ελίζα δεν καταλάβαινε που οφειλόταν η χαρούμενη διάθεση του Μπράιαν…

Τρεις μέρες τώρα το είχε καλά σκεφτεί. Παρά τις αντιρρήσεις και τα κλάματα της Άμπυ εκείνος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα κατέθετε αίτηση διαζυγίου και θα παντρευόταν την Άμπυ. Σε λίγους μήνες θα έφερνε στον κόσμο το παιδί του. Τι και αν έχανε όλη του την περιουσία; Μόνος του την έφτιαξε , μόνος του θα την γκρέμιζε. Τη φτώχεια την είχαν ζήσει και οι δύο, δε θα τον πείραζε να ξαναγίνει και πάλι φτωχός. Φτάνει το παιδί του να είχε το όνομά του και ένα καθαρό πρόσωπο στην κοινωνία. Το προικοσύμφωνο το έγραφε καθαρά: όποιος από τους δύο κατέθετε αίτηση διαζυγίου, όλη η περιουσία του θα περνούσε στον άλλο. Ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για τον Ράνγκαν που ήξερε πως τις ιδιοτροπίες της κόρης του δύσκολα τις ανεχόταν κανείς και επιπλέον ήθελε να περιορίσει το ρίσκο της συνεργασίας με ένα νεόπλουτο γυναικά. Ο Μπράιαν υπογράφοντάς το είχε πιαστεί στη φάκα αφού δευτερόλεπτα αργότερα άκουγε σε πόσο μεγάλη εκτίμηση τον είχε η υψηλή κοινωνία από το στόμα της ίδιας της μέλλουσας γυναίκας του. Σήμερα, ήταν αποφασισμένος να πάρει διαζύγιο από αυτό το φιάσκο επωμιζόμενος τις συνέπειες της οικονομικής του καταστροφής. Ποιος θα το πίστευε πως η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε χαμένη να είναι η Ελίζα;

- “Και, ποιος σου είπε πως τα παιδιά μου θα είναι και δικά σου;” της απάντησε στο ίδιο ειρωνικό στυλ. “Από αύριο, η Άμπυ θα μένει εδώ.”

- “Ποια είναι αυτή; Με ποιο δικαίωμα θα με διώξεις από το σπίτι μου;;;”

- “Σπίτι σου; Ας γελάσω αγαπητή μου. Δε σε ενημέρωσε ο πατέρας σου πως σε περίπτωση διαζυγίου όλη σας η περιουσία θα περιέλθει σε εμένα; Μέχρι να επιστρέψω να έχεις εξαφανιστεί…”

Έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του αφήνοντας την Ελίζα να σωριάζεται λιμόθυμη στο πάτωμα.

---------------------------------------------------------------------------------------

Η Σουζάννα τακτοποιούσε το γραφείο της… όσο μπορούσε δηλαδή. Το προηγούμενο απόγευμα μαζί με το μικρό Μάικλ είχαν πάει στη θεατρική παράσταση. Ο Γκάρετ δεν τους συνόδεψε στο θέατρο παρά τους περίμενε σε μια διπλανή μπυραρία. Ο μικρός δεν είχε ποτέ δει την πόλη από κοντά και έκανε συνεχώς ερωτήσεις για ό,τι έβλεπε γύρω του. Ο Γκάρετ απαντούσε με μισόλογα αλλά η Σουζάννα εξηγούσε με λεπτομέρειες στο μικρό κάθε τι που του κέντριζε το ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο μικρός ήταν αμίλητος, κοιτώντας με θαυμασμό όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Λίγο έλειψε να φωνάξει προς το “θείο Τέρρυ” αλλά τελευταία στιγμή η Σουζάννα τον συγκράτησε γελώντας. Γυρνώντας σπίτι ήταν τελείως αποκαμωμένη. Η κούραση δεν την είχε αφήσει αν και κοιμήθηκε βαθιά ως το πρωί.

Σε λίγο θα συναντούσε τη Μπέηκερ. Η ηθοποιός της ζήτησε να συναντηθούν για να συζητήσουν σχετικά με το σενάριο. Η ώρα πλησίαζε αλλά το στομάχι της δεν έλεγε να ηρεμήσει. Παρά τις φρυγανιές που έφαγε νωρίτερα εξακολουθούσε να ανακατεύεται και… ω… το κεφάλι της… όλα γυρίζουν… και…

Η πόρτα άνοιξε την ώρα που η Σουζάννα έπεφτε λιπόθυμη. Ίσα που πρόλαβε ο Τέρρυ να ορμήσει και να την πιάσει προτού χτυπήσει το κεφάλι της στην άκρη του τραπεζιού.

