Omenforever
RetroMasteR
- Joined
- 26 Mαϊ 2006
- Μηνύματα
- 2.027
- Αντιδράσεις
- 1.506
Για χάριν της ιστορικής αλήθειας και της δικαιοσύνης, έχω χρέος να δημιουργήσω ένα νήμα για την εν λόγω σειρά, η οποία είναι από τις αγαπημένες μου, και να τις απονείμω τα αρμόζοντα εύσημα έστω και είκοσι τρία (23) χρόνια μετά. Με τις βαθιές πολιτικές αναφορές της, για μένα είναι ένα πραγματικό «πνευματικό παιδί» των σεπτών «Αυθαιρέτων».
Υπόθεση: Το σεναριακό δίδυμο Ρώμα-Χατζησοφιά (με την τρομερή επιτυχία των μυθικών «Μεν και Δεν» στη φαρέτρα του) άλλαξε τηλεοπτική στέγη μεταπηδώντας από τον Αντέννα στο Μέγκα. Δανείστηκε την κεντρική ιδέα του κόμικ «Ιζνογκούντ», όπου εκεί ο ήρωας ήθελε να γίνει «Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη», και τη μετέφερε ευρηματικά στην ελληνική πραγματικότητα. Εδώ, ο πρωταγωνιστής μας, επιθυμούσε διακαώς να γίνει «Υπουργός στη θέση του Υπουργού».
Ιστορικό πλαίσιο: Η Ελλάδα του 1997 είχε υποστεί ένα μικρό «τέλος εποχής» με διάφορες πολιτικές, οικονομικές, και κοινωνικές αλλαγές. Ενδεικτικά αναφέρω: Διαδοχή και θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου, Κρίση Ιμίων, άνοδος ισχυρών επιχειρηματιών του τύπου και των κατασκευών που «διαπλέκονταν» (στον βαθμό που μπορούσε ο καθένας), κατακίτρινη τρας τηλεόραση κλπ. Ήταν μια χαοτική εποχή χωρίς σαφείς «καλούς» και «κακούς» και δυστυχώς το ίντερνετ δεν ήταν ακόμα διαδεδομένο για να βάλει κάποια σχετική τάξη όπως γίνεται σήμερα. Τα αναφέρω αυτά γιατί η σειρά είχε έντονο πολιτικό χρώμα (όχι κομματικό), όντας μια ανελέητη σάτιρα που ήρθε και «κούμπωσε» πάνω στο φορτισμένο πολιτικό σκηνικό. Υπήρχε βέβαια η εντύπωση ότι η σειρά τα «έχωνε» περισσότερο στο τότε κυβερνών Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, και ορισμένοι εξηγούν έτσι τη μη συνέχισή της έστω για μια και μόνη δεύτερη περίοδο. Στην πραγματικότητα η σειρά καυτηρίαζε όλο το πολιτικό, δημοσιογραφικό, επιχειρηματικό φάσμα, καθώς και τα διάφορα τηλεοπτικά παρακμιακά δρώμενα της εποχής. Τους αληθινούς λόγους της άδοξης πορείας της σειράς θα τους διερευνήσουμε πιο κάτω.
Πρωταγωνιστές: Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλοι οι κύριοι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό και «ίδρωσαν τη φανέλα». Έχοντας ως όπλο τα φοβερά κείμενα της συγγραφικής ομάδας, αυτοί τα απέδωσαν στο έπακρο των δυνατοτήτων τους.
1) Κλέων Βεζύρης (Υποδύεται ο Χάρης Ρώμας): Ο Κλέων Βεζύρης είναι γενικός γραμματέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ). Το μικρό του όνομα παραπέμπει στον αρχαίο δημαγωγό και μόνο τυχαία δεν είναι φυσικά η επιλογή του. Ο Κλέων είναι ένας αδίστακτος, μακιαβελικός, υποχθόνιος, και εξουσιομανής πολιτικάντης. Έχει ανέλθει πατώντας επί πτωμάτων και δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι το κόμμα του δεν τον έχει υπουργοποιήσει έως τώρα και είναι αποφασισμένος αυτό να το πετύχει μεταχειριζόμενος κάθε μέσο. Είναι βαθιά δικτυωμένος με τον υπόκοσμο, και βρίσκεται πίσω από πολλές οικονομικές καταχρήσεις και παράνομες δοσοληψίες στο Υπουργείο του. Ραδιουργίες, μίζες, λοβιτούρες, και ρεμούλες στην ημερήσια διάταξη. Στο γραφείο του διαθέτει όργανα βασανισμού, ενώ στο σπίτι του, στην πίσω πλευρά του κάδρου με το έμβλημα του κόμματος έχει κολλημένες διάφορες φωτογραφίες από τα πραγματικά είδωλά του, εκ των οποίων τα πιο αθώα είναι οι: Καντάφι, Χουσεΐν, Ναπολέων, Κάστρο, και Μεταξάς (δεν αναφέρω άλλα ονόματα γιατί θα το πάμε αλλού το θέμα).
Ο Ρώμας δίνει μια φοβερά υστερική ερμηνεία, πολύ κινητική, πολύ επιδέξια λεκτικά, πολύ «στακάτη». Ο χαρακτήρας του Κλέωνα συμπεριφέρεται σαν τον Δάγκα των «Μεν και Δεν» μετά από είκοσι καφέδες τον έναν μετά τον άλλον. Καταλυτική, και καίρια για τη ροή της υπόθεσης, είναι η ερμηνεία του σε κάθε σκηνή. Πολύ δύσκολη δουλειά που τη φέρνει άψογα σε πέρας. Σε κάθε επεισόδιο ο Ρώμας κτίζει μια σειρά απίστευτων -συχνά σουρεαλιστικών- καταστάσεων που υποσκάπτουν τον υπουργό και φέρνουν τον ίδιο όλο και πιο κοντά στην καρέκλα της εξουσίας. Όμως κάθε φορά στο τέλος όλο το οικοδόμημα αυτό καταρρέει ξεκαρδιστικά επάνω του.
2) Ευάγγελος Μόσχος (Υποδύεται υπέροχα ο μακαρίτης ο Χρήστος Ευθυμίου): Ο Μόσχος είναι ο υπουργός που επιθυμεί διακαώς να ανατρέψει και να αντικαταστήσει ο Βεζύρης. Είναι παχύσαρκος, καλοπερασάκιας και ποσώς τον απασχολούν τα πολιτικά θέματα. Βρίσκεται στην εν λόγω θέση μόνο και μόνο εξαιτίας του γάμου του με την κόρη ενός κομματάρχη του ΝΑΚΑ (Νέο Αγωνιστικό Κίνημα Ανανέωσης). Είναι επίσης αθεράπευτος γυναικάς, με την ερωμένη του να κόβει βόλτες μέσα στο υπουργείο. Κατά τα άλλα, όμως, είναι μια συμπαθητική μορφή. Λαοπρόβλητος, δεν θέλει να χαλά χάρες και ρουσφέτια σε κανέναν, και τελείως αγαθιάρης αφού ούτε καν έχει υποψιαστεί τη δράση του Βεζύρη, τον οποίο αντιθέτως θεωρεί στενό και έμπιστο συνεργάτη.
Ο Ευθυμίου πραγματικά δίνει ρέστα στον ρόλο, και είναι δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα ταίριαζε καλύτερα στον ρόλο. Οι αθώες εκφράσεις του, η βουλιμία του, η υποταγή του στα τερτίπια της συζύγου και της ερωμένης του, αλλά και η άδολη αγάπη που τρέφει για τον Κλέωνα, καθιστούν τον Μόσχο συμπαθέστατο και αναμφισβήτητα ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της σειράς.
3) Ρόζα Μόσχου (Υποδύεται η Μαρία Γεωργιάδου): Η Ρόζα Μόσχου είναι η σύζυγος του υπουργού Μόσχου και κόρη του Μπαμπαγιούρη, τού ισχυρού τσιφλικά/γίδαρχου που ανύψωσε τον σύζυγό της στον θώκο που τώρα κατέχει. Η Ρόζα είναι ακαλλιέργητη, κακομαθημένη, με εμμονή στον πλούτο και τη συνεχή επίδειξη χλιδής. Είναι ένα «ψώνιο», μια αθεράπευτη χαρτοπαίκτρα, και έχει την ισχυρή συμπλεγματική εμμονή να κάνει διαρκώς πράγματα που «αποδεικνύουν» στον κύκλο της ότι είναι μια κυρία της υψηλής κοινωνίας με «ανώτερες» ανησυχίες και ενδιαφέροντα.
Εξαιρετική απόδοση του χαρακτήρα της Ρόζας από τη Γεωργιάδου. Με επιπλέον δυσκολία στην ερμηνεία της τη βαριά «χωριάτικη» προφορά που έπρεπε να κρατά διαρκώς. Εκείνα τα «χρυσιλάκιμ» (αντί για «χρυσουλάκι μου») και «Ιβάγγελε» (αντί για «Ευάγγελε») έχουν αφήσει εποχή.
4) Αννίτα Ρασσιά (Υποδύεται η Ναταλία Καποδίστρια) : Η Αννίτα είναι η ερωμένη του λάγνου υπουργού: Μια τραγουδίστρια «σκυλάδικων» με πλούσια «καλλιτεχνική» δραστηριότητα εντός και εκτός πίστας. Μεγάλο της σουξέ είναι το ασματίδιο «Πιάσ’ το μου, πιάσ’ το μου, το κινητό μου, γιατί χτυπάει»…) Αφαιμάζει οικονομικά τον Μόσχο (τον οποίον αποκαλεί χαϊδευτικά «Κούκι») και για να μην κινεί υποψίες στη σύζυγο του παριστάνει τη μνηστή του Κλέωνα Βεζύρη(κάτι που εκνευρίζει απόλυτα τον Κλέωνα). Είναι τόσο χαμηλού επιπέδου βέβαια, που δεν μπορεί καν θυμηθεί το επώνυμο του «καλού» της και αντί για Βεζύρη τον αποκαλεί διαρκώς οτιδήποτε άλλο (ιμάμη, χότζα, χομεϊνί κλπ.)
Καταπληκτική κωμική ερμηνεία της εκπάγλου καλλονής, (και άμεσης απογόνου του πρώτου Κυβερνήτου τους νεοελληνικού κράτους) Ναταλίας Καποδίστρια σε έναν εντελώς «κόντρα» ρόλο προς την ιδιοσυγκρασία της. Και ο δικός της χαρακτήρας είχε τη δυσκολία αυτού της Ρόζας, αφού η Αννίτα έπρεπε διαρκώς να μιλάει με έναν αγοραίο/μάγκικο τρόπο για να ξεστομίζει τα «καλιαρντά» της. Όπως θα έλεγε και η ίδια: «Αννίτα πειρασμός, κυκλοφόρησε!»)
5) Λάζαρος Λαζαρίδης (Υποδύεται ο Γιώργος Γαλίτης): Ο Λάζαρος είναι ο -μετρίων δυνατοτήτων- στενός συνεργάτης του Κλέωνα που παρότι καλόψυχος, αναγκάζεται εκ τη θέσης του να βοηθά (όσο του επιτρέπει η αφέλειά και η καλοσύνη του) τα καταχθόνια σχέδια του «αφεντικού» του (όπως αποκαλεί τον Βεζύρη) για την κατάληψη της υπουργικής καρέκλας. Ταυτοχρόνως όμως, ως νέο και άβγαλτο μέλος της νεολαίας του κόμματος, παραμένει ιδεαλιστής και ηθικός και συχνά αντιδρά έντονα στις σκοτεινές αποστολές που του αναθέτει ο Γενικός Γραμματέας. Βέβαια, με λίγες «παιδαγωγικές» καρπαζιές, ο Κλέων τον επαναφέρει στην τάξη. Ορισμένες φορές, ο Λάζαρος παθαίνει και κάποιες εκλάμψεις ευφυίας, ενώ άλλες φορές κάνει του «κεφαλιού του» όταν νιώθει εντελώς προσβεβλημένος πολιτικά ή όταν γνωρίζει ότι η τιμωρία του από τον Βεζύρη είναι αναπόφευκτη.
Εντελώς «MrBeanική» δουλειά από τον Γαλίτη: Θεατρικές κινήσεις, ηθελημένα υπερβολική γλώσσα σώματος, γκριμάτσες και χειρονομίες ισοπεδωμένης προσωπικότητας που συμπληρώνουν ιδανικά τη μανιέρα του Ρώμα. Αναξιοποίητο ταλέντο, γενικά, ο Γαλίτης.
6) Πολυξένη Αρχοντάκη (Βάσω Γουλιελμάκη): Η Πόλυ είναι η βυσματική δακτυλογράφος του υπουργείου, παρακαταθήκη του προηγούμενου υπουργού που υποτίθεται ότι ήταν ο ίδιος ο Μαυρογιαλούρος! Πληκτρολογεί περίπου δύο σελίδες την εβδομάδα, με 35 ορθογραφικά λάθη κατά μέσο όρο. Αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Κλέωνα, ο οποίος την απεχθάνεται για την ανοησία της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια απορρίπτει τα ερωτικά καλέσματα του καημένου του Λάζαρου.
Γλυκύτατη η Γουλιελμάκη, με τις ατάκες της εξασφαλίζει σε κάθε επεισόδιο ότι δεν υπάρχει καμία «κοιλιά» (εκτός από αυτή του Μόσχου φυσικά) και ότι οι αστείες σκηνές δεν σταματούν ποτέ.
7) Φάνη Κόντογλου (Υποδύεται η Άννα Χατζησοφιά): Η ιδιαιτέρα γραμματέας του Υπουργού, ένα πραγματικό «λυκόσκυλο» που φρουρεί τη θέση και τοn γάμο του Μόσχου, και ένας από τους ισχυρότερους πυλώνες αποτροπής των βλέψεων του Κλέωνα τις οποίες διαισθάνεται άμεσα, ερχόμενη συχνά σε σύγκρουση μαζί του. Φυσικά ο Βεζύρης τη μισεί παράφορα, την αποκαλεί «λάμια», και θέλει να τη δει τουλάχιστον παλουκωμένη.
Η Χατζησοφιά είναι το «έτερον ήμισυ» της σεναριακής δυάδας και είναι και αυτή μια πολύ καλή ηνίοχος της εξέλιξης του κάθε επεισοδίου, με τη χαρακτηριστική αυστηρή φωνή της και τα θανατηφόρα βλέμματα που ρίχνει προς τον χαρακτήρα του Ρώμα.
8) Αργύρης Δαχτυλίδης (Υποδύεται ο Γιώργος Ζιόβας): Ο «σύντροφος Δαχτυλίδης» είναι ο γραμματέας του ΝΑΚΑ, ένας «βαρύς και ασήκωτος» …αγριοΝΑΚΑότος. Ένας κομισάριος τους κόμματος, που τον ενδιαφέρει περισσότερο ο τύπος από την ουσία. Κύριο μέλημα του είναι η προστασία της εικόνας της παράταξης παρά το εάν στο υπουργείο γίνεται πραγματική δουλειά.
Ο χαρακτήρας του Ζιόβα δεν εμφανίζεται σε κάθε επεισόδιο, αλλά συχνά-πυκνά κάνει δυναμικές παρεμβάσεις σε κρίσιμα σημεία της πλοκής και έτσι έχει χαραχθεί στο υποσυνείδητο των φίλων της σειράς. Πραγματικά μελετημένη και στομφώδης δουλειά από τον Ζιόβα, που πιάνει απόλυτα το στυλ του «κομματόσκυλου».
Γκεστ εμφανίσεις: Σχεδόν σε κάθε ένα από τα 26 επεισόδια της σειράς έκανε την εμφάνιση του και ένας χαρακτηριστικός και αξιομνημόνευτος «επισκέπτων ηθοποιός», το οποίο είναι δείγμα παραγωγής που ήταν σε θέση να δώσει «μεροκάματο» σε αρκετό κόσμο. Όλοι οι γκεστ ήταν εξαιρετικοί, διαφόρους τούς έχουμε δει εξάλλου σε πληθώρα δεύτερων ρόλων ανά τα χρόνια, κι εδώ απλώς θα αναφέρουμε τους πιο «εντυπωμένους» χαρακτήρες στο συλλογικό μνημονικό:
1) Ευφροσύνη Γλύξμπουργκ: Συγγενής του τέως Βασιλιά, που επιστρέφει στην Ελλάδα για να διεκδικήσει το μερίδιο της από τη βασιλική περιουσία! Η Σοφία Φιλιππίδου σε μεγάλα κέφια με τις εκκεντρικότητες και τις γερμανικούρες της ηρωΐδος της.
2) Μέντης Καράμπελας: Παλαιός αγωνιστής της Αριστεράς, που έχει σκοπό να εκδώσει πολιτικά απομνημονεύματα που θα «κάψουν» πολύ κόσμο. Όλοι τρέμουν τα …αρχεία του Καράμπελα!
3) Λάκης Μελιγαλάς: Ένας «ιδιαίτερος» στυλίστας, που αναλαμβάνει την αναμόρφωση της εικόνας του υπουργού Μόσχου, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα και τον Κλέωνα στο τέλος του επεισοδίου να «βλέπει κύκλους» σε ένα «ρέιβ πάρτυ» (εκδηλώσεις της νεολαίας που ακούγονταν πολύ τότε…).
4) Γιαννάκης Γκαγκαούνης: Ένας κομπιουτερικός σπασίκλας που διορίζεται με μέσο στο υπουργείο, και τις πρώτες μέρες τα κάνει «σαλάτα» με τις γκάφες και την αδεξιότητά του. Όταν όμως γνωρίζει την Ντέπυ τη Λουλουδού, «ξεμπλοκάρει» και μεταμορφώνεται σε έναν κουλ και ιδιοφυή προγραμματιστή! Πολύ αστεία εμφάνιση του Βλαδίμηρου Κυριακίδη.
5) Γκόραν: Ο βετεράνος του γέλιου Γιάννης Καπετάνιος, μας δίνει τον σκληροτράχηλο αθίγγανο δραπέτη που μονομαχεί με τον Κλέωνα για την καρδιά της γοητευτικής τσιγγάνας Εμιρώς σε μια παρωδία των «Ψιθύρων Καρδιάς»…
6) Κωνσταντίνος Τραγόσαλος: Ένας απίστευτος Ορκόπουλος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ενσαρκώνοντας έναν «μεγεθυμένο» Κλέωνα Βεζύρη, αφού ποθεί διακαώς να γίνει «Πρωθυπουργός στη θέση του Πρωθυπουργού» και όχι ένας τυχαίος «καθημερινός» υπουργός!
7) Μπάμπης: Η πολύ οικεία μορφή του Γιάννη Μαλούχου είναι ο ταπεινός καφετζής του υπουργείου, ο κυρ Μπάμπης, που τυγχάνει να έχει μια εκπληκτική ομοιότητα με έναν εφοπλιστή. Αλλοίμονο σε όποιον μπερδέψει τον έναν με τον άλλον και δεν φερθεί αναλόγως!
8) Μπαμπαγιούρης: Προς το τέλος της σειράς, επιτέλους εμφανίζεται και ο περιβόητος πατέρας της Ρόζας για τον οποίον γίνονται διαρκείς αναφορές, ο φοβερός κομματάρχης από το κεφαλοχώρι «Μπουρτζόβαλη». Αχρείος, αμόρφωτος, κάφρος, και λάτρης του ωραίου φύλου. Δεν συμπαθεί τον γαμπρό του, αλλά βρίσκουν κάποια κοινά στην πορεία…
Στήσιμο/Παραγωγή/Προσοχή στη λεπτομέρεια: Όλοι οι χαρακτήρες διέθεταν αξιοσέβαστο υπόβαθρο και ουσιώδη πολυπλοκότητα. Η σειρά έχει γενικά καλή εικονοληψία με ζωντανά χρώματα, εναλλακτικές γωνίες, απότομα κοντινά, συννεφάκια διαλόγου, και πολυεπίπεδο ήχο με εφέ, μουσικά κομμάτια με στίχους κλπ. Τα σκηνικά, ήταν λεπτομερή, οι κομπάρσοι προσεγμένοι (βλ. την Ασιάτισσα οικιακή βοηθό «Λίλιαν» κλπ.), ατμοσφαιρικό μουσικό θέμα δια στόματος Λίας Βίσση, και εντυπωσιακούς τίτλους αρχής σε ύφος κόμικ. Άξιοι ρετρό αναφοράς, οι 90s υπολογιστές που εμφανίζονται στα γραφεία του υπουργείου, κάτι crt οθόνες 15 ιντσών υποθέτω, κάτι πρώιμα laptop, ακόμα και ένα Game Boy.
Ωραία, τότε τι στο καλό πήγε στραβά;
Το Mega συμπεριφέρθηκε στη σειρά σαν να άνηκε στο ίδιο είδος με την εκρηκτική εκπομπή της μακαρίτισσας Μαλβίνας Κάραλη που κάθε απόγευμα δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Και έτσι έβαλαν τον «Κακό Βεζύρη» να παίζει χέρι-χέρι με το “Μαλβίνα Hostess”, ΠΡΙΝ το κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Απαράδεκτη και εντελώς λανθασμένη προσέγγιση, οι ιθύνοντες του προγράμματος απλά δεν είχαν αντιληφθεί τί είχαν στα χέρια τους. Ο «Κακός Βεζύρης» άξιζε “prime time” προβολή. Εκεί που ήταν «καταχωνιασμένος» μέσα στο απόγευμα, δεν μπόρεσε να τύχει της τηλεθέασης που του άρμοζε. Το καταιγιστικό χιούμορ της σειράς, με τη μία ατάκα να διαδέχεται την άλλη, είναι αδύνατον να αφομοιωθεί πλήρως αν ο θεατής δεν είναι καθισμένος αναπαυτικά μπροστά από τη συσκευή του, με διάθεση να παρακολουθήσει απερίσπαστος και αφοσιωμένος.
Δευτερευόντως, έχω ακούσει τον Ρώμα σε συνεντεύξεις να λέει ότι μόνο στον Αντέννα βρήκε τηλεοπτικά το περιβάλλον που ήθελε για να κάνει επιτυχίες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο Mega μάλλον δεν πέτυχε τη «χημεία» που επιζητούσε. Τέλος, έχω την αίσθηση ότι το τηλεοπτικό κοινό της εποχής είχε πάθει υπερκόπωση με τα πολιτικά θέματα σε εκείνη την άστατη εποχή, και έτσι δεν κατέστη δυνατό το να εκτιμήσει δεόντως και να «κολλήσει» με τον «Κακό Βεζύρη».
Τί μένει πλέον σήμερα;
Μένει μια σειρά, «χρονοκάψουλα» μιας εποχής όχι και τόσο κοντινής πια, μια πλήρης χιουμοριστική απεικόνιση εκείνης της περιόδου και των τεκταινομένων της. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα ανεβασμένη στο διαδίκτυο (σε μέτρια ποιότητα), και αξίζει να τη δει όποιος την έχασε τότε, αλλά και όποιος έχει να τη δει πολύ καιρό. Προσωπικά, την επισκέπτομαι «καταδρομικά» από καιρό σε καιρό για να φρεσκάρω κάποιες μαγικές ατάκες και να ξαναγελάσω με μερικές σκηνές απείρου κάλλους. Στο τέλος μού μένει, πάντως, και μια πικρία που αυτό το τηλεοπτικό διαμάντι δεν είχε την πορεία και την εμπορική επιτυχία πού του άξιζε.
Η σειρά φαντάζει επίκαιρη ακόμα και σήμερα, αλλά μάλλον δύσκολο να είχε γυριστεί με αυτό το ύφος στις ημέρες μας: Έχει μια μικρή δόση βωμολοχιών, σεξουαλικών υπονοουμένων, αναφορών που θα μπορούσαν να θεωρούν ρατσιστικές από κάποιους με υπερβολικές ευαισθησίες, και «προχωρημένες» σκηνές (π.χ. Drag Show με παρένδυτους συνανθρώπους μας). Δεν υπήρχε δηλαδή η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» όπως τη εννοούμε στα πρόσφατα χρόνια.
Ευτυχώς, τέλος, που το δίδυμο Ρώμας-Χατζησοφιά ανέκαμψαν σύντομα και επέστρεψαν με κάποια τηλεοπτικά έπη που περιττεύει να αναφέρω αφού όλοι τα γνωρίζουμε. Χωρίς τις σειρές τους το τοπίο στις τηλεοπτικές κωμικές σειρές θα ήταν πολύ βαρετό, και θα είχαμε εν πολλοίς απομείνει με σειρές που εκβιάζουν το γέλιο και όπου μεταξύ αστείου με αστείο μεσολαβεί κανένα τρίλεπτο...
Υπόθεση: Το σεναριακό δίδυμο Ρώμα-Χατζησοφιά (με την τρομερή επιτυχία των μυθικών «Μεν και Δεν» στη φαρέτρα του) άλλαξε τηλεοπτική στέγη μεταπηδώντας από τον Αντέννα στο Μέγκα. Δανείστηκε την κεντρική ιδέα του κόμικ «Ιζνογκούντ», όπου εκεί ο ήρωας ήθελε να γίνει «Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη», και τη μετέφερε ευρηματικά στην ελληνική πραγματικότητα. Εδώ, ο πρωταγωνιστής μας, επιθυμούσε διακαώς να γίνει «Υπουργός στη θέση του Υπουργού».
Ιστορικό πλαίσιο: Η Ελλάδα του 1997 είχε υποστεί ένα μικρό «τέλος εποχής» με διάφορες πολιτικές, οικονομικές, και κοινωνικές αλλαγές. Ενδεικτικά αναφέρω: Διαδοχή και θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου, Κρίση Ιμίων, άνοδος ισχυρών επιχειρηματιών του τύπου και των κατασκευών που «διαπλέκονταν» (στον βαθμό που μπορούσε ο καθένας), κατακίτρινη τρας τηλεόραση κλπ. Ήταν μια χαοτική εποχή χωρίς σαφείς «καλούς» και «κακούς» και δυστυχώς το ίντερνετ δεν ήταν ακόμα διαδεδομένο για να βάλει κάποια σχετική τάξη όπως γίνεται σήμερα. Τα αναφέρω αυτά γιατί η σειρά είχε έντονο πολιτικό χρώμα (όχι κομματικό), όντας μια ανελέητη σάτιρα που ήρθε και «κούμπωσε» πάνω στο φορτισμένο πολιτικό σκηνικό. Υπήρχε βέβαια η εντύπωση ότι η σειρά τα «έχωνε» περισσότερο στο τότε κυβερνών Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, και ορισμένοι εξηγούν έτσι τη μη συνέχισή της έστω για μια και μόνη δεύτερη περίοδο. Στην πραγματικότητα η σειρά καυτηρίαζε όλο το πολιτικό, δημοσιογραφικό, επιχειρηματικό φάσμα, καθώς και τα διάφορα τηλεοπτικά παρακμιακά δρώμενα της εποχής. Τους αληθινούς λόγους της άδοξης πορείας της σειράς θα τους διερευνήσουμε πιο κάτω.
Πρωταγωνιστές: Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλοι οι κύριοι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό και «ίδρωσαν τη φανέλα». Έχοντας ως όπλο τα φοβερά κείμενα της συγγραφικής ομάδας, αυτοί τα απέδωσαν στο έπακρο των δυνατοτήτων τους.
1) Κλέων Βεζύρης (Υποδύεται ο Χάρης Ρώμας): Ο Κλέων Βεζύρης είναι γενικός γραμματέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ). Το μικρό του όνομα παραπέμπει στον αρχαίο δημαγωγό και μόνο τυχαία δεν είναι φυσικά η επιλογή του. Ο Κλέων είναι ένας αδίστακτος, μακιαβελικός, υποχθόνιος, και εξουσιομανής πολιτικάντης. Έχει ανέλθει πατώντας επί πτωμάτων και δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι το κόμμα του δεν τον έχει υπουργοποιήσει έως τώρα και είναι αποφασισμένος αυτό να το πετύχει μεταχειριζόμενος κάθε μέσο. Είναι βαθιά δικτυωμένος με τον υπόκοσμο, και βρίσκεται πίσω από πολλές οικονομικές καταχρήσεις και παράνομες δοσοληψίες στο Υπουργείο του. Ραδιουργίες, μίζες, λοβιτούρες, και ρεμούλες στην ημερήσια διάταξη. Στο γραφείο του διαθέτει όργανα βασανισμού, ενώ στο σπίτι του, στην πίσω πλευρά του κάδρου με το έμβλημα του κόμματος έχει κολλημένες διάφορες φωτογραφίες από τα πραγματικά είδωλά του, εκ των οποίων τα πιο αθώα είναι οι: Καντάφι, Χουσεΐν, Ναπολέων, Κάστρο, και Μεταξάς (δεν αναφέρω άλλα ονόματα γιατί θα το πάμε αλλού το θέμα).
Ο Ρώμας δίνει μια φοβερά υστερική ερμηνεία, πολύ κινητική, πολύ επιδέξια λεκτικά, πολύ «στακάτη». Ο χαρακτήρας του Κλέωνα συμπεριφέρεται σαν τον Δάγκα των «Μεν και Δεν» μετά από είκοσι καφέδες τον έναν μετά τον άλλον. Καταλυτική, και καίρια για τη ροή της υπόθεσης, είναι η ερμηνεία του σε κάθε σκηνή. Πολύ δύσκολη δουλειά που τη φέρνει άψογα σε πέρας. Σε κάθε επεισόδιο ο Ρώμας κτίζει μια σειρά απίστευτων -συχνά σουρεαλιστικών- καταστάσεων που υποσκάπτουν τον υπουργό και φέρνουν τον ίδιο όλο και πιο κοντά στην καρέκλα της εξουσίας. Όμως κάθε φορά στο τέλος όλο το οικοδόμημα αυτό καταρρέει ξεκαρδιστικά επάνω του.
2) Ευάγγελος Μόσχος (Υποδύεται υπέροχα ο μακαρίτης ο Χρήστος Ευθυμίου): Ο Μόσχος είναι ο υπουργός που επιθυμεί διακαώς να ανατρέψει και να αντικαταστήσει ο Βεζύρης. Είναι παχύσαρκος, καλοπερασάκιας και ποσώς τον απασχολούν τα πολιτικά θέματα. Βρίσκεται στην εν λόγω θέση μόνο και μόνο εξαιτίας του γάμου του με την κόρη ενός κομματάρχη του ΝΑΚΑ (Νέο Αγωνιστικό Κίνημα Ανανέωσης). Είναι επίσης αθεράπευτος γυναικάς, με την ερωμένη του να κόβει βόλτες μέσα στο υπουργείο. Κατά τα άλλα, όμως, είναι μια συμπαθητική μορφή. Λαοπρόβλητος, δεν θέλει να χαλά χάρες και ρουσφέτια σε κανέναν, και τελείως αγαθιάρης αφού ούτε καν έχει υποψιαστεί τη δράση του Βεζύρη, τον οποίο αντιθέτως θεωρεί στενό και έμπιστο συνεργάτη.
Ο Ευθυμίου πραγματικά δίνει ρέστα στον ρόλο, και είναι δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα ταίριαζε καλύτερα στον ρόλο. Οι αθώες εκφράσεις του, η βουλιμία του, η υποταγή του στα τερτίπια της συζύγου και της ερωμένης του, αλλά και η άδολη αγάπη που τρέφει για τον Κλέωνα, καθιστούν τον Μόσχο συμπαθέστατο και αναμφισβήτητα ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της σειράς.
3) Ρόζα Μόσχου (Υποδύεται η Μαρία Γεωργιάδου): Η Ρόζα Μόσχου είναι η σύζυγος του υπουργού Μόσχου και κόρη του Μπαμπαγιούρη, τού ισχυρού τσιφλικά/γίδαρχου που ανύψωσε τον σύζυγό της στον θώκο που τώρα κατέχει. Η Ρόζα είναι ακαλλιέργητη, κακομαθημένη, με εμμονή στον πλούτο και τη συνεχή επίδειξη χλιδής. Είναι ένα «ψώνιο», μια αθεράπευτη χαρτοπαίκτρα, και έχει την ισχυρή συμπλεγματική εμμονή να κάνει διαρκώς πράγματα που «αποδεικνύουν» στον κύκλο της ότι είναι μια κυρία της υψηλής κοινωνίας με «ανώτερες» ανησυχίες και ενδιαφέροντα.
Εξαιρετική απόδοση του χαρακτήρα της Ρόζας από τη Γεωργιάδου. Με επιπλέον δυσκολία στην ερμηνεία της τη βαριά «χωριάτικη» προφορά που έπρεπε να κρατά διαρκώς. Εκείνα τα «χρυσιλάκιμ» (αντί για «χρυσουλάκι μου») και «Ιβάγγελε» (αντί για «Ευάγγελε») έχουν αφήσει εποχή.
4) Αννίτα Ρασσιά (Υποδύεται η Ναταλία Καποδίστρια) : Η Αννίτα είναι η ερωμένη του λάγνου υπουργού: Μια τραγουδίστρια «σκυλάδικων» με πλούσια «καλλιτεχνική» δραστηριότητα εντός και εκτός πίστας. Μεγάλο της σουξέ είναι το ασματίδιο «Πιάσ’ το μου, πιάσ’ το μου, το κινητό μου, γιατί χτυπάει»…) Αφαιμάζει οικονομικά τον Μόσχο (τον οποίον αποκαλεί χαϊδευτικά «Κούκι») και για να μην κινεί υποψίες στη σύζυγο του παριστάνει τη μνηστή του Κλέωνα Βεζύρη(κάτι που εκνευρίζει απόλυτα τον Κλέωνα). Είναι τόσο χαμηλού επιπέδου βέβαια, που δεν μπορεί καν θυμηθεί το επώνυμο του «καλού» της και αντί για Βεζύρη τον αποκαλεί διαρκώς οτιδήποτε άλλο (ιμάμη, χότζα, χομεϊνί κλπ.)
Καταπληκτική κωμική ερμηνεία της εκπάγλου καλλονής, (και άμεσης απογόνου του πρώτου Κυβερνήτου τους νεοελληνικού κράτους) Ναταλίας Καποδίστρια σε έναν εντελώς «κόντρα» ρόλο προς την ιδιοσυγκρασία της. Και ο δικός της χαρακτήρας είχε τη δυσκολία αυτού της Ρόζας, αφού η Αννίτα έπρεπε διαρκώς να μιλάει με έναν αγοραίο/μάγκικο τρόπο για να ξεστομίζει τα «καλιαρντά» της. Όπως θα έλεγε και η ίδια: «Αννίτα πειρασμός, κυκλοφόρησε!»)
5) Λάζαρος Λαζαρίδης (Υποδύεται ο Γιώργος Γαλίτης): Ο Λάζαρος είναι ο -μετρίων δυνατοτήτων- στενός συνεργάτης του Κλέωνα που παρότι καλόψυχος, αναγκάζεται εκ τη θέσης του να βοηθά (όσο του επιτρέπει η αφέλειά και η καλοσύνη του) τα καταχθόνια σχέδια του «αφεντικού» του (όπως αποκαλεί τον Βεζύρη) για την κατάληψη της υπουργικής καρέκλας. Ταυτοχρόνως όμως, ως νέο και άβγαλτο μέλος της νεολαίας του κόμματος, παραμένει ιδεαλιστής και ηθικός και συχνά αντιδρά έντονα στις σκοτεινές αποστολές που του αναθέτει ο Γενικός Γραμματέας. Βέβαια, με λίγες «παιδαγωγικές» καρπαζιές, ο Κλέων τον επαναφέρει στην τάξη. Ορισμένες φορές, ο Λάζαρος παθαίνει και κάποιες εκλάμψεις ευφυίας, ενώ άλλες φορές κάνει του «κεφαλιού του» όταν νιώθει εντελώς προσβεβλημένος πολιτικά ή όταν γνωρίζει ότι η τιμωρία του από τον Βεζύρη είναι αναπόφευκτη.
Εντελώς «MrBeanική» δουλειά από τον Γαλίτη: Θεατρικές κινήσεις, ηθελημένα υπερβολική γλώσσα σώματος, γκριμάτσες και χειρονομίες ισοπεδωμένης προσωπικότητας που συμπληρώνουν ιδανικά τη μανιέρα του Ρώμα. Αναξιοποίητο ταλέντο, γενικά, ο Γαλίτης.
6) Πολυξένη Αρχοντάκη (Βάσω Γουλιελμάκη): Η Πόλυ είναι η βυσματική δακτυλογράφος του υπουργείου, παρακαταθήκη του προηγούμενου υπουργού που υποτίθεται ότι ήταν ο ίδιος ο Μαυρογιαλούρος! Πληκτρολογεί περίπου δύο σελίδες την εβδομάδα, με 35 ορθογραφικά λάθη κατά μέσο όρο. Αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Κλέωνα, ο οποίος την απεχθάνεται για την ανοησία της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια απορρίπτει τα ερωτικά καλέσματα του καημένου του Λάζαρου.
Γλυκύτατη η Γουλιελμάκη, με τις ατάκες της εξασφαλίζει σε κάθε επεισόδιο ότι δεν υπάρχει καμία «κοιλιά» (εκτός από αυτή του Μόσχου φυσικά) και ότι οι αστείες σκηνές δεν σταματούν ποτέ.
7) Φάνη Κόντογλου (Υποδύεται η Άννα Χατζησοφιά): Η ιδιαιτέρα γραμματέας του Υπουργού, ένα πραγματικό «λυκόσκυλο» που φρουρεί τη θέση και τοn γάμο του Μόσχου, και ένας από τους ισχυρότερους πυλώνες αποτροπής των βλέψεων του Κλέωνα τις οποίες διαισθάνεται άμεσα, ερχόμενη συχνά σε σύγκρουση μαζί του. Φυσικά ο Βεζύρης τη μισεί παράφορα, την αποκαλεί «λάμια», και θέλει να τη δει τουλάχιστον παλουκωμένη.
Η Χατζησοφιά είναι το «έτερον ήμισυ» της σεναριακής δυάδας και είναι και αυτή μια πολύ καλή ηνίοχος της εξέλιξης του κάθε επεισοδίου, με τη χαρακτηριστική αυστηρή φωνή της και τα θανατηφόρα βλέμματα που ρίχνει προς τον χαρακτήρα του Ρώμα.
8) Αργύρης Δαχτυλίδης (Υποδύεται ο Γιώργος Ζιόβας): Ο «σύντροφος Δαχτυλίδης» είναι ο γραμματέας του ΝΑΚΑ, ένας «βαρύς και ασήκωτος» …αγριοΝΑΚΑότος. Ένας κομισάριος τους κόμματος, που τον ενδιαφέρει περισσότερο ο τύπος από την ουσία. Κύριο μέλημα του είναι η προστασία της εικόνας της παράταξης παρά το εάν στο υπουργείο γίνεται πραγματική δουλειά.
Ο χαρακτήρας του Ζιόβα δεν εμφανίζεται σε κάθε επεισόδιο, αλλά συχνά-πυκνά κάνει δυναμικές παρεμβάσεις σε κρίσιμα σημεία της πλοκής και έτσι έχει χαραχθεί στο υποσυνείδητο των φίλων της σειράς. Πραγματικά μελετημένη και στομφώδης δουλειά από τον Ζιόβα, που πιάνει απόλυτα το στυλ του «κομματόσκυλου».
Γκεστ εμφανίσεις: Σχεδόν σε κάθε ένα από τα 26 επεισόδια της σειράς έκανε την εμφάνιση του και ένας χαρακτηριστικός και αξιομνημόνευτος «επισκέπτων ηθοποιός», το οποίο είναι δείγμα παραγωγής που ήταν σε θέση να δώσει «μεροκάματο» σε αρκετό κόσμο. Όλοι οι γκεστ ήταν εξαιρετικοί, διαφόρους τούς έχουμε δει εξάλλου σε πληθώρα δεύτερων ρόλων ανά τα χρόνια, κι εδώ απλώς θα αναφέρουμε τους πιο «εντυπωμένους» χαρακτήρες στο συλλογικό μνημονικό:
1) Ευφροσύνη Γλύξμπουργκ: Συγγενής του τέως Βασιλιά, που επιστρέφει στην Ελλάδα για να διεκδικήσει το μερίδιο της από τη βασιλική περιουσία! Η Σοφία Φιλιππίδου σε μεγάλα κέφια με τις εκκεντρικότητες και τις γερμανικούρες της ηρωΐδος της.
2) Μέντης Καράμπελας: Παλαιός αγωνιστής της Αριστεράς, που έχει σκοπό να εκδώσει πολιτικά απομνημονεύματα που θα «κάψουν» πολύ κόσμο. Όλοι τρέμουν τα …αρχεία του Καράμπελα!
3) Λάκης Μελιγαλάς: Ένας «ιδιαίτερος» στυλίστας, που αναλαμβάνει την αναμόρφωση της εικόνας του υπουργού Μόσχου, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα και τον Κλέωνα στο τέλος του επεισοδίου να «βλέπει κύκλους» σε ένα «ρέιβ πάρτυ» (εκδηλώσεις της νεολαίας που ακούγονταν πολύ τότε…).
4) Γιαννάκης Γκαγκαούνης: Ένας κομπιουτερικός σπασίκλας που διορίζεται με μέσο στο υπουργείο, και τις πρώτες μέρες τα κάνει «σαλάτα» με τις γκάφες και την αδεξιότητά του. Όταν όμως γνωρίζει την Ντέπυ τη Λουλουδού, «ξεμπλοκάρει» και μεταμορφώνεται σε έναν κουλ και ιδιοφυή προγραμματιστή! Πολύ αστεία εμφάνιση του Βλαδίμηρου Κυριακίδη.
5) Γκόραν: Ο βετεράνος του γέλιου Γιάννης Καπετάνιος, μας δίνει τον σκληροτράχηλο αθίγγανο δραπέτη που μονομαχεί με τον Κλέωνα για την καρδιά της γοητευτικής τσιγγάνας Εμιρώς σε μια παρωδία των «Ψιθύρων Καρδιάς»…
6) Κωνσταντίνος Τραγόσαλος: Ένας απίστευτος Ορκόπουλος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ενσαρκώνοντας έναν «μεγεθυμένο» Κλέωνα Βεζύρη, αφού ποθεί διακαώς να γίνει «Πρωθυπουργός στη θέση του Πρωθυπουργού» και όχι ένας τυχαίος «καθημερινός» υπουργός!
7) Μπάμπης: Η πολύ οικεία μορφή του Γιάννη Μαλούχου είναι ο ταπεινός καφετζής του υπουργείου, ο κυρ Μπάμπης, που τυγχάνει να έχει μια εκπληκτική ομοιότητα με έναν εφοπλιστή. Αλλοίμονο σε όποιον μπερδέψει τον έναν με τον άλλον και δεν φερθεί αναλόγως!
8) Μπαμπαγιούρης: Προς το τέλος της σειράς, επιτέλους εμφανίζεται και ο περιβόητος πατέρας της Ρόζας για τον οποίον γίνονται διαρκείς αναφορές, ο φοβερός κομματάρχης από το κεφαλοχώρι «Μπουρτζόβαλη». Αχρείος, αμόρφωτος, κάφρος, και λάτρης του ωραίου φύλου. Δεν συμπαθεί τον γαμπρό του, αλλά βρίσκουν κάποια κοινά στην πορεία…
Στήσιμο/Παραγωγή/Προσοχή στη λεπτομέρεια: Όλοι οι χαρακτήρες διέθεταν αξιοσέβαστο υπόβαθρο και ουσιώδη πολυπλοκότητα. Η σειρά έχει γενικά καλή εικονοληψία με ζωντανά χρώματα, εναλλακτικές γωνίες, απότομα κοντινά, συννεφάκια διαλόγου, και πολυεπίπεδο ήχο με εφέ, μουσικά κομμάτια με στίχους κλπ. Τα σκηνικά, ήταν λεπτομερή, οι κομπάρσοι προσεγμένοι (βλ. την Ασιάτισσα οικιακή βοηθό «Λίλιαν» κλπ.), ατμοσφαιρικό μουσικό θέμα δια στόματος Λίας Βίσση, και εντυπωσιακούς τίτλους αρχής σε ύφος κόμικ. Άξιοι ρετρό αναφοράς, οι 90s υπολογιστές που εμφανίζονται στα γραφεία του υπουργείου, κάτι crt οθόνες 15 ιντσών υποθέτω, κάτι πρώιμα laptop, ακόμα και ένα Game Boy.
Ωραία, τότε τι στο καλό πήγε στραβά;
Το Mega συμπεριφέρθηκε στη σειρά σαν να άνηκε στο ίδιο είδος με την εκρηκτική εκπομπή της μακαρίτισσας Μαλβίνας Κάραλη που κάθε απόγευμα δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Και έτσι έβαλαν τον «Κακό Βεζύρη» να παίζει χέρι-χέρι με το “Μαλβίνα Hostess”, ΠΡΙΝ το κεντρικό δελτίο ειδήσεων. Απαράδεκτη και εντελώς λανθασμένη προσέγγιση, οι ιθύνοντες του προγράμματος απλά δεν είχαν αντιληφθεί τί είχαν στα χέρια τους. Ο «Κακός Βεζύρης» άξιζε “prime time” προβολή. Εκεί που ήταν «καταχωνιασμένος» μέσα στο απόγευμα, δεν μπόρεσε να τύχει της τηλεθέασης που του άρμοζε. Το καταιγιστικό χιούμορ της σειράς, με τη μία ατάκα να διαδέχεται την άλλη, είναι αδύνατον να αφομοιωθεί πλήρως αν ο θεατής δεν είναι καθισμένος αναπαυτικά μπροστά από τη συσκευή του, με διάθεση να παρακολουθήσει απερίσπαστος και αφοσιωμένος.
Δευτερευόντως, έχω ακούσει τον Ρώμα σε συνεντεύξεις να λέει ότι μόνο στον Αντέννα βρήκε τηλεοπτικά το περιβάλλον που ήθελε για να κάνει επιτυχίες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο Mega μάλλον δεν πέτυχε τη «χημεία» που επιζητούσε. Τέλος, έχω την αίσθηση ότι το τηλεοπτικό κοινό της εποχής είχε πάθει υπερκόπωση με τα πολιτικά θέματα σε εκείνη την άστατη εποχή, και έτσι δεν κατέστη δυνατό το να εκτιμήσει δεόντως και να «κολλήσει» με τον «Κακό Βεζύρη».
Τί μένει πλέον σήμερα;
Μένει μια σειρά, «χρονοκάψουλα» μιας εποχής όχι και τόσο κοντινής πια, μια πλήρης χιουμοριστική απεικόνιση εκείνης της περιόδου και των τεκταινομένων της. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα ανεβασμένη στο διαδίκτυο (σε μέτρια ποιότητα), και αξίζει να τη δει όποιος την έχασε τότε, αλλά και όποιος έχει να τη δει πολύ καιρό. Προσωπικά, την επισκέπτομαι «καταδρομικά» από καιρό σε καιρό για να φρεσκάρω κάποιες μαγικές ατάκες και να ξαναγελάσω με μερικές σκηνές απείρου κάλλους. Στο τέλος μού μένει, πάντως, και μια πικρία που αυτό το τηλεοπτικό διαμάντι δεν είχε την πορεία και την εμπορική επιτυχία πού του άξιζε.
Η σειρά φαντάζει επίκαιρη ακόμα και σήμερα, αλλά μάλλον δύσκολο να είχε γυριστεί με αυτό το ύφος στις ημέρες μας: Έχει μια μικρή δόση βωμολοχιών, σεξουαλικών υπονοουμένων, αναφορών που θα μπορούσαν να θεωρούν ρατσιστικές από κάποιους με υπερβολικές ευαισθησίες, και «προχωρημένες» σκηνές (π.χ. Drag Show με παρένδυτους συνανθρώπους μας). Δεν υπήρχε δηλαδή η έννοια της «πολιτικής ορθότητας» όπως τη εννοούμε στα πρόσφατα χρόνια.
Ευτυχώς, τέλος, που το δίδυμο Ρώμας-Χατζησοφιά ανέκαμψαν σύντομα και επέστρεψαν με κάποια τηλεοπτικά έπη που περιττεύει να αναφέρω αφού όλοι τα γνωρίζουμε. Χωρίς τις σειρές τους το τοπίο στις τηλεοπτικές κωμικές σειρές θα ήταν πολύ βαρετό, και θα είχαμε εν πολλοίς απομείνει με σειρές που εκβιάζουν το γέλιο και όπου μεταξύ αστείου με αστείο μεσολαβεί κανένα τρίλεπτο...