Παρανομιες

ΧΡΙΣΤΙΝΑ

RetroActive
Joined
22 Σεπ 2008
Μηνύματα
393
Αντιδράσεις
17
Εγκαινιάζω το νεο subforum με αυτή την αστυνομικοαισθηματική ιστορία (ουφ, καταφερα να το γραψω :) ), σε συνέχειες. Ελπίζω να σας αρέσει και να μην είστε πολυ αυστηροί στα σχόλιά σας.

Καλή ανάγνωση :)

Η Ηλέκτρα, βγαίνει από το μπάνιο, φορώντας το μαύρο της νυχτικό. Πηγαίνει στην κουζίνα και ανοίγει το ψυγείο. Βγάζει ένα μπουκάλι κρασί, παίρνει ένα ποτήρι και πηγαίνει στο σαλόνι. Κάθεται στον καναπέ, και βάζει κρασί στο ποτήρι της. Πίνει μια γουλιά και κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και χαμογελά ικανοποιημένη. Ήδη νιώθει την ένταση της σημερινής μέρας, να χάνεται σιγά-σιγά.

Το σημερινό χειρουργείο, ήταν πολύ κουραστικό. Ένα δεκάχρονο αγόρι , παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο. Σαν από θαύμα δεν σκοτώθηκε επιτόπου. Δεκατέσσερις ώρες πάλευε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, να το κρατήσει στην ζωή και τελικά τα κατάφερε. Βέβαια, δεν έχει ξεπεράσει εντελώς τον κίνδυνο, αλλά είναι αισιόδοξη.

Ο θόρυβος της πόρτας που κλείνει, την βγάζει από τις σκέψεις της. Γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος του άντρα που εμφανίζεται και του χαμογελά.

- Νωρίς γύρισες σήμερα , αγάπη μου, του λέει και σηκώνεται.

Εκείνος δεν απαντά. Το πρόσωπο του είναι σοβαρό, σημάδι πως κάτι σοβαρό τον απασχολεί. Η Ηλέκτρα, τον πλησιάζει και καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά.

- Αντρέα; Τι συμβαίνει; Τον ρωτάει ανήσυχη.

Την πλησιάζει αργά και της πιάνει τα χέρια.

- Ηλέκτρα, συνέβη κάτι πολύ σοβαρό. Πρέπει να φανείς δυνατή.

- Με τρομάζεις. Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;, του λέει φανερά ανήσυχη.

- Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο ο Παύλος.

- Λοιπόν;

Εκείνος, παίρνει μια βαθιά ανάσα για να πάρει κουράγιο, και…

- Οι γονείς σου, είχαν ένα ατύχημα Ηλέκτρα.

Μια τρελή σκέψη της περνάει από το μυαλό. Βυθίζει το βλέμμα της στα μάτια του για να πάρει την απάντηση που ζητά, μα εκείνος τα κλείνει.

- Όχι…. , του λέει κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της, ενώ τα πρώτα δάκρυα, αρχίζουν να κυλούν στο πρόσωπό της.

- Δυστυχώς δεν τα κατάφεραν….

- Όχι…. Δεν μπορεί…. Δεν είναι αλήθεια…. Ψελλίζει.

Ο Αντρέας, την τραβάει στην αγκαλιά του, ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και της χαιδεύει τα μαλλιά.

- Λυπάμαι πολύ μωρό μου….

Με το που τελειώνει την φράση του, εκείνη αφήνεται στην αγκαλιά του και αναλύεται σε λυγμούς.

...........................................................................................................................................................................................................

Ο αστυνόμος Ιωάννου, έχει πιάσει το πόμολο της πόρτας του γραφείου του, όταν…..

- Βασίλη, Βασίλη περίμενε, του φωνάζει ο Γρηγόρης και τον πλησιάζει τρέχοντας.

- Τι συμβαίνει Γρηγόρη; Γιατί φωνάζεις; Τον ρωτάει.


- Ξέρεις, ήρθε ένα σήμα και…..


- Και; Τι σήμα;


- Αυτοκινητιστικό στην παραλιακή. Μια νταλίκα χτύπησε ένα αυτοκίνητο και….


- Και τι μου το λες εμένα ρε Γρηγόρη. Αυτό είναι δουλειά της τροχαίας.


Το βλέμμα του σκοτεινιάζει.


- Εκτός και αν….


Γυρίζει απότομα και πιάνει τον συνάδελφό του, από τα πέτα του σακακιού του.


- Μήπως έπαθε τίποτε ο μικρός; ΜΙΛΑ!! Μήπως τράκαρε ο Πέτρος;


- Όχι, όχι δεν είναι αυτό. Μέσα στο αυτοκίνητο, δεν ήταν ο αδελφός σου.


- Τότε;;


- Τα θύματα είναι ο γιατρός Βέργος και η γυναίκα του.


Η είδηση αυτή, ήχησε στα αυτιά του Βασίλη σαν βόμβα που εξεράγει.


- Ο Βέργος είπες; Τον ρώτησε σαν να μην πίστευε αυτό που μόλις άκουσε.


Ο Γρηγόρης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Βασίλης, κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του. Όταν τα ανοίγει ξανά, συνειδητοποιεί, πως τα χέρια του είναι ακόμη στο σακάκι του φίλου του. Τα κατεβάζει αργά και του δίνει ένα φιλικό χτύπημα στο ώμο.


- Με συγχωρείς για πριν, ρε φίλε αλλά.........


- Σε καταλαβαίνω, δεν σε παρεξηγώ, μην φοβάσαι, του απάντησε και του χαμογέλασε συγκαταβατικά.


- Θα έρθεις λοιπόν μαζί μου;


- Και το ρωτάς ρε φίλε; Το ρωτάς;


 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Το αυτοκίνητο του Ανδρέα σταματάει έξω από την κλινική. Ο Νικήτας Καραγιάννης, διευθυντής της κλινικής και ο καλύτερος φίλος του πατέρα της Ηλέκτρας, της ανοίγει την πόρτα, και μόλις κατεβαίνει την αγκαλιάζει.

- Κουράγιο κοριτσάκι μου. Κουράγιο.

- Νικήτα, τους έφεραν;

- Όχι , όχι ακόμη. Και πιστεύω πως το καλύτερο για σένα, θα ήταν να μην είσαι εδώ όταν θα έρθουν τα ασθενοφόρα.

- Έχει δίκιο ο Νικήτας ,μωρό μου, είπε ο Αντρέας. Και εγώ στο είπα. Δεν θα σου κάνει καλό.

- Μην συνεχίζεις, σε παρακαλώ. Στο είπα και στο σπίτι. Θέλω να τους δω για τελευταία φορά, να τους αποχαιρετήσω.

- Όπως θες παιδί μου, της είπε ο Νικήτας γαι να την ηρεμήσει. -Ελάτε, πάμε στο γραφείο μου να περιμένουμε.

Την αγκάλιασε από τον ώμο και προχώρησαν προς το εσωτερικό της κλινικής. Ο Αντρέας τους ακολούθησε.

*************************************************************************

Ο Βασίλης και ο Γρηγόρης έφτασαν στον τόπο του δυστυχήματος. Τριγύρω υπήρχαν αστυνομικοί και άντρες της σήμανσης. Ο Βασίλης προχώρησε στο σημείο που βρισκόταν το αυτοκίνητο του Θεμιστοκλή Βέργου. Ήταν σχεδόν κομμένο στα δύο, από το μπροστινό μέρος της νταλίκας η οποία είχε κυριολεκτικά καρφωθεί επάνω του, από την πλευρά του οδηγού. Προσπάθησε να δει το εσωτερικό του αυτοκινήτου, αλλά στάθηκε αδύνατον.

- Άδικος κόπος αστυνόμε, του είπε ένας από τους άντρες της σήμανσης. – Αν δεν έρθει η πυροσβεστική να τραβήξει την νταλίκα και να κόψει τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.

Εκείνος δεν απάντησε. Έβγαλε από την τσέπη του το πακέτο του και άναψε ένα τσιγάρο. Ο συνεργάτης του , τον πλησίασε.

- Έμαθες τίποτα; Ρώτησε τον Γρηγόρη ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο διαλυμένο αυτοκίνητο.

- Ο οδηγός της νταλίκας ονομάζεται Γεώργιος Σταματίου. Δουλεύει για λογαριασμό ενός πρακτορείου, που εκτελεί διεθνής μεταφορές. Λίγο πριν έρθουμε , τον μετέφεραν στο Κ.Α.Τ. Είναι πολύ βαριά τραυματισμένος, αλλά τουλάχιστον είναι ζωντανός.

- Ενημέρωσες το νοσοκομείο να μας ειδοποιήσουν όταν συνέλθει;

- Φυσικά. Μα έλα τώρα, πάμε να πάρουμε κανένα καφέ, γιατί η νύχτα προμηνύεται μεγάλη.

- Άντε, πάμε.

*************************************************************************

Είχε σχεδόν ξημερώσει. Οι τραυματιοφορείς, με την βοήθεια των αστυνομικών, έβαλαν τα άψυχα σώματα των δυο θυμάτων και τα τοποθέτησαν σε φορεία. Ο Βασίλης παρακολουθούσε την σκηνή καπνίζοντας, και ακολούθησε το φορείο που βρισκόταν ο Θεμιστοκλής Βέργος, ως το ασθενοφόρο. Λίγο πριν τοποθετηθεί το φορείο στο όχημα, πέταξε απότομα το τσιγάρο του και ….

- Μισό λεπτό, είπε στους τραυματιοφορείς.

Εκείνοι σταμάτησαν. Ο Βασίλης πλησίασε το φορείο και τράβηξε το λευκό σεντόνι από το πρόσωπο του Θεμιστοκλή. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο και είχε σε αρκετά σημεία κοψίματα από γυαλί, μα η έκφρασή του είχε μια ηρεμία, μια παράξενη ηρεμία όπως και εκείνο το βράδυ.

Ο Βασίλης χτυπάει με μανία το κουδούνι της έπαυλης του γιατρού Βέργου. Η πόρτα ανοίγει και ορμάει μέσα στο σπίτι σαν μανιασμένος ταύρος. Κοιτάζει γύρω του και βλέπει την υπηρέτρια που του άνοιξε, να τον κοιτάζει τρομοκρατημένη.

- Που είναι ο γιατρός; Την ρωτάει άγρια.

Εκείνη από τον φόβο που της προκαλεί το βλέμμα του, δεν μπορεί να μιλήσει.

- Ελευθερία, ποιός χτυπάει έτσι το κουδούνι; Ρωτάει η Αρετή Βέργου, καθώς κατεβαίνει την σκάλα.

Ο Βασίλης τρέχει προς το μέρος της.

- Που είναι ο γιατρός; Την ρωτάει με το ίδιο άγριο ύφος που είχε ρωτήσει και την υπηρέτρια.

- Ποιος είστε κύριε και πως τολμάτε να μπαίνετε έτσι μες το σπίτι μου; Του είπε έντονα.

- Θέλω τον γιατρό. Πες του να έρθει. Τώρα! την πρόσταξε.

- Περάστε αμέσως έξω, αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία, του είπε απειλητικά.

- Αρετή, σε παρακαλώ πήγαινε επάνω, ακούστηκε η φωνή του Θεμιστοκλή Βέργου, καθώς έβγαινε από το γραφείο του.

- Δεν σε αφήνω μόνο σου με αυτόν, απάντησε εκείνη.

- Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, της είπε καθησυχαστικά. – Παρακαλώ, περάστε στο γραφείο μου κύριε Ιωάννου, είπε γυρνώντας το βλέμμα του στον νεαρό άντρα.

Το τελευταίο πράγμα που περίμενε ο Βασίλης, ήταν αυτή η ήρεμη αντίδραση του Βέργου. Τον ακολούθησε όμως στο γραφείο του.

- Παρακαλώ, καθίστε, του είπε ο Θεμιστοκλής.

- Δεν ήρθα εδώ για να καθίσω Βέργο. Ξέρεις πολύ καλά γιατί ήρθα.

- Τότε κάνε αυτό που ήρθες να κάνεις. Δεν πρόκειται να αντισταθώ, ούτε να σε παρακαλέσω για την ζωή μου, του είπε ήρεμα.

Ο Βασίλης έβαλε τα δυο του χέρια πάνω στο γραφείο και έγειρε το σώμα του , ώσπου το κεφάλι του , πλησίασε το κεφάλι του γιατρού.

- Μάρτυς μου ο Θεός, θα ήθελα να είχα χιλιάδες όπλα για να τινάξω τα μυαλά σου στον αέρα. Όμως , σε αντίθεση με σένα, δεν είμαι φονιάς. Ήρθα να μου πεις κατάμουτρα, γιατί άφησες ένα δεκατετράχρονο κορίτσι να πεθάνει. Πόσα σε πλήρωσαν οι συγγενείς του γέρου και έδωσες σε εκείνον το μόσχευμα, και όχι στην αδελφή μου που πέθαινε. Πόσα;;; λέγε, πόσα;;; του είπε ουρλιάζοντας.

Ο Θεμιστοκλής τον κοίταζε και δεν μιλούσε.

- Ποια ήταν η τιμή για την ζωή της Σοφίας; Πενήντα; Ογδόντα; Εκατό χιλιάδες ευρώ; Μην με κοιτάς έτσι που να σε πάρει ο διάολος, του είπε εκτός εαυτού και με μια κίνηση παρέσυρε όλα τα αντικείμενα που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, κάνοντας έναν τρομακτικό θόρυβο καθώς έσπαγαν και σκορπίζονταν στο πάτωμα.

Ο ήχος τον πεσμένων αντικειμένων, τον συνέφερε.

- Δεν έχω αποδείξεις, αλλά θα βρω, να είσαι σίγουρος. Και όταν τις βρω, θα φροντίσω να μην βγεις από την φυλακή ζωντανός. Στο ορκίζομαι, του είπε και κάνοντας μεταβολή, έφυγε, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ο Βασίλης, σκέπασε με το σεντόνι το πρόσωπο του Βέργου.

- Εντάξει παιδιά, είπε στους τραυματιοφορείς.

Εκείνοι , αφού ανέβασαν το φορείο στο ασθενοφόρο, έφυγαν, αφήνοντάς τον να κοιτά το όχημα που ξεμάκραινε.

- Δεν φεύγουμε και εμείς σιγά-σιγά; Τον ρώτησε ο Γρηγόρης, όταν τον πλησίασε.

- Ναι, πάμε να κοιμηθούμε μια-δυο ώρες , γιατί θα πρέπει να πάμε και στο Κ.Α.Τ.

- Στην κόρη του Βέργου, πότε θα πάμε;

- Θα δούμε, είπε αινιγματικά και άναψε τσιγάρο.

****************************************************************

Ο Παύλος Αντωνίου , δεξί χέρι του Βέργου και παιδικός φίλος του Αντρέα, συνοδευόμενος από την γυναίκα του Αλίκη, παιδική φίλη της Ηλέκτρας, χτυπούν την πόρτα του γραφείου του Καραγιάννη.

- Περάστε, ακούστηκε η φωνή του Αντρέα.


Η Αλίκη, με το που βλέπει την φίλη της, κάθεται αμέσως δίπλα της και την αγκαλιάζει.


- Κουκλίτσα μου, πως είσαι;


- Ούτε και εγώ ξέρω. Νομίζω πως ζω έναν εφιάλτη και παρακαλάω να ξυπνήσω. Δεν το χωράει το μυαλό μου…..


- Ησύχασε γλυκιά μου. Όλοι εμείς που σε αγαπάμε, είμαστε εδώ , δίπλα σου και θα σε στηρίξουμε. Ησύχασε.


- Αλίκη μου…. Είπε η Ηλέκτρα και άρχισε να κλαίει.


Ο Παύλος την πλησίασε.


- Να σου φέρω κάτι να ηρεμήσεις; Της είπε απαλά.


- Όχι σε ευχαριστώ, δεν χρειάζεται. Απλά, είναι τόσο….. τόσο….


- Καταλαβαίνω, δεν χρειάζεται να πες τίποτα, της απάντησε και της έσφιξε τον ώμο.


Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ο Νικήτας . Η Ηλέκτρα σηκώνεται απότομα, σαν να της διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.


- Νικήτα; Τον ρώτησε με σπασμένη φωνή.


- Ναι , παιδί μου. Τους έφεραν.





***************************************************************************


Η Ηλέκτρα βγήκε από την κλινική, συντετριμμένη. Χρειάστηκε ένας πολύ δυνατός καφές για να συνέλθει και να μπορέσει να περπατήσει έως το πάρκινγκ.


- Μωρό μου, θα σε πάνε σπίτι ο Παύλος και η Αλίκη. Εγώ πρέπει να πάω στο δικαστήριο. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να πάρω αναβολή τελευταία στιγμή, είπε ο Αντρέας.


- Καταλαβαίνω, μην ανησυχείς, του απάντησε η Ηλέκτρα και έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει.


- Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να την αφήσω στιγμή από τα μάτια μου, μέχρι να γυρίσεις, είπε η Αλίκη και την αγκάλιασε προστατευτικά.


- Αλίκη δεν είναι ανάγκη. Εξάλλου, έχεις και ένα παιδί.


- Μην ανησυχείς. Το παιδί είναι στην μητέρα μου. Θα μείνω κοντά σου, έστω και με το ζόρι, της είπε χαμογελώντας. – Άντε, πάμε. Πρέπει να ξαπλώσεις και λίγο.


Ο Αντρέας, πλησίασε την Ηλέκτρα, την αγκάλιασε και την φίλησε.


- Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ, Στο υπόσχομαι. – Αλίκη, να μου την προσέχεις.


- Έννοια σου, του απάντησε.


Εκείνος, μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπρος και έφυγε.


- Πάμε και εμείς; Είπε ο Παύλος στις δυο γυναίκες.


- Μισό λεπτό, είπε η Ηλέκτρα. Πρέπει να πάω στο γραφείο μου, να πάρω κάποια πράγματα .


- Πες μου τι είναι αυτά που θες και θα στα φέρω εγώ, πρότεινε ο Παύλος.


- Δεν χρειάζεται. Πάω και θα γυρίσω αμέσως, του απάντησε.


- Θα έρθω μαζί σου, της είπε η Αλίκη.


Εκείνη προσπάθησε να αντιδράσει, μα η Αλίκη δεν της άφησε περιθώρια.


- Δεν το διαπραγματεύομαι. Πάμε.


Μπήκαν στην κλινική και προχώρησαν στον διάδρομο, μέχρι που έφτασαν στο γραφείο της Ηλέκτρας. Μπήκαν μέσα. Η Ηλέκτρα, άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια της, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.


- Παρακαλώ;


Η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μπήκε μέσα.


- Συγγνώμη γιατρέ. Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο; Της είπε.


- Φυσικά. Παρακαλώ ,καθίστε κύριε Δρυγιαννάκη.


- Ξέρετε, δεν είναι κατάλληλη στιγμή. Η γιατρός…


- Αλίκη, σε παρακαλώ. Χθες εγχείρησα το παιδί του. Εξάλλου δεν γνωρίζει πως…..


- Χάσατε τους γονείς σας. Το έμαθα απο μια νοσοκόμα. Τα θερμά μου συλλυπητήρια. Δεν θα σας απασχολήσω όμως πολύ. Ένα λεπτό μονάχα.


- Ευχαριστώ πολύ . Τι συμβαίνει; Παρουσίασε κάποια επιπλοκή ο Λευτέρης ; Ρώτησε ανήσυχη.


- Όχι, η κατάστασή του είναι σταθερή. Απλά, ήθελα να σας ευχαριστήσω για ακόμη μια φορά, που σώσατε την ζωή του παιδιού μου. Δεν ξέρετε τι σημαίνει για μένα και την γυναίκα μου αυτό το παιδί. Στην γέννα , κόντεψα να τους χάσω και τους δυο.


Πήρε τα δυο της χέρια στα χέρια του και τα φίλησε. Εκείνη ένιωσε άβολα και προσπάθησε να τα τραβήξει.


- Σας παρακαλώ, τι είναι αυτά; Δεν έκανα παρά μόνο την δουλειά μου, του είπε σαστισμένη.


- Κατέω ίντα σας λέω. Κάματε πολλά περισσότερα. Εμείς οι Κρητικοί, δεν ξεχνάμε ποτέ αυτούς που μας έκαμαν κακό, μα ούτε και αυτούς που μας ευεργέτησαν. Εύχομαι μονάχα ο Θεός, να μ’ αξιώσει να σας ξεπληρώσω , το καλό που μου κάματε. Αντίο σας γιατρέ, ευχαριστώ πολύ για όλα. Εύχομαι να βρουν ανάπαυση οι ψυχές των γονιών σας.


- Ευχαριστώ, κύριε Δρυγιαννάκη, του απάντησε.


Ο άντρας, γύρισε την πλάτη του και έφυγε, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του.





 
Oι δυο αστυνόμοι, βρίσκονται στον διάδρομο του νοσοκομείου και μιλάνε με τον θεράποντα ιατρό του οδηγού της νταλίκας.

- Λοιπόν γιατρέ, πως είναι ο Σταματίου; Ρώτησε ο Βασίλης.

- Δυστυχώς , δεν μπορώ να σας πω και πολλά πράγματα. Η κατάστασή του είναι ιδιαιτέρως σοβαρή. Τα επόμενα εικοσιτετράωρα, είναι κρίσιμα. Βέβαια κάνουμε ότι μπορούμε, αλλά θα ξέρουμε σίγουρα μετά από τρεις – τέσσερις μέρες.

- Σας ευχαριστούμε πολύ γιατρέ. Δεν θα σας απασχολήσουμε άλλο, του είπε ο Γρηγόρης.

Του δίνει μια κάρτα.

- Αυτά είναι τα τηλέφωνά μας. Αν αλλάξει κάτι, παρακαλώ τηλεφωνήστε μας, οποιαδήποτε ώρα.

- Φυσικά. Και τώρα με συγχωρείτε. Πρέπει να δω και τους υπόλοιπους ασθενής. Αντίο σας , είπε και απομακρύνθηκε.

Εκείνοι, βγαίνουν από το νοσοκομείο και μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Ο Γρηγόρης βάζει μπρος και πηγαίνουν για το σπίτι του Βασίλη. Μόλις φτάνουν, ο Βασίλης κατεβαίνει.

- Και άκου, ότι και να γίνει, δεν θα πας πουθενά μόνος σου , αν δεν με πάρεις πρώτα τηλέφωνο. Εντάξει;

- Καλά, του απάντησε ο Βασίλης ανόρεχτα.

- Όχι <<καλά>>. Να με πάρεις, του είπε έντονα.

- Εντάξει είπα, του απάντησε το ίδιο έντονα και αυτός, και μπήκε στην πολυκατοικία.

Όταν μπήκε στο διαμέρισμά του, στάθηκε έξω από το δωμάτιο του αδελφού του και χτύπησε την πόρτα.

- Μικρέ, είσαι μέσα; Του φώναξε.

- Ναι, πέρνα, απάντησε ο Πέτρος.

Ο Βασίλης ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.

- Πως πήγε το πανεπιστήμιο; Τον ρώτησε και προσπάθησε να χαμογελάσει.

Ο Πέτρος, σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε τον αδελφό του.

- Τα χάλια σου έχεις, του είπε ανήσυχος.

- Καλά είμαι , μην ανησυχείς, του απάντησε.

- Έφαγες τουλάχιστον τίποτε, ή είσαι μόνο με καφέ και τσιγάρο;

- Γύρνα στα βιβλία σου μικρέ και άσε με εμένα. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου, του απάντησε και έκανε να φύγει.

- Σε παρακαλώ, πρόσεχε τον εαυτό σου. Από τότε που πέθανε η Σοφία, έχεις αλλάξει. Αν πάθεις κάτι και εσύ, δεν θα το αντέξω.

- Μην φοβάσαι ρε, δεν πρόκειται να με χάσεις, του απάντησε και τον αγκάλιασε. -Τουλάχιστον ,όχι πριν αποδοθεί δικαιοσύνη.

Ο Πέτρος, άφησε την αγκαλιά του αδελφού του, απότομα.

- Τι εννοείς; Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι να εκδικηθείς τον Βέργο, μέσω της κόρης του;

- Μην είσαι χαζός. Άντε τώρα, κάτσε να διαβάσεις και τα λέμε αργότερα, του είπε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον, σκεπτικό.

Έχει νυχτώσει. Το τηλέφωνο του Βασίλη ,χτυπάει.

- Έλα, τι έγινε;

- ………..

- Ωραία. Για πες μου.. Ή μάλλον , μισό να το σημειώσω.

Βγάζει το μπλοκάκι του και σημειώνει αυτό που του λέει ο συνομιλητής του .

- Τέλεια!!! Σε ευχαριστώ πολύ. Και άκου…..

Μπαίνει στο δωμάτιο του, για να μην τον ακούσει ο αδελφός του.

- Κουβέντα σε κανέναν και πολύ περισσότερο στον Γρηγόρη, έγινε;

- ………..

- Τα λέμε. Καληνύχτα.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Νύχτα. Το ρολόι πάνω στο κομοδίνο, δείχνει περασμένες τρεις. Η Ηλέκτρα μόλις έχει ξυπνήσει. Γυρίζει το κεφάλι της και βλέπει τον Αντρέα να κοιμάται δίπλα της. Σηκώνεται σιγά- σιγά από το κρεβάτι , για να μην τον ενοχλήσει και πηγαίνει στο μπάνιο. Βγάζει το νυχτικό της και μπαίνει στην ντουζιέρα. Αφήνει το νερό να τρέξει πάνω στο κορμί της. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες. Νοιώθει να χαλαρώνει σιγά – σιγά. Λίγο αργότερα, βγαίνει από το μπάνιο, φορώντας κάτι πρόχειρο. Πάει στην κουζίνα, βάζει ένα ποτό και βγαίνει στο μπαλκόνι. Κάθεται στο μικρό καναπεδάκι και πίνει μερικές γουλιές. Το βλέμμα της καρφώνεται στην καρέκλα που βρίσκεται δίπλα της. Θυμάται……

- Φτάσαμε, είπε ο Θεμιστοκλής Βέργος, τραβώντας το χειρόφρενο του αυτοκινήτου.

- Δεν καταλαβαίνω, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ; Ρώτησε απορημένη η Ηλέκτρα.

- Θα δεις, μωρό μου, θα δεις, απάντησε χαμογελώντας η μητέρα της.

Διέσχισαν ένα μικρό πάρκο και στάθηκαν μπροστά από μια νεόκτιστη πολυκατοικία.

- Τι είναι εδώ; Ρώτησε η Ηλέκτρα.

- Για κοίτα στον τελευταίο όροφο, της απάντησε ο πατέρας της και αφού της έπιασε ε το χέρι , της έβαλε στην παλάμη ένα κλειδί.

- Ένα δώρο από μένα και την μητέρα σου, μωρό μου. Καλορίζικο, της είπε χαμογελώντας και την φίλησε στο μέτωπο.

- Καλορίζικο, αγάπη μου, είπε και η μητέρα της, καθώς την αγκάλιαζε.

Η Ηλέκτρα ,δεν μπορούσε να μιλήσει από την έκπληξη. Λίγο αργότερα, βρισκόταν και οι τρεις στο μπαλκόνι του νέου σπιτιού της Ηλέκτρας.

- Είναι υπέροχο!!!! Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο, είπε στους γονείς της και τους αγκάλιασε.

- Τα έπιπλα, πως σου φαίνονται; Την ρώτησε η μητέρα της.

- Είναι ακριβώς αυτά που διάλεξα, <<για την ανακαίνιση του σπιτιού μας>>, της απάντησε χαμογελώντας της.

- Καθίστε να πάω να φέρω να πιούμε κάτι για τα καλορίζικα, είπε η Αρετή, αφήνοντας τον άντρα της και την κόρη της μόνους.

Κάθισαν στο σαλονάκι του μπαλκονιού, και άναψαν τσιγάρο. Λίγο πριν τα σβήσουν, εμφανίστηκε η Αρετή με ένα δίσκο στα χέρια της, ο οποίος είχε μια σαμπάνια και τρία ποτήρια.

- Ορίστε, ορίστε κατάσταση. Καρδιολόγος ο άντρας μου, χειρούργος η κόρη μου και καπνίζουν και οι δυο. – Τι θα κάνω εγώ με σας; τι θα κάνω; Τους είπε , σαν να τους μάλωνε.

Της ήρθε έντονα η ανάγκη να καπνίσει, παρόλο που το έχει κόψει εδώ και δυο χρόνια. Στο σπίτι όμως δεν έχει τσιγάρα και ο Αντρέας δεν καπνίζει. Σηκώνεται όρθια και διαπιστώνει απογοητευμένη, πως το περίπτερο απέναντι από το σπίτι της, είναι κλειστό.

Και όμως, στάθηκε τυχερή. Ένα μικρό φως εμφανίστηκε στο σκοτάδι και η Ηλέκτρα βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι.
 
Το χαρτάκι με την διεύθυνση, είναι αφημένο στο κάθισμα του συνοδηγού. Κάθε τόσο ο Βασίλης , καθώς οδηγεί, του ρίχνει κλεφτές ματιές.Στο επόμενο φανάρι, πρέπει να στρίψει δεξιά. Κινείται προς την δεξιά λωρίδα και στο φανάρι, στρίβει. Συνεχίζει την πορεία του, μέχρι που φτάνει σε ένα μικρό πάρκο. Παρκάρει το αυτοκίνητο και κατεβαίνει. Διασχίζει το πάρκο και σταματάει δίπλα από ένα περίπτερο. Το βλέμμα του πέφτει στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας με το νούμερο 12. Τα φώτα της βεράντας είναι αναμμένα και διακρίνει κάποιον , να στέκεται στο μπαλκόνι. <<Λες να είναι αυτή;>> σκέφτεται, και βγάζει από την τσέπη του, το πακέτο με τα τσιγάρα. Το ανοίγει , παίρνει ένα τσιγάρο και το ανάβει. Όταν ξανακοιτάζει στο μπαλκόνι, δεν είναι κανείς. Νοιώθει απογοητευμένος. <<Γιατί , τι περίμενες; Τι ήρθες να κάνεις εδώ; >> , του ψιθύρισε μέσα του μια φωνή.

- Ανάθεμα με και αν ξέρω, μονολόγησε και γύρισε την πλάτη να φύγει.

- Σας παρακαλώ, περιμένετε, ακούστηκε πίσω του μια γυναικεία φωνή.

Εκείνος σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή και είδε μια γυναίκα να τον πλησιάζει τρέχοντας.

- Τι συμβαίνει; Είστε καλά; την ρώτησε ο Βασίλης μόλις εκείνη στάθηκε απέναντί του.

- Με συγχωρείτε για την ενόχληση, του είπε εκείνη λαχανιασμένη. – Θα… Θα ήθελα…..

- Χρειάζεστε βοήθεια; Ξέρετε, είμαι αστυνόμος και…

- Όχι, όχι, τον έκοψε εκείνη. – Απλά , ήθελα να σας ζητήσω…

- Ελάτε να καθίσουμε στο παγκάκι, να πάρετε μια ανάσα και μου λέτε τι θέλετε, της είπε και προχώρησε προς το παγκάκι.