Του φαινόταν γνώριμο το σκηνικό. Το είχε ξαναζήσει δύο τρία χρόνια πριν. Μόνο που τώρα δεν ήταν μόνος του. Η αγκαλιά της Ελαίηνορ είχε ανοίξει διάπλατα για το γιό της. Καταλάβαινε το βουβό του πόνο αλλά δε θα άφηνε το παιδί της να περάσει και δεύτερο Γολγοθά. Λίγο πριν, το χαμόγελο πλάταινε στο πρόσωπο της Μάρλοου όταν άκουγε πως η κόρη της ήταν έγκυος. Γύρισε και στράφηκε στον Τέρρυ αγκαλιάζοντάς τον και προσφωνώντας τον: “Παιδί μου, πόσο ευτυχισμένη με κάνατε…”.

Ο Τέρρυ δεν απάντησε. Από το μυαλό του πέρασαν φρικιαστικές σκηνές εκμετάλλευσης και βιασμού της ανήμπορης να το σταματήσει Σουζάννας. Την καημένη… δεν της έφτανε η αναπηρία για την οποία εκείνος ήταν υπεύθυνος. Και τώρα αυτό… Μέσα της μεγάλωνε το παιδί ποιος ξέρει ποιού αλήτη… Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει… Στην επόμενη κουβέντα της Μάρλοου “τώρα θα πρέπει να κανονίσουμε την ημερομηνία του γάμου” ψέλλισε ένα ξεψυχισμένο “ναι” και σωριάστηκε στον καναπέ στην αίθουσα αναμονής. Μάταια προσπαθούσε η Μπέηκερ να τον κάνει να σκεφτεί λογικά. Με τα χέρια του να σκεπάζουν το πρόσωπό του και τα μάτια καρφωμένα στο κενό έφερνε στη θύμησή του τις όμορφες στιγμές που πέρασε στην αγκαλιά της Μάγια. Για άλλη μια φορά έπρεπε να σκοτώσει τον έρωτά του… ποια Μοίρα τον είχε καταραστεί;;; Ποιοι έριχναν ζάρια στο δικό του πεπρωμένο…

“- Όχι αγόρι μου… δε θα σε αφήσω να καταστρέψεις τη ζωή σου… Τέρρυ κοίταξέ με… Τέρρυ μωρό μου με ακούς… Σε παρακαλώ μωρό μου… Εγώ είμαι εδώ τώρα… Δε θα σου συμβεί κανένα κακό… Τέρρυ σε παρακαλώ μωρό μου…”

Hφωνή της Ελαίηνορ ακουγόταν σα ψίθυρος… από πολύ μακριά… τόσο μακριά που δεν ήταν ικανή να παρηγορήσει τον Τέρρυ… “Το παιδί σας… η ημερομηνία του γάμου…” από τη μια, και ένα “Σ΄αγαπώ… σ΄αγαπώ πολύ “ aπό μια ερωτευμένη φωνή που έλιωνε στα χάδια και τα φιλιά του… Δεν ήταν δυνατόν… πάνω που νόμιζε πως η ζωή του χαμογελάει ξανά… Μάγια… Μάγια μου… δεν μπορώ να σε προδώσω… να προδώσω την αγάπη μας… Σουζάννα… καημένη Σουζάννα… δεν μπορώ να το κάνω… δε γίνεται…

-Σουζάνναααα…. Η φωνή βγήκε σαν ουρλιαχτό σπαραξικάρδιο από τα στήθη του Τέρρυ…

Η Μπέηκερ τον αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά.

Mωρό μου άκουσέ με… Τίποτα κακό δε θα αφήσω να σου συμβεί… Πίστεψέ με γλυκέ μου… Η μαμά είναι εδώ… δίπλα σου”. Τον έσφιξε και άλλο αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά του. Σιγά σιγά, το σοκ από το νέο καταλάγιαζε μέσα του. Η μητέρα του είχε δίκιο. Όσο και να αγαπούσε τη Σουζάννα, δεν μπορούσε με τίποτα να την παντρευτεί. Με την πρώτη ευκαιρία θα της το έλεγε.

Η Σουζάννα επιτέλους συνήλθε. Η μητέρα της δίπλα της φλυαρούσε ασταμάτητα για τις προετοιμασίες του γάμου. Σε λίγο θα το έλεγε στις εφημερίδες. Η κόρη της θα παντρευόταν το γοητευτικό ηθοποιό…

- “Μητέρα… σου μιλάω… θα με ακούσεις;;;”

- “Ναι μωρό μου… ό,τι θες.. αλλά τώρα άλλα προέχουν… Αχ.. μωρό μου πόσο ευτυχισμένη είμαι…”

- “Μητέρα, πάψε επιτέλους...“ το είχε πάρει απόφαση… με τη μητέρα της δεν μπορούσε να συνεννοηθεί.

- “Εντάξει Σουζάννα μου, πές μου τι θέλεις;; Λίγο νερό μήπως… κάτι να φας;;;”

- “Ο Τέρρυ μητέρα, είναι έξω;;;”

- “Ναι μωρό μου, θα τον φωνάξω.”

Ο Τέρρυ στο κάλεσμα της Σουζάννας σηκώθηκε απρόθυμα από τον καναπέ. Η εικόνα της ερωτευμένης Μάγια που του χαμογελούσε το πρωί, του έδινε κουράγιο…

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν έτοιμος να εξηγηθεί με την έγκυο κοπέλα. Το βλέμμα του ψυχρό και άδειο διασταυρώθηκε με το γλυκό της Σουζάννας…

- “Σουζάννα λυπάμαι πολύ για αυτό… εγώ δεν … ξεκίνησε να της λέει αποφασιστικά

- “Λυπάσαι;” Του αποκρίθηκε παιχνιδιάρικα…

“Και εγώ που σε κάλεσα για να σου πω πως…”

- “Ο γάμος σας θα γίνει σύντομα μωρό μου, “ πετάχτηκε η Μάρλοου.

Η Μπέηκερ όρμησε σα σίφουνας στο δωμάτιο.

- “Σουζάννα, λυπάμαι πολύ για ό,τι συνέβη αλλά ο γιος μου δε θα σε παντρευτεί. Το ακούτε κα Μάρλοου, το γιο μου δε θα τον αφήσω να χαραμιστεί σε ένα γάμο που δε θέλει...”

- “Θα την πάρει και θα πει και ένα τραγούδι.”

- “Μαμά να σου πω…” Η Σουζάννα έτεινε τα χέρια της προς την κα Μάρλοου. Μάταια…

- “Ούτε στα όνειρά σου και να είσαι σίγουρη γι αυτό.”

- “Μητέρα… σε παρακαλώ…” Ο Τέρρυ από την άλλη προσπαθούσε να ηρεμήσει τη μητέρα του

- “Άκου να σου πω… εμένα η κόρη μου θυσιάστηκε για να ζει ο γιός σου…” Η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Οι δυό μητέρες ήταν έτοιμες να πιαστούν μαλλί με μαλλί.

- Σας παρακαλώ, σταματήστε επιτέλους και ακούστε με.

Γύρισαν όλοι ξαφνικά προς τη Σουζάννα που τους κοίταζε φανερά εκνευρισμένη. Δεν την είχαν ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά.

- “Σουζάννα, θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι χρειαστεί, αλλά δεν μπορώ να σε…” Ο Τέρρυ πήρε μόνος του λόγο αλλά δεν τον απέσωσε…

- “Η Σουζάννα θα γίνει γυναίκα μου, είτε σας αρέσει είτε όχι. Και τώρα, όλοι σας έξω…”

Ο Γκάρετ εισέβαλλε φουριόζος στο δωμάτιο έτοιμος να τους βγάλει όλους με τη βία.

-Ηρέμησε καλέ μου…

Πλησίασε το κρεβάτι και κάθισε πάνω αφήνοντας το καπέλο του στα πόδια του. Έπιασε το χέρι της Σουζάννας και το έφερε στα χείλη του.

- “Γλυκιά μου πώς είσαι; Πέρασα να σε πάρω από το γραφείο και μου είπαν τι συνέβη. Τελικά ήταν αυτό που νομίζαμε;

- Ναι αγάπη μου. Είμαι έγκυος.

Η Μάρλοου έμεινε να κοιτάζει σαστισμένη πότε την κόρη της πότε τον Γκάρετ που γέμιζε φιλιά τη Σουζάνννα. Ας της εξηγούσε κάποιος, και, κυρίως, ας έβρισκε επειγόντως μια καρέκλα να σωριαστεί… θα λιποθυμούσε σίγουρα…

Ο Τέρρυ με τη μητέρα του ετοιμάζονταν να βγουν από το δωμάτιο λυτρωμένοι από την απρόσμενη εξέλιξη…

- “Κα Μπέηκερ… σχετικά με το σενάριο; Θα μου κάνετε την τιμή;;;”

- “Η τιμή θα είναι όλη δική μου Σουζάννα.” Η ηθοποιός της αποκρίθηκε με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά και γεμάτο ειλικρίνεια.

“ Ανυπομονώ μάλιστα να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα.”

Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ακόμη τι είχε συμβεί. Το μυαλό του ήταν μπερδεμένο ακόμη αλλά ένιωθε πως μόλις ξυπνούσε από εφιάλτη…

- “Όλα τελείωσαν μωρό μου, όλα… Ηρέμησε τώρα… όλα θα πάνε καλά…”

Η Μπέηκερ οδηγούσε προς το σπίτι τους. Σήμερα η μέρα ήταν ξεχωριστή. Ακόμη και ο χειμωνιάτικος ήλιος έμοιαζε να είναι τόσο ζεστός σα να βρίσκονταν στην καρδιά του καλοκαιριού.

Η Μάγια άκουσε τον ήχο του αυτοκινήτου και πετάχτηκε χαρούμενη έξω να τους προϋπαντήσει. Ο Τέρρυ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Σφιχτά… πολύ σφιχτά… για να μην του φύγει ποτέ…

 
Πίσω
Μπλουζα