Κεφάλαιο Τέταρτο
Αλλαγές
Ο Νοέμβριος ήταν ο μήνας που θα έφερνε μεγάλες αλλαγές στο Λέικγουντ.
Η Άννυ και ο Άρτσυ περίμεναν από ώρα σε ώρα το ευτυχές γεγονός. Από τη μέρα που μπήκε στο μήνα της μετακόμισαν στο σπίτι των Κόρνγουελ στο Σικάγο ώστε να είναι κοντά στο Νοσοκομείο όταν χρειαστεί. Οι Μπράιτον είχαν παραγγείλει όλη την προίκα του μωρού και τα δύο παιδιά χάζευαν τα μικροσκοπικά επιπλάκια που σε λίγες μέρες θα φιλοξενούσαν το μικρό τους θησαυρό. Για πρώτη φορά οι Κόρνγουελ άφηναν στην άκρη τις δουλειές τους και περίμεναν ανυπόμονα να κρατήσουν το πρώτο εγγονάκι τους στην αγκαλιά τους. Η οδύνη από το χαμό του Στήαρ είχε καταλαγιάσει στην καρδιά τους και η ελπίδα πως το σπίτι τους θα γέμιζε ξανά γέλια και χαρές φώτιζε το πρόσωπό τους.
Η Πάτυ τα πρωινά έκανε μαθήματα στο λόφο του μικρού αλόγου. Τα παιδάκια τη λάτρευαν γιατί είχε ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό τρόπο να παραδίδει τα μαθήματα. Οι εφευρέσεις του Στήαρ είχαν την τιμητική τους καθημερινά: Στη μια βάση του λαστιχένιου σφυριού είχε προστεθεί ένα σφυριχτράκι το οποίο χτυπούσε η Πάτυ για να κάνουν τα πιτσιρίκια ησυχία. Λίγη ώρα παιχνίδι με το πλοίο ταχυδρόμος ήταν η ανταμοιβή των παιδιών όταν έπαιρναν άριστα στα μαθήματά τους. Στο μικρό κουκλοθέατρο που είχε φτιάξει ο κος Καρτλάιλ μετά από προτροπή της Κάντυ, η μαριονέτα της Κάντυ και η διπλή της Πάτυ με τον Στήαρ ήταν η Σαββατιάτικη διασκέδαση των παιδιών. Όλα αυτά “λειτουργούσαν” χάρη στις επεμβάσεις που είχε κάνει ο Χοσέ. Ο καημένος, δεν ήξερε και πολλά από εφευρέσεις αλλά προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να βοηθήσει την Πάτυ στο έργο της. Και η Πάτυ όχι μόνο εκτιμούσε τη συνεισφορά του αλλά ένιωθε πως ο νεαρός άντρας διεκδικούσε όλο και περισσότερο χώρο στην καρδιά της. Οι Κυριακές της ήταν αφιερωμένες στο Χοσέ και μαζί με τη Λουτσίτα και τον Τομ έκαναν βόλτες στην πόλη. Πότε για γλυκό, πότε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο τα δύο ζευγάρια απολάμβαναν τη μέρα τους παρέα.
Η Λουτσίτα κατέκτησε με την ομορφιά της τον Τομ την ημέρα του γάμου της Κάντυ. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει τρελά για μια κοπέλα και επειδή χρόνια τώρα είχε μάθει να λέει αυτό που ένιωθε χωρίς υπεκφυγές την επομένη του γάμου ήταν στο σπίτι του ξαφνιασμένου Τζωρτζ να του ζητήσει την άδεια να βγαίνει με τη μικρή. Και η Λουτσίτα όμως δεν είχε μείνει αδιάφορη από το νεαρό καου μπόυ και πέταξε από τη χαρά της όταν ο Τζωρτζ κοιτώντας την εξεταστικά είπε το ο.κ στον Τομ.
Η Κάντυ στην ολοκαίνουρια κλινική πάνω στο λόφο δεν είχε ιδιαίτερη δουλειά. Τίποτα γδαρσίματα και μώλωπες από τα παιχνίδια των παιδιών και οπωσδήποτε το τσεκ απ που έκανε μαζί με το γιατρό Μάρτιν τις μέρες που ανέβαινε στο λόφο. Για να περνάει η ώρα, διάβαζε βιβλία ιατρικής. Σκεφτόταν σοβαρά να ακολουθήσει την ιατρική. Ο γιατρός Μάρτιν ήταν αρκετά μεγάλος και ίσως κάποια στιγμή να αποσυρόταν από τη δουλειά. Ένας γιατρός σε μια δύσκολη στιγμή ήταν απαραίτητος. Θα το συζητούσε αργότερα με τον άντρα της. Για την ώρα σκεφτόταν τη μικρή ζωή μέσα της που κλωτσούσε την κοιλιά της αφήνοντας να φανούν τα μικρά του άκρα. Ο Άλμπερτ είχε κάνει το λόφο σπίτι του αφού η Κάντυ ήθελε να είναι κοντά στις μαμάδες της και την Πάτυ παρά μόνη της στο Λέικγουντ.
Το Λέικγουντ ζούσε σε άλλους ρυθμούς. Η Ελίζα ετοιμαζόταν πυρετωδώς για το γάμο της. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα πως ο άντρας της ήταν από κατώτερη κοινωνική τάξη αλλά η οικονομική του κατάσταση τη δελέαζε ιδιαίτερα. Για το γάμο τους είχε κάνει τεράστια έξοδα προκειμένου να μην αφήσει το γάμο της Κάντυ να υποσκιάσει το δικό της. Ο Μπράιαν υπέγραφε τις επιταγές χωρίς να φέρνει καμιά αντίρρηση. Της έδινε μάλιστα την εντύπωση πως δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Κοντά της εκτός από τη Σοφία, ήταν συνεχώς και η Μεγάλη Θεία που έβλεπε επιτέλους να γίνεται το δικό της. Τελευταία ένιωθε πως η εξουσία της είχε χαθεί και κανείς δεν άκουγε τις διαταγές της πέρα από το υπηρετικό προσωπικό.
Σκεφτόταν πως αν ζούσε ο αδερφός της σε λίγους μήνες θα κρατούσε το δεύτερο εγγονάκι του. Ο Άντονυ, ο γλυκός της Άντονυ έφυγε από κοντά τους πολύ νωρίς. Αν δεν ήταν αυτή η κοπέλα που υιοθέτησε τότε ο Γουίλιαμ τώρα ο μικρός της άγγελος θα ζούσε. Πόσο πολύ είχε αγαπήσει αυτό το παιδί! Εκείνη το μεγάλωσε αφού η ανιψιά της μετά τη γέννα ένιωθε αδύναμη ακόμη και για να κρατήσει αγκαλιά το αγοράκι της. Είχε εγκατασταθεί στο Λέικγουντ αφήνοντας πίσω τις δουλειές των Άρντλεϋ για να είναι κοντά στη νέα μαμά και το μωράκι. Και τώρα, κανένας από τους δύο δεν ήταν εκεί δίπλα της. Η Κάντυ… η Κάντυ που εξαιτίας της ο Άντονυ πέθανε τώρα ήταν γυναίκα του Γουίλιαμ και… το κεφάλι της… πήγαινε να σπάσει… Για μια ακόμη φορά την ταλάνιζε η ημικρανία…
Ο Μπράιαν απείχε απ΄όλη αυτή τη φασαρία. Είχε παραλάβει το ολοκαίνουριο κουστούμι του και απλά περίμενε να έρθει η ημέρα του γάμου. Η πρόταση της Ελρόυ αρχικά τον είχε βρει σύμφωνο. Θα επένδυε ένα μικρό μέρος των χρημάτων του στο νέο ρεσόρτ των Ράνγκαν στη Φλόριντα και μέσα από το γάμο αυτό θα έμπαινε επιτέλους στην υψηλή κοινωνία της Αμερικής. Το είχε προσπαθήσει με πολλούς τρόπους δυστυχώς όμως η φήμη του δεν του άφηνε επιλογές. Όλες οι “καθώς πρέπει” κυρίες της υψηλής κοινωνίας τον ήθελαν στο κρεβάτι τους αλλά καμία για σύζυγό της. Και ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του πιστό σε μια γυναίκα. Λάτρευε τον ποδόγυρο και η περιουσία του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν δεν την σπαταλούσε αλόγιστα σε γυναικείες απολαύσεις. Ο έρωτας δεν τον απασχόλησε ποτέ. Είχαν περάσει αμέτρητες γυναίκες από την αγκαλιά του αλλά δεν ερωτεύτηκε ποτέ καμιά. Ούτε και με την Ελίζα ήταν ερωτευμένος –ούτε που την ήξερε άλλωστε- αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε ήταν υγιής και δυνατή και θα του έκανε γερούς απογόνους. Η περιουσία του δε θα χανόταν αλλά θα περνούσε στα χέρια των δικών του παιδιών. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως έκανε τη μεγάλη λάθος κίνηση. Όταν υπέγραψε το προικοσύμφωνο με τον Ράνγκαν και ετοιμαζόταν να φύγει άκουσε άθελά του την Ελίζα να λέει στον αδερφό της πόσο παρακατιανό, άξεστο και ανάξιό της τον θεωρούσε. Λίγο νωρίτερα να το μάθαινε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά τώρα. Ήταν αργά όμως… Άναψε το πούρο του και κατέβασε τα χαρτιά του: Φλος ρουαγιάλ… για άλλη μια φορά μάζεψε το χρήμα από το τραπέζι.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η μέρα του γάμου έφτασε. Ο Νηλ και ο κος Ράνγκαν θα συνόδευαν την Ελίζα στην εκκλησία. Η Ελρόϋ και η Σοφία καθισμένες στα μπροστινά καθίσματα σκούπιζαν τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά τους. Πίσω τους όλη η ελίτ του Σικάγο και όχι μόνο. Οι Ράνγκαν φρόντισαν να καλέσουν και όλη την υψηλή κοινωνία της Φλόριντα που αποτελούσαν την ισχυρή πελατεία των επιχειρήσεων “Ράνγκαν - Ο’ Σάλλιβαν”.
Ο Άλμπερτ βαριόταν φριχτά αλλά έπρεπε να εκπροσωπήσει την οικογένεια. Η Κάντυ προς μεγάλη χαρά και ικανοποίηση της Ελίζας δεν μπορούσε να παρευρεθεί. Λίγο αίμα θορύβησε το γιατρό Μάρτιν που της επέβαλε να μη σηκωθεί από το κρεβάτι για κάποιες μέρες. Καλύτερα… Η Ελίζα δεν την ήθελε μέσα στα πόδια της παρά το γεγονός πως τόση χλιδή σε γάμο θα αργούσε να ξαναδεί το Σικάγο. Tην ενοχλούσε πάντα που ο μέλλων σύζυγός της δεν ήταν από μεγάλο τζάκι αλλά δε βαριέσαι… Τελικά συμβιβάστηκε. Ο Ο’Σάλλιβαν είχε χρήματα σχεδόν όσα και οι Άρντλεϋ και το καλύτερο; της έδινε όσα ζητούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ο γάμος θα ήταν το αντικείμενο συζήτησης της υψηλής κοινωνίας για καιρό αλλά η μέρα θα έμενε χαραγμένη στο μυαλό πολλών ανθρώπων για διαφορετικούς λόγους. Ξημερώματα Κυριακής η Άννυ έφερνε στον κόσμο τον μικρό Αλιστήαρ Κόρνγουελ. Οι πόνοι την έπιασαν αργά το βράδυ και ίσα που πρόλαβαν να τη μεταφέρουν στο Μαιευτήριο. Ο Άρτσυ οδηγούσε σα τρελός μέσα στη νύχτα και η μητέρα του κρατούσε το χέρι της Άννυ δίνοντάς της κουράγιο και οδηγίες για το πώς θα χαλαρώσει για να βοηθήσει τον εαυτό της στη γέννα. Οι Μπράιτον ειδοποιήθηκαν από τον κο Κόρνγουελ και όλοι μαζί έτρεξαν γρήγορα κοντά στα παιδιά τους.
Ο Μπράιαν καθησύχαζε την Άμπιγκαιηλ που έκλαιγε στην αγκαλιά του. “Κανείς δε θα μπορέσει να μπει ανάμεσά μας…” της έλεγε παλαιότερα αλλά τώρα δεν αισθανόταν τόσο σίγουρος. Και δεν ήταν κάποιος τρίτος. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του ήταν η σπίθα που φούντωσε και κατέκαιγε τα πάντα. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε σα ποντίκι πιασμένο στη φάκα που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Αλλιώς τα είχε υπολογίσει και αλλιώς του έρχονταν… Το λαχείο που νόμιζε πως κέρδισε δεν κλήρωνε ούτε στο άρτιο.
Πολύ πιο μακριά, ο Βλαντιμίρ έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τη Μάγια. Τα χνάρια οδηγούσαν στην κινηματογραφική εταιρεία όπου η κοπέλα εργαζόταν σαν καθαρίστρια. Κανείς δεν ήξερε ή δεν ήθελε να του πει το παραμικρό. Όμως ο Βλαντιμίρ δεν ήταν χτεσινός. Το βλέμμα του εργοδότη της πλανήθηκε στο κενό όταν αναφέρθηκε στη Μάγια και, όσο καλός ηθοποιός και να ήταν, δεν μπόρεσε να κρύψει την ανησυχία του.
Λίγο αργότερα τον ακολουθούσε κρυφά ως το σπίτι της Μπέηκερ. Η ηθοποιός άνοιξε την πόρτα παραξενεμένη από το επίμονο χτύπημα. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ο ένας ζύγισε τον άλλον. Μια πανέμορφη γυναίκα απέναντι σε έναν γοητευτικό άντρα.
- “Που είναι;” γρύλισε μέσα από τα δόντια του.
- “Δε σας καταλαβαίνω. Ποιόν αναζητάτε κύριε;” Η ηθοποιός διατήρησε την ψυχραιμία της
- “Ξέρεις πολύ καλά. Εδώ κρύβεται;”
- “Εδώ μένουμε εγώ και ο γιός μου. Πηγαίνετε παρακαλώ.” Ετοιμάστηκε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα όταν μια απότομη κίνησή του την έκανε να παραπατήσει και να κάνει πίσω αφήνοντάς τον να μπει μέσα.
- “Παρακολούθησα το γιό σου και τον είδα να έρχεται εδώ. Πες μου που βρίσκεται.”
Έδειχνε να χάνει την υπομονή του και να συννεφιάζει το βλέμμα του. Ο Τέρρυ κατέβηκε από τη σκάλα και τον πλησίασε.
- “Κύριε, σας είπα και νωρίτερα πως δε γνωρίζω τι ακριβώς ζητάτε. Γιατί λοιπόν φτάσατε ως εδώ;”
- Где вы, Не испугано, Оно я, Владимир.
Η Μάγια πετάχτηκε από το διπλανό δωμάτιο, και έπεσε τρέχοντας στην αγκαλιά του Βλαντιμίρ.
- “Κοριτσάκι μου, μικρό μου αγαπημένο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανησύχησα.”
- “Και εγώ, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω.”
Κάθισαν στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού ενώ η Ελαίηνορ και ο Τέρρυ τους άφησαν μόνους. Οι δυό τους συνομίλησαν στα ρώσικα για λίγα λεπτά και η ένταση που ένιωθε ο Βλαντιμίρ δύο μέρες τώρα καταλάγιαζε σιγά σιγά. Κοίταξε τη Μάγια στα μάτια και την είδε πραγματικά ευτυχισμένη… Πότε ήταν η τελευταία φορά που χαμογέλασε ευτυχισμένο το προσωπάκι της; Όταν της πήρε το φουστάνι; Όταν πρωτοχόρεψε τη Λίμνη; Σχεδόν είχε ξεχάσει πως η ευτυχία μπορεί να είναι εκεί κοντά τους.
Σηκώθηκε να φύγει. Γύρισε και χαμογέλασε στον Τέρυ που πλησίασε τη Μάγια και την αγκάλιασε γλυκά από τη μέση. Δε χρειάστηκε να τους εξηγήσει ποιος ήταν. Η Ελαίηνορ τον οδήγησε στην πόρτα και φιλώντας ιπποτικά το χέρι της τους ευχαρίστησε και κίνησε να φύγει.
Η Μάγια έπεσε και πάλι στην αγκαλιά του. Της ψιθύρισε κάτι στο αυτί για το που θα τον έβρισκε αν τον χρειαζόταν και πέρασε το κατώφλι. Έριξε άλλη μια –λίγο πονηρή- ματιά στην ηθοποιό και τράβηξε το δρόμο του. Τώρα που ήξερε πώς η Μάγια ήταν σε καλά χέρια κίνησε για το Σικάγο. Έπρεπε να πείσει και τη Μαντλέν για τις προθέσεις του.
Αγία Πετρούπολη.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε χαρούμενος για τη Μάγια. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένη κοντά στον ηθοποιό. Ευτυχισμένη και τρελά ερωτευμένη. Η Μάγια του, το μικρό του κοριτσάκι είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα.
Κόντεψε να τρελαθεί από την αγωνία του όταν γυρνώντας από το Σικάγο βρήκε το σπίτι άδειο. Στο σημείωμά της η Μάγια εξέφραζε τους φόβους της πως τους ανακάλυψαν, εκεί, στην άλλη άκρη της γης.
Πόσο πόνο και πόση αγωνία είχαν περάσει μέχρι να ξανανιώσουν ελεύθεροι; Ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους πριν προλάβουν να θρηνήσουν την άδικη απώλεια έφτασαν εκεί που η επιρροή του Ρασπούτιν δεν είχε πέραση.
Η Μάγια δε γνώριζε. Δεν της είπε ποτέ τι πραγματικά είχε συμβεί φοβούμενος την αντίδρασή της.
Σχεδόν έξι χρόνια πριν, όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε. Νόμιζε πως θα αναλάμβανε μετά δόξης και τιμής τη θέση του πατέρα του. Αντ΄αυτού έβλεπε τον άλλοτε ισχυρό άντρα, παραγκωνισμένο και ανήμπορο να αντιδράσει στην κατρακύλα που είχαν πάρει οι Ρομανώφ. Ο πατέρας του είχε χάσει προ πολλού τη δύναμή του και τη θέση του αφού ο Ρασπούτιν είχε φροντίσει να απομακρύνει κάθε έναν που θα στεκόταν εμπόδιο στα δόλια σχέδιά του.
Ο Βλαντιμίρ δεν ήταν ο μόνος που τάχθηκε εναντίον του. Όχι μόνο για να πάρει εκδίκηση για την κοινωνική πτώση του πατέρα του αλλά και για να αφυπνίσει τον τσάρο. Στο Παλάτι εκτός από την τσαρική οικογένεια, σχεδόν όλοι οι άλλοτε ισχυροί άντρες είχαν ταχθεί ενάντια στον καλόγερο.
Οι πρώτες εξεγέρσεις είχαν ήδη λάβει μέρος πριν την επιστροφή του Βλαντιμίρ. Ο Ρασπούτιν είχε όμως φροντίσει να τις καταπνίξει στέλνοντας στο απόσπασμα όσους θεωρούσε υπεύθυνους.
Δεν άργησε να οργανωθεί στη “Στρατιωτική παράταξη”. Τρεις παιδικοί του φίλοι, γόνοι στρατιωτικών, προσπάθησαν και κατάφεραν να πείσουν τον Τσάρο να εξορίσει τον καλόγερο από το Παλάτι. Η μεγάλη τους χαρά μετουσιώθηκε σε απογοήτευση όταν η τσαρίνα πεπεισμένη πως είναι αγία η ίδια, έφερε τον Ρασπούτιν και πάλι στο Παλάτι.
Η επόμενή τους κίνηση ήταν να καταστρώσουν σχέδιο δολοφονίας. Όλα θα πήγαιναν καλά, αν την τελευταία στιγμή δε διέρρεε το σχέδιο από κάποιον φιλάργυρο υπηρέτη που, έναντι αδράς αμοιβής, καταμαρτύρησε τα πάντα στον καλόγερο. Ο Σεργκέι Ιρίγιεφ είχε κρυφακούσει και εκείνος το σχέδιο των τεσσάρων φίλων και όταν η επίθεση απέτυχε φρόντισε να κρύψει το γιό του μέχρι να ξεχαστεί το γεγονός. Όμως δεν ήταν αφελής. Ήξερε πως ο Ρασπούτιν δε θα σταματούσε εκεί. Ήδη οι δύο από τους τέσσερις συνωμότες είχαν πιαστεί και εκτελεστεί. Το δικό του σχέδιο ήταν να φυγαδέψει το Βλαντιμίρ και τη Μάγια πριν να είναι αργά. Μα τα πράγματα δεν έγιναν όπως ακριβώς τα περίμενε. Λίγο πριν επιβιβαστούν στην άμαξα, ο Βλαντιμίρ και η Μάγια κρυμμένοι στην Αγία Τράπεζα στο παλιό παρεκκλήσι, έβλεπαν τον πατέρα τους να σωριάζεται νεκρός από το μαχαίρι του καλόγερου. Δεν πρόλαβαν ούτε να τον θάψουν, ούτε να τον θρηνήσουν όπως έπρεπε. Ο κλοιός στένευε ασφυκτικά γύρω τους, και τα δύο αδέρφια έπρεπε να φύγουν μακριά. Η άμαξα τους περίμενε για να τους οδηγήσει στις όχθες του Νέβα αποχαιρετώντας για πάντα την Αγία Πετρούπολη.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Στο Κονέκτικατ η Σουζάννα έγραφε τις τελευταίες σελίδες του κινηματογραφικού της έργου. Έμενε μόνο να συμφωνήσει η Ελαίηνορ. Θα της άρεσε σίγουρα… ήθελε να της αρέσει… έπρεπε… Έκατσε και το αντέγραψε. Με την πρώτη ευκαιρία θα το έδινε στην ηθοποιό και θα περίμενε τις εντυπώσεις… Και γιατί όχι… και τη συμμετοχή της.
Στο Σικάγο, η Μαντλέν έκλεινε το μαγαζί της. Άλλη μια μέρα πότε σκυμένη πάνω από υφάσματα μαζί με τη Ζουλί και πότε επιβλέποντας τις εργάτριες ένιωθε την κούραση να την καταπονεί. Σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά της ή μάλλον το μυαλό της της έπαιζε παράξενα παιχνίδια. Θα έπαιρνε όρκο πως ένιωθε την παρουσία του Βλαντιμίρ δίπλα της. Ο τύπος που την κοιτούσε επίμονα απέναντί της του έμοιαζε καταπληκτικά. Σα δυό σταγόνες νερό. Για την ακρίβεια το μαλλί ήταν πιο ξανθό και πολύ κοντό και το σώμα πιο μυώδες… αλλά δεν μπορεί να έκανε η καρδιά της λάθος.
- Βλαντιμίρ… Εσύ;
Ο άντρας της έγνεψε καταφατικά αφού της χάρισε το πιο αστραφτερό του χαμόγελο.
Πίσω της η Ζουλί τους κοίταζε παραξενεμένη. Ποιος να ήταν ο γοητευτικός εκείνος άντρας;
------------------------------------------------------------------------------------------
Τα Χριστούγεννα πέρασαν πολύ γρήγορα. Σχεδόν δεν το κατάλαβαν .
Στο Λόφο της Πόνυ τα παιδιά απολάμβαναν τις διακοπές τους παίζοντας με το χιόνι ολημερίς. Τα διαβάσματα είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα αφού η δασκάλα τους είχε επιστρέψει στη Φλόριντα για να περάσει τις άγιες μέρες με τους γονείς της. Για μια ακόμη χρονιά χάρη στον Άλμπερτ τα δώρα των παιδιών βρίσκονταν κάτω από το δέντρο. Μικρά και μεγάλα κουτιά τυλιγμένα με πολύχρωμες κορδέλες περίμεναν τους λιλιπούτειους τυχερούς για να τα χαρούν. Η κα Πόνυ με την αδερφή Μαρία είχαν ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα για τα παιδιά αλλά και για τον κο Καρτλάιλ και το γιατρό Μάρτιν που ένιωσαν σπιτική θαλπωρή μετά από πολλά πολλά χρόνια. Μάλιστα, η βραδιά έκλεισε με την κα Πόνυ και τους δύο άντρες να έχουν ευθυμήσει αρκετά από το πολύ ποτό . Το ένα ποτηράκι έφερνε το άλλο και παρά τις αντιρρήσεις της αδερφής Μαρίας η παρέα το έτσουζε για τα καλά.
Ο Άρτσυ και η Άννυ είχαν χαζέψει με το μωράκι τους. Άπειροι και οι δύο σε τέτοια ζητήματα πετάγονταν όρθιοι στην πρώτη ανάσα του μωρού. Η δε Άννυ ήταν αναγκασμένη κάθε δύο ώρες να θηλάζει και ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Δίπλα και αποπάνω τους οι γονείς τους φρόντιζαν με την κάθε ευκαιρία να απαλλάξουν την Άννυ ακόμη και από την παραμικρή δουλειά. ΄Επλεναν και άλλαζαν το μωράκι μετά από κάθε γεύμα και, τις ελάχιστες ώρες που η Άννυ εξαντλημένη αποκοιμιόταν, φρόντιζαν να νανουρίζουν το μωρό για να μην την ξυπνάει.
Ο Άλμπερτ με την Κάντυ πέρασαν τις γιορτές στο Λέικγουντ μαζί με τον Τζωρτζ και την πολυπληθή οικογένειά του. Η Ισαβέλλα έδινε οδηγίες στην Κάντυ για μετά τη γέννα ενώ τα μωρά της χαλούσαν τον κόσμο με τα παιχνίδια, τα γέλια και τα κλάματά τους. Στο γιορτινό τραπέζι συμμετείχε και ο Τομ που δεν έπαιρνε τα μάτια του από τη Λουτσίτα, λέγοντας διάφορες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο λόφο και κυρίως για τις απίστευτες σκανταλιές της Κάντυ.
Η Ελρόϋ προτίμησε να περάσει τις γιορτές κοντά στη Σοφία και τη νιόπαντρη Ελίζα. Ίσως να ήταν ιδέα της αλλά την επομένη του γάμου της η Ελίζα είχε χάσει τη σπιρτόζα διάθεσή της ενώ ο Μπράιαν ήταν συνεχώς εξαφανισμένος. Μάλιστα ανήμερα στις γιορτές προφασίστηκε ταξίδι και έλειψε για 3-4 μέρες. Ο Νηλ στο γάμο της αδερφής του γνωρίστηκε με μια νεαρή αριστοκράτισσα και –αν και βαριόταν φριχτά- πέρασε τις γιορτές ως φιλοξενούμενος του αδερφού της κοπέλας.
Η Άμπιγκαιηλ με τον Μπράιαν προτίμησαν το Μέξικο. Οι πιθανότητες να συναντήσουν ανθρώπους που δεν ήθελαν ήταν μηδαμινές και επιτέλους θα περνούσαν 3 μέρες μαζί χωρίς να χρειάζεται να φεύγει ο Μπράιαν από την αγκαλιά της στη μέση της νύχτας.
Η Μαντλέν με τον Βλαντιμίρ παρέμειναν στο Σικάγο. Δεν ήθελε ακόμη να τον παρουσιάσει στο Λουντοβίκ αν πρώτα δεν σιγουρευόταν για τα αισθήματα του άντρα. Είχε περάσει αρκετά χρόνια ο ένας μακριά από τον άλλο και περισσότερα τους χώριζαν παρά τους ένωναν. Έπρεπε να ανακαλύψουν από την αρχή αν ταίριαζαν και δεν ήταν απλά ένα καπρίτσιο η επανένωσή τους. Ο Βλαντιμίρ δε βιαζόταν. Η οικοδομή είχε σταματήσει λόγω των γιορτών και βρήκε το χρόνο που χρειαζόταν για να μείνει με τη Μαντλέν. Σιγά σιγά όλα θα διορθώνονταν.
Στο Κονέκτικατ για πρώτη φορά ο Μάικλ έβλεπε το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και δεν το χόρταινε. Εκείνος το διάλεξε και ο πατέρας του το έκοψε και το μετέφερε στο σπίτι. Ξεκίνησαν να το στολίζουν όλοι μαζί αμέσως μόλις γύρισαν από τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία και το σπίτι αντηχούσε τα γέλια και τις φωνούλες του κάθε φορά που έβαζε ένα στολίδι στα κλαδιά. Η χαρά του δε, κορυφώθηκε όταν ο πατέρας του τον σήκωσε στα χέρια του για να βάλει το αστέρι στην κορυφή. Η κα Μάρλοου έστρωσε το τραπέζι και ξεφούρνισε τη γαλοπούλα γκρινιάζοντας διαρκώς που ο Τέρρυ δε δέχτηκε την πρόσκλησή της να περάσει με τη Σουζάννα την Παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Μάικλ άργησε πολύ να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ αφού συνεχώς κατέβαινε από τη σοφίτα για να τσεκάρει αν πέρασε ο SantaClaus. Και τα 3 προηγούμενα χρόνια τον περίμενε… μάταια όμως… αφού η τρύπια του κάλτσα στο τζάκι ποτέ δεν περιείχε κάτι. Νόμιζε πως ο άγιος τον είχε ξεχάσει σαν την μαμά του που έφυγε μακριά τους ή πως είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μη δικαιούται πιά ένα γλειφιτζούρι ή ένα μικρό σακουλάκι καραμέλες όπως τις πρώτες χρονιές. Τώρα όμως οι ελπίδες του είχαν αναπτερωθεί. Χάρη στη Σουζάννα, μια ολοκαίνουρια πολύχρωμη και μεγάλη κάλτσα ήταν κρεμασμένη στο τζάκι και το σπουδαιότερο; δίπλα στην κάλτσα, ένα ποτήρι γάλα και λίγα μπισκότα σε ένα πιάτο “…για να ξαποστάσει ο άγιος” όπως του είπε. Η Σουζάννα είχε από νωρίς ψαρέψει τις επιθυμίες του και τα κουτιά με τα παιχνίδια ήταν από μέρες κρυμμένα στο ερμάριό της: ένα τραινάκι που σφύριζε καθώς κυλούσε πάνω στις ράγες, ένα καλειδοσκόπιο που διαθλούσε το φως σε πολύχρωμα μικρά κομμάτια, μια μπάλα, χρωματιστά μολύβια και πολλές κόλες για να ζωγραφίζει… Ήταν σίγουρη πως το πρωί ο Μάικλ θα ήταν το πιο ευτυχισμένο παιδάκι στον κόσμο.
Ο Τέρρυ δεν είχε χρόνο για τις ορέξεις της Μάρλοου. Έστειλε στη Σουζάννα μια μηλόπιττα μαζί με τις ευχές του και ξεκουραζόταν από τον κάματο των ημερών. Η παράσταση στο θέατρο είχε ξεκινήσει στις αρχές Δεκέμβρη και ήδη σημείωνε τεράστια επιτυχία. Όλα τα εισιτήρια για τις γιορτινές μέρες είχαν εξαντληθεί και οι εφημερίδες έγραφαν μόνο κολακευτικά σχόλια. Εντύπωση τους έκανε η νεαρή ηθοποιός που έπαιζε το καλοκάγαθο ξωτικό. Πολλοί μιλούσαν για τη νέα Σουζάννα. Τον επόμενο μήνα θα ξεκινούσαν τουρνέ και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Αμερικής με την επιτυχία ήδη εξασφαλισμένη. Η Μπέηκερ διάβαζε το σενάριο που της είχε στείλει η Σουζάννα και, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, της άρεσε πάρα πολύ.
Ο χειμώνας προχωρούσε με βαριά βήματα. Η συνεχής χιονόπτωση δυσκόλευε τις μακρινές μετακινήσεις και έτσι η Πάτυ με την Κάντυ μόνο μια φορά κατάφεραν να δουν το μικρούλι Στήαρ. Η Πάτυ μάλιστα “πέταξε” από τη χαρά της όταν ο Άρτσυ μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευφρόσυνο κλίμα της ζήτησε να γίνει η νονά του μικρού. Μέσα σε αναφιλητά χαράς ψιθύρισε το “ναι” και όρισαν τη βάπτιση για το καλοκαίρι για να μπορέσει και η Κάντυ να παρευρεθεί. Οι δουλειές όμως δεν περίμεναν και η Πάτυ αμέσως μετά τις γιορτές έπεσε με τα μούτρα στη διδασκαλία των παιδιών. Ο Χοσέ διαμαρτυρόταν που όλο και πιό σπάνια πια έβλεπε την Πάτυ του και ανυπομονούσε να έρθει η άνοιξη για να μπορεί να βρίσκεται κοντά της πιο συχνά.
Μια ηλιαχτίδα στο καταχείμωνο.
Η Άμπιγκαιηλ άνοιξε τα μεγάλα παραθυρόφυλλα να αεριστεί το δωμάτιο. Το κρύο ήταν τσουχτερό και την ανάγκασε να τυλιχτεί στη μάλλινη ρόμπα της. Για άλλη μια φορά ο Μπράιαν έφυγε μέσα στη νύχτα αφήνοντάς τη και πάλι μόνη. Μόνο που τώρα δεν την πείραζε πια. Το μυαλό της γύρισε στις χριστουγεννιάτικες μέρες που πέρασαν στο ζεστό και σκονισμένο Μέξικο. Μετά από τόσα χρόνια, ένιωθε πως ο Μπράιαν της ανήκε –σχεδόν ολοκληρωτικά.
Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά από παιδιά. Ή μάλλον… ο Μπράιαν μεγάλωνε ενώ εκείνη ήταν ακόμη παιδί. Είχαν κοντά 10 χρόνια διαφορά και στην αρχή τον έβλεπε σαν τον μεγάλο της αδερφό που την προστάτευε. Οι γονείς της, ένας μόνιμα καλοσυνάτος Ιρλανδός και μια όμορφη Σκωτσέζα χάθηκαν σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε κάτω από περίεργες συνθήκες στη φτωχογειτονιά της Νέας Υόρκης όπου διέμεναν. Η μικρή Άμπι έπαιζε με τα αδέρφια του Μπράιαν όταν είδε τις φλόγες να τυλίγουν το καλυβάκι τους και τους γονείς της ανήμπορους να βγουν έξω. Ο Μπράιαν την κράτησε στην αγκαλιά του για να μην τρέξει προς το μέρος τους και για μέρες ηρεμούσε τους εφιάλτες της.
Τώρα ήταν η γραμματέας του και το πιο έμπιστό του άτομο. Με τα χρόνια, η αδελφική της αγάπη μετουσιώθηκε σε άσβεστο έρωτα για τον γοητευτικό άντρα. Ήξερε όμως τις μεγάλες του φιλοδοξίες για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη και στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν να μην την απομακρύνει ποτέ από κοντά του. Ο γάμος του με την Ελίζα ήταν μεγάλο αγκάθι στην καρδιά της όσο και αν εκείνος τη διαβεβαίωνε πως καμία δε θα έμπαινε ποτέ στην καρδιά του. Η Ελίζα της ήταν αντιπαθητική. Δυό τρεις φορές την είχε δει στο γραφείο όταν είχε έρθει να του ζητήσει χρήματα για τις ετοιμασίες του γάμου τους και είχε αντιμετωπίσει την Άμπι σα να ήταν παρακατιανή. Εννοείται πως η Ελίζα δεν καταδέχτηκε να την καλέσει στο γάμο και ας ήξερε πόσα χρόνια ήταν κοντά στον Μπράιαν. Η Άμπι δεν ξίνισε καθόλου. Αντίθετα… την έβγαλε από τη δύσκολη θέση να παραστεί στο μυστήριο την ώρα που ο πόνος λάβωνε την καρδιά της.
Έκλεισε το παράθυρο και πήγε να ξαπλώσει για λίγο. Ένιωθε διαρκώς νυσταγμένη στο γραφείο τις τελευταίες μέρες και πολύ κουρασμένη. Αν κέρδιζε λίγα λεπτά ξεκούρασης ακόμη ίσως η μέρα της κυλούσε καλύτερα σήμερα.
Ο Βλαντιμίρ με τον Άλμπερτ γευμάτιζαν σε ένα ρεστωράν κοντά στα γραφεία των Άρντλεϋ. Η πρόταση του παλιού συμφοιτητή του είχε φανεί αρκετά δελεαστική. Θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το Λουντοβίκ και να αναπληρώσει όλο το χαμένο χρόνο. Επιπλέον, η μόνιμη παρουσία γιατρού στο λόφο θα ήταν ένα κίνητρο για την ανάπτυξη της γύρω περιοχής. Ο γιατρός Μάρτιν θα τον αναπλήρωνε μια ή δύο φορές την εβδομάδα όπως έκανε μέχρι τώρα. Και ο Βλαντιμίρ θα μπορούσε να κατεβαίνει στο Σικάγο κοντά στη γυναίκα του.
Ο Άλμπερτ σκεφτόταν και την πρόταση της Κάντυ να πάει στην Ιατρική Σχολή του Σικάγο μόλις ξεπεταγόταν λίγο το μωρό τους. Η παιδιατρική ήταν ο κλάδος που θα ακολουθούσε και ανυπομονούσε όλο και περισσότερο να αρχίσει τις σπουδές της. Τώρα βέβαια προείχε το μωρό. Ήταν σχεδόν στο μήνα της και παρά τα παρακάλια του Άλμπερτ θα έμενε στο λόφο. Η αδερφή Μαρία θα τη βοηθούσε στη γέννα. Άλλωστε και η ίδια γνώριζε πάρα πολλά πράγματα.
Οι δύο άντρες έδωσαν τα χέρια. Ξαφνικά ένιωσαν πως οι ευτυχισμένες μέρες του Κολεγίου είχαν επιστρέψει. Χαμογέλασαν πλατιά σφραγίζοντας έτσι τη συμφωνία τους. Από την ερχόμενη εβδομάδα που οι δουλειές του Άλμπερτ θα περνούσαν στα χέρια του Τζώρτζ θα ξεκινούσε και η σταδιοδρομία του Βλαντιμίρ ως χειρουργού γιατρού στο λόφο της Πόνυ. Σε λίγη ώρα η Μαντλέν θα έκλεινε το μαγαζί και θα ανέβαιναν όλοι μαζί στο ορφανοτροφείο. Η χαρά του Βλαντιμίρ ήταν απερίγραπτη. Έπρεπε να περάσει τόσα, για να καταλάβει τι πραγματικά είχε αξία για εκείνον. Τα εφηβικά του όνειρα για μια πλούσια και γεμάτη απολαύσεις ζωή στο Παλάτι είχαν αντικατασταθεί από την ανάγκη να βρει το δικό του απάνεμο λιμάνι και να χτίσει μια νέα ζωή. Με στερήσεις –ίσως- και με δυσκολίες αλλά με ανθρώπους κοντά του που σήμαιναν τα πάντα πλέον για εκείνον. Σε λίγο θα συναντούσε το παιδί του για πρώτη φορά και δε λαχταρούσε τίποτα παραπάνω από το να το σφίξει στην αγκαλιά του, να του μιλήσει να το αγγίξει… Να σταθεί δίπλα του με αυτοθυσία και αυταπάρνηση όπως και ο δικός τους πατέρας…
Η Ελίζα τσαλάκωσε την εφημερίδα και την πέταξε μακριά της. Η παράσταση του Τέρρυ θα ανέβαινε σε λίγες μέρες στο Σικάγο. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό θα τον έβλεπε ξανά. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει. Χωρίς την Κάντυ και με τη Σουζάννα ώρες μακριά, ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τον γοητεύσει. Θα φορούσε το κατακόκκινο φουστάνι της και θα πήγαινε να τον βρει στα καμαρίνια.
Άνοιξε τα μάτια της και το βλέμμα της πλανήθηκε στο κενό. Ούτε τον εαυτό της δεν μπορούσε να κοροϊδέψει. Τι θα έλεγε στον Τέρρυ; Πως αναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άξεστο αλλά η καρδιά της ανήκε στο Σκωτσέζο αριστοκράτη; Και μετά… τι;; Εδώ αρνιόταν η ίδια να το πιστέψει. Ήταν σίγουρη πως ο βρωμοϊρλανδός δεν έπαιρνε προφυλάξεις αλλά δεν περίμενε να συμβεί… Τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα. Εκείνη η άχαρη κατάσταση που ήταν υποχρεωμένη να περνάει σχεδόν κάθε βράδυ την έκανε να σιχαίνεται και τον εαυτό της. Όποια ώρα και αν ερχόταν ο Μπράιαν σπίτι φρόντιζε να ανταποκρίνεται στα συζυγικά του καθήκοντα. Όχι για να ρίξει στάχτη στα μάτια της αλλά για τον πολυπόθητο απόγονο. Άλλωστε δεν έκανε και τίποτα για να το ευχαριστηθεί κανείς από τους δυό τους. Το πρώτο δε βράδυ του γάμου τους ήταν η χειρότερη ερωτική εμπειρία της ζωής του. Ούτε που τον ένοιαξε αν η Ελίζα τον παρακαλούσε να σταματήσει. Συνέχισε ακάθεκτος σα να είχε να κάνει με ένα τσουβάλι πατάτες και όχι με άνθρωπο. Όσο πιο γρήγορα ερχόταν το παιδί του τόσο καλύτερα θα ήταν για τους δυό τους. Δε θα ήταν κανείς από τους δύο αναγκασμένος να υπομένει αυτή την κατάσταση.
Τώρα τα σημάδια ήταν όλα εκεί. Καθυστέρηση αρκετών ημερών, ζαλάδες και υπνηλία συνέθεταν το γνώριμο σκηνικό. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η Κάντυ αμέσως μόλις γύρισαν από το ταξίδι τους στον Καναδά. Τουλάχιστον εκείνη η ξιπασμένη έδειχνε να περνάει καλά με τον άντρα της και χαιρόταν που θα γινόταν μητέρα.
Η Ελίζα όμως όχι. Δεν την ήθελε την εγκυμοσύνη αυτή. Και δε θα του έκανε το χατίρι. Δε θα έφερνε στον κόσμο το παιδί του. Δεν του είπε ποτέ τις υποψίες της, και αυτό για την ώρα ήταν υπέρ της.
Έβαλε την υπηρέτρια να φωνάξει τον Στιούαρτ.
- Γρήγορα, πήγαινέ με στο λόφο του ορφανοτροφείου.
Η κακιά στιγμή
Η Κάντυ άκουγε έκπληκτη την ιστορία της Μαντλέν και του Βλαντιμίρ. Να λοιπόν που η αγάπη μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω. Όπως εκείνη ξαναβρήκε τον πρίγκηπά της μετά από τόσα χρόνια έτσι και η Μαντλέν ξαναβρήκε το δικό της. Γιατί ήταν σίγουρη πως η Μαντλέν ποτέ δεν έπαψε να περιμένει τον Βλαντιμίρ ακόμη και όταν οι ελπίδες της εξανεμίστηκαν εδώ στην άλλη άκρη του ωκεανού. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Βλαντιμίρ δε χόρταινε να κοιτάει τα πιτσιρίκια που έπαιζαν αμέριμνα κυνηγητό. Ο γιός του ήταν το πιο όμορφο, το πιο ψηλό, το πιο χαρούμενο απ΄όλα τα παιδάκια. Ή εκείνος τα έβλεπε έτσι; Θυμήθηκε τον δικό του πατέρα πόσο τους φρόντιζε, πόσο τους προστάτευε, πόσο τους αγαπούσε. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, δάκρυσε. Νωρίτερα, είχε κάνει πρόταση γάμου στη Μαντλέν η οποία ακόμη δεν του είχε απαντήσει. Περίμενε τη συνάντηση με το Λουντοβίκ για να δει τις αντιδράσεις του μικρού στην ιδέα πως ο πατέρας του ήταν πιά κοντά τους.
Ο Στιούαρτ πάρκαρε το αυτοκίνητο των Ράνγκαν στην είσοδο του ορφανοτροφείου. Εκεί θα περίμενε μέχρις ότου η Ελίζα να επιστρέψει. Η παρουσία της παραξένεψε όλους.
- “Κάντυ, μπορώ να σου μιλήσω;”
- “Τι θέλει αυτή εδώ πέρα;” Φώναξε η Μαντλέν.
-“Κάντυ, θέλω να σου μιλήσω.”
- “Σ΄ακούω Ελίζα, τι με θέλεις;”
- “Όχι εδώ, όχι μπροστά σε όλους.”
- “Μα… Δεν έχω να κρύψω κάτι από τους φίλους μου, Ελίζα.”
- “Σε… σε παρακαλώ… “ για πρώτη φορά στη ζωή της η Ελίζα μέτριασε τον τόνο στη φωνή της και παρακάλεσε την Κάντυ.
Σηκώθηκε από την καρέκλα της με δυσκολία. Η μέση της την πονούσε από το βάρος του μωρού που θα έπρεπε τώρα να έχει πάρει κλίση. Η Μαντλέν κοίταξε την Ελίζα περίεργα. Κάτι σκαρώνει αυτή, τόση ευγένεια δεν είναι του χαρακτήρα της.
Η Κάντυ πλησίασε την Ελίζα…
- “Όχι εδώ, κάπου να μη μας ακούν” της είπε σχεδόν ψιθυριστά.
- “Πάμε από εδώ. “
Κατευθύνθηκαν προς τους στάβλους. Μέσα ο Καίσαρας και η Κλεοπάτρα, δώρο του Άλμπερτ στην Κάντυ έτρωγαν το σανό τους.
- ‘Γεννάς;” τη ρώτησε η Ελίζα.
- “Ε, σε λίγες μέρες, πρώτα ο Θεός…” η Κάντυ δεν πίστευε πως το ενδιαφέρον της Ελίζας ήταν πραγματικό.
- “Για πες μου, όμως, προς τι όλη αυτή η μυστικότητα; Τι με θέλεις;”
-“Υπάρχει κάτι για το οποίο μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις.”
- “Εγώ; Που θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμη;” Η Κάντυ κοιτούσε απορημένη την Ελίζα.
- “Να, ξέρεις… είμαι έγκυος” απάντησε διστακτικά η Ελίζα μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας.
- “Χαίρομαι Ελίζα, αλλά και πάλι… δεν καταλαβαίνω…”
- “ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ..” τσίριξε… ” Πρέπει να το ρίξω… και είσαι η μόνη που μπορείς να με βοηθήσεις.”
- “Εγώ; Μα τι λές Ελίζα; Τι πράγματα είναι αυτά; Θα έπρεπε να χαίρεσαι που σε λίγους μήνες θα…”
- ‘ΜΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ; Πρέπει να με βοηθήσεις να απαλλαγώ από αυτή την εγκυμοσύνη…” η Ελίζα κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της.
- “Ελίζα, εγώ δεν.. “ Η Κάντυ έκανε ένα βήμα πίσω… Μέχρι και τα άλογα χλιμίντρισαν διαισθανόμενα την ένταση που είχε δημιουργηθεί.
- “Κάποιος τρόπος θα υπάρχει και εσύ τον ξέρεις. Συχνά οι υπηρέτριες στο σπίτι μας γκαστρώνονται αλλά μετά από λίγο όλα μέλι γάλα.” Η Ελίζα δυνάμωσε τον τόνο της φωνής της κοιτάζοντας άγρια και απειλητικά την Κάντυ.
- “Δεν ξέρω Ελίζα, αλλά και να ήξερα κάτι δεν…”
- “ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ,” ούρλιαξε.. “το ήξερα πως δε θα βοηθούσες.”
Η Ελίζα έπιασε από τα μαλλιά την Κάντυ που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και άρχισε να τη χτυπά με τις γροθιές της. Ζαλισμένη σχεδόν η Κάντυ, έπιασε αυθόρμητα την κοιλιά της προσπαθώντας να την προστατεύσει από τα χτυπήματα της Ελίζας.
Από την οργή της, δεν πρόλαβε να δει τον άντρα πίσω από την Κάντυ. Το μαστίγιο έπεσε με ορμή πάνω στην Ελίζα χαράζοντας μια κατακόκκινη γραμμή στο πρόσωπό της. Ο Άλμπερτ ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά την Ελίζα όταν είδε την Κάντυ να λιποθυμάει σε μια λιμνούλα από νερό.
- “Μωρό μου”, ξεφώνισε, πετώντας το μαστίγιο και πέφτοντας πάνω στην Κάντυ που είχε σωριαστεί.
Η Ελίζα κρατώντας το ματωμένο πρόσωπό της, έτρεξε προς την έξοδο και τον Στιούαρτ. Σε δευτερόλεπτα ακούστηκε ο θόρυβος του αυτοκινήτου που έφευγε.
Ο Άλμπερτ σήκωσε την Κάντυ στην αγκαλιά του και έτρεξε πανικόβλητος προς το ιατρείο. Ο γιατρός Μάρτιν είχε ήδη περάσει το πρωί και τώρα… τώρα… τώρα που η Κάντυ γεννάει… τι γίνεται;;;
Το χέρι του Βλαντιμίρ στον ώμο του τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
- “Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ.” τον καθησύχασε.
Η Μαντλέν είχε τρέξει να τον φωνάξει μόλις είδε τον Άλμπερτ να κρατάει στην αγκαλιά του την Κάντυ και τώρα με την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία ήταν έτοιμες να πάρουν εντολές από τον Βλαντιμίρ.
Μεμιάς ετοιμάστηκαν οι κατσαρόλες με το ζεστό νερό και τις καθαρές πετσέτες. Η καρδιά του Άλμπερτ κόντευε να σπάσει από την αγωνία του. Η Κάντυ ακόμη δεν είχε επανακτήσει τις αισθήσεις της. Ο Βλαντιμίρ εξέταζε την ετοιμόγεννη κοπέλα και ανήσυχος γύρισε προς τον Άλμπερτ.
- “Κατεβαίνει ανάποδα. Θα πρέπει να της πάρουμε το μωρό με καισαρική και ήδη έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο.”
Στο ιατρείο υπήρχαν τα πάντα για να κάνει ο Βλαντιμίρ την επέμβαση. Παρακάλεσε τον Άλμπερτ να βγει έξω και κράτησε κοντά του μόνο την Μαντλέν και την αδερφή Μαρία. Δίπλα στο χειρουργικό κρεβάτι, η Μαντλέν φρόντιζε να κρατάει με αναισθητικό κοιμισμένη την Κάντυ καθ’ όλη τη διάρκεια του χειρουργείου. Η αδελφή Μαρία έδινε στο Βλαντιμίρ κάθε τι που χρειαζόταν : νυστέρια, γάζες, αντισηπτικό, βελόνες… Η επέμβαση ήταν λεπτή. Κατά τη διάρκεια της καισαρικής, η μήτρα δεν έπρεπε να παραμείνει ανοιχτή περισσότερο από επτά λεπτά ώστε η Κάντυ να μην κινδύνευε με αποβολή σε ενδεχόμενη δεύτερη εγκυμοσύνη.
Μερικά λεπτά αργότερα, η αδερφή Μαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Στα χέρια της κρατούσε ένα κατάξανθο μωράκι, ίδιο η μαμά του. Το νεογέννητο δεν έκλαψε από την αρχή, αλλά ένα τσίμπημα από το γιατρό άνοιξε τα πνευμόνια του και ένα γοερό κλάμα έκανε τον Άλμπερτ να ορμήσει μέσα παίρνοντας στην αγκαλιά του τη μικροσκοπική του κόρη. Ήθελε να σκύψει να τη φιλήσει στο κεφαλάκι της παρά τις βλέννες και τα αίματα, αλλά το αυστηρό βλέμμα του Βλαντιμίρ, τον απέτρεψε. Η μικρή όπως κάθε νεογέννητο ήταν πολύ ευάλωτη στο εξωτερικό περιβάλλον. Έδωσε το μωρό στην αδελφή Μαρία για το πρώτο του μπανάκι και κάθισε δίπλα στην Κάντυ που ακόμη δεν είχε ξυπνήσει. Ο Βλαντιμίρ τελείωνε με την πρώτη του επιτυχημένη επέμβαση και γυρνώντας σοβαρά προς τον Άλμπερτ του είπε:
- Να σας ζήσει! Είναι όμορφο και υγιές. Είστε ευλογημένοι φίλε μου. Χωρίς την καισαρική, καμιά από τις δύο δε θα γλίτωνε.
Ο Βλαντιμίρ είχε δίκιο. Αν η μοίρα δεν τα έφερνε έτσι ώστε να ανέβουν σήμερα στο λόφο η Κάντυ ίσως να μην… Όχι, όχι… δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ο Βλαντιμίρ ζήτησε από τον Άλμπερτ να κρατήσει για λίγο ακόμη την Κάντυ αναίσθητη. Μετά την επέμβαση θα πονούσε πολύ, και έπρεπε να ανακτήσει δυνάμεις για να μπορέσει να θηλάσει το μωρό.
Στη δρόμο η Ελίζα σφούγγιζε με το μαντήλι της την πληγή. Έβριζε μέσα από τα δόντια της ενώ ο οδηγός δίπλα της παρέμενε σιωπηλός. Κάποια στιγμή, η Ελίζα του είπε:
- Μα ναι, εσύ θα ξέρεις…
Ο Στιούαρτ δεν ήξερε τι να απαντήσει στην Ελίζα. Του ζητούσε κάτι που ήταν πέρα από τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις του ως οδηγός των Ράνγκαν. Μα που;;; πώς;;;
Αναγκάστηκε να κάνει μια παράκαμψη στη φτωχογειτονιά του Σικάγο εκεί που ήταν μαζεμένα τα χαμαιτυπεία της πόλης. Σταμάτησε έξω από ένα τρισάθλιο σπίτι που βρώμαγε μούχλα και υγρασία, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μπήκε μέσα. Δύο λεπτά αργότερα, η πατρόνα κοίταζε εξεταστικά την Ελίζα και την πρόσταξε να κατέβει. Δε θα αργούσαν πολύ.
Όταν συνήλθε η Ελίζα, ο πόνος την έκανε να διπλωθεί. Στ΄αυτιά της αντηχούσαν τα λόγια της πατρόνας. “Ta παιδιά να τα ξεχάσεις…” Προσπάθησε να κατέβει από το κρεβάτι μα σχεδόν λιποθύμησε. Ο Στιούαρτ τη μετέφερε στο αυτοκίνητο, και, αφού πλήρωσε τη μεγαλόσωμη γυναίκα, εξαφανίστηκε στα προάστια της πόλης. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν άφηνε την Ελίζα στο κρεβάτι της. Δε χρειαζόταν να τον πληρώσει για να μη μιλήσει – ήταν άλλωστε πιστός στον πατέρα της- αλλά η Ελίζα επέμενε να πάρει το πακέτο με τα χαρτονομίσματα που έβγαλε από το κομοδίνο της. Το πρωί θα σκεφτόταν τι θα έλεγε στον ιρλανδό. Ίσως όμως να μη χρειαζόταν να του μιλήσει. Είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο και νωρίς το πρωί θα το έβαζε σε εφαρμογή.
Την επομένη αισθανόταν κάπως καλύτερα. Η αιμορραγία είχε σταματήσει αλλά ο πόνος ακόμη τη σούβλιζε. Ο Στιούαρτ την κατέβασε στην πόλη, στο δικηγορικό γραφείο των “Mιλς και Tζόνσον”. OXάρυ Μιλς, οικογενειακός τους δικηγόρος, απουσίαζε εκείνη τη στιγμή αλλά η γραμματέας του της έδωσε τα χαρτιά να τα υπογράψει σύμφωνα με την κατάθεσή της. Σκέφτηκε τον πατέρα της, ίσως να στενοχωριόταν με την εξέλιξη αυτή. Λίγες μέρες μετά τον αρραβώνα, την είχε ρωτήσει αν συμφωνούσε με τον επικείμενο γάμο της. Ήταν μια εμπορική συμφωνία για τους Ράνγκαν αλλά ο Ο’ Σάλλιβαν ήταν και πλούσιος και γοητευτικός. Δεν ήθελε όμως η κόρη του να πιεστεί να παντρευτεί κάποιον που δεν της άρεσε. Υπήρχε ακόμη καιρός για πισωγύρισμα. Η Ελίζα κοίταξε το ακριβό μονόπετρο στο μεσαίο της δάχτυλο, χάιδεψε στην τσέπη της τις λευκές επιταγές που της έδωσε ο αρραβωνιαστικός της για να της χρησιμοποιήσει όπως εκείνη ήθελε και θυμήθηκε τα βλέμματα θαυμασμού των φιλενάδων της για τον Ιρλανδό. Απάντησε αβίαστα στον πατέρα της πως ήταν ικανοποιημένη με την επιλογή τους και ανυπομονούσε για την ημέρα του γάμου της.
Πήρε το αντίγραφο από τη γραμματέα και γύρισε στο αρχοντικό τους. Στην κατάθεσή της κατηγορούσε τον άντρα της πως ήταν υπεύθυνος για το σημάδι στο πρόσωπό της. Τι και αν ο Μπράιαν δεν ασχολιόταν καθόλου με άλογα; Η Κάντυ δε θα μιλούσε, βλαμμένο ήταν… ο Άλμπερτ σίγουρα δε θα τολμούσε να πει τι είχε κάνει, η σιωπή του Στιούαρτ ήταν εξασφαλισμένη. Τι και αν ο Μπράιαν έλειπε ταξίδι για δουλειές 3 μέρες τώρα; Οι γονείς της θα την πίστευαν, όπως έκαναν και στο παρελθόν. Θα τους έλεγε και πως την ξυλοφόρτωσε… και έχασε το παιδί τους… γι αυτό τον χωρίζει τώρα… Μετά ο δρόμος για την αγκαλιά του Τέρρυ θα ήταν ανοιχτός…
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη… Η καμτσικιά θα άφηνε μόνιμο σημάδι στο πρόσωπό της. Και λοιπόν; Θα έβρισκε τρόπο να την καλύπτει… με κάποια πούδρα ίσως… Και ο Τέρρυ δε θα είχε πρόβλημα… εδώ δε δίστασε να μείνει με την παλιοσακάτισσα με το κομμένο πόδι στην ουλή θα κολλούσε; Μπα… ο Τέρρυ δεν ήταν τέτοιος τύπος. Είχε αριστοκρατική καταγωγή και αυτό ήταν αρκετό για να γίνει γυναίκα του. Βέβαια… παιδιά δε θα μπορούσε να του κάνει… αλλά ποιος νοιάζεται; Ο Τέρρυ θα είχε την καριέρα του και εκείνη αυτόν. Τώρα μάλιστα που η Κάντυ γεννοβολούσε το μούλικό της…
Το μυαλό της γύρισε στα γεγονότα της προηγούμενης μέρας… “Την παλιοβρώμα… …Ήθελε να με εκδικηθεί, ζήλευε που εγώ θα μπορούσα να δώ την παράσταση με τον Τέρρυ στο θέατρο και αυτή με το μπάσταρδό της θα ήταν αναγκασμένη να τη χάσει… Εγώ φταίω… που σχεδόν την παρακάλεσα… τώρα ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα. “ Η οργή φούντωσε μέσα της και της έφερε δάκρυα στα μάτια. Οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό της “Επίτηδες το έκανε… Και τι θα πω στον άλλον;;; Θεέ μου, όπου να ΄ναι θα έρθει. Εκείνος όμως φταίει. Αν δεν έπεφτε πάνω μου σα μοσχάρι κάθε βράδυ τώρα δε θα ήμουν σε αυτή την κατάσταση. “
Θα πρέπει να είχαν περάσει ώρες σε αυτή την κατάσταση. Η πόρτα άνοιξε και ο Μπράιαν μπήκε μέσα. Η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο. Άναψε το φως και κοίταξε την Ελίζα.
- “Τι έχεις και κάθεσαι στα σκοτεινά;”
- “Τολμάς και ρωτάς; Εξαιτίας σου χάλασα το πρόσωπό μου και τώρα… τώρα τι θα απογίνω;”
- “Δεν καταλαβαίνω τι λες. Τι σου έκανα; Τι έχει το πρόσωπό σου;”
Γύρισε και τον κοίταξε. Μια αυλακιά χαράκωνε το μέτωπό της ως τη βάση του λαιμού.
- “Τι συνέβη Ελίζα; Ποιος σου το έκανε αυτό;”
- “Για όλα φταις εσύ και oι ορέξεις σου. Ποιος σου είπε πως ήθελα να γίνω μητέρα των παιδιών σου; Ποιος σου είπε πως ήθελα να χαλαστώ για τα μούλικά σου; Αν ήθελες παιδιά να έπαιρνες κουνέλα της τάξης σου και όχι κορίτσι από αριστοκρατική οικογένεια. “
Η Ελίζα ωρυόταν έχοντας χάσει κάθε έλεγχο και, όπως την προηγούμενη μέρα με την Κάντυ, κλωτσούσε και γρονθοκοπούσε τον Μπράιαν. Και όχι μόνο. Μέσα σε ένα παραλήρημα, ξεστόμιζε ακατονόμαστες εκφράσεις και βρισιές για την καταγωγή του.
Το χαστούκι του την επανέφερε στην πραγματικότητα. Έπεσε σχεδόν πάνω στην αυλακιά από το καμτσίκι του Άλμπερτ και την έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο.
- “Θα μου το πληρώσεις αυτό, αχρείε…” Έβγαλε από την τσάντα της το αντίγραφο της πρωινής αίτησης και του το πέταξε στα μούτρα. “Διάβασε λοιπόν – αν ξέρεις βέβαια γράμματα- “ του είπε καγχάζοντας. “Και μη διανοηθείς να με πλησιάσεις ξανά… “
OΜπράιαν πήρε το χαρτί και άρχισε να διαβάζει… ξανά και ξανά… δεν πίστευε στα μάτια του… όταν συνειδητοποίησε πως το χαρτί στα χέρια του ήταν πέρα για πέρα αληθινό άρχισε να γελάει τρανταχτά…
- “Μάλλον δεν κατάλαβες περί τίνος πρόκειται” του είπε ειρωνικά. “Φεύγεις από τη ζωή μου, σήμερα κιόλας. Άρχισε να μαζεύεις τα βρωμόρουχά σου και… “
- “Δε σου τα είπανε καλά χρυσή μου… Εδώ θα μένει η γυναίκα μου και σε λίγο τα παιδιά μου...”
- “Μα τι λες; Αίτηση διαζυγίου είναι και εγώ παιδιά δεν…” η Ελίζα δεν καταλάβαινε που οφειλόταν η χαρούμενη διάθεση του Μπράιαν…
Τρεις μέρες τώρα το είχε καλά σκεφτεί. Παρά τις αντιρρήσεις και τα κλάματα της Άμπυ εκείνος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα κατέθετε αίτηση διαζυγίου και θα παντρευόταν την Άμπυ. Σε λίγους μήνες θα έφερνε στον κόσμο το παιδί του. Τι και αν έχανε όλη του την περιουσία; Μόνος του την έφτιαξε , μόνος του θα την γκρέμιζε. Τη φτώχεια την είχαν ζήσει και οι δύο, δε θα τον πείραζε να ξαναγίνει και πάλι φτωχός. Φτάνει το παιδί του να είχε το όνομά του και ένα καθαρό πρόσωπο στην κοινωνία. Το προικοσύμφωνο το έγραφε καθαρά: όποιος από τους δύο κατέθετε αίτηση διαζυγίου, όλη η περιουσία του θα περνούσε στον άλλο. Ήταν μια δικλείδα ασφαλείας για τον Ράνγκαν που ήξερε πως τις ιδιοτροπίες της κόρης του δύσκολα τις ανεχόταν κανείς και επιπλέον ήθελε να περιορίσει το ρίσκο της συνεργασίας με ένα νεόπλουτο γυναικά. Ο Μπράιαν υπογράφοντάς το είχε πιαστεί στη φάκα αφού δευτερόλεπτα αργότερα άκουγε σε πόσο μεγάλη εκτίμηση τον είχε η υψηλή κοινωνία από το στόμα της ίδιας της μέλλουσας γυναίκας του. Σήμερα, ήταν αποφασισμένος να πάρει διαζύγιο από αυτό το φιάσκο επωμιζόμενος τις συνέπειες της οικονομικής του καταστροφής. Ποιος θα το πίστευε πως η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε χαμένη να είναι η Ελίζα;
- “Και, ποιος σου είπε πως τα παιδιά μου θα είναι και δικά σου;” της απάντησε στο ίδιο ειρωνικό στυλ. “Από αύριο, η Άμπυ θα μένει εδώ.”
- “Ποια είναι αυτή; Με ποιο δικαίωμα θα με διώξεις από το σπίτι μου;;;”
- “Σπίτι σου; Ας γελάσω αγαπητή μου. Δε σε ενημέρωσε ο πατέρας σου πως σε περίπτωση διαζυγίου όλη σας η περιουσία θα περιέλθει σε εμένα; Μέχρι να επιστρέψω να έχεις εξαφανιστεί…”
Έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του αφήνοντας την Ελίζα να σωριάζεται λιμόθυμη στο πάτωμα.
---------------------------------------------------------------------------------------
Η Σουζάννα τακτοποιούσε το γραφείο της… όσο μπορούσε δηλαδή. Το προηγούμενο απόγευμα μαζί με το μικρό Μάικλ είχαν πάει στη θεατρική παράσταση. Ο Γκάρετ δεν τους συνόδεψε στο θέατρο παρά τους περίμενε σε μια διπλανή μπυραρία. Ο μικρός δεν είχε ποτέ δει την πόλη από κοντά και έκανε συνεχώς ερωτήσεις για ό,τι έβλεπε γύρω του. Ο Γκάρετ απαντούσε με μισόλογα αλλά η Σουζάννα εξηγούσε με λεπτομέρειες στο μικρό κάθε τι που του κέντριζε το ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο μικρός ήταν αμίλητος, κοιτώντας με θαυμασμό όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Λίγο έλειψε να φωνάξει προς το “θείο Τέρρυ” αλλά τελευταία στιγμή η Σουζάννα τον συγκράτησε γελώντας. Γυρνώντας σπίτι ήταν τελείως αποκαμωμένη. Η κούραση δεν την είχε αφήσει αν και κοιμήθηκε βαθιά ως το πρωί.
Σε λίγο θα συναντούσε τη Μπέηκερ. Η ηθοποιός της ζήτησε να συναντηθούν για να συζητήσουν σχετικά με το σενάριο. Η ώρα πλησίαζε αλλά το στομάχι της δεν έλεγε να ηρεμήσει. Παρά τις φρυγανιές που έφαγε νωρίτερα εξακολουθούσε να ανακατεύεται και… ω… το κεφάλι της… όλα γυρίζουν… και…
Η πόρτα άνοιξε την ώρα που η Σουζάννα έπεφτε λιπόθυμη. Ίσα που πρόλαβε ο Τέρρυ να ορμήσει και να την πιάσει προτού χτυπήσει το κεφάλι της στην άκρη του τραπεζιού.
Του φαινόταν γνώριμο το σκηνικό. Το είχε ξαναζήσει δύο τρία χρόνια πριν. Μόνο που τώρα δεν ήταν μόνος του. Η αγκαλιά της Ελαίηνορ είχε ανοίξει διάπλατα για το γιό της. Καταλάβαινε το βουβό του πόνο αλλά δε θα άφηνε το παιδί της να περάσει και δεύτερο Γολγοθά. Λίγο πριν, το χαμόγελο πλάταινε στο πρόσωπο της Μάρλοου όταν άκουγε πως η κόρη της ήταν έγκυος. Γύρισε και στράφηκε στον Τέρρυ αγκαλιάζοντάς τον και προσφωνώντας τον: “Παιδί μου, πόσο ευτυχισμένη με κάνατε…”.
Ο Τέρρυ δεν απάντησε. Από το μυαλό του πέρασαν φρικιαστικές σκηνές εκμετάλλευσης και βιασμού της ανήμπορης να το σταματήσει Σουζάννας. Την καημένη… δεν της έφτανε η αναπηρία για την οποία εκείνος ήταν υπεύθυνος. Και τώρα αυτό… Μέσα της μεγάλωνε το παιδί ποιος ξέρει ποιού αλήτη… Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει… Στην επόμενη κουβέντα της Μάρλοου “τώρα θα πρέπει να κανονίσουμε την ημερομηνία του γάμου” ψέλλισε ένα ξεψυχισμένο “ναι” και σωριάστηκε στον καναπέ στην αίθουσα αναμονής. Μάταια προσπαθούσε η Μπέηκερ να τον κάνει να σκεφτεί λογικά. Με τα χέρια του να σκεπάζουν το πρόσωπό του και τα μάτια καρφωμένα στο κενό έφερνε στη θύμησή του τις όμορφες στιγμές που πέρασε στην αγκαλιά της Μάγια. Για άλλη μια φορά έπρεπε να σκοτώσει τον έρωτά του… ποια Μοίρα τον είχε καταραστεί;;; Ποιοι έριχναν ζάρια στο δικό του πεπρωμένο…
“- Όχι αγόρι μου… δε θα σε αφήσω να καταστρέψεις τη ζωή σου… Τέρρυ κοίταξέ με… Τέρρυ μωρό μου με ακούς… Σε παρακαλώ μωρό μου… Εγώ είμαι εδώ τώρα… Δε θα σου συμβεί κανένα κακό… Τέρρυ σε παρακαλώ μωρό μου…”
Hφωνή της Ελαίηνορ ακουγόταν σα ψίθυρος… από πολύ μακριά… τόσο μακριά που δεν ήταν ικανή να παρηγορήσει τον Τέρρυ… “Το παιδί σας… η ημερομηνία του γάμου…” από τη μια, και ένα “Σ΄αγαπώ… σ΄αγαπώ πολύ “ aπό μια ερωτευμένη φωνή που έλιωνε στα χάδια και τα φιλιά του… Δεν ήταν δυνατόν… πάνω που νόμιζε πως η ζωή του χαμογελάει ξανά… Μάγια… Μάγια μου… δεν μπορώ να σε προδώσω… να προδώσω την αγάπη μας… Σουζάννα… καημένη Σουζάννα… δεν μπορώ να το κάνω… δε γίνεται…
-Σουζάνναααα…. Η φωνή βγήκε σαν ουρλιαχτό σπαραξικάρδιο από τα στήθη του Τέρρυ…
Η Μπέηκερ τον αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά.
“Mωρό μου άκουσέ με… Τίποτα κακό δε θα αφήσω να σου συμβεί… Πίστεψέ με γλυκέ μου… Η μαμά είναι εδώ… δίπλα σου”. Τον έσφιξε και άλλο αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά του. Σιγά σιγά, το σοκ από το νέο καταλάγιαζε μέσα του. Η μητέρα του είχε δίκιο. Όσο και να αγαπούσε τη Σουζάννα, δεν μπορούσε με τίποτα να την παντρευτεί. Με την πρώτη ευκαιρία θα της το έλεγε.
Η Σουζάννα επιτέλους συνήλθε. Η μητέρα της δίπλα της φλυαρούσε ασταμάτητα για τις προετοιμασίες του γάμου. Σε λίγο θα το έλεγε στις εφημερίδες. Η κόρη της θα παντρευόταν το γοητευτικό ηθοποιό…
- “Μητέρα… σου μιλάω… θα με ακούσεις;;;”
- “Ναι μωρό μου… ό,τι θες.. αλλά τώρα άλλα προέχουν… Αχ.. μωρό μου πόσο ευτυχισμένη είμαι…”
- “Μητέρα, πάψε επιτέλους...“ το είχε πάρει απόφαση… με τη μητέρα της δεν μπορούσε να συνεννοηθεί.
- “Εντάξει Σουζάννα μου, πές μου τι θέλεις;; Λίγο νερό μήπως… κάτι να φας;;;”
- “Ο Τέρρυ μητέρα, είναι έξω;;;”
- “Ναι μωρό μου, θα τον φωνάξω.”
Ο Τέρρυ στο κάλεσμα της Σουζάννας σηκώθηκε απρόθυμα από τον καναπέ. Η εικόνα της ερωτευμένης Μάγια που του χαμογελούσε το πρωί, του έδινε κουράγιο…
Μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν έτοιμος να εξηγηθεί με την έγκυο κοπέλα. Το βλέμμα του ψυχρό και άδειο διασταυρώθηκε με το γλυκό της Σουζάννας…
- “Σουζάννα λυπάμαι πολύ για αυτό… εγώ δεν … “ ξεκίνησε να της λέει αποφασιστικά
- “Λυπάσαι;” Του αποκρίθηκε παιχνιδιάρικα…
“Και εγώ που σε κάλεσα για να σου πω πως…”
- “Ο γάμος σας θα γίνει σύντομα μωρό μου, “ πετάχτηκε η Μάρλοου.
Η Μπέηκερ όρμησε σα σίφουνας στο δωμάτιο.
- “Σουζάννα, λυπάμαι πολύ για ό,τι συνέβη αλλά ο γιος μου δε θα σε παντρευτεί. Το ακούτε κα Μάρλοου, το γιο μου δε θα τον αφήσω να χαραμιστεί σε ένα γάμο που δε θέλει...”
- “Θα την πάρει και θα πει και ένα τραγούδι.”
- “Μαμά να σου πω…” Η Σουζάννα έτεινε τα χέρια της προς την κα Μάρλοου. Μάταια…
- “Ούτε στα όνειρά σου και να είσαι σίγουρη γι αυτό.”
- “Μητέρα… σε παρακαλώ…” Ο Τέρρυ από την άλλη προσπαθούσε να ηρεμήσει τη μητέρα του
- “Άκου να σου πω… εμένα η κόρη μου θυσιάστηκε για να ζει ο γιός σου…” Η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Οι δυό μητέρες ήταν έτοιμες να πιαστούν μαλλί με μαλλί.
- Σας παρακαλώ, σταματήστε επιτέλους και ακούστε με.
Γύρισαν όλοι ξαφνικά προς τη Σουζάννα που τους κοίταζε φανερά εκνευρισμένη. Δεν την είχαν ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά.
- “Σουζάννα, θα είμαι δίπλα σου σε ό,τι χρειαστεί, αλλά δεν μπορώ να σε…” Ο Τέρρυ πήρε μόνος του λόγο αλλά δεν τον απέσωσε…
- “Η Σουζάννα θα γίνει γυναίκα μου, είτε σας αρέσει είτε όχι. Και τώρα, όλοι σας έξω…”
Ο Γκάρετ εισέβαλλε φουριόζος στο δωμάτιο έτοιμος να τους βγάλει όλους με τη βία.
-“Ηρέμησε καλέ μου…”
Πλησίασε το κρεβάτι και κάθισε πάνω αφήνοντας το καπέλο του στα πόδια του. Έπιασε το χέρι της Σουζάννας και το έφερε στα χείλη του.
- “Γλυκιά μου πώς είσαι; Πέρασα να σε πάρω από το γραφείο και μου είπαν τι συνέβη. Τελικά ήταν αυτό που νομίζαμε;”
- “Ναι αγάπη μου. Είμαι έγκυος. “
Η Μάρλοου έμεινε να κοιτάζει σαστισμένη πότε την κόρη της πότε τον Γκάρετ που γέμιζε φιλιά τη Σουζάνννα. Ας της εξηγούσε κάποιος, και, κυρίως, ας έβρισκε επειγόντως μια καρέκλα να σωριαστεί… θα λιποθυμούσε σίγουρα…
Ο Τέρρυ με τη μητέρα του ετοιμάζονταν να βγουν από το δωμάτιο λυτρωμένοι από την απρόσμενη εξέλιξη…
- “Κα Μπέηκερ… σχετικά με το σενάριο; Θα μου κάνετε την τιμή;;;”
- “Η τιμή θα είναι όλη δική μου Σουζάννα.” Η ηθοποιός της αποκρίθηκε με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά και γεμάτο ειλικρίνεια.
“ Ανυπομονώ μάλιστα να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα.”
Ο Τέρρυ δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ακόμη τι είχε συμβεί. Το μυαλό του ήταν μπερδεμένο ακόμη αλλά ένιωθε πως μόλις ξυπνούσε από εφιάλτη…
- “Όλα τελείωσαν μωρό μου, όλα… Ηρέμησε τώρα… όλα θα πάνε καλά…”
Η Μπέηκερ οδηγούσε προς το σπίτι τους. Σήμερα η μέρα ήταν ξεχωριστή. Ακόμη και ο χειμωνιάτικος ήλιος έμοιαζε να είναι τόσο ζεστός σα να βρίσκονταν στην καρδιά του καλοκαιριού.
Η Μάγια άκουσε τον ήχο του αυτοκινήτου και πετάχτηκε χαρούμενη έξω να τους προϋπαντήσει. Ο Τέρρυ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Σφιχτά… πολύ σφιχτά… για να μην του φύγει ποτέ…