Εκείνη τον ακολούθησε. Κάθισε δίπλα του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει. Όταν συνήλθε κάπως….

- Απλά, ήθελα να ζητήσω ένα τσιγάρο, του είπε και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του.

Το πρόσωπό της φωτίστηκε από τα φαναράκια που υπήρχαν γύρω από το παγκάκι. Το βλέμμα του Βασίλη, καρφώθηκε πάνω της. Ήταν τόσο όμορφη. Ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα.

Μα και η Ηλέκτρα , ένιωσε παράξενα, πρωτόγνωρα, Η ματιά του την ζάλιζε.

- Λοιπόν ; τον ρώτησε , σχεδόν ψιθυριστά.

- Ε, ναι, φυσικά, της απάντησε εκείνος και έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του και της πρόφερε τσιγάρο.

Εκείνη πήρε ένα, και ο Βασίλης της πρόφερε φωτιά.

- Ευχαριστώ πολύ, του είπε χαμογελώντας.

- Αλίμονο, της απάντησε, ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

- Να μην σας καθυστερώ άλλο, του είπε και σηκώθηκε.

- Δεν με καθυστερήσατε από τίποτε, σας βεβαιώ, της απάντησε .

- Και πάλι ευχαριστώ. Καληνύχτα σας, είπε και άπλωσε το χέρι της για χειραψία.

Ο Βασίλης ανταπέδωσε.

- Καληνύχτα.

Την κοιτούσε που απομακρυνόταν, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Το χαμόγελο όμως έσβησε από τα χείλη του όταν της είδε να μπαίνει στην πολυκατοικία με το νούμερο 12.

<< Όχι, δεν μπορεί… δεν μπορεί να είναι αυτή…. >>>, σκέφτηκε. Το βλέμμα του στάθηκε στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου. Μια φιγούρα εμφανίζεται στο μπαλκόνι και κουνάει το χέρι της προς το μέρος του.Νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Σε όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι του, ο Βασίλης, δεν μπορούσε να βγάλει την μορφή της Ηλέκτρας από το μυαλό του. Μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του και η ματιά του έπεσε στην φωτογραφία της αδελφή του, καινούργιες σκέψεις κυρίεψαν το μυαλό του. << Μα πως είναι δυνατόν να σκέφτομαι την κόρη του Βέργου; Η Σοφία δεν ήταν απλά η αδελφή μου, κόρη μου ήταν. Εγώ την μεγάλωσα, όπως μεγάλωσα και τον Πέτρο>>.

Κλείνει τα μάτια . Στο νου του έρχεται η τελευταία φορά που, αυτός και τα αδέλφια του, πριν από δέκα χρόνια, άκουσαν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους πριν πεθάνει .

Ο εικοσιεξάχρονος Βασίλης κάθεται δίπλα από το κρεβάτι που είναι ξαπλωμένος ο άρρωστος πατέρας του και του κρατάει το χέρι. Πιο δίπλα, σε μια πολυθρόνα, ο δεκατετράχρονος Πέτρος, δακρυσμένος, προσπαθεί να παρηγορήσει την τετράχρονη Σοφία, που τον έχει αγκαλιάσει από τον λαιμό και κλαίει απαρηγόρητη.

- Συγχωρέστε με παιδιά μου, συγχωρέστε με….. λέει με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει.

- Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Τι να σου συγχωρέσουμε; Τον ρωτάει ο μεγάλος του γιος.

- Που σας αφήνω τόσο νωρίς, παιδιά μου.

- Τι λόγια είναι αυτά πατέρα; Θα γίνεις καλά, θα δεις, σε παρακαλώ, μην εγκαταλείπεις, του λέει ο Βασίλης και τα μάτια του έχουν αρχίσει να βουρκώνουν.

- Ξέρω πολύ καλά τι λέω παιδί μου. Δεν ξεπέρασα ποτέ τον θάνατο της μητέρα σας. Τέσσερα χρόνια τώρα, σαν σαράκι με τρώει ο χαμός της. Μα τώρα , θα βρεθώ επιτέλους κοντά της. Κοντά σε αυτή του λάτρεψα, αυτή που ποτέ δεν ανταλλάξαμε μια πικρή κουβέντα. Το θυμάσαι;

Ο Βασίλης, λύγισε.

- Πατέρα…..

- Συγχωρέστε με που παρατήθηκα από την ζωή, μα ο πόνος της αγάπης είναι αβάσταχτος. Κόλαση είναι και αλίμονο σε αυτόν που θα τυλιχτεί στις φλόγες τις. Μην με μισήσετε…..

Τα μάτια του δακρύζουν. Σηκώνεται από το κρεβάτι του ,πηγαίνει στο μπάνιο και ρίχνει μπόλικο νερό στο πρόσωπό του. Σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη. Νάτο πάλι το πρόσωπο της Ηλέκτρας δίπλα από το δικό του.

- Αλίμονο σε αυτόν που θα τυλιχτεί στις φλόγες τις…… ψιθυρίζει.

****************************************************************

Μόλις ο άγνωστος άντρας απομακρύνεται, η Ηλέκτρα φεύγει από την βεράντα. Νοιώθει μια παράξενη έξαψη. Πιάνει τα μάγουλά της. Καίνε.

<< Μάλλον έχω πυρετό>>, σκέφτεται και πηγαίνει στο γραφείο της. Ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα θερμόμετρο το βάζει και περιμένει. Μετά από λίγο το βγάζει και το κοιτά. Τριανταέξι και πέντε.

- Παράξενο…. Μουρμουρίζει.

Ξαναβάζει το θερμόμετρο στην θέση του και ξαναβγαίνει στη βεράντα, να τελειώσει το ποτό της. Το βλέμμα της καρφώνεται στο παγκάκι που καθόταν λίγο πιο πριν με τον άγνωστο άντρα. Φέρνει στο νου της την συνάντησή τους και ειδικά την στιγμή της χειραψίας. Είναι σχεδόν σίγουρη πως την στιγμή που το χέρι της βρέθηκε μέσα στο δικό του, ένιωσε ένα απαλό χάδι. Και το πιο παράξενο από όλα; Της άρεσε αυτό το χάδι.

- Δεν είμαι καλά. Τελικά ο Πέτρος είχε δίκιο. Χρειάζομαι οπωσδήποτε ένα ηρεμιστικό, μουρμούρισε . Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της. Πήρε ένα ηρεμιστικό από την τσάντα της, το ήπιε και ξάπλωσε δίπλα στον Αντρέα,που κοιμόταν ήρεμα, αγκαλιάζοντάς τον.
 
Τρεις μέρες αργότερα, έγινε η κηδεία των γονιών της Ηλέκτρας. Το ίδιο βράδυ…..

- Εμένα θα μου επιτρέψετε, είπε ο Νικήτας και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. – Εξάλλου χρειάζεστε και εσείς ξεκούραση. Ήταν πολύ δύσκολή μέρα για όλους μας και ειδικά για σένα Ηλέκτρα μου. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, μην διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο.

- Σε ευχαριστώ πολύ Νικήτα, του είπε εκείνη και τον αγκάλιασε.

- Τότε να πηγαίνουμε και εμείς σιγά- σιγά, είπε ο Πέτρος κοιτώντας την γυναίκα του.

- Ηλέκτρα μου, μήπως θέλεις να μείνω εδώ απόψε; Την ρώτησε η Αλίκη.

- Όχι , Αλίκη μου, δεν χρειάζεται. Πηγαίνετε και σεις να ξεκουραστείτε, και θα τηλεφωνηθούμε το πρωί.

- Πάντως, για ότι χρειαστείς…..

- Σε ευχαριστώ πολύ, της είπε και την αγκάλιασε.

Λίγο αργότερα , ο Αντρέας και η Ηλέκτρα έμειναν μόνοι. Καθόντουσαν αγκαλιασμένοι στον καναπέ, όταν σε λίγο χτύπησε το κινητό του Αντρέα.

- Παρακαλώ;

- ………………..

- Έλα Ελένη, τι συμβαίνει;

- …………….....

- Δεν πήραμε την αναβολή; Δηλαδή αύριο το πρωί….

- …………………

- Να πάρει. Ήμουν σίγουρος πως θα μας την έδινε ο δικαστής και δεν έχω ετοιμάσει την αγόρευσή μου.

- ………………..

- Ελένη, θα σε χρειαστώ οπωσδήποτε απόψε. Μπορεί να χρειαστεί να δουλέψουμε όλη νύχτα. Μπορώ να βασιστώ σε σένα;

- ………………….

- Σε ευχαριστώ πολύ Ελένη μου. Σε περιμένω σε μισή ώρα στο γραφείο.

- …………………..

- Οκ. Τα λέμε.

Γυρίσει με απολογητικό ύφος προς την Ηλέκτρα.

- Γλυκιά μου, με συγχωρείς πολύ, αλλά προέκυψε, ένα πρόβλημα και θα πρέπει να πάω στο γραφείο. Και μάλλον θα χρειαστεί να λείψω όλη την νύχτα.

- Ναι, το κατάλαβα. Μην ανησυχείς για μένα. Θα είμαι μια χαρά, του απάντησε .

- Να πάρω τηλέφωνο την Αλίκη να έρθει ή μήπως θες να σε πάω εκεί; Την ρώτησε.

- Όχι, δεν χρειάζεται. Θα κάνω ένα μπάνιο και θα κοιμηθώ. Μην ανησυχείς σου λέω, του είπε χαμογελώντας για να τον καθησυχάσει.

- Όπως θες. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, πάρε με τηλέφωνο και θα έρθω αμέσως, της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά.

Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της .

- Άντε, πήγαινε. Δεν είναι σωστό να αφήνεις την βοηθό σου να σε περιμένει.

- Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ, στο υπόσχομαι.

Την φίλησε, πήρε την τσάντα του και έφυγε.

Όταν έφτασε στο γραφείο του, η Ελένη ήταν ήδη εκεί.

- Άργησα; Την ρώτησε καθώς την πλησίαζε.

- Λίγο, του απάντησε εκείνη και προχώρησε προς το μέρος του.

- Τότε, ας καλύψουμε τον χαμένο χρόνο. Έχουμε όλη την νύχτα μπροστά μας, της είπε, και με μια απότομη κίνηση, έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε στο πάτωμα. Την τράβηξε απότομα στην αγκαλιά του και άρχισε να την φιλάει με πάθος.

- Μου έλειψες… του ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά τους.

- Και μένα , της απάντησε με βραχνή φωνή, λίγο πριν την ξαπλώσει στην κόκκινη μοκέτα….

***************************************************************************

Η Ηλέκτρα καθισμένη στην βεράντα, έβλεπε τα φώτα του αυτοκινήτου του Αντρέα, να χάνονται μέσα στην νύχτα. Άναψε ένα τσιγάρο. Σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια της στα κάγκελα, κοίταξε προς το πάρκο. Στο νου της ήρθε πάλι η συνάντησή της με τον Βασίλη.

- Μα γιατί σκέφτομαι συνέχεια αυτόν τον άνθρωπο; Μονολόγησε.

Και εκεί που προσπαθούσε να βρει μια απάντηση, είδε μια φιγούρα να κάθεται σε εκείνο το παγκάκι. Ένιωσε μια παράξενη αναστάτωση και χωρίς να ξέρει το πώς και το γιατί, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της, βγήκε από την πολυκατοικία και έτρεξε προς τα εκεί.

Τρεις μέρες τώρα, κάθε βράδυ ο Βασίλης πήγαινε και καθόταν σε εκείνο το παγκάκι. Κοίταζε προς το μπαλκόνι της, έπινε μερικές μπύρες και τιμωρούσε τον εαυτό του για αυτή του την αδυναμία, με αναμνήσεις του παρελθόντος. Μετά πήγαινε σπίτι του και όταν κατάφερνε να κοιμηθεί για κάνα δυο ώρες, η μορφή της στοίχειωνε τα όνειρά του, παρατείνοντας το μαρτύριο που ζούσε. Μα αυτό το βράδυ, όταν είδε την φιγούρα της στο μπαλκόνι- κάτι μέσα του τού έλεγε πως ήταν εκείνη-για μια στιγμή, ένιωσε κατά έναν ανεξήγητο λόγο, την ψυχή του να γαληνεύει. Μα μόνο για μια στιγμή. Οι ενοχές δεν άργησαν να ξανακάνουν την εμφάνισή τους. Με βαριά την ψυχή του , για ακόμη μια φορά, σηκώθηκε να φύγει. Μα πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα, εκείνη στεκόταν απέναντί του. Τα μάτια του Βασίλη, καρφώθηκαν στα δικά της.

- Ευτυχώς σε πρόλαβα, του είπε με ανακούφιση.

- Πως το ήξερες ότι ήμουν εγώ; Την ρώτησε απορημένος.

- Δεν το ήξερα, το ένιωσα, του απάντησε.

- Ερχόμουν εδώ κάθε βράδυ, περιμένοντας να σε δω.

- Αν το ήξερα, θα ερχόμουν εδώ κάθε βράδυ.

Τα λόγια αυτά έβγαιναν αυθόρμητα, χωρίς λογική. Δεν ένιωθαν καμία συστολή που ξεγύμνωναν τις ψυχές τους ο ένας στον άλλο. Ίσα – ίσα ,ένιωθαν ανακούφιση. Σαν να έφευγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω τους.

- Εμείς οι δυο….

- Δεν πρέπει να ξανασυναντηθούμε..

- Πρέπει να φύγεις, γιατί αν μείνεις λίγο ακόμη….

- Φύγε εσύ πρώτος…

- Είναι πολύ αργά πια για μένα.

- Και για μένα το ίδιο.

Με αργά βήματα, πλησίασαν ο ένας τον άλλο σε απόσταση αναπνοής. Τα χέρια του Βασίλη, έπιασαν τα δικά της και τα έφερε στα χείλη του.

- Μου έλειψε το άγγιγμά σου, του είπε , ψιθυριστά

- Και μένα η ζεστασιά σου, της απάντησε.

Η Ηλέκτρα, ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Εκείνος της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Το άρωμα που ανέδυε , τον μεθούσε.

Τα χέρια του κινήθηκαν αργά και πλαισίωσαν το πρόσωπό της. Έσπρωξε απαλά πως τα πίσω μερικές τούφες που τον έπεφταν στο πρόσωπό της και με τα χείλη του, άγγιξε τα δικά της. Απαλά και διστακτικά στην αρχή, δίνοντάς της το χρόνο να αρνηθεί το ερωτικό του κάλεσμα, μα όταν εκείνη άρχισε να σφίγγει τους ώμους του, το φιλί τους είχε τόσο πάθος, σαν να προσπαθούσαν μέσα σε λίγα λεπτά, να αναπληρώσουν όλα αυτά τα χρόνια που έζησαν χωρίς να γνωρίζουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.

Λίγο αργότερα, κάθονται αγκαλιασμένοι στο παγκάκι.

- Πρέπει να φύγεις, είναι αργά, της είπε καθώς χάιδευε το μπράτσο της.

- Δεν θέλω να φύγω, του απάντησε.

- Ούτε και εγώ το θέλω μα πρέπει.

Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.

- Υπάρχουν κάποια πράγματα, που πρέπει να μάθεις.

- Και εγώ έχω κάτι να σου πω, μα όχι απόψε. Δεν θέλω τίποτε να καταστρέψει αυτές τις στιγμές. Και τώρα , πήγαινε σπίτι σε παρακαλώ, όσο έχω ακόμη την δύναμη να στο ζητάω.

- Θα έρθεις αύριο; Τον ρώτησε με λαχτάρα.

- Θα έρθω, της απάντησε χαμογελώντας.

Την φίλησε απαλά και όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν, σηκώθηκαν κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι.

- Καληνύχτα, του είπε

- Καληνύχτα, είπε και εκείνος.

Η Ηλέκτρα, απομακρύνθηκε από κοντά του όσο πιο αργά μπορούσε και όταν τα χέρια τους χωρίστηκαν, έτρεξε προς την είσοδο της πολυκατοικίας, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Το ήξερε, πως αν γύρναγε να τον κοιτάξει, δεν θα είχαν πλέον την δύναμη, να αφήσουν ο ένας την αγκαλιά του άλλου. Και είχαν ανταλλάξει ένα φιλί. Μόνο ένα φιλί………..
 
Όταν η φιγούρα της Ηλέκτρας χάθηκε από τα μάτια του, περπάτησε μέχρι το αυτοκίνητό του. Καθώς άνοιγε την πόρτα, ένας άντρας εμφανίστηκε από την σκοτεινή γωνία που κρυβόταν ώρα τώρα και άρπαξε τον Βασίλη από το μπράτσο.

- Τι στο διάολο κάνεις; Του είπε έντονα.

Η παρουσία του Γρηγόρη, αιφνιδίασε τον Βασίλη.

- Γρηγόρη, τι θες εσύ εδώ; Πως το ήξερες…..

- Τρεις μέρες τώρα σε παρακολουθώ. Το ήξερα πως κάτι σχεδίαζες, αλλά αυτό πια, ξεπερνά και την πιο νοσηρή φαντασία.

- Δεν καταλαβαίνω, τι θες να πεις;

- Τι θέλω να πω, ε; Πως είσαι άνανδρος, αυτό θέλω να πω.

Ο Βασίλης, ένιωσε τον θυμό να φουντώνει μέσα του.

- Πρόσεχε τα λόγια σου, του είπε απειλητικά.

- Γιατί ρε; Νομίζεις πως θα σε φοβηθώ; Όταν κάποιος που θέλει να λέγεται άντρας, πουλάει έρωτες σε μια γυναίκα για να την εκδικηθεί και ειδικά για κάτι που δεν έχει κάνει η ίδια, το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηριστεί είναι άνανδρος.

- Αυτό φαντάστηκες για μένα; Τόσα χρόνια που με ξέρεις, νομίζεις ότι είμαι ικανός για τέτοια ατιμία;

Ο Γρηγόρης , χαμογέλασε ειρωνικά.

- Έχεις δίκιο, σε παρεξήγησα. Απλά την είδες και την ερωτεύτηκες έτσι, με την πρώτη ματιά. Κεραυνοβόλος έρωτας που λένε.

- Βούλωστο, είπε ο Βασίλης μέσα από τα δόντια του.

- Γιατί ; Σου έθιξα τα αισθήματα; Με συγχωρείς ,βρε. Ξέχασα ότι με τις γυναίκες είσαι ιδιαίτερα ευαίσθητος, του είπε ειρωνικά.

Ο Βασίλης δεν άντεξε άλλο την φραστική επίθεση του Γρηγόρη. Το έπιασε από τα πέτα του σακακιού του.

- Σκάσε, σκάσε σου λέω, του φώναξε και σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει.

- Εμπρός ρε, χτύπα. Οι αλήθειες πονάνε, έτσι;

- Να σε πάρει ο διάολος Γρηγόρη, είπε και έριξε μια δυνατή γροθιά στο τζάμι του αυτοκινήτου του, το οποίο έγινε θρύψαλα. Όταν τράβηξε το χέρι του, με έναν μορφασμό πόνου, ήταν γεμάτο αίματα.

- Για να δω το χέρι σου, του είπε ο Γρηγόρης και του έπιασε το ματωμένο χέρι.

Ο Βασίλης, το τράβηξε απότομα.

- Δεν έχω τίποτα. Μια γρατζουνιά είναι μόνο.

- Άσε τις αηδίες. Πρέπει να σε δει γιατρός. Πανάθεμά σε, που με έφερες σε αυτή τη θέση. Να μιλήσω εγώ έτσι. Και σε ποιον; Σε σένα. Πανάθεμά σε. Άντε, μπες στο αμάξι μου. Θα σε πάω στο νοσοκομείο.

Ο Βασίλης δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στον τσακωμό τους. Εξάλλου, στην διαδρομή, θα είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν σαν άνθρωποι πολιτισμένοι. Τον ακολούθησε χωρίς να φέρει αντίρρηση.
 
Πρώτη φορά στην ζωή της η Ηλέκτρα ένιωθε τόσο ευτυχισμένη. Ότι έζησε πριν από λίγο με εκείνον τον άντρα ήταν τόσο παράξενο, μα και τόσο υπέροχο. Και δεν ήξερε ούτε καν το όνομα του. Από την άλλη, υπήρχε στην ζωή της ο Αντρέας. Ο Αντρέας….. η γνωριμία τους….

Δυο χρόνια πριν, στα γενέθλια του Πέτρου….

- Χρόνια πολλά Πέτρο.

- Ευχαριστώ πολύ Ηλέκτρα. Χαίρομαι πολύ που ήρθες.

- Εγώ σε ευχαριστώ που με κάλεσες. Να σου συστήσω την φίλη μου την Αλίκη.

- Χαίρω πολύ. Πολύχρονος.

- Σε ευχαριστώ. Χάρηκα.

- Αλίκη, ο Πέτρος είναι ο νέος βοηθός του πατέρα μου, που σου έλεγα.

- Α, αυτός που ήρθε πριν από τρεις μήνες; Ο πατέρας της Ηλέκτρας είναι ενθουσιασμένος μαζί σου.

- Καλοσύνη του. Είναι μεγάλη μου τιμή να δουλεύω δίπλα σε έναν γιατρό σαν τον κύριο Βέργο. Μα, μην στέκεστε όρθιες, παρακαλώ περάστε, είπε στις δυο γυναίκες και τις οδήγησε στο σαλόνι. Αφού τις σύστησε σε μερικούς από τους καλεσμένους του, εκείνες κάθισαν σε έναν καναπέ και έπιασαν την κουβέντα.

- Γνωρίζεις τρείς μήνες έναν τέτοιο κούκλο και δεν μου είπες τίποτα; Την ρώτησε .

- Αλίκη, δεν τρέχει τίποτε με τον Πέτρο. Αν υπήρχε κάτι , θα στο έλεγα, σε σένα τα λέω όλα.

- Δηλαδή, δεν σε πειράζει να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου;

- Και βέβαια όχι, αφού σου λέω πως είμαστε απλώς συνάδελφοι και τίποτε παραπάνω. Άλλωστε το ξέρεις πολύ καλά πως….

- Ναι, ξέρω , ξέρω…. Περιμένεις τον άντρα που όταν θα σε κοιτάξει και το βλέμμα του θα σε ζαλίσει, θα καταλάβεις ότι αυτός είναι ο κύριος τέλειος… Καλά, κάτσε εσύ εδώ παρέα με τις θεωρίες σου. Εγώ αναλαμβάνω δράση, της είπε και σηκώθηκε. Ακολούθησε τον Πέτρο στην βεράντα, που πήγαινε ποτά στους φίλους του που καθόταν εκεί.

Η Ηλέκτρα δεν είχε δει τον νεαρό άντρα που την κάρφωνε με τα μάτια του από την ώρα που μπήκε, παρά μόνο όταν εκείνος την πλησίασε.

- Με συγχωρείτε για την πρωτοβουλία, αλλά σας έφερα κάτι να πιείτε, της είπε και κάθισε δίπλα της.

- Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση, σας ευχαριστώ , του απάντησε και πήρε το ποτό που της πρόσφερε.

- Αντρέας Βρεττός.

- Ηλέκτρα Βέργου. Χαίρω πολύ.

- Όχι τόσο όσο εγώ, της είπε και κρατώντας απαλά το χέρι της , που του πρόφερε για χειραψία, το έφερε στο χείλη του.

Όχι, τον Αντρέα δεν τον ερωτεύτηκε. Απλά η επιμονή του να την κερδίσει, την κολάκεψε. Τρεις μήνες την πολιορκούσε, σε ησυχία δεν την άφηνε. Με μια ευγένεια που καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη. Απ ΄την άλλη, είχε και την Αλίκη που την κατσάδιαζε. << Στραβή είσαι κορίτσι μου; Αντιστέκεσαι σε έναν τέτοιο άντρα για μια τρελή θεωρία; Για μάζεψε τα μυαλά σου, γιατί σε βλέπω να καταλήγεις γεροντοκόρη…>> Και έτσι, υπέκυψε. Μπορεί να μην ήταν ο έρωτας της ζωής της, μα την έκανε να νιώθει σιγουριά . Ενάμιση χρόνο μετά, αρραβωνιάστηκαν.

Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, τόσο αναπάντεχα. Και ειδικά τώρα, που ο κόσμος της έχει έρθει τα πάνω κάτω . Νιώθει εντελώς ανίκανη να σκεφτεί το οτιδήποτε πόσο μάλλον να βρει λύση σε αυτό που γίνεται. Από τις σκέψεις της, την βγάζει ο ήχος του τηλεφώνου.

************************************************************************

Ο Ανδρέας και η Ελένη βρίσκονται αγκαλιασμένοι στο πάτωμα.

- Είμαι πολύ περίεργη για ένα πράγμα.

- Για ποιο;

- Πως αντέχεις να ζεις δίπλα σε μια γυναίκα σαν την Ηλέκτρα; Την θεωρώ πολύ αθώα για τα γούστα σου.

Η έκφραση του Ανδρέα, σκληραίνει.

- Την Ηλέκτρα, να μην την πιάνεις στο στόμα σου, αν θες να τα πάμε καλά.

- Γιατί; Σου θίξαμε την πριγκίπισσα; τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας.

Γυρίζει απότομα και την πιάνει από τον λαιμό.

- Βούλωστο σου είπα, της είπε άγρια.

- Άφησέ με, με πονάς, του είπε και προσπάθησε να απομακρύνει το χέρι του από το λαιμό της.

- Αν ξαναμιλήσεις άσχημα για την Ηλέκτρα, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά, της είπε καθώς απομάκρυνε το χέρι του. – Δεν είναι σαν τα μούτρα σου.

- Σαν τα μούτρα μου; Τι θες να πεις; Τον ρώτησε θιγμένη.

- Κάπως πρέπει να δικαιολογήσεις, τον παχυλό μισθό σου….. <<μωρό μου… >>, της είπε χαιρέκακα και πήγε στο μπάνιο.

<< Κάθαρμα, από μένα θα το βρεις.. >>, σκέφτηκε η Ελένη και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, σχηματίζοντας το νούμερο του κινητού της Ηλέκτρας.

- …….

- Αν θες να μάθεις ποιος πραγματικά είναι ο Αντρέας Βρεττός, πήγαινε στο γραφείο του, όσο πιο γρήγορα μπορείς, είπε με αλλαγμένη φωνή η Ελένη και της έκλεισε το τηλέφωνο.

- Ελένη, έλα μέσα, ακούστηκε η φωνή του Αντρέα από το μπάνιο.

- Έρχομαι, του απάντησε , καθώς ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματιζόταν στα χείλη της.
 
- Ευτυχώς, δεν χρειάστηκαν ράμματα, είπε ο Γρηγόρης στο φίλο του, καθώς έβγαιναν από το νοσοκομείο.

- Στο είπα πως ήταν μόνο μια γρατζουνιά . Τσάμπα κουβαληθήκαμε εδώ νυχτιάτικα, του απάντησε.

Ο Γρηγόρης μπήκε μπροστά του και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει.

- Γιατί μωρέ τα κάνεις όλα αυτά; Γιατί τιμωρείς έτσι τον εαυτό σου; Και αυτή η κοπέλα , τι σου έφταιξε; Βασίλη, μην ανοίγεις πληγές που μπορεί να πονέσουν εσένα περισσότερο. Άκουσε με. Εγώ είμαι φίλος σου και θέλω το καλό σου.

Ο Βασίλης έβγαλε έναν αναστεναγμό.

- Πάμε στο αυτοκίνητο. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον.

Μπήκαν στο αμάξι και ο Βασίλης του διηγήθηκε όλα όσα έγιναν ανάμεσα σε εκείνον και την Ηλέκτρα. Ο Γρηγόρης τον άκουγε με προσοχή, χωρίς να τον διακόψει.

- Και τώρα, τι σκέφτεσαι να κάνεις; Τον ρώτησε όταν τελείωσε την διήγησή του.

- Ειλικρινά, δεν ξέρω. Από την μια, η λογική μου μού λέει να μην την ξαναπλησιάσω, αλλά από την άλλη νοιώθω την καρδιά μου να μουδιάζει και μόνο στην σκέψη πως δεν πρέπει να την ξαναδώ.

- Βασίλη, λυπάμαι που σου το λέω, μα αυτή η ιστορία πρέπει να σταματήσει εδώ. Δεν έχετε καμία ελπίδα. Μια ζωή θα κατηγορείς τον πατέρα της για τον θάνατο της Σοφίας και αυτό θα φθείρει και τους δυο σας. Θα γίνεται δυστυχισμένοι. Σταμάτησέ το όσο υπάρχει ακόμη καιρός. Δεν πρέπει να της ξαναδείς. Για το καλό σου φίλε μου. Για το καλό σου.

*******************************************************************

Πριν από λίγη ώρα, είχε παραδεχτεί πως το να σκεφτεί, ήταν πολυτέλεια πια για εκείνη. Πήρε την τσάντα της , κατέβηκε στο παρκινγκ, μπήκε στο αυτοκίνητό της και κατευθύνθηκε προς το δικηγορικό γραφείο του Αντρέα.

Ύστερα από λίγη ώρα, ήταν εκεί. Στάθηκε έξω από την πόρτα και πήγε να χτυπήσει το κουδούνι, μα το μετάνιωσε. Άνοιξε την τσάντα της ψάχνοντας για το κλειδί της πόρτας. Το βρήκε και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, το έβαλε στην κλειδαριά και το γύρισε. Η πόρτα άνοιξε. Ο χώρος υποδοχής , ήταν σκοτεινός. Αυτό την παραξένεψε. Προχώρησε με προσοχή, για να μην κάνει θόρυβο, προς το γραφείο του Αντρέα που βρισκόταν δεξιά. Και τότε τους είδε. Ο Αντρέας και η Ελένη πάνω στο γραφείο, παρουσίαζαν μια εικόνα κάθε άλλο παρά αξιοπρεπή στα μάτια της. Το σοκ για την Ηλέκτρα, ήταν μεγάλο. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το μόνο που κατάφερε ήταν ,με τρεμάμενα χέρια, να πατήσει τον διακόπτη δίπλα της. Ο χώρος φωτίστηκε, αιφνιδιάζοντας το ζευγάρι. Ο Αντρέας έστρεψε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της.

- Ηλέκτρα; Κατόρθωσε να ψελλίσει .

- Νομίζω πως είναι περιττό να σου πω, να μην πατήσεις ποτέ πια το πόδι σου στο σπίτι.

- Ηλέκτρα, άσε με να σου εξηγήσω….

- Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτε. Μην τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις. Ποτέ, του είπε και έφυγε με γρήγορα βήματα. Μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το σπίτι.

**********************************************************************

- Είσαι σίγουρος πως μπορείς να οδηγήσεις με το χέρι σου δεμένο; Δεν αφήνεις εδώ το αμάξι σου και στέλνουμε κάποιον αύριο να το πάρει; Τον ρώτησε ο Γρηγόρης όταν έφτασαν κοντά στο σπίτι της Ηλέκτρας.

- Εντάξει είμαι, μην φοβάσαι. Εξάλλου το πρωί, θα πρέπει να το πάω για καινούργιο τζάμι. Άντε πήγαινε τώρα και θα τα πούμε το πρωί στο γραφείο.

- Δεν θα φύγουμε μαζί;

- Θέλω να μείνω για λίγο.

- Ρε Βασίλη…..

- Για τελευταία φορά. Σε παρακαλώ….

- Ας είναι. Για τελευταία φορά όμως. Καληνύχτα.

- Καληνύχτα φίλε μου και σε ευχαριστώ για όλα.

Άναψε τσιγάρο και περπάτησε μέχρι το παγκάκι. Κάθισε και κοίταξε προς το μπαλκόνι της. Είδε φως. << Ας βγει στο μπαλκόνι για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή>>, σκέφτηκε. Μα το φως έσβησε. Απογοητεύτηκε.

- Ίσως έτσι να είναι καλύτερα, μονολόγησε.

***************************************************************************

Ο σάκος με τα απαραίτητα, ήταν έτοιμος. Η Ηλέκτρα έκλεισε τα φώτα και κλείδωσε το σπίτι. Θα έμενε στο πατρικό της, μέχρι να αλλάξει τις κλειδαριές. Ευτυχώς ο Αντρέας δεν είχε κλειδιά εκείνου του σπιτιού. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και έβαλε βιαστικά το σάκο μέσα. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και προσπαθεί να βάλει μπροστά, μα εκείνο δεν ξεκινάει. Ξαναπροσπαθεί. Τίποτε.

- Να πάρει, λέει νευριασμένα.


Βγαίνει από το αυτοκίνητο, αρπάζει το σάκο και πηγαίνει προς το πάρκο. Πρέπει να το διασχίσει για να βγει στην λεωφόρο και να πάρει ταξί. Μα ξαφνικά, βλέπει τον Βασίλη μπροστά της. Αφήνει το σάκο να της πέσει από τα χέρια, και τρέχει κοντά του.


- Σαν ψέματα μου φαίνεται το ότι είσαι εδώ, του λέει και τον αγκαλιάζει.


Εκείνος, καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά. Την τραβάει απαλά από πάνω του.


- Τι σου συμβαίνει; Φαίνεσαι πολύ αναστατωμένη. Τι έγινε; την ρωτάει ανήσυχος.


- Θα σου πω. Μόνο πάρε με από εδώ, σε παρακαλώ. Το αυτοκίνητο μου χάλασε και θα πρέπει να πάρουμε ταξί.


- Δεν θα χρειαστεί. Έχω το αυτοκίνητό μου, εδώ πιο κάτω. Έλα.


Προχώρησαν μέχρι το αυτοκίνητο και μπήκαν μέσα.


- Θα μου πεις τι έγινε; Την ρώτησε ξανά.


- Μόλις φτάσουμε. Είναι μεγάλη ιστορία, του απάντησε.


Εκείνος, δεν επέμεινε.


- Που πάμε;


- Στο πατρικό μου, στην Κηφισιά.


Ο Βασίλης , με το που το ακούει, νιώθει έναν κόμπο στο στομάχι και σφίγγει δυνατά το τιμόνι…..


Όταν έφτασαν , είχε ξημερώσει για τα καλά. Έβαλαν το αυτοκίνητο στο γκαράζ και αφού διέσχισαν ένα μέρος του μεγάλου κήπου που πλαισίωνε το σπίτι, η Ηλέκτρα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξε την εξώπορτα. Μπήκαν μέσα. Εκείνη τράβηξε τις κουρτίνες του σαλονιού, και ο χώρος φωτίστηκε από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Ο Βασίλης ένιωθε τρομερά άβολα μέχρι που η Ηλέκτρα του έπιασε το χέρι.


- Πάμε στην κουζίνα. Νομίζω πως και οι δυο έχουμε ανάγκη από έναν καφέ. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και προχώρησαν προς την κουζίνα. Πριν φτάσουν όμως, η Ηλέκτρα, σταμάτησε απότομα.


- Αλήθεια πως σε λένε;


 
- Ηλέκτρα, στάσου, μην φεύγεις… Ηλέκτρα…., φώναξε ο Αντρέας, μα ήταν πλέον αργά και εκείνος , χωρίς ρούχα, δεν ήταν σε θέση να τρέξει πίσω της. Έκλεισε την πόρτα και χτύπησε την γροθιά του στον τοίχο.

- Να πάρει ο διάολος…. Είπε οργισμένος.

Η Ελένη , τον πλησίασε μα αργά βήματα. Τον αγκάλιασε από την μέση και άρχισε να τον φιλάει στην πλάτη.

- Που είχαμε μείνει, πριν μας διακόψει αυτή; Του είπε με βραχνή φωνή.

Εκείνος, γύρισε απότομα και την κάρφωσε με ένα δολοφονικό βλέμμα. Χωρίς να μιλήσει, πήρε τα ρούχα της από το πάτωμα και της τα πέταξε στο πρόσωπο.

- Ντύσου και φύγε, την πρόσταξε.

- Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο.

- Χάσου από μπροστά μου, πριν χάσω την ψυχραιμία μου και σε πετάξω έξω, έτσι όπως είσαι, της είπε, πιάνοντάς την από το μπράτσο και ταρακουνώντας την τόσο, που εκείνη νόμισε πως θα την χτυπήσει.

Ντύθηκε φοβισμένη. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Άνοιξε την πόρτα να φύγει, χωρίς να του μιλήσει. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, άκουσε την φωνή του να της λέει…

- Από αυτή την στιγμή, σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου. Και τα δυο, πρόσθεσε.

Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που έκλεισε. Ο Αντρέας ντύθηκε και έκατσε στην καρέκλα του γραφείου του. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο και με τα χέρια του, κρατούσε το κεφάλι του. Αυτό που είχε συμβεί λίγο πριν , δεν το χωρούσε το μυαλό του. Κινδύνευαν να τιναχτούν όλα στον αέρα. Αυτό ο κίνδυνος όμως δεν ήταν ικανός να κατανικήσει την αδυναμία του στο να αναζητά εύκολες περιπέτειες . Και αυτή του την αδυναμία, την πλήρωσε ακριβά απόψε.

- Πρέπει να την ξανακερδίσω, πριν είναι πολύ αργά, μονολόγησε.

Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί.

- Πριν χαθούν τα πάντα, συμπλήρωσε.

************************************************************************

Κρατάνε από μια κούπα καφέ και πάνε στο σαλόνι. Κάθονται στον καναπέ. Η Ηλέκτρα, βλέπει την γάζα που καλύπτει μέρος του χεριού του Βασίλη, ματωμένη.

- Η γάζα χρειάζεται αλλαγή. Μα τι έπαθες; Τον ρώτησε.

- Τίποτε, μια γρατζουνιά είναι μόνο, της απάντησε.

- Να υποθέσω ότι έχει να κάνει με την τρύπα στο παράθυρο του αυτοκινήτου σου;

- Ας πούμε πως ήταν μια κακιά στιγμή, της απάντησε.

Εκείνη δεν επέμεινε.

- Περίμενε ένα λεπτό, έρχομαι αμέσως, του είπε και επέστρεψε μετά από λίγο με μια ιατρική τσάντα.

Του αφαίρεσε την ματωμένη γάζα και περιποιήθηκε τις πληγές του. Από το άγγιγμα των χεριών της στα δικά του, ένιωσε μια απίστευτη τρυφερότητα να τον πλημμυρίζει.

- Έτοιμο, του είπε όταν τελείωσε. - Πως νιώθεις; Μήπως το έδεσα πολύ σφιχτά;

- Μια χαρά είναι, μην ανησυχείς. Για πες μου, τι έγινε απόψε;

Η Ηλέκτρα, άρχισε να του εξιστορεί τι είχε συμβεί. Όταν τελείωσε την διήγησή της, το βλέμμα του Βασίλη, σκοτείνιασε.

- Πρέπει να πληγώθηκες πολύ, έτσι δεν είναι;

- Θες την αλήθεια; Δεν ξέρω πως νιώθω. Μα τώρα που το καλοσκέφτομαι, αν δεν είχαν συμβεί όσα συνέβησαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα, θα ένιωθα ανακουφισμένη, του απάντησε.

- Γιατί ανακουφισμένη; Την ρώτησε με μια έκφραση ελπίδας.

- Γιατί παρόλο που όλα γύρω μου διαλύονται, ήρθες εσύ στην ζωή μου και με έκανες να νιώσω πρωτόγνωρα συναισθήματα. Με τον Αντρέα, δεν ένιωσα ποτέ ερωτευμένη. Με σένα όμως νιώθω, νιώθω……

Ακούμπησε το χέρι του στο στόμα της. Δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτε άλλο. Τα λόγια ήταν τόσο φτωχά για να περιγράψουν συναισθήματα που ξεχείλιζαν από τις ψυχές τους, σαν χείμαρρος. Την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε με τόση τρυφερότητα, που την ένιωσε να τρέμει , μέσα στην αγκαλιά του. Όλη αυτή τη μαγεία, την διέκοψε ο ήχος του κινητού του Βασίλη που χτυπούσε. Είχε μήνυμα. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του σακακιού του και κοίταξε την οθόνη.

- Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω. Ο συνάδελφός μου, με περιμένει, της είπε.

- Να σε συνοδεύσω , του είπε και πήγαν μαζί μέχρι το αυτοκίνητό του.

- Αν χρειαστείς οτιδήποτε, να με πάρεις τηλέφωνο. Και φρόντισε να κοιμηθείς λίγο, εντάξει; Της είπε και την φίλησε στο μέτωπο.

Εκείνη χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. Ο Βασίλης μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Κανείς τους δεν πρόσεξε την αντρική φιγούρα που τους παρακολουθούσε….

*********************************************************************

Τμήμα Ανθρωποκτονιών

Μία αστυνομικός, χτυπάει την πόρτα του γραφείου των αστυνόμων Ιωάννου και Πετρόπουλου. Δεν παίρνει απάντηση. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Δεν είναι κανείς. Πάνω σε ένα από τα δυο γραφεία, αφήνει έναν πράσινο φάκελο. Στο φάκελο είναι γραμμένο ένα όνομα. Θεμιστοκλής Βέργος.

Λίγο αργότερα οι δυο αστυνόμοι, μπαίνουν στο γραφείο τους, συνεχίζοντας την κουβέντα που είχαν ξεκινήσει στο αυτοκίνητο.

- Δεν έπρεπε να σε αφήσω χθες μόνο σου, δεν έπρεπε, είπε ο Γρηγόρης.

- Δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη της, δεν το καταλαβαίνεις; Ήταν πολύ ταραγμένη, του απάντησε με ύφος που δήλωνε πως δεν ήθελε να συνεχιστεί αυτή η κουβέντα.

Κάθισαν ο καθένας στο γραφείο του. Το βλέμμα του Γρηγόρη έπεσε πάνω στον πράσινο φάκελο. Τον άνοιξε και διάβασε την πρώτη σελίδα. << Πως του το λένε τώρα; >>Σκέφτηκε μα τα γεγονότα ανάμεσα στον Βασίλη και την Ηλέκτρα, τον έκαναν να πάρει αμέσως την απόφαση που θεωρούσε σωστή.

- Βασίλη, για ρίξε μια ματιά εδώ, του είπε και πλησίασε στο γραφείο του συναδέλφου του, με το φάκελο στα χέρια.

Ο Βασίλης, τόσο από το ύφος του Γρηγόρη, τόσο και από την φωνή του, κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά. Μόλις πήρε στα χέρια του τον φάκελο και διάβασε το όνομα, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τον άνοιξε , πήρε μια σελίδα και άρχισε να την διαβάζει, με χέρι που έτρεμε.

- Τι θα κάνεις τώρα; Τον ρώτησε ο Γρηγόρης, όταν εκείνος άφησε την σελίδα να του πέσει από τα χέρια.

Εκείνος , δεν απάντησε. Θυμόταν….

Έξι μήνες πριν…..

Ο Βασίλης και ο γιατρός Βέργος συζητούν στον διάδρομο της κλινικής.

- Γιατρέ, τι γίνεται, ρώτησε αγωνιώντας ο Βασίλης.

- Περιμένουμε τις τελευταίες εξετάσεις κύριε Ιωάννου. Αν έχουμε ποσοστό συμβατότητας, άνω του ενενήντα πέντε τοις εκατό, θα προχωρήσουμε στην μεταμόσχευση.

- Και πότε θα έχουμε τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων;

- Σε καμιά ώρα το πολύ. Μην ανησυχείτε αγαπητέ μου. Φτάσαμε στην τελική ευθεία. Οι εξετάσεις αυτές δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχει μικρότερο ποσοστό συμβατότητας, του είπε και του έδωσε ένα εγκάρδιο χτύπημα στην πλάτη. –Μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά.

- Σας ευχαριστώ πολύ γιατρέ. Για όλα, του απάντησε , με αναπτερωμένο το ηθικό του.

- Να’ στε καλά. Και τώρα με συγχωρείτε, πρέπει να δω κάποιους ασθενείς. Θα τα πούμε αργότερα, του είπε και απομακρύνθηκε.

Μια ώρα αργότερα…..

- Λοιπόν γιατρέ, τι έδειξαν οι εξετάσεις;

- Δυστυχώς δεν υπάρχει συμβατότητα στο ποσοστό που θα μας επέτρεπε να προχωρήσουμε στην μεταμόσχευση, του είπε με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.

- Δηλαδή μου λέτε πως….

- Θα πρέπει να περιμένουμε εωσότου βρεθεί καταλληλότερος δότης.

- Δεν έχω αυτή την πολυτέλεια γιατρέ, το ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα. Η κατάστασή της χειροτερεύει μέρα με την ημέρα. Εσείς ο ίδιος μου είπατε, πως χωρίς μηχανική υποστήριξη, θα ήταν ήδη νεκρή. Σας παρακαλώ, κάντε κάτι. Οτιδήποτε. Είναι μόλις δεκατεσσάρων χρονών, είπε με απόγνωση.

- Λυπάμαι πολύ, όμως έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν υπάρχει άλλη λύση. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ… , του απάντησε με σπασμένη φωνή και έφυγε με γρήγορα βήματα.

Ο Βασίλης, έμεινε μόνος σε εκείνο τον διάδρομο. Ξαφνικά, ένιωσε την ατμόσφαιρα γύρω του αποπνικτική .Σαν υπνωτισμένος, βγήκε έξω από το κτήριο. Δίπλα από την κλινική, υπήρχε μια ανεγειρόμενη οικοδομή. Τα βήματά του τον οδήγησαν εκεί. Ήταν Κυριακή, και δεν υπήρχε κανείς και ήθελε τόσο πολύ να μείνει μόνος αυτή την στιγμή. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο. Ακούμπησε την πλάτη του σε έναν τοίχο, που ακόμη ήταν στα τούβλα και άναψε τσιγάρο. Και πάνω που άρχισε να βυθίζεται στην απελπισία, άκουσε ομιλίες, από την πίσω πλευρά του τοίχου.

- Για πες μου, τι έγινε; Ακούστηκε μια αντρική φωνή.

- Τα καταφέραμε! Ο Βέργος , μόλις έβαλε τον πατέρα στο χειρουργείο για την μεταμόσχευση.

- Δόξα τον Θεό, είπε ανακουφισμένα μια δεύτερη αντρική φωνή.

- Μην ανακατεύεις το όνομα του Θεού, στις δουλειές του διαβόλου. Το ξέρεις πολύ καλά, πως αν δεν είχαμε λεφτά, θα τον άφηναν να πεθάνει. Κανείς γιατρός δεν κάνει μεταμόσχευση σε ασθενή πάνω από πενήντα- πενήντα πέντε χρονών.

- Ευτυχώς για μας, μόνο αυτός.

- Ναι, αυτός….. Αλήθεια τα έφερες τα λεφτά;

- Εδώ τα έχω.

- Ωραία. Πάρε το νούμερο του λογαριασμού και πήγαινε να τα καταθέσεις. Θα σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής.

- Έγινε. Τα λέμε…..

- Βασίλη; Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;είπε ο Γρηγόρης, διακόπτοντας τις αναμνήσεις του συναδέλφου του.

- Αυτό που κάνω πάντα. Την δουλειά μου, του απάντησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, είχαν σκληρύνει.- Πάμε.

- Τώρα;

- Τώρα.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ο άγνωστος άντρας , στην θέα του Βασίλη, ταράχτηκε. Δεν πίστευε πως θα ξαναέβλεπε τόσο σύντομα, τον άνθρωπο που κάποτε τον συνέλαβε, κοστίζοντάς του την έλλειψη ελευθερίας του για τέσσερα χρόνια. Και να τώρα που κινδύνευε ξανά να βρεθεί στην φυλακή , αφού η παρουσία του έξω από το σπίτι του Βέργου, σε καμία περίπτωση δεν είχε αθώα κίνητρα, το αντίθετο μάλιστα. Μα γιατί δεν τον προειδοποίησε εκείνος, πως η πρώην του τα έφτιαξε με έναν αστυνόμο, αφού το ήξερε. ‘Η μήπως όχι; Έβαλε από την τσέπη του το κινητό του τηλέφωνο και σχημάτισε ένα νούμερο.

- ……

- Όχι, η δικιά σου είναι στο σπίτι. Άκου, πριν κάνω οτιδήποτε, πρέπει να σου πω κάτι. Σε περιμένω σε μισή ώρα, στο γνωστό μέρος.

- ……..

- Δεν μπορώ να σου πω από το τηλέφωνο. Πρέπει να σε δω.

- …….

Έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του.

*******************************************************************

Το αυτοκίνητο της Αλίκης, σταμάτησε έξω από το πατρικό σπίτι της Ηλέκτρας. Λίγη ώρα πριν, η φίλη της, της είχε στείλει μήνυμα και την ενημέρωνε πως αν ήθελε να την επισκεφτεί, θα την έβρισκε στο πατρικό της. Και όπως ήταν φυσικό, η Αλίκη έσπευσε να την συναντήσει, φοβούμενη την έντονη συναισθηματική φόρτιση της φίλης της, όταν θα βρισκόταν μόνη σε εκείνο το σπίτι ύστερα από τον χαμό των γονιών της.

- Έπρεπε να μου τηλεφωνήσεις και να έρθουμε μαζί εδώ, είπε στην Ηλέκτρα όταν της άνοιξε την πόρτα και την αγκάλισε.

- Με συγχωρείς Αλίκη μου, μα δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε χθες το βράδυ από την στιγμή που φύγατε.

Το βλέμμα της Αλίκης, έπεσε πάνω στο σάκο της Ηλέκτρας, που βρισκόταν ακόμη δίπλα από την πόρτα.

- Τι δουλειά έχει ο σάκος σου εδώ; Τι συνέβη, Ηλέκτρα; Την ρώτησε.

- Έλα να καθίσουμε και θα στα πω όλα, της απάντησε.

Πήγαν στο σαλόνι και κάθισαν στο καναπέ.

- Λοιπόν , για πες μου, γιατί έφυγες από το σπίτι σου; Το ξέρει ο Αντρέας;

- Είμαι σίγουρη πως ήδη το έχει ανακαλύψει. Και ελπίζω να του έχει απομείνει κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας, ώστε μέχρι το βράδυ να έχει φύγει και αυτός από εκεί.

- Για κάτσε μια στιγμή… Για να μιλάς έτσι εσύ, κάτι σοβαρό συνέβη, κάτι σου έκανε.

- Δεν φανταζόμουν ότι ήταν ικανός να κάνει κάτι τέτοιο , τουλάχιστον όχι την χειρότερη μέρα της ζωής μου.

- Δεν γίνεσαι πιο συγκεκριμένη, μπας και καταλάβω τι έγινε;

- Λίγο αργότερα, αφότου φύγατε χθες το βράδυ, τον πήρε τηλέφωνο η Ελένη, η βοηθός του. Του είπε πως δεν πήραν αναβολή για μια δίκη και εκείνος της είπε να βρεθούν στο γραφείο για να ετοιμάσουν την αγόρευσή του, αφού η δίκη θα γινόταν τελικά σήμερα το πρωί.

- Εντάξει βρε Ηλέκτρα μου, καταλαβαίνω ότι πληγώθηκες που σε άφησε μόνη μια τέτοια μέρα ,αλλά είμαι σίγουρη πως αν είχε την δυνατότητα να τακτοποιήσει αλλιώς την υπόθεση, θα το είχε κάνει.

- Το κακό είναι πως δεν πήγε στο γραφείο μόνο για να τακτοποιήσει την υπόθεση. <<Τακτοποίησε>> και την Ελένη.

- Δεν μιλάς σοβαρά…. Είπε σοκαρισμένη η φίλη της.

- Αλίκη, τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια.

Το πρόσωπο της Αλίκης, άρχισε να συσπάται από την οργή.

- Το τέρας…. Το κάθαρμα….. Πως τόλμησε…. , άρχισε να λέει εκτός εαυτού.

Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ που καθόταν και έκανε να φύγει, μα η Ηλέκτρα την σταμάτησε.

- Αλίκη, που πας;

- Αν νομίζεις πως θα τον αφήσω έτσι για αυτό που σου έκανε, είσαι πολύ γελασμένη. Θα πάω να τον βρω και θα του σπάσω το κεφάλι!

- Σε παρακαλώ, ηρέμησε και κάτσε κάτω. Δεν θέλω να κάνεις απολύτως τίποτα.

- Να ηρεμήσω; Όχι, δεν μπορώ να ηρεμήσω…. Και απορώ με σένα….. Πως μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμη…..

- Ίσως επειδή αυτός ο χωρισμός με βόλευε, της είπε.

Μεμιάς, η οργή της Αλίκης εξανεμίστηκε και την θέση της, πήρε η κατάπληξη. Μα πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, η Ηλέκτρα συνέχισε να μιλά.

- Εδώ και μερικές μέρες, γνώρισα κάποιον.

****************************************************************

Οι αστυνόμοι Ιωάννου και Πετρόπουλος, συζητούν με τον διευθυντή της τράπεζας.

- Μπορώ να δω το ένταλμα , παρακαλώ;

Ο Βασίλης του το δίνει και εκείνος το διαβάζει. Του το ξαναδίνει και με ένα <<περιμένετε παρακαλώ>>, απομακρύνεται. Ύστερα από λίγο ξαναέρχεται κρατώντας ένα φάκελο.

- Ορίστε κύριοι, εδώ σας έχω όλες τις κινήσεις των λογαριασμών που ζητήσατε. Αν χρειαστείτε κάτι άλλο , ενημερώστε με.

- Σας ευχαριστούμε πολύ. Καλημέρα σας.

Βγήκαν από την τράπεζα πήγαν στο αυτοκίνητο και μπήκαν μέσα. Ο Βασίλης άνοιξε τον φάκελο στον οποίο υπήρχαν αρκετά τυπωμένα φύλλα. Έδωσε μερικά στον Γρηγόρη και άρχισαν να ψάχνουν για καταθέσεις μεγάλων χρηματικών ποσών. Όσο και αν έψαξαν όμως, δεν βρήκαν τίποτα.

- Δεν μπορεί… κάπου εδώ θα είναι…. Είπε αναστατωμένος ο Βασίλης.

- Και όμως, δεν υπάρχει τίποτε .Άδικα έπαιξε την καριέρα του κορώνα γράμματα ο εισαγγελέας Στεργίου και σου υπέγραψε ένα, στην ουσία , πλαστό ένταλμα.

- Μα το άκουσα ολοκάθαρα. Θα κατέθεταν τα χρήματα σε κάποιο λογαριασμό.

- Προφανώς η κατάθεση έγινε είτε σε κάποια τράπεζα του εξωτερικού, είτε στο λογαριασμό κάποιου τρίτου. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Για να πάρουμε ένα τέτοιο ένταλμα, πρέπει να γίνει επίσημη καταγγελία με μάρτυρες, να γίνουν ανακρίσεις….

- Σταμάτα, δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο, είπε με μια φωνή απελπισίας.

Ο Γρηγόρης, έπιασε τον ώμο του φίλου του και τον έσφιξε.

- Λυπάμαι, φίλε μου.

******************************************************************

Σε εκείνο τον ερημικό δρόμο, σταμάτησε το μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο. Μόλις πλησίασε το τζάμι του οδηγού εκείνος ο ψηλός, γεροδεμένος άντρας, με αρκετά τατουάζ να διακρίνονται στα μπράτσα του που δεν τα κάλυπταν το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσε, κατέβασε το φιμέ τζάμι.

- Έπρεπε να με είχες προειδοποιήσει για τον μπάτσο, είπε στον οδηγό του αυτοκινήτου.

- Τον μπάτσο; Δεν σε καταλαβαίνω….

- Για τον αστυνόμο Ιωάννου λέω. Έπρεπε να μου πεις πως τα έχει ψήσει με την πρώην σου.

Ο οδηγός, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και κατέβηκε από αυτό. Ήταν ο Αντρέας Βρεττός.

- Ο αστυνόμος Ιωάννου…… η Ηλέκτρα…… τι στον διάολο προσπαθείς να μου πεις; Τον ρώτησε οργισμένος.

- Τι, δεν έχετε χωρίσει με την κοπελιά; Μην το παίρνεις και τόσο κατάκαρδα Βρεττέ, μερικά αποχαιρετιστήρια φιλιά αντάλλαξαν , καθώς εκείνος έφευγε. Τώρα, τι κάνανε πιο πριν στο σπίτι…… Αχ, αυτή είναι η μοίρα του κερατά, να το μαθαίνει πάντα τελευταίος, του είπε χαμογελώντας ειρωνικά.

Ο Αντρέας, παρόλο το σοκ που του προκάλεσε αυτή η αποκάλυψη, κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του συνομιλητή του.

- Άκουσέ με καλά , αλήτη. Μην τολμήσεις να μου ξαναμιλήσεις με αυτό το ύφος, γιατί δεν το έχω σε τίποτε να σε σκοτώσω.

- Βρεττέ, με κόβεις από εκείνους που μασάνε από απειλές, από κάτι τύπους σαν και εσένα; Και στην τελική, τι φταίω εγώ αν η δικιά σου άλλαξε γούστα; Μάλλον τον εαυτό σου θα πρέπει να κατηγορήσεις για αυτό, του ξανάπε με το ίδιο ύφος.

- Βούλωστο, του φώναξε ο Αντρέας πλημμυρισμένος από οργή και όρμησε καταπάνω του.

Εκείνος, πολύ εύκολα, με μια λαβή, του έπιασε το χέρι και του το ακινητοποίησε πίσω από την πλάτη.

- Κοντά τα χέρια σου δικηγόρε, μην στα κόψω. Το νταή στους ομοίους σου, όχι σε μένα, κατάλαβες;

Ο Αντρέας , με μια κίνηση του κεφαλιού του, έγνεψε καταφατικά και σταμάτησε να παλεύει για να ελευθερωθεί. Τότε ο άλλος τον άφησε.

- Κοίτα να απομακρύνεις την δικιά σου από το σπίτι , για να μπορέσω να κάνω την δουλειά που μου ανέθεσες και να τελειώσει η <<συνεργασία>> μας, του είπε καθώς απομακρυνόταν.

- Θα μου το πληρώσεις το σημερινό , αλήτη, μουρμούρισε ο Αντρέας, καθώς η φιγούρα του άλλου χανόταν από τα μάτια του σιγά-σιγά. - Πολύ ακριβά……
 
Παρόλο που ο << συνεργάτης >> του Αντρέα είχε αρκετή ώρα που έφυγε, εκείνος καθόταν μέσα στο αυτοκίνητό του και σκεφτόταν, χωρίς να έχει φύγει από το σημείο συνάντησής τους.

Κάποια στιγμή, έβαλε τα χέρια του στο τιμόνι και ακούμπησε πάνω τους το κεφάλι του, το οποίο το ένιωθε ότι θα σπάσει από την έντονη προσπάθεια του να σκεφτεί την επόμενη κίνησή του.

- Τι να κάνω… τι να κάνω…. Τι να κάνω, ψιθύριζε στον εαυτό του, ώσπου μια τρελή ιδέα του πέρασε από το μυαλό. Δεν είναι σίγουρος πως θα πετύχει, πρόκειται για κίνηση απελπισίας, μα δεν έχει και πολλές επιλογές. Πρέπει με κάθε τρόπο να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της Ηλέκτρας και να απομακρύνει τον Ιωάννου. Αλλιώς όλα κινδυνεύουν να χαθούν. Ακόμη και η ζωή του. Βάζει μπρος το αυτοκίνητό του και κατευθύνεται στο πατρικό της Ηλέκτρας.


**************************************************************************

 

 

 


Ο γιατρός , κοιτάζει το διάγραμμα του Σταματίου. Από χθες η κατάσταση της υγείας του άρχισε να βελτιώνεται, όχι όμως όσο περίμενε, γεγονός που τον προβληματίζει. Αφήνει το διάγραμμα στο κάτω μέρος του κρεβατιού και κρατώντας έναν μικρό φακό, σκύβει πάνω από τον ασθενή. Του σηκώνει τα βλέφαρα και ανάβει τον φακό. Οι κόρες του αντιδρούν, σημάδι πως δεν έχει πέσει σε κώμα. Βγάζει από την τσέπη του ένα μπλοκάκι και σημειώνει την νέα φαρμακευτική αγωγή που αποφάσισε πως πρέπει να του χορηγήσει. Μόλις τελειώνει, βγαίνει από τον θάλαμο και κατευθύνεται προς το γραφείο της προϊσταμένης.


*****************************************************************


Νοιώθει πως το κεφάλι του θα σπάσει. Και αυτός ο ρυθμικός ήχος που φτάνει στα αυτιά του, τον τρελαίνει. Λες και χιλιάδες ρολόγια χτυπάνε δίπλα του. Πέθανε και είναι στην κόλαση και αυτή είναι η τιμωρία του. Ανοίγει με κόπο τα μάτια του. Το βλέμμα του , σαρώνει τον χώρο. Όχι, δεν βρίσκεται στην κόλαση. Και αυτός ο ήχος που ακούγεται, είναι οι χτύποι της καρδιάς του στον καρδιογράφο. Όχι, δεν πρέπει να ζήσει. Την ζωή του την χρωστάει. Η ζωή του για την ζωή του Σωτήρη του. Απλώνει το τρεμάμενο χέρι του και βγάζει την μάσκα οξυγόνου από το πρόσωπό του.

 


…… 75….70…..

 


- Σας ικετεύω κύριε Βρεττέ, αναλάβετε την υπόθεση του Σωτήρη μου. Μόνο εσείς μπορείτε να τον βοηθήσετε να μην σαπίσει στην φυλακή. Το παιδί μου είναι αθώο. Εδώ και δυο μήνες που αποτοξινώθηκε, δεν δέχτηκε να ξαναμπλέξει και για να τον εκδικηθούν, τον παγίδεψαν. Ο Σωτήρης μου , ήταν χρήστης μα έμπορος δεν υπήρξε ποτέ, τ’ ορκίζομαι.

 


……..69…….65…….

 


- Τα είπαμε και στο τηλέφωνο. Δεν μπορώ να ασχοληθώ με την υπόθεση του γιού σου. Και τώρα πήγαινε γιατί έχω πολύ δουλειά, του είπε απότομα ο Αντρέας.


……..63……..58………O συναγερμός του καρδιογράφου, αρχίζει να χτυπά.

 


- Σας παρακαλώ, λυπηθείτε με. Μονάχα αυτό το παιδί έχω . Βοηθήστε τον και από μένα ότι θέλετε. Θα σας πληρώσω όσα και αν μου ζητήσετε. Θα πουλήσω ότι έχω και δεν έχω και δεν φτάνουν , θα δανειστώ , ακόμη και να κλέψω είμαι ικανός, αρκεί να μην καταστραφεί η ζωή του παιδιού μου, έλεγε απελπισμένος, μέσα στα δάκρυά του.


…………56……….50…… Γιατρός και νοσοκόμες, τρέχουν στον θάλαμο έχοντας μαζί τους τον απινιδωτή.

 


<<…. Και από μένα ότι θέλετε….. >> Πολλές φορές ο Αντρέας είχε χρησιμοποιήσει άτομα που είχε υπερασπιστεί στο παρελθόν, για τις διάφορες βρωμοδουλειές του. Και εκείνοι τον βοηθούσαν, όχι μόνο επειδή ένιωθαν πως του χρωστούσαν την ελευθερία τους αλλά και γιατί δεν τους έπαιρνε χρήματα για τις υπηρεσίες του στο δικαστήριο. Το αντίθετο μάλιστα, τους έδινε και ένα <<χαρτζιλίκι>>.


Όμως αυτός ο άνθρωπος που έτρεμε σαν το φύλλο, σε τι θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμος; Ή μήπως θα μπορούσε; Οδηγός νταλίκας δεν είναι; Σηκώθηκε από το γραφείο του, τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια του στους ώμους του.


- Ότι και αν ζητήσω;

 


……. 48……… 43…….. – Μια ένεση λιδοκαίνης, γρήγορα.., φώναξε ο γιατρός σε μια νοσοκόμα.

 


- Και την ζωή μου ακόμη, του απάντησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια για να του αποδείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα.


……….40………32…….. - Κι άλλη λιδοκαίνη, ακούστηκε ξανά η φωνή του γιατρού.

 


- Τότε λοιπόν, σου έχω την κατάλληλη πρόταση. Την ζωή σου, για την ζωή του παιδιού σου.


………25…….15…….0…… Στο μόνιτορ, εμφανίζεται μια πράσινη ευθεία γραμμή.


- Ασυστολία….. Φορτίστε στα 130…. Απομακρυνθείτε, ακούγονται οι εντολές του γιατρού.


Τίποτα .Η ευθεία γραμμή, παραμένει.


- Φόρτιση στα 150…. Απομακρυνθείτε, ξαναλέει.


Ξανά τίποτα. Ύστερα από μερικές ακόμη προσπάθειες να τον επαναφέρουν…..


- Ώρα θανάτου, 12.17’.


 
Ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή…..

- Δεν θα πεις τίποτα;

- Πρώτη φορά τα έχω τόσο πολύ χαμένα.

- Γιατί; Δεν χαίρεσαι για μένα;

- Δεν θα χαιρόμουν ποτέ με την δυστυχία σου.

- Αλίκη, δεν ….

- Υποσχέσου μου ότι δεν θα τον ξαναδείς, σε παρακαλώ….

- Μα γιατί; Δεν καταλαβαίνω…

- Γιατί θέλω να σε προστατέψω, γι’ αυτό.

- Πιστεύεις ότι κινδυνεύω από τον Βασίλη;

- Πιστεύω ότι κινδυνεύεις από τον εαυτό σου.

Ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας, δεν τις άφησε να πουν περισσότερα.

***********************************************************************

- Ναι;

- ……………..

- Εγώ είμαι.

- …………….

- Συνήλθε;

- ……………….

- Κατάλαβα…. Σας ευχαριστώ πολύ γιατρέ. Γεια σας.

- Από το ΚΑΤ ήταν; Ρώτησε ο Βασίλης.

- Ναι. Ο Σταματίου, δεν τα κατάφερε.

- Λες να το έμαθε και εκείνη;

- Δεν ξέρω, ίσως…..

- Πρέπει να πάω από εκεί. Αν το έμαθε, θα είναι χάλια. Με χρειάζεται, είπε ο Βασίλης και έκανε να βγει από το αυτοκίνητο, μα τα λόγια του Γρηγόρη , τον σταμάτησαν.

- Πως μπορείς; Τον ρώτησε απορημένος.

- Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω…..

- Πριν από ένα λεπτό, είχες απελπιστεί που δεν μπόρεσες να βρεις στοιχεία εναντίον του πατέρα της και τώρα τρέχεις κοντά της να την παρηγορήσεις;

- Την αγαπάω ρε φίλε. Την αγαπάω, του είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί και μπήκε μέσα.

- Που πάμε κύριε;

- Κηφισιά.

*************************************************************

- Έχεις πολύ μεγάλο θράσος να έρχεσαι εδώ ύστερα από τα χθεσινοβραδινά σου κατορθώματα. Μεταβολή και δρόμο, είπε η Αλίκη οργισμένη.

- Αλίκη σε παρακαλώ, πρέπει να της μιλήσω, πρέπει να με ακούσει.

- Νομίζω ότι ήμουν αρκετά σαφής. Είπα, μεταβολή και δρόμο.

- Δεν νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι άλλο, ακούστηκε η φωνή την Ηλέκτρας καθώς τους πλησίαζε.

- Ηλέκτρα, σε παρακαλώ, είναι πολύ σημαντικό το να με ακούσεις. Δεν θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω τα όσα είδες, μα υπάρχουν κάποια πράγματα που οπωσδήποτε πρέπει να μάθεις. Και αφορούν τον αστυνόμο Βασίλη Ιωάννου.

- Πες μας ότι ήρθες μέχρι εδώ για να της κάνεις σκηνή ζηλοτυπίας, τον ειρωνεύτηκε η Αλίκη.

- Όχι, δεν ήρθα εδώ σαν θιγμένος αρραβωνιαστικός, αλλά σαν δικηγόρος. Αυτός ο άνθρωπος παίζει ένα πολύ βρώμικο παιχνίδι εις βάρος της. Την χρησιμοποιεί Αλίκη.

- Και συ, που ξέρεις για τον Βασίλη; Με παρακολουθείς; Με ποιο δικαίωμα; Ρώτησε έκπληκτη μα και οργισμένη η Ηλέκτρα.

- Με το δικαίωμα του άντρα που σε αγαπάει. Αυτός ο άνθρωπος έχει βάλει στόχο ζωής να σε καταστρέψει Ηλέκτρα. Όπως θέλησε πριν μερικούς μήνες να καταστρέψει την φήμη του πατέρα σου.

Για μερικά δευτερόλεπτα , έπεσε σιωπή ανάμεσά τους. Η Αλίκη και η Ηλέκτρα , αλληλοκοιτάχτηκαν.

- Τι σχέση έχει ο πατέρας της Ηλέκτρας με το Ιωάννου; Τι στο διάολο προσπαθείς να μας πεις; Είπε η Αλίκη.

Ο Αντρέας όμως, δεν πρόλαβε να μιλήσει. Μια αντρική φωνή τον διέκοψε, πριν καν αρχίσει να μιλά.

- Προτιμώ να σας πω εγώ, ακούστηκε η φωνή του Βασίλη καθώς πλησίαζε.

************************************************************

Σε μια καφετέρια…..

- Σήφη; Εσύ είσαι μωρέ;

- Γιάννη;

- Χρόνια και ζαμάνια βρε φίλε…. Χρόνια και ζαμάνια….. είπε ο Γιάννης καθώς του έδινε τα χέρι του για χειραψία.

- Ναι, έχει περάσει αρκετός καιρός, μουρμούρισε εκείνος.

- Τόσος, που πλέον μας κατάντησες Αθηναίος, του είπε κοιτώντας τα τατουάζ που είχε ο Σήφης στα χέρια του, μα μετάνιωσε για αυτή του την κουβέντα.

- Με συγχωρείς…. Δεν ήθελα….

- Δεν πειράζει, του απάντησε εκείνος. - Άλλωστε, την Κρήτη την αποχαιρέτησα πριν από αρκετά χρόνια. Έλα να σε κεράσω έναν καφέ και να τα πούμε. Εκτός και αν περιμένεις παρέα.

- Όχι μόνος μου είμαι, του είπε και κάθισε στο τραπέζι του. - Αχ, μωρέ Σήφη… Πως τα κατάφερες έτσι στην ζωή σου….. Εσύ; Εσύ στην φυλακή;

- Μην τα σκαλίζεις μωρέ Γιάννη. Έκανα τις επιλογές μου και τώρα τις πληρώνω. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, έτσι δεν λένε;

- Ετσά που τα κατάφερες…… Ας είναι…

- Πως και στην Αθήνα; Ήρθες για δουλειές; Τον ρώτησε προσπαθώντας να αλλάξει κουβέντα.

- Και ναι και όχι. Είχα σκοπό να έρθω τον άλλο μήνα να δω κάποιους πελάτες, αλλά έμαθα για το ατύχημα του Λευτεράκη και ήρθα να δω πως πάει . Αλήθεια, πως είναι ο μικρός ; Τον είδες;

- Δεν καταλαβαίνω….

Ο Γιάννης, δαγκώθηκε. Αυτή του η κακιά συνήθεια να μην μπορεί πρώτα να σκεφτεί και μετά να μιλήσει……

- Συγνώμη, μα πίστευα ότι με τον καιρό, η σχέση σου με τον αδελφό σου…..

Ο Σήφης, κατάλαβε. Ακούμπησε αργά στην πλάτη της καρέκλας που καθόταν.

- Είναι καλά ο μικρός; Ρώτησε ανέκφραστα.

- Ο Μανώλης μου είπε στο τηλέφωνο πως η κατάστασή του είναι σταθερή. Η παλιά μας φιλία όμως με έκανε να έρθω στην Αθήνα να του σταθώ.

- Ναι, σας θυμάμαι από το σχολείο. Ήσασταν αχώριστοι. Όταν χώρισαν οι γονείς σου και πήγες στο Ηράκλειο, ο Μανώλης δεν μιλιόταν για αρκετό καιρό, του είπε με ένα πικρό χαμόγελο.

- Εγώ να δεις…..

- Ποτέ μου δεν κατάφερα να μερέψω την ψυχή του αδελφού μου. Μόνο προβλήματα του δημιουργούσα.

- Σήφη, δεν είναι αλήθεια…..

- Άστο μωρέ Γιάννη…. Είπε και σηκώθηκε. – Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω. Θυμήθηκα ότι έχω κάποια δουλειά. Χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα ύστερα από τόσο καιρό.

- Μια στιγμή, του είπε εκείνος.

Έβγαλε από την τσέπη του μια κάρτα και του την έβαλε στο χέρι.

- Γράφει επάνω το νούμερο από το κινητό μου. Πάρε με κατά το βραδάκι, για σου πω πως πάνε τα πράγματα.

- Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιάννη. Να ξέρεις, στο χρωστάω.

- Θα το θυμάμαι Σήφη. Θα το θυμάμαι.
 
- Βασίλη, πες μου τι συμβαίνει…. Σε ικετεύω…. Δεν αντέχω άλλο…., είπε η Ηλέκτρα πλησιάζοντάς τον και γαντζώθηκε από το πουκάμισό του.

- Ησύχασε κορίτσι μου. Θα τα μάθεις όλα. Τέλος πια τα μυστικά, της είπε χαϊδεύοντας την τρυφερά στα μαλλιά.

- Τολμάς και την αγγίζεις; Είπε έντονα ο Αντρέας και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του Βασίλη. Η Αλίκη , τον έπιασε από το μπράτσο.

- Καλύτερα να πάμε όλοι μέσα. Δεν είναι ανάγκη να γίνουμε θέαμα στους γείτονες, τους είπε.

Προχώρησαν και οι τέσσερις στο εσωτερικό του σπιτιού και κάθισαν στο σαλόνι. Ο Βασίλης , έκατσε δίπλα στην Ηλέκτρα και κοιτώντας την στα μάτια , της έπιασε τα χέρια, φέρνοντάς τα στο στήθος του.

- Δεν ξέρω τι ακριβώς σου είπε και ούτε με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει μόνο να ξέρεις ότι αυτό που αισθάνομαι για σένα είναι πολύ δυνατό. Το πιστεύεις;

- Βασίλη….

- Πες μου, το πιστεύεις;

- Το πιστεύω, αλλά….

- Για την ώρα , αυτό μου αρκεί, της είπε και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Όταν τα ξανάνοιξε, συνέχισε.

- Τον άκουσα να λέει πως θέλησα να καταστρέψω την φήμη του πατέρα σου. Αυτό είναι αλήθεια. Ακόμη και πριν μισή ώρα, αυτό προσπαθούσα να κάνω. Όχι όμως για να σου κάνω κακό. Ήθελα απλά να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη για κάτι που συνέβη έξι μήνες πριν και με διέλυσε.

- Δεν καταλαβαίνω…..

- Είχα μια αδελφή, δεκαέξι χρονών. Έπασχε από την καρδιά της, Δεν ζει όμως πια και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν της έκαναν την μεταμόσχευση που θα της επέτρεπε να ζήσει. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ο πατέρας σου, έδωσε σε κάποιον άλλο το μόσχευμα.

- Μα αν δεν υπήρχε συμβατότητα….

- Μέχρι την τελευταία σχεδόν στιγμή, με διαβεβαίωνε πως οι τελευταίες εξετάσεις, ήταν απλώς τυπικές. Αλλά και πάλι, θα μπορούσα να δεχτώ ότι δεν υπάρχει συμβατότητα, αν δεν άκουγα εντελώς τυχαία τους συγγενείς ενός άλλου ασθενή, να λένε πως <<αγόρασαν>> το μόσχευμα για εκείνον.

- Ο πατέρας μου;;; Όχι…. Αδύνατον…… ψέλλισε εκείνη και προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια της από τα δικά του.

- Ηλέκτρα , σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις……

- Δυστυχώς για σένα, σε κατάλαβε, είπε ο Αντρέας και την τράβηξε προς το μέρος του. – Κατάλαβες τώρα γιατί σε πλησίασε; Κατάλαβες ποιος έσπρωξε την Ελένη στην αγκαλιά μου και μετά σε ειδοποίησε να έρθεις στο γραφείο; Όλα ήταν μέρος ενός πολύ καλά στημένου σχεδίου, είπε στην Ηλέκτρα και προσπάθησε να την αγκαλιάσει, μα εκείνη τραβήχτηκε.

- Εμένα με συγχωρείτε. Πρέπει να πάω κάπου, είπε η Αλίκη σχεδόν άπνοα και έτρεξε προς την πόρτα. Την άνοιξε, βγήκε έξω, μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε σαν κυνηγημένη.

- Δεν είναι αλήθεια! Δεν την πλησίασα γιʼ αυτό. Και για ποιο σχέδιο μιλάς, με ποια Ελένη; Προσπαθείς να ρίξεις επάνω μου τις γυναικοδουλειές σου;

- ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!! Ακούστηκε η φωνή της Ηλέκτρας.

Οι δυο άντρες, γύρισαν και την κοίταξαν.

- Αντρέα, εμείς θα τα πούμε αργότερα. Τώρα θα ήθελα να φύγεις, είπε ήρεμα αυτή τη φορά.

- Αποκλείεται να σε αφήσω μόνη με αυτόν, της απάντησε.

- Μην κάνεις τα πράγματα δυσκολότερα από ότι είναι. Φύγε και θα σου τηλεφωνήσω αργότερα.

- Άκουσες τι σου είπε; Του είπε ο Βασίλης.

- Φεύγω μόνο και μόνο επειδή μου το ζητάς εσύ και επειδή καταλαβαίνω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα. Θα περιμένω τηλέφωνό σου, της είπε και έφυγε.

Ο Βασίλης γύρισε προς το μέρος της.

- Για το μόνο που έχω σχέση, είναι αυτό το οποίο σου είπα. Για όλα τα άλλα που είπε….

- Με χρησιμοποίησες….

- Όχι, Ηλέκτρα. Δεν το έκανα. Η συνάντησή μας ήταν εντελώς τυχαία. Εντάξει, όχι και τόσο τυχαία. Ήξερα ότι σε εκείνη την πολυκατοικία έμενε η κόρη του Βέργου, αλλά δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Και όταν το κατάλαβα, ήταν πολύ αργά πια… Ηλέκτρα σʼ αγαπάω, όπως δεν αγάπησα ποτέ καμιά. Πριν από λίγο έμαθα ότι ο Σταματίου είναι νεκρός…

- Αυτός που χτύπησε τους γονείς μου;

- Ναι, αυτός. Και αντί να κάνω οτιδήποτε άλλο, έτρεξα κοντά σου για να το μάθεις από μένα. Να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου και να σου πω πως όλα θα πάνε καλά…. πως εγώ θα είμαι δίπλα σου….. πως σ ʼαγαπώ…..

- Δεν έχει πια νόημα…..

- Έχει, γιατί το ξέρω πως με αγαπάς και εσύ. Ο τρόπος που με κοιτάς, ακόμη και τώρα που έμαθες την αλήθεια…. η ανταπόκρισή σου στα φιλιά μου…. Το πώς τρέμεις στην αγκαλιά μου…

- Σταμάτα σε παρακαλώ…..

- Πες μου πως μʼ αγαπάς και εσύ. Θέλω να το ακούσω…… , της είπε και την πλησίασε.

- Μην με βασανίζεις άλλο…, του είπε ανίκανη να κουνηθεί από το σημείο που στεκόταν.

- Έχω ανάγκη να το ακούσω… της ψιθύρισε φτάνοντας το σώμα του σε απόσταση αναπνοής από το δικό της.

- Γιατί μου το κάνεις αυτό; Του ψιθύρισε και εκείνη, έτοιμη να λιποθυμήσει.

Ο Βασίλης το κατάλαβε και την έπιασε από την μέση.

- Πες το μου, έστω για μια μόνο φορά….. της είπε σιγανά και ίσα που ακούμπησε τα χείλη της.

Άρχισε να τρέμει στην αγκαλιά του. Το ήξερε πως όλες τις οι αντιστάσεις είχαν πλέον καμφθεί. Καθώς ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται δειλά γύρω από τον λαιμό του, η καρδιά του κόντεψε να σπάσει.

- Πες το….

- Σ΄ αγαπώ……

Τα χείλη τους ενώθηκαν με ένταση και πάθος .Ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξορκίσουν αυτό που θα τους καταρράκωνε τα επόμενα λεπτά, όταν εκείνος έφυγε χωρίς να πει τίποτα,παίρνοντας μαζί του την μορφή της και άφηνε σε εκείνο το δωμάτιο τα κομμάτια του. Στο ίδιο δωμάτιο ,κρατώντας ζωντανή στα μάτια της την δική του μορφή, άφησε και εκείνη τα δικά της .
 
Η Αλίκη, οδηγούσε σαν χαμένη. Τα λόγια του Βασίλη ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό της. «…αγόρασαν το μόσχευμα… αγόρασαν το μόσχευμα…». Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Όχι, δεν πρέπει να καταρρεύσω τώρα. Πρέπει να τον αντιμετωπίσω, να μάθω την αλήθεια. Όχι μόνο για μένα, μα και για το παιδί μου», σκέφτηκε προσπαθώντας να πάρει δύναμη.

Λίγο αργότερα, άφηνε το αυτοκίνητό της στο παρκινγκ της κλινικής και κατευθυνόταν στο γραφείο του Παύλου. Έβαλε το χέρι της στο πόμολο της πόρτας και με μια αποφασιστική κίνηση, την άνοιξε.

Ο Παύλος αιφνιδιάστηκε για μια στιγμή, μα μόλις την είδε…

- Αγάπη μου… Τι ευχάριστη έκπληξη….., είπε μα μόλις είδε την έκφρασή της, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. – Αλίκη, τι συμβαίνει; Μήπως έπαθε τίποτα το παιδί; Ρώτησε με αγωνία.

- Το παιδί είναι μια χαρά, μην ανησυχείς. Όμως αν ο ερχομός μου εδώ θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη, θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα πάρω, του είπε με ύφος.

- Δεν καταλαβαίνω….

- Τα ξέρω όλα.

- Ποια όλα δηλαδή;

- Το μπλέξιμο του κυρίου Θεμιστοκλή με την αστυνομία. Αυτό που δεν ξέρω όμως, είναι το κατά πόσο είσαι και εσύ μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία.

Ο Παύλος, ταράχτηκε.

- Πως το έμαθες αυτό; Ποιος σου το είπε;

- Δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία τώρα για μένα, είναι ο δικός σου ρόλος σε αυτή την ιστορία.

- Αλίκη τρελάθηκες; Είναι δυνατόν να πιστεύεις πως εγώ και ο πατέρας της Ηλέκτρας, θα κάναμε κάτι τόσο βρώμικο; Όλα είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Υπάρχουν ιατρικές γνωματεύσεις που αποδεικνύουν πως αυτός ο άνθρωπος κατηγόρησε άδικα τον Θεμιστοκλή. Απόδειξη το ότι δεν βρήκε τίποτα εναντίον του.

- Γιατί να τον κατηγορήσει άδικα; Τι λόγο είχε;

- Πονάει. Έχασε την αδελφή του και πονάει. Αυτό δεν είναι αρκετό;

- Και τότε γιατί αυτή η μυστικοπάθεια. Γιατί δεν μας είπατε τίποτα;

- Για να σας προστατέψουμε Αλίκη, γι’ αυτό. Το ότι εκείνη την περίοδο η Ηλέκτρα, βρισκόταν στην Αμερική σε εκείνο το ιατρικό συνέδριο, ήταν πολύ βολικό. Και σε σένα δεν είπε κανείς μας τίποτε, επειδή ξέραμε ότι με την Ηλέκτρα δεν έχετε μυστικά και δεν θα της έκρυβες ποτέ κάτι τόσο σοβαρό.

Την πλησίασε και έσφιξε με τις παλάμες του τους ώμους της.

- Με έχεις ικανό να κάνω σε κάποιον κακό και ειδικά σε ένα παιδί;

- Δεν …. Δεν …. , τραύλισε. – Παύλο, κατάλαβε με. Όταν το άκουσα….

- Σε καταλαβαίνω. Μην απολογείσαι. Έλα εδώ, της είπε και την έκρυψε στην αγκαλιά του.

Εκείνη έβγαλε έναν ήχο ανακούφισης και τύλιξε τα χέρια της στην μέση του. Ο Παύλος, την χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά. Στο πρόσωπό του υπήρχε μια έκφραση πόνου καθώς σκεφτόταν.

« Συγχώρεσε με σε παρακαλώ, γιατί εγώ δεν πρόκειται να συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου. »

********************************************************************

Όταν γύρισε στο σπίτι , είχε πλέον νυχτώσει. Παραπατώντας από το μεθύσι, κατάφερε να μπει στο δωμάτιό του και έπεσε απότομα πάνω στο κρεβάτι. Ο ύπνος, δεν άργησε να έρθει.

Ο Πέτρος, ακούγοντας την πόρτα του δωματίου του Βασίλη να κλείνει, βγήκε από το δωμάτιό του και χτύπησε την πόρτα του αδελφού του. Περίμενε καρτερικά να ακούσει εκείνο το απότομο «φύγε». Του έφτανε . Τουλάχιστον θα ήξερε ότι είναι

καλά. Όσο καλά θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος που τον έκαιγαν οι φλόγες της προσωπικής του κόλασης.

Εδώ και μερικές μέρες , είχε αποφασίσει να μην τον κοντράρει άλλο. Εξάλλου δεν κατάφερνε και τίποτα. Προτίμησε λοιπόν να του δώσει λίγο χρόνο, μέχρι να ηρεμήσει , ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα του ανοιχτεί, όπως έκανε και με τον Γρηγόρη. Δεν του είπε βέβαια τι του είχε εκμυστηρευτεί, μα για τον Βασίλη , το να μιλήσει σε κάποιον για θέματα που τον απασχολούσαν, ήταν ένα τεράστιο βήμα.

Το «φύγε» δεν ακούστηκε, πράγμα που τον παραξένεψε. Ο Βασίλης, ποτέ του δεν τον είχε αγνοήσει. Ήξερε ότι ο μικρότερος αδελφός του, ανησυχούσε γι’ αυτόν. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβαλε το χέρι του στο πόμολο και άνοιξε την πόρτα.

Με το που πλησίασε το κρεβάτι, τον χτύπησε στα ρουθούνια η μυρωδιά του αλκοόλ. Το πρόσωπό του , συσπάστηκε. Ο Γρηγόρης του χρωστούσε κάποιες εξηγήσεις. Του είχε υποσχεθεί πως θα τον πρόσεχε και αντί αυτού, έβλεπε τον αδελφό του σε αυτά τα χάλια.

Με μια αποφασιστική κίνηση, βγήκε από το δωμάτιο και από το σπίτι. Μισή ώρα αργότερα, ήταν στο σπίτι του Γρηγόρη.

- Μου είχες υποσχεθεί πως θα τον πρόσεχες, του φώναξε.


- Τι έγινε; Τον ρώτησε ανήσυχος.


- Γύρισε στο σπίτι τύφλα στο μεθύσι, αυτό έγινε. Θα μου πεις επιτέλους τι στο διάολο συμβαίνει; Θα μου πεις τι ξέρεις; Ξέσπασε.


- Τι ξέρω…… Την τύφλα μου ξέρω. Κάνει του κεφαλιού του και όταν μου μιλάει, είναι πλέον πολύ αργά. Πώς να τον βοηθήσω , όταν ο ίδιος αρνείται να βοηθήσει τον εαυτό του; Πώς στην οργή περιμένεις να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα; Ξέσπασε και ο Γρηγόρης με την σειρά του.


Ο Πέτρος , ταράχτηκε. Πρώτη φορά έβλεπε τον Γρηγόρη να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Ήταν πάντα τόσο ήρεμος, που για να μιλήσει έτσι, τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.


- Σε παρακαλώ, μίλα μου. Τι του συμβαίνει; Τι τον βασανίζει τόσο ; Ανησυχώ, δεν το καταλαβαίνεις; Από τότε που πέθανε η Σοφία, δεν είναι καλά, μα εδώ και μερικές μέρες, τον βασανίζει κάτι που κοντεύει να τον τρελάνει, το νιώθω. Όταν είναι σπίτι τριγυρνάει σαν το φάντασμα, χωρίς να δέχεται κουβέντα. Και αυτό του το βλέμμα με τρομάζει. Στην αρχή σκέφτηκα πως θέλει να εκδικηθεί την κόρη του Βέργου, μα ξέρω πως ο Βασίλης δεν θα έκανε ποτέ κακό σε κανένα και ειδικά σε μια γυναίκα.


Στα τελευταία του λόγια έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος. Πως μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο για τον αδελφό του.


Ο Γρηγόρης το κατάλαβε, αφού και αυτός είχε κατηγορήσει τον Βασίλη για τον ίδιο λόγο.


- Κάναμε και οι δυο λάθος. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, είπε ξεχνώντας για μια στιγμή ότι δεν ήταν μόνος.


- Χειρότερα; Τι εννοείς;


- Άστο ρε Πέτρο καλύτερα…..


- Μην μου το κάνεις αυτό, σε ικετεύω…..


- Αν μάθει ότι σου μίλησα, δεν θα με ξαναεμπιστευτεί.


- Δεν πρόκειται να μάθει τίποτα, στο ορκίζομαι.


Τον κοίταξε για λίγο σκεφτικός.


- Πολύ καλά, αλλά θα μου υποσχεθείς πως δεν θα βιαστείς να τον κρίνεις και μάλιστα αυστηρά.


- Το υπόσχομαι.


Ο Γρηγόρης, πήρε μια βαθιά ανάσα.


- Ξέρεις, έρχεται μια στιγμή στην ζωή μας, που εμφανίζονται κάποιοι άνθρωποι και μας ξυπνούν συναισθήματα τα οποία είναι τόσο δυνατά, που η λογική χάνει την δύναμή της. Αυτό έπαθε και ο Βασίλης. Μόνο που για κακή του τύχη, η λογική κάποιες στιγμές ξυπνάει, θυμίζοντάς του την παρουσία της και κάπου εκεί τα πράγματα περιπλέκονται. Σαν να βρίσκεσαι ανάμεσα στην Σκύλα και την Χάρυβδη και καλείσαι να αποφασίσεις ποιο από τα δυο τέρατα θα αφήσεις να σε κατασπαράξει.


- Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθείς να μου πεις.


- Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι πως ο αδελφός σου είναι ερωτευμένος με την Ηλέκτρα Βέργου.


Μεσολάβησαν μερικά λεπτά σιωπής, μέχρι που ο Πέτρος να ξαναβρεί την φωνή του.


- Αδύνατον…, ψιθύρισε. – Και αυτή;


- Και αυτή το ίδιο.


Πάλι σιωπή.


Και τι δεν θα έδινε ο Γρηγόρης για να διαβάσει τις σκέψεις του Πέτρου. Τον έβλεπε να κάθεται απέναντί του ανέκφραστος , ανίκανος να του πει το οτιδήποτε, από φόβο μήπως τα λόγια του έκαναν περισσότερο κακό, παρά καλό. Μόνο όταν τον είδε να σηκώνεται για να φύγει, του έκανε μια ερώτηση.


- Τώρα που τα ξέρεις όλα, τι σκέφτεσαι να κάνεις;


- Σου υποσχέθηκα πως δεν θα μάθει ότι ξέρω και θα κρατήσω τον λόγο μου. Το μόνο που θα κάνω είναι να σου ζητήσω μια ακόμη χάρη. Προσπάθησε να τον πείσεις να αποδεχτεί αυτό που του συμβαίνει και να σταματήσει να έχει τύψεις. Εξάλλου η Ηλέκτρα δεν έχει καμία ευθύνη για τις πράξεις του πατέρα της.


- Τι; Ρώτησε ο Γρηγόρης σαστισμένος από τα λόγια του Πέτρου.


Εκείνος, κατάλαβε την απορία του, τον πλησίασε και τον κοίταξε.


- Την Σοφία την λάτρευα. Αγαπάω όμως και τον αδελφό μου. Έχω δει τι μπορεί να κάνει η αγάπη σε έναν άνθρωπο. Τον πατέρα μου, τον έστειλε στον τάφο. Δεν θα γίνω εγώ η αιτία να συμβεί το ίδιο και στον Βασίλη. Δεν θα αντέξω να τον χάσω και αυτόν. Εξάλλου, κάποια στιγμή θα πρέπει να μπει ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία. Ας είναι αυτό.


Ο Γρηγόρης τον κοίταζε νιώθοντας περηφάνια για το μεγαλείο της ψυχής του.


- Ο μικρότερος, μα ταυτόχρονα ο πιο μεγάλος από όλους μας, του είπε χαμογελώντας.


Του χαμογέλασε και εκείνος και αγκαλιάστηκαν.

 


 
Πίσω
Μπλουζα