Οι Θαλασσιές οι Χάντρες (1967)

  • Έναρξη μίζας Έναρξη μίζας SEBASTIAN
  • Ημερομηνία έναρξης Ημερομηνία έναρξης

SEBASTIAN

RetroActive
Joined
7 Οκτ 2022
Μηνύματα
456
Αντιδράσεις
1.254
Σενάριο: Γιάννης Δαλιανίδης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ.

Πρωταγωνιστούν: Ζωή Λάσκαρη, Φαίδων Γεωργίτσης, Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Μαίρη Χρονοπούλου , Γιάννης Βογιατζής , Χρήστος Δοξαράς Νίκος Φέρμας, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Άρης Μαλλιαγρός , Νανά Σκιαδά , Αλέκα Μαβίλη, Μαίρη Μεταξά , Γιώργος Βρασιβανόπουλος , Σάκης Παπανικολάου , Γκόλφω Μπίνη, Νίκος Παπαναστασίου , Ανδρέας Τσάκωνας κα..

Υπόθεση: Ο Κώστας, πλανόδιος μικροπωλητής τουριστικών ειδών, γνωρίζει τον ελληνοαμερικάνο επιχειρηματία Τζίμ και τον βοηθά να ανοίξουν μια μπουάτ ειδικά για τουρίστες. Στην συνέχεια. του συστήνει τον αδελφό της αρραβωνιαστικιάς του, τον Φώτη Τσίπουρα, που είναι μπουζουκτσής και εργάζεται στο κουτούκι του Αποστόλη πλαισιωμένος από τον φίλο του Μεμά και τις τραγουδίστριες του μαγαζιού Σοφία και Μαρκησία, οι οποίες είναι ερωτευμένες μαζί του και ερίζουν για τη καρδιά του. Λίγο αργότερα, παραδίπλα ανοίγει και μια άλλη μπουάτ με μοντέρνο ρεπερτόριο. Επικεφαλής της ορχήστρας είναι η Μαίρη κοπέλα σε άλλο κοινωνικό στάτους από τον Φώτη. Ο οποίος μόλις την βλέπει την ερωτεύεται τρελά. Εκείνη διστάζει να ανταποκριθεί λόγω των μεγάλν κοινωνικών διαφορών μεταξύ τους και με τον τρόπο της προσπαθεί να τον αλλάξει σύμφωνα με τα πρότυπα της και να τον κάνει πιο κομψό και μοντέρνο. Η μεταξύ τους σύγκρουση είναι πλέον αναπόφευκτη, αν και στο τέλος ο έρωτας θα θριαμβεύσει και θα γερυφώσει τις διαφορές.

Σχόλια: Κλασική κωμωδία της δεκαετίας του ’60, που συμμετείχαν όλοι οι συνήθεις ύποπτοι αστέρες της εποχής που τους θαυμάσαμε και τους αγαπήσαμε σε πάρα πολλές ταινίες που φέρουν την υπογραφή του δημιουργού Γιάννη Δαλιανίδη. Η συγκεκριμένη ταινία-μιούζικαλ διαφέρει από τις προηγούμενες του είδους που γύρισε ο Δαλιανίδης, γιατί απεικονίζει πολύ παραστατικά την σύγκρουση δυο ολότελα διαφορετικών κόσμων, και κυρίως δυο διαφορετικών ειδών μουσικής διασκέδασης της μοντέρνας μουσικής από την μια μεριά και της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής από την άλλη. Η αντίθεση και η επακόλουθη σύγκρουση εκδηλώνεται μέσα από κωμικές καταστάσεις, αναθεωρήσεις ολόκληρων κοσμοθεωριών αν όχι αλλοτρίωση προσωπικοτήτων (βλέπε Γεωργίτσης) και όλα αυτά στον βωμό του έρωτα που γκρεμίζει ολόκληρα τείχη παγιωμένων αντιλήψεων και κοινωνικών ανισοτήτων. Επική η όλη μεταμόρφωση του Γεωργίτση που για να προσεγγίσει και να κερδίσει την καρδιά της Λάσκαρη ξεκινάει από αυτό που για τον ίδιο φάνταζε εξωπραγματικό μέχρι πριν λίγο καιρό να ξυρίσει το σήμα κατατεθέν της λαϊκής macho μαγκιάς του το μουστάκι του, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον κύκλο του και εισπράττοντας στην αρχή την χλεύη ακόμα και του αντικείμενου του πόθου του που ήταν η αιτία της ριζικής μεταμόρφωσης του. Κατά τα λοιπά, η ταινία μέσα από τις κωμικοτραγικές καταστάσεις που διαδραματίζονται γύρω από το πρωταγωνιστικό εκκολαπτόμενο ζευγάρι, βλέπεται ευχάριστα, κάτι το οποίο ενισχύεται από τα όμορφα πλάνα της παραδοσιακής Αθήνας (νυχτερινά μαγαζιά στο Κέντρο, Πλάκα, Ακρόπολη) καθώς και την μουσική πανδαισία από το άκουσμα της βελούδινης φωνής του μεγάλου μας ερμηνευτή Πουλόπουλου.

Παραλειπόμενα-επικές στιγμές του φιλμ. :
1) Αρκούσε ένα συγκρότημα, ένα τραγούδι αλλά κυρίως η σαγηνευτική εμφάνιση της Λάσκαρη για να γκρεμίσει τα τείχη της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων στην γραφική γειτονιά της Πλάκας και να γίνει η απαρχή πρωτόγνωρων καταστάσεων και ανατροπών σε φιλίες, οικογένειες, μουσικά σχήματα και ερωτευμένα διαμορφωμένα ή εκκολαπτόμενα ζευγάρια. Το τσουνάμι Μαίρη (κατά κόσμον Ζωή) σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της.

2) Πρέπει να είναι το πιο διάσημο ξύρισμα μύστακος όχι μόνο στον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και στον παγκόσμιο. Η όλη ιεροτελεστία ξυρίσματος του Γεωργίτση που έλαβε χώρα στο γραφικό κουρείο της Πλάκας, από το χέρι του καλούλη μπαρμπέρη άφησε εποχή και διαχρονικό αποτύπωμα. Ειδικά όταν έγινε υπό το ειρωνικό και απαξιωτικό βλέμμα (πάνω από τις κλειστές κουρτίνες του μπαρμπεράδικου) της πολύ βαριάς και ασήκωτης μαγκιάς τριανδρίας των φίλων του Τσίπουρα που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα το βέβηλο ανοσιούργημα για την βάναυση ιεροσυλία για την περήφανη και με λόγο τιμής γειτονιάς τους, να κόψει το μουστάκι του ο μέντορας της λαϊκής μαγκιάς και αρσενικής υπεροψίας Φώτης Τσίπουρας.

3) Όλα τα λεφτά το ξεκαρδιστικό και γεμάτο χλεύη και ειρωνεία γέλιο της Λάσκαρη όταν είδε τον πολιορκητή της καρδιάς της άνευ μύστακος να την συναντά στην μπουάτ που δούλευε. Το χαστούκι που ακολούθησε ήταν το φυσικό επακόλουθο της προσβολής που ένιωσε ο Γεωργίτσης γιατί εκείνη την χρονική στιγμή ξύπνησε μέσα του η macho αρσενικίλα του. Φυσικά το εντελώς σουρεάλ σκηνικό συνεχίστηκε με τα δάκρυα του Γεωργίτση μην αντέχοντας την ταπεινωτική απόρριψη και το επακόλουθο κυνηγητό της Λάσκαρη προς αυτόν γιατί ως γνωστόν οι γυναίκες γουστάρουν τους άντρες να είναι αρσενικά και να ξεχειλίζει η βαρβατίλα. Εντελώς άκυρη η συγκεκριμένη σκηνή της ταινίας από την αρχή μέχρι το τέλος. Όσοι άντρες και γυναίκες ταυτίζονται έστω στο ελάχιστο με το ζεύγος στην εν λόγω σκηνή, συγνώμη αλλά είμαι οριζοντίως, καθέτως και πλαγίως αντίθετος.

4) Η μουσική σύνθεση του Πλέσσα που έντυσε μουσικά την σκηνή της βόλτας του ζευγαριού με το αμάξι της Λάσκαρη είναι κατά την γνώμη μου μια μουσική πανδαισία που όσοι την ακούμε νιώθουμε την μελωδία να αγγίζει τα αυτιά μας τόσο ηδονικά αλλά και τόσο νοσταλγικά γιατί ως γνωστόν η ίδια μουσική έντυσε και τους τίτλους του θρυλικού σήριαλ Λούνα Πάρκ που τόσες γλυκές και αγνές αναμνήσεις ξυπνάει σε όλους εμάς τους ρετρομανιακούς του πολύ όμορφου φόρουμ που ανήκουμε. Η βόλτα των ερωτευμένων. Respect στον μεγάλο μας συνθέτη Μίμη Πλέσσα.

5) Επική σκηνή που κυριολεκτικά τα σπάει στο πάρτι της οικογένειας της Λάσκαρη με καλεσμένη την υψηλή κοινωνία και αριστοκρατία από τον κύκλο της οικογένειας. Ο πολύ έκπληκτος και ολίγον αφ΄υψηλού τρόπος που οι και καλά αριστοκράτες κοιτούν τα μέλη συνοδείας του Τσίπουρα, πάει περίπατο λίγα λεπτά αργότερα όταν μπροστά στα εδέσματα του μπουφέ έπεσαν όλοι σαν τα κοράκια και μάλιστα απόλαυσαν την μάσα χρησιμοποιώντας πατροπαράδοτους τρόπους τρώγοντας με τα χέρια, ξεχνώντας σαβουαρ βιβρ και άλλες λεπτομέρειες. Το αποτέλεσμα ήταν οι μέχρι πριν λίγα λεπτά πλουσιότατοι σε εδέσματα μπουφέδες να αδειάσουν όλοι εν ριπή οφθαλμού από την λαιμαργία των λιμασμένων κατοίκων των βορείων προαστίων της…Γκάνας!

6) Τέλος καλό όλα καλά. Ο λαικός Φώτης Τσίπουρας παντρεύτηκε την κοσμική αριστοκράτισσα Μαίρη , έγινε διάσημος οργανοπαίκτης μπουζουκιού, πρωτοσέλιδο στις πιο μεγάλές εφημερίδες και από την ταπεινή γειτονιά της Πλάκας και άσημος μπουζουκτσής που τον ήξερε μόνο η γειτονιά του άντε και η λαική ερωμένη του Μαρκησία, τώρα τον έμαθε όλη η Ελλάδα. Ωραίο το παραμύθι και δικαίωμα έχουμε όλοι να το ονειρευτούμε ότι θα ζήσουμε κάτι ανάλογο σε όποιο πλαίσιο επιθυμεί ο καθένας. Δυστυχώς δεν θα το πετύχουμε όλοι μας, γιατί η νομοτέλεια δεν εξαιρεί και είναι αμείλικτη για όλους μας και η μοίρα του καθενός μας είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένη.
 
Στο βιβλίο της Ροζίτας Σώκου "Ο αιώνας της Ροζίτας" έχει ένα ολοκληρο υποκεφάλαιο για το πώς πήγαν οι "Θαλασσιές οι χάντρες" στο Φεστιβάλ Καννών του 1967 (λίγο μετά το πραξικόπημα και την αρχή της Χούντας) και πώς ανέλαβε την προβολή τους.

Όταν είδα τις Θαλασσιές τις χάντρες, ενθουσιάστηκα. Ήξερα πως ήθελαν η ταινία να κυκλοφορήσει στη Γαλλία, αλλά δεν είχα καμμία εμπιστοσύνη στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες παραγωγοί στις Κάννες χειρίζονταν τις ταινίες τους από άποψη διαφήμισης. Επίσης δεν ήξερα αν θα κατάφερναν οι κωμικοί μας να κάνουν τον εκεί κόσμο να γελάσει, γι'αυτό και ζήτησα να επέμβω στη μετάφραση των υποτίτλων.
Η ταινία είχε δύο πρωταγωνιστικά ζεύγη: το ρομαντικό, δηλ. τη Ζωή Λάσκαρη και το Φαίδωνα Γεωργίτση, και το κωμικό, δηλαδή τη Μάρθα Καραγιάννη και τον Κώστα Βουτσά. Μόνον η Ζωή θα ερχόταν στις Κάννες, από το Λονδίνο όπου βρισκόταν. Υπήρχε αντιπρόσωπος της Φίνος Φιλμ στο Παρίσι, και πιθανότατα θα κατέβαινε κι αυτός. Η ταινία εννοείται πως θα πήγαινε στο τμήμα αγοράς, κι όχι στο επίσημο καλλιτεχνικό φεστιβάλ.
Αποφάσισα λοιπόν να πάω στις Κάννες, παρ'όλο που εκείνη τη χρονιά δεν είχα εφημερίδα, γιατί αυτό θα μου επέτρεπε να επιμεληθώ τη διαφήμιση της ταινίες - κάτι που δε θα μπορούσα φυσικά να κάνω ως κριτικός!
Το πραξικόπημα ήταν 21 Απριλίου, και 27 Απριλίου άρχιζε το φεστιβάλ. Στο αστυνομικό τμήμα πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου πήγα για να πάρω την άδεια να βγω από τη χώρα, από σύμπτωση βρήκα τον αστυνομικό που είχαμε στην «Καθημερινή» για να φυλάει την είσοδο του κτιρίου. (....) Μου υπέγραψε ο ίδιος την άδεια.
(...)
Στις Κάννες πήγα πρώτη, πριν από την έναρξη του φεστιβάλ κι αμέσως μετά έφθασε κι ο Δαλιανίδης, και σε λίγο θα κατέφθανε κι η Ζωή από Λονδίνο. Τότε το φεστιβάλ κρατούσε μεν δεκαπέντε μέρες, αλλά σπάνια τα μεγάλα ονόματα έρχονταν την πρώτη εβδομάδα. Σ'αυτό υπολόγιζα. Θα μπορούσαν οι δημοσιογράφοι να ασχοληθούν μαζί μας! Είχα πάρει μαζί μου φωτογραφίες, αφίσες και δίσκους. Στις Κάννες, εάν δεν συμμετέχεις στο φεστιβάλ, είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις δωμάτιο. Έτσι βρήκαμε μόνο δύο διπλά δωμάτια πλάϊ-πλάϊ: εγώ μεν θα κοιμόμουν με τη Ζωή, ο δε Δαλιανίδης είχε επικοινωνήσει μ'ένα φίλο του από το Παρίσι, που θα κατέβαινε κι αυτός για παρέα.
Μόλις έφθασα, τρεξα στο Γραφείο Τύπου, που ήταν στον επάνω όροφο του κτιρίου. Τους χάρισα δίσκους με τα τραγούδια του έργου και κόλλησα αφίσες σε κάθε πόρτα ασανσέρ, με μια υπέροχη φωτογραφία της Ζωίτσας που τόνιζε τις γάμπες της με μαύρες κάλτσες. Αυτές τις φωτογραφίες έπρεπε να τις ανανεώνω κάθε μέρα και να βάζω άλλες, γιατί κατεβαίνοντας οι συνάδελφοι τις «έκλεβαν». Ακριβώς αυτό δηλαδή που ήθελα.
Ύστερα όλοι οι δημοσιογράφοι πήγαμε στο αεροδρόμιο να υποδεχθούμε τους «σταρ», γιατί, επιτέλους, το φεστιβάλ άρχιζε.
Εγώ είχα βρει έναν Φραγκολεβαντίνο που καταλάβαινε καλά ελληνικά, και πιάσαμε κουβέντα. Απ'αυτόν έμαθαν όλοι οι συνάδελφοι απ'όλες τις γωνιές του κόσμου, πως περιμέναμε την ελληνική τοπ σταρ που τη λέγανε Ζωή. Το Λάσκαρη δεν το θυμόνταν βέβαια εύκολα, αλλά το «Ζοέ» το έμαθαν.
Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως μια από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της χούντας ήταν να απαγορευθεί το μίνι. Όταν λοιπόν η Ζωή Λάσκαρη κατέβηκε από το αεροδρόμιο κι εμείς από μακριά αρχίσαμε να φωνάζουμε «Ζοέ, Ζοέ», διαπιστώσαμε ότι από το Λονδίνο ερχόταν με μια πλήρη γκαρνταρόμπα της Μαίρη Κουάντ, όλα κοντά!
Το όνομά της έγινε σύνθημα, και το φώναζαν όλοι οι φωτογράφοι, στην είσοδο του φεστιβάλ, ενθουσιασμένοι να τη βλέπουν κάθε βράδυ και με άλλο υπερ-κοντό μοντελάκι.
Ένα βράδυ η Ζωή πάτησε πόδι. «Βαρέθηκα τα μίνι, θα βάλω και μια μακριά βραδινή τουαλέτα που αγόρασα». Περιττόν να σας πω ότι εκείνο το βράδυ οι φωτογράφοι θύμωσαν και δεν έδειξαν την ίδια προθυμία.
Όχι όμως και οι φωτογράφοι της ημέρας, που όλοι με τρέλλαιναν στα τηλεφωνήματα, όλοι ήθελαν συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις. Η Ζωή είχε κάτι πολύ σπάνιο - δυστυχώς, ειδικά σπάνιο για Ελληνίδα: είχε ένα υπέροχο βάδισμα, αλλά και όλες οι άλλες κινήσεις της ήταν χαριτωμένες, τόσο που οι φωτογράφοι μου έλεγαν πως όποια πόζα και να πάρει είναι έτοιμη για φωτογράφηση. Κατόπιν τούτου, το “Cinémonde”, τεράστιας δύναμης τότε κινηματογραφικό περιοδικό, μας αφιέρωσε τη διπλή κεντρική του σελίδα. Και λέω «μας» γιατί η Ζωίτσα μεν ήταν ολόσωμη μπροστά, υπέροχη με το μπικίνι, καταλαμβάνοντας και τις δύο σελίδες, αλλά πίσω-πίσω, σ'ένα τραπεζάκι μπροστά στις καμπίνες της πλάζ, διαφαίνεται μόλις μια ψειρίτσα που ήμουν εγώ.
Το πιο νόστιμο όμως αυτής της ιστορίας είναι ότι, επειδή, όπως είπα, στην Ελλάδα είχε απαγορευτεί το μίνι, από το γαλλικό Τύπο η Ζωίτσα θεωρήθηκε αντιστασιακή.
(...)
Εν τω μεταξύ, ειδικά για την ταινία, έκλεισα αντί χιλίων φράγκων, έναν κινηματογράφο εκτός φεστιβάλ, το "Star", και μοίρασα προσκλήσεις σε όλους τους φίλους μου στις Κάννες, ακόμη και στο μανάβη, και στη γυναίκα του ψιλικατζή της γειτονιάς. Επειδή πράγματι, όπως είχα φανταστεί, η πρώτη εβδομάδα δεν είχε κανένα γνωστό όνομα, αλλά ταινίες ουγγαρέζικες, σέρβικες κλπ, η δική μας, που ήταν εύθυμη και χαριτωμένη, γέμισε την αίθουσα σε σημείο που αναγκαστήκαμε να τη νοικιάσουμε και για δεύτερη προβολή. Μετά τις προβολές, όσοι με έβλεπαν στο δρόμο, μου έλεγαν, κι αν θέλετε το πιστεύετε, «εσείς φέρατε την καλύτερη ταινία». Το μεγάλο «συν» της ταινίας αυτής ήταν ότι κατάφερε να τους κάνει να γελάσουν - γιατί για ανθρώπους σαν τη Μάρθα Καραγιάννη και τον Κώστα Βουτσά η γλώσσα δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει εμπόδιο.

Η επιλογή των επίσημων συμμετοχών εκείνης της χρονιάς εξηγεί εν μέρει την επιτυχία της ελληνικής στους ντόπιους. Ταινίες ίσως μεγάλης αξίας, αλλά από εκείνες που αποτελούν «κουλτουριάρικες», και συγκινούσαν μόνο μανιακούς του δύσκολου, ή επαγγελματίες.
Η Ζωή συνέχισε την καρριέρα της στο θέατρο, όπου διάλεξε και δύσκολα έργα, σε μερικά από τα οποία ήταν έξοχη. Αλλά ο κινηματογράφος δεν της έδωσε μεγάλες ευκαιρίες.
(...)
Στο Δαλιανίδη μου άρεσε κάτι που αυτός μόνον εφεύρε, το φτωχό μιούζικαλ. Η σχέση μας ζεστάθηκε στο φεστιβάλ Καννών τότε με τις Θαλασσιές Χάντρες, αλλά τα δράματά του δεν ανήκαν στο είδος του κινηματογράφου που μπορούσα ποτέ να εκτιμήσω.
 
Πίσω
Μπλουζα