Κινηματογράφος Ανδόρα - Αμπελόκηποι ("πρόσφατα ανακαινισμένος" όπως έλεγε στην εφημερίδα αλλά στα 15 λεπτά προβολής πιανόταν ο απαυτός σου από τα άθλια προπολεμικά καθίσματα), Γενάρης 1994.
Τέταρτη -πέμπτη (δέκατη; ) εβδομάδα προβολής της ταινίας "Τα χρόνια της αθωότητας" του Σκορσέζε (1993). Πήγαμε με την τότε κολλητή μου να το δούμε επιτέλους μια που όταν εμφανίστηκε πρώτη φορά στις αίθουσες γινόταν ο κακός χαμός και δεν βρίσκαμε εισιτήριο, χώρια που ψάχναμε απογευματινή προβολή. Στην αίθουσα εμείς οι δύο, 3 ηλικιωμένες κυρίες γύρω στα 75 κι ένας μπάρμπας της αυτής ηλικίας που μάλλον συνόδευε κάποια από αυτές (ή και όλες, ποιος ξέρει). Όλοι κι όλοι 6 άνθρωποι είμαστε συν τον υπεύθυνο προβολής (που ήταν κι ο ίδιος που έκοβε τα εισιτήρια και ο ίδιος που λειτουργούσε και το μπαρ και ίσως έκανε και τη φασίνα του σινεμά μετά, δεν ξέρω). Καθίσαμε με την κολλητή στη μέση ακριβώς αφού είχαμε όλο το σινεμά δικό μας και στην πίσω μας σειρά οι ηλικιωμένες κυρίες με τον μπάρμπα.
Ξεκινά η ταινία, πρώτο πλάνο ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, νεότατος, κομψότατος μέσα στα ρούχα εποχής, με αυτό το απίστευτο σκουροπράσινο βλέμμα που σου ανέβαζε πάραυτα τους παλμούς στο 170, ένα χάρμα οφθαλμών. Πριν προλάβουμε εμείς οι μικρές να μειδιάσουμε στη θέα του, ακούγεται από πίσω μας ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός από τη μία κυρία και ταυτόχρονα από τη διπλανή της : "αααααχ, τι μανάρι!"
Ο μπάρμπας ξερόβηξε ενοχλημένος κι εμείς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας κρατώντας με κόπο τα γέλια μας.
Η προβολή συνεχίστηκε σε ήρεμη ατμόσφαιρα αλλά κοντά στην ώρα του διαλείμματος ξαφνικά βγαίνει από πάνω από τον εξώστη ο υπεύθυνος κι ενώ παίζει κανονικά η ταινία, βάζει μια φωνή: διάλειμμα να κάνω; Κι ακούγεται ο μπάρμπας: κόφτο λίγο να πάμε προς νερού και συνεχίζεις μετά!
Ε, εκεί δεν αντέξαμε και γελάσαμε με την καρδιά μας.