Φύλακας Άγγελος, by Juanita

Εργασίες στο Λόφο




Ο χειμώνας ήταν βαρύς αλλά πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Οι υποχρεώσεις κράτησαν τον Άλμπερτ στο Σικάγο αφού ο Τζωρτζ θα πήγαινε στη Βαλένθια κοντά στην οικογένειά του. Στο Ορφανοτροφείο είχαν έρθει και άλλα παιδάκια, προσωρινά μέχρι να μπορέσουν οι γονείς τους να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.

Οι προμήθειες που έφερνε ο Άλμπερτ ήταν υπεραρκετές και για πρώτη φορά μοιράστηκαν τρόφιμα και παιχνίδια και σε φτωχές οικογένειες στα γύρω χωριά….

Η Πάττυ πέρασε τα Χριστούγεννα μαζί με τη φίλη της. Ήδη το είχαν συζητήσει και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αναλάβει χρέη δασκάλας από την επόμενη σχολική χρονιά.

Σιγά σιγά , ο βαρύς χειμώνας έδινε τη σειρά του στην αναγέννηση της φύσης. Τότε ξεκίνησαν και οι εργασίες στο Λόφο της Πόνη. Όπως είχε υποσχεθεί ο Άλμπερτ, η μικρή κλινική χτιζόταν με γοργούς ρυθμούς. Ο κος Καρτλάιλ ανέβαινε συχνά για να επιτηρεί τους μαστόρους. Η ιδέα του κου Άρντλεϋ να χτιστεί στο κτήμα αυτό μια κλινική δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Στην αρχή δεν πίστευε στ΄αυτιά του όταν, εκείνη την ημέρα, ο μεγάλος κληρονόμος του ζητούσε νʼ αγοράσει το κτήμα που βρισκόταν το ορφανοτροφείο. Το ποσό που του πρόσφερε ήταν τεράστιο για εκείνα τα βοσκοτόπια όπως τα νόμιζε ο κος Κάρτλαιλ, ακούγοντας όμως τα σχέδια για την κλινική ενθουσιάστηκε.

Στα γύρω χωριά κατοικούσαν φτωχοί κατά κύριο λόγο άνθρωποι. Αγρότες και εργάτες οι τυχεροί που μπορούσαν να δουλέψουν για λίγα χρήματα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, κάνοντας το συνηθισμένο της κύκλο: άνθρωποι έρχονταν στον κόσμο για να μεγαλώσουν, να κάνουν παιδιά με τη σειρά τους και ν΄ αναπαυθούν ειρηνικά μια μέρα.

Ζώντας μέσα στη φύση είχαν μάθει αρκετά από τα μυστικά της. Απλές αρρώστιες, κρυολογήματα, τσιμπήματα εντόμων αντιμετωπίζονταν με διάφορα βοτάνια από τους παλαιότερους που περνούσαν στα παιδιά τους τη γνώση για το φαρμακείο της φύσης.

Ήταν όμως ανυπεράσπιστοι στις αρρώστιες που χρειάζονταν ιδιαίτερη θεραπεία ή εγχείρηση καμιά φορά. Πόσοι άνθρωποι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους από μια απλή σκωληκοειδίτιδα, από ένα βαρύ κρυολόγημα ή από ένα ατύχημα στα χωράφια που εξελίχθηκε σε γάγγραινα. Για να μεταφερθεί κάποιος στο κοντινότερο νοσοκομείο χρειαζόταν μεταφορικό μέσο που σπάνια διέθεταν οι χωρικοί και ήταν αρκετές ώρες μακριά.

Μια μικρή κλινική με μια διπλωματούχο νοσοκόμα και έναν γιατρό που θα τους επισκεπτόταν 1-2 φορές την εβδομάδα, θα τους έλυνε πολλά προβλήματα. Ακόμα και οι εργάτες του, σκέφτηκε ο κος Καρτλάιλ, είχαν συχνά πυκνά ανάγκη να δουν έναν γιατρό.

Το έργο λοιπόν έπρεπε να προχωρήσει και αφού ο κος Άρντλεϋ είχε ήδη τα σχέδια στα χέρια του όλοι θα βοηθούσαν ώστε να τελειώσει μια ώρα γρηγορότερα.

Οι μέρες άρχισαν να ζεσταίνουν και τα παιδιά πήγαιναν καθημερινά για πικ νικ ή και για μπάνιο τα πιο τολμηρά στο ποτάμι με την Κάντυ την αδερφή Πόνυ και την κα Μαρία. Στο κάτω - κάτω έπρεπε να αφήνουν και τους εργάτες ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους. Τα πιτσιρίκια ζουζούνιζαν περίεργα γύρω από το εργοτάξιο και παραμόνευε ο κίνδυνος ατυχήματος.

Ο Άλμπερτ ανέβαινε σχεδόν κάθε απόγευμα στο λόφο. Για το γάμο τους γνώριζαν μόνο η κα Πόνυ η αδερφή Μαρία και ο Τζωρτζ που έσπευσε αμέσως στο λόφο να τους ευχηθεί για την ώρα την καλή.

Η Κάντυ δεν ήθελε να γνωστοποιηθεί ο γάμος ακόμη παρά τις αντιρρήσεις του Άλμπερτ. Για κάποιον αδιόρατο λόγο ήθελε να γίνουν όλα στον καιρό τους και ούτως ή άλλως θα αργούσε να γίνει. Μέχρι τότε, ήθελε νααποφύγει την επαφή με μέλη της οικογένειας που ήξερε πως δε θα ενθουσιάζονταν με την απόφαση του Άλμπερτ.

Λίγο πριν ή μετά το γάμο του Τζωρτζ, θα έφευγαν για το πρώτο τους ταξίδι. Η προοπτική να ταξιδέψει με τον Άλμπερτ στη Φλόριντα την ενθουσίαζε. θα πήγαιναν για δουλειές αν και η Κάντυ σίγουρα δε θα αναπλήρωνε το κενό του Τζωρτζ… Τα πρωινά θα ήταν μόνη της αλλά μόλις τελείωνε ο Άλμπερτ θα έτρεχε κοντά της. Ήθελε τόσο να περπατήσουν πλάι πλάι όπως παλαιότερα στο Σικάγο. Και τα βράδια, νʼ αγναντεύουν τη θέα από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου χωμένη μέσα στην αγκαλιά του. Ενδεχομένως να έβλεπε και την Πάττυ. Είχαν ειδωθεί πριν λίγες μέρες στο ετήσιο μνημόσυνο του Στήαρ αλλά μια συνάντηση στη Φλόριντα θα ήταν διαφορετική φάση…

Για την ώρα, ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν άκουγε τα παιδιά που την καλούσαν στο παιχνίδι. Είχε δυό μέρες να δει τον Άλμπερτ και το βράδυ ήταν αρκετές ώρες μπροστά. Κοίταξε τον ήλιο… Τέτοια ώρα θα έπρεπε να είχε γυρίσει από την πόλη… Να του έκανε έκπληξη;;; Να πήγαινε να τον βρει;;; Θυμήθηκε πως της είχε πει για το δρόμο που έβγαζε από το λόφο στο αρχοντικό κοντά στη λίμνη. Άραγε θα το έβρισκε εύκολα;;; Ήταν σίγουρη… Σε λίγη ώρα θα βρισκόταν κοντά στον Άλμπερτ της…

Το μονοπάτι βρέθηκε εύκολα…. Πως και δεν το είχε δει τόσο καιρό;;; Πόσο γρηγορότερα μπορούσε να φτάσει στον Άλμπερτ από εδώ αντί να υπομένει καρτερικά με τις ώρες στο αυτοκίνητο ή την άμαξα… Ξεκίνησε διστακτικά μην ξέροντας κατά πού βρισκόταν το σπιτάκι της λίμνης. Για την Κάντυ ήταν εύκολα… Πότε περπατώντας, πότε πηδώντας από το ένα κλαδί στο άλλο, η σκέψη να ξαναδεί γρήγορα τον Άλμπερτ έδινε στα πόδια της φτερά…

Στο τέλος του μονοπατιού στραφτάλιζε η λίμνη… Η ίδια μικρή λιμνούλα που είχε τις προάλλες δει τον Άλμπερτ… Άραγε να ήταν εκεί;;; Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά… Πέρασε από την άλλη πλευρά για να πάει στο σπιτάκι… Οι εργάτες είχαν σταματήσει για σήμερα… Στη στροφή για το αρχοντικό έπεσε πάνω στον Άλμπερτ…

- Κάντυ;;;;

Ο νεαρός άντρας δεν πίστευε στα μάτια του… Σκονισμένη αλλά χαρούμενη η Κάντυ βρισκόταν μπροστά του. Το μουτράκι της θύμιζε σκανδαλιάρικο παιδί που χαίρεται για την αταξία που μόλις έκανε. Πόσο λάτρευε το χαμόγελό της…

- Άλμπερτ… ε… ήθελα να βρω το μονοπάτι που μου έλεγες… και δεν κατάλαβα πως…

Κοκκίνισε.. τι τα ήθελε τα ψέμματα αφού δεν μπορούσε να κρυφτεί… Ο Άλμπερτ γέλασε…

- Θα ερχόμουν σε λίγο στο λόφο… ήθελα πρώτα να ρίξω μια βουτιά στη λίμνη… Την είδες Κάντυ, ε;;;

Στα μάτια της ήρθε η εικόνα του Άλμπερτ να λιάζεται ξαπλωμένος στο βράχο…

- Ε… εγώ… κοκκίνισε ακόμη περισσότερο…

Ο Άλμπερτ χαμογέλασε… Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση…

- Τι λες;;; Έρχεσαι μαζί μου ή θέλεις να με περιμένεις στο σπίτι;;; Ο Τζωρτζ δεν έχει γυρίσει ακόμη…

- Ε… θα έρθω μαζί σου…

Στη λίμνη ο Πούπε έπαιζε με ένα σκιουράκι… Λίγο παραπέρα δύο ελαφάκια έπιναν διψασμένα δροσερό νερό προτού να χαθούν στο δάσος. Ο Άλμπερτ κάθισε στο βράχο προσκαλώντας την Κάντυ να καθίσει κοντά του. Η μικρή δίστασε… Ένιωθε περίεργα. Ενώ ήθελε τόσα να πει στον Άλμπερτ δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει… Προτίμησε να σταθεί όρθια, αμίλητη κρατώντας τα μάτια χαμηλά… Βαθιά μέσα της αποζητούσε ένα φιλί του και το χάδι του στα μαλλιά της… Αλλά… δεν ήξερε πώς να τα πει αυτά στον Άλμπερτ… Και όσο τα σκεφτόταν τόσο περισσότερο κοκκίνιζε.

Ο Άλμπερτ την τράβηξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε τα μαλλιά… Καταλάβαινε την αμηχανία της. Η Κάντυ σφίχτηκε περισσότερο… Της ανασήκωσε το πρόσωπο και την κοίταξε βαθιά στα μάτια… Δε χρειαζόταν να της πει πως μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη… Δε θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα…


Χαμήλωσε τα χείλη του και ακούμπησε απαλά το μέτωπό της. Ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά για να την καθησυχάσει. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε απαλά την πλάτη…


Το χάδι του τη χαλάρωνε… Ξέσφιξε τις παλάμες της που είχαν αρχίσει να ιδρώνουν και τα ακούμπησε απαλά στην πλάτη του. Τον χάιδευε και εκείνη στο δικό του ρυθμό.


Ανασήκωσε το πηγούνι της και τη φίλησε απαλά στα χείλη… Η Κάντυ του ανταπέδωσε το φιλί αμήχανα και βεβιασμένα… Τα χείλη του αναζήτησαν ξανά τα δικά της και το στόμα της άνοιξε απαλά. Ο Άλμπερτ άρχισε να εξερευνά το εσωτερικό τους απαλά στην αρχή, πιο έντονα μετά… Παραμέρισε με το χέρι του τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και κατεύθυνε το στόμα του στο λοβό του αυτιού της. Την Κάντυ την πλημμύριζε μια ανεξήγητη ζεστασιά.


Τα χάδια του έγιναν πιο τολμηρά… Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της από το φουστάνι της… Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η Κάντυ πιο κόκκινη από ποτέ άφηνε το λάγνο βλέμμα του Άλμπερτ να κυλά στο σώμα της… Την πήρε στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε στην αμμουδιά.


Άρχισε να τη φιλάει γλυκά σε όλο της το σώμα… Με τη γλώσσα του εξερευνούσε κάθε πτυχή του κορμιού της κάνοντας τη μικρή να βγάζει ακατάληπτες κραυγούλες. Για την Κάντυ, αυτό το ταξίδι στις αισθήσεις ήταν πρωτόγνωρο…και… και δεν ήθελε να έχει επιστροφή… Ήξερε τι θα συνέβαινε αν προχωρούσε ο Άλμπερτ μόνο που… δεν είχε κανέναν ενδοιασμό γι αυτό.


Η ανάσα και των δύο έβγαινε λαχανιασμένα και ο ρυθμός διαρκώς δυνάμωνε… Τα επιδέξια χέρια του χάιδευαν άλλοτε βίαια και άλλοτε απαλά την Κάντυ. Τα σώμα της γινόταν τεντωμένο τόξο στα χάδια του Άλμπερτ και η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της σαν τρελή… Ένιωθε τον κόσμο να διαλύεται… να χάνεται γύρω της, μέχρι που…


Η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει στον τελευταίο σπασμό… Η ένταση τόσων ημερών που ήθελε να αγγίξει τον Άλμπερτ επιτέλους έφευγε από πάνω της, γινόταν ποταμός που κυλούσε ορμητικά έξω από το σώμα της… Σιγά σιγά η ανάσα της επανερχόταν στα φυσιολογικά όπως και οι χτύποι της καρδιά της. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε παράξενα τον Άλμπερτ…


Τι;;; τι της είχε συμβεί;;; Τι είχε κάνει ο Άλμπερτ… αφού δεν… Ο Άλμπερτ δεν είχε προχωρήσει όπως περίμενε η Κάντυ…


Της χάιδεψε τα μαλλιά προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβη νωρίτερα μεταξύ τους. Συγκράτησε τον εαυτό του τελευταία στιγμή. Η Κάντυ δεν θα γινόταν ερωμένη του όσο και να το ήθελαν και οι δύο. Ο γάμος τους ήταν θέμα λίγων μηνών πιά… Είχε αντέξει περισσότερο χρόνο χωρίς ένα γυναικείο χάδι. Δε θα υπέκυπτε τώρα στις ανάγκες του κορμιού του. Κοίταξε την Κάντυ. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως η μικρή έκλαιγε σιωπηλά…


- Τι συμβαίνει μωρό μου; Με τα ακροδάχτυλά του προσπάθησε να της σκουπίσει τα δάκρυα. Να με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σου κάνω κάτι που να σε φέρει σε δύσκολη θέση…


- Εγώ… Άλμπερτ δεν…


Ήταν η πρώτη φορά που η Κάντυ βίωνε τέτοια συναισθήματα. Δεν ντρεπόταν για τη γύμνια του κορμιού της όσο την κρατούσε αγκαλιά του ο Άλμπερτ και τη φιλούσε. Τώρα όμως ένιωθε πως είχε ξεγυμνωθεί και η ψυχή της μπροστά του. Και το κακό είναι πως δεν μπόρεσε να κρατήσει το ελάχιστο σαν παρακαταθήκη για μια δύσκολη στιγμή… Προσπάθησε να κρύψει με τα ρούχα της τα γυμνά της σημεία…


Ο Άλμπερτ της πήρε τα ρούχα από το χέρι, τη σήκωσε απαλά στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη. Μπήκε μέσα εξακολουθώντας να την κρατάει αγκαλιά. νιώθοντας το κορμάκι της να τρέμει. Το νερό λειτούργησε καθαρτικά για το σώμα και την ψυχή τους. Δεν τους άφησε το παραμικρό σημάδι αμφιβολίας. Ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και δεν είχαν λόγο να ντρέπονται γι αυτό.


Όταν η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ είδε τον ήλιο να καθρεφτίζεται στα μάτια του όπως ακριβώς στη λίμνη γύρω τους...



Η νύχτα είχε ήδη πέσει όταν ο Άλμπερτ γύρισε την Κάντυ στο ορφανοτροφείο. Οι εργάτες είχαν φύγει από νωρίς και τα παιδιά είχαν πέσει για ύπνο. Το λιγοστό φως έδειχνε πως η κα Πόνυ με την αδερφή Μαρία ήταν ακόμη ξύπνιες. Θα προγραμμάτιζαν τις δουλειές για την επόμενη μέρα. Η Κάντυ ήθελε να πάει κατευθείαν στο δωμάτιό της. Ήταν σίγουρη πως μια ματιά στο πρόσωπό της θα πρόδιδε όσα έζησε με τον Άλμπερτ νωρίτερα.

Ο Άλμπερτ διάβασε την ανησυχία της. Αισθάνθηκε άσχημα… δεν είχε δικαίωμα να φερθεί έτσι στην Κάντυ ακόμα και αν ένιωθε πως η μικρή ανταποκρινόταν στα χάδια του. Τον δικό του πόθο μπορούσε να τον κατευνάσει αλλά με τη μικρή ήταν αλλιώς…

- Κάντυ… σου υπόσχομαι πως δε θα ξανασυμβεί τίποτα μεταξύ μας μέχρι την ημέρα του γάμου μας… Λυπάμαι πολύ αν σε έφερα σε δύσκολη θέση σήμερα…

- Άλμπερτ… εγώ…

Ένιωσε την Κάντυ δίπλα του να χαμηλώνει το βλέμμα και να γίνεται κατακόκκινη. Πήρε το χέρι της και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δάχτυλά της…

- Στο υπόσχομαι Κάντυ…

Η Κάντυ τον καληνύχτισε γρήγορα και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Σχεδόν δε μίλησε στις μαμάδες της που κοίταξαν απορημένες το σίφουνα που μόλις πέρασε…

Κοίταζε αφηρημένη το ταβάνι… Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα πέρασε… Στο μυαλό της έφερνε το απόγευμα που είχε περάσει στην αγκαλιά του Άλμπερτ. Νόμιζε πως θα ντρεπόταν αλλά όχι… Δεν ήταν ντροπή αυτό που ένιωθε… Ο Άλμπερτ της είπε πως μέχρι το γάμο τους δεν θα την άγγιζε ξανά… Ήταν αυτό όμως που ήθελε;;; Έφερε πάλι στο μυαλό της κάθε του φιλί κάθε του άγγιγμα. Το σώμα της την πονούσε. Αποζητούσε τον άντρα που της χάρισε εκείνες τις στιγμές πάθους νωρίτερα να τη λυτρώσει ξανά… Ποτέ της δεν πίστευε πως το σώμα της έκρυβε τόσα μυστικά…

Ο ύπνος την πήρε γλυκά στην αγκαλιά του μέχρι το ξημέρωμα…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:

Κάντυ… φοβάμαι

Απορροφημένη με τις δουλειές, ούτε που άκουσε το αυτοκίνητο που ανέβηκε στο λόφο. Ετοιμάζονταν πάλι για το ποτάμι… Το συνεργείο είχε ήδη φτάσει και σε λίγο θα ξεκινούσαν τη δουλειά… Τα παιδιά δεν έπρεπε να είναι στα πόδια τους…

Η Άννυ άνοιξε την πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της που την κοίταξε απορημένη….

- Κάντυ, πάμε να μιλήσουμε. Έχω πολλά να σου πω!!!

- Έρχομαι Άννυ. Μισό λεπτό να βάλω τα σάντουιτς στο καλάθι….

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

- Άννυ… μα πως…;

Η Κάντυ δεν μπορούσε να πιστέψει τα όσα άκουγε. Τα δύο κορίτσια ήταν καθισμένα στη σκιά του μεγάλου πεύκου, του πατέρα τους. Παλαιότερα φιλοξενούσε τα παιχνίδια τους, αργότερα τις όμορφες στιγμές της Κάντυ και του Άλμπερτ και τώρα την αποκάλυψη της Άννυ…

- Κάντυ, ο Άρτσυ μετά το θάνατο του Στήαρ άλλαξε πολύ. Έγινε απότομος σχεδόν με όλους. Ακόμα και με εμένα… ήταν πολύ εριστικός και καμιά φορά βίαιος απέναντί μου... Δεν ήξερα τι να κάνω για να τον ηρεμήσω. Και… φοβόμουν πως θα τον χάσω… Ήθελα να του αποδείξω πως θα μπορούσα να κάνω τα πάντα γι αυτόν… και έτσι…

- Άννυ, πόσο είσαι;;;

- Δύο μηνών… νομίζω δηλαδή… Αν έχω υπολογίσει σωστά τις μέρες… Κάντυ, μη μου θυμώνεις… είσαι η πρώτη που το είπα μετά τον Άρτσυ.

- Ο Άρτσυ πως αντέδρασε όταν το έμαθε Άννυ;;;

- Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει. Όμως… και μόνο η σκέψη πως μπορεί να είναι αγόρι και να τον ονομάσουμε Αλιστήαρ τον ενθουσίασε... Κάντυ, σε δύο μήνες παντρευόμαστε…

Η Κάντυ έσφιξε στην αγκαλιά της την Άννυ. ‘Όπως τότε… τον παλιό καιρό… που η κάθε ανησυχία της Άννυ γινόταν σιγουριά και χαμόγελο στην αγκαλιά της Κάντυ. Τα δύο κορίτσια ένιωθαν περισσότερο από ποτέ αδελφές εκείνη τη στιγμή στο λόφο… Η Άννυ άρχισε να περιγράφει στην Κάντυ τα όνειρά της για το γάμο της με τον αγαπημένο της Άρτσυ, το στολισμό της εκκλησίας, το νυφικό, τις βέρες τα προσκλητήρια τους καλεσμένους…

Αχχχ… είχαν τόσα πολλά να γίνουν. Η Άννυ ήταν σίγουρη πως εντός ολίγου η κα Μπράιτον θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της και θα κανόνιζε την κάθε λεπτομέρεια… Ήξερε πόσο ερωτευμένη ήταν η κόρη της χρόνια τώρα με το νεαρό Κόρνγουελ. Αλλά και η κα Μπράιτον εκτιμούσε πολύ τον Άρτσυ ειδικά όταν έμαθε πως αντέδρασε μαθαίνοντας το μυστικό της Άννυ. Η κόρη της δεν είχε τίποτα να φοβηθεί πια.

Και όμως… Η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη για την Άννυ. Φοβόταν πολύ με την πορεία της εγκυμοσύνης της. Ήδη, οι πρωινές αδιαθεσίες είχαν κάνει την εμφάνισή τους, αλλά και κατά τη διάρκεια της ημέρας ένιωθε να την αφήνουν οι δυνάμεις της… Η Άννυ πιάστηκε στον ύπνο. Δεν περίμενε πως θα έμενε έτσι εύκολα έγκυος αλλά δεν ήξερε και πώς να το αποφύγει.. Πίστευε πως ο Άρτσυ θα γνώριζε καλά πώς να προφυλάξει και τους δύο. Όταν είδε πως ο κύκλος της είχε διακοπεί κόντεψε να τρελαθεί. Δεν ήξερε ούτε πώς να το πει στον Άρτσυ. Όταν αναγκάστηκε να του το εξομολογηθεί ένιωσε όπως τότε στο κολέγιο. Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Και ο Άρτσυ όταν το άκουσε αντέδρασε κάπως κρύα στην αρχή. Όχι πως δεν πίστεψε την Άννυ… Ίσως όμως ήταν νωρίς. Ήταν και οι δύο πολύ νέοι. Βλέποντας όμως τα μάτια της Άννυ που τον εκλιπαρούσαν να αποδεχτεί το νέο από τη μια, και την απουσία του Στήαρ από την άλλη, δε χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Η Άννυ τον αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της και αυτός είχε βρει κοντά της το λιμάνι που έψαχνε… Ηρέμησε μέσα στην αγκαλιά της. Γαλήνεψε η φουρτούνα μέσα του. Ναι… την αγαπούσε την Άννυ και θα γινόταν σύντομα γυναίκα του.

Η Κάντυ χάρηκε πολύ με τα νέα της Άννυ. Η φίλη της σε λίγους μήνες θα κρατούσε στα χέρια της το πρώτο της μωρό… Και εννοείται πως θα ήταν εκεί για την Άννυ όποτε τη χρειαζόταν. Αλλά ήταν σίγουρη πως το μόνο που είχε ανάγκη η Άννυ ήταν η αγάπη του Άρτσυ.




Μια όμορφη σκέψη…

Το απόγευμα, ο Άλμπερτ πέρασε από το Ορφανοτροφείο. Οι δουλειές στην Τράπεζα τον κράτησαν μέχρι αργά. Ήταν μόνος του αφού είχε απαλλάξει τον Τζωρτζ από πολλά καθήκοντά του μέχρι να τελειώσουν οι ετοιμασίες του γάμου του,

Σε λίγες μέρες θα ερχόταν η Ισαβέλλα, ο Χοσέ και τα μικρά και έπρεπε να ήταν όλα στην εντέλεια για να μπορέσουν να ευχαριστηθούν την παρέα των παιδιών.

Αν και κουρασμένος, δεν παρέλειψε να περάσει από το παντοπωλείο να αγοράσει καραμέλες και γλυκά για τα παιδιά.. Πήρε και τσάι για την αδερφή Μαρία και ένα μπουκάλι ουίσκι για την κα Πόνυ. Ήξερε από την Κάντυ πως της άρεσε τα χειμωνιάτικα βράδια να πίνει ένα μικρό ποτηράκι.

Το προηγούμενο βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Σαν ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο που έκλεψε μια ματιά από την αγαπημένη του, η σκέψη του επίπονα και επίμονα γυρνούσε στην Κάντυ. Στο τρεμάμενο κορμί της που κρατούσε στα χέρια του και γέμιζε φιλιά, στις κραυγούλες που έβγαζε κάθε φορά που χάραζε με τη γλώσσα του δρόμους στις ευαίσθητες περιοχές της, στο τίναγμα του κορμιού της όταν ένιωσε την απόλυτη ηδονή.

Δεν κατάλαβε πως ξεκίνησαν όλα αυτά. Θυμάται έντονα τη στιγμή που τα χέρια του την απάλλασσαν από τα ρούχα της… Μα πως μπόρεσε να το κάνει; Κι όμως… Τόσους μήνες συγκατοίκησης είχε βασανίσει πάρα πολλές φορές το μυαλό του με τη σκέψη της. Τότε εκείνη ήταν ερωτευμένη με τον Τέρρυ και ίσως να έμενε μαζί του για πάντα.

Δεν πίστευε στα μάτια του όταν, σχεδόν λιπόθυμη, επέστρεφε στην αγκαλιά του. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να απαλύνει τον πόνο της και να ξεχάσει. Να της δείξει πως η ζωή συνεχίζεται και πάντα θα υπάρχει κάποιος να δίνει και τη ζωή του για την Κάντυ. Και τότε… τότε ο Άλμπερτ θυμήθηκε. Δεν είχε δικαίωμα να ελπίζει πως θα κέρδιζε την καρδιά της. Η Κάντυ ήταν κόρη του. Και ίσως να μην ήταν και μόνος του…

Μα τώρα… όλα ήταν διαφορετικά. Η Κάντυ θα γινόταν γυναίκα του. Ήξερε πως πάντα τον αγαπούσε σχεδόν όσο και εκείνος. Θα έδινε και τη ζωή της για αυτόν. Στο λόφο κατάλαβε πως η Κάντυ ήταν και ερωτευμένη μαζί του. Το καταλάβαινε στα φιλιά της, στο ελαφρύ κοκκίνισμα στου προσώπου της όταν αντίκριζε το λάγνο του βλέμμα και… εχτές… στον τρόπο που το ανυπόμονο κορμί της του δόθηκε… σχεδόν ολοκληρωτικά…

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Άρτσυ είχε περάσει το πρωί από το γραφείο. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θα μάθαινε τα ευχάριστα νέα. Άλλωστε τον Άλμπερτ τον έβλεπε περισσότερο σαν έναν πολύ καλό φίλο παρά σαν τον μεγάλο θείο που όφειλε να δείχνει σεβασμό και υπακοή.

Τα νέα χαροποίησαν ιδιαίτερα τον Άλμπερτ. Ο Άρτσυ σκέφτηκε πως το Μάιο θα ήταν η καλύτερη στιγμή. Μόλις είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από το θάνατο του Στήαρ και αν όλα πήγαιναν καλά μέχρι τότε, η εγκυμοσύνη της Άννυ ίσα που θα φαινόταν. Μόλις το ανακοίνωνε στην κα Μπράιτον θα ξεκινούσαν και οι ετοιμασίες…

Μάιος…Ο μήνας των γενεθλίων της Κάντυ. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που την είχε δει μωράκι στο καλαθάκι της;;; Ποιός το περίμενε πως σε λίγους μήνες θα γινόταν γυναίκα του; Με μιας, πέρασε η ιδέα από το μυαλό του, αλλά κρατήθηκε και δεν το είπε στον Άρτσυ. Θα το συζητούσε πρώτα με την Κάντυ και μόνο αν συμφωνούσε και εκείνη θα προχωρούσε...

Η Κάντυ δεν πίστευε στ΄αυτιά της. Ο Άλμπερτ καθισμένος στο μεγάλο τραπέζι πίνοντας τσάι με τις μαμάδες της Κάντυ τη ρωτούσε αν ήθελε να γίνει διπλός γάμος.

Άλλωστε, τα δύο κορίτσια τα είχαν βρει την ίδια εκείνη μαγιάτικη μέρα. Η Κάντυ ενθουσιάστηκε με την ιδέα… έπρεπε όμως να ρωτήσουν την Άννυ και τον Άρτσυ. Θα έπρεπε πρώτα απ΄ όλα αυτοί να συμφωνήσουν με το διπλό γάμο. Και αν η Άννυ δεν ήθελε;;;

Ο Άλμπερτ πρότεινε να βγούνε οι τέσσερις για φαγητό μέσα στην εβδομάδα. Τα παιδιά θα μάθαιναν και για τον τρίτο γάμο που θα λάμβανε χώρα εντός ολίγου στην οικογένεια των Άρντλεϋ. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, ο Τζωρτζ θα φρόντιζε να έχει ενημερώσει όλη την οικογένεια για το επικείμενο συμβάν. Εν τω μεταξύ, η Κάντυ θα έφευγε ταξίδι με τον Άλμπερτ.
 

Φλόριντα.

Το ξενοδοχείο στο Μαϊάμι ήταν πολυτελέστατο. Εκτός από το σπίτι των Άρντλεϋ, η Κάντυ δεν είχε ξαναδεί τόση χλιδή στη ζωή της. Το επιβλητικό κτίριο κάλυπτε όλο το τετράγωνο. Χτισμένο σχεδόν στις όχθες της θάλασσας, θύμιζε περισσότερο εξοχική κατοικία παρά ξενοδοχείο. Τα πάντα μέσα άστραφταν. Το δρύινο βαρύ γραφείο της υποδοχής, η μαρμάρινη σκάλα με τη λαξευτή κουπαστή, οι πλουμιστοί πολυέλαιοι. Η Κάντυ νόμιζε πως σε λίγο θα άνοιγε η κεντρική σάλα και θα ξεκινούσε ο χορός… Όπως τότε με τον Άντονυ… Ξαφνικά ένιωσε πως τα ρούχα που είχε στη μικρή της βαλίτσα δεν ταίριαζαν με το περιβάλλον.

Σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του Άλμπερτ. Ένα αδιόρατο χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη του… σαν να την κορόιδευε για την αμηχανία της.

Ακολούθησαν τον γκρουμ στον τρίτο όροφο. Το βαρύ κλειδί ξεκλείδωσε μια πολυτελέστατη σουίτα. Η Κάντυ κοίταζε δεξιά και αριστερά με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου ήταν δυνατό να διαθέτει τόση πολυτέλεια.

-Φέρε μας σε παρακαλώ, φρούτα και κρασί. Ο γκρουμ έφυγε γρήγορα για να εκτελέσει την παραγγελία του Άλμπερτ κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

- Άλμπερτ… εδώ θα μείνουμε;;;

- Ναι μικρή μου... δεν το εγκρίνεις;

- Είναι υπέροχο… Δεν έχω ξαναδεί ομορφότερο!!!

- Χαίρομαι που σου αρέσει! Αν θες να φρεσκαριστείς, το μπάνιο είναι έτοιμο…

- Ναι… πάω αμέσως…

Το ταξίδι ήταν μεγάλο και η Κάντυ ένιωθε πως όλη η σκόνη ήταν κολλημένη πάνω της. Έβγαλε από τη βαλίτσα της το νυχτικό με τη ρόμπα της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο.

Άλλη μιά έκπληξη την περίμενε. Η στρογγυλή μπανιέρα ήταν γεμάτη με ζεστό νερό και ευωδιαστά έλαια

Έβγαλε τα ρούχα της και γλίστρησε μέσα στο νερό. Με μιας, ένιωσε όλη την κούραση και την ταλαιπωρία της ημέρας να φεύγει από πάνω της. Το ταξίδι κράτησε πάρα πολλές ώρες. Ο Άλμπερτ έκανε συχνές στάσεις για ανεφοδιασμό. Νερό, φαγητό, βενζίνη… Είχαν ξεκινήσει σχεδόν αξημέρωτα και τώρα είχε ήδη νυχτώσει. Έκλεισε τα μάτια της και χαλάρωσε…

Όταν τα άνοιξε είχε ήδη ξημερώσει. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο διπλό κρεβάτι σκεπασμένη με την αραχνοΰφαντη κουβέρτα… Προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μα ναι… Αποκοιμήθηκε στη μπανιέρα και ο Άλμπερτ θα την έβαλε στο κρεβάτι. Για μία στιγμή κοκκίνισε… Για άλλη μιά φορά το κορμί της γυμνό στα χέρια του Άλμπερτ… Δεν την ένοιαζε. Ήξερε πως ο Άλμπερτ θα τη φρόντισε όπως πάντα.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Μα τι ρούχα ήταν αυτά που φορούσε;;; Μια υπέροχη μεταξωτή ρόμπα και από μέσα τα πιο απαλά εσώρουχα που είχε ποτέ αγγίξει… Που ήταν τα δικά της;;; άνοιξε το ερμάριο και η έκπληξή της διπλασιάστηκε. Γεμάτη με ρούχα, όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της… σίγουρα γούστο του Άλμπερτ. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και την έλουσε το φως. Μπροστά της απλωνόταν ο ωκεανός! Γαλαζοπράσινα νερά, αμμουδερή παραλία, και πανύψηλοι φοίνικες κατά μήκος της. Πόσο όμορφα ήταν…

Μα που είχε πάει ο Άλμπερτ;;; Κοίταξε τον ήλιο. Είχε φτάσει αρκετά ψηλά… Μα… πόσες ώρες κοιμόταν;;; Η αλήθεια είναι πως είχε κουραστεί πάρα πολύ τις τελευταίες μέρες με διάφορες δουλειές στο ορφανοτροφείο… Δεν ήθελε να αφήσει εκκρεμότητες πίσω της.

Στο μικρό τραπεζάκι στο χωλ υπήρχε ένα γράμμα του Άλμπερτ για εκείνη.

«Μικρή μου καλημέρα,

Φαινόσουν πολύ κουρασμένη εχτές και δεν μου πήγε η καρδιά να σε ξυπνήσω πρωί.

Θα πεταχτώ στην Τράπεζα για δουλειές και κατά τις 2 θα έρθω να σε πάρω να πάμε για φαγητό.

Ο,τιδήποτε χρειαστείς, επικοινώνησε με την υποδοχή.

Σε φιλώ.

Άλμπερτ.»

Η Κάντυ δεν έχασε καιρό. Διάλεξε κάτι απλό και κατέβηκε στο ισόγειο. Χωρίς τον Άλμπερτ δεν ήθελε να πάρει πρωινό. Ενημέρωσε τη ρεσεψιόν σε περίπτωση που την αναζητούσε ο Άλμπερτ και έτρεξε στην παραλία.

Η μέρα ήταν υπέροχη. Αν και στο λόφο μόλις είχε μπει η άνοιξη εδώ θύμιζε προχωρημένο καλοκαίρι. Το παρασόλι της την προστάτευε από το δυνατό ήλιο. Προχώρησε κατά μήκος της παραλίας απολαμβάνοντας τη μυρωδιά της θάλασσας και ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων…

- Λουντοβίκ, ισί…

Μπροστά της, μια πολύ όμορφη γυναίκα προσπαθούσε να νουθετήσει ένα ατίθασο αγόρι. Χαμογέλασε…

Άραγε, πως θα είναι ο γιός ή η κόρη της Άννυ; Θα είναι το ίδιο ατίθασο παιδάκι… Χαμογέλασε… Φαντάστηκε την Άννυ να πονοκεφαλιάζει κυνηγώντας από εδώ και από εκεί το παιδί της. Το μυαλό της γύρισε χρόνια πίσω… πόσο ανησυχούσαν οι μαμάδες της με τις αταξίες της… Και παρά τις συμβουλές τους, τα μαλώματα και το ξύλο, ποτέ δεν έπαψε να κάνει τις ζημιές της.

Γύρισε στο ξενοδοχείο. Όπου να΄ναι θα επέστρεφε ο Άλμπερτ. Ανέβηκε στη σουίτα και προχώρησε προς το μπαλκόνι. Εδώ θα τον περίμενε… Η θέα ήταν υπέροχη και δε χόρταινε να την βλέπει.

-Ξύπνησες υπναρού;;;

Η Κάντυ έτρεξε στην αγκαλιά του Άλμπερτ…

- Έπρεπε να με ξυπνήσεις να πάρουμε πρωινό μαζί.

- Έχουμε και άλλες μέρες εδώ μωρό μου. Θα είμαι στις διαταγές σας… Ό,τι μου ζητήσετε πανέμορφη κυρία.

Ο Άλμπερτ έκανε μιά αστεία υπόκλιση κάνοντας την Κάντυ να γελάσει…

- Είσαι έτοιμη;;;

Ξεκίνησαν για το ταβερνάκι που της υποσχέθηκε ο Άλμπερτ. Αν και δεν ήταν πολύ μακριά πήγαν με το αυτοκίνητο. Ο Άλμπερτ είχε φροντίσει να το πλύνουν και έλαμπε σαν καινούριο.

Το φαγητό ήταν γευστικότατο. Αστακομακαρονάδα, σαλάτα και λευκό κρασί. Η Κάντυ ήταν πολύ χαρούμενη. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε για φαγητό μόνη με τον Άλμπερτ μετά τη συγκατοίκησή τους. Και πόσο όμορφα ήταν σήμερα….

Η επιστροφή στο ξενοδοχείο του βρήκε μισοζαλισμένους από το κρασί.

 


Ο Άλμπερτ παράγγειλε και άλλο κρασί παγωμένο και φρούτα. Η Κάντυ είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει κεφάλι. Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε τη ρόμπα της. Χαμογέλασε στον Άλμπερτ που την κοίταξε περιπαιχτικά… Την πλησίασε και άρχισε να τη φιλάει. Την πήρε αγκαλιά και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Όλη μέρα περίμενε αυτή τη στιγμή… από το προηγούμενο βράδυ, που την έβγαλε γυμνή από τη μπανιέρα, σκούπισε το κορμί της και την έντυσε… Τώρα η γλώσσα του κατέβαινε από το λοβό του αυτιού της στη βάση του λαιμού της. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα κάνοντάς την να σκιρτά… Προσπάθησε να συγκρατηθεί. Δεν ήταν και εύκολο. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να κρατηθεί μακριά της μέχρι το γάμο τους. Ένας μήνας και κάτι είχε απομείνει. Πως μπορούσε να μείνει πιστός στην υπόσχεσή του;;; Την κοίταξε μέσα στα μάτια. Ο πόθος της είχε κάνει τις κόρες της να διαστέλλονται. Τον ήθελε και εκείνη…


Γύρισε απότομα στο πλάι αφήνοντας την Κάντυ έκπληκτη… Μα τι;;; τι δεν κάνω σωστά, αναρωτήθηκε;;; Σκέφτηκε μεμιάς τη φίλη της στην αγκαλιά του Άρτσυ. Τα δάκρυα ανέβλυσαν στα μάτια της. Ο Άλμπερτ αφουγκράστηκε το πνιχτό αναφιλητό. Γύρισε προς το μέρος της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Άγγιξε με τα χείλη του τα δικά της και το χέρι του άρχισε να τη χαϊδεύει σ’ όλο το μήκος του κορμιού της. Στο κατόπι, η γλώσσα του χάραζε την ίδια διαδρομή. Σε λίγο κύματα ηδονής διέτρεχαν το κορμάκι της. Ο Άλμπερτ δε σταμάτησε να τη χαϊδεύει μέχρι που ήρθε η λύτρωση και για τους δύο... σχεδόν ταυτόχρονα. Η καρδιά της Κάντυ ηρέμησε χωμένη στην αγκαλιά του. Για μιά ακόμη φορά ο Άλμπερτ κρατήθηκε όσο και αν η Κάντυ του εκλιπαρούσε το αντίθετο… Λίγο αργότερα… κολλημένη πάνω του, αποκοιμήθηκε…

 
 
Πήραν μαζί πρωινό, στο μικρό μπαλκονάκι. Ο Άλμπερτ ετοιμάστηκε να πάει στο γραφείο. Φίλησε την Κάντυ και της υποσχέθηκε να γυρίσει σύντομα κοντά της. Αν όλα πήγαιναν καλά σε δύο μέρες θα επέστρεφαν πίσω. Έπρεπε όμως να βρει και την κατάλληλη στιγμή να της μιλήσει… Κανονικά θα το είχε ήδη κάνει κατά τη διάρκεια της ταξιδιού… ή εχτές το απόγευμα στο τσάι… Δεν πρόλαβε… Στην επιστροφή όμως θα το τακτοποιούσε…

Η Κάντυ το πήρε απόφαση. Σήμερα θα έκανε το πρώτο της μπάνιο στα καταγάλανα νερά. Κατέβηκε στην παραλία με το μαγιό που βρήκε στην κρεμάστρα στη μεγάλη ντουλάπα της σουίτας.

Η παραλία ήταν ονειρεμένη. Αγόρασε ένα χωνάκι παγωτό από τον πλανόδιο παγωτατζή. Φράουλα σοκολάτα ήταν οι αγαπημένες της γεύσεις. Προχώρησε κατά μήκος της παραλίας και ξάπλωσε στην ξύλινη σεζλόνγκ. Ο ήλιος έκαιγε σ΄ αυτό το κομμάτι της Αμερικής. Το καπέλο ήταν απαραίτητο για να μην ξεφλουδίσει το ευαίσθητο πρόσωπό της. Ίσως να χρειαζόταν κάποια κρέμα για περισσότερη ενυδάτωση.

Λίγο παρακάτω, το παιδάκι της χτεσινής μέρας πλατσούριζε στα νερά ευτυχισμένο. Η μητέρα του το παρακολουθούσε στενά. Αν και στα πόδια της βρίσκονταν ανοιγμένα διάφορα περιοδικά, η προσοχή της ήταν στραμμένη στο ατίθασο αγοράκι… Για την ώρα έφτιαχνε πύργους με τα κουβαδάκια του στην άμμο… Για λίγο το βλέμμα της Κάντυ σταμάτησε στο όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Μαύρα μακριά μαλλιά πλαισίωναν το λευκό της δέρμα. Ήταν αδύνατη και αρκετά ψηλή. Η Κάντυ αναρωτήθηκε που να βρισκόταν ο πατέρας του παιδιού. Ίσως να είχε δουλειές, όπως ο Άλμπερτ της.

Η Κάντυ βούτηξε στα δροσερά νερά. Πρώτη της φορά έκανε μπάνιο στον απέραντο ωκεανό. Το νερό ήταν πολύ αλμυρό. Καμιά σχέση με τις λίμνες ή τα ποτάμια που είχε μάθει να κολυμπάει. Η Κάντυ ήθελε πολύ να κολυμπήσει όσο πιο βαθιά μπορούσε να πάει. Τα ρεύματα όμως ήταν άκρως επικίνδυνα. Όμως…αυτή η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας την έκανε να νιώθει υπέροχα. Ξαφνικά μια υστερική φωνή την ξαναέφερε στην πραγματικότητα.

- Λουντοβίιιιιιιιιικ.

Η Κάντυ κοίταξε προς τη στεριά. Η νεαρή μητέρα είχε πάει να αγοράσει παγωτό και για λίγα δεύτερα το παιδάκι ξέφυγε από την προσοχή της και μπήκε στη θάλασσα... Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει που βρισκόταν το παιδί. Τα ρεύματα μπορούσαν να παρασύρουν εύκολα κάποιον που δεν ήξερε καλό κολύμπι. Μια αναταραχή στα νερά λίγα μέτρα παρακάτω την έκανε να πάρει την απόφασή της.

Με τρεις απλωτές, έφτασε σ΄ εκείνο το σημείο. Το παιδάκι είχε σταματήσει να παλεύει. Τα ρεύματα το τραβούσαν μέσα. Αμέσως η Κάντυ το άρπαξε από τα μαλλιά και το έσυρε προς την παραλία. Η μητέρα του είχε ήδη βουτήξει και ερχόταν προς το μέρος τους.

Τράβηξαν μαζί το παιδάκι έξω από το νερό. Η Κάντυ χωρίς να χάσει χρόνο έσκυψε πάνω από το παιδί και άρχισε να κάνει μαλάξεις στην καρδιά του δίνοντας ταυτόχρονα το φιλί της ζωής. Η αναπνοή επανήλθε σχεδόν άμεσα και η Κάντυ πίεσε το στομάχι να πεταχτεί έξω το νερό. Η νεαρή μητέρα κρατούσε την αναπνοή της μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνει. Εμπιστεύτηκε την ξανθιά κοπέλα που έδειχνε να είναι σίγουρη για τις κινήσεις της. Τα δάκρυα είχαν κοκαλώσει στις άