Φύλακας Άγγελος, by Juanita

  • Έναρξη μίζας Έναρξη μίζας Juanita
  • Ημερομηνία έναρξης Ημερομηνία έναρξης

Juanita

Retro PaTRi@RcH
Joined
23 Οκτ 2007
Μηνύματα
4.263
Αντιδράσεις
370
poster10te5.jpg


Κεφάλαιο 1ο







Κάντυ Άλμπερτ: Στο Λόφο!





Το τραπέζι που στήθηκε έξω από το ορφανοτροφείο είχε ήδη μαζευτεί.

Τα παιδιά έπαιρναν τον απογευματινό τους ύπνο, η Άννυ με τον Άρτσυ και την Πάττυ είχαν αναλάβει το πλύσιμο των πιάτων και η κυρία Πόνυ με την αδερφή Μαρία μπάλωναν τα ρουχαλάκια των παιδιών…

Η Κάντυ δεν είχε συνέλθει ακόμη από την έκπληξη: ο Πρίγκηπας του Λόφου ήταν ο Άλμπερτ.

Ανηφόρισαν μαζί προς το λόφο και κάθισαν κάτω από το αγαπημένο δέντρο της Κάντυ.

-Μα Άλμπερτ.. πως ήξερες για το λόφο του Ορφανοτροφείου;;;

-Κάντυ...! Είναι μια μεγάλη ιστορία… Θα μας πάρει μέρες να σου τα εξηγήσω όλα… Κι ίσως βαρεθείς να με ακούς.

-Έλα Άλμπερτ… Εσύ ξέρεις τόσα για μένα. Όμως, ελάχιστα μου έχεις μιλήσει για σένα. Ποτέ δε θα βαρεθώ να σε ακούω όσο και να χρειαστεί…

Κάντυ... γλυκιά μου νιώθω τόσο όμορφα εδώ μαζί σου, σκέφτηκε ο Άλμπερτ.

-Η δική μου ιστορία στο Λόφο ξεκινάει από πολύ παλιά… Οι γονείς μου είχαν πεθάνει όταν ήμουν πολύ μικρός. Μόνο η θεία Ελρόϋ και η Ροζμαρυ είχαν χρόνο για να μου αφιερώσουν. Σαν παιδί όμως δεν άντεχα τα κηρύγματα της θείας. Και η αδερφή μου ασχολιόταν διαρκώς με τον Άντονυ. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια της πως έλαμπαν από χαρά. Όλη της η ευτυχία ήταν αυτό το παιδάκι. Έτσι, έψαχνα τρόπο να ξεφύγω από τη θεία και να τρέξω στο δάσος με τους φίλους μου…

-Τα ζωάκια σου εννοείς Άλμπερτ;;;

-Ναι, μικρή μου. Μαζί τους ένιωθα ελεύθερος να παίξω, να χαρώ….

Στη βίλλα των Άρντλεϋ σπάνια έμενα. Αναγκαζόμουν να κρύβομαι σʼ ένα παλαιό αρχοντικό που χρησίμευε σαν εξοχική κατοικία των γονιών μου. Σπάνια όμως έμενε κάποιος εδώ εκτός από εμένα τον Τζωρτζ και κάποιους πολύ πιστούς υπηρέτες.

Η μεγάλη θεία εκνευριζόταν κάθε φορά που χανόμουν στο δάσος. Δεν ανησυχούσε όμως.

Όσο ατίθασος και να ήμουν πάντα γύριζα πίσω χωρίς να δημιουργώ προβλήματα…

-Και έτσι ανακάλυψες το λόφο;;;

-Έτσι… Ήταν άνοιξη και έπαιζα ατέλειωτες ώρες. Εκείνη την ημέρα όμως ξεμάκρυνα πολύ… δεν κατάλαβα πόση ώρα έτρεχα μέχρι που βρέθηκα στο μικρό λόφο … Ήταν η μεγάλη μου ανακάλυψη.

Ήξερα πως κανείς από την οικογένειά μου δεν τον γνώριζε... Ο δικός μου νέος κόσμος…

Άρχισα να έρχομαι καθημερινά και να κάνω τις εξερευνήσεις μου. Στο ορφανοτροφείο η κυρία Πόνυ ασχολιόταν με τα μικρά παιδιά. Κάποια στιγμή έφτασε μια νέα κοπέλα για να τη βοηθάει …

-Η αδερφή Μαρία…

-Ήταν μεγάλη βοήθεια για την κυρία Πόνυ. Τα παιδάκια ήταν πολλά για να τα φροντίζει μια γυναίκα μόνη της.

Ζήλευα τα παιχνίδια τους… ήμουν βλέπεις μόνος μου χωρίς άλλα παιδάκια στην ηλικία μου. Πολλές φορές είχα την επιθυμία να πάω κοντά τους να παίξουμε μαζί αλλά αν το μάθαινε η μεγάλη θεία θα μου απαγόρευε να ξανανέβω. Έτσι απλά καθόμουν στην κορυφή του λόφου και τους παρακολουθούσα…

Αχ Άλμπερτ… μόνος σου και εσύ, λοιπόν… σκέφτηκε η Κάντυ. Εγώ τουλάχιστον είχα την παρέα της Άννυ…

Ο Άλμπερτ σκέφτηκε πως ήρθε η στιγμή… Ή μήπως όχι ακόμη. Η Κάντυ καθισμένη πλάι του ήρεμη και γλυκιά όσο ποτέ να ακούει την αφήγησή του. Δεν ήθελε να χαλάσει την εικόνα αυτή… Κάποια άλλη μέρα ίσως…

-Άντε, Κάντυ, αρκετά για σήμερα… ας κατεβούμε να βοηθήσουμε και εμείς.

-Ναι Άλμπερτ…

Σουρούπωνε. Ο ήλιος έβαφε με τα έντονα απογευματινά του χρώματα τον ουρανό.

Τα παιδιά με τη Μίνα, τον Κλυν και τον Πούπε έπαιζαν γύρω από το ορφανοτροφείο.

Η κυρία Πόνη, η αδερφή Μαρία, η Άννυ, και ο Άρτσυ, ο Τομ και η Πάττυ έπιναν το καφεδάκι τους. Κοίταζαν προς το λόφο απ΄ όπου κατέβαιναν ο Άλμπερτ και η Κάντυ. Χαμογέλασαν με νόημα.

- Ε… τι συμβαίνει;;;;; Χάσαμε κάτι;;; Γιατί δε μιλάτε;;;

- Άλμπερτ… Γιατί μας κοιτούν έτσι;;;;; Σα δε ντρέπεστε να μου κρατάτε μυστικά… η Κάντυ έκανε ένα μορφασμό και τους έβγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά…

- Χα χα χα! Κάντυ… Ποτέ δε θα μεγαλώσεις…

Κάθισαν μαζί με την παρέα και έβαλαν καφέ να πιούν. Πόση γαλήνη αυτό το σούρουπο… Η φύση είχε ξυπνήσει από το λήθαργό της. Με ξέφρενους ρυθμούς πρασίνιζαν τα πάντα γύρω από το λόφο… αλλά τώρα νύχτωνε και όλα ηρεμούσαν.

Το βραδάκι πήραν όλοι το δρόμο του γυρισμού. Ο Τομ με το άλογό του, η Άννυ ο Άρτσυ και ο Άλμπερτ με το αυτοκίνητο των Άρντλεϋ. Η Πάττυ θα έμενε λίγες μέρες με την Κάντυ.

Ξάπλωσαν στα κρεβάτια του μικρού δωματίου που φιλοξενούσε τα παιδιά. Μέσα στο ημίφως, τα δυό κορίτσια σχολίαζαν τα πρόσφατα γεγονότα. Ο Τέρρυ, ο Στήαρ, ο παραλίγο γάμος της Κάντυ με τον Νηλ, ο θείος Γουίλιαμ και τώρα… τώρα τι;;;; Η Πάττυ ήταν εξαντλημένη και αποκοιμήθηκε πρώτη… Η Κάντυ αναδιπλώθηκε στο ξύλινο κρεβατάκι… Ξαφνικά διαπίστωσε πως είχε ψηλώσει αρκετά και πια δεν τη χωρούσε…

Μμμ… κάτι θα πρέπει να γίνει και γι αυτό… Θα το συζητήσω κάποια στιγμή με την κα Πόνυ. Άλλωστε έχω τα σχέδιά μου…

Η Κάντυ αποκοιμήθηκε ευτυχισμένη. Η σημερινή μέρα είχε πολλές εκπλήξεις για τη μικρούλα μας. Ο Πρίγκηπάς της… ο Άλμπερτ ήταν ο πρίγκηπάς της…

 


Προβολή συνημμένου 71403
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:

Αποκάλυψη τώρα!!!

Το επόμενο πρωί, η χαρούμενη κόρνα του Άλμπερτ έβγαλε όλα τα παιδιά στην αυλή.

Ζουζούνιζαν σαν τις μέλισσες γύρω από το αυτοκίνητο.

-Ελάτε, ελάτε, τους φώναξε ο Άλμπερτ. Για εσάς είναι.

Τα κουτιά με τα γλυκά, τις καραμέλες και τα κέικ έγιναν ανάρπαστα από τα παιδιά.

Η Κάντυ φάνηκε αγουροξυπνημένη στο παράθυρο να δει προς τι ο σαματάς. Ποπό! κόντευε να μεσημεριάσει και αυτή κοιμόταν ακόμη… Και σήμερα ήθελε να ξυπνήσει νωρίς να βοηθήσει την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία να ετοιμάσουν πρωινό.

-Ξύπνα υπναρού… Ο Άλμπερτ της χαμογέλασε! Ένα χαμόγελο λαμπερό σαν ήλιος…

Φευγαλέα το μυαλό της γύρισε στο χειμώνα που άφησαν πίσω τους. Πόσο κρύα ένιωθε την καρδιά της από τότε που χώρισε με τον Τέρρυ. Ό,τι και να έκανε, ο πόνος την τριβέλιζε. Νόμιζε πως μετά τον Τέρρυ η ζωή της δε θα είχε νόημα. Όμως, ο Άλμπερτ δεν την άφησε στιγμή μόνη… Σιγά σιγά όλα όσα έζησε εκείνη τη νύχτα στη Νέα Υόρκη έγιναν μια κακή ανάμνηση. Με τον Άλμπερτ είχαν ανταλλάξει όρκο να μοιραστούν τις χαρές και τις λύπες της ζωής… Όταν όμως έφυγε και αυτός, η Κάντυ κόντεψε να καταρρεύσει. Αλλά να… τώρα όλα ανήκαν στο παρελθόν… Σήμερα ήταν μια πολύ όμορφη μέρα. Ή έτσι της φάνηκε όταν είδε το χαμόγελο στο πρόσωπο του Άλμπερτ;

-Καλημέρα κα Πόνυ, καλημέρα αδερφή Μαρία. Είναι τόσο ωραία η μέρα σήμερα… δεν ήθελα να κλειστώ στους τέσσερις τοίχους του γραφείου. Οι δύο γυναίκες του αντιγύρισαν το χαιρετισμό και τον κάλεσαν για τσάι.

-Χαιρόμαστε πολύ που σε έχουμε εδώ παιδί μου του είπε η κα Πόνυ αδειάζοντας από την τσαγιέρα λίγο μαύρο τσάι στο φλιτζάνι του Άλμπερτ.

Η Κάντυ βγήκε να ρίξει δροσερό νερό στο πρόσωπό της.

-Συγνώμη αδερφή Μαρία… απολογήθηκε.

-Ήθελα να σας βοηθήσω αλλά δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα…

- Δεν πειράζει Κάντυ. Έχω ξυπνήσει εγώ από νωρίς και τα έχω αναλάβει, είπε η Πάττυ.

- Ξεκουράσου Κάντυ μας. Είμαστε ακόμη γερές και τα καταφέρνουμε με τα παιδιά.

Μμμμμμμμμμ… πάλι καταστροφή… σκέφτηκε η Κάντυ κοκκινίζοντας…

- Κάντυ, τι λες; πάμε μια βόλτα; Ο Άλμπερτ άφησε το φλιτζάνι του σηκώθηκε αργά και αφού ευχαρίστησε για το τσάι, πήραν το δρόμο για το γνωστό μέρος.

Ξάπλωσαν κάτω από τη σκιά του μεγάλου πεύκου.

- Τους έδωσες μεγάλη χαρά, Άλμπερτ. Σ’ ευχαριστώ που τα σκέφτηκες…

- Έλα τώρα Κάντυ, δεν έκανα τίποτα… Άλλωστε… έχω πολλά να σου πω και ήθελα να έχουμε την ησυχία μας….

- Αλήθεια Άλμπερτ;;;

- Ναι μικρή μου… Υπάρχει ένα μυστικό που μάλλον έφτασε η ώρα να σου πω!

- Μυστικό;;; Άλμπερτ με τρομάζεις… σε τι αναφέρεσαι;;;

- Ηρέμησε Κάντυ. Και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ή μάλλον από εκεί που τα αφήσαμε εχτές…

- Δεν καταλαβαίνω Άλμπερτ… Τι έχεις να μου πεις…

- Άκου Κάντυ…

…Η αλήθεια είναι πως σε ξέρω περισσότερο καιρό απ΄ ότι φαντάζεσαι..

- Περισσότερο;;;; Τι εννοείς Άλμπερτ;;;

Η πιο γλυκιά ανάμνηση της Κάντυ από τα παιδικά της χρόνια ήταν αυτή που συνάντησε τον Πρίγκηπα. Πόσες φορές την είχαν στηρίξει τα λόγια του και της έδωσαν θάρρος…

- Κάντυ, όπως σου είπα και εχτές, ερχόμουν πολύ συχνά στο λόφο. Η αδερφή μου μετά το γάμο της δεν είχε καθόλου χρόνο για μένα και η θεία είχε να ασχοληθεί και με τις υποθέσεις των Άρντλεϋ μιας και οι γονείς μου είχαν πεθάνει.

- Λυπάμαι Άλμπερτ… Λυπάμαι πολύ.

- Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τη βαρύτητα της απώλειας Κάντυ, είπε άλλωστε χαιρόμουν με την παρέα των φίλων μου…

Η χαρμολύπη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του όταν συνέχισε τη διήγησή του.

…Ένα πρωί έμαθα πως η αδερφή μου ήταν πολύ άρρωστη. Ο οργανισμός της είχε εξασθενήσει από τη στενοχώρια για το χαμό των γονιών μας και επιβαρύνθηκε πολύ από τη γέννα. Μέρα με τη μέρα την έβλεπα να λιώνει και δεν άντεχα στην σκέψη πως μπορεί κάποτε να την χάσω. Πήρα τους φίλους μου και ανηφόρισα στον αγαπημένο μου λόφο. Ήταν προχωρημένη άνοιξη και το τοπίο παντού καταπράσινο. Ξαφνικά, είδα μια φιγούρα ν’ ανεβαίνει στο λόφο. Παραξενεύτηκα, γιατί σπάνια ανέβαινε κόσμος εδώ πάνω... Η φιγούρα αυτή άφησε κάτι και έφυγε. Προσπάθησα να τρέξω ξωπίσω της. Με σταμάτησε όμως ένα κλάμα…

- Άλμπερτ… Η Κάντυ είχε αρχίσει να χάνει το χρώμα της… Άλμπερτ δηλαδή ξέρεις…

- Άσε με να συνεχίσω Κάντυ. Γυρίζοντας προς το σημείο που ακούστηκε το κλάμα, διαπίστωσα πως μέσα στο καλάθι που άφησε εκείνη η φιγούρα βρισκόταν ένα μωρό.

Ένας ξανθός άγγελος… Υπήρχε και ένα σημείωμα στο καλάθι… Παρακαλώ, φροντίστε το μωρό μου…

- Άλμπερτ… δεν… δεν … μπορεί… μου λες αλήθεια;;;

- Ναι Κάντυ. Και ακριβώς δίπλα άκουσα και άλλο ένα κλάμα. Δεν ήξερα τι να κάνω...

… Σκέφτηκα να χτυπήσω την πόρτα, φοβήθηκα όμως τις πιθανές αντιδράσεις της μεγάλης θείας αν τυχόν μάθαινε που βρισκόμουν.

Έτσι πήρα την απόφαση να εμφανιστώ διακριτικά στο παράθυρο. Ίσως κάποιος να με έβλεπε και έβγαινε έξω. Δεν ξέρω γιατί αλλά η μορφή μου μάλλον φόβισε ένα παιδάκι και άρχισε να κλαίει…

… Ο Τομ…

- Κατάλαβα πως κάποιος θα έβγαινε και αποφάσισα να κατηφορίσω προς το αρχοντικό σίγουρος πως τα παιδάκια θα έβρισκαν ένα ζεστό σπιτικό. Οι δύο κυρίες θα τα φρόντιζαν με στοργή και αγάπη. Άλλωστε η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να επιστρέψω…

- Άλμπερτ… δεν μπορώ να το πιστέψω. Ακόμα και τότε ήσουν κοντά μου. Αγαπημένε μου φίλε…

Η Κάντυ αυθόρμητα έπεσε στην αγκαλιά του Άλμπερτ. Ασυναίσθητα την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του.

- Ώστε Άλμπερτ… τόσα χρόνια γνώριζες…

- Κάντυ… άσε με να συνεχίσω…

Όταν καλοκαίριασε, ανέβαινα πιο συχνά στο λόφο. Εδώ, συναντούσα και κάποιους από τους φίλους μου και πάντα είχα καρπούς μαζί μου για να τους ταΐσω.

Είχα όμως και την περιέργεια να μάθω τι απέγινε με τα μωρά… αλλά δεν ήμουν ο μόνος.

- Τι… τι εννοείς Άλμπερτ;;;

- Η φιγούρα που άφησε το ένα καλαθάκι ήταν πάλι εκεί και παραμόνευε. Κατάλαβα πως περίμενε και αυτή να δει τι είχε απογίνει το μωράκι. Πόσο φωτίστηκε το πρόσωπό της όταν είδε τα δύο μωρά στην αγκαλιά της κας Πόνυ..

Την πλησίασα σιγά σιγά για να μην την τρομάξω. Τι μπορεί να ζητούσε εκεί ένα μικρό παιδί που δεν ανήκε στο ορφανοτροφείο;

Γύρισε προς το μέρος μου και είδα ένα πρόσωπο σκαμμένο… Μια γερασμένη μορφή με κοιτούσε ερωτηματικά.

Της είπα πως γνώριζα τι είχε κάνει και τα μάτια της βούρκωσαν. Αισθάνθηκα ντροπή που είχα κάνει μια μεγάλη γυναίκα να κλαίει. Της ζήτησα συγνώμη και της ανάφερα πως εκείνο το πρωί είχα φροντίσει να βρεθούν γρήγορα τα παιδάκια.

Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μ΄ ευχαρίστησε. Τα μεγάλα της μάτια ήταν ακόμη υγρά. Αισθανόμουν περήφανος. Σα να μου είχαν αναθέσει μια σοβαρή αποστολή και ναι… τα είχα καταφέρει… μόνος μου. Κίνησε να φύγει. Της είπα πως έρχομαι συχνά εδώ και μου χαμογέλασε.

Λίγες μέρες μετά εμφανίστηκε πάλι. Με χαιρέτησε και μου χαμογέλασε ξανά.

Κάθισε κοντά μου, έβγαλε από την ποδιά της δύο φρούτα, έκοψε και μου πρόσφερε.

Είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον… να εξομολογηθεί. Αν και ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβε πως μπορούσε να μου έχει εμπιστοσύνη. Είχα ψηλώσει 10 πόντους… ένιωθα μεγάλος. Άρχισε να ξετυλίγει το νήμα της ζωή της.

Η Κάντυ τον άκουγε αποσβολωμένη. Για μια στιγμή μόνο σφίχτηκε στην αγκαλιά του Άλμπερτ… Φοβόταν μήπως η παραμικρή της κίνηση διαλύσει τη μαγεία… Ο Άλμπερτ έσκυψε, τη φίλησε γλυκά στα μαλλιά και συνέχισε την αφήγηση.

- Αν και νιόπαντροι λίγο πριν τον Εμφύλιο, με τον άντρα της αργήσανε να κάνουν παιδιά. Από τον πόλεμο είχε γυρίσει ζωντανός αλλά ακρωτηριασμένος... Για χρόνια πάλευε να γιατρέψει τις πληγές στην ψυχή και στο σώμα του. Όταν γεννήθηκε η κόρη τους, ένιωσαν τη ζωή να τους χαμογελάει ξανά. Για λίγο όμως… Οι πληγές του ξανάνοιξαν και η γάγγραινα, παρά τις ακρωτηριάσεις, τον σκότωσε. Αγρότισσα η ίδια, αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει το αγγελούδι της.

«…Και τα χρόνια περνούσαν και η μικρή γινόταν μια πανέμορφη κοπέλα. Δεν άργησε να ερωτευτεί παράφορα ένα γειτονόπουλο. Με τη μητέρα του είχαμε υπάρξει φίλες και ο γιός της μεγάλωσε σχεδόν στο σπίτι μας. Όταν ήρθε να ζητήσει την κόρη μου του είχαν κάνει πρόταση να μπαρκάρει σ΄ ένα πλοίο. Πάντρεψα τα παιδιά και λίγες μέρες μετά ξεκίνησε τα ταξίδια. Η μοίρα όμως ανελέητη, δεν άφησε τα παιδιά να χαρούν. Όταν ήρθε το μαντάτο του ναυάγιου η κόρη μου ήταν ετοιμόγεννη. Δεν άντεξε το χαμό του άντρα της∙ στη γέννα απάνω πρόλαβε μόνο να πει πόσο γλυκιά είναι η κόρη της και ξεψύχησε στα χέρια μου…

Όμως, παιδί μου, και εγώ είμαι αρκετά μεγάλη και άρρωστη… Δε θα αντέξω να μεγαλώσω τη μικρή… Φοβάμαι πως γρήγορα θα φύγω και δε θα βρεθεί κανείς να νοιαστεί… Δε θέλω να κακοπέσει το εγγόνι μου… Γι αυτό και την έφερα εδώ. Ξέρω πως η κα Πόνυ φροντίζει για όλα τα παιδιά… να έχουν ένα πιάτο φαί και τη στοργή που τους λείπει… θα φροντίσει και το αγγελούδι μου…»

- Τα λόγια της τα θυμάμαι σαν να ήταν μόλις χτες που μου μιλούσε... Κάντυ… ήμουν μικρός… δεν ήξερα τι θα πει φτώχεια. Στο σπίτι φρόντιζαν άλλοι να έχω τα πάντα. Ποτέ δεν ήξερα πώς πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να έχεις ένα κομμάτι ψωμί και ένα ποτήρι γάλα. Η γιαγιά, μου μίλαγε για ένα κόσμο διαφορετικό από το δικό μου έναν κόσμο που η θεία Ελρόϋ δεν θα με άφηνε ποτέ να δω…

Τις μέρες που ήξερα πως θα ερχόταν στο λόφο, ξέκλεβα από την κουζίνα σάντουιτς και γάλα λέγοντας στους υπηρέτες, όταν με έπιαναν, πως δήθεν θα τάιζα τα ελαφάκια… Ανέβαινα γεμάτος χαρά και την περίμενα να έρθει. Καθόμασταν εδώ σε αυτό το σημείο και κοιτούσαμε προς το ορφανοτροφείο. Την τελευταία φορά που την είδα με έβαλε να της υποσχεθώ πως θα σε φρόντιζα όσο μπορούσα…

Τα δάκρυα της Κάντυ είχαν μουσκέψει το πουκάμισο του Άλμπερτ...

-Έλα τώρα Κάντυ… Δε σου τα λέω για να μου στενοχωριέσαι…

-Έχεις δίκιο Άλμπερτ… έχεις δίκιο… απλά δεν περίμενα ποτέ να μάθω πως βρέθηκα εκεί… Δεν περίμενα πως κάποιος θα μου μίλαγε για τους γονείς μου…

Κάντυ γλυκιά μου… πόσο καιρό ήθελα να σου τα πω αυτά…

Η Κάντυ αφέθηκε στην αγκαλιά του Άλμπερτ.. Τώρα της χάιδευε τα μαλλιά… πόσο την ηρεμούσε η αγκαλιά του… Σα να ήταν φτιαγμένη μόνο για εκείνη… κάτι γλυκό σκίρτησε μέσα της… έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό… ο Άλμπερτ ήταν … αδερφός της.

Ο ήλιος έκαιγε… μπορούσε να τρυπώνει και κάτω από την πλούσια φυλλωσιά του δέντρου. Ζεστά που ένιωθε η Κάντυ…
 

Αποφάσεις,

Η Πάττυ είχε κοιμηθεί από νωρίς… Την Κάντυ όμως δεν την έπιανε ύπνος… Όλη τη νύχτα στριφογύριζε στο μικρό της κρεβάτι. Ο Άλμπερτ, ο καλός της ο Άλμπερτ γνώριζε τη γιαγιά της. Τη γιαγιά της… τη δική της γιαγιά… πόσο ωραία αντηχούσε η λέξη αυτή στα αυτιά της...

Πρώτη φορά στη ζωή της που ξεστόμιζε αυτή τη λέξη για δικό της άνθρωπο. Μόνο την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία σκεφτόταν σαν την οικογένεια που δε γνώρισε. Και τώρα η γιαγιά της… αχχχχχ…

Πώς να ήταν άραγε η μορφή της; Αυστηρή σαν της μεγάλης θείας, ή γλυκιά σαν της κας Πόνυ;; «Ένα πρόσωπο σκαμμένο από τη δουλειά και τις κακουχίες». Πόσα θα πέρασε και αυτή στη ζωή της…. Πόσο θα ταλαιπωρήθηκε…Και πόσο θα της στοίχησε ο χαμός της μονάκριβης κόρης της. Δεν υπάρχει πιο σκληρό πράγμα για ένα γονιό να χάνει το παιδί του… Αχχ. Καημένη γιαγιά…

Και εκείνη σε ποιόν να έμοιαζε;;;

Στον πατέρα της ή στη μητέρα της;;;;; Την Κάντυ ποτέ δεν την είχαν απασχολήσει τέτοιες κοινότοπες ερωτήσεις. Ήξερε πως ποτέ δε θα μπορούσε να πάρει τις απαντήσεις που γύρευε.. Άραγε ο Άλμπερτ να γνώριζε και άλλα για την οικογένειά της;;; Μάλλον, όχι. Απ΄ ότι της είπε δε φάνηκε να ξέρει κάτι παραπάνω…

Οικογένεια… Η οικογένειά της… Και αν ο Άλμπερτ είχε μπερδέψει τα μωρά;;;

Μήπως τελικά ήταν η γιαγιά της Άννυ;;;; Αλλά όχι… «Ένας ξανθός άγγελος» είχε πει ο Άλμπερτ… Ξανθός…Και η Άννυ… ξανθιά ήταν… αλλά σε αυτήν υπήρχε και το σημείωμα… Candice!

Ο ύπνος την βρήκε να φαντάζεται τη μορφή της γιαγιάς με το μωράκι στην αγκαλιά να αγγίζει τις βαθιές ρυτίδες…

Επιτέλους. Ξημέρωσε Η Κάντυ είχε πάρει την οριστική της απόφαση… καιρό τώρα… Έμενε μόνο να την ανακοινώσει. Άλλωστε, εδώ την εμπιστεύτηκε η γιαγιά της και τώρα είχε έρθει η σειρά της να ανταποδώσει την αγάπη που πήρε. Κατέβηκε τρέχοντας προς την κουζίνα για να ετοιμάσει μαζί με την κυρία Πόνυ και την αδερφή Μαρία το πρωινό των παιδιών.

-Καλημέρα κα Πόνυ, καλημέρα αδερφή Μαρία! Καλημέρα Πάττυ!

-Καλημέρα Κάντυ, τι τρέχει και είσαι τόσο βιαστική;;;

-Έχω να σας ανακοινώσω κάτι!

- Σ’ ακούμε παιδί μου.

- Θέλω μεγαλύτερο κρεβάτι. Νομίζω πως ψήλωσα αρκετά και δε με χωράει πια..

- Μα Κάντυ…

- Κα Πόνυ αδερφή Μαρία, πήρα την απόφασή μου! Θα μείνω εδώ μαζί σας. Σα διπλωματούχος νοσοκόμα που είμαι μπορώ να σας φανώ αρκετά χρήσιμη και νομίζω πως και τα παιδιά θα το ήθελαν .

- Κάντυ… η απόφασή σου μας τιμάει πολύ. Όμως παιδί μου είσαι δεσποινίς πια και πρέπει να κοιτάξεις την προσωπική σου ζωή. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να κάνει οικογένεια, παιδί μου. Εδώ κλεισμένη δε θα έχεις την ευκαιρία να γνωρίσεις κόσμο. Με το πτυχίο σου μπορείς να βρεις στην πόλη μια πολύ καλή δουλειά και να έχεις και τον κύκλο σου.

Η σκέψη της Κάντυ γυρίζει στον Τέρρυ και στην ευτυχισμένη ζωή που περίμενε πως θα ζούσε μαζί του όταν ξαναβρέθηκαν στη Νέα Υόρκη. Πως τα έφερε η μοίρα…

Και ο Άντονυ;;; Ο γλυκός, αγαπημένος της Άντονυ. Κοίταξε τη ‘’Γλυκιά Κάντυ’’ που άνθιζε στον κήπο.

Ο Άλμπερτ… όχι… όχι ο Άλμπερτ… είναι αδερφός της και όχι μόνο… την έχει υιοθετήσει και δεν…

Τελικά, η μοίρα μου είναι να μείνω εδώ… Εδώ μαζί με τους ανθρώπους που μου πρόσφεραν τόσα πολλά. Είναι ευκαιρία να τους ανταποδώσω ένα μέρος από την αγάπη και την αυτοθυσία τους.

-Όχι κυρία Πόνυ. Έχω πάρει την απόφασή μου εδώ και καιρό. Θέλω να μείνω εδώ μαζί σας… αν με θέλετε βέβαια…

- Αχ, παιδί μου… Μα το ρωτάς; Και βέβαια σε θέλουμε κοντά μας… Να ξέρεις πως μας συγκινείς πολύ. Αλλά κορίτσι μου… μήπως αυτό το βήμα…

- Γιούχου… η Κάντυ πετάχτηκε στον κήπο και άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της. Από τα γέλια ξύπνησαν και τα υπόλοιπα παιδιά που ρωτούσαν τι τρέχει.

Άρχισαν όλοι μαζί να χοροπηδάνε και να τρέχουν με την Κάντυ μέχρι το λόφο.

- Κάντυ…. δε θα αλλάξει ποτέ αυτό το παιδί… Μας δίνει πάντα τόση χαρά….

-Η Κάντυ μας είναι απαραίτητη.

Και εγώ γερνάω αδερφή Μαρία. Σε λίγο δε θα μπορώ να προσφέρω πολλά.


Σχέδια για το μέλλον.

-Τζωρτζ, πες, μου τις σημερινές μας εκκρεμότητες.

- Είναι όλα υπό έλεγχο. Οι τράπεζες… μπλα μπλα.. Οι μετοχές… μπλα μπλα… τα πλοία μπλα μπλα. Και οι λεπτομέρειες του ταξιδιού στη Βαλένθια…

-Σ’ ευχαριστώ, Τζωρτζ. …

Ο ‘Άλμπερτ κοιτάζει με βλέμμα απλανές έξω από το παράθυρο.

Σκέφτεται τη ζεστασιά της προηγούμενης ημέρας.

- Γουίλιαμ.. Μπορείς αν θέλεις να επιστρέψεις σπίτι. Θα είμαι εγώ εδώ για ό,τι χρειαστεί.

- Ναι Τζωρτζ, θα φύγω. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

Ο Άλμπερτ ξεκινάει για τον πύργο των Άρντλεϋ. Σκέφτεται το ταξίδι που θα κάνουν σε λίγες μέρες με τον Τζωρτζ… Ισπανία… Θα λείψουν αρκετό καιρό πάλι…

Μακριά από την Κάντυ του… Τα βήματά του τον οδηγούν στο λόφο.

Αφήνει το αυτοκίνητο και ανηφορίζει.

Πρώτος ο Τζιμ τον βλέπει… Φωνάζει στην Κάντυ… που ονειροπολεί στον αχυρώνα .

- Κάντυ, Κάντυ… ο Άλμπερτ.

Η Κάντυ τ’ αφήνει όλα και τρέχει έξω. Πέφτει στην αγκαλιά του Άλμπερτ που τη δέχεται απορημένος.

- Ε, Κάντυ, τι τρέχει;;;;

- Άλμπερτ, πρέπει να σου μιλήσω… πάμε στο λόφο.

Η Κάντυ περιχαρής εξηγεί στον Άλμπερτ τα σχέδια για την παραμονή της στο σπίτι του μικρού αλόγου… Το συζήτησε ξανά με την κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία και επιτέλους κατάλαβαν και το αποδέχτηκαν…

Μια σκιά περνάει από τα μάτια του. Ώστε τελικά… η Κάντυ θα μείνει οριστικά εδώ… και εγώ που έλπιζα…

-Κάντυ… αν και το έχουμε συζητήσει και προ ημερών… η κυρία Πόνυ έχει δίκιο. Γιατί δεν έρχεσαι στο Σικάγο;;; Ο γιατρός Μάρτιν σε περιμένει πάντα…

(και όχι μόνο σκέφτεται ο Άλμπερτ. Για πόσο καιρό θα βρίσκω δικαιολογίες για να ανεβαίνω εδώ;; ;)

-Άλμπερτ… Νόμιζα πως θα συμφωνούσες με την απόφασή μου. Η κυρία Πόνυ μεγάλωσε αρκετά και δεν υπάρχει γιατρός τριγύρω σε περίπτωση ανάγκης. Ό,τι και να συμβεί στα παιδιά, μπορώ να παράσχω τις πρώτες βοήθειες.

Είμαι εγωιστής. Την θέλω για μένα αν και το καθήκον της είναι κοντά στα παιδιά.

Πώς να της μιλήσω;;;;;;

-Κάντυ… Μικρή μου, ξέρω πόσο σημαντική είναι η απόφαση αυτή για σένα και δεν θα κάνω κάτι για να σε μεταπείσω… Να ξέρεις, πως μπορείς να μου ζητήσεις βοήθεια για οτιδήποτε χρειαστείς… Τώρα πρέπει να φύγω… Θα τα ξαναπούμε σύντομα…

- Μα Άλμπερτ… τι συνέβη;;;;;

- Τίποτα Κάντυ… Θα πρέπει να λείψω για λίγες μέρες σε ένα ταξίδι, αλλά πρώτα απ’ όλα, πρέπει να μιλήσω στην κα Πόνυ και την αδερφή Μαρία. Άφησέ μας για λίγο μόνους σε παρακαλώ.

- Εντάξει…

Η Κάντυ σκεφτική αφήνει τον Άλμπερτ στο σπίτι και πηγαίνει να παίξει απρόθυμα με τα παιδιά και την Πάττυ. Εδώ και τόσες μέρες αφήνει την Πάττυ να επωμίζεται όλες τις ευθύνες… Μμμμ… βγάζει γλώσσα στον εαυτό της…

Το μυαλό της όμως ξαναγυρνάει στον Άλμπερτ…Μα τι τον έπιασε;;;;; Παλαιότερα, είχε συμφωνήσει με την πρότασή μου...

- Ε, Κάντυ… που ταξιδεύεις;;;;. Τόση ώρα σου μιλάω…

- Συγνώμη Πάττυ μου… ήμουν αφηρημένη…

Λίγη ώρα αργότερα ο Άλμπερτ βγαίνει από το σπιτάκι και κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό του.

- Αντίο Κάντυ… Αντίο Πάττυ…. Θα τα ξαναπούμε…

- Αντίο… είπε η Κάντυ μουδιασμένα…

-----------------------------------------------------------------------------------------

Ο καιρός περνάει ήρεμα πάνω στο λόφο. Η Πάττυ έχει επιστρέψει σπίτι της στη Φλόριντα με την υπόσχεση να ξαναγυρίσει πολύ σύντομα. Άλλωστε η ζωή στο σπίτι του μικρού αλόγου είναι υπέροχη… Οι δουλειές καθημερινά είναι πολλές και η Κάντυ πρέπει να πέσει με τα μούτρα σ’ αυτές προκειμένου να ελαφρύνει το φορτίο των δύο «μαμάδων» της. Δεν της απομένει χρόνος να σκεφτεί τίποτα άλλο… μόνο που…

Ο Άλμπερτ έχει μέρες να φανεί. Ήξερε πως θα λείπει σε ταξίδι… Όμως… τόσες μέρες ούτε ένα νέο του δεν έλαβε… Άραγε έχει τόσες πολλές υποχρεώσεις;;; Μα τι… άλλωστε είναι ο μεγάλος κληρονόμος των Άρντλεϋ.

Η Κάντυ αποκαμωμένη από τις δουλειές είναι ξαπλωμένη στο κρεβατάκι… Και πότε επιτέλους θα μου φέρουν ο Μπομπ και ο Τομ το καινούριο μου κρεβάτι; Γιατί το καθυστερούν τόσο;;;; Και το μυαλό της γυρνάει στη γιαγιά της… Τη φαντάζεται καθισμένη στο λόφο να μιλάει με τον Άλμπερτ… Ο Άλμπερτ… γιατί δεν έρχεται;;;

Ω… κοιμήσου επιτέλους Κάντυ… αύριο σε περιμένουν πάλι τόσες δουλειές…

Ο Άλμπερτ….

 

Χαρά και θλίψη



Ένα πρωί, η Κάντυ λαμβάνει μια κάρτα από τον Άλμπερτ… τα νέα από την Ισπανία.

Ο Άλμπερτ επιτέλους… της έγραψε όπως παλιά… και ναι, νοιάζεται γι αυτήν και τη σκέφτεται... άραγε θα γυρίσει γρήγορα;;;

Δεν έχασε λεπτό… ανέβηκε στο δωμάτιό της και του έγραψε αμέσως τα νέα της… Λίγα λόγια… Το ξαναδιάβασε… Χμ… Ίσως ήταν πιο εκδηλωτική στα συναισθήματά της από ότι ο Άλμπερτ…

Πλησίαζε και ο καιρός για το μνημόσυνο του Στήαρ… Είχαν περάσει κιόλας έξι μήνες. Η Κάντυ θα πήγαινε στο Λέικγουντ μαζί με τον Άρτσυ και την Άννυ. Θα ερχόταν και η Πάττυ… Η Κάντυ ήταν σίγουρη πως η φίλη της είχε πια ηρεμήσει… Ο πόνος για το χαμό του Στήαρ με τον καιρό θα είχε γλυκάνει στην καρδιά της… Τον είχε νιώσει βαθύτατα και η ίδια. Όταν πέθανε ο Άντονυ, ρομφαία ξέσκισε την καρδιά της. Χάρη όμως στον καλό της Άλμπερτ μπόρεσε να ορθοποδήσει ξανά. Τώρα, όλα ανήκαν στο παρελθόν. Ανυπομονούσε να ξαναδεί τους φίλους της…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Στο μνημόσυνο ήταν όλη η οικογένεια μαζεμένη… Η μεγάλη θεία με το πάντα αυστηρό βλέμμα, η οικογένεια Ράνγκαν με το περιφρονητικό τους ύφος, οι γονείς του Στήαρ και οι φίλοι της… Ο Άλμπερτ και ο Τζωρτζ δε φαίνονταν πουθενά…

Η Κάντυ με τους φίλους της έπαιρναν το τσάι τους στον κήπο με τα τριαντάφυλλα…. Γλυκειές αναμνήσεις τους πλημμύριζαν. Οι 4 φίλοι μιλούσαν ακατάπαυστα για τις υπέροχες μέρες που είχαν περάσει εκεί… με τον Άντονυ και τον Στήαρ…τα ατέλειωτα παιχνίδια τους στις όχθες της λίμνης… πόσο μακρινά τους φαίνονταν όλα εκείνα…

Ο ήχος του αυτοκινήτου τους τράβηξε την προσοχή… Η Κάντυ ήταν σίγουρη πως ο Άλμπερτ είχε έρθει… Έτρεξε προς την καγκελόπορτα… Ο Τζωρτζ πάρκαρε το αυτοκίνητο και ο Άλμπερτ κατέβηκε… Όπως πάντα, άνοιγε την αγκαλιά του να κλείσει την αγαπημένη του Κάντυ… Πόσο του είχε λείψει…

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Το μνημόσυνο είχε τελειώσει… Οι περισσότεροι συγγενείς είχαν ήδη φύγει… Ο Άλμπερτ ανυπομονούσε να μείνει μόνος του με την Κάντυ… Ήθελε τόσα να της πει…

Της ζήτησε να τον συναντήσει στη μεγάλη αίθουσα με τα πορτραίτα… Το κλίμα εκεί ήταν ιδιαίτερα βαρύ για τα παιδιά. Οι φωτογραφίες και οι πίνακες των μελών της οικογένειας στόλιζαν τους τοίχους… Κανείς δεν άντεχε να βλέπει τα τόσο όμορφα και νεανικά πρόσωπα των αδικοχαμένων Άρντλεϋ. Ο Άλμπερτ μπήκε μαζί με τον Τζωρτζ… Το βλέμμα τους με μιας έπεσε στην πανέμορφη Ροζμαρυ. Σαν να τη χαιρετούσαν και οι δύο… Η Κάντυ ψυχανεμίστηκε την ένταση… καλά ο Άλμπερτ… ο Τζωρτζ όμως;;;

Ο φύλακας άγγελος του Άλμπερτ έφυγε μαζί με τα παιδιά για να αφήσουν τον Άλμπερτ και την Κάντυ μόνους… Είχαν πολύ καιρό να βρεθούν και τόσα πολλά να πούνε...

Η Κάντυ άρχισε να μιλάει χωρίς να παίρνει ανάσα για όλα όσα είχαν συμβεί στο λόφο στο διάστημα που έλειπε ο Άλμπερτ… Σχεδόν δεν έπαιρνε ανάσα… Ο Άλμπερτ ήταν ευτυχισμένος… Μετά από τόσο καιρό ήταν ξανά μαζί…

…………………………………………………………………………………………………………………….…………………………….

Αργά το βράδυ, η Κάντυ επέστρεψε στο ορφανοτροφείο με τον Άλμπερτ. Την καληνύχτισε με ένα φιλί στο μέτωπο… όπως συνήθιζε άλλωστε…

- Κάντυ, θα περάσω αύριο… θα ήθελα να σου μιλήσω για κάποια σχέδιά μου…

- Ναι Άλμπερτ… Καληνύχτα!

- Καληνύχτα μικρή μου!

Η Κάντυ κοιμήθηκε γλυκά… Η μέρα ήταν γεμάτη θλιβερές αλλά και όμορφες αναμνήσεις… Και επιτέλους… είδε ξανά τον Άλμπερτ… και θα τον έβλεπε και το πρωί… Αχ… να περνούσε γρήγορα η νύχτα…




Σχέδια για το μέλλον



Η Κάντυ σηκώθηκε σχεδόν αξημέρωτα… Έπρεπε να έχει τελειώσει με τις πρωινές της δουλειές προτού έρθει ο Άλμπερτ. Και ήταν πραγματικά πολλές… Να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει το ορφανοτροφείο, να ετοιμάσει το πρωινό των παιδιών, να κάνει έλεγχο στο μικρό της ιατρείο που είχε στήσει πρόχειρα στην κουζίνα για να περιποιείται τα παιδιά… Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Δεν ήθελε να αφήνει τίποτα στην αδερφή Μαρία και η κα Πόνυ ήταν ήδη αρκετά μεγάλη για να κάνει τέτοιες δουλειές…

Ο Άλμπερτ πιστός στις υποσχέσεις του ήρθε γύρω στις 10. Η Κάντυ είχε τελειώσει από νωρίς και τώρα μπάλωνε ρουχαλάκια προκειμένου να περάσει η ώρα που ειδικά σήμερα… δεν περνούσε με τίποτα…

Τα δύο παιδιά αντάλλαξαν φωτεινά χαμόγελα μόλις ειδωθήκαν. Ο Άλμπερτ δεν κάθισε για τσάι παρά την πρόσκληση της κας Πόνυ. Ανηφόρισε με την Κάντυ του για το λόφο…

- Λοιπόν, Άλμπερτ… τι ήθελες να μου πεις σήμερα… Φάνηκε σαν να είναι κάτι πολύ σπουδαίο εχτές…

- Ναι, Κάντυ μου… Στο διάστημα που έλειψα, σκέφτηκα τι θα μπορούσα να κάνω προκειμένου να έχεις το κατάλληλο ιατρείο που χρειάζεσαι εδώ…

- Άλμπερτ… νομίζω πως έχω όσα χρειάζομαι για τις πρώτες βοήθειες και…

-Κάντυ, μη με διακόπτεις σε παρακαλώ… Σκέφτηκα πως ο κος Καρτλάιλ δε θα είχε αντίρρηση να χτίσουμε ένα μικρό χώρο δίπλα στο ορφανοτροφείο που θα χρησιμοποιηθεί για κλινική…

- Μα… Άλμπερτ… χρειάζονται πολλά χρήματα και εγώ…

- Κάντυ, τα χρήματα θα τα βάλω εγώ… εννοείται αυτό.

- Όχι Άλμπερτ… διέκοψε απότομα η Κάντυ. Δε θέλω να ξαναχρησιμοποιήσω χρήματα των Άρντλεϋ, και με συγχωρείς που σου το λέω παρά τα όσα έχεις κάνει για μένα. Σου το είχα δηλώσει όταν είχα έρθει να σε βρω τότε που ήθελε η Μεγάλη Θεία να με παντρέψει με το Νηλ …. όπως επίσης πως ίσως να ήταν καλύτερα για την οικογένεια των Άρντλευ να ακυρώσεις την υιοθεσία μου… Ξέρω πως σου οφείλω πολλά, αλλά δεν μπορώ να ανεχτώ πλέον τις προσβολές της θείας και των Ράνγκαν

- Κάντυ, είσαι και θα παραμείνεις θετή μου κόρη όσο εγώ το θέλω, και κανένας μα κανένας Άρντλεϋ ή οποιοσδήποτε άλλος δεν έχει δικαίωμα να μου πει πως θα χειριστώ τα οικονομικά ζητήματα. Αυτό που θέλω, είναι να ακούσεις επιτέλους προσεχτικά όσα θέλω να σου πω…

-Συγνώμη…

- Το ιατρείο θα είναι εξοπλισμένο κανονικά όπως μια μικρή κλινική και θα μπορεί να εξυπηρετεί και κοντινά αγροκτήματα. Η περιοχή δε διαθέτει ιατρείο και είναι πολύ μακριά για κάποιον να πάει στο Σικάγο.

- Μα… Άλμπερτ… εγώ είμαι μια απλή νοσοκόμα. Δε γνωρίζω από δύσκολες περιπτώσεις…

- Κάντυ, πριν φύγω για Ισπανία, συναντήθηκα με το γιατρό Μάρτιν. Του έκανα την πρόταση να έρχεται μία φορά την εβδομάδα εδώ για να εξετάζει τον κόσμο και δέχτηκε.

- Πως…

- Θα τον φέρνει πρωί πρωί κάποιος από τους υπαλλήλους μου και θα τον ξαναγυρίζει πάλι στο Σικάγο το απόγευμα. Επίσης, κανόνισα ένα αυτοκίνητο να βρίσκεται μόνιμα στο ορφανοτροφείο σε περίπτωση που χρειαστεί να μεταφερθεί κάποιος στο Σικάγο.

- Άλμπερτ, είσαι εκπληκτικός. Τα σκέφτηκες όλα… αναφώνησε η Κάντυ πέφτοντας στην αγκαλιά του… και έμεινε παραπάνω εκεί με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της… Πόσο είχε επιθυμήσει την αγκαλιά του…

- Δε σου είπα και το σημαντικότερο Κάντυ, της είπε ο Άλμπερτ ελευθερώνοντας την αγκαλιά του.

- Τι μπορεί να είναι σημαντικότερο Άλμπερτ;;;

- Το συζήτησα τις προάλλες με την κα Πόνυ και συμφώνησε. Κάθε μήνα, θα έρχεται ως δωρεά της οικογένειας ένα ποσό στο ορφανοτροφείο που θα καλύπτει όλα τα έξοδα των παιδιών καθώς και το μισθό της νοσοκόμας.

- Ποιο μισθό Άλμπερτ, αφού το ξέρεις… Δε θα καταδεχόμουν ποτέ χρήματα γι αυτό το λόγο. Το θεωρώ καθήκον μου… είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τους ανθρώπους που είναι οικογένειά μου…

-Μικρή μου, είναι όλα συμφωνημένα προ πολλού. Για τους Άρντλεϋ το ποσό αυτό δεν είναι τίποτα… Τι λες Κάντυ;;; Συμφωνείς;;;

- Άλμπερτ… τον έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να σου ξεπληρώσω έστω ένα μέρος από όσα έχεις κάνει για μένα. Με κάνεις τόσο ευτυχισμένη…

Και εσύ μικρή μου.. σκέφτηκε ο Άλμπερτ φιλώντας τη στο μέτωπο…



…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο Άλμπερτ έφυγε ξανά… Σάο Πάολο αυτή τη φορά… Λιγότερες μέρες και σίγουρα πιο κοντά από τη μακρινή Ευρώπη, αλλά…

…Οι μέρες περνούσαν χωρίς η Κάντυ να έχει νεώτερα από τον Άλμπερτ. Ένα πρωί η αδερφή Μαρία της φώναξε χαρούμενη πως μόλις είχε λάβει γράμμα…

Όπως τον παλιό καιρό, η Κάντυ έτρεξε στον αγαπημένο της λόφο για να το διαβάσει… Ήταν από το Σάο Πάολο… Ο Άλμπερτ της έγραψε με λίγα λόγια τα νέα του… Πόσο χαρούμενη ήταν… Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε… Θα ανέβαινε αμέσως στο μικρό γραφειάκι της να του γράψει… Άλλωστε, δεν μπορούσε να καθίσει και άλλο εκεί. Αν και βρίσκονταν στα τέλη του καλοκαιριού ο ήλιος έκαιγε ακόμη πολύ…

Οι λέξεις έπαιζαν μέσα στο μυαλό της… Ήθελε τόσα να του γράψει… μα δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει… Σκέφτηκε να του γράψει για τα επικείμενα σχέδιά του για το ορφανοτροφείο… Μμμ… όχι… είχε ήδη πολλές σκοτούρες και δεν ήθελε να τον επιβαρύνει… Θυμήθηκε τη συνάντησή τους στην αίθουσα με τα πορτραίτα… Ο Τζωρτζ… πόσο λυπημένο ήταν το βλέμμα του. Ποιες σκέψεις να τον βασάνιζαν… Ήθελε να ρωτήσει τον Άλμπερτ… Μμμμ… τι άλλο; θα του έγραφε τις εντυπώσεις της… Είχε ξαναδεί τους φίλους της, συζήτησαν τόσα για τον παλιό καιρό…

Οι αναμνήσεις τη γύρισαν πίσω… Θυμήθηκε το χωρισμό της από τον Τέρρυ… Τα δάκρυα την έπνιξαν… Σκέφτηκε να γράψει όσα ένιωθε στο χαρτί… όχι τόσο για να τα στείλει… περισσότερο μάλλον για να τα απομυθοποιήσει… Τον Τέρρυ τον είχε αγαπήσει πολύ… σήμερα όμως όλα ανήκαν στο παρελθόν… Θα τον στήριζε πάντα, αλλά δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι μαζί… Και… μάλλον δε θα την ενδιέφερε μια τέτοια προοπτική… Είχε τη δουλειά της, τους φίλους της, την οικογένειά της… Ήταν πια ευτυχισμένη…

…Χάρη στον Άλμπερτ της. Της έλειπε ξανά η παρουσία του. Ήξερε πως σύντομα θα γύριζε και, ήθελε πολύ να τον ξαναδεί… Σκεφτόταν πως έπρεπε να πάει στο Σικάγο να αγοράσει φάρμακα που της τελείωναν και με την ευκαιρία ίσως κατάφερνε και να τον δει. Θα κανόνιζε και με την Άννυ και τον Άρτσυ να πάνε για καφέ… Είχε πάρα πολύ καιρό να δει τη φίλη της… από το μνημόσυνο του Στήαρ…

Κατέγραψε τις σκέψεις της στο χαρτί, το τύλιξε και το έβαλε στον φάκελο. Άραγε, θα αργούσε να φτάσει στον προορισμό του;;; Το σφράγισε με ένα φιλί…
 
Η Κάντυ σκεφτόταν πως η αδερφή Μαρία έκανε εκπληκτική δουλειά ως δασκάλα των παιδιών… Τα χρόνια όμως περνούσαν και οι ανάγκες μεγάλωναν. Μήπως είχαν ανάγκη από μια πραγματική δασκάλα;;; Και ποιος ή ποια θα δεχόταν να έρθει εδώ πάνω. Η ζωή με τόσα παιδιά είναι πολύ δύσκολη ειδικά για κάποιον που δεν έχει ζήσει στην απομόνωση της επαρχίας… Χαμένη στη σκέψεις της, δεν άκουσε την άμαξα που πλησίαζε. Ο Τομ έφερνε προμήθειες στο σπίτι. Φτάνοντας κοντά η Κάντυ διαπίστωσε πως ήταν και η Άννυ μαζί του.

- Άννυ… Τομ! Φώναξε η Κάντυ χαρούμενα… Πάνω που σκεφτόμουν αυτές τις μέρες να έρθω να σε βρω στο Σικάγο… Η φίλη της όμως την πλησίασε γεμάτη ανησυχία…

- Κάντυ θέλω να σου μιλήσω. Το πρόσωπο της Άννυ έδειχνε στεναχωρημένο.

-Άννυ… τι συμβαίνει;;; Θα μου πεις;;; Σου συμβαίνει κάτι;;;

- ‘Οοοχι Κάντυ… Δεν…

- Τότε με τους γονείς σου;;; Έπαθε κάτι ο κος Μπράιτον;;; Ο Άρτσυ μήπως;;;

- Κάντυ, ηρέμησε. Δε συνέβη σε μένα κάτι κακό… Να… ο Άλμπερτ…

- Τι Άννυ;;; Τι έπαθε ο Άλμπερτ;;;

- Κάντυ… δεν ξέρω αν πρέπει να σου το πω… αλλά ακούγεται κάτι…

- Τι Άννυ;;;;; πέσ’ μου…

Και τα τρία παιδιά ήταν αναστατωμένα. Κανείς τους δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ανέβαινε το λόφο. Η Ελίζα κατέβηκε.

- Λοιπόν, Κάντυ φτωχούλα μου… Εδώ θα μείνεις από τώρα και στο εξής. Μέχρι και ο θείος Γουίλιαμ ή μάλλον ο φίλος σου ο Άλμπερτ σε κάνει πέρα. Η Νομική του υπηρεσία κατέθεσε αίτηση ώστε να χάσεις το όνομα των Άρντλεϋ και να μην έχεις δικαίωμα στην κληρονομιά της οικογένειάς μας… επιτέλους ο θείος έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Δε φαντάζεσαι πόσο χαρούμενοι είμαστε όλοι και ειδικά η θεία Ελρόυ…

-Κάντυ… φώναξε η Άννυ…

-Είσαι φίδι Ελίζα. Αλλά να ξέρεις πως δε με ενδιαφέρει καθόλου αν οι Άρντλεϋ με αποκλήρωσαν…

- Άκου να σου πω παλιογρουσούζα… Από τότε που πάτησες το πόδι σου στην οικογένειά μας, μόνο κακοδαιμονία έφερες… Εσύ φταις που ο Άντονυ σκοτώθηκε. Και τώρα και ο Στήαρ…

- Τι λες… τι λες Ελίζα;;;;

- Όλη η οικογένεια γνωρίζει πως φταις εσύ… Δεν έπρεπε ποτέ να σε μαζέψουμε από αυτό το βρωμερό ορφανοτροφείο. Και ούτε να σε υιοθετήσει αυτός ο θείος Γουίλιαμ. Ποιος ξέρει τι του έκανες... Αλλά ευτυχώς… ήρθε στα συγκαλά του…

- Ελίζα! Που το βρίσκεις τόσο μίσος;;; Τι σου έχω κάνει πιά;;;

- Τολμάς και ρωτάς;;; Η Ελίζα ετοιμάζεται να χαστουκίσει την Κάντυ αλλά το χέρι της το πιάνει ο Τομ.

-Κακομαθημένο βρωμοκόριτσο… Έτσι και απλώσεις χέρι στην Κάντυ θα έχεις να κάνεις μαζί μου. Δε χτυπάω γυναίκες αλλά εσύ δεν έχεις σχέση με αυτές…

- Τι;;;; πως τολμάς παλιόπαιδο;;; Η Ελίζα προσπαθεί να χτυπήσει τον Τομ, αλλά το δυνατό του χέρι πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό της.

- Αφησέ την Τομ… φώναξε η Κάντυ…

Η Ελίζα κρατώντας το μάγουλό της που ζεματούσε από τη σφαλιάρα του Τομ, τρέχει προς το αυτοκίνητό της ουρλιάζοντας. «Κάντυ, τόλμησες να ρεζιλέψεις τους Ράνγκαν αλλά πήρες αυτό που σου άξιζε από εκεί που δεν το περίμενες. Γελάστηκες αν νόμιζες πως θα παρέμενες μια Άρντλεϋ.. Δεν το περίμενες ποτέ, έτσι Κάντυ;;; Δεν ανήκεις σε καμιά οικογένεια. Είσαι και πάλι επίσημα έκθετο όπως ήσουν πάντα».

Η Κάντυ αναλύεται σε δάκρυα… η Άννυ και ο Τομ προσπαθούν να τη συνεφέρουν. Φεύγει τρέχοντας για το λόφο.

-Κάντυ…

-Μην ανησυχείς, Τομ. Θα της μιλήσω εγώ…

Η Κάντυ πέφτει στο χώμα και κλαίει. Ο πρίγκηπάς της… ο φίλος της ο Άλμπερτ της… πως μπόρεσε να της κάνει κάτι τέτοιο;;;

Όχι όχι… αρνείται να το πιστέψει. Όχι ο Άλμπερτ… κάποιο λάθος θα έχει γίνει… Δεν μπορεί… σίγουρα ψεύδη της Ελίζας… Αλλά γιατί να έρθει μέχρι εδώ αν είναι ψέματα…. Δεν την ενδιέφερε η κληρονομιά ή το όνομα… αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πως ο Άλμπερτ το έκανε αυτό χωρίς να την ενημερώσει πρώτα… Όχι.. Ο Άλμπερτ μόνο μπορούσε να υπογράψει τέτοια απόφαση… Πως μπόρεσε;;; Αυτός δεν ήταν που της έλεγε πως θα παραμένει θετή του κόρη όσο εκείνος το ήθελε… Τι μεσολάβησε;;; Σίγουρα του είχε πει η ίδια κάποτε πως δεν μπορούσε να ανέχεται άλλο τις προσβολές αλλά… γιατί δεν το είπε πρώτα σ΄εκείνη;;;

- Μην κλαις Κάντυ… η Άννυ πέρασε στοργικά τα χέρια της γύρω από την Κάντυ και την αγκάλιασε. Είμαι σίγουρη πως ο Άλμπερτ δε θα έπαιρνε κάποια απόφαση για να σε βλάψει. Πάντα σε αγαπούσε και πάντα ήταν κοντά σου. Θα έχει τους λόγους του που το έκανε… Κάντυ μου, μου το ανακοίνωσε ο Άρτσι αλλά δεν ήξερα πώς να σου το πώ χωρίς να σε πληγώσω. Δεν πρόλαβα την Ελίζα. Κάντυ μου σε παρακαλώ μη μου στενοχωριέσαι…

Το κορίτσι σηκώνεται σκουπίζει τα μάτια της και οι δύο φίλες κατηφορίζουν προς το σπιτάκι. Η αδελφή Μαρία βλέπει την Κάντυ αναστατωμένη και τη ρωτάει τι συνέβη.

Η Κάντυ δεν έχει όρεξη για κουβέντες, ξαπλώνει στο μικρό της κρεβατάκι. Ξαφνικά κρυώνει. Σκέφτεται όσα μόλις πληροφορήθηκε και τα δάκρυα ξανακυλάνε στα μάτια της.

Ω Άλμπερτ… γιατί και εσύ;;; Νόμιζα… νόμιζα… πως ένιωθες όπως εγώ… Άλμπερτ μετά από όσα περάσαμε… πως μπόρεσες;;;;;

Η Κάντυ δεν μπορεί να πιστέψει πως ο αγαπημένος της φίλος την πρόδωσε. Η πόρτα χτυπάει.

-Κάντυ, Κάντυ, έλα έξω παιδί μου σε παρακαλώ. Θέλω να μιλήσουμε. Παιδί μου άφησέ μας να σου εξηγήσουμε.

- Σας παρακαλώ κα Πόνυ. Δε νιώθω καλά… Ίσως αύριο…

- Κάντυ άκουσέ με… Έλα εδώ…

Η Κάντυ δεν θέλει να ακούσει τίποτα… Κλείνει τα αυτιά της και κλαίει με λυγμούς…

- Κάντυ, έχε εμπιστοσύνη στον Άλμπερτ. Ξέρει τι κάνει παιδί μου...

Εμπιστοσύνη… Εμπιστοσύνη… τα λόγια τριβελίζουν το μυαλό της μικρούλας.

Πρέπει να του έχω εμπιστοσύνη… Ο Άλμπερτ ποτέ… εγώ και ο Άλμπερτ…

Μα τι σκέφτομαι… Πρέπει να το βγάλω από το μυαλό μου.
 

Τζωρτζ

Σικάγο. Ο Τζωρτζ ενημερώνει τον Άλμπερτ πως όλα έγιναν όπως τα ήθελε και του παραδίδει το πιστοποιητικό λύσης της υιοθεσίας μαζί με ένα πάκο άλλα χαρτιά.

Τι κρίμα που δεν έμειναν κρυφές οι κινήσεις του σκέφτηκε ο Άλμπερτ. Είχε πληροφορηθεί από τον Άρτσυ το σκηνικό με την Ελίζα. Ήξερε πως ακούγονταν διάφορα πολύ κοντά στην αλήθεια αλλά ποτέ δεν πίστευε πως η Ελίζα θα καταδεχόταν να φτάσει ως το ορφανοτροφείο… Για τον Νηλ ήξερε πως όσο έλπιζε δε θα πείραζε την Κάντυ… Η Ελίζα όμως δεν άφησε την ευκαιρία να πάει ανεκμετάλλευτη.

Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και το φάκελο που του παρέδωσε ο Τζώρτζ.

Κοίταξε την τσέπη του… όλα ήταν στη θέση τους. Ή τώρα ή ποτέ σκέφτηκε…

Έβαλε μπροστά… μα τι συμβαίνει… γιατί δεν παίρνει μπρος το αυτοκίνητο; Μάλλον είναι πολύ νευρικός… Ας μην πάει κάτι άλλο στραβά σήμερα… Ξαναπροσπαθεί… Τζίφος, το αυτοκίνητο χάλασε…

Ο Τζωρτζ αναλαμβάνει να πάει τον Άλμπερτ μέχρι το σπίτι δίπλα στο ποτάμι.

Δε χρειάζεται να τον πάει παραπέρα. Ο δρόμος είναι γνωστός… χρόνια τώρα. Ο φιδωτός χωμάτινος δρόμος πίσω από το σπίτι οδηγεί μέσα από το δάσος στο γνωστό λόφο. Χωρίς να γίνεται κανείς αντιληπτός από τη δημοσιά. Εκεί που για χρόνια εξαφανιζόταν ο Άλμπερτ νομίζοντας πως κανείς δεν ξέρει το μυστικό του. Ο Τζωρτζ χαμογέλασε… Χρόνια δίπλα στον Άλμπερτ ήταν ο πιο κοντινός του άνθρωπος. Σχεδόν σαν πατέρας ή μάλλον σα μεγαλύτερος αδερφός. Το είχε άλλωστε υποσχεθεί τόσο στον πατέρα του Άλμπερτ όσο και στη Rosemary.

Έφερε το γλυκό της πρόσωπο μπροστά του. Ούτε μια μέρα δεν έφυγε από τη σκέψη του… Άναψε τσιγάρο… Πόσο ερωτευμένος υπήρξε τότε… κι όμως… ήξερε πως δεν μπορούσε ποτέ να την έχει. Έχτιζαν πύργους στην άμμο… Η οικονομική του κατάσταση δε θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από τους Άρντλεϋ… τότε… Και όμως… Κάποτε η οικογένειά του ήταν από τις πιο εύρωστες στη Γαλλία. Η ναυτιλιακή εταιρία του πατέρα του όμως έπεσε έξω. Ο πατέρας του έχασε τα πάντα ακόμα… και τη ζωή του. Ο πατέρας του Άλμπερτ φρόντισε να πάρει υπό την προστασία του εκείνο το χαμίνι που πήγε να του βουτήξει τη βαλίτσα στο λιμάνι στη Γαλλία και να το σπουδάσει σα να ήταν δικός του γιός. Παιδάκι ακόμη ο Άλμπερτ όταν ο έφηβος Τζωρτζ ερωτευόταν την πανέμορφη Rosemary. Πόσα χρόνια έμεινε κρυφός ο έρωτάς τους… πόσα ατέλειωτα χάδια και φιλιά στη λίμνη πίσω από το σπίτι… Και όταν το ειδύλλιο έγινε αντιληπτό από τη μεγάλη θεία πόσο μεγάλος ο πόνος του χωρισμού…

Η θεία δε θα ανεχόταν κανένα σκάνδαλο. Φρόντισε να σβήσει κάθε υποψία παντρεύοντας τη Rosemary με τον πλούσιο και κατά πολύ μεγαλύτερό της κο Brown… Άλλωστε εκείνη αναλάμβανε τα ηνία της οικογένειας όσο ο αδερφός της έλειπε σε ταξίδια για δουλειές. Μικρός ήταν ο Άλμπερτ όταν της έφτασαν τα μαντάτα… Ληστές τον πυροβόλησαν στο δρόμο… ίσα που θα προλάβαινε να του μιλήσει για τελευταία φορά.

Ο Άλμπερτ μοναδικός άρρεν κληρονόμος δεν μπορούσε να αναλάβει ακόμη. Ο Τζώρτζ ήξερε πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς… Εκείνη ήταν έτοιμη να τινάξει τα πάντα στον αέρα για χάρη του έρωτά τους, αυτός όμως υποτάχτηκε στη θέληση της θείας... Λίγα χρόνια αργότερα η αγαπημένη του έσβηνε στην αγκαλιά του Μπερτ.

Και τώρα ο Άλμπερτ ολόκληρος άντρας… ερωτευμένος με εκείνα τα απύθμενα πράσινα μάτια που τόσο θύμιζαν τη Rosemary

Έσβησε το τσιγάρο του… χαμογέλασε… Όλα θα πάνε καλά Άλμπερτ…




Μην κλαις μικρούλα…

Η Κάντυ αμίλητη έκανε τις δουλειές της. Παρά τις προσπάθειες και τις προτροπές της κας Πόνυ, δε δεχόταν να ακούσει τίποτα για τον Άλμπερτ.

-Αφήστε την κα Πόνυ. Έχει περάσει πολλά η μικρή μας… θέλει το χρόνο της. Όταν νιώσει καλύτερα θα δεχτεί να μιλήσουμε…

-Δεν μπορώ αδερφή Μαρία… δεν μπορώ να τη βλέπω τόσο στενοχωρημένη. Ας μας άκουγε τουλάχιστον. Ω Κάντυ… πόσα θα έχει περάσει αυτό το παιδί που τα κρατάει κλεισμένα στην καρδιά του…

Η κα Πόνυ κοίταζε έξω από το παράθυρο τη φιγούρα της Κάντυ…

-Πάει πάλι προς το λόφο… Θα έρθει το μεσημέρι να πέσει στο κρεβάτι χωρίς φαγητό για να μη δούμε το κλαμένο της πρόσωπο…

Η Κάντυ ξάπλωσε στη σκιά του δέντρου της. Ξαναφέρνει στο νου της το πικ νικ που έκαναν στις όχθες της λίμνης έξω από το Σικάγο.

Άλμπερτ… εσύ μου είχες πει πόσο όμορφο είναι να μοιράζονται δυό άνθρωποι όσα έχουν. Μου είχες πει πως δε θα αφήσεις ποτέ κανέναν και τίποτα να με βλάψει… και εσύ ο ίδιος με αποκληρώνεις. Δε με μοιάζει που έχασα το όνομα των Άρντλεϋ και ακόμα λιγότερο τα χρήματά τους. Ποτέ δε στηρίχτηκα σε αυτά… Εσένα μόνο ήθελα να έχω στήριγμά μου… Εσύ που ήξερες τόσα για μένα πώς μπόρεσες και με πρόδωσες. Η Ελίζα και η μεγάλη θεια πάντα με μισούσαν. Εσύ όμως;;; Γιατί Άλμπερτ ;;; τι σου είπα;; τι λάθος έκανα ;;;

-Μην κλαις μικρούλα… αφού το ξέρεις πως είσαι ομορφότερη όταν γελάς…

Σαν σε όνειρο τον άκουσε η Κάντυ… Αυτόματα σηκώθηκε και άρχισε να τον γρονθοκοπεί με τις μικρές της γροθιές.

-Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Πως μπόρεσες Άλμπερτ να μου το κάνεις εσύ αυτό; Σε μισώ τ΄ ακούς;;;; Δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου…

Ο Άλμπερτ χαμογελώντας της πιάνει πίσω τα χέρια, τα κρατάει σφιχτά πίσω της με το ένα χέρι και με το άλλο της ανασηκώνει το πρόσωπο.

-Άσε με κάτω… παράτησέ με ήσυχη…

-Κάντυ κοίταξέ με… κοίταξέ με στα μάτια Κάντυ! Εγώ είμαι ο Άλμπερτ.

Πιστεύεις λοιπόν πως θα μπορούσα ποτέ να σου κάνω κακό;;;

Η Κάντυ τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν χαμογελαστά και … να… ο ήλιος λιώνει το χιόνι στην καρδιά της.

-Με… με πονάς Άλμπερτ…

Ο άντρας χαλάρωσε τη λαβή και αγκάλιασε από τους ώμους το κορμάκι που λίγο πριν τρανταζόταν από τους λυγμούς

-Γλυκιά μου, τι πίστεψες για μένα;;;;

-Δεν ξέρω Άλμπερτ, δεν ήξερα…. Η Ελίζα… και η Άννυ και… -ξαναγριεύει-

-Γιατί με άφησες να το μάθω από τους άλλους; Τι σε έκανε να πιστεύεις πως είχα τόση μεγάλη ανάγκη το όνομά σου…

-Κάντυ ηρέμησε…

-‘Όχι… όχι… σε μισώ….

Τα μάτια του σκούρυναν, στένεψαν. Της έριξε το κεφάλι πίσω και τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της. Μάταια η Κάντυ προσπαθούσε να ξεφύγει… την έσφιξε περισσότερο πάνω του.

Το σώμα μου λυγίζει μα δε θα το αφήσω να περάσει έτσι… Εγώ… τον μισώ… ο Τέρρυ…Εγώ…

Ο Άλμπερτ χαλαρώνει το σφίξιμό του. Τώρα τα χέρια του αγκαλιάζουν γλυκά το πρόσωπό της όσο το στόμα του εξερευνεί το δικό της… Το χέρι του κατεβαίνει στη μέση της και την τραβάει απαλά πάνω του. Η Κάντυ ονειρεύεται… το ξέρει…

Δεν μπορεί να τη φιλάει ο Άλμπερτ… Είναι ο αδερφός της, ο φίλος της…ο πατέρας της… και αυτή είναι ερωτευμένη με τον …. Τερ… με τον Άλμπερτ… ναι τον Άλμπερτ.

-Κάντυ…

Ο Άλμπερτ κοιτά το μισάνοιχτο στόμα της Κάντυ που μόλις άφησε αλλά θέλει πολύ να το ξανατρυγήσει…

Ας είναι εγκρατής… έχει αρκετά να πει και να κάνει…

Η Κάντυ στηρίζει αμήχανα – άτσαλα τα πόδια της στο έδαφος ζαλισμένη ακόμη από την κίνηση του Άλμπερτ. Αν δεν την κρατούσε ακόμη σίγουρα θα είχε πέσει…

Μα τι μου συνέβη; Δεν είναι η πρώτη φορά… και ο Τέρρυ… αλλά τώρα… η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει … πετάριζε

Ω!! Κοκκινίζει χαμηλώνοντας το βλέμμα…

-Κάντυ… της είπε γλυκά ο Άλμπερτ. Μα στ’ αλήθεια πέρασε απ’ το μυαλό σου πως θα σου έκανα κάτι που θα σε έβλαπτε;;; Δε σου εξήγησε η κα Πόνυ;;

-Η κα Πόνυ;;;; Όοοχι Άλμπερτ. Η αλήθεια είναι πως προσπάθησαν αλλά… Ήμουνα τόσο στενοχωρημένη που δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα… Η Ελίζα, Άλμπερτ… ήρθε από εδώ και μου πέταξε στα μούτρα πως…

Τα μάτια της υγραίνονται ξανά…

-Ακύρωσα την υιοθεσία Κάντυ, έ;;;;

-Και όχι μόνο… Άλμπερτ. Πως μόνο κακοδαιμονία έφερα στην οικογένεια… Πως εγώ… εγώ ευθυνόμουν για τους θανάτους του Άντονυ και του Στήαρ. Και… και πως όλοι χάρηκαν που με έδιωξες…

- Ω Θεέ μου.. πως μπόρεσε…

-Κάντυ μου, αν είχες μιλήσει με την κα Πόνυ δε θα με έκρινες τόσο αυστηρά…

-Με την κα Πόνυ;;;;

-Ναι Κάντυ… Θυμάσαι την τελευταία φορά που ήθελα να της μιλήσω; Της εξήγησα τα σχέδιά μου και πήρα τη συγκατάθεσή της για όσα σκόπευα να κάνω. Νωρίτερα με είχες ενημερώσει για τα επικείμενα σχέδιά σου, να μείνεις στο ορφανοτροφείο και να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου σα νοσοκόμα στα παιδιά.

-Σωστά… Και εσύ προσπάθησες να με μεταπείσεις…

-Είχα τους λόγους μου… Δεν ήθελα να φύγεις μακριά μου Κάντυ. Στο Σικάγο είναι το κέντρο των επιχειρήσεών μου. Αν έμενες εκεί θα μπορούσα να σε βλέπω καθημερινά. Το σπίτι στο δάσος δε με εξυπηρετεί για να μένω και, Κάντυ, δεν άντεχα στη σκέψη να μην είσαι εκεί κοντά μου… Όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να σου επιβάλλω τη γνώμη μου και να σε μεταπείσω. Αντίθετα, Κάντυ θα σε υποστήριζα ό, τι και να αποφάσιζες. Έτσι, μου πέρασε μια σκέψη από το μυαλό και θέλησα να τη συζητήσω με την κα Πόνυ.

-Ποια σκέψη Άλμπερτ; Η μικρούλα τον κοιτάει με βλέμμα γεμάτο απορία.

-Όταν ήρθες να με βρεις στο Λέικγουντ μου είχες αναφέρει πως δε θέλεις πλέον να έχεις το όνομα της οικογένειας, σωστά Κάντυ;;;;

-…Άλμπερτ… εγώ…

- Κάντυ, δε θα προχωρούσα ποτέ στη λύση της υιοθεσίας αν δε μου το ζητούσες εσύ η ίδια. Στο Λέικγουντ νόμιζα πως έφταιγε η θεία Ελρόϋ με το γάμο που ήθελε να σου επιβάλλει… Όταν όμως το επανέλαβες και εδώ, ένιωσα πως το επιθυμούσες αλλά δεν μπορούσες να βρεις τρόπο να μου το πεις… Δεν θα το έκανα αν δε σε εξασφάλιζα πρώτα οικονομικά και δεν έπαιρνα τη συγκατάθεση της κας Πόνυ… Μετά, έμενε μόνο να τακτοποιηθεί το νομικό κομμάτι. Την επομένη της συνάντησής μας τα συζήτησα με τον Τζωρτζ. Δε σου κρύβω, πως ένιωσα πολύ άσχημα που θα έπρεπε να ακυρώσω αυτή την πράξη… Σιγά σιγά όμως το δέχτηκα και σκέφτηκα πως είναι καλύτερα για όλους μας…

Θεέ μου πόσο εγωίστρια υπήρξα… αντί να σκεφτώ την άσχημη θέση στην οποία θα ερχόταν ο Άλμπερτ με όλους τους Άρντλεϋ να επιβεβαιώνουν πως ήταν λάθος η αρχική του κίνηση να με υιοθετήσει, σκεφτόμουν μόνο πως θα αντιμετώπιζα την Ελίζα…

-… Άλμπερτ… συγχώρεσέ με… δεν φαντάστηκα πως… ω αγαπημένε μου φίλε …

Η Κάντυ κάνει την κίνηση να αγκαλιάσει τον Άλμπερτ αλλά εκείνος τη σταματά.

-Φίλος, Κάντυ;;;; μόνο φιλία νιώθεις για μένα;;;;

-Άλμπερτ;

-Φαίνεται τελικά πως δεν υπάρχει άντρας στην οικογένεια των Άρντλεϋ που να μη σε ερωτευτεί… της λέει ο Άλμπερτ χαμογελώντας.

-Άλμπερτ… τι είναι αυτά που λες;;;

Το μυαλό της Κάντυ ξαναγύρισε στο πρωτόγνωρο – παθιασμένο φιλί που της είχε δώσει ο άντρας που στεκόταν μπροστά της… Ένιωσε πάλι τον ήλιο να τρυπώνει από την πυκνή φυλλωσιά στην καρδιά της και να την κάνει να πεταρίζει… Έδιωξε τη σκέψη… δε γίνεται με τον Άλμπερτ… αφού τον βλέπει σαν αδερφό της…

-Ναι Κάντυ… δεν μπορώ πιά να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου. Στην αρχή ήταν μόνο η υπόσχεση που είχα δώσει στη γιαγιά σου. Σιγά σιγά όμως τρύπωσες στην καρδιά μου. Τώρα μου είναι οδυνηρό να βρίσκομαι μακριά σου… Και δε θα μπορούσε να συμβεί αν δεν ακύρωνα την υιοθεσία…

- Κάντυ…

Ο Άλμπερτ γονατίζει μπροστά της και βγάζει από την τσέπη του ένα κιτρινισμένο δαντελένιο μαντηλάκι…

… δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα πλάι μου…

Η Κάντυ τον ακούει εμβρόντητη… σχεδόν δεν καταλαβαίνει για πότε ο Άλμπερτ παίρνει το χέρι της γλιστρώντας το λεπτό δαχτυλίδι στο μικρό της δάχτυλο.

-Σα να φτιάχτηκε για σένα Κάντυ…

- Άλμπερτ… Η Κάντυ κοιτάζει μια το δαχτυλίδι και μια τον Άλμπερτ… Πως τα φέρνει η ζωή… Πριν λίγο νόμιζε πως δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της και τώρα νιώθει πως δεν αντέχει μακριά του…. Μα τι είναι αυτά που σκέφτεται… Δεν μπορεί να δεχτεί το δαχτυλίδι… Είναι απότομο, απρόσμενο, απροειδοποίητο, απίστευτο…

-Άλμπερτ… συγνώμη αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ… δεν ξέρω αν μετά τον Τέρρυ, εγώ…

Μα τι λέω;;; Η σκέψη του Τέρρυ δε με έχει απασχολήσει εδώ και πολύ καιρό… Και πάλι όμως… δε γίνεται…

Κάνει να βγάλει το δαχτυλίδι… Ο Άλμπερτ της πιάνει τα δάχτυλα τα ακουμπάει απαλά στα χείλη του και τα σφίγγει στην καρδιά του…

-Κάντυ… άκουσέ με… Ξέρω πόσο ερωτευμένη ήσουν με τον Τέρρυ… Δε σου ζητάω να αποφασίσεις τώρα… Το μόνο που θέλω είναι να μου δώσεις χρόνο να προσπαθήσω να κερδίσω την καρδιά σου… Αν πάλι δεν τα καταφέρω, δε θα σε ενοχλήσω ποτέ γι αυτό το ζήτημα… Θα αποσυρθώ από τη διεκδίκηση αλλά θα είμαι πάντα δίπλα σου για ό,τι χρειαστείς…

Σκύβει και φιλάει απαλά τα χείλη της. Η Κάντυ κλείνει τα μάτια και μισανοίγει αυθόρμητα τα χείλη της. Ο Άλμπερτ δε συνεχίζει. Χαμογελάει και απομακρύνει το πρόσωπό του από το δικό της που έγινε κόκκινο σαν της παπαρούνας.

Χαζή Κάντυ… πως αφέθηκες έτσι;;;

-Έλα, ας κατεβούμε…

Καθώς κατεβαίνουν από το λόφο, η Κάντυ προσπαθεί να κρατήσει μια απόσταση από τον Άλμπερτ. Η καρδιά της χτυπάει τρελά και νομίζει πως ήδη ο Άλμπερτ την ακούει… Και όχι μόνο… Δεν καταλαβαίνει γιατί, αλλά τώρα η επαφή με το κορμί του την αναστατώνει.. Πως έγιναν έτσι τα πράγματα;;;; Απίστευτο…

Από το ορφανοτροφείο η κα Πόνυ βλέπει τους δύο τους να κατηφορίζουν και γυρνώντας χαμογελαστά στην αδερφή Μαρία λέει:

- Το κοριτσάκι μας είναι και πάλι ευτυχισμένο… Έχω ένα πολύ καλό προαίσθημα για τους δυό τους.
 

Σκέψεις

Η Κάντυ δεν έδειξε το δαχτυλίδι στην Κα Πόνυ και στην αδερφή Μαρία. Ήξερε πως λάτρευαν τον Άλμπερτ και θα χαίρονταν πολύ με αυτή του την κίνηση.

Ήταν η πρώτη φορά που ένας άντρας της έκανε πρόταση γάμου. Η περίπτωση του Νηλ δεν πιάνεται. Εκείνη η πρόταση είχε εξελιχθεί σε εφιάλτη για την Κάντυ.. Περιεργάστηκε το όμορφο, λεπτοκαμωμένο δαχτυλίδι… Ήταν από λευκόχρυσο… α! και πόσο το στόλιζε το μαργαριταράκι… Η Κάντυ θυμήθηκε πως ο Άλμπερτ το έβγαλε από ένα διπλωμένο μαντηλάκι… Κιτρινισμένο από τον καιρό…

Άραγε να ήταν οικογενειακό κειμήλιο;;; Δε θύμιζε σε τίποτα τα φορτωμένα πέτρες δαχτυλίδια που συνήθιζαν να φοράνε οι γυναίκες της οικογένειας των Άρντλεϋ. Ήταν σίγουρα φτιαγμένο για λεπτά χέρια… Για ποιάν όμως… Ίσως ο Άλμπερτ να ήθελε να το προσφέρει σε κάποια κοπέλα του παλιότερα. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της. Ποια να ήταν αυτή η γυναίκα για την οποία είχε αγοράσει ο Άλμπερτ το δαχτυλίδι;;; Όσα χρόνια τον ήξερε ποτέ δεν τον άκουσε να αναφέρεται σε μια γυναίκα. Να την έχει ξεπεράσει τώρα;

Εκείνη όμως δεν αισθανόταν σίγουρη. Το μυαλό της γύρισε στον Τέρρυ. Σε λίγους μήνες θα συμπληρωνόταν ένας χρόνος που είχαν χωρίσει… Και η πληγή;;; ήταν ανοιχτή και μάτωνε;;;; Εκείνη την ημέρα που τον άφησε στο Ρόκστοουν ήταν σίγουρη πως ο κύκλος είχε οριστικά κλείσει για εκείνην και τον Τέρρυ. Το μυαλό της τριβέλιζε η σκέψη του Άλμπερτ και μόνο. Να τον βρει, να είναι καλά και να γυρίσουν ξανά στο σπιτάκι τους… Και ας έλεγε ό,τι ήθελε όχι μόνο η γειτονιά, αλλά ο κόσμος ολόκληρος… Ήθελε να μείνει για πάντα μαζί του… Ερωτευμένη όμως ήταν;;;

Η Κάντυ το σκέφτηκε καλά. Δεν μπορούσε να δεχτεί την πρόταση του Άλμπερτ.

Παρά το ψέμα που ξεστόμισε στον Άλμπερτ, ήξερε πως τον Τέρρυ τον είχε αφήσει οριστικά πίσω της. Όμως τον Άλμπερτ… όσο και να τον αγαπούσε, θα έδινε και τη ζωή της για αυτόν δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του… Όχι τουλάχιστον όπως ήταν με τον Τέρρυ… Αν και…

…Η σκέψη της γύρισε στο φιλί… πόσο διαφορετικό… και ο Τέρρυ την είχε φιλήσει με πάθος στη γιορτή του Μάη… αλλά τώρα ήταν αλλιώς… το σώμα της διαμαρτυρήθηκε.

Τι μου συμβαίνει;;; σκέφτηκε η Κάντυ;;; Δεν μπορεί να είμαι ερωτευμένη με τον Άλμπερτ… Πόσες φορές τις τελευταίες μέρες επανέλαβε αυτά τα λόγια;;;

Δε γίνεται… Αποκοιμήθηκε σίγουρη πως το πρωί η απόφαση θα είχε ωριμάσει μέσα της…




Άλμπερτ

Η δυσκολία είχε περάσει. Επιτέλους μπόρεσε να πει στο αγριμάκι του τι ένιωθε γι αυτό.

Χρόνια τώρα παρακολουθούσε στα κρυφά την Κάντυ να μεγαλώνει. Τα πρώτα της βήματα, τα ατέλειωτα παιχνίδια με την Άννυ, οι χιονάνθρωποι, οι βόλτες με το έλκηθρο τα φάλτσα τραγούδια και τα γέλια που αντηχούσαν στο λόφο. Μα το καλύτερό της ήταν να σκαρφαλώνει στο δέντρο σα μαϊμουδάκι και να υπερασπίζεται τη φίλη της σα λιοντάρι. Πόσο δίκιο είχε η γιαγιά της. Η Κάντυ στο σπίτι του μικρού αλόγου ήταν ευτυχισμένη. Αν μπορούσε να τη δη από ψηλά, θα ήταν και εκείνη ευτυχισμένη … Μα πάνω απ΄όλα περήφανη… πού βρήκε το θάρρος τόσο μικρό παιδάκι και τα έβαλε με τον κόσμο ολόκληρο;;; Ο Άλμπερτ δεν πίστευε στα μάτια του όταν το αυτοκίνητο του κου Μπράιτον έφευγε με την Άννυ. Οι δύο φίλες χώριζαν… Το χειρότερο όμως ήταν μπροστά… Την ημέρα που η Άννυ έστειλε το τελευταίο της γράμμα, το αγριμάκι του πληγώθηκε κατάκαρδα. Μόλις είχε τελειώσει το βαρετό κυνήγι της αλεπούς. Ποτέ δε συμπάθησε αυτά τα ηλίθια έθιμα της οικογένειάς του και φρόντισε να επιστρέψει νωρίς στο λόφο του. Άλλωστε, μόνο που τον έντυναν με την οικογενειακή τους ενδυμασία. Όλη τη μέρα τον κρατούσαν κρυμμένο για να μη μαθευτεί πως είναι ο κληρονόμος... Τώρα όμως… έβλεπε τη μικρή του να κλαίει ανήμπορος να την ηρεμήσει… Η μουσική… ναι η μουσική θα της έφτιαχνε ίσως τη διάθεση…

Ήταν ακόμη ντυμένος με την παραδοσιακή στολή της οικογένειας και κουβαλούσε την γκάιντα. Δεν ήξερε πολλά να παίζει πέρα από το εμβατήριο της οικογένειάς του.

Αυτό ήταν… Μόλις άρχισε να παίζει και να την πλησιάζει, η μικρή ανασήκωσε το κορμάκι της από το χώμα και τον κοίταξε περίεργα. Ήταν η πρώτη φορά στα έξι χρόνια που την έβλεπε από τόσο κοντά… Μα τι όμορφα μεγάλα μάτια ήταν αυτά…

Σαν της Rosemary… της αδερφής του που είχε «φύγει» λίγα χρόνια πριν… Του χαμογέλασε… πόσο φωτίστηκε αυτό το γλυκό προσωπάκι. Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες και κατάλαβε πως η μπόρα είχε περάσει. Συνέχισε να παίζει και χάθηκε στην πίσω πλευρά του λόφου. Έπρεπε να επιστρέψει…. Θα τον αναζητούσαν και δεν είχε διάθεση να δώσει εξηγήσεις… άκουσε τη φωνή της μικρούλας που τον έψαχνε αλλά ήταν ήδη αργά… Τουλάχιστον… χαμογελούσε…

Το μονοπάτι που οδηγούσε από το λόφο στο σπίτι ήταν καλά κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα. Το γνώριζε όμως απέξω και ανακατωτά τόσα χρόνια τώρα. Το είχε ανακαλύψει χάρη στους φίλους του τα ελαφάκια που χάνονταν ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων και σε λίγα λεπτά έφταναν στην κορυφή του λόφου. Έμαθε να τρέχει ξωπίσω τους και να δρασκελίζει με τα μεγάλα του βήματα την απόσταση ως την κορυφή. Μα το ωραιότερο ήταν η μικρή λιμνούλα που σχηματιζόταν από υπόγεια νερά του ποταμού που διέσχιζε το Λέικγουντ. Τα ελαφάκια του αλλά και οι υπόλοιποι φίλοι του από εκεί συνήθιζαν να πίνουν εκεί νερό για να μη γίνονται αντιληπτά από τους κυνηγούς που προσπαθούσαν να τα πιάσουν παραμονεύοντας γύρω από το ποτάμι. Τα δροσερά νερά της στραφτάλιζαν στον ήλιο… Ο Άλμπερτ εκεί απομονωνόταν όταν κατέβαινε από το λόφο του. Εκτός από τον Τζωρτζ κανείς άλλος δεν ήξερε που θα τον έβρισκε, και μάλλον ήταν ο μόνος που νοιαζόταν και για το που περνούσε τις μέρες του ο κληρονόμος των Άρντλεϋ. Αν δεν είχε αναλάβει η μεγάλη θεία Ελρόϋ την ανατροφή του Άντονυ θα τον έπαιρνε μαζί του... Κρίμα που δεν πέρασε ποτέ το χρόνο που ήθελε κοντά στον ανηψιό του.

Ήταν οι τελευταίες μέρες του στο σπίτι της λίμνης. Για τρία χρόνια θα έμενε στο Σικάγο να προετοιμαστεί για το Κολέγιο του Λονδίνου. Ο πατέρας του είχε από χρόνια πεθάνει αφήνοντας την κεφαλή των Άρντλεϋ ορφανή. Ο Άλμπερτ έπρεπε να σπουδάσει πριν γίνει ο μεγάλος κληρονόμος…
 
Κεφάλαιο Δεύτερο







Οξφόρδη




Στο Κολέγιο τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά… Όχι πως ο Άλμπερτ δεν ήταν υπάκουος… Κάθε άλλο… Είχε όμως συνηθίσει να είναι ελεύθερος μετά το πρωινό ή τα μαθήματά του. Οι ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού μαζί με τα ζωάκια του ανήκαν στο παρελθόν.

Βρισκόταν στην είσοδο του Κολεγίου. Ο Τζωρτζ τον ενημέρωνε για το πώς θα μπορούσε να έρθει σε επικοινωνία μαζί του αν χρειαζόταν. Τον αποχαιρέτησε αγκαλιάζοντάς τον σα να ήταν ο αδερφός του. Και τότε την είδε. Σαν οπτασία πέρασε από μπροστά του. Στην αρχή την πέρασε για αγόρι… Τα μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά της πλαισίωναν το πάλλευκο λεπτοκαμωμένο πρόσωπό της. Είχε ένα βλέμμα σοβαρό που δεν ταίριαζε στα χρόνια της. Και ντυμένη αγορίστικα. Πρέπει να ήταν μεγαλύτερή του.

Προχώρησε στην είσοδο της Σχολής και κατευθύνθηκε προς τη Γραμματεία. Αφού τέλειωσε με τα τυπικά πήρε τη βαλίτσα του και οδηγήθηκε στο δωμάτιό του.

-Εδώ είμαστε… σκέφτηκε… Άνοιξε το παράθυρό του να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιο. Ξαφνικά άκουσε διαπληκτισμούς… Από πού να έρχονταν… Πρόλαβε και την είδε τσαντισμένη να φεύγει από την παρέα της χτυπώντας τη γροθιά της στον αέρα. Η ίδια κοπέλα… μα ποια ήταν;;; Εξακολουθούσε να είναι ντυμένη σαν αγόρι και ο Άλμπερτ δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει πόσο της πήγαινε. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έβλεπε μια κοπέλα τόσο διαφορετική. Ποιος ξέρει… Ίσως κάποτε να μάθαινε γι αυτήν.

Το μεσημέρι στην Τραπεζαρία μαζεύονταν όλα τα παιδιά. Πήρε το δίσκο του και κατευθύνθηκε σε μια κενή θέση. Ο διπλανός του τον καλωσόρισε.

- Γειά… με λένε Βλαντιμίρ… Είσαι καινούριος;;;

Έπιασαν κουβέντα. Ο Άλμπερτ δεν ήξερε κανένα. Ο Βλαντιμίρ είχε ήδη δύο χρόνια στο Camp. Σπούδαζε θετικές επιστήμες… Ιατρική ήταν η κατεύθυνση που τον ενδιέφερε. Ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του, έτοιμη στρωμένη δουλειά… Μόνο που έπρεπε να περάσει ακόμα μερικά χρόνια εδώ μέχρι να πάρει το δίπλωμά του.

- Μπα; έχουμε νεόφερτο στην παρέα;;; ο Άλμπερτ σήκωσε το βλέμμα του και συνάντησε το δικό της. Η ίδια κοπέλα. Έκατσε δίπλα του με τρομερή άνεση σα να γνωρίζονταν από χρόνια. Ο Άλμπερτ μαζεύτηκε.

- Λοιπόν.. δε θα μας συστήσει κανείς;;;

Ο Βλαντιμίρ προθυμοποιήθηκε…

- Άλμπερτ να σου συστήσω την ταραξία του κολεγίου: Μαντλέν Λαζάρντ. Μαντλέν από δώ ο Άλμπερτ… α… δεν ξέρω το επώνυμό σου…

- Άρντλεϋ. Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρντλεϋ. Χαίρω πολύ δεσποινίς. Ο Άλμπερτ χαμογέλασε με το γνωστό ζεστό του τρόπο. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Μάτια γεμάτα ζωή σκέφτηκε ο Άλμπερτ…

- Λοιπόν πλουσιόπαιδο… Είσαι καινούριος στο Camp;;;

- Σπουδάζω Οικονομικά….

- Μάλιστα… σ΄ εκπαιδεύουν για να αναλάβεις τα ηνία της οικογένεια και σε έστειλαν στο κατάλληλο μέρος… Σε ζηλεύω… Τα τμήματα που λειτουργούν για εμάς δεν είναι τόσο ενδιαφέροντα.

- Τι σπουδάζεις Μαντλέν;;;;

- Φιλοσοφία…

Ήταν η πρώτη τους συνάντηση.

Με τον καιρό ο Άλμπερτ ανακάλυπτε τι εννοούσε ο Βλαντιμίρ προσφωνώντας την Μαντλέν «ταραξία»…

Η καταγωγή της ήταν από μια αριστοκρατική οικογένεια. Κάποια όμως από τα μέλη της οικογένειάς της αυτομόλησαν. Δε θέλησαν να συνταχθούν με τις απόψεις του αυτοκράτορα και ακολούθησαν δικό τους τρόπο ζωής.

Το σπίτι τους, ένα μικρό διαμέρισμα στις όχθες του Σηκουάνα. Λίγοι ήταν τόσο προνομιούχοι ώστε να διαθέτουν σπίτι στο κέντρο του Παρισιού. Η μητέρα της, μια απελευθερωμένη γυναίκα για τα δεδομένα της εποχής ήταν από τα πιο ενεργητικά μέλη της γαλλικής κομμούνας. Δε δίσταζε να κηρύσσει τις απόψεις της και να γράφει στον τύπο της εποχής για την απελευθέρωση του εργατικού κινήματος, την κατάργηση της εξουσίας την ανυπαρξία του Θεού και τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία. Ως επισφράγιση των επιλογών της για μια απελευθερωμένη από τα κοινά πρότυπα ζωή ήρθε η Μαντλέν. Ήταν ο καρπός ενός μεγάλου έρωτα ο οποίος δεν επισημοποιήθηκε ποτέ. Η Μαρί θέλησε να μεγαλώσει την κόρη της με τα δικά της πρότυπα. Και εν μέρει θα το κατόρθωνε αν οι υποχρεώσεις της προς την εφημερίδα δεν αυξάνονταν μέρα με τη μέρα. Έτσι η Μαντλέν περνούσε αρκετές ώρες με τους παπούδες της οι οποίοι δε συμφωνούσαν πλήρως με τις απόψεις και τη ζωή της κόρης τους αλλά την είχαν αφήσει ελεύθερη να κάνει τις επιλογές της.

Οι απόψεις της γιαγιάς ήταν προχωρημένες αλλά όχι το ίδιο ρηξικέλευθες όπως του παππού. Θέλησε η εγγονή της να πάρει ολοκληρωμένη γνώση γι αυτό και την έστειλε στο Λονδίνο. Η μικρή, όμως, ήθελε να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης. Πάντα της άρεσε η ζωγραφική και από μικρή χανόταν στα ατελιέ ζωγράφων φίλων της μητέρας της αλλά και δικών της. Κάποιες φορές έκανε και το μοντέλο -δωρεάν πάντα- προκειμένου να εξασκήσουν το ταλέντο τους. Το όμορφο αγορίστικο πρόσωπό της αλλά και το καλλίγραμμο σώμα της ήταν μια πρόκληση για τους νεαρούς ζωγράφους που δεν έβρισκαν εύκολα γυμνά μοντέλα.

Στο Κολέγιο από την πρώτη μέρα που ήρθε, δεν έχασε την ευκαιρία να διατυμπανίζει τις απόψεις της. Η ομορφιά της πόλος έλξης για όλα τα αγόρια που μαζεύονταν σαν τις μέλισσες γύρω της και φθόνος για τις άλλες κοπέλες που φρόντιζαν να μεγαλώνουν το μύθο γύρω από τη Μαντλέν.

Με το Βλαντιμίρ έδειχνε μεγαλύτερη οικειότητα και φήμες για μια ολοκληρωμένη σχέση οργίαζαν. Ο Άλμπερτ έδειχνε να είναι αμέτοχος σε όλα αυτά αν και η σκέψη της Μαντλέν με το Βλαντιμίρ δεν τον ενθουσίαζε. Οι τρεις τους πάντως έκαναν αρκετή παρέα στην τραπεζαρία αλλά και στη βιβλιοθήκη. Το Κολέγιο δε σήκωνε αστεία και όποιος ήθελε να πάρει το δίπλωμά του έπρεπε να εργαστεί σκληρά.

Ένα βράδυ, ο Βλαντιμίρ είχε καλέσει τον Άλμπερτ για μελέτη στο γραφείο του. Οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου ήταν κοντά και η συνεργασία των φοιτητών απαραίτητη προκειμένου να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους. Ο Άλμπερτ είχε αρχίσει να συνηθίζει την αυστηρότητα του Κολεγίου και να ενσωματώνει τις υποχρεώσεις του στην καθημερινότητά του. Το ραντεβού ήταν για τις 9. Πήρε τα βιβλία του και ξεκίνησε για το δωμάτιο του Βλαντιμίρ. Οι φωνές τον σταμάτησαν…

«Λυπάμαι αν δεν μπορείς να το καταλάβεις… Ποτέ δεν το θεώρησα κάτι σημαντικό άλλωστε και εσύ ποτέ δε μου έδειξες πως το βλέπεις σοβαρά… Και τώρα φύγε… Έχω δουλειά…» Άκουσε τη φωνή του Βλαντιμίρ. Σε ποιόν μιλούσε;;;

Η πόρτα άνοιξε και ξεχύθηκε η μορφή της Μαντλέν. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες.. Τον κοίταξε οργισμένη… «Καταραμένο πλουσιόπαιδο…» σφύριξε μέσα από τα δόντια της και έφυγε…

Μα τι συνέβη;;; Τι δουλειά είχε η Μαντλέν εδώ;;; Χτύπησε την πόρτα. Ο Βλαντιμίρ τον καλωσόρισε και ξεκίνησαν τη μελέτη σα να μη συνέβη τίποτα…

-Άλμπερτ, ας κάνουμε ένα διάλειμμα… είπε λίγη ώρα μετά.

Ξέρεις…. τελειώνοντας το εξάμηνο αλλάζω κολέγιο.

-Βλαντιμίρ… μα γιατί;;; Είσαι από τους πρώτους εδώ… Συνέβη κάτι;;;

- Όχι. Απλά ο πατέρας μου θεωρεί πως πήρα τις γενικές γνώσεις που χρειάζομαι και αποφάσισε να με γράψει στην Βασιλική Ιατρική Σχολή. Η βαθμολογία μου είναι πολύ καλή και οι εξετάσεις θα έχουν τυπικό χαρακτήρα. Λογικά σε λίγους μήνες ξεκινώ επιτέλους την εξειδίκευσή μου.

- Δε σε πειράζει που θα φύγεις από εδώ;;; Δε θα στερηθείς τους φίλους σου…

-Έλα τώρα Άλμπερτ, ας είμαστε ειλικρινείς. Οι υποχρεώσεις μας δε μας επιτρέπουν να χτίζουμε βαθύτερες σχέσεις. Εσύ σε λίγα χρόνια επιστρέφεις στην Αμερική, εγώ στην Ρωσία η Μαντλέν στη Γαλλία. Τι είδους σχέση πιστεύεις πως θα μπορούσαμε να έχουμε πέρα της αναγκαίας για να περνάει κάπως ευχάριστα ο εγκλεισμός μας εδώ;

Ο Άλμπερτ δε σχολίασε. Δεν του άρεσαν ποτέ οι κυνικοί άνθρωποι αν και είχε πιστέψει πως στο πρόσωπο του Βλαντιμίρ είχε βρει έναν αδερφό. Να είχε τόσο γελαστεί;;;

Συνέχισαν τη μελέτη αφήνοντας ατελή την κουβέντα…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Οι εξετάσεις πλησίαζαν και οι ελεύθερες ώρες είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο. Η Μαντλέν δεν έδινε σημεία ζωής, ο Βλαντιμίρ ήταν απόμακρος και μονίμως απασχολημένος με τη μελέτη. Ο Άλμπερτ παραξενεύτηκε… Μα τι είχε συμβεί στη Μαντλέν; Γιατί δεν ερχόταν στην τραπεζαρία τουλάχιστον τα μεσημέρια;;;;

Σκέφτηκε να πάει από το δωμάτιό της να τη δει. Ήξερε πως τα πράγματα θα ήταν δύσκολα αν τον έβλεπαν. Περίμενε να βραδιάσει και πήρε το δρόμο για το δωμάτιό της. Χτύπησε απαλά την πόρτα… Κανείς… ούτε καν ένα φως να πιστοποιεί την παρουσία της. Άφησε κάτω από την πόρτα το χαρτί με το μήνυμά του ελπίζοντας κάποια στιγμή να το δει…

Παραμονές των εξετάσεων. Αν και είχε αρκετό διάβασμα ακόμη μπροστά του, θεωρούσε πως είναι καλά προετοιμασμένος. Με το Βλαντιμίρ είχαν ξαναβρεθεί μερικά βράδια προκειμένου να ετοιμάσουν τις εργασίες τους. Είχε ήδη περάσει ένα μήνας από τότε που είδε για τελευταία φορά τη Μαντλέν.

Άκουσε ένα σούρσιμο στο διάδρομο. Κάποιος ήταν έξω… και τώρα του χτυπούσε την πόρτα. Σκέφτηκε τον Βλαντιμίρ… κάτι θα θέλει να μελετήσουμε σκέφτηκε και άνοιξε.

Μπροστά του στεκόταν η Μαντλέν.

- Να περάσω;;; τον ρώτησε και μπήκε μέσα πριν πάρει την απάντησή του.

Ο Άλμπερτ δεν πίστευε στα μάτια του. Με τη Μαντλέν έκαναν παρέα αλλά δεν περίμενε ποτέ πως θα είχε το θάρρος να έρθει στο δωμάτιό του. Τι να ήθελε άραγε;;; άλλωστε δεν είχαν κοινά μαθήματα…

- Γιατί πέρασες από το δωμάτιό μου;;; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου αφήνεις σημειώματα;;; Ο άλλος σ΄ έστειλε;;;;

- Τι λες Μαντλέν;;; Κανείς δε μ΄ έστειλε… Είχα μέρες να σε δω, ανησύχησα γι αυτό και πέρασα να δω τι συμβαίνει…

- Δε σε πιστεύω… Να πεις στο φίλο σου να μη με ξαναενοχλήσει… Και αν θέλει να το κάνει να έχει τα κότσια να έρθει ο ίδιος. Δε μου χρειάζονται μεσάζοντες…

Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Ο Άλμπερτ έμεινε άναυδος… προσπάθησε να συνεχίσει τη μελέτη του αλλά το μυαλό του γύριζε στη Μαντλέν. Το πρόσωπό της ήταν πολύ χλωμό αλλά και έτσι ήταν πανέμορφη… Τι να είχε συμβεί άραγε;




Μαντλέν

Οι εξετάσεις τελείωσαν. Ο Άλμπερτ τα πήγε καλά σε όλα τα μαθήματα. Για μια εβδομάδα θα είχαν ρεπό.. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Τζωρτζ… Κατευθύνθηκε στη Γραμματεία. Η ματιά του έπεσε στη Μαντλέν. Καθόταν στη σκιά ενός δέντρου και το βλέμμα της πλανιόταν στο κενό, αδιάφορα.

Την πλησίασε.

-Καλώς το πλουσιόπαιδο κάγχασε. Φαντάζομαι μετά από τόσες ώρες μελέτης με το φίλο σου, τις πέρασες τις εξετάσεις…

-Φαίνεσαι καλύτερα από την τελευταία φορά που σε είδα. Θέλεις να έρθεις μια βόλτα μαζί μου στο Λονδίνο;;;

Η Μαντλέν ανασηκώθηκε…

-Γιατί με θέλεις κοντά σου; Δεν είμαι η κατάλληλη παρέα. Βρες το φίλο σου και παράτα με.

-Αν ήθελα το Βλαντιμίρ, θα έκανα σε αυτόν την πρόταση. Λοιπόν;;;

Κοίταξε τα μεγάλα γαλάζια μάτια του. Έμοιαζαν να της χαμογελούν.

-Θα έρθω πλουσιόπαιδο αλλά δε θα είμαι η καλύτερη παρέα…

Ο Άλμπερτ χαμογέλασε…

Μια ώρα μετά ο Τζώρτζ πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Κανόνισε με τα παιδιά να περάσει να τα πάρει το απόγευμα για να τα επιστρέψει στο Camp.

Προχώρησαν προς το Χάιντ Παρκ. Η Μαντλέν ήταν αμίλητη.

-Είναι η πρώτη φορά που κάνω βόλτα μακριά από το Σικάγο, χωρίς την επίβλεψη της θείας ή του Τζωρτζ. Το Λονδίνο είναι τεράστιο. Όλη μέρα να γυρνάμε, δεν πρόκειται να το γυρίσουμε. Τι λες να κάνουμε να περάσει η μέρα;;;

- Άκου πλουσιόπαιδο… Δεν ξέρω τι περνάει από το μυαλό σου αλλά μην ευελπιστείς σε ευχάριστες στιγμές ό,τι και να σου έχει πει ο Βλαντιμίρ ή να έχεις ακούσει για μένα.

-Μαντλέν... ο Άλμπερτ χαμογέλασε… θέλω μόνο να γνωρίσω το Λονδίνο με καλή παρέα. Είναι τόσο κακό να καθίσουμε κάπου για ένα καφέ; Νιώθω σα να το έχω σκάσει από τη φυλακή και θέλω να δω όσα περισσότερα μπορώ…

Τον κοίταξε στα μάτια. Χαμογελαστά ξανά, σαν να ανέτειλε ο ήλιος. Δεν έκρυβαν πονηριά μέσα τους. Ο Άλμπερτ ήταν ειλικρινής.

Άρχισαν να περπατούν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Άλμπερτ της μίλαγε για τη ζωή του στο Σικάγο. Την αυστηρή θεία, τους γονείς που δεν πρόλαβε να γνωρίσει, την αδερφή του και τον μικρό ανηψιό του… Έκανε σύγκριση της προηγούμενης ζωής του με την τωρινή… Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα… Ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να κάνει φίλους στο Σικάγο. Μόνο ο Τζωρτζ ήταν συνέχεια κοντά του…

Η Μαντλέν τον άκουγε χωρίς να μιλάει. Γύρισε το βλέμμα της πάνω του. Ήταν ένα χρόνο μικρότερός της μα φάνταζε παιδί μπροστά της. Η δική της η ζωή ήταν πλούσια σε εμπειρίες.

Από παιδί η μητέρα της την έπαιρνε μαζί της. Ατέλειωτα απογεύματα στην εφημερίδα να γράφει άρθρα και αργότερα να τρέχουν σε διάφορες συγκεντρώσεις να ακούσουν τις απόψεις των ηγετών για την κοινωνικοπολιτική ανατροπή του συστήματος. Η μητέρα της ήταν ιδιαίτερα μαχητική στα θέματα που αφορούσαν την συμμετοχή των γυναικών στα κοινά καθώς και την αυτοδιάθεσή τους. Ο ελεύθερος έρωτας χωρίς κοινωνική κατακραυγή ήταν η πιο γνωστή καραμέλα που κυκλοφορούσε από χείλη σε χείλη.

Αναλογίστηκε τη δική της εφηβεία. Όταν άρχισε να παραπονιέται στη μητέρα της για τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε μόνη της, αποφάσισαν να την περιμένει σε σπίτια φίλων. Άνεργοι ζωγράφοι, φοιτητές φίλοι δικοί της και της μητέρας της τη χρησιμοποιούσαν σα μοντέλο. Τα μαύρα της μαλλιά σε αντίθεση με το λευκό δέρμα την έκαναν να μοιάζει με νεράιδα που το έσκασε από τα παραμύθια.

Άρχισε από νωρίς να αναγνωρίζει τα σημάδια του πόθου στα μάτια των αντρών. Την κοίταζαν πάντα με λαγνεία, έτοιμη να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία. Δεν άργησε να το εκμεταλλευτεί όχι με υλικά ανταλλάγματα. Επέλεγε τους εραστές της ανάλογα με το πόσο γοητευτικοί, ερωτευμένοι ή απελευθερωμένοι έδειχναν. Οι εκλεπτυσμένοι «κλοσάρ» , οι κλοσάρ του πνεύματος όπως τους αποκαλούσε ήταν η αδυναμία της. Ποτέ δεν ερωτεύτηκε κάποιον από αυτούς και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τους παρατήσει οποιαδήποτε στιγμή. Από τη μητέρα της είχε μάθει να φυλάγεται από αρρώστιες και να ξέρει πότε δεν πρέπει να προχωρήσει παραπέρα.

Μια φορά μόνο ένιωσε την καρδιά της να σκιρτάει. Ο Βλαντιμίρ… Πλουσιόπαιδο από τις καλύτερες οικογένειες σπούδαζε στο Λονδίνο προκειμένου να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Μεγάλος γιατρός ο παππούς του, στην αυλή του Τσάρου της Ρωσίας, φρόντισε να μεταδώσει στα παιδιά του την αγάπη για την ιατρική. Τώρα ο Βλαντιμίρ θα έφευγε από το Κολέγιο για τη Βασιλική Ιατρική Σχολή ώστε να γίνει διπλωματούχος χειρουργός.

Τον γνώρισε ένα χρόνο πριν. Η γιαγιά της επέμενε να έρθει στο Λονδίνο να σπουδάσει Φιλοσοφία. Η γνώση είναι εργαλείο της έλεγε πάντα, και, ακόμα και αν έχεις τη δική σου κοσμοθεωρία είναι καλό να έχεις μια ολοκληρωμένη άποψη για το τι συμβαίνει γύρω σου. Τα εισοδήματα από τους αμπελώνες στο Γαλλικό Νότο έφταναν και επαρκούσαν ώστε να έχει η Μαντλέν την πολυτέλεια των σπουδών. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Έπρεπε να απομακρυνθεί η μικρή από την ανεξέλεγκτη ζωή του Παρισιού προτού τα πράγματα γίνουν μη αναστρέψιμα. Η Μαντλέν δυσανασχέτησε αρχικά, αλλά κατόπιν συμφώνησε. Την εξίταρε να γνωρίσει τη ζωή στο Λονδίνο. Άλλωστε, ήξερε να φυλάει τον εαυτό της από τις κακοτοπιές (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…). Έφτασαν μαζί στο Κολέγιο. Εκείνος κατέβηκε από την πολυτελή άμαξα που νοίκιασε ο πατέρας του την ώρα που άνοιγε η πόρτα του Κολεγίου να υποδεχτεί τη Μαντλέν. Κρατούσε μια μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα ρούχα και καλλυντικά (ως γνήσια Γαλλίδα, δεν αποχωριζόταν ποτέ τις κρέμες της).

Κοίταξε περιφρονητικά τις δύο τεράστιες βαλίτσες του Βλαντιμίρ. Μα καλά… για σπουδές ήρθε. Όλο του το νοικοκυριό κουβάλησε;;;;

Ξανασυναντήθηκαν στην τραπεζαρία. Η Μαντλέν αδιαφόρησε όταν ο Βλαντιμίρ κάθισε δίπλα της. Έφαγε αργά το φαγητό του και σηκώθηκε χωρίς να της ρίξει ματιά. Η Μαντλέν παραξενεύτηκε. Το μισό Κολέγιο της έριχνε κλεφτές ματιές και αυτός τίποτα…

Τις επόμενες μέρες όπου βρισκόταν η Μαντλέν λίγο παραπέρα θα καθόταν και ο Βλαντιμίρ πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Είχαν περάσει σχεδόν δύο εβδομάδες και ο Βλαντιμίρ δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για την παρουσία της. Ούτε όμως και για την παρέα οποιουδήποτε άλλου. Ή είναι σνομπ ή πολύ μοναχικός τύπος. Ένα μεσημέρι όμως κάτι άλλαξε. Καθισμένος δίπλα της με το βιβλίο ανοιχτό μπροστά του, της ζητάει το αλάτι. Πόσο χαζή δικαιολογία για να μου μιλήσει σκέφτηκε η Μαντλέν δίνοντας του την αλατιέρα. Κι όμως… κουβέντα δεν έγινε. Την ευχαρίστησε ξερά τυπικά και συνέχισε το φαγητό του.

Η Μαντλέν δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχε ένας άντρας που δε γοητεύτηκε από την ομορφιά της… Το πήρε απόφαση. Θα του έπιανε κουβέντα ήθελε δεν ήθελε ώστε να την προσέξει. Το μεσημέρι θα τον ρωτούσε για τις σπουδές του. Έτσι και έγινε. Με συγκρατημένη αισιοδοξία η Μαντλέν προσπαθούσε να εκμαιεύει πληροφορίες από τον απόμακρο Βλαντιμίρ. Και όσο αυτός αδιαφορούσε, τόσο εκείνη τον ερωτευόταν.

Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό της. Μέχρι τα Χριστούγεννα θα τον είχε κατακτήσει.

Τον ήθελε πολύ αυτόν τον αινιγματικό τύπο. Ήταν σίγουρη πως αν τη γνώριζε διαφορετικά δε θα μπορούσε να ξεκολλήσει από πάνω της… Όπως όλοι άλλωστε…




Βλαντιμίρ.

Καστανόξανθα μαλλιά πιασμένα κοτσίδα πίσω, μάτια βαθύ μπλέ - σχεδόν μαύρα σα νύχτα με πανσέληνο και πάντα καλοντυμένος. Ίσως λιγότερο ανέμελα απ΄ όσο επιβάλλει η ηλικία του ο Βλαντιμίρ είχε όλη τη σοβαρότητα του άντρα που ήξερε τι ήθελε και πώς να το κατακτήσει.

Σκοπός του δεν ήταν η διασκέδαση αλλά η γνώση και η επιτυχία.

Μεγαλωμένος στην αυλή του Τσάρου αφού ο παππούς και ο πατέρας του ήταν οι επίσημοι γιατροί της αυλής και άνθρωποι που εμπιστευόταν απόλυτα ο Τσάρος, δεν του έλειψε ποτέ η καλοπέραση. Από τη στιγμή που μπήκε στην εφηβεία οι κυρίες των τιμών δεν παρέλειψαν να τον διδάξουν όλες τις χαρές του έρωτα. Δεν ενδιαφέρθηκε όμως ποτέ για την αγάπη σα βαθύτερο αίσθημα.

Άλλωστε, κάθε τι στο παλάτι ήταν ψεύτικο και υποκριτικό. Ο ψυχρός του χαρακτήρας δεν οφειλόταν μόνο στο κρύο της Μόσχας αλλά ήταν επιβεβλημένος προκειμένου να πετύχει όπως ήθελε.

Την Μαντλέν την κατάλαβε αμέσως. Γυναίκες πρόθυμες για όλα ξεχώριζαν αμέσως. Η Μαντλέν ήταν μία από αυτές. Δε θα αργούσε να πέσει στην παγίδα του. Η αδιαφορία ήταν το μεγαλύτερό του όπλο…

Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, η Μαντλέν του είχε παραδοθεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Όπως το περίμενε, ήταν από τις γυναίκες που ήξεραν μια χαρά να ικανοποιούν τις ανάγκες ενός άντρα. Όχι πως εκείνος πήγαινε πίσω. Η γυναικεία ικανοποίηση ήταν από τα λίγα πράγματα που γνώριζε τόσο καλά… Οι δύο τους θα περνούσαν πολύ ευχάριστα το χρόνο τους.

Άλλωστε και η Μαντλέν έδειχνε να ενδιαφέρεται μόνο για σαρκική απόλαυση… Το δωμάτιό του προσφερόταν για ερωτική φωλιά αφού κατ΄εντολή του πατέρα του ήταν απομακρυσμένο ώστε να μπορεί να αφοσιώνεται απερίσπαστος στη μελέτη. Και έτσι γινόταν. Αφού ικανοποιούσε τη δίψα του με την Μαντλέν, ξόδευε ατέλειωτες ώρες πάνω από τα βιβλία του. Η μια βαλίτσα του περιείχε όλες τις πρόσφατες εξελίξεις γύρω από την Ιατρική και η ατομική του βιβλιοθήκη διαρκώς ανανεωνόταν. Ο πατέρας του φρόντιζε και γι’ αυτό.

Καημένη Μαντλέν… Πετάς σα πεταλούδα γύρω από το φως και δεν ξέρεις πως θα σου κάψει τα φτερά…
 

Η Επιλογή της Κάντυ.

Έπρεπε να επιστρέψει το δαχτυλίδι πίσω στον Άλμπερτ. Θα παρακαλούσε τον Τομ να την πάει με την άμαξα μέχρι το σπίτι της λίμνης. Από εκεί θα έβρισκε τρόπο να πλησιάσει τον Άλμπερτ και να του πει την απόφασή της.

Σκέφτηκε πόσα πράγματα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες…

Έμαθε για τη γιαγιά της… επιτέλους μια μορφή να οριοθετεί την ύπαρξη της οικογένειά της. Δεν την ένοιαζε πια που την είχαν παρατήσει στο ορφανοτροφείο. Καταλάβαινε πως η γιαγιά της το είχε κάνει από αγάπη.

Θα έμενε στο ορφανοτροφείο και σε λίγο θα είχε τη δική της μικρή κλινική. Σκέφτηκε τα χρήματα που θα έπαιρνε να τα έδινε στην αδερφή Μαρία. Η Κάντυ δεν τα είχε ανάγκη, το ορφανοτροφείο όμως τα χρειαζόταν.

Δεν ήταν πια κόρη των Άρντλεϋ. Όχι επειδή ο Άλμπερτ δεν την αγαπούσε πιά… Αντίθετα… ήθελε να γίνει γυναίκα του και νομικά ήταν ο μόνος τρόπος.

Όλα τα παραπάνω είχαν να κάνουν με τον Άλμπερτ. Ένιωσε πως η ζωή της άρχιζε και τελείωνε γύρω από έναν άνθρωπο. Σκιάχτηκε… όχι πως δεν της άρεσε που είχε το φύλακα άγγελό της κοντά της, αλλά να… αισθανόταν πως η ζωή δεν της ανήκε… Προγραμματιζόταν από τον Άλμπερτ…

Η Κάντυ έφτασε στο Λέικ Γουντ με το κάρο του Τομ. Αποχαιρέτησε τον Τομ και συνέχισε για το παλαιό αρχοντικό της λίμνης. Ήξερε πως εδώ του άρεσε του Άλμπερτ περισσότερο να μένει: μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια και τη γκρίνια της μεγάλης θείας. Και η αλήθεια είναι πως αφότου έφυγε ο Στήαρ για τον Πόλεμο η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

Η απόσταση ήταν σχετικά μεγάλη για να την κάνει κάποιος με τα πόδια…

Μα καλά… σκέφτηκε η Κάντυ… Πως τα κατάφερνε ο Άλμπερτ μικρός και ερχόταν τόσο συχνά στο λόφο του ορφανοτροφείου;;; Τον πηγαινοέφερνε ο Τζώρτζ;;; Κοίταξε τον γήινο όγκο πίσω από τον οποίο βρισκόταν το ορφανοτροφείο… Μα… με τα πόδια της φαίνονταν… βουνό… Παραήταν μεγάλη η απόσταση για να την κάνει συχνά ένα παιδί… Τέλος πάντων, σκέφτηκε… Δεν ήταν της παρούσης…

Έφτασε μπροστά στο σπίτι και κοίταζε με το στόμα ανοιχτό… Πόσες αλλαγές!

Οι μάστορες ήταν εκεί και επισκεύαζαν τα πάντα στο σπίτι… Φαίνεται πως ο Άλμπερτ σκέφτεται σοβαρά να μείνει εδώ… Μόνος του;;;; αυτόματα το μυαλό της πήγε στην πρόταση που της είχε κάνει. Λες;;; λές να ήθελε να μείνουμε μαζί εδώ γι’ αυτό και το επισκευάζει;;; Η Κάντυ το απευχόταν. Σε λίγο θα έδινε στον Άλμπερτ την απάντησή της… Αχχ.. Θεέ μου… δεν θέλω να τον πληγώσω…

Βαθιά μέσα της είχε ήδη απαντήσει… Η σχέση της με τον Άλμπερτ δέθηκε περισσότερο όταν συγκατοίκησαν, πολύ πριν ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Όσο και να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της για το αντίθετο, ο Άλμπερτ ήταν ο άντρας με τον οποίο θα ήθελε να περάσει τη ζωή της.

Δεν ήταν μόνο η αγάπη του για την Κάντυ και όσα είχε κάνει για εκείνη. Η Κάντυ θαύμαζε τον Άλμπερτ για πολλούς λόγους: την ανιδιοτέλειά του, το θάρρος του, την αγάπη του για το συνάνθρωπο, τη φροντίδα του για τα ζώα, το μινιμαλιστικό τρόπο ζωής του, την αυτοθυσία του… όλα όσα συνέθεταν την προσωπικότητά του. Ο Άλμπερτ ήταν ένας συνειδητοποιημένος χαρακτήρας με άποψη και αγώνα για τα ιδανικά του… Και η Κάντυ τον θαύμαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Άραγε ο θαυμασμός να μετουσιώνεται σε έρωτα;;;

Αλλά ούτε και σε αυτό η Κάντυ είχε αμφιβολία για τα αισθήματά της. Δεν ήταν μόνο το φιλί του στο λόφο που την είχε συνταράξει… Η ζεστασιά του κορμιού του η δύναμη της αγκαλιάς του κάθε φορά που χανόταν μέσα της η Κάντυ νόμιζε πως κρατούσε τον κόσμο ολόκληρο. Αφουγκραζόταν τους χτύπους της καρδιά του, μύριζε το άρωμα του σώματός του άκουγε τα λόγια του και μονομιάς κάθε άσχημη εικόνα γινόταν παρελθόν… Η μυρωδιά του… αγριολούλουδο νοτισμένο από τη βροχή που έπεσε στο χώμα… Η Κάντυ έκλεινε στην αγκαλιά του Άλμπερτ τις πιο δυνατές της στιγμές. Και τώρα… ετοιμαζόταν να κάνει μια κίνηση που σίγουρα δεν ήθελε…

- Δεσποινίς Κάντυ… Μα εσείς κλαίτε… Η φωνή του Τζωρτζ επανέφερε την Κάντυ στην πραγματικότητα…

- Όχι καλέ μου Τζωρτζ… λίγη σκόνη από το δρόμο…. και…

Σκούπισε τα μάτια της με την αναστροφή του χεριού της.

Τα μάτια του Τζωρτζ έπεσαν στο δαχτυλίδι… Μονομιάς χλώμιασε…

- Δεσποινίς Κάντυ… αυτό το δαχτυλίδι… Σας το έδωσε ο κύριος Γουίλιαμ;;;;

- Ε; Ναι… αλλά εγώ δεν… Κοίταζε μια το Τζωρτζ μια το δαχτυλίδι… Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα μάτια του Τζωρτζ έδειχναν τόσο θλιμένα…

- Τζωρτζ… συμβαίνει κάτι;;;

- Όχι… όχι δεσποινίς Κάντυ. Ο Τζωρτζ ξαναπήρε το γνώριμο σοβαρό του ύφος..

Η Κάντυ ήταν σίγουρη πως η θλίψη σκίασε απότομα την ψυχή του… Το ψυχανεμίστηκε… όπως τότε στην αίθουσα με τα πορτραίτα… Σίγουρα είχε να κάνει με τη Ροζμαρυ..

Αλλά… ποια η σχέση του Τζωρτζ με το δαχτυλίδι;;;;

- Τζωρτζ ξέρεις που μπορώ να βρω το θείο… ή μάλλον τον Άλμπερτ;;; Μετά την ακύρωση δεν υπήρχε λόγος να προσφωνεί τον Άλμπερτ έτσι.

- Στη λίμνη πίσω από το σπίτι είναι δεσποινίς Κάντυ.

- Λίμνη; ποια λίμνη Τζωρτζ;;;

- Δεσποινίς Κάντυ, αν ανεβείτε το μονοπάτι που ξεκινάει πίσω από το σπίτι θα τη βρείτε στο δεξί σας χέρι. Είναι καλά κρυμμένη πίσω από τη συστάδα των δέντρων αλλά πιστεύω πως θα τη βρείτε εύκολα.

- Σ΄ευχαριστώ Τζωρτζ… Η Κάντυ κίνησε να πάει… Δεν πρόσεξε το χαμόγελο που άνθισε στο πρόσωπο του.

Η Κάντυ ανηφόρισε προς το μονοπάτι. Ο ήχος του ποταμού και της πολύβουης μάζας των εργατών σιγά σιγά έσβηναν… Η Κάντυ κρατούσε στα χέρια της το κιτρινισμένο μαντηλάκι για να βάλει το δαχτυλίδι του Άλμπερτ.

Θυμήθηκε τον κο Μακ Γκρέγκορ. Είχε και εκείνος μια λίμνη κοντά στο σπίτι του όπου πήγαινε με τη Μίνα για ψάρεμα. Έτσι θα ήταν και εδώ. Φαντάστηκε τον Άλμπερτ με τον Πούπε να ψαρεύουν στις όχθες της λίμνης.

Στη στροφή ξεπρόβαλε μια μικρή λίμνη που τα νερά της στραφτάλιζαν στον ήλιο… Και τότε τον είδε… Ξαφνικά το βλέμμα της πάγωσε.

 


Ο Άλμπερτ ξαπλωμένος σ΄ ένα βράχο, απολάμβανε τη θέα και ζέσταινε το κορμί του στον ήλιο. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα σημάδι ότι μόλις πριν είχε βουτήξει στα γαλανά νερά. Λίγες σταγόνες νερό ακολουθούσαν τη διαδρομή τους πάνω στο κορμί του. Ο Άλμπερτ ήταν γυμνός. Η θέα του τάραξε την Κάντυ που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Για την Κάντυ το αντρικό σώμα δεν είχε μυστικά και σίγουρα είχε δει αρκετές φορές τον Άλμπερτ ημίγυμνο. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε χρειαστεί να του αλλάξει γάζες και να περιποιηθεί τα τραύματά του;;;


Μα τώρα ήταν αλλιώς… Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Από το μυαλό της έφυγε κάθε προηγούμενη σκέψη… Το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει εκεί κοντά του να την πάρει αγκαλιά και να τη φιλήσει με το ίδιο πάθος που την είχε φιλήσει στο λόφο της Πόνη…

 
Το θρόισμα από τα κλαδιά αναστάτωσε τον Πούπε που γύρισε προς το μέρος της.

Η Κάντυ μονομιάς επέστρεψε στην πραγματικότητα. Δεν ήθελε να τη δει ο Άλμπερτ ούτε να ξέρει πως τον είδε έτσι. Έφυγε αναστατωμένη τρέχοντας προς τα κάτω. Το κιτρινισμένο μαντηλάκι μπλέχτηκε στα κλαδιά.

Ο Άλμπερτ σήκωσε το κεφάλι του προς το σημείο που του έδειχνε ο Πούπε. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ο Τζωρτζ αλλά δεν είδε κανέναν…

Μπα… ιδέα μου θα ήταν σκέφτηκε…

Φτάνοντας κάτω στο σπίτι η Κάντυ, προσπάθησε να βρει τον Τζώρτζ. Είδε την αναστάτωσή της αλλά δεν είπε κουβέντα. Ο Τζώρτζ ήξερε καλά τον Άλμπερτ και δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση την Κάντυ. Άλλωστε το κοκκίνισμά της έδειχνε πολλά περισσότερα από ένα λαχάνιασμα.

- Τζωρτζ, σε παρακαλώ μπορείς να με πας στο ορφανοτροφείο;;;

- Δεσποινίς Κάντυ, δεν μπορώ να αφήσω τους εργάτες μόνους τους, αλλά μπορώ να πω σ’ έναν αμαξά να σας πάει.

Η μικρούλα τον ευχαρίστησε και ανέβηκε στην άμαξα.

- Τζωρτζ… η Κάντυ ήθελε να πει στον Τζωρτζ να μην αναφέρει στον Άλμπερτ την επίσκεψή της αλλά δεν είχε δικαίωμα να του ζητήσει να πει ψέματα…

- Δεσποινίς Κάντυ… ο Τζωρτζ χαμογέλασε… δε θα αναφέρω στον κο Γουίλιαμ την επίσκεψή σας.

Η Κάντυ δεν κατάλαβε το γιατί, αλλά τον ευχαρίστησε κάνοντας τα μάγουλά της να κοκκινίσουν περισσότερο. Σα να συμμετείχε σε συνομωσία… όμως ένιωθε τόσο περίεργα.

Στη διαδρομή μέχρι το ορφανοτροφείο, η Κάντυ δεν μπορούσε να βγάλει την εικόνα του Άλμπερτ από το μυαλό της… Το γυμνό του σώμα κάτω από τον ήλιο. Έμοιαζε με μικρό θεό που ατένιζε την αιωνιότητα


Πόσο θα ήθελε να βρεθεί δίπλα του, να αγγίξει τα σημάδια από τις πληγές που είχαν επουλωθεί… ειδικά αυτή ψηλά στο χέρι… που είχε γίνει από τα γαμψά νύχια του λιονταριού στην προσπάθειά του να την προστατεύσει…

Κάντυ σύνελθε, εσύ νωρίτερα ήθελες να του πεις πως δεν μπορείς να τον παντρευτείς. Τώρα;;;;

Τώρα η μικρή συνειδητοποιούσε πόσο ερωτευμένη ήταν με τον Άλμπερτ. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τον δει ξανά σαν αδερφό ή ακόμα χειρότερα σα φίλο της…

Τι θα έκανε τώρα;;; Δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από το να την πάρει αγκαλιά και να..

Να..

Έκλεισε τα μάτια της να διώξει τη σκέψη που έκανε το κορμί της να πονά…

Πάλι η μορφή του Άλμπερτ…
 

Άλμπερτ και Μαντλέν

Ο Άλμπερτ πρότεινε στη Μαντλέν να καθίσουν σ΄ ένα μικρό καφέ. Παράγγειλαν ζεστή σοκολάτα και κέικ. Το καφενεδάκι είχε υπέροχη θέα στον Τάμεση. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει και είχαν κουραστεί να περπατούν.

- Λοιπόν, της είπε ο Άλμπερτ.. νομίζω σου είπα τα πάντα για μένα… άλλωστε η ζωή μου μέχρι εδώ δε νομίζω πως παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μίλησέ μου για σένα….

- Έχεις δίκιο πλουσιόπαιδο. Η ζωή σου είναι τρομερά βαρετή και προγραμματισμένη όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα πλουσιόπαιδα…

- Μαντλέν εγώ… Ο Άλμπερτ ένιωσε την ανάγκη να δικαιολογηθεί. Τι φταίει αυτός αν η μοίρα τα έφερε έτσι;;;

- Δεν υπάρχει μοίρα αγοράκι. Τη ζωή μας εμείς την επιλέγουμε, την τοποθετούμε και την οριοθετούμε. Μπορεί να γεννήθηκες πλούσιος αλλά δεν έκανες τίποτα για να το αποφύγεις ή να το περιορίσεις…

Η ζωή σου κυλάει όπως σε διατάζουν να κάνεις. Κοίταξε γύρω σου… ακόμη και εδώ που αν σε είχαν ρωτήσει μπορεί να μην το επέλεγες ποτέ, φροντίζεις να είσαι υπάκουος, να μελετάς, να παίρνεις καλούς βαθμούς για να ικανοποιήσεις αυτούς που επέλεξαν την ζωή σου.

Δεν έχεις αντιδράσει σε κάτι, δεν έχεις υπάρξει περήφανος για κάτι, είσαι σχεδόν 17 και σήμερα έκανες την πρώτη σου βόλτα χωρίς συνοδό…

- Μαντλέν… ο Άλμπερτ σκέφτηκε προς στιγμήν να της αναφέρει το λόφο του ορφανοτροφείου και για τη μικρή προστατευόμενή του… Δε μίλησε… φάνταζε τόσο χαζό και αυτό…

Η Μαντλέν συνέχισε.

- Και εγώ κατάγομαι από πλούσια οικογένεια. Οι πρόγονοί μου στην αυλή του Βασιλιά κατείχαν περίοπτη θέση και είχαμε μεγάλη περιουσία.

Με την αλλαγή του καθεστώτος κάποιοι από τους προγόνους μου επαναστάτησαν και ξέκοψαν από την Αυλή. Αυτό είχε και το τίμημά του. Να χάσουν εκτός από την εύνοια του Αυτοκράτορα και μεγάλο μέρος της περιουσίας τους και να υποχρεωθούν σε μια ζωή λιγότερο άνετη από εκείνη που είχαν συνηθίσει.

Η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ τι θα πεί άνεση. Ίσως ούτε και εγώ αφού από μωρό με έπαιρνε πάντα μαζί της. Ήξερε όμως πολύ καλά τι σημαίνει να υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν όλη μέρα για ένα ξεροκόμματο κάτω από αντίξοες συνθήκες Άνθρωποι που φεύγουν το πρωί για τη δουλειά χωρίς να ξέρουν αν θα ξαναγυρίζουν στην οικογένειά τους. Παιδιά που κλαίνε γιατί το τσουκάλι είναι άδειο ή είναι άρρωστα και δεν υπάρχουν χρήματα για να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Παιδιά που περπατούν ξυπόλητα και γυμνά γιατί δεν έχουν ρούχα να φορέσουν. Που ζουν σε σπίτια όπου οι χαραμάδες είναι περισσότερες από τα ξύλα και έτσι και βρέξει δεν έχουν ούτε χαρτί να ρίξουν στη φωτιά. Και όλα αυτά την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι με τον ξένο αυτό ιδρώτα μεγαλώνουν τις περιουσίες τους. Κάποιοι σαν την οικογένειά σου πλουσιόπαιδο…

Έλα μαζί μου Άλμπερτ.

Πλήρωσαν τις σοκολάτες και ο Άλμπερτ σηκώθηκε απρόθυμα. Που θα πήγαιναν;;

Δεν ήξερε το Λονδίνο και σε μερικές ώρες θα ερχόταν ο Τζωρτζ…

Η Μαντλέν τον τράβηξε σε μια συνοικία όπου κάπνιζαν οι τσιμινιέρες των εργοστασίων. Γύρω από αυτά, διάφορα παραπήγματα να υποδηλώνουν την ύπαρξη ζωής. Άνθρωποι σκελετωμένοι, ρακένδυτοι, ξυπόλητοι να γυρνούν σαν τις σκιές να βρουν ένα κομμάτι ψωμί… Το κλάμα ενός παιδιού τράβηξε την προσοχή του. Από το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο μιας παράγκας μπορούσε να δει μια μάνα να κρατάει αγκαλιά το παιδί της που σπάραζε στο κλάμα. Του μίλαγε γλυκά και το κουνούσε πέρα δώθε μήπως και ησυχάσει…

- Δεν έχουν να φάνε είπε η Μαντλέν…

Ο Άλμπερτ για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ένοχος που ήταν πλούσιος. Ήθελε να το βάλει στα πόδια να μην ξαναδεί τέτοιες σκηνές… έκανε δυό βήματα στην αντίθετη κατεύθυνση αλλά σταμάτησε… Έψαξε τις τσέπες του… Ο Τζωρτζ του είχε δώσει αρκετά χρήματα για να περάσει τη μέρα του. Τα κοίταξε… του ήταν άχρηστα.

Για το μωρό όμως… Μηχανικά πήρε το χέρι της Μαντλέν, προχώρησε στο δρόμο και έψαξε για κάποιο παντοπωλείο. Αγόρασε γάλα για το μωρό, φρέσκο ψωμί, μια δωδεκάδα αυγά, λαρδί, αλεύρι και λίγο κρέας. Πήρε τις σακούλες και τις άφησε έξω από την παράγκα χτύπησε την πόρτα και κρύφτηκε για να δει τι θα συμβεί.

Η μητέρα άνοιξε την πόρτα και δεν πίστευε στα μάτια της. Άρχισε να κλαίει και να γελάει μαζί και να ησυχάζει το παιδί της. Απόψε θα έτρωγαν…

Ο Άλμπερτ προχωρούσε με τη Μαντλέν ξανά προς το σημείο που τους είχε αφήσει ο Τζωρτζ. Ένιωθε πως είχε ψηλώσει 10 πόντους, όπως τότε με τη γιαγιά στο ορφανοτροφείο. Η Μαντλέν τον κοίταξε…

- Πλουσιόπαιδο, μην επιζητάς εύφημο μνεία. Το καθήκον σου έκανες.

Ο Άλμπερτ δεν πίστευε στ΄αυτιά του… Τι θα ικανοποιούσε αυτή τη γυναίκα;;;

Αργότερα το ξανασκέφτηκε… Έτσι έπρεπε να γίνει… Δε χρειαζόταν συγχαρητήρια για το αυτονόητο. Η Μαντλέν είχε δίκιο…

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Η Μαντλέν έδειχνε φανερά στενοχωρημένη ίσως επειδή ο Βλαντιμίρ είχε φύγει για την Ιατρική Σχολή. Με τον Άλμπερτ βρίσκονταν καμιά φορά στην τραπεζαρία για το μεσημεριανό.

Ο Άλμπερτ δεν έβρισκε κάποια αφορμή για να ανοίξει συζήτηση μαζί της. Έδειχνε απόμακρη, σκεπτική…

Οι εξετάσεις του εαρινού εξαμήνου είχαν φτάσει. Ο Άλμπερτ ήξερε πως θα τα πήγαινε ακόμη καλύτερα από το χειμώνα. Άλλωστε, πέρα από το διάβασμα δεν είχε και πολλά πράγματα να κάνει. Με συμφοιτητές του βρισκόταν μόνο για μελέτη ή εργασία και συνήθως στο χώρο της βιβλιοθήκης.

Σκεφτόταν τις διακοπές που έρχονταν. Με τον Τζωρτζ δεν είχαν συζητήσει τι θα έκαναν. Σκέφτηκε να γυρίσει στο Λέικγουντ, να δει τον ανηψιό του, τη θεία τους φίλους του, και ίσως και να πήγαινε μια βόλτα ως το ορφανοτροφείο. Ίσως τη μικρή να την είχαν υιοθετήσει όπως και τη φίλη της… Ποιος ξέρει… Ευκαιρία να συζητούσε με τον Τζωρτζ και διάφορες σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του.

Επίσης, θα έπρεπε να αγοράσουν καινούρια ρούχα. Ο Άλμπερτ ένα χρόνο τώρα έβλεπε το σώμα του ν΄ αλλάζει… Δεν ήταν μόνο ότι έπρεπε να ξυρίζεται για να είναι περιποιημένος στο μάθημα. Σίγουρα είχε ψηλώσει αρκετά, και το σώμα του είχε λεπτύνει… Τα ρούχα του, του έπεφταν και φαρδιά και κοντά. Ο Τζωρτζ θα το κανόνιζε…

Εκείνη την ημέρα αποφάσισε να περάσει από τη Βιβλιοθήκη μετά το μάθημα. Χρειαζόταν να κάνει κάποιες επιπλέον αποδελτιώσεις και έπρεπε να βρει τις πληροφορίες που του ήταν απαραίτητες. Εκεί τον πλησίασε η Μαντλέν.

- Λοιπόν, πλουσιόπαιδο ετοιμάζεις τις καλοκαιρινές σου διακοπές;;;

Θα γυρίσεις στη φυλακή υψίστης ασφαλείας στην Αμερική;;; Οι προσφωνήσεις της Μαντλέν με το περιπαιχτικό ύφος δεν ενοχλούσαν πλέον τον Άλμπερτ…

- Το σκέφτομαι Μαντλέν. Τι να κάνω ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο Λονδίνο μόνος μου; Εσύ; Θα γυρίσεις στη Γαλλία;;;

- Έτσι λέω. Έχουμε πολλή δουλειά το καλοκαίρι στον τρύγο… Και χρειάζονται πολλά χέρια για να μαζευτεί η σοδιά.

- Σε ζηλεύω Μαντλέν… εγώ δεν έχω κάτι να κάνω, πέρα από το να δω τους συγγενείς μου. Και αυτό για λίγες μέρες. Πάλι θα αναγκαστώ να κρύβομαι από όλους και απ΄ όλα σκέφτηκε..

- Με ζηλεύεις ε;;; Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Σου υπόσχομαι ένα καλοκαίρι αξέχαστο.

- Αλήθεια Μαντλέν; Μπορώ να έρθω μαζί σου;;;

- Μην ενθουσιάζεσαι έτσι εύκολα πλουσιόπαιδο. Σε περιμένουν μέρες σκληρής εργασίας με πληρωμή βέβαια και μη νομίζεις πως θα έχεις μετά τη διάθεση να κάνεις τουρισμό…

- Ήδη ακούγεται τόσο ενδιαφέρον… πότε φεύγεις Μαντλέν;;;

- Όταν τελειώσει η εξεταστική γυρίζω για λίγες μέρες στο Παρίσι στη γιαγιά μου. Και τέλος του μήνα φεύγουμε για Νότο.

- Μμμ. Εγώ πότε μπορώ να έρθω;;;;

- Όποτε τελειώσεις με τα μαθήματά σου. Θα σου αφήσω τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και έλα να με βρεις εκεί. Σε προειδοποιώ όμως. Μη φαντάζεσαι τα μεγαλεία της Αμερικής.

- Εντάξει Μαντλέν.

Η ζωή του Άλμπερτ αποκτούσε προοπτική. Ένα καλοκαίρι κοντά στη Μαντλέν, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα… Έπρεπε να μιλήσει σύντομα με τον Τζωρτζ.
 

Παρίσι

Το σπίτι στις όχθες του Σηκουάνα ήταν τεράστιο. Θύμιζε στον Άλμπερτ το παλαιό αρχοντικό στη λίμνη, ένα σπίτι όπου διέμεναν οι Άρντλεϋ αρκετά χρόνια πριν.

Διώροφο με εσωτερική σκάλα, χωρισμένο σε πολλά πολλά διαμερίσματα. Η γιαγιά της Μαντλέν έμενε σε ένα που είχε θέα στο ποτάμι. Η θέα ήταν πανέμορφη. Ο Πύργος του Άιφελ στην απέναντι όχθη, η γέφυρα που ένωνε τις δύο πλευρές με τα γραφικά της φανάρια, η Αψίδα του Θριάμβου η Μονμάρτη… το Παρίσι ήταν υπέροχο. Καταλάβαινε απόλυτα τους ζωγράφους που ξεροστάλιαζαν όλη μέρα κατά μήκος του ποταμού προκειμένου να αποδώσουν στους πίνακές του το ωραιότερο φως της μέρας.

Η γιαγιά της Μαντλέν ήταν υπέροχη. Αγέρωχο ύφος, περήφανο παρουσιαστικό, γλυκύτητα στο βλέμμα… Δε θύμιζε σε τίποτα τη μεγάλη θεία Ελρόϋ. Δεν χρειαζόταν την αυστηρότητα στο βλέμμα και στους τρόπους για να φανεί η αριστοκρατική της καταγωγή. Κι ας ήταν πολύ μεγαλύτερη στην ηλικία. Δασκάλα στο επάγγελμα, είχε αντιταχθεί στην αυλή του Αυτοκράτορα και για να μη του δηλώσει υποταγή, επέλεξε να διδάξει σε ιδιωτικό σχολείο.

Η ζωή της ήταν αρκετά εκρηκτική… Στην εφηβεία της είχε γνωρίσει τον Ανρί.

Τρελαμένη με τον τρόπο σκέψης του τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Τον ακολουθούσε παντού… Στα οδοφράγματα του ‘48 στα προάστια του Παρισιού, στις ομιλίες του στα ταξίδια του… Είχε γοητευτεί από την γλυκιά μορφή του αναρχικού ανθρωπιστή. Ο λόγος του ήταν αιχμηρός, πύρινος, ξεσηκωτικός δε φοβόταν να τα πει έξω απ΄ τα δόντια. Ήξερε πως βάδιζε στην κόψη του ξυραφιού αλλά δεν τον ένοιαζε. Η κοινωνική αδικία, η εξαθλίωση των μαζών η ανισοκατανομή του πλούτου τον εξόργιζαν. Δεν άργησαν να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν φυλακή. 20χρόνια σάπιζε στις υγρές φυλακές της Βαστίλης μέχρι που του δόθηκε αμνηστία. Η Ελέν περίμενε απέξω να παραλάβει το εξασθενισμένο κορμί. Με την αγάπη της, την υπομονή της κατάφερε να τον αναστήσει…. Ένα χρόνο μετά γεννήθηκε η Μαρί, η μητέρα της Μαντλέν, τον ίδιο καιρό με τη γαλλική κομμούνα. Όμως ο οργανισμός του Ανρί είχε εξαντληθεί πολύ και μέσα σε λίγα χρόνια κατάπεσε τελείως. Πάνε 10 χρόνια που η Ελέν είχε απομείνει και τυπικά μόνη της στη ζωή. Είδε και έπαθε η Ελέν να φροντίζει τον Ανρί και να μεγαλώνει τη Μαρί σ΄ ένα Παρίσι που έκρυβε πολλούς κινδύνους για δυό γυναίκες ουσιαστικά μόνες. Και άρχισε να δοξάζει και πάλι το Θεό που τα έβγαζε πέρα, κάτι που ο Ανρί αποκήρυττε μετά βδελυγμίας…

Η Μαρί μεγαλώνοντας έμοιαζε στον πατέρα της. Είχε από μικρή ξεκοκαλίσει όλα του τα συγγράμματα τα αποστήθιζε για να τα κηρύττει σε κάθε ευκαιρία.

Περήφανη για τη στάση της μητέρας της ήθελε και αυτή να ζήσει το μεγάλο έρωτα…

Δεν άργησε να τον βρει στο πρόσωπο του Ερίκ. Συναγωνιστής της και από τους πιο σκληροπυρηνικούς, μάγευε με το λόγο του τους καταπιεσμένους και δημιουργούσε εχθρούς. Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερους. Οι ερωτικές του συνευρέσεις με τη Μαρί δεν έκρυβαν κάποιο αίσθημα. Υπέρμαχος του ελεύθερου έρωτα ποτέ δεν έμεινε πιστός σε μια γυναίκα. Όταν η Μαρί του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της προτίμησε να φύγει μακριά της αφήνοντας πίσω του την οργάνωση και τη Μαρί με την κοιλιά στο λαιμό. Ποτέ δεν του κράτησε κακία, μετά τη γέννα άλλαζε και αυτή τους ερωτικούς συντρόφους της σαν τα πουκάμισα, βαθιά μέσα της όμως περίμενε να ξαναγυρίσει…

Η Μαρί σπάνια ερχόταν σπίτι. Η Μαντλέν με τον Άλμπερτ αναλάμβαναν εξολοκλήρου το νοικοκυριό. Η Ελέν ήταν πολύ μεγάλη για να τα κάνει μόνη της. Ο Άλμπερτ για πρώτη φορά στη ζωή του έμαθε να μαγειρεύει και να φτιάχνει υπέροχα γαλλικά γλυκά με την καθοδήγηση της Ελέν. Τα απογεύματα η Μαντλέν έφευγε από το σπίτι αφήνοντας τον Άλμπερτ μόνο του με τη γιαγιά. Στην αρχή ενοχλήθηκε, μετά άρχισε να παθιάζεται από τις ιστορίες της γιαγιάς και δεν τον ένοιαζε το γεγονός. Ήδη είχαν περάσει δύο εβδομάδες που είχε φύγει από το Λονδίνο και ένας νέος κόσμος ήταν και πάλι μπροστά του. Λαχταρούσε να περάσει ο καιρός και να κατέβουν στο Νότο. Είχε ακούσει τόσες ιστορίες για τον τρύγο που νόμιζε πως ήδη ήξερε να φτιάχνει κρασί.

Εκείνη την ημέρα οι γιορτές κορυφώθηκαν. Εδώ και μέρες το Παρίσι ζούσε έναν εορταστικό οργασμό. Παντού σημαίες της 3ης Δημοκρατίας, γιρλάντες και λάβαρα. Μια ατμόσφαιρα κεφιού για όλους. Μουσική και πλανόδιοι μουσικάντηδες ξεχύνονταν από παντού στους δρόμους. Η Μαντλέν γύρισε σκεφτική σπίτι. Στην αρχή την ενοχλούσε η παρουσία του Άλμπερτ κοντά της. Του είχε κάνει την πρόταση περισσότερο για να δει τις αντιδράσεις του παρά επειδή πραγματικά τον ήθελε κοντά της. Τελικά, αυτό το παιδί είχε κάτι διαφορετικό στο βλέμμα του . Δεν την κοίταζε πρόστυχα και λάγνα όπως συνήθιζαν οι «φίλοι» της.

- Γουίλιαμ, πάμε μια βόλτα;;;

Του το ζήτησε όπως εκείνος το χειμώνα στο Κολέγιο. Ο Άλμπερτ δέχτηκε. Του άρεσε η ιδέα να περπατήσει στο Παρίσι τέτοια γιορτινή μέρα. Είχε βαρεθεί να βλέπει τις εκδηλώσεις μόνο από το μπαλκόνι του σπιτιού. Πέρασαν τη γέφυρα και κατευθύνθηκαν προς τον Πύργο του Άιφελ. Άρχισε να του λέει διάφορα για την κατασκευή του, τα σχέδια, τα κράματα τους εργάτες τη φωταγώγηση κλπ. Ο Άλμπερτ περπατούσε δίπλα της μην πιστεύοντας ακόμη πως βρισκόταν με τη Μαντλέν στο Παρίσι. Κοίταζε γύρω του με ενθουσιασμό… Δίπλα τους παιδάκια με τις μαμάδες τους έγλυφαν κάτι τεράστια γλειφιτζούρια ενώ οι κύριοι συνόδευαν τις κυρίες τους προς την Place de la Concorde όπου θα γινόταν ο μεγάλος χορός. Υπήρχαν και πλανόδιοι παγωτατζήδες με τα καροτσάκια τους και τις χρωματιστές ποδιές τους. Ο κόσμος αμέτρητος. Με το ζόρι βρήκαν να καθίσουν σε ένα καφέ και παρήγγειλαν κρουασάν βουτύρου και σοκολάτα. Μίλησαν για το άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη τον αμερικάνικο εμφύλιο και τη συμμετοχή της Γαλλίας κλπ. Η Μαντλέν ένιωθε πως ο Άλμπερτ δεν ήταν το παιδάκι που είχε γνωρίσει στη Σχολή ένα χρόνο πριν.

Η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά. Οι παρελάσεις είχαν τελειώσει. Οι άνθρωποι όμως δεν είχαν κουραστεί να χορεύουν και να διασκεδάζουν Οι μελωδίες από τη μεγάλη πλατεία έφταναν μέχρι τα αυτιά τους. Τα φανάρια στη γέφυρα είχαν ανάψει και έριχναν το ασθματικό τους φως στο ποτάμι. Ο Άλμπερτ περπατούσε στο πλάι της Μαντλέν. Ξαφνικά τον αγκάλιασε, κόλλησε το κορμί της πάνω του και τον φίλησε. Ήταν η πρώτη φορά που ο Άλμπερτ δεχόταν φιλί από μια γυναίκα. Αντέδρασε ασυναίσθητα.

Η Μαντλέν απομακρύνθηκε γελώντας…- Είσαι τελείως άπειρος πλουσιόπαιδο.

Ο Άλμπερτ την κοίταζε μουδιασμένα…

- Όπως πάντα Μαντλέν… δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες σου. Απορώ κι όλας γιατί με κάλεσες. Δε ζήτησα τίποτα παραπάνω από την παρέα σου και δε χάνεις ευκαιρία να με προσβάλεις.

Ανέβηκε στο σπίτι, μάζεψε τα ρούχα του σε μια μικρή βαλίτσα και κίνησε να χαιρετήσει τη γιαγιά.

- Συγνώμη… ψιθύρισε η Μαντλέν. Μερικές φορές παραφέρομαι…

- Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη. Είσαι απλά ο εαυτός σου… Αντίο.

- Στάσου… θέλω να επανορθώσω

- Μαντλέν… μη νιώθεις άσχημα. Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

- Στάσου Άλμπερτ. Η Μαντλέν κόλλησε ξανά το στόμα της πάνω του, επιτακτικά

Ο Άλμπερτ προσπάθησε να αποτραβηχτεί, αλλά η Μαντλέν τον κράτησε πάνω της.

Το χέρι της άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη του Άλμπερτ αργά αλλά αισθησιακά. Λίγο μετά τον τραβούσε στο δωμάτιό της…

 

Μονπελιέ.

Αξημέρωτα ακόμη, ο Άλμπερτ έσπρωξε απαλά την Μαντλέν στο πλάι του κρεβατιού και σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Είχε ανάγκη να νιώσει το νερό να κυλάει πάνω του να καθαρίσει κάθε εκατοστό του κορμιού του. Προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει πως κύλισε η προηγούμενη βραδιά. Η Μαντλέν δεν τον άφησε σε ησυχία όλο το βράδυ. Με αψεγάδιαστη τεχνική τον τραβούσε συνεχώς σε ερωτικό χορό. Ποτέ του δεν περίμενε πως μια ερωτική συνεύρεση έκρυβε τέτοια ψυχική και σωματική έκρηξη. Γύρισε στο δωμάτιο, η Μαντλέν τον αναζήτησε μέσα στον ύπνο της, ξάπλωσε δίπλα της και χάθηκε στις σκέψεις του.

Στο πρωινό, η Μαντλέν συμπεριφερόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους.

Απόμακρη όπως και τις υπόλοιπες μέρες, του ανακοίνωσε πως σε δύο μέρες θα έφευγαν για το Νότο. Θα πήγαιναν στο Μονπελιέ για να ασχοληθούν με τον τρύγο.

Το ταξίδι με το τραίνο κράτησε αρκετές ώρες. Η Μαντλέν ήταν αμίλητη, σκεπτική.

Ο Άλμπερτ δε χόρταινε να κοιτάει τη Γαλλική ύπαιθρο. Πόσο διαφορετικά ήταν από την Αμερική. Η βλάστηση, ο ουρανός ο αέρας… όλα ήταν αλλιώτικα…

Του έλειπε η Αμερική, το σπίτι στη λίμνη Μίσιγκαν τα ζώα του, ο λόφος που καθόταν και κοίταζε τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Στη Γαλλία όμως…. Μακριά από τις υποδείξεις και απαγορεύσεις της θείας Ελρόϋ χωρίς να χρειάζεται διαρκώς να κρύβεται, αποκομμένος από τον κόσμο. Εδώ ανέπνεε, ζούσε την κάθε στιγμή αισθανόταν ελεύθερος όπως ποτέ άλλοτε.

Τώρα ταξίδευε για το Νότο. Όταν η θεία του ανακοίνωνε ένα χρόνο πριν πως θα έφευγε για σπουδές ποτέ δεν περίμενε πως μια μέρα θα βρισκόταν στη Γαλλία, πόσο μάλλον σ΄ ένα αμπελώνα όπου θα δούλευε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ανυπομονούσε να δει όλα εκείνα που του περιέγραφε η γιαγιά της Μαντλέν.

Το τραίνο έφτασε στη Μαρσέιγ. Το μεγάλο λιμάνι που έβλεπε στη Μεσόγειο έσφυζε από ζωή.. Ο Άλμπερτ δε χόρταινε να βλέπει. Εργάτες φόρτωναν και ξεφόρτωναν εμπορεύματα. Πλοία έμπαιναν και έβγαιναν από το λιμάνι σαλπάριζαν ή αγκυροβολούσαν. Ούτε στο Σαουθάμπτον ούτε στη Νέα Υόρκη είχε δει τόση κίνηση.

Δεν έμειναν πολύ. Η άμαξα για το Μονπελιέ τους περίμενε. Ο αμαξάς φόρτωσε τα λίγα μπαγκάζια και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν στο μικρό αρχοντικό ο ήλιος έδυε.

Φώτιζε αρκετά αν και η μέρα ήταν στο ναδίρ της. Εξουθενωμένοι από το μακρύ ταξίδι έφαγαν λίγα φρούτα και παστό κρέας και έπεσαν για ύπνο.

Ο Άλμπερτ ήταν σε υπερένταση. Ξαναέφερνε στο μυαλό του τη μέρα που πέρασε. Η επόμενη θα άνοιγε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του.

Η Μαντλέν μπήκε στο μικρό δωμάτιο που χρησίμευε σα ξενώνας με ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια.

- Δικής μας παραγωγής του είπε… Δοκίμασέ το…

Το κρασί τον ζάλισε. Ήταν κόκκινο γλυκό και στο δεύτερο ποτήρι είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο. Το πρωί τον βρήκε αγκαλιασμένο με τη Μαντλέν και τα ρούχα πεταμένα ολόγυρα…Οι επαφές τους ήταν σχεδόν καθημερινές. Η Μαντλέν ήταν εκείνη που ξεκινούσε το ερωτικό παιχνίδι. Ο Άλμπερτ προσπαθούσε να καταλάβει τα μηνύματα που του έστελνε με το σώμα της… αν και όχι πάντα με επιτυχία…

Η νέα μέρα μόλις ξεκινούσε. Ο Άλμπερτ δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του…

Του εξήγησε με λίγα λόγια τι θα έκαναν. Η δουλειά θα ήταν αρκετά σκληρή και θα κρατούσε σχεδόν όλη μέρα. Ο καιρός ήταν πάντα ζεστός στο Νότο και τα σταφύλια ωρίμαζαν από νωρίς. Το φόρτε τους ήταν τον Αύγουστο αλλά και τώρα μέσα Ιουλίου η σοδειά ήταν ικανοποιητική.

Φόρεσαν ψάθινα καπέλα για τον ήλιο που έκαιγε. Πήραν νερό από το πηγάδι, ντύθηκαν ελαφριά και ξεκίνησαν. Το κάρο με τους άλλους εργάτες τους περίμενε και ήδη άλλα δύο προπορεύονταν. Αν η θεία του ήξερε που βρισκόταν ο κληρονόμος των Άρντλεϋ σίγουρα θα λιποθυμούσε.. Ανέβηκαν και μπλέχτηκαν με το πλήθος. Ο Άλμπερτ κοίταζε γύρω του. Εργάτες με δέρμα καμένο από τον ήλιο, στιβαρά μπράτσα… Είχαν ήδη αρχίσει τα τραγούδια. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά. Γύρισε κοίταξε παραξενεμένος τη Μαντλέν. Καλά… αυτός ήταν μεγάλος… Τα παιδιά;;;;

- Τι νομίζεις πλουσιόπαιδο;;; Πως αν δε δουλέψουν θα τους φέρει κανείς να φάνε;;;

- Μα… είναι μικρά παιδιά Μαντλέν… Θα έπρεπε να παίζουν…

- Όπως βλέπεις πλουσιόπαιδο ο Θεός σου δεν έπλασε δίκαια αυτόν τον κόσμο.

Δε γίνεται να έχουν όλοι τα πάντα… Αυτά τα παιδιά εργάζονται σκληρά για πενταροδεκάρες, για ένα πιάτο φαί την ημέρα και κάποιες φορές ούτε και αυτό. Το καλοκαίρι υπάρχει δουλειά για όλους. Το χειμώνα στα εργοστάσια η προσφορά είναι μεγάλη και η ζήτηση μικρή. Ένα ξεροκόμματο η αμοιβή, και αν δε θες, περιμένουν άλλοι δέκα… Ο ατμός απλοποίησε τη ζωή μας αλλά έφερε και μεγάλη ανεργία σε όσους ασχολούνταν με πατροπαράδοτα επαγγέλματα που έσβησαν. Δε φτάνει που τα τελευταία χρόνια μας θέρισαν οι πόλεμοι, τώρα μας θερίζει η εξέλιξη. Αν περπατήσεις στις φτωχές συνοικίες του Παρισιού και του Λονδίνου θα δεις δεκάδες παιδιά να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια σου σαν τις μύγες… Που είναι ο Θεός γι αυτά τα παιδιά;;;

- Μαντλέν… ο Θεός μας άφησε να ορίσουμε εμείς τη μοίρα μας, έτσι δε μου έλεγες;;;;

Εμείς και μόνο εμείς ευθυνόμαστε αν υπάρχει φτώχεια γύρω μας. Γιατί τον ανακατεύεις στα ανθρώπινα έργα;;;

- Γιατί θα έπρεπε να βοηθήσει… να εισακούσει τις προσευχές αυτών των ανθρώπων που παλεύουν για να μπορούν αύριο να ζουν, να μην πεινάσουν τα παιδιά τους, να έχουν μια στέγη να τρυπώσουν όταν βρέχει… Που είναι όταν τον χρειάζονται;;;;;

- Μαντλέν, είναι η ελπίδα τους για να συνεχίσουν να ζουν, να παλεύουν να αγωνίζονται…

- Πλουσιόπαιδο… εδώ είναι η διαφορά μας… Εγώ λέω πως αν υπήρχε, έπρεπε να βοηθήσει και εσύ μου λες πως αυτή είναι η μοίρα τους… Πως να πάρει κουράγιο αυτός που βλέπει το παιδί του να πεθαίνει από την πείνα ενώ του διπλανού να πετάει το φαγητό επειδή δεν του αρέσει;;;; Πώς να συνεχίσει αυτός που δουλεύει όλη μέρα και τα χρήματα που παίρνει δεν του φτάνουν ούτε για το ενοίκιο;;;;

- Τι προτείνεις Μαντλέν;;;;;

- Ανακατανομή του εισοδήματος Άλμπερτ. Να έρθουν τα μέσα παραγωγής στους εργάτες. Να τους ανήκει η γη και ό,τι παράγουν. Να δουλεύουν αλλά να υπάρχει αντίκρισμα στο μισθό τους. Να μπορούν να ταΐσουν την οικογένειά τους, να τους περισσεύουν χρήματα για να αγοράσουν φάρμακα στα παιδιά τους αν χρειαστεί…

Ο Άλμπερτ δεν ήξερε τι να απαντήσει. Είχε ακούσει για αυτές τις νέες θεωρίες.

Σε όλη την Ευρώπη υπήρχε αναβρασμός. Μαζικές αντιδράσεις άλλαζαν τον κοινωνικό χάρτη. Οι εργάτες δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν τόση καταπίεση, τόση εξαθλίωση…

Κατέβηκαν από το κάρο. Μπροστά τους απλωνόταν μία τεράστια έκταση με αμπέλια. Πήραν τα κοφίνια τα κλαδευτήρια και ο κάθε εργάτης ανέλαβε την περιοχή του. Η Μαντλέν έδειξε στον Άλμπερτ πως κόβουν τα σταφύλια. Κάποια από αυτά θα πήγαιναν για κρασί και τα καλύτερα για πούλημα. Οι ποικιλίες του Νότου ήταν ξακουστές για το γλυκό κόκκινο κρασί τους. Τα άσπρα σταφύλια ήταν ποσοτικά λιγότερα αλλά έβγαζαν αρκετό κρασί ώστε να μπορεί να πουληθεί σε καλή τιμή στην αγορά. Το αφρώδες κρασί έπιανε υψηλότερη τιμή αν και η παραγωγή του ήταν ακριβότερη.

Ο Άλμπερτ άκουγε προσεκτικά. Δεν ήθελε να κάνει λάθη πρώτη μέρα στη δουλειά. Σκεφτόταν πως θα φαινόταν στη θεία να μάθαινε τι έκανε αυτή τη στιγμή. Ήταν πολύ περήφανη για να καταδεχτεί να δουλεύει ένα μέλος της οικογένειας των Άρντλεϋ μιας από τις πλουσιότερες στον κόσμο.. Πόσο μάλλον ο μοναδικός άρρεν κληρονόμος αυτής της οικογένειας. Η δουλειά ήταν μόνο για τους είλωτες.

Κοίταζε τα κοφίνια που είχε γεμίσει. Ένας εργάτης άδειαζε στο κάρο τα κοφίνια που προορίζονταν για να γίνουν κρασί. Αλλού τα κόκκινα, αλλού τα λευκά. Τα κοφίνια γρήγορα ξαναγέμιζαν από σταφύλια που χρύσιζαν και κοκκίνιζαν στον ήλιο.

Ο ήλιος έκαιγε. Σύντομα ο Άλμπερτ ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στο σώμα του.

Έβγαλε το πουκάμισό του και το κρέμασε σ’ ένα δέντρο. Σκούπισε με την αναστροφή του χεριού του τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Αισθανόταν παράξενα. Πέρα από τα παιχνίδια με τα ζώα του και τα διαβάσματά του δεν είχε κουραστεί ποτέ ξανά…

Χαμογέλασε στον εαυτό του. Σε λίγο ο ήλιος θα ανέβαινε ψηλά και οι εργάτες θα σταματούσαν για μεσημεριανό. Μαζεύονταν στο μεγάλο υπόστεγο όλοι μαζί νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά σα μια μεγάλη οικογένεια. Λίγες ελιές, ψωμί, σταφύλια, νερό και κρασί όλοι μοιράζονταν όσα είχαν. Ο Άλμπερτ θυμήθηκε το υπηρετικό προσωπικό στο σπίτι των Άρντλεϋ. Με τα ελάχιστα που περίσσευαν έκαναν γιορτή στην κουζίνα. Αρκετές φορές όταν ήταν μικρός σηκωνόταν από το κρεβάτι του και τους παρακολουθούσε κρυφά. Τώρα ένιωθε μέλος μιας οικογένειας που μόλις γνώριζε. Δυό τρεις Ισπανοί άρχισαν το τραγούδι. Ο Άλμπερτ δεν καταλάβαινε τα λόγια αλλά ο σκοπός ήταν λυπητερός.

- Φλαμένκο. Ο χορός της φωτιάς… του είπε η Μαντλέν. Μιλούν για τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη, την προδοσία…

Οι εργάτες ξαναγύρισαν στα αμπέλια. Το τραγούδι έσβηνε σιγά σιγά. Έτσι τελείωνε και η πρώτη μέρα του Άλμπερτ… Σα ψίθυρος…
 

Χοσέ.

Οι μέρες κυλούσαν στον ίδιο πάντα ρυθμό. Το πρωί στ΄αμπέλια, το βράδυ στην αγκαλιά της Μαντλέν. Το καλοκαίρι στο Νότο ήταν τόσο διαφορετικό. Από νωρίς, ο ήλιος σιγόκαιγε τα πάντα σα λάβα αλλά τα βράδυα είχαν μια ανείπωτη γλύκα. Οι μυρωδιές από γιασεμί και αγιόκλημα σε μεθούσαν. Ο ύπνος δεν ερχόταν εύκολα παρόλη την κούραση. Πόσες φορές έτυχε να παρασυρθούν από το τραγούδι και το χορό και να παραμείνουν όλη νύχτα στον αμπελώνα;;; Με τους περισσότερους εργάτες είχε αποκτήσει φιλίες. Ακόμα και με τους Ισπανούς. Ο Χοσέ ήταν συνομίληκός του. Με τον Άλμπερτ αντάλλαζαν δυό τρεις κουβέντες το πρωί αλλά το μεσημέρι αντάμωναν όπως οι φίλοι από τα παλιά. Είχε μάθει αρκετά γι αυτόν, την αδερφή του και τους γονείς του που πεθύμησε να δει, τις συνθήκες ζωής στην ισπανική ύπαιθρο τη φτώχεια την ανέχεια. Ανδαλουσιανός στην καταγωγή ερχόταν κάθε καλοκαίρι τα τελευταία 8 χρόνια στη Γαλλία γιατί τα μεροκάματα στον τρύγο ήταν καλύτερα απ’ ότι στη χώρα του. Τα πρώτα χρόνια ερχόταν με τον πατέρα του, αργότερα συνέχισε μόνος του. Τη δουλειά την ήξερε πολύ καλά όπως και τη γλώσσα και μπορούσε να δίνει οδηγίες στους συντοπίτες του. Εφέτος θα ερχόταν μαζί και η μικρή του αδερφή αλλά οι θέσεις είχαν συμπληρωθεί. Ο Άλμπερτ αισθανόταν πως η παρουσία του στερούσε το ψωμί από μια οικογένεια.

Οι δύο τους με τη Μαντλέν περνούσαν αρκετά βράδια μαζί. Άλλες φορές κουβέντιαζαν με τις ώρες μέχρι που τους έβρισκε αποκαμωμένους το επόμενο πρωινό. Και άλλες πάλι όταν η ζέστη ήταν αφόρητη και τη νύχτα κατέληγαν να κάνουν μπάνιο στο ποταμάκι που διέσχιζε τον αμπελώνα. Γυμνοί, χωρίς αιδώ σαν αδέρφια που μεγάλωσαν μαζί.

Ο Άλμπερτ ένιωθε μια πρωτόγνωρη ελευθερία. Κοντά στη Μαντλέν έκανε πράγματα που η αριστοκρατική του καταγωγή δε θα του επέτρεπε. Καταλάβαινε πως είχε αλλάξει πολύ τον τελευταίο χρόνο. Όχι μόνο σωματικά αλλά κυρίως πνευματικά και ψυχικά. Κάποιοι άνθρωποι είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη αξία στα μάτια του Άλμπερτ. Ειδικά όσοι αγωνίζονταν για να γλιτώσουν από τη φτώχεια τους και επαναστατούσαν ενάντια στο κατεστημένο. Ήθελε να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε ώστε οι διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων να αμβλυνθούν. Όταν θα συναντούσε τον Τζωρτζ θα συζητούσε μαζί του όλα τα σχέδια που έκανε…

Όμως η μεγάλη του αλλαγή ήταν στον ψυχικό του κόσμο. Η καρδιά του που πλημμύριζε χαρά κάθε φορά που έπαιζε με τους φίλους του, τώρα χτυπούσε τρελά μόνο όταν τον πλησίαζε η Μαντλέν. Και τα βράδια… αχ τα βράδια που δεν την κρατούσε αγκαλιά η καρδιά του πονούσε.

Η Μαντλέν δεν του άφηνε περιθώριο να ελπίζει για κάτι παραπάνω. Μπορεί να είχε το σώμα της, η καρδιά της όμως δεν του ανήκε. Ο Άλμπερτ το ένιωθε, δεν μπορούσε να την πιέσει… Θα άφηνε το χρόνο να επουλώσει τις πληγές της… Το μόνο που έκανε ήταν να διεκδικεί το κορμί της με τον τρόπο του. Η ερωτική του συμπεριφορά είχε αλλάξει και αυτή. Διεκδικούσε και έπαιρνε αυτό που ήθελε. Δεν ήταν πια το παιδάκι που αφηνόταν ολοκληρωτικά στα χέρια της Μαντλέν. Τώρα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Στη Μαντλέν άρεσε πολύ αυτή η εξέλιξη. Κι ο Άλμπερτ της άρεσε… όμως η καρδιά της ανήκε στο Βλαντιμίρ. Και κάποια μέρα ίσως…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τελευταία μέρα στον τρύγο. Αύριο, όλοι θα γύριζαν στις οικογένειές τους. Μέχρι την επόμενή τους συνάντηση σε κάποιο άλλο κτήμα για το μάζεμα της ελιάς. Όσοι ήταν τυχεροί μπορεί να έκαναν κάποια μεροκάματα σε εργοστάσια για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Η μέρα της πληρωμής είχε φτάσει. Η Μαντλέν έφτασε με τη χρηματαποστολή. Μοίρασε τα χρήματα στα φακελάκια και ένας ένας οι εργάτες περνούσαν για να εισπράξουν την πληρωμή τους. Ήταν πάντα παραπάνω από όσα περίμεναν ανάλογα με το πόσο καλά πήγαινε ο τρύγος. Ο Άλμπερτ παρέλαβε το δικό του. Ένιωθε περήφανος που πληρωνόταν για την εργασία του. Κοίταξε το Χοσέ. Σε λίγο οι δρόμοι τους θα χώριζαν και ίσως ξαναβρίσκονταν του χρόνου πάλι στο ίδιο μέρος.

-Άλμπερτ! Τι θα κάνεις τώρα;;;

-Μάλλον θα γυρίσω με τη Μαντλέν στο Λονδίνο. Εσύ;;; Θα επιστρέψεις Ισπανία;;;

-Ναι φίλε μου. Σε λίγο φεύγω για Μασσαλία. Και από εκεί θα πάρω το τραίνο για Βαλένθια. Θα χρειαστεί να ψάξω και για ένα δώρο για τη Lucita μου. Πάντα της πηγαίναμε κάτι, από παλιά με τον πατέρα… σαν αντάλλαγμα για την αγκαλιά και τα χάδια που της στερούσαμε…

-Χοσέ! Ο Άλμπερτ του πρότεινε το φάκελο με το μισθό του. Αυτό είναι το δικό μου δώρο για τη γνωριμία μας.

-Μα τι λες Άλμπερτ;;; Αυτά είναι ο κόπος σου. Δεν μπορώ να το δεχτώ...

-Σε παρακαλώ να τα δεχτείς. Ίσως αν δεν ήμουν εγώ εδώ, να είχες τη Lucita παρέα. Από εμένα δεν περιμένει κανείς για να ζήσει και δε μου λείπουν τα χρήματα. Όμως, Χοσέ. Ακόμα και αν είχα όλο το χρυσάφι του κόσμου δε θα μπορούσα να εξαγοράσω αυτό το καλοκαίρι. Ήταν το ομορφότερο της ζωής μου. Ποτέ μου δεν περίμενα πως θα εργαζόμουν και θα μου άρεσε τόσο. Το οφείλω στη Μαντλέν και σε σένα…

- Όχι Άλμπερτ. Δεν μπορώ να τα δεχτώ.

- Χοσέ. Σκέψου πως για μένα είναι σημαντικό να δώσω αξία στην εργασία μου και αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχω… Σε παρακαλώ…

Ο Χοσέ πήρε διστακτικά το φάκελο. Ο Άλμπερτ τον αγκάλιασε.

- Φίλε μου δε θα σε ξεχάσω ποτέ.

- Γιατί να με ξεχάσεις;;; Μπορούμε να βρεθούμε το επόμενο καλοκαίρι εδώ ή να έρθεις στην Ισπανία για το μάζεμα της ελιάς. Τώρα μάλιστα που έχεις και τόση εμπειρία…

Γέλασαν και οι δυό τους. Ο Άλμπερτ υποσχέθηκε στο Χοσέ να του γράφει τα νέα του και ετοιμάστηκαν να φύγουν.

- Άλμπερτ… μια στιγμή… εγώ δεν έχω κάποιο δώρο για σένα… Ο Χοσέ έβγαλε τα λιγοστά του πράγματα από το σακίδιό του και το πρότεινε στον Άλμπερτ.

- Είναι παλιό… μου το είχε αγοράσει ο πατέρας μου την πρώτη φορά που ταξιδέψαμε στη Γαλλία για τον τρύγο. Έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για μένα και θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν σε συντρόφευε στα ταξίδια σου…

Συγκινημένος ο Άλμπερτ το πήρε. Ήταν η πρώτη φορά που του έκαναν ένα τόσο σημαντικό δώρο. Δεν θα το αποχωριζόταν ποτέ…

Η Μαντλέν και ο Άλμπερτ ξαναγύρισαν στο Παρίσι. Η ζωή επέστρεφε στους κανονικούς της ρυθμούς. Ο Άλμπερτ έστειλε τηλεγράφημα στον Τζωρτζ για να συναντηθούν.

Ο Τζωρτζ δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε αφήσει τον Άλμπερτ σχεδόν παιδί και τον έβλεπε μπροστά του ολόκληρο άντρα. Πόσο πολύ μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος μέσα σε 3 μήνες…Το μαλλί του είχε ξανθύνει ακόμα περισσότερο και ο ήλιος είχε δώσει ένα καφέ χρώμα στο σταρένιο του δέρμα. Έμοιαζε με άγγελο έτσι όπως του χαμογελούσε. Αλλά, υπήρχε και κάτι άλλο στο βλέμμα του… Σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Ο Άλμπερτ έλαμπε. Ο Τζωρτζ καταλάβαινε πως μόνο μια γυναίκα μπορούσε να του χαρίσει αυτή τη σιγουριά… Δε χρειάστηκε να τον ρωτήσει.

Ήταν πάντα διακριτικός. Ο Άλμπερτ από μόνος του θα του μιλούσε όταν ένιωθε έτοιμος. Ο Τζωρτζ ήταν κάτι παραπάνω από έμπιστός του. Ήταν ο μεγάλος του αδερφός, ο μόνος άνθρωπος που είχε τυφλή εμπιστοσύνη και πάντα ακολουθούσε την καλόπιστη συμβουλή του.

Το μυαλό του επέστρεψε στις υποχρεώσεις του Άλμπερτ. Σε λίγες μέρες θα άρχιζε η νέα ακαδημαϊκή χρονιά και έπρεπε να είναι έτοιμοι.

Έπρεπε να αγοραστούν καινούρια ρούχα, παπούτσια βιβλία… Ο Άλμπερτ τα προσπέρασε. Για πρώτη φορά έδειξε ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις των Άρντλεϋ: πού κυμαίνονται τα κέρδη, πώς τα διαχειρίζονταν τι προοπτικές υπήρχαν κλπ.

Ο Τζωρτζ δεν καταλάβαινε αν ο Άλμπερτ ρωτούσε από πραγματικό ενδιαφέρον ή είχε κάτι κατά νου. Οποιαδήποτε προσπάθεια του Τζωρτζ να τον ενημερώσει στο παρελθόν, έπεφτε στο κενό. Και τώρα… δεν προλάβαινε να απαντά στις ερωτήσεις του μεγάλου κληρονόμου. Ήξερε τον Άλμπερτ… Δεν έκανε επίδειξη ενός χρόνου γνώσεων. Κάτι άλλο υπέβοσκε…

- Τζωρτζ… έκανα μια σκέψη… Θέλω να διερευνήσουμε την προοπτική να χτιστεί στο Λονδίνο ένα Ίδρυμα που να παρέχει στέγη και τροφή σε άστεγες και άπορες οικογένειες.

Ο Τζωρτζ παραξενεύτηκε. Η αλήθεια είναι πως η περιουσία των Άρντλεϋ ήταν τεράστια και θα μπορούσε κάλλιστα να χρηματοδοτηθεί μια τέτοια ενέργεια… Ποτέ όμως στο παρελθόν δεν του είχε ζητηθεί από κάποιο μέλος των Άρντλεϋ κάτι τέτοιο. Φανταζόταν της αντιδράσεις της Μεγάλης Θείας σε μια πιθανή απόφαση του Άλμπερτ, και μάλιστα την πρώτη του που αφορούσε τις επιχειρήσεις των Άρντλεϋ.

Κοίταξε τον Άλμπερτ… Έδειχνε ολοένα και πιο σίγουρος για την απόφασή του… Χαμογέλασε…Τελικά ο Άλμπερτ έμοιαζε στη Rosemary μεγαλώνοντας. Μια μεγάλη αγκαλιά για όλο τον κόσμο.
 
Η νέα Ακαδημαϊκή χρονιά είχε ξεκινήσει. Η τελευταία πριν το Πανεπιστήμιο για τον Άλμπερτ και τη Μαντλέν. Σκεφτόταν σοβαρά να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Σχολή. Άλλωστε, τα Οικονομικά εκτός από απαραίτητα του ήταν και αγαπημένα… Του άρεσε και μια καινούρια Επιστήμη που έκανε δειλά τα πρώτα της βήματα. Ψυχανάλυση… ακουγόταν πολύ στα Πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ποιος ξέρει… Ίσως αν ολοκλήρωνε τις σπουδές του στα Οικονομικά να έκανε κάποια μαθήματα Ψυχανάλυσης και αν εξακολουθούσε να τον γοητεύει να ολοκλήρωνε και σ’ αυτό τον τομέα τις σπουδές του…

Μετά από απαίτηση του Άλμπερτ ο Τζωρτζ μεσολάβησε ώστε να του δοθεί το δωμάτιο του Βλαντιμίρ. Απομακρυσμένο όπως ήταν τον εξυπηρετούσε και για το διάβασμά του και για τις συνευρέσεις του με τη Μαντλέν.

Αυτή η κοπέλα εξακολουθούσε να είναι ένα μυστήριο για τον Άλμπερτ.

Απόμακρη τα πρωινά, με τις σκέψεις να βασανίζουν το πρόσωπό της αλλά το βράδυ στην αγκαλιά του ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί… Στην αρχή δεν ήθελε να έρχεται στο δωμάτιο αυτό. Μάλλον, της θύμιζε το Βλαντιμίρ και το άδοξο τέλος της σχέσης τους.

Σιγά σιγά άρχισε να αλλάζει στάση. Κατά περίεργο τρόπο, όταν ερχόταν σ’ αυτό το χώρο γινόταν ιδιαίτερα επιθετική. Ο Άλμπερτ προσπάθησε να τη ρωτήσει μια φορά αλλά δεν πήρε απάντηση…. Σεβάστηκε τη σιωπή της και δεν δοκίμασε δεύτερη… Καταλάβαινε πως ήταν σκληρό για τη Μαντλέν να έρχεται στο χώρο του. Το φάντασμα του Βλαντιμίρ τριγυρνούσε εκεί μέσα…

Αυτό το εξάμηνο ήταν σημαντικό για εκείνον και έπρεπε να δώσει μεγάλη σημασία στις εργασίες του. Κατέβαζε βιβλία από τις βιβλιοθήκες, παράγγελνε καινούρια στο Τζωρτζ που δεν υπήρχαν παρά στα μεγάλα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου και διαρκώς ρωτούσε τους καθηγητές του για απορίες και προβλήματα που είχε. Ήταν από τους πολύ ξεχωριστούς μαθητές. Έξυπνος, εύστροφος αλλά και επαναστάτης συχνά διαφωνούσε με τους καθηγητές του, υπέρμαχος της νέας τάξης πραγμάτων που είχε ήδη δημιουργηθεί στη Γαλλία και σιγά σιγά εξαπλωνόταν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Ο λόγος του ήταν πάντα τεκμηριωμένος, η άποψή του σοβαρή δε συμβάδιζε με το νεαρό της ηλικίας του…

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και τα διαβάσματα για τις εξετάσεις γίνονταν με εντατικούς πλέον ρυθμούς. Ήταν όμως και η πρώτη μεγάλη γιορτή μετά την 14 Ιουλίου που θα περνούσε με τη Μαντλέν και ήθελε να είναι ξεχωριστή. Είχαν αποφασίσει να περάσουν λίγες μέρες από τις γιορτές στο Παρίσι, στο σπίτι της γιαγιάς και μετά να ξαναγυρίσουν στο Κολέγιο για τα διαβάσματά τους.

Την Κυριακή θα ερχόταν ο Τζωρτζ να τους πάρει. Μια μέρα στην αγορά του Λονδίνου και την επομένη με το πλοίο για Παρίσι. Ο Τζωρτζ είχε ήδη κανονίσει τα πάντα. Θα έμενε και αυτός μαζί τους στο Παρίσι μέχρι την επιστροφή στο Λονδίνο.

Τα τρία γράμματα τον χαροποίησαν και τον προβλημάτισαν ιδιαίτερα.

Ο Χοσέ του περιέγραφε τα νέα του από το μάζεμα της ελιάς στην Ισπανία. Ο καιρός μέχρι τα τέλη Οκτώβρη ήταν πάρα πολύ καλός. Αντίθετα με το Λονδίνο –σκέφτηκε ο Άλμπερτ - που τους είχε υποδεχτεί ένας μουντός ουρανός και οι βροχές σπάνια σταματούσαν. Η Λουτσίτα του έστελνε χαιρετίσματα. Χάρη στον Άλμπερτ, ο Χοσέ της αγόρασε ένα υπέροχο φουστάνι που όμοιο του δεν είχε καμιά κοπέλα. Ειδικά όταν έβγαιναν τα απογεύματα για βόλτα στην πλάζα η Λουτσίτα τραβούσε πάνω της όλα τα βλέμματα. Ήταν πολύ ευτυχισμένη και μέσα από αυτήν και ο Χοσέ. Ο φίλος του, του υπενθύμισε την υπόσχεση που είχαν δώσει οι δύο τους για το ερχόμενο καλοκαίρι. Έστειλε χαιρετίσματα στη Μαντλέν και ευχές για τα Χριστούγεννα και τη Νέα Χρονιά.

Στο δεύτερο, η μεγάλη θεία ενημέρωνε τον Άλμπερτ για την οικογένεια που είχε αφήσει πίσω του. Ο ανηψιός του μεγάλωνε, γινόταν πολύ όμορφος όπως ήταν η συγχωρεμένη η μητέρα του. Είχε κληρονομήσει από εκείνη το ίδιο πάθος για τα τριαντάφυλλα και τώρα φρόντιζε τον κήπο της. Ο Στήαρ έδειχνε μια κλίση προς τις εφευρέσεις και όλη την ημέρα με κάτι καταπιανόταν. Μόνο ο Άρτσυ έδειχνε να νοιάζεται για τις τέχνες και φρόντιζε να παίρνει και τα ξαδέρφια του μαζί στα θεάματα που επέλεγε να πάει. Οι τρείς τους πάντως ήταν αχώριστοι και η απουσία των γονιών τους δε φαινόταν να τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Εκείνη μόνο ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται τις σκανδαλιές, τα παιχνίδια και την ανυπακοή τους. Μερικές φορές ήταν πολύ κουραστικά παιδιά…

Στη συνέχεια, η θεία άρχισε να σχολιάζει τις επιταγές του Άλμπερτ να χτιστεί το Ίδρυμα των Άρντλεϋ για τους άπορους στο Λονδίνο. Εμμέσως, άφηνε αιχμές και σχόλια για πιθανή κακή διαχείριση της περιουσίας τους από τα τσαλίμια του Άλμπερτ και άφηνε να εννοηθεί πως μετά τις γιορτές θα έκανε ένα ταξίδι ως το Λονδίνο για να συζητήσουν και να δει την πρόοδό του…

Του Άλμπερτ του φάνηκε σαν απειλή… Χαμογέλασε… πάντα υπερβολική η θεία… δεν έδειχνε σε κανέναν εμπιστοσύνη εύκολα… ΄Ισως… μόνο στον Τζωρτζ.

Το τρίτο γράμμα ήταν μια έκπληξη για τον Άλμπερτ. Ο Βλαντιμίρ του έγραφε μια ευχητήρια κάρτα με τα νέα του από την Ιατρική Σχολή… Ήταν όπως πάντα ψυχρός και λιτός στις περιγραφές του χωρίς να εξωτερικεύει κάποιο συναίσθημα. Άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να τα πούνε από κοντά κάποια Κυριακή που θα μπορούσαν και οι δύο να πάρουν έξοδο από τις σχολές τους. Τελείωνε τυπικά… καμία αναφορά στη Μαντλέν…

Ο Άλμπερτ μάζεψε τα γράμματα. Η Μαντλέν θα εμφανιζόταν από λεπτό σε λεπτό και δεν ήθελε να τα δει… Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην καρδιά του. Ίσως τα υπόλοιπα… αλλά την κάρτα του Βλαντιμίρ δε θα την έδειχνε στη Μαντλέν…

Ο Τζωρτζ τους περίμενε ακριβώς στην ώρα του έξω από το Κολέγιο. Τους βοήθησε να φορτώσουν τις αποσκευές στον πίσω χώρο του αυτοκινήτου και ξεκίνησαν. Πριν πάνε στο ξενοδοχείο που θα διέμεναν πήγαν μια βόλτα από τα μαγαζιά. Τα παιδιά ξαμολήθηκαν για να αγοράσουν τα δώρα τους και θα επέστρεφαν σε κάνα δίωρο. Ο Τζωρτζ πήρε την εφημερίδα του και κάθισε σ΄ ένα γωνιακό καφέ. Εκεί θα τον συναντούσαν αργότερα.

Η ώρα πέρασε σχετικά γρήγορα. Τα παιδιά γύρισαν χαρούμενα και φορτωμένα με ψώνια. Η μέρα κυλούσε όμορφα.

Έφτασαν στον Τζωρτζ. Ξαφνικά το γέλιο πάγωσε. Δίπλα στο Τζωρτζ καθόταν μια παρέα νεαρών ανδρών. Με τη στολή του Στρατιωτικού Γιατρού και το επιβλητικό παρουσιαστικό του ο Βλαντιμίρ ξεχώριζε. Σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος τους.

- Άλμπερτ φώναξε χαρούμενα… δεν περίμενα να σε δω εδώ… Έλαβες την κάρτα μου;;;

Ο Άλμπερτ αντιχαιρέτησε μην ξέροντας τι να απαντήσει. Δίπλα του η Μαντλέν είχε χάσει το χρώμα της στη θέα του όμορφου άντρα. Ακόμα και έτσι, τραβούσε τα βλέμματα της παρέας του Βλαντιμίρ πάνω της.

- Γειά σου Μαντλέν, ο Βλαντιμίρ ντύθηκε το ψυχρό του ύφος. Όπως και να είχε, αυτοί οι δύο ήταν ένα πανέμορφο ζευγάρι σκέφτηκε ο Άλμπερτ. Ξανά το αίσθημα της ζήλειας…

Ο Βλαντιμίρ κάλεσε και τους τρεις στην παρέα του. Ευτυχώς, η παρέμβαση του Τζωρτζ για το ακατάλληλο της ώρας και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους έβγαλε από τη δύσκολη κατάσταση. Χώρισαν με ευχές για τα Χριστούγεννα και τη Νέα Χρονιά και μια ακαθόριστη υπόσχεση για συνάντηση.

Ο Τζωρτζ οδηγούσε προς το ξενοδοχείο. Τι ατυχία σκέφτηκε. Αν δεν καθόμουν εκεί, δε θα είχαν συναντηθεί. Δεν ξέρω ποιος ήταν αυτός, εδώ όμως μου φαίνεται πως υπάρχει κάποιο τρίγωνο… Και αυτή η κοπέλα… όσο όμορφη είναι τόσο ψυχρή και απόμακρη δείχνει… Ο μικρός πρέπει να έχει μεγάλα προβλήματα…

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε άχαρα. Στο ξενοδοχείο κανείς τους δεν είχε διάθεση για κάτι και έπεσαν νωρίς για ύπνο προφασιζόμενοι το αυριανό μεγάλο ταξίδι…
 
Οι μέρες στο Παρίσι πέρασαν γρήγορα… Η Μαντλέν είχε χάσει την διάθεσή της μετά τη συνάντηση με το Βλαντιμίρ. Ο Άλμπερτ ένιωθε την καρδιά του να ραγίζει… Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Μαντλέν και δεν μπορούσε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να τη χάσει.

Ο Τζωρτζ με τη θεία έκαναν βόλτες στο Παρίσι. Η Ελέν ήταν αρκετά δυναμική παρά την ηλικία της και αισθανόταν όμορφα με την παρουσία του Τζωρτζ δίπλα της.

Αν η κόρη της είχε μυαλό στο κεφάλι της σίγουρα θα γοητευόταν από την αντρική αυτή παρουσία. Είχε τους τρόπους και την αβρότητα ενός Γάλλου ευγενή. Άλλωστε η καταγωγή του ήταν από τη Γαλλία. Είχε γεννηθεί σ’ ένα χωριό έξω από τη Λυόν. Η Μαρί όμως ήταν διαρκώς εξαφανισμένη στις υποθέσεις της…

Η Μαντλέν από την άλλη έδειχνε προβληματισμένη. Δεν ενθουσιάστηκε ούτε με το δώρο του Άλμπερτ: μια υπέροχη εσάρπα αγορασμένη από το ολοκαίνουριο κατάστημα της Γκαμπριέλ στο Παρίσι. Η Μαντλέν, παρά τις απόψεις της για τη φτώχεια, λάτρευε την υψηλή ραπτική και η γκαρνταρόμπα της πάντα περιλάμβανε 3-4 πολύ ακριβά κομμάτια, τα περισσότερα της φίλης της. Άτυπα, ήταν και το μοντέλο της. Κάθε καινούρια πινελιά της Γκαμπριέλ σχεδιαζόταν πάνω στο σώμα της Μαντλέν. Αγορίστικα παντελόνια, άνετα φορέματα χωρίς τους ενοχλητικούς κορσέδες μικρά καπέλα και ιδιόμορφα κοσμήματα… Θηλυκότητα και πολυτελής απλότητα. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της Γκαμπριέλ. Και τα δύο κορίτσια δήλωναν φανατικές φεμινίστριες αλλά περισσότερο τις γοήτευε η μόδα.

Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, τώρα θα πέταγε από τη χαρά της.

Η Ελέν καταλάβαινε πως δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα και αισθανόταν άσχημα που έβλεπε τον Άλμπερτ σα πληγωμένο λιοντάρι δίπλα της. Ήξερε πως δεν μπορούσε να παρέμβει, ο,τιδήποτε συνέβαινε έπρεπε να το λύσουν οι δυό τους…

Στο Κολέγιο η Μαντλέν είχε αραιώσει τις επισκέψεις της στον Άλμπερτ αλλά και τις μέρες που κοιμόταν μαζί του, το μυαλό της ταξίδευε αλλού. Ο Άλμπερτ ένιωθε πως τελικά δεν ήταν κάτι παροδικό. ‘Ισως είχε έρθει η ώρα να χωρίσουν. Ερχόταν μάλλον δεύτερος στην καρδιά της και η σκέψη και μόνο τον πλήγωνε.

Η εξεταστική είχε πάει αρκετά καλά για τον Άλμπερτ. Ίσως όχι όσο θα επιθυμούσε ο ίδιος αλλά πάντως καλά. Η Μαντλέν είχε αποτύχει στα περισσότερα… είχε άλλη μια ευκαιρία να ξαναδώσει αλλιώς θα έχανε όλη τη χρονιά...

Με το τέλος της εξεταστικής, έκανε την εμφάνισή της η μεγάλη θεία. Ο Άλμπερτ είχε πολύ καιρό να επικοινωνήσει μαζί της και αυτό τη στενοχωρούσε. Του είχε ιδιαίτερη αδυναμία όπως άλλωστε και στον Άντονυ. Ο Τζωρτζ τον ενημέρωσε για τον ερχομό της θείας και ζήτησε ειδική άδεια εξόδου από το Κολέγιο για να μπορέσει να τη δει.

Η Μαντλέν ήταν στις καλές της εκείνο τον καιρό… Είχε αρχίσει να γίνεται και πάλι πολύ εκδηλωτική και τρυφερή απέναντι στον Άλμπερτ. Ένας Θεός ήξερε το γιατί αλλά ο Άλμπερτ δεν το έψαχνε. Του έφτανε να την έχει κοντά του και να του χαμογελάει. Έτσι, όταν της είπε τα καθέκαστα για τη θεία η Μαντλέν δέχτηκε να τον συνοδέψει προκειμένου να περιορίσει χρονικά την επίσκεψή του.

Η Ελρόϋ τα έχασε μόλις είδε τον Άλμπερτ με τη νεαρή κοπέλα δίπλα του. Είχε φύγει από το Λέικγουντ ένα όμορφο παλικαράκι και τώρα μπροστά της αντίκρυζε ένα γοητευτικό άντρα… Μα… πόσος καιρός είχε περάσει;;; Ενάμισης χρόνος της φάνηκε σχεδόν πενταετία. Η θεία δάκρυσε… Πόσο πολύ έμοιαζε στη Rosemary και στη μητέρα του;;; Τα λαμπερά μάτια και τα χρυσά μαλλιά… Της θύμιζε την αγαπημένη της φίλη, τη γυναίκα του αδερφού της που έφυγε πάνω στη γέννα του Άλμπερτ. Και ο πατέρας του δεν πρόλαβε να χορτάσει το γιό του. Τον σκότωσαν σε ενέδρα λίγα χρόνια μετά.

Εκείνη τον μεγάλωσε, στα χέρια της. Δεν αξιώθηκε να κάνει δικά της παιδιά. Ο άντρας της βέβαια είχε ήδη παιδιά από τον πρώτο του γάμο αλλά την άφησε και πολύ νωρίς χήρα. Θύμα των Νοτίων στον Εμφύλιο… Δεν ξαναπαντρεύτηκε… Προτίμησε να μεγαλώσει τα παιδιά του μικρότερού της αδερφού… Μισούσε όμως τους πολέμους όσο τίποτα άλλο και ευχόταν να μην ξαναζήσει η ανθρωπότητα τέτοιες άσχημες καταστάσεις…

Μα τώρα την απασχολούσε μόνο ο Γουίλλιαμ Άλμπερτ. Πόσο της είχε λείψει αυτό το παιδί; Πότε πότε στενοχωριόταν που του είχε στερήσει όμορφα παιδικά χρόνια αλλά ήξερε δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν ο τελευταίος άρρεν απόγονος των Άρντλεϋ που έφερε το όνομα της οικογένειας και έπρεπε να τον προστατεύσει.

Το βλέμμα της έπεσε εξεταστικά πάνω στη Μαντλέν. Έδειχνε πως ήταν κάτι παραπάνω από απλή φίλη του ανηψιού της. Σίγουρα η κοπέλα του… αν και ήταν πανέμορφη και το ντύσιμό της πολύ προσεγμένο για τη συνάντηση η θεία δεν τη συμπάθησε. Μακάρι να μη ζητήσει τίποτα παραπάνω ο Γουίλλιαμ πέρα από την παρέα της. Θα αναγκαζόταν να τη δεχτεί στην οικογένεια μόνο και μόνο για να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη… Βέβαια… κάτι πάνω στη Μαντλέν έδειχνε πως ήταν από αριστοκρατική οικογένεια αλλά και πάλι δεν της άρεσε… Σε αντίθεση με τον ανηψιό της που φαινόταν πως δεν είχε μάτια για άλλον άνθρωπο… Τι κρίμα…Είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι προκειμένου να τον δει, να τον νουθετήσει, να τον συμβουλέψει. Μάθαινε τα επιχειρησιακά του σχέδια από τον Τζωρτζ και νόμιζε πως ήταν τρέλες της ηλικίας. Μα τώρα ο άντρας που έστεκε μπροστά της έδειχνε απόλυτα σίγουρος για τις κινήσεις του.

Δεν την έπαιρνε… το ήξερε… Περιορίστηκε να του πει τα νέα της οικογένειας και κυρίως αυτά των εγγονών της. Μιλούσε ακατάπαυστα για τον Άντονυ, την πρόοδό του, την αγάπη του για τα λουλούδια… Του έδειξε και φωτογραφίες που είχαν βγάλει τα τρία αχώριστα ξαδέρφια. Ο Άλμπερτ χάρηκε πολύ για τον μικρό. Τουλάχιστον αυτός δε μεγάλωνε χωρίς παρέα και ας έλειπε ο πατέρας του συνεχώς σε δουλειές…

Η μέρα πέρασε και ο Τζωρτζ επέστρεψε τα παιδιά στο Κολέγιο. Ο Άλμπερτ χάρηκε που είδε τη θεία του και έμαθε τόσα για τη ζωή στην Αμερική, αλλά μέχρι εκεί…

Χαιρόταν τη ζωή του εδώ στο Λονδίνο παρά τον εγκλεισμό του στο Κολέγιο. Είχε δίπλα του τη Μαντλέν και ήταν ευτυχισμένος…
 
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα… Ο Άλμπερτ περνούσε το χρόνο του στη βιβλιοθήκη και στο δωμάτιο. Τα μαθήματα είχαν εντατικοποιηθεί… Τελείωνε το καλοκαίρι και μετά θα αποφάσιζε αν και που θα συνέχιζε. Δεν του έκανε κέφι να πάει κάπου χωρίς τη Μαντλέν… αλλά εκείνη δεν έδειχνε να ενθουσιάζεται με την προοπτική να «φάει» και άλλα χρόνια στα θρανία… Ο καιρός που έμεινε στο κολέγιο ήταν πέρα από τις προσδοκίες της και έκανε περισσότερο το χατίρι της Ελέν. Το καλοκαίρι αυτή η φαρσοκωμωδία θα λάμβανε τέλος.

Η Μαντλέν εξαφανιζόταν. Ειδικά τις Κυριακές, ο Άλμπερτ διάβαζε μόνος του. Εκείνη την Κυριακή είχε παρακαλέσει τον Τζωρτζ να την περάσουν μαζί… Ήθελε να βγει έξω, να πάρει φρέσκο αέρα μακριά από τη Σχολή. Πήγαν μια βόλτα στις όχθες του Τάμεση. Ο ήλιος ήταν λαμπερός… Στον ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι. Η μέρα προμηνυόταν υπέροχη, ανοιξιάτικη.

Ήδη κατά μήκος του Τάμεση είχε στηθεί ένα υπαίθριο παζάρι. Διάφοροι μικροπωλητές εκθείαζαν την πραμάτειά τους διαλαλώντας τις φθηνές τιμές.

Μπορούσες να βρεις πολλά πράγματα: από φουλάρια και βιβλία μέχρι σπιτικά γλυκά και μικροέπιπλα,

Ο Άλμπερτ ενθουσιάστηκε… είχε πολύ καιρό να αναμειχθεί με κόσμο και να περάσει όμορφα. Με τον Τζωρτζ είχαν ξεκινήσει μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις τους όπως έκαναν από παλιά. Ξαφνιάστηκε όταν ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του.

Γύρισε να κοιτάξει και αντίκρισε το όμορφο πρόσωπο του Βλαντιμίρ. Μα καλά… κάθε φορά που έκανε βόλτα στο Λονδίνο αυτόν θα έβλεπε;

Δεν έδειξε την ενόχλησή του μόνο τον χαιρέτησε. Ο Βλαντιμίρ ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος και τους κάλεσε για καφέ… Αυτή τη φορά δεν αρνήθηκε… Δεν ήταν η Μαντλέν κοντά του για να νιώθει άσχημα…. Ο Βλαντιμίρ τους πήγε σε ένα ήσυχο καφενεδάκι που γνώριζε και άρχισε να τους μιλάει για τη Σχολή του και τα επιτεύγματά του. Σε λίγο το κλίμα είχε γίνει σχετικά χαρούμενο… παράξενο για το Βλαντιμίρ που ήταν λιγομίλητος και ψυχρός γενικά…

Σε λίγους μήνες θα έφευγε. Η θέση του στη Μόσχα τον περίμενε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για το καθεστώς. Ο τσάρος ήταν παιδί ακόμη με μεγάλα προβλήματα υγείας. Αιμορροφιλικός… Η ασθένεια των γαλαζοαίματων. Ακούγονταν φήμες και για πτώση του Τσάρου που οργανωνόταν μέσα από το Παλάτι. Ο πατέρας του Βλαντιμίρ είχε πιέσει τον γιό του να γίνει στρατιωτικός γιατρός.. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα είχε χρόνο αργότερα να σπουδάσει σε όποια Σχολή επιθυμούσε…. Αν συνέβαινε κάτι, με το βαθμό του στρατιωτικού γιατρού μπορεί να μη γλίτωνε την επιστράτευση αλλά θα έμενε μακριά από τα άμεσα πυρά του πολέμου…Ο πρόσφατος ρώσο ιαπωνικός πόλεμος και η συνθήκη του Πόρτσμουθ είχε σημάνει κόκκινο συναγερμό στους Ρώσους. Κάποιες συνταγματικές ελευθερίες είχαν δοθεί στο λαό για να κατευνάσουν τα πνεύματα και τώρα, η Αντάντ… Τα πράγματα έδειχναν πως για την ώρα υπάρχει σταθερότητα στη χώρα. Οι εξελίξεις όμως τρέχουν βιαστικές συμπαρασύροντας τα πάντα στη δίνη τους…

Ο Άλμπερτ με τη σειρά του, του μίλησε για τις δικές του σπουδές. Το καλοκαίρι θα τελείωνε το Κολέγιο και σκεφτόταν να συνεχίσει στην Βασιλική Οικονομική Σχολή. Είχε ακόμα πολύ χρόνο μπροστά του μέχρι να αναλάβει επίσημα τις επιχειρήσεις των Άρντλεϋ. Στα άμεσα σχέδιά του δεν περιλαμβάνονταν τέτοιου είδους υποχρεώσεις…

Είχε χαλαρώσει αρκετά, χαιρόταν την παρέα του Βλαντιμίρ και αισθανόταν πως είχε ένα φίλο κοντά του όπως τότε στις αρχές…

Λίγη ώρα μετά κίνησαν να φύγουν. Ο Τζωρτζ προσφέρθηκε να πληρώσει και τα παιδιά κατευθύνθηκαν στην έξοδο… Η ερώτηση έφερε αμηχανία στον Άλμπερτ…Τον βρήκε απροετοίμαστο…

- Άλμπερτ… με τη Μαντλέν είστε ζευγάρι;;;

Ο Άλμπερτ δεν πίστευε στ΄αυτιά του. Σχεδόν χαιρόταν που δεν είχε αναφερθεί το όνομά της και τώρα…

- Ναι… μάλλον… έτσι θα έλεγα… του απάντησε μη θέλοντας να δώσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα.

- Μη δεθείς παραπάνω μαζί της Άλμπερτ και μην εμπιστεύεσαι εύκολα τους άλλους…

Ο Άλμπερτ έμεινε εμβρόντητος. Γιατί του τα έλεγε αυτά ο Βλαντιμίρ;;; Τι τον ενδιέφερε η σχέση του με τη Μαντλέν;;;;

Ο Βλαντιμίρ δεν του είπε τίποτε παραπάνω. Του έσφιξε το χέρι και του ευχήθηκε στο επανειδείν… έτσι αόριστα…

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Άλμπερτ είχε μπει στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις. Τα μαθήματα που είχε να διαβάσει του φάνταζαν βουνό και η ώρα των εξετάσεων πλησίαζε επικίνδυνα. Μόνο η Μαντλέν δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται γι’ αυτές. Αδιαφορούσε για τα μαθήματα και μετά από παράκληση του Άλμπερτ είχε περιορίσει και τις επαφές τους. Η Μαντλέν δεν του φάνηκε ιδιαίτερα στενοχωρημένη γι αυτό. Αντιθέτως μάλιστα έδειχνε να απολαμβάνει την φύση στην ωραιότερη στιγμή της…

Ο Άλμπερτ δεν είχε χρόνο για να το σκεφτεί. Δεν ήθελε ποτέ να της στερήσει την ελευθερία της. Νόμιζε πως έτσι θα την κρατούσε περισσότερο κοντά του…

Ακόμα δεν είχαν συζητήσει τι θα έκαναν το φετινό καλοκαίρι. Θα ξαναπήγαιναν στο κτήμα για τον τρύγο;;; Ο Άλμπερτ είχε ήδη πρόταση από το Χοσέ να κατέβει Ισπανία. Η μητέρα του ήταν άρρωστη και δεν ήθελε να φύγει μακριά της όσο και αν τα χρήματα ήταν ένα πολύ καλό δέλεαρ. Θα καθόταν στην Ισπανία για τον τρύγο, που δεν υστερούσε σε αμπελώνες από τη Γαλλία μόνο που δεν ήταν το ίδιο καλές οι αμοιβές. Θα πήγαινε με τον πατέρα του και ίσως να έπαιρναν και τη Λουτσίτα μαζί τους. Είχε αναφέρει αόριστα πως κάποια γειτόνισσα θα μπορούσε να προσέχει τη μητέρα του όσο εκείνοι θα ήταν στα αμπέλια… Δεν του απάντησε περιμένοντας να ακούσει τη γνώμη της Μαντλέν.

Το ίδιο βράδυ της έκανε νύξη. Του απάντησε τελείως αδιάφορα σα να μην την ένοιαζε αν θα ήταν ή όχι μαζί… Παραξενεύτηκε, αλλά δε θέλησε να το σχολιάσει… Το διάβασμα ήταν σε πρώτη προτεραιότητα…

Ήρθαν οι εξετάσεις και πέρασαν… Ο Άλμπερτ ολοκλήρωσε και αυτόν τον κύκλο μαθημάτων με απόλυτη επιτυχία. Του έκαναν και πρόταση να συνεχίσει το χειμώνα στο δικό τους Πανεπιστήμιο. Θα το σκεφτόταν αργότερα… Είχε ένα ολόκληρο καλοκαίρι να περάσει με τη Μαντλέν…

Ο Τζωρτζ του πρότεινε να επιστρέψουν στην Αμερική και από εκεί να δουν τι θα κάνει στη συνέχεια. Δεν ήθελε ούτε να το ακούσει… Είχε πολύ καιρό μπροστά του να ασχοληθεί με τα της οικογένειας. Τώρα ήθελε την ανεμελιά που τόσο είχε στερηθεί σαν παιδί χωμένο στα πρέπει τα μη και τα όχι της θείας. Ήθελε να ζήσει ελεύθερος, να κάνει μπάνιο στα κρύα νερά της Μεσογείου και να χαρεί τον καυτό ήλιο… να κάνει φίλους που ποτέ δεν είχε, και να ευχαριστηθεί τον έρωτα με τη Μαντλέν. Φανταζόταν το φετινό καλοκαίρι εξίσου ωραίο με το περσινό αν όχι καλύτερο…

Ήταν ακόμη στα μέσα της εξεταστικής όταν η ξαφνική αναχώρηση της Μαντλέν για Παρίσι τον γέμισε ερωτηματικά… Ούτε καν που μπήκε στον κόπο να τον ενημερώσει για την απόφασή της. Του άφησε μόνο ένα γράμμα, λέγοντάς του πως αν ήθελε να κατέβει στον τρύγο να έρθει στη Γαλλία μέχρι τα μέσα του Ιουλίου.. . Η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε να δώσει ήταν η πλήρης αποτυχία στα μαθήματά της. Ίσως δεν ήθελε να τον απασχολήσει από το διάβασμά του γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν για τον Άλμπερτ να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Ο Άλμπερτ μάζεψε τα πράγματά του από το Κολέγιο και κατευθύνθηκε με τον Τζωρτζ στο ξενοδοχείο. Δε θα του έλειπε καθόλου η Σχολή… Άλλωστε οι μόνοι φίλοι που έκανε τώρα βρίσκονταν αλλού. Το απόγευμα θα πήγαινε στα βιβλιοπωλεία για να πάρει κάτι στη Μαντλέν. Της άρεσε το διάβασμα το εξωσχολικό… Μέχρι να φτάσουν στο Παρίσι θα έβρισκε και μια καλή δικαιολογία για το δώρο… αν και η καρδιά του χτυπούσε τρελά στη σκέψη, δεν τολμούσε να της μιλήσει για την επέτειο ενός χρόνου που θα είχαν σε λίγες μέρες. Του έφτανε που την επομένη το βράδυ θα την κρατούσε στην αγκαλιά του… Θα έπαιρναν το πλοίο με το Τζωρτζ αλλά εκείνος θα συνέχιζε την επομένη για Λυών.

Στο Παρίσι οι δρόμοι τους χώρισαν.

Και ο Άλμπερτ περιχαρής διάβαινε τους δρόμους του Παρισιού μέχρι να φτάσει στη Μονμάρτη. Εκεί…, στη Λατινική συνοικία που έμοιαζε να έχει ξεχυθεί από πίνακα μεγάλου ιμπρεσιονιστή. Ο Άλμπερτ δεν χόρταινε αυτή την πόλη… Η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή… ανέβηκε στον όροφο της Μαντλέν… άραγε να τον περιμένει… μπα… δεν της είχε τηλεγραφήσει… περισσότερες πιθανότητες είχε να τον περιμένει η Ελέν. Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά… Κι όμως… και η πόρτα πάνω ήταν ανοιχτή… φαίνεται είχαν ξεχάσει να τη σπρώξουν δυνατά. Την έσπρωξε απαλά παραξενεμένος από τα γελάκια που άκουγε… Μα… τι γινόταν;;;; Είχε η Ελέν παρέα;;;; Μα όχι… οι φωνές ήταν νεανικές… Η κόρη της τότε…

Η πόρτα παραμέρισε και ο Άλμπερτ έμεινε εμβρόντητος… Τα ριγμένα ρούχα στο πάτωμα δεν άφηναν αμφιβολία για το ποιοι αγκαλιάζονταν με πάθος. Η Μαντλέν και… όχι… δεν ήταν δυνατόν…. Ο Βλαντιμίρ…. Δύο υπέροχα κορμιά σφιχταγκαλιασμένα χαίρονταν τον έρωτά τους μην έχοντας καταλάβει την παρουσία του νεαρού άντρα.

Ο κόσμος χανόταν από τα μάτια του Άλμπερτ όπως και η γη κάτω από τα πόδια του.

Έπρεπε να ήταν εφιάλτης και όπου να ΄ναι θα τον ξυπνήσει ο Τζωρτζ… Ο θόρυβος από τα βιβλία που έπεσαν έφεραν το ζευγάρι στην πραγματικότητα…

Η Μαντλέν προσπάθησε να καλύψει τη γύμνια της και ο Βλαντιμίρ κοιτούσε τον Άλμπερτ αμήχανα…

Έκλεισε την πόρτα πίσω του κατεβαίνοντας τρέχοντας τα σκαλιά σα να τον κυνηγούσαν. Έτρεχε να κρυφτεί… από τον ίδιο του τον εαυτό του.

Το τραίνο τον έφερε στη Λυόν. Ποτέ άλλοτε ο Άλμπερτ δεν είχε τόσο παγερό βλέμμα. Και η καρδιά μαύρη σαν κατράμι… Ήταν έτοιμη να ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο Τζωρτζ ψυχανεμίστηκε την αιτία… Δεν είπε κουβέντα στον Άλμπερτ… Περίμενε το ξέσπασμα από λεπτό σε λεπτό…
 
Κεφάλαιο Τρίτο







Ισπανία




Ο σάκος του Άλμπερτ ήταν ακουμπισμένος στη γωνία… Ο Τζωρτζ επέμενε να τον συνοδέψει. Ήξερε πως ο Άλμπερτ τον είχε ανάγκη κοντά του. Η πίκρα του για τον χωρισμό του θα αργούσε να μετριάσει. Και αν εκεί που πήγαιναν ο Άλμπερτ δεν ένιωθε οικεία;;;

Ο Χοσέ τους περίμενεστο σταθμό της Βαλένθια. Η χαρά των δύο παιδιών ήταν απερίγραπτη. Έμειναν αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα. Ο Χοσέ για τον Άλμπερτ ήταν ο συνδετικός του κρίκος με το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής του. Πόσο θα ήθελε να το ξαναζήσει… ή έστω να ήταν και η Μαντλέν μαζί τους.

Ο Χοσέ δεν ήξερε για το χωρισμό… είδε όμως το βλέμμα του φίλου του αυτό του πληγωμένου αγριμιού και δε ρώτησε… Δίπλα του μια ολοζώντανη ζωγραφιά χοροπηδούσε ασταμάτητα.

-Τζωρτζ, Άλμπερτ να σας γνωρίσω τη μικρή μου αδερφή, τη Lucita. Λοιπόν, Άλμπερτ πως τη βρίσκεις;;;

Η μικρή έμοιαζε με ολόδροσο λουλούδι που ανοίγει τα πέταλά του στον ήλιο που ξεπροβάλλει. Ένας χείμαρρος από μαύρα μακριά μαλλιά πιασμένα με ένα πολύχρωμο μαντήλι και ένα φουστάνι κοντομάνικο που τελείωνε λίγο πιο κάτω από τα γόνατα. Ta μάτια της Λουτσίτα σπινθήριζαν. Ο Άλμπερτ δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο μουτράκι.

Το ταξίδι προς το Καστελόν κράτησε αρκετή ώρα. Ο Άλμπερτ είχε συνηθίσει πιά.

Η Ισπανική ύπαιθρος αν και πολύ κοντά στη γαλλική ξεδίπλωνε μπροστά τους μια άγρια ομορφιά. Εδώ οι αμπελώνες ήταν λιγότεροι. Κάτω από τον καυτό ήλιο, ένα εκτυφλωτικό χρυσοπράσινο χαλί απλωνόταν ως εκεί που φτάνει το μάτι. Άνυδρο όμως το χώμα. Ήταν ευλογία Θεού που, αν και σχεδόν στερεμένα, τα ποτάμια μπορούσαν να ποτίζουν τη γη και να δίνουν τόσο καρπό. Και έτσι όμως…το μάτι δε χόρταινε να κοιτάει ολόγυρα…

Η Lucita κελαηδούσε καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τα ισπανικά είχαν μια χροιά περίεργη. Σα να τραγουδάς… Συνεχώς ρωτούσε τον Άλμπερτ για το πώς είναι η ζωή στην Αμερική. Είχε ακούσει για λαούς με ανοιχτά χρώματα και νόμιζε πως η Αμερική βρισκόταν λίγο πιο πάνω από τη Γαλλία. Ο Άλμπερτ όμως δεν καταλάβαινε τη γλώσσα. Ο Τζωρτζ με τα σπαστά ισπανικά του ανέλαβε να λύσει όλες τις απορίες της μικρής και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωσε την καρδιά του χαρούμενη…

Καστελόν




Η άμαξα τους άφησε στην μεγάλη πλατεία του χωριού. Το σπίτι του Χοσέ δεν απείχε πολύ από εκεί και ήταν σχεδόν δίπλα στη θάλασσα. Η Lucita χοροπηδούσε δείχνοντας πρώτη το δρόμο. Αισθανόταν περήφανη που ήταν οι δικοί τους φίλοι το αντικείμενο συζήτησης των χωρικών απ΄όπου και αν περνούσαν. Σε αυτή την άκρη του κόσμου σπάνια έρχονταν ξένοι.

Το ψαροχώρι ήταν πανέμορφο. Μικρά διάσπαρτα σπιτάκια ασβεστωμένα με τα χρωματιστά τους παράθυρα έδιναν στο τοπίο ένα παραμυθένιο χρώμα. Πίσω τους απλώνονταν ελαιώνες και μπροστά τους η θάλασσα. Όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου σε έναν τεράστιο καμβά.

Κάτω στη θάλασσα οι βάρκες έδιναν το στίγμα του χωριού. Ψαράδες ολόγυρα από αυτές ξέμπλεκαν ή έραβαν τα δίχτυα τους προκειμένου να είναι όλα έτοιμα για την επόμενη ψαριά. Όσοι δεν ασχολούνταν με τη θάλασσα, δούλευσαν στα χωράφια. Γη και θάλασσα αποζημίωναν τους κατοίκους ώστε ένα πιάτο φαί να το έχουν πάντα. Όχι όμως πολλά παραπάνω. Αρκετοί νέοι αναγκάζονταν να φεύγουν από εκεί για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στην πόλη. Ειδικά στις πολυπληθείς οικογένειες η φτώχεια έκανε εντονότερη την παρουσία της.

Οι άνθρωποι όμως δεν παραπονιόνταν. Μέχρι εκεί που μπορούσαν έφτιαχναν τη ζωή τους και ευχαριστούσαν το Θεό για όσα τους παρείχε. Μεγάλες προσδοκίες δεν είχαν. Τους έφτανε να έχουν το λαδάκι, το ψωμάκι και το κρασάκι τους και ότι τους χάριζε η θάλασσα. Τα βράδια του καλοκαιριού οι γυναίκες μαζεύονταν σε φιλικά σπίτια και μάθαιναν τα νέα του χωριού και οι άντρες απολάμβαναν το κρασάκι τους στις ταβέρνες πάντα με τη συνοδεία μιάς κιθάρας και ενός μελαγχολικού τραγουδιού…

Η Καρμενσίτα και ο Πέδρο τους περίμεναν στο κατώφλι. Μόλις τους είδαν να καταφτάνουν, η Κάρμεν πετάχτηκε έξω να τους καλωσορίσει σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της και ανοίγοντας διάπλατα την αγκαλιά της Η μητέρα του Χοσέ φρόντισε να έχει ετοιμάσει πολλές τηγανίτες με μέλι και έβγαλε μια καράφα κρασί με κομματάκια φρούτων να ξεδιψάσουν. Η κούραση από το ταξίδι μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της. Ο σενιόρ Πέδρο τους προέτρεψε να κάνουν ένα μπάνιο και να ξεκουραστούν.. Οι δύο άντρες ένιωθαν πως βρίσκονταν σπίτι τους. Το πρώτο τους βράδυ στην Ισπανία ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς.

Η σκιά γλίστρησε στο μισοσκόταδο του κήπου. Πρώτος την πρόσεξε ο Τζωρτζ. Νόμισε πως ήταν η σενιόρα Κάρμεν ή Καρμενσίτα όπως ήθελε να την αποκαλούν η μητέρα του Χοσέ. Αλλά ήταν πολύ πιο αδύνατη και φάνηκε σα να μην ήθελε να γίνει αντιληπτή. Δεν είπε κάτι στον Άλμπερτ… άλλωστε μπορεί κάποια από τις γειτόνισσες να πέρασε για μια καλησπέρα. Σε λίγο θα κατέβαιναν για το βραδινό φαγητό. Η Κάρμεν τους είχε παραχωρήσει το δωμάτιό τους προσωρινά θα κοιμόταν μαζί με τη μικρή και ο Χοσέ θα βολευόταν με τον πατέρα του στον καναπέ της κουζίνας. Το κρεβάτι δεν ήταν μεγάλο και για πρώτη φορά ο Τζωρτζ θα κοιμόταν με τον Άλμπερτ. Ο Χοσέ δεν ήθελε με τίποτα να ακούσει πως ο Τζωρτζ θα έμενε σε ξενοδοχείο στην πόλη. Το σπίτι τους αν και μικρό θα τους χωρούσε όλους…

Η Κάρμεν ήταν έξοχη μαγείρισσα. Το κοτόπουλο με την πικάντικη σάλτσα που είχε ετοιμάσει είχε μια γεύση πρωτόγνωρη για τους ξένους αλλά ήταν πεντανόστιμο. Το κόκκινο κρασάκι με τα κομμάτια του μήλου ήταν η καλύτερη συνοδεία. Οι τέσσερις άντρες κουβέντιαζαν γενικά για την καθημερινή ζωή στην Ισπανία. Η Λουτσίτα εξαφανίστηκε για λίγο με ένα πιάτο φαί στα χέρια και γύρισε λέγοντας κάτι στο αυτί της μητέρας της. Η Κάρμεν σηκώθηκε από το τραπέζι και κατευθύνθηκε στην αυλή… προς το μέρος που είχε τραβήξει νωρίτερα η σκιά… Η Λουτσίτα μάζεψε το τραπέζι και ανέλαβε να πλύνει τα πιάτα μέχρι να γυρίσει η μητέρα της.

Ο Άλμπερτ είχε ήδη ξαπλώσει, τον Τζωρτζ όμως δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη ακόμη και το βράδυ και ο Τζωρτζ δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες θερμοκρασίες. Θέλησε να βγει… να πάει μια βόλτα προς τη θάλασσα. Η μυρωδιά της του ανέσυρε ξεχασμένες μνήμες… τότε που χαιρόταν τον έρωτά του με τη Ροζμαρυ…

Το τραγούδι τον έβγαλε από τις σκέψεις του… Μα από πού ερχόταν;; όλα τα φανάρια από τα σπίτια είχαν πιά σβήσει και μόνο κάποια πυροφάνια στο βάθος έκοβαν το μαύρο – μπλε της νύχτας. Κι όμως… είχε ακούσει πολύ καλά… μια αγγελική φωνή σ΄ένα θλιμμένο ερωτικό τραγούδι… Προχώρησε προς το μέρος που ερχόταν η μελωδία… Και άξαφνα την είδε….

Καθόταν στις ρίζες του δέντρου με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα. Σίγουρα δεν τον είχε ακούσει… προσπάθησε να την πλησιάσει όταν το κλαράκι έσπασε κάτω από το πόδι του… Η μορφή σηκώθηκε απότομα, σχεδόν τρομαγμένα και άρχισε να τρέχει… Μα… έτρεχε προς το σπίτι του Χοσέ… Ο Τζωρτζ ήταν σίγουρος πως ήταν η ίδια γυναίκα που είχε δει αργά το απόγευμα από το παράθυρο του δωματίου του… Γύρισε πίσω χωρίς να πει κουβέντα στον Άλμπερτ που κοιμόταν εξαντλημένος από την κόπωση της μέρας στην άλλη άκρη του κρεβατιού

Το πρωί, η Κάρμεν είχε ετοιμάσει τηγανίτες με μέλι και είχε φέρει φρέσκο γάλα και νερό για τα παιδιά. Ο Τζωρτζ παρατήρησε πως περίσσευε χυλός για μερικές τηγανίτες ακόμη και σίγουρα η Κάρμεν θα τις ετοίμαζε και αυτές. Για ποιόν όμως;;; Κράτησε τις σκέψεις για τον εαυτό του. Σε λίγο θα πήγαιναν στην πλατεία του χωριού εκεί που τους άφησε εχτές ο αμαξάς αφού πρώτα περνούσαν από την παραλία για να αγοράσουν φρέσκα ψάρια και μύδια. Στο τέλος της εβδομάδας θα έφευγαν για τα αμπέλια και η Κάρμεν ήθελε οπωσδήποτε να τους φτιάξει τις σπεσιαλιτέ της: πικάντικη παέλια και ψαρόσουπα…

Ο Τζωρτζ δεν μπορούσε να ξεχάσει τη γυναικεία μορφή που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Ποια μπορεί να ήταν, και γιατί και από ποιόν κρυβόταν;;; Που να είχε πάει η Λουτσίτα με το φαγητό;;; κάτι δεν του πήγαινε καλά…

Η Κάρμεν είχε βάλει τα δυνατά της και για μια ακόμη φορά το φαγητό ήταν «λουκούμι». Τα παιδιά έφαγαν και δεύτερο πιάτο αν και ήταν αρκετά βαρύ με όλα εκείνα τα καρυκεύματα που είχε προσθέσει η μαγείρισσα. Η Λουτσίτα στόλιζε τη μητέρα της με τα καλύτερα επίθετα για τις μαγειρικές της ικανότητες και τα αγόρια επαναλάμβαναν τα λόγια της. Ο Άλμπερτ προσπαθούσε να μάθει τις πρώτες του λέξεις και τα γυρίσματα της γλώσσας έκαναν τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ο Τζωρτζ ήταν σιωπηλός και αμέτοχος. Που και που, κάποιες ματιές προς τη Λουτσίτα και τη γλυκιά οικοδέσποινα τον έβαζαν σε σκέψεις…

Ο Χοσέ τους είχε πει πως οι γονείς του είχαν παντρευτεί νέοι. Αν έκρινε όμως σωστά από την ηλικία του Χοσέ και την πιθανή τωρινή της Κάρμεν πρέπει να είχαν αργήσει να κάνουν το πρώτο τους παιδί… αλλά… και το δεύτερο. Η Κάρμεν πρέπει να πλησίαζε τα 45 αλλά ο Χοσέ ήταν μόλις 18… Ίσως η φτώχεια να μην τους επέτρεπε να σκεφτούν να κάνουν παιδιά νωρίς… Ποιος ξέρει…. Πάντως, για μια ακόμη φορά, είχε κρατηθεί φαγητό… για ποιόν όμως;;;

Και αυτή τη νύχτα ο Τζωρτζ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Θέλησε να ξαναπάει προς τη θάλασσα… Σίγουρα όλοι θα είχαν ξαπλώσει πια… και ποιος ξέρει… ίσως να την ξανάβλεπε…

Αυτή τη φορά δεν έρχονταν τραγούδια αλλά ομιλίες… Κάποιοι τσακώνονταν… Ακόμη και αν του ήταν δύσκολο να καταλάβει την αιτία… το σίγουρο είναι πως υπήρχε διαφωνία. Το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει ήταν η φωνή της Κάρμεν και άλλη μία… Ίσως… ίσως… μα ναι… ήταν η φωνή της προηγούμενης βραδιάς… Δε θέλησε να πλησιάσει για να μη φανεί αδιάκριτος μέχρι που είδε την Κάρμεν να πηγαίνει προς το σπίτι φανερά στενοχωρημένη και την κοπέλα να μένει πίσω… Τι να είχε συμβεί;;; Πώς να την πλησίαζε και σε ποια γλώσσα να της μιλούσε αφού τα ισπανικά του ήταν λιγοστά;;; Προτίμησε να φύγει… κάποια άλλη ώρα ίσως… Ο λυγμός τον έκανε να γυρίσει. Η κοπέλα έκλαιγε… Προσπάθησε να πάει προς το μέρος της. Το θάρρος του τον εξέπληξε… Μετά τη Ροζμαρυ καμιά γυναίκα δεν του τράβηξε το ενδιαφέρον αν και πολλές το είχαν προσπαθήσει… Μα τώρα ήταν αλλιώς… Σκέφτηκε μια δυό λέξεις που θα μπορούσε να της έλεγε όταν έφτανε κοντά της.

Δε χρειάστηκε… Απότομα η κοπέλα διαισθανόμενη την παρουσία του γύρισε προς το μέρος του… Άρχισε να φωνάζει θυμωμένα και ο Τζωρτζ κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει.

Το επόμενο πρωί, όλα έδειχναν πως η Κάρμεν τουλάχιστον γνώριζε τι είχε συμβεί. Άλλωστε δε θα είχε απομακρυνθεί και πολύ όταν η κοπέλα άρχισε να φωνάζει στον Τζωρτζ. Το βλέμμα της Κάρμεν προς τον Τζωρτζ ήταν παρακλητικό. Ο Τζωρτζ το σεβάστηκε, αν και ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να ρωτήσει το παραμικρό.

Αποφάσισε όμως να μην πάει με τα παιδιά… Θα έκανε παρέα στην Κάρμεν προκειμένου να ετοιμάσει το μεσημεριανό τους. Ή μάλλον, θα πήγαινε εκείνος για ψώνια, σε μια προσπάθεια να είναι λιγότερο βάρος για την οικογένεια η παρουσία των 2 ξένων. Ο σενιόρ Πέδρο είχε ήδη ξεκινήσει για τα αμπέλια. Το μεροκάματο δεν έπρεπε να χαθεί. Η φτώχεια τους ήταν εμφανής και ο Τζωρτζ αισθανόταν άσχημα με όλες αυτές τις περιποιήσεις… Πήρε τη λίστα από την Κάρμεν και ξεκίνησε για την αγορά.

Αλεύρι, μπαχαρικά, ζάχαρη, αυγά, μέλι και σαπούνι ήταν τα βασικά. Ο Τζωρτζ πήρε τριπλάσιες ποσότητες για να υπάρχουν αρκετά ακόμα και όταν θα έφευγαν. Μαζί με αυτά αγόρασε και μερικά πιάτα και ποτήρια καθώς εκείνα στα οποία έτρωγε η οικογένεια είχαν υποστεί φθορές… Στʼ αυτιά του έφτασαν οι πρώτοι ψίθυροι. Σίγουρα η παρουσία των δύο ξένων είχε εξάψει τη φαντασία των χωρικών…. Κάτι όμως άκουσε για κάποια τρελή Ισαβέλα…. Να ρωτούσε την Κάρμεν ή θα την έφερνε σε δύσκολη θέση;;;; Τέλειωσε νωρίς και κίνησε για το σπίτι… από την παραλία θα ήταν πιο κοντά. Φτάνοντας από την πίσω πόρτα κατάλαβε πως η Κάρμεν δεν ήταν μόνη της. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη όπως πάντα. Κανείς δεν άκουσε το χτύπημα και ο Τζωρτζ μπήκε μέσα… Μπροστά του βρισκόταν μια πανέμορφη κοπέλα με βλέμμα που πετούσε αστραπές… και η Κάρμεν απέναντι με το βλέμμα στο πάτωμα…

Έσπασε πρώτος τη σιωπή ψελλίζοντας κάτι σαν «τα πήρα όλα». Άφησε τα ψώνια στο τραπέζι και αποσύρθηκε διακριτικά προς την έξοδο. Στα μάτια του είχε ακόμα τη μορφή της και πάσχιζε να καταλάβει τι συμβαίνει… Αναμφίβολα, ήταν της οικογένειας αφού ήταν ίδια η Λουτσίτα σε μεγάλη ηλικία. Στην καρδιά της όμως πάλευε με την τρικυμία… Τι να είχε συμβεί;;; Άκουσε φασαρία από κάτω και την πόρτα να χτυπάει. Κατέβηκε και είδε την Κάρμεν να κλαίει. Προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της μα ήταν ανώφελο. Έτρεχαν ακόμη περισσότερα… Την πλησίασε και ανασήκωσε απαλά το μέτωπό της. Το πρόσωπό του της έλεγε πως μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη.. Η Κάρμεν το ήξερε αλλά δεν της έβγαινε λέξη…
 
Ισαβέλλα.




Μαύρα μάτια που πέταγαν σπίθες αλλά το βλέμμα τους λυπημένο, στόμα συμμετρικό τέλειο πλασμένο για φιλιά αλλά ερμητικά κλειστό. Πρόσωπο πανέμορφο πλαισιωμένο από μακριά κατάμαυρα μαλλιά και σώμα με υπέροχες αναλογίες πού όσο αυτά σε καλούσαν κοντά, τόσο η σκληρή ματιά σε απωθούσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Ισαβέλλα απέκρουε κάθε αντρικό ενδιαφέρον όσο και αν το κορμί της έδειχνε πως επιθυμούσε να λιώσει από έρωτα.

Ήξερε πως ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα… Κάθε άντρας στο χωριό ποθούσε να την κρατήσει έστω ένα βράδυ αγκαλιά και αρκετοί από αυτούς παντρεμένοι και ελεύθεροι προσπάθησαν να το πετύχουν χωρίς αποτέλεσμα. Και στην πρώτη, άντε δεύτερη αποτυχία δεν ξαναδοκίμαζαν… άλλωστε δεν ήθελαν και κάτι περισσότερο… Ο ντόρος γύρω από το όνομά της ήταν μεγάλος αν και η ιστορία παλιά… Ζήλευαν τον Ντον Γκονζάλεθ που είχε καταφέρει να κατακτήσει αυτό το απόρθητο φρούριο και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία. Εκείνος όμως είχε τον τρόπο του, όπως τουλάχιστον πίστευαν… Τα χρήματα που έδωσε στην οικογένεια για να αποκτήσει τη μικρή ήταν πολλά . Αν και αρχικά ακούστηκε πως ο σενιόρ Πέδρο του τα πέταξε στο πρόσωπο η φτώχεια ήταν πολύ μεγαλύτερη από την περηφάνεια της οικογένειας και τελικά λύγισε… Η μικρή παραδόθηκε στον μεσήλικα άρχοντα που ξέχασε γυναίκα και παιδιά και για δύο ολόκληρα χρόνια γευόταν τους καρπούς της ωραίας Ισαβέλλας. Όταν επέστρεψε στο σπίτι τίποτα δε θύμιζε το πάλαι ποτέ πανέμορφο μικρό κορίτσι.

Σιγά σιγά οι περιποιήσεις της Κάρμεν και του Πέδρο που ήδη μεγάλωναν το τρίτο τους παιδί κατάφεραν να γλυκάνουν την τρομαγμένη ψυχή της μεγάλης τους κόρης. Όμως ήξεραν πως θα ήταν δύσκολο να ξανακερδίσουν το παιδί τους. Και ήξεραν πως μετά από όσα συνέβησαν η κόρη τους ήταν ένα χαρτί καμένο… Όλοι γνώριζαν στο χωριό τι είχε συμβεί με τον Ντον Γκονζάλεθ και κάθε φορά που γινόταν κάτι τέτοιο με κάποια από τις κοπέλες από τα γύρω χωριά η μοίρα του κοριτσιού ήταν προδιαγεγραμμένη. Με την Ισαβέλλα κράτησε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η μικρή φαίνεται ήταν πολύ περιποιητική με τον κύριό της.

Ωστόσο, όταν επέστρεψε κλείστηκε στον εαυτό της και μοναδική της χαρά ήταν η παρουσία της νεογέννητης αδερφής της. Έδωσε όλη της την αγάπη στο μικρό αυτό πλασματάκι και μόνο κοντά της η Ισαβέλλα θυμόταν πως κάποτε υπήρξε και αυτή παιδί και άρχιζαν μαζί το παιγνίδι. Αγαπούσε πολύ και τον αδερφό της μα εκείνος προτιμούσε να παίζει με συνομήλικα γειτονόπουλα.

Τα πρωινά βοηθούσε τη μητέρα της στη μαγειρική και στις δουλειές του σπιτιού και με τον καιρό άρχισε να κατεβαίνει και στην αγορά. Τις πρώτες φορές με τον πατέρα της. Του κρατούσε σφιχτά το χέρι από φόβο μήπως την ξαναπάρει κανείς μακριά του. Αργότερα, επιχείρησε να κατεβαίνει μόνη της. Δεν ανέφερε ποτέ στον πατέρα της πως της συμπεριφέρονταν αγόρια του χωριού με τα οποία είχε μεγαλώσει μαζί ή και ακόμη μεγαλύτερα. Αντιλαμβανόταν τον πόθο στα μάτια τους, την ενοχλούσαν τα πικρόχολα σχόλιά τους αλλά κρατούσε το βλέμμα της πάντα ψηλά. Η περηφάνεια της τους ενοχλούσε. Στο κάτω κάτω όλοι ήταν σίγουροι πως γνώριζαν πως περνούσε τα βράδια της στην αγκαλιά του Γκονζάλεθ. Δεν άργησαν από τα πειράγματα να περάσουν στους χαρακτηρισμούς και τις χειρονομίες. Την περηφάνεια της την έβγαλαν τρέλα και μια μέρα επεδίωξαν να την ξεμοναχιάσουν. Δεν υπολόγισαν πως μπορεί να προβάλει αντίσταση και κατάφερε να τους ξεφύγει. Από τότε ξανακλείστηκε στον εαυτό της και δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι. Ακόμη και στη θάλασσα φρόντιζε να πηγαίνει νύχτα για να μην τη βλέπει κανείς. Μοναδική της χαρά το τραγούδι και σχεδόν πάντα ένας λυπητερός σκοπός έβγαινε από τα χείλη της να τη συντροφεύει στις μοναχικές της εξορμήσεις στη θάλασσα. Μόνο αυτές τις όμορφες καλοκαιρινές νύχτες ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει γοργά. Παραδομένη στη δροσερή θάλασσα άφηνε το κορμί της να εξιλεώνεται από την ανελέητη μοναξιά που βίωνε.

Η Κάρμεν γνώριζε τι συνέβαινε στην ψυχή της κόρης της. Δεν μπορούσε ούτε με τα λόγια ούτε με τις πράξεις της να ηρεμήσει αυτό το βασανισμένο κορμί. Καταλόγιζε στον εαυτό της μεγάλη ευθύνη που άφησαν αυτή και ο άντρας της να γίνουν έτσι τα πράγματα. Ποτέ δεν το θέλησαν αλλά ήταν πιά πολύ αργά και ο χρόνος δε θα γύριζε πίσω…

Ο γιός της δε γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί πόσο μάλλον η Λουτσίτα. Δεν ήθελε να αφήσει τα παιδιά να δηλητηριάσουν την ψυχή τους. Ας έμεναν μόνο σ΄αυτά που είχαν ακούσει από τους ντόπιους. Όσο και αν απείχαν από την πραγματικότητα. Ίσως με τον καιρό να του μιλούσε… δεν ήθελε να φύγουν μια μέρα ξαφνικά εκείνη και ο άντρας της και να έχουν πάρει μαζί τους το μυστικό εκείνο. Ήξερε πως η Ισαβέλλα ποτέ δε θα άνοιγε την καρδιά της στο Χοσέ αλλά ούτε και σε κανέναν άλλο… Και αυτό την πλήγωνε ακόμη περισσότερο… την αρρώσταινε… η καρδιά της τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατήσει και πονούσε συχνά…

Αυτός ήταν και ο λόγος που φέτος ο Χοσέ θα εργαζόταν στους αμπελώνες της περιοχής. Για να είναι κοντά της… Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του όπως και τις αδερφές του… κυρίως τη Λουτσίτα… Η Ισαβέλλα ήταν απόμακρη πάντα…

Ο Τζωρτζ κοιτούσε το πρόσωπο της Κάρμεν… αυτή η γλυκιά γυναίκα πάλευε με τον εαυτό της να μη λυγίσει και σπάσει…

Τα έβαζε με τον εαυτό του που ενώ ήθελε, δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει αν δεν του το ζητούσε η ίδια… Κυρίως όμως ήθελε να δει το πρόσωπο της Ισαβέλλας χαμογελαστό… Αυτό και αν του φάνταζε ακατόρθωτο…

Το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό. Δυό τρεις μέρες ακόμη και θα αναχωρούσαν για τους αμπελώνες, να βρουν τον σενιόρ Πέδρο. Ο Τζωρτζ δεν ήθελε να φύγει από το σπιτάκι της Καρμενσίτα. Το μεσημέρι που ξάπλωσαν αποφάσισε να μιλήσει στον Άλμπερτ. Τα παιδιά θα περνούσαν καλύτερα μόνα τους. Η Λουτσίτα θα πήγαινε μαζί τους παρά τις αντιρρήσεις του Άλμπερτ και του Χοσέ. Άλλωστε θα ήταν ο πατέρας τους κοντά. Όμως, η κατάσταση της Κάρμεν δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή και κάποιος θα έπρεπε να μείνει πίσω. Ίσως και να τη βοηθούσε με τις γνώσεις του να διαχειρίζεται το μικρό κτηματάκι τους πιο αποδοτικά. Ο Άλμπερτ δεν είχε καμιά αντίρρηση. Με το Χοσέ περνούσε πάρα πολύ καλά… Σχεδόν είχε ξεχάσει τον πόνο που του είχε προκαλέσει η προδοσία της Μαντλέν. Και ο Τζωρτζ έδειχνε πολύ προβληματισμένος αυτές τις μέρες … Αυτό που καταλάβαινε ήταν πως δεν είχε να κάνει με τις συνηθισμένες δουλειές του, αλλά κάτι βαθύτερο. Ο Τζωρτζ σπάνια μιλούσε και ακόμη σπανιότερα έδειχνε ευτυχισμένος σε προσωπικό επίπεδο… ειδικά μετά το θάνατο της Ροζμαρυ…

Το ίδιο βράδυ ο Τζωρτζ κατέβηκε στη μικρή παραλία κάτω από το σπίτι. Ήταν σίγουρος πως και σήμερα θα συναντούσε την Ισαβέλλα. Κάθισε στη ρίζα του δέντρου που την είδε το πρώτο βράδυ και περίμενε ν΄ ακούσει τα βήματά της… Οι ώρες περνούσαν αλλά η κοπέλα δεν εμφανιζόταν… Κι όμως… ο Τζωρτζ είχε αφουγκραστεί την παρουσία της μέσα στο σκοτάδι. Είχε μείνει πίσω και παρατηρούσε στο λιγοστό φως του φεγγαριού την σιλουέτα του. Πόσο ήρεμος έδειχνε… πόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Ήξερε πως περίμενε εκείνη… γιατί όμως;;; Τι τον έκανε να πιστεύει πως αυτός θα είχε περισσότερη τύχη από όλους τους άλλους… Κανέναν… δεν ήθελε κανέναν… όσο και να ποθούσε το κορμί της ν’ αγαπηθεί…

Ένα βότσαλο την έκανε να ξαναγυρίσει στην πραγματικότητα. Το είχε πετάξει εκείνος στη θάλασσα… Το ξάφνιασμά της έκανε τα φύλλα να θροΐσουν. Ο Τζωρτζ απλά πήρε την επιβεβαίωση που ζητούσε και έκανε να γυρίσει πίσω στο δωμάτιο. Ήταν τόσο κοντά του που αν τα τζιτζίκια σταματούσαν το τρελό τους τραγούδι ίσως και να άκουγε την ανάσα της.

Το επόμενο πρωί ανακοίνωσε στα παιδιά πως δε θα τους συνόδευε στους αμπελώνες προς μεγάλη – ευχάριστη - έκπληξη της Κάρμεν. Όχι πως στενοχωρέθηκαν… ήταν ελεύθερα να περάσουν άλλο ένα καλοκαίρι μακριά από την επιτήρηση όλων των μεγάλων… Μεγάλων;;; Ο Τζωρτζ ήταν μόλις 32 ετών…

Η μέρα της αναχώρησης είχε φτάσει… Η Κάρμεν τους είχε ετοιμάσει τηγανίτες για το ταξίδι τους είχε δώσει μπόλικααποξηραμένα σύκα δαμάσκηνα και σταφίδες και έβαλε το Χοσέ να της ορκιστεί πως θα πρόσεχε τη Λουτσίτα περισσότερο και από τα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στον άντρα της αλλά ήξερε πως η δουλειά θα τον απορροφούσε την περισσότερη ώρα. Τα δύο παιδιά την καθησύχασαν… Μα που είχε εξαφανιστεί;;; αναρωτιόταν ο Άλμπερτ. Νάτη… γεμάτη χαρά με το βλέμμα να αστράφτει από ικανοποίηση η μικρή βγήκε από το σπίτι και κατευθύνθηκε στην άμαξα που τους περίμενε. Το ροζάριο της Κάρμεν κύλισε στο λαιμό της Λουτσίτα και με δάκρυα στα μάτια τους αποχαιρέτησε. Ο Τζωρτζ θα πήγαινε μέχρι τη Βαλένθια για να πάρει κάποια πράγματα και να στείλει μια κάρτα στη θεία Ελρόϋ και οδηγίες στον προσωρινό αντικαταστάτη του στο Λονδίνο. Οι επιχειρήσεις των Άρντλεϋ ήταν πάντα μέσα στα καθήκοντά του, όπου και αν βρισκόταν

Όταν γύρισε, η Ισαβέλλα ήταν στην κουζίνα με τη μητέρα της. Ακούμπησε τα πράγματα που είχε φέρει στον πάγκο της κουζίνας: Μπόλικο παστό κρέας, ένα κεφάλι τυρί μια νταμιτζάνα κρασί και ένα βιβλίο. Ένιωσε το βλέμμα της Ισαβέλλας καρφωμένο πάνω του εξεταστικά. Ο Τζώρτζ της έδωσε το χέρι του σε μία προσπάθεια να συστηθεί. Στραβά κουτσά της είπε πως χαίρεται που τη γνωρίζει από κοντά. Η Κάρμεν του είπε πως αυτή είναι η μεγάλη της κόρη και πως λυπόταν για την αγένεια που του είχε δείξει στις προηγούμενες συναντήσεις τους. Ο Τζωρτζ έκανε πως δεν κατάλαβε τι του είπε αν και τα ισπανικά έμοιαζαν πολύ με τη μητρική του γλώσσα, τα γαλλικά… Μαζί του είχε φέρει κρασί από τη Βαλένθια και προθυμοποιήθηκε να βάλει στα ποτήρια τους. Αφού το ήπιαν και χωρίς πολλές κουβέντες για να μη φέρει τις δύο γυναίκες σε αμηχανία αποχώρησε για το δωμάτιό του παίρνοντας μαζί και το βιβλίο του. Ήταν μια μέθοδος εκμάθησης ισπανικών για αγγλομαθείς… Ήταν πολύ σπάνιο και είχε ήδη ξοδέψει σχεδόν τη μισή μέρα στα βιβλιοπωλεία ψάχνοντάς το. Ευτυχώς είχε σταθεί τυχερός…

Αφού πήρε το μπάνιο του αποφάσισε να πάει ως την παραλία. Ήταν σίγουρος πως και η Ισαβέλλα θα τον ακολουθούσε. Δεν είχε άδικο. Λίγη ώρα μετά ένιωσε την παρουσία της πίσω του. Δε μίλησε. Αν ήθελε η Ισαβέλλα θα τον πλησίαζε.. Λίγη ώρα μετά σηκώθηκε για να γυρίσει στο δωμάτιό του. Τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από το χέρι. Χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τα μάτια του και μιλώντας σε έντονο τόνο τον έκανε να καταλάβει πως δεν είχε να περιμένει τίποτα απολύτως από αυτήν και πως αν έκανε όνειρα για να την αποκτήσει έστω ένα βράδυ καλύτερα να έψαχνε αλλού. Ο Τζωρτζ την άφησε να ολοκληρώσει, πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του και το έφερε απαλά στα χείλη του. Η Ισαβέλλα περίμενε και τη συνέχεια… να την τραβήξει κοντά του και να τη φιλήσει. Δεν το έκανε όμως… Ισα ίσα που της χαμογέλασε γλυκά και την καληνύχτησε.

Η κοπέλα ξαφνιάστηκε… Συνήθως όλοι όσοι την πλησίαζαν ένα σκοπό είχαν: να την κάνουν δική τους. Αυτός εδώ έμοιαζε διαφορετικός… Μπα… όχι… Δε θα άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί. Όλοι οι άντρες το ίδιο πράγμα σκέφτονταν. Ήταν θέμα χρόνου να εκδηλώσει και αυτός τι πραγματικά ήθελε.

Ο Τζωρτζ γύρισε στο δωμάτιό του. Έμοιαζε άδειο χωρίς την παρουσία του Άλμπερτ. Από τότε που έφυγε η Ροζμαρυ έγινε κάτι περισσότερο από αδερφός για τον μικρό. Και αυτός δε χάρηκε τους γονείς του, αλλά είχε τη Ρόζμαρυ που η αγάπη της γέμιζε την καρδιά του. Ο Άλμπερτ δεν είχε πλέον κανέναν πέρα από τη μεγάλη θεία η οποία όμως ουδέποτε είχε χρόνο γι αυτόν. Ο Τζωρτζ είχε γίνει η σκιά του. Γνώριζε όλα τα μυστικά του μικρού ακόμη και τα μέρη που ο Άλμπερτ νόμιζε πως μόνο αυτός είχε ανακαλύψει… Ειδικά στη λίμνη πίσω από το αρχοντικό είχε περάσει τις ομορφότερες μέρες και νύχτες αγκαλιά με τη Ροζμαρυ. Του έλειπε ο έρωτάς της και δεν ήθελε να συμβιβαστεί σε μια ζωή αβάσταχτη, κενή... Τώρα όμως ένιωθε πως η ζωή του χαμογελούσε ξανά…Θα του έπαιρνε χρόνο… αλλά ποιος βιαζόταν;;;;

Για νύχτες συνεχίζονταν οι συναντήσεις τους στην παραλία χωρίς ποτέ να λένε κάτι. Τα πρωινά στην κουζίνα έπαιρναν μαζί πρωινό και ο Τζωρτζ έδειχνε στην Κάρμεν την πρόοδό του στα ισπανικά. Μάθαινε τόσο γρήγορα που και ο ίδιος ήταν έκπληκτος με τον εαυτό του.

Ένα πρωί χρειάστηκε να πάει στην αγορά γιατί το γάλα δεν τους έφτανε. Το μάτι του έπεσε στην τριανταφυλλιά όπου άνθιζε μέσα στη γλάστρα. Το μυαλό του γύρισε στον πανέμορφο κήπο της Ρόζμαρυ…. Πόσο τα λάτρευε αυτά τα λουλούδια… Αγόρασε τη γλάστρα αλλά φρόντισε να μην την εμφανίσει ακόμη.

Το ίδιο βράδυ η πανσέληνος φώτιζε όλη την περιοχή. Η θάλασσα ακυμάτιστη… ακόμα και τα λίγα πυροφάνια είχαν τους πυρσούς σβηστούς. Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν και που και που καμιά κουκουβάγια. Ήταν μια μαγευτική βραδιά … Η πιο κατάλληλη ώρα, σκέφτηκε ο Τζωρτζ. Έκοψε από τη γλάστρα το πιο όμορφο τριαντάφυλλο με το κοτσάνι του και κίνησε για το γνωστό σημείο. Ήξερε πως ούτε σήμερα θα αντάλλαζαν κουβέντα, όμως αυτός θα έκανε ένα πρώτο βήμα.

Η κίνηση τη βρήκε απροετοίμαστη. Ποτέ κανείς δεν την είχε προσφέρει κάτι τόσο όμορφο. Ο Τζωρτζ δεν της είπε τίποτα παρά το απόθεσε στα χέρια της και κίνησε για το δωμάτιο. Λίγη ώρα μετά το μελωδικό της τραγούδι έφτανε ως τα αυτιά του. Μιλούσε για τον έρωτα… Κι όμως… δεν ήταν θλιμένο

Τα παιδιά θα έρχονταν για λίγες μέρες σπίτι και μετά θα ξαναέφευγαν. Το σπίτι της Κάρμεν ξαναγέμισε από τις παιδικές φωνούλες και τα τραγούδια της Λουτσίτα. Ακόμη και η Κάρμεν έδειχνε ευτυχισμένη. Η μεγάλη της κόρη είχε ηρεμήσει αρκετά . Το ήξερε ότι οφειλόταν στον Τζωρτζ και ευχαριστούσε το Θεό που της τον έστειλε… Μόνο να μην την πουλήσει και αυτός γιατί… η Κάρμεν φοβόταν και να το σκεφτεί.

Τη μέρα που παρουσιάστηκε η Ισαβέλλα στον Άλμπερτ στολίστηκε με το όμορφο χαμόγελό της. Ο Τζωρτζ δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε βάλει με τον εαυτό του στοίχημα αν θα έβλεπε ποτέ την Ισαβέλλα να γελάει και να που … Ο Άλμπερτ τώρα τα καταλάβαινε όλα. Να γιατί ο Τζωρτζ δε θέλησε να πάει μαζί τους… Δεν ήξερε πόσο καιρό συνέβαινε αυτό αλλά σίγουρα ο Τζωρτζ ήταν ερωτευμένος… για πρώτη φορά μετά το θάνατο της Ροζμαρυ. Χαμογέλασε στον εαυτό του. Ίσως ο Τζωρτζ να μην του το έλεγε ποτέ αλλά ο Άλμπερτ ήταν σίγουρος για το τι είχε συμβεί με την αδερφή του. Πλέον αναγνώριζε τα σημάδια του έρωτα…

Τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε μετά τον απογευματινό ύπνο για μπάνιο. Η δουλειά ήταν σκληρή και δεν τους άφηνε περιθώρια για παιχνίδι. Δέχτηκαν όλοι ακόμη και ο Τζωρτζ και η Ισαβέλλα. Η Λουτσίτα πανηγύριζε στην προοπτική να πάνε όλοι μαζί για μπάνιο. Αλλά η Κάρμεν ήταν ακόμη πιο ευτυχισμένη. Η Ισαβέλλα από μικρή λάτρευε τη θάλασσα αλλά έχει ξεχάσει πότε άφησε τελευταία φορά τον ήλιο να δει το κορμί της.

Το δρομάκι προς τη θάλασσα ήταν διχαλωτό και περνούσε μέσα από το κτηματάκι των Βαργας. Ο Τζωρτζ το ήξερε απ΄έξω και ανακατωτά. Κάθε βράδυ κατέβαινε στην παραλία για να είναι κοντά στην Ισαβέλλα. Κι ας μην αντάλλαζαν κουβέντα… Και να που τώρα περπατούσε πίσω τους, παραξενεμένη ακόμη από την απόφασή της να τους ακολουθήσει.

Ο ήλιος έκαιγε ακόμη, αλλά η θάλασσα ήταν δροσερή. Πρώτη η Λουτσίτα έπεσε στη θάλασσα και παρακινούσε με τις φωνούλες της και τους άλλους να μπουν. Ο Χοσέ με τον Άλμπερτ ακολούθησαν. Η Ισαβέλλα περίμενε να δει τον Τζωρτζ να βουτάει παρέα με τους άλλους. Παραξενεύτηκε όταν τον είδε να κάθεται στη ρίζα του δέντρου έτσι όπως συνήθιζε τα βράδια.

- Δεν… δεν θα κολυμπήσεις;;; τον ρώτησε. Τα ισπανικά του Τζωρτζ βελτιώνονταν μέρα με τη μέρα. Τα πρωινά όταν δεν πήγαινε για ψώνια ή δεν ασχολιόταν με διάφορες δουλειές του σπιτιού, καθόταν σε μιάν ακρούλα και διάβαζε. Πολλές φορές μάλιστα ζητούσε από την Κάρμεν να τον βοηθήσει με την προφορά. Η Ισαβέλλα τους παρατηρούσε χωρίς να μιλάει…

- Όχι αν δεν κολυμπήσεις και εσύ

- Ε..ε…εγώ δεν…δε μου αρέσει το κολύμπι και προτιμώ να κάθομαι εδώ… Η Ισαβέλλα ήταν απροετοίμαστη γι αυτή την απάντηση. Κοίταξε το πρόσωπό του… ήταν ήρεμο γαλήνιο, σίγουρα απολάμβανε τη στιγμή. Για δευτερόλεπτα τον ζήλεψε… Μόνο στα όνειρά της ένιωθε γαληνεμένη την ψυχή της… Και όταν κρατούσε τη Λουτσίτα αγκαλιά…

Μα η θάλασσα ήταν σκέτη πρόκληση… Η Ισαβέλλα ήθελε να πέσει μέσα και να παραμείνει για ώρες στο νερό κάτω από τις ζεστές ακτίνες του ήλιου. Αλλά αυτό δε γινόταν… δεν μπορούσε… Κοίταξε τη Λουτσίτα και τα αγόρια. Πόσο χαρούμενα ήταν… Τουλάχιστον η μικρή είχε το Χοσέ να την προστατεύει. Τον αγαπούσε πολύ τον αδερφό της αλλά δε θα μπορούσε ποτέ να του ανοίξει την καρδιά της… Ίσως, αν ήταν λίγο μεγαλύτερος να ήταν αλλιώς τα πράγματα… Όμως τώρα, ήταν αργά πια για εξηγήσεις…

Είχε ήδη περάσει μια ώρα… Στον Τζωρτζ φάνηκε πως ο χρόνος κυλούσε υπερβολικά γρήγορα. Με την άκρη του ματιού του, παρατηρούσε την Ισαβέλλα. Το βλέμμα της χανόταν στον ορίζοντα, γινόταν ένα με τη θάλασσα… την κοίταζε με νοσταλγία. Ήξερε πως του είχε πει ψέματα και πως θα έδινε τα πάντα για μια βουτιά στα δροσερά νερά. Δε μίλησε για να μην ταράξει την ονειροπόλησή της. Του έφτανε να την έχει κοντά του…

Τα παιδιά βγήκαν από τη θάλασσα, σκουπίστηκαν στις χνουδωτές πετσέτες και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Η Κάρμεν είχε ετοιμάσει για όλους τηγανίτες με μέλι, κρασί για τους άντρες και γάλα για τη Λουτσίτα. Σήμερα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη, δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου το μέλι και τα φρούτα στο κρασί ήταν διπλάσια από κάθε άλλη φορά. Η Ισαβέλλα της είχε πάει στη θάλασσα… Πόσο καιρό είχε να χαρεί έτσι για το κορίτσι της;;;

Το ίδιο βράδυ ο Τζωρτζ καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και σημείωνε λέξεις στο βιβλίο του. Ο Άλμπερτ βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε…

-Τζωρτζ, χαίρομαι πολύ για σένα. Ήταν κάτι που έπρεπε να το είχες κάνει εδώ και πολύ καιρό…

-Τι εννοείτε κε Άλμπερτ;;;

- Ωχου μωρέ Τζωρτζ… Άσε τα κύριε… μεταξύ μας είμαστε. Είσαι ο αδερφός μου και το ξέρεις...

- Εντάξει… Τι θέλεις να μάθεις;;;

- Υπάρχει ανταπόκριση τουλάχιστον;;;; Δε φαίνεται το ίδιο ενθουσιασμένη όπως εσύ…

Πιστεύεις πως θα καταφέρεις να την αποκτήσεις;;;;

- Δε γνωρίζω… για την ώρα δε δείχνει τίποτα…

-Όμως έκατσε τόσην ώρα δίπλα σου στην παραλία…

- Εγώ κάθισα δίπλα της Άλμπερτ.

- Και γιατί διαβάζεις με τόσο ζήλο ισπανικά;;; Ας φροντίσει και εκείνη να μάθει δύο αγγλικές λέξεις.

- Άλμπερτ… δεν καταλαβαίνεις… Δεν θέλω να έρθει αυτή κοντά μου, αλλά να πάω εγώ σ΄αυτήν.

Ο Άλμπερτ θυμήθηκε τη Μαντλέν και η καρδιά του πόνεσε… Πόσο του είχε λείψει η αγκαλιά της;;; Το γνώριζε όμως από τότε πως ό,τι και να έκανε ποτέ δε θα κατάφερνε να μπει στα μύχια της καρδιάς της. Σφάλισε τα μάτια του και γύρισε από την άλλη πλευρά... Έπνιξε το λυγμό του… δεν ωφελούσε σε τίποτα να στενοχωριέται… Η Μαντλέν δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω.

Ο Τζωρτζ σηκώθηκε απαλά από το κρεβάτι και άφησε τον Άλμπερτ στις σκέψεις του. Τον ήξερε από παιδί… Όταν στενοχωριόταν δεν ήθελε κανέναν δίπλα του. Θα του περάσει… και τότε, θα τον αναζητήσει για να το συζητήσουνε. Ποτέ πριν… Ήταν κανόνας για τον Άλμπερτ…

Ήταν πολύ αργά… Συνήθως τέτοια ώρα γυρνούσε από τη θάλασσα… Η Ισαβέλλα ίσως και να είχε ήδη φύγει… Κατηφόρισε το διχαλωτό δρομάκι και έφτασε στο αρμυρίκι… Η βραδιά ήταν ξάστερη… Τα τζιτζίκια είχαν ήδη πιάσει το μονότονο τραγούδι τους, ταράζοντας τη σιγαλιά της νύχτας… Κι όμως… ακουγόταν και κάτι άλλο…. Κάποιος κολυμπούσε… Τέτοια ώρα;;;

Η γυναίκα δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του Τζωρτζ… Μόλις είχε απολαύσει το μπάνιο της και ποθούσε να βγει για να χαϊδέψει το δροσερό αεράκι το κορμί της. Δεν είχε ανάγκη από εκείνα τα απαίσια μπλουζοπαντέλονα που φορούσαν οι άλλες και κάλυπταν σχεδόν όλο το κορμί τους. Με δύο απλωτές έφτασε σχεδόν στην άκρη της θάλασσας και κατευθύνθηκε στο μέρος που είχε αφήσει την πετσέτα της.

Ο Τζωρτζ είχε μείνει άναυδος. Χάζευε το γυμνό κορμί που ερχόταν προς το μέρος του ανήμπορος να ψελλίσει το παραμικρό. Όταν τον είδε η Ισαβέλλα ήταν αργά… Ολοφάνερα εκνευρισμένη, άρχισε να φωνάζει δυνατά χωρίς να καταλαβαίνει ο Τζωρτζ γιατί τον κατηγορούσε. Βούτηξε την πετσέτα της, την τύλιξε γύρω από το κορμί της και απομακρύνθηκε τρέχοντας.

Στο πρωινό η Κάρμεν δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στην κόρη της. Από τη μια η Ισαβέλλα αμίλητη θυμωμένη και από την άλλη ο Τζωρτζ αμήχανος και σκεπτικός. Μα τι να είχε συμβεί;;; Όχι Θεέ μου, ας μην ξανακυλήσει στη μοναξιά της…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………..……

Τα παιδιά είχαν ξαναγυρίσει στον αμπελώνα φορτωμένα με γλυκά που είχε ετοιμάσει η Κάρμεν κυρίως για τη μικρή της Λουτσίτα και μπόλικο παστό κρέας για τον άντρα της. Την είχε βοηθήσει στις ετοιμασίες και η Ισαβέλλα που μετά από εκείνο το βράδυ ήταν και πάλι ήρεμη.

Ο Τζωρτζ της έδινε το χρόνο που ζητούσε. Το ήξερε πως δεν έφταιγε εκείνος που την είδε να κάνει μπάνιο γυμνή. Υποσυνείδητα γνώριζε και εκείνη το ρίσκο της κίνησής της…

Ο άντρας θα έφευγε για λίγες μέρες. Έπρεπε να πεταχτεί στη Γαλλία να κλείσει κάποιες συμφωνίες με μια μεγάλη Λονδρέζικη εταιρεία με παρακλάδια στη γαλλική πρωτεύουσα. Η Ισαβέλλα ένιωθε ήδη την έλλειψη. Είχε συνηθίσει την αντρική αυτή παρουσία όπως και η Κάρμεν. Ο Τζωρτζ διέφερε από όλους τους άντρες που είχαν διεκδικήσει μια θέση στη ζωή της. Ήταν διακριτικός και λιγομίλητος αλλά νοιαζόταν για τις ανάγκες τους. Ήταν εσωστρεφής μα συνάμα γοητευτικός και ρομαντικός. Στο δωμάτιό της το τριαντάφυλλο που της χάρισε στόλιζε το βάζο της. Το είχε αποξηράνει προκειμένου να το κρατήσει για πάντα. Προσπαθούσε όμως να πείσει τον εαυτό της να μην ερωτευτεί… Ήξερε πως σε λίγο καιρό θα ξαναγύριζε στην Αγγλία και αργότερα στην Αμερική… Τι ελπίδες είχε να μην κομματιαστεί η καρδιά της;

Τα βράδια κατέβαινε στο λιμανάκι γνωρίζοντας πως ο Τζωρτζ ήταν ήδη εκεί και την περίμενε σιωπηλά… Και ας μην του φανερωνόταν… Η ανάσα της ήταν αρκετή για να αντιληφθεί την παρουσία της… Σήμερα όμως ήταν διαφορετικά… Το πρωί θα έφευγε για Παρίσι…

Τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Αθόρυβη όπως πάντα, η κίνησή της αυτή παραξένεψε τον Τζωρτζ. Τον κοίταξε στα μάτια λαχταρώντας να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Ο Τζωρτζ ένιωσε τον πόθο στα μάτια αλλά δεν ήθελε να κάνει λάθος κίνηση. Όχι τώρα… Ας μην κατέστρεφε ό,τι είχε καταφέρει να κερδίσει με τη στάση του.

Η γυναίκα σηκώθηκε και του πρότεινε το χέρι της. Τον τράβηξε απαλά προς το μέρος της και κατευθύνθηκε στη θάλασσα. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Τζωρτζ, απαλλάχτηκε από τα ρούχα της παροτρύνοντάς τον να κάνει το ίδιο.

Μπήκαν στη θάλασσα κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου… Το νερό ήταν αρκετά κρύο για να κατευνάσει τον πόθο τους μέχρι που τα χείλη της Ισαβέλλας αναζήτησαν τα χείλη του Τζωρτζ. Ο αξόδευτος πόθος ετών και των δύο εραστών έγινε λάβα που ξεχύθηκε από μέσα τους και τους έλιωσε. Καμιά θάλασσα δεν ήταν ικανή να τη σβήσει…

Λέικγουντ




Ο Άλμπερτ μάζεψε τα ρούχα του και κίνησε να βρει τον Τζωρτζ. Οι ετοιμασίες για τον επερχόμενο γάμο τελείωναν. Οι επισκευές έφταναν στο τέλος τους, Το παλαιό αρχοντικό δίπλα στη λίμνη ήταν το γαμήλιο δώρο του Άλμπερτ στο Τζωρτζ. Ποτέ δεν περίμενε πως ο πιστός του συνεργάτης επιτέλους θα παντρευόταν με την Ισαβέλλα. Αυτή η σχέση είχε περάσει από χίλια κύματα αλλά είχε κρατήσει. Τώρα είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για το πολύ αγαπημένο ζευγάρι… Το πρόσφατο ταξίδι στη Βαλένθια ήταν για να κανονιστούν και οι τελευταίες λεπτομέρειες. Αν και αρχικά υπολόγιζαν πως ο γάμος θα γινόταν στο Καστελόν, αποφάσισαν να τον τελέσουν στην Αμερική.

Διασχίζοντας το δρομάκι προς το σπίτι, το μάτι του Άλμπερτ έπεσε πάνω στο μαντηλάκι που είχε πιαστεί στα κλαδιά του θάμνου. Μα… αυτό ήταν το μαντηλάκι της Ροζμαρυ όπου κρατούσε το αγαπημένο της δαχτυλίδι. Αυτό που έβαλε στο δάχτυλο της Κάντυ. Για να βρεθεί εδώ, σημαίνει πως πέρασε η Κάντυ… Μα γιατί δε μου μίλησε;;; Χαμογέλασε… φαντάστηκε τη μικρή του να τον βλέπει να απολαμβάνει τον ήλιο.

Ο Τζωρτζ δεν του είπε κουβέντα. Δε χρειαζόταν όμως… Οι δύο άντρες συνεννοούνταν από παλιά με τα μάτια. Και τα μάτια του Τζωρτζ έκρυβαν μεγάλη ευτυχία, όχι για τον ίδιο και την Ισαβέλλα, για τον μικρό Μπερτ και την Κάντυ….
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:






Κεφάλαιο Τέταρτο
Η επιλογή της Κάντυ





Η Κάντυ δεν μπορούσε να βγάλει απ΄το μυαλό της την εικόνα του Άλμπερτ. Της φάνηκε πως ήταν η τιμωρία της που κορόιδευε τον εαυτό της…

Γύρισε πίσω τις σκέψεις της στη συγκατοίκησή τους. Πόσο όμορφη ήταν η ζωή μαζί του. Τότε ήταν ο φίλος της, ο σύντροφός της… Ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε και προστάτευε την αδύναμη πλευρά της. Έπρεπε πάντα να δείχνει δυνατή, όχι μόνο για τους φίλους της αλλά κυρίως για εκείνη. Ένιωθε πως κάθε δυσκολία την έκανε πιο δυνατή. Όμως και η δύναμη ξοδεύεται σπαταλιέται και κανείς δεν μπορούσε να της αναπληρώσει αυτή την απώλεια. Κανείς, εκτός από τον Άλμπερτ που ήταν πάντα κοντά της όλες εκείνες τις στιγμές που είχε ανάγκη να πιστέψει πως ο Θεός δεν την είχε εγκαταλείψει. Κρατούσε στα χέρια της το ροζάριο της Αδερφής Μαρίας και έστρεφε την καρδιά και τη σκέψη στον ουρανό… Και πάντα της έστελνε το φύλακα άγγελό του, τον Άλμπερτ, να την προστατεύει από κάθε κακό.

Όταν έφυγε μακριά της ένιωσε να χάνει τον κόσμο της, τη δύναμή της… Έτρεξε πίσω από τα βήματά του για να τον ξαναφέρει κοντά της. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να δώσει δύναμη στον Τέρρυ να συνεχίσει τη ζωή και την καριέρα του, να τον θαυμάζει ξανά και όχι να μαζεύει τα κομμάτια του από το δρόμο…

Μα δεν άργησε να ξαναβρεί τον Άλμπερτ και να ανακαλύψει πως ήταν ο Μεγάλος Θείος ή καλύτερα ο θετός της πατέρας. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά… Ήταν ο μόνος που τη γνώριζε ακόμα περισσότερο και από την κυρία Πόνη και την αδερφή Μαρία. Είχε μιλήσει με τη γιαγιά της, της είχε υποσχεθεί να τη φροντίζει και το έκανε με τον καλύτερο τρόπο…

Μα με τον καιρό, ακόμα και τα πιο αγνά αισθήματα αλλάζουν. Ο Άλμπερτ την ερωτεύτηκε. Και εκείνη… Δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή της μακριά του. Οι μοναχικές μέρες στο Σικάγο ήταν πολύ οδυνηρές γι αυτήν. Δεν ήθελε με τίποτα να τις ξαναζήσει…

Το θρόισμα των φύλλων την έβγαλε από την ονειροπόλησή της. Γύρισε για να δει τον Άλμπερτ να την κοιτά με το βλέμμα γεμάτο λατρεία. Έτρεξε να χωθεί στη γνώριμη ζεστή αγκαλιά. Τα χέρια του την τράβηξαν απαλά πάνω του και τα χείλη του έψαξαν τα δικά της. Δε χρειάστηκε και ούτε ήθελε να προβάλλει αντίσταση. Αφέθηκε στη γλύκα του φιλιού του, ανοίγοντας αυθόρμητα τα χείλη της για να τον δεχτεί… Δεν ήταν μόνο τα χείλη της όμως. Όλο της το κορμί κόλλησε πάνω στο δικό του. Ένιωθε την ανάσα του να βγαίνει λαχανιασμένη καθώς τα χέρια της χάιδευαν το κορμί του. Απότομα σταμάτησε και απομάκρυνε το σώμα της από το δικό του. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι του είχε συμβεί.

Η Κάντυ τον κοίταξε παραξενεμένη… Κάτι άλλο υπήρχε στο βλέμμα του, που δεν το είχε ξαναδεί… Κοκκίνισε νιώθωντάς το να προσπαθεί να εισχωρήσει στα μύχια της ψυχής της. Ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τη διαβάσει… κάθε ίνα του κορμιού της ζητούσε απεγνωσμένα την αγκαλιά του.

- Άλμπερτ…εγώ… κατάφερε να ψελλίσει χωρίς να καταλαβαίνει και η ίδια τι ήθελε να του πει

- Κάντυ, στην πρότασή μου θα απαντήσεις όποτε το θελήσεις εσύ… Δε θέλω να σε πιέζω… αλλά ξαφνικά ένιωσα πως μου έλειψες και ήθελα τόσο να σε δω… Να με συγχωρείς για…

- Άλμπερτ… η απάντησή μου είναι ναι. Θέλω να γίνω γυναίκα σου όσο τίποτα άλλο στον κόσμο…

Ο Άλμπερτ δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια που άκουγε. Νόμιζε πως ονειρεύεται, πως θα έρθει ο Τζωρτζ να τον ξυπνήσει για δουλειά και όλη η μαγεία θα χαθεί μονομιάς…

- Κάντυ… είσαι σίγουρη πως…

- Ναι, Άλμπερτ… είμαι απόλυτα σίγουρη… όπως όταν πήρα την απόφαση να γίνω νοσοκόμα, όπως όταν σου ζήτησα να μείνεις μαζί μου, όπως όταν επέστρεψα στο Λόφο…

…Σ΄αγαπώ Άλμπερτ… νομίζω πως από πάντα σ’ αγαπούσα, από την πρώτη στιγμή στο λόφο της Πόνη… Εσένα περίμενα όλη μου τη ζωή…

- Κάντυ… αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο… Κάντυ γλυκειά μου… o Άλμπερτ την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη στριφογύρισε στον αέρα…

- Μη Άλμπερτ… ζαλίζομαι…

Την κατέβασε και την έσφιξε απαλά πάνω του. Βύθισε το πρόσωπό του στα μυρωδάτα μαλλιά της και το κράτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα. Ένιωθε πως η μοίρα του χαμογελούσε γλυκά…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα