Σώτος Σώτος
RetroMaNiaC
- Joined
- 19 Απρ 2012
- Μηνύματα
- 715
- Αντιδράσεις
- 289
"Η μέρα χθες στο γραφείο εξελισσόταν δύσκολη, πιεστική, στρυφνή, ψυχοφθόρα. Βάλε και ένα επείγον οικογενειακό τηλεφώνημα, δεν ήθελε και πολύ για να νιώσω ότι το άγχος μου χτύπησε κόκκινο...
Αισθάνθηκα την άμεση ανάγκη να φύγω από κει μέσα, να βγω έξω, να πάρω αέρα, να αναπνεύσω. Καθώς λοιπόν απομακρυνόμουν από το κτίριο χωρίς να ξέρω που ακριβώς πηγαίνω, ο δρόμος μ' έβγαλε ένα-δυο στενά πιο πέρα, εκεί που τέλειωναν τα σπίτια και απλωνόταν μια σχεδόν …απέραντη ηλιόλουστη αλάνα με ένα μικρό ρέμα να κυλάει ανάμεσά της. Τόσα χρόνια σʼ αυτή τη δουλειά μόλις τώρα συνειδητοποίησα τι είχα δίπλα μου.
Πρώτες έφθασαν οι μυρωδιές απʼ τα αγριολούλουδα: μαργαρίτες, παπαρούνες, χαμομήλια, βλαστάρια, χίλια δυο είδη που ξέθαψαν απʼ τη μνήμη μου ανοιξιάτικες ευωδιές ξεχασμένες για πολλά χρόνια… Σχεδόν ταυτόχρονα τα μάτια μου γέμισαν με χρώματα, κίτρινα, πράσινα, κόκκινα, καθώς απλωνόταν μπροστά μου ένα πολύχρωμο χαλί ανθισμένων λουλουδιών. Οδηγήθηκα μαγεμένος μέσα στην αλάνα, ρουφώντας λαίμαργα φως, χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Προχωρώντας πιο πέρα σε ένα κατηφορικό σημείο σταμάτησα και στράφηκα πίσω μου. Διαπίστωσα ότι είχαν φύγει πλέον απʼ το οπτικό μου πεδίο πολυκατοικίες, δρόμοι, αυτοκίνητα και άνθρωποι. Ήμουν μόνος μου. Την ησυχία διέκοπταν μόνο τα ζουζουνίσματα απʼ τις μέλισσες, το νερό που κύλαγε στο ρέμα και κάποια μακρινά κελαηδίσματα.
Αποσβολωμένος έκλεισα τα μάτια μου και ο νους μου γύρισε πίσω στα παιδικά χρόνια, σʼ εκείνη την αλάνα δίπλα στο σπίτι μου που κάθε άνοιξη γιόρταζε και στολιζόταν με χρώματα. Με τη φαντασία μου ξανάγινα πάλι αυτό το παιδί με το σορτσάκι και τα τριμμένα σπορτέξ παπούτσια, ξαπλωμένο στο δροσερό γρασίδι να χαζεύει τις μαργαρίτες, τις πεταλούδες και τις πασχαλίτσες, να χαίρεται την άνοιξη, να παίρνει δυνάμεις για να πετσοκόψει τα αγκάθια με το «σπαθί» του, ένα χοντρό λυγερό κλαδί…
Ξανάγινα πάλι αυτό το παιδί που σʼ αυτή την αλάνα έπαιζε με τους φίλους του μπάλα, κυνηγητό, κρυφτό, που πέταγε το χαρταετό του και έκανε πετάγματα και σούζες με το ποδήλατό του…
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, μετέωρος ανάμεσα στο παιδί του τότε και στον ενήλικο του σήμερα. Ίσως ήταν 10-15 λεπτά. Ήταν όμως αρκετό για να νιώσω μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας για τα παιδικά χρόνια.
Όταν ξαναγύρισα στο γραφείο δεν μπορούσα με τίποτα να συγκεντρωθώ στη δουλειά. Ο νους μου ταξίδευε πέρα, στη γιορτινή, ανοιξιάτικη, ολάνθιστη αλάνα. Πλέον σε κάθε ευκαιρία θα ξεγλιστράω προς τα κει, τουλάχιστον όσο θα κρατάει η άνοιξη..."
Αισθάνθηκα την άμεση ανάγκη να φύγω από κει μέσα, να βγω έξω, να πάρω αέρα, να αναπνεύσω. Καθώς λοιπόν απομακρυνόμουν από το κτίριο χωρίς να ξέρω που ακριβώς πηγαίνω, ο δρόμος μ' έβγαλε ένα-δυο στενά πιο πέρα, εκεί που τέλειωναν τα σπίτια και απλωνόταν μια σχεδόν …απέραντη ηλιόλουστη αλάνα με ένα μικρό ρέμα να κυλάει ανάμεσά της. Τόσα χρόνια σʼ αυτή τη δουλειά μόλις τώρα συνειδητοποίησα τι είχα δίπλα μου.
Πρώτες έφθασαν οι μυρωδιές απʼ τα αγριολούλουδα: μαργαρίτες, παπαρούνες, χαμομήλια, βλαστάρια, χίλια δυο είδη που ξέθαψαν απʼ τη μνήμη μου ανοιξιάτικες ευωδιές ξεχασμένες για πολλά χρόνια… Σχεδόν ταυτόχρονα τα μάτια μου γέμισαν με χρώματα, κίτρινα, πράσινα, κόκκινα, καθώς απλωνόταν μπροστά μου ένα πολύχρωμο χαλί ανθισμένων λουλουδιών. Οδηγήθηκα μαγεμένος μέσα στην αλάνα, ρουφώντας λαίμαργα φως, χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Προχωρώντας πιο πέρα σε ένα κατηφορικό σημείο σταμάτησα και στράφηκα πίσω μου. Διαπίστωσα ότι είχαν φύγει πλέον απʼ το οπτικό μου πεδίο πολυκατοικίες, δρόμοι, αυτοκίνητα και άνθρωποι. Ήμουν μόνος μου. Την ησυχία διέκοπταν μόνο τα ζουζουνίσματα απʼ τις μέλισσες, το νερό που κύλαγε στο ρέμα και κάποια μακρινά κελαηδίσματα.
Αποσβολωμένος έκλεισα τα μάτια μου και ο νους μου γύρισε πίσω στα παιδικά χρόνια, σʼ εκείνη την αλάνα δίπλα στο σπίτι μου που κάθε άνοιξη γιόρταζε και στολιζόταν με χρώματα. Με τη φαντασία μου ξανάγινα πάλι αυτό το παιδί με το σορτσάκι και τα τριμμένα σπορτέξ παπούτσια, ξαπλωμένο στο δροσερό γρασίδι να χαζεύει τις μαργαρίτες, τις πεταλούδες και τις πασχαλίτσες, να χαίρεται την άνοιξη, να παίρνει δυνάμεις για να πετσοκόψει τα αγκάθια με το «σπαθί» του, ένα χοντρό λυγερό κλαδί…
Ξανάγινα πάλι αυτό το παιδί που σʼ αυτή την αλάνα έπαιζε με τους φίλους του μπάλα, κυνηγητό, κρυφτό, που πέταγε το χαρταετό του και έκανε πετάγματα και σούζες με το ποδήλατό του…
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, μετέωρος ανάμεσα στο παιδί του τότε και στον ενήλικο του σήμερα. Ίσως ήταν 10-15 λεπτά. Ήταν όμως αρκετό για να νιώσω μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας για τα παιδικά χρόνια.
Όταν ξαναγύρισα στο γραφείο δεν μπορούσα με τίποτα να συγκεντρωθώ στη δουλειά. Ο νους μου ταξίδευε πέρα, στη γιορτινή, ανοιξιάτικη, ολάνθιστη αλάνα. Πλέον σε κάθε ευκαιρία θα ξεγλιστράω προς τα κει, τουλάχιστον όσο θα κρατάει η άνοιξη..."