retrofan
RetroMasteR
- Joined
- 14 Δεκ 2009
- Μηνύματα
- 1.231
- Αντιδράσεις
- 423
Κάθε Κυριακή τρώμε όλοι μαζί στο σπίτι των γονιών μου. Λέμε τα νέα μας εμείς, τα "παιδιά"
, λένε κι εκείνοι τα δικά τους. Σήμερα άκουγα τις συζητήσεις στο τραπέζι και βάραινα. Και γύρισα στο σπίτι με την σκέψη στον Περίανδρο Πώποτα και στο "εμπρός - πίσω" που ήταν το σύνθημά του.
Νομίζω πως το ζω, δηλαδή το ζούμε. Δυστυχώς όχι με τον κωμικό τρόπο του γραφικού Κολοκοτρωνιτσίου.
Εξηγούμαι: Ο πατέρας μου γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο σε μια αγροτική οικογένεια. Τα "έπαιρνε" τα γράμματα και οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν να σπουδάσει. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη με χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από γονείς, αδέλφια, γαμπρούς, όλο το σόι τέλος πάντων και με μια κουβέρτα που ζύγιζε έναν τόνο γιατί η γιαγιά μου, που δεν είχε πάει πέρα από την Σπάρτη, πίστευε ότι "όλο χιονίζει εκεί πάνω στα σύνορα" και του έδωσε ό,τι πιο βαρύ διέθετε η παραγωγή του αργαλειού της
. Σπούδασε, άρχισε να εργάζεται, ο ίδιος λέει χαριτολογώντας ότι τον πρώτο χρόνο έτρωγε μια τυρόπιτα στο γραφείο όλη τη μέρα. Νομίζω όμως ότι μας κρύβει ή τέλος πάντων θυμάται όποτε θέλει κάτι γλεντάκια που έκανε πότε - πότε σε κουτούκια με συμφοιτητές ή συγχωριανούς.
Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Αθήνα, σε μια οικογένεια με μεγαλύτερη άνεση. Τις Κυριακές το απόγευμα πήγαινε με τη γιαγιά μου στον κινηματογράφο. Έμαθε μια ξένη γλώσσα κι άρχισε να εργάζεται στα 20 της. Κάθε πρωί περίμεναν το τραμ (μετά το λεωφορείο) με τον παππού μου και χώριζαν στην Ακαδημίας, ο καθένας για τη δουλειά του. Πήρε τις φίλες της και κάνανε διακοπές μόνες τους (οι γονείς γκρίνιαζαν βέβαια), στη Ζάκυνθο, στα 27 τους. Έβγαινε και τα βράδια, όταν προσφερόταν κάποιος ξάδελφος ή αδελφός ή φίλος - καλό παιδί - γνωστός στους γεννήτορες να συνοδέψει τις "κοπέλες". Γνώρισε τα στέκια της Γλυφάδας και της Βουλιαγμένης. Θυμάται ότι την καλύτερη φωνή την είχαν ο Γιάννης Βογιατζής κι η Τζένη Βάνου που κατάφεραν να κρατήσουν πρόγραμμα χωρίς μικρόφωνο, ένα βράδυ που στα "Αστέρια" είχε διακοπή ρεύματος.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντήθηκαν στη δεκαετία του 70΄. Παντρεύτηκαν, έχτισαν ένα διαμέρισμα, αγόρασαν ένα αυτοκίνητο, έκαναν δύο παιδιά. Το καλοκαίρι πηγαίναμε και στο χωριό αλλά κι ένα ταξίδι κάπου στην Ελλάδα. Εκτός από το σχολείο, είχαμε και "δραστηριότητες". Ξένη γλώσσα, πιάνο, κολύμπι (ο πατέρας μου επέμενε κι έτσι θυσιάστηκε το μπαλέτο που ήταν η προτίμηση της μητέρας μου). Ήμουν 13 χρονών όταν κάναμε οικογενειακώς το πρώτο μας ταξίδι στο εξωτερικό. Στη Βουλγαρία με πούλμαν
. Μέχρι να τελειώσω το σχολείο είχαμε αφήσει το σπίτι που έχτισαν οι γονείς μου για ένα άλλο, μεγαλύτερο. Έτσι, κάθε παιδί έμενε στο δικό του δωμάτιο.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό αποφασίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Υπήρχαν βέβαια και υποτροφίες αλλά οι γονείς τσοντάρανε. Τσοντάρανε αρκετά μάλιστα... Μεγάλωνα κι όλα μου φαίνονταν πιθανά, δυνατά, λίγο ν' άπλωνα το χέρι, θα τα έπιανα. Μέχρι τα 25 μου είχα πάει δυο φορές στην Αμερική όπου σπούδαζε η αδελφή μου. Έκανα τις δικές μου, "περίεργες" οικονομίες κι εξασφάλιζα τις μικρές μου πολυτέλειες. Πέρασα π.χ. μια περίοδο δύο εβδομάδων που μηδένισα σχεδόν το έξοδο του σούπερ - μάρκετ κι έτρωγα μόνο μακαρόνια για να μαζέψω χρήματα να πάμε με φίλους μια εκδρομή στην Αλσατία κι άλλη μια φορά έκοψα τις εξόδους σε μπαρ και κινηματογράφους για έναν μήνα, ώστε να μπορέσω να πληρώσω το εισιτήριο του eurostar για Λονδίνο, όπου ζούσε το αμόρε τότε. Ήταν λίγο ένα προσωπικό παιχνίδι περηφάνιας. Ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου. Και χαιρόμουν επειδή το πετύχαινα. Εξάλλου, κάθε βράδυ είχα έναν στάνταρ διάλογο με τον πατέρα μου:
-Είσαι καλά;
-Μια χαρά.
-Τρως;
-Τρώω.
-Να τρως. Και να ντύνεσαι. Έχετε χαμηλές θερμοκρασίες εκεί πέρα.
-Ντύνομαι.
-Θέλεις λεφτά; Μήπως σου τελείωσαν;
-Όχι, εντάξει είμαι.
-Αν θέλεις, να με πάρεις τηλέφωνο να μου το πεις. Ο μπαμπάς είναι εδώ :flower: (κουβέντα που μόνο μια κόρη μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία της και να λιώσει σαν φρέσκο βούτυρο στον ήλιο ενώ οι απανταχού άντρες βλαστημάνε την ώρα και την στιγμή που τα "κοριτσάκια του μπαμπά" βγήκανε στη γύρα θέτοντας τον πήχυ στα δυσθεώρητα ύψη του πατέρα τους
)
Γύρισα στην Ελλάδα και βρήκα δουλειά!!!! Μετακόμισα σε δικό μου σπίτι. Είχα λάπτοπ και κινητό. Βγήκα, ταξίδεψα, γλέντησα ...
... Σήμερα στο τραπέζι η μητέρα μου μίλησε για την κυρία του διπλανού διαμερίσματος. Υποδέχτηκε στο δυάρι όπου ζει μόνη της τα τελευταία χρόνια τον γιο της (άνεργο) με τη νύφη της (μισθός των 600 ευρώ σ' ένα μαγαζί που δεν πηγαίνουν καλά οι δουλειές του) και το τρίχρονο εγγόνι της. Δεν μπορούσαν άλλο να νοικιάζουν δικό τους. Οπότε ... "προσωρινά" ... (το θυμάστε το "προσωρινά" στα "Χαμένα Όνειρα"; :xm: )
Η αδελφή μου είπε για μια φίλη της που απολύθηκε και ψάχνει τώρα τρεις μήνες. Ο πατέρας μου θυμήθηκε τον γιο ενός συναδέλφου του που έκλεισε η τεχνική εταιρεία στην οποία δούλευε και τώρα βρίσκεται στη Σαουδική Αραβία, με αξιοπρεπή αλλά όχι συγκλονιστικό μισθό, στη μέση της ερήμου, χωρίς περίπτωση επιστροφής στην Ελλάδα και βλέπει τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά από το skype. Η δε γυναίκα διστάζει ν' αφήσει τη δική της, κακοπληρωμένη μεν αλλά μόνιμη δουλειά για να ξεκουβαλήσει με δυο πιτσιρίκια κι ένα μωρό στη μέση του πουθενά.
Στη δουλειά μου την Παρασκευή, κάναμε έναν άτυπο "έρανο" για έναν συνάδελφο που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όταν έδινα την "συνεισφορά" μου δεν ένιωσα καθόλου την ελπίδα που πρέπει να ένιωθαν οι συγγενείς του πατέρα μου όταν έβαζε ο καθένας ό,τι μπορούσε για να σπουδάσει το παιδί και να βγάλει κι έναν επιστήμονα το σόι.
Νομίζω πως αυτό είναι. Το ότι νιώθω να ζω μια επιστροφή στο παρελθόν που μου φαίνεται σαν κακόγουστη φάρσα. Τα μικρότερα σπίτια, οι χαμηλότερες αμοιβές, η αναγκαστική μετανάστευση. Και θυμώνω γιατί τα παιδιά που είναι τώρα 20 και 25 χρονών μάλλον δεν θα νιώθουν αυτό που ένιωθα εγώ στην ηλικία τους. Ότι όλα ήταν δυνατά, όλα βρίσκονταν εκεί όπου έφτανε ν' απλώσω το χέρι μου για να τα πιάσω.
Γενικώς, όπως καταλάβατε, στο σημερινό τραπέζι είναι θαύμα πως δεν μας έκατσε η μπριζόλα στον λαιμό
Κι αν γράφω στο retromaniax όλα αυτά τα λίγο άσχετα είναι γιατί τη δεκαετία του 60΄, του 70΄ και του 80΄προτιμώ να την αναπολώ εδώ μέσα κι όχι να την ζήσω ως κακοτυπωμένο αντίτυπο 30, 40 ή και 50 χρόνια μετά.

Νομίζω πως το ζω, δηλαδή το ζούμε. Δυστυχώς όχι με τον κωμικό τρόπο του γραφικού Κολοκοτρωνιτσίου.
Εξηγούμαι: Ο πατέρας μου γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο σε μια αγροτική οικογένεια. Τα "έπαιρνε" τα γράμματα και οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν να σπουδάσει. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη με χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από γονείς, αδέλφια, γαμπρούς, όλο το σόι τέλος πάντων και με μια κουβέρτα που ζύγιζε έναν τόνο γιατί η γιαγιά μου, που δεν είχε πάει πέρα από την Σπάρτη, πίστευε ότι "όλο χιονίζει εκεί πάνω στα σύνορα" και του έδωσε ό,τι πιο βαρύ διέθετε η παραγωγή του αργαλειού της

Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Αθήνα, σε μια οικογένεια με μεγαλύτερη άνεση. Τις Κυριακές το απόγευμα πήγαινε με τη γιαγιά μου στον κινηματογράφο. Έμαθε μια ξένη γλώσσα κι άρχισε να εργάζεται στα 20 της. Κάθε πρωί περίμεναν το τραμ (μετά το λεωφορείο) με τον παππού μου και χώριζαν στην Ακαδημίας, ο καθένας για τη δουλειά του. Πήρε τις φίλες της και κάνανε διακοπές μόνες τους (οι γονείς γκρίνιαζαν βέβαια), στη Ζάκυνθο, στα 27 τους. Έβγαινε και τα βράδια, όταν προσφερόταν κάποιος ξάδελφος ή αδελφός ή φίλος - καλό παιδί - γνωστός στους γεννήτορες να συνοδέψει τις "κοπέλες". Γνώρισε τα στέκια της Γλυφάδας και της Βουλιαγμένης. Θυμάται ότι την καλύτερη φωνή την είχαν ο Γιάννης Βογιατζής κι η Τζένη Βάνου που κατάφεραν να κρατήσουν πρόγραμμα χωρίς μικρόφωνο, ένα βράδυ που στα "Αστέρια" είχε διακοπή ρεύματος.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντήθηκαν στη δεκαετία του 70΄. Παντρεύτηκαν, έχτισαν ένα διαμέρισμα, αγόρασαν ένα αυτοκίνητο, έκαναν δύο παιδιά. Το καλοκαίρι πηγαίναμε και στο χωριό αλλά κι ένα ταξίδι κάπου στην Ελλάδα. Εκτός από το σχολείο, είχαμε και "δραστηριότητες". Ξένη γλώσσα, πιάνο, κολύμπι (ο πατέρας μου επέμενε κι έτσι θυσιάστηκε το μπαλέτο που ήταν η προτίμηση της μητέρας μου). Ήμουν 13 χρονών όταν κάναμε οικογενειακώς το πρώτο μας ταξίδι στο εξωτερικό. Στη Βουλγαρία με πούλμαν

Οι μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό αποφασίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Υπήρχαν βέβαια και υποτροφίες αλλά οι γονείς τσοντάρανε. Τσοντάρανε αρκετά μάλιστα... Μεγάλωνα κι όλα μου φαίνονταν πιθανά, δυνατά, λίγο ν' άπλωνα το χέρι, θα τα έπιανα. Μέχρι τα 25 μου είχα πάει δυο φορές στην Αμερική όπου σπούδαζε η αδελφή μου. Έκανα τις δικές μου, "περίεργες" οικονομίες κι εξασφάλιζα τις μικρές μου πολυτέλειες. Πέρασα π.χ. μια περίοδο δύο εβδομάδων που μηδένισα σχεδόν το έξοδο του σούπερ - μάρκετ κι έτρωγα μόνο μακαρόνια για να μαζέψω χρήματα να πάμε με φίλους μια εκδρομή στην Αλσατία κι άλλη μια φορά έκοψα τις εξόδους σε μπαρ και κινηματογράφους για έναν μήνα, ώστε να μπορέσω να πληρώσω το εισιτήριο του eurostar για Λονδίνο, όπου ζούσε το αμόρε τότε. Ήταν λίγο ένα προσωπικό παιχνίδι περηφάνιας. Ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου. Και χαιρόμουν επειδή το πετύχαινα. Εξάλλου, κάθε βράδυ είχα έναν στάνταρ διάλογο με τον πατέρα μου:
-Είσαι καλά;
-Μια χαρά.
-Τρως;
-Τρώω.
-Να τρως. Και να ντύνεσαι. Έχετε χαμηλές θερμοκρασίες εκεί πέρα.
-Ντύνομαι.
-Θέλεις λεφτά; Μήπως σου τελείωσαν;
-Όχι, εντάξει είμαι.
-Αν θέλεις, να με πάρεις τηλέφωνο να μου το πεις. Ο μπαμπάς είναι εδώ :flower: (κουβέντα που μόνο μια κόρη μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία της και να λιώσει σαν φρέσκο βούτυρο στον ήλιο ενώ οι απανταχού άντρες βλαστημάνε την ώρα και την στιγμή που τα "κοριτσάκια του μπαμπά" βγήκανε στη γύρα θέτοντας τον πήχυ στα δυσθεώρητα ύψη του πατέρα τους

Γύρισα στην Ελλάδα και βρήκα δουλειά!!!! Μετακόμισα σε δικό μου σπίτι. Είχα λάπτοπ και κινητό. Βγήκα, ταξίδεψα, γλέντησα ...
... Σήμερα στο τραπέζι η μητέρα μου μίλησε για την κυρία του διπλανού διαμερίσματος. Υποδέχτηκε στο δυάρι όπου ζει μόνη της τα τελευταία χρόνια τον γιο της (άνεργο) με τη νύφη της (μισθός των 600 ευρώ σ' ένα μαγαζί που δεν πηγαίνουν καλά οι δουλειές του) και το τρίχρονο εγγόνι της. Δεν μπορούσαν άλλο να νοικιάζουν δικό τους. Οπότε ... "προσωρινά" ... (το θυμάστε το "προσωρινά" στα "Χαμένα Όνειρα"; :xm: )
Η αδελφή μου είπε για μια φίλη της που απολύθηκε και ψάχνει τώρα τρεις μήνες. Ο πατέρας μου θυμήθηκε τον γιο ενός συναδέλφου του που έκλεισε η τεχνική εταιρεία στην οποία δούλευε και τώρα βρίσκεται στη Σαουδική Αραβία, με αξιοπρεπή αλλά όχι συγκλονιστικό μισθό, στη μέση της ερήμου, χωρίς περίπτωση επιστροφής στην Ελλάδα και βλέπει τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά από το skype. Η δε γυναίκα διστάζει ν' αφήσει τη δική της, κακοπληρωμένη μεν αλλά μόνιμη δουλειά για να ξεκουβαλήσει με δυο πιτσιρίκια κι ένα μωρό στη μέση του πουθενά.
Στη δουλειά μου την Παρασκευή, κάναμε έναν άτυπο "έρανο" για έναν συνάδελφο που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όταν έδινα την "συνεισφορά" μου δεν ένιωσα καθόλου την ελπίδα που πρέπει να ένιωθαν οι συγγενείς του πατέρα μου όταν έβαζε ο καθένας ό,τι μπορούσε για να σπουδάσει το παιδί και να βγάλει κι έναν επιστήμονα το σόι.
Νομίζω πως αυτό είναι. Το ότι νιώθω να ζω μια επιστροφή στο παρελθόν που μου φαίνεται σαν κακόγουστη φάρσα. Τα μικρότερα σπίτια, οι χαμηλότερες αμοιβές, η αναγκαστική μετανάστευση. Και θυμώνω γιατί τα παιδιά που είναι τώρα 20 και 25 χρονών μάλλον δεν θα νιώθουν αυτό που ένιωθα εγώ στην ηλικία τους. Ότι όλα ήταν δυνατά, όλα βρίσκονταν εκεί όπου έφτανε ν' απλώσω το χέρι μου για να τα πιάσω.
Γενικώς, όπως καταλάβατε, στο σημερινό τραπέζι είναι θαύμα πως δεν μας έκατσε η μπριζόλα στον λαιμό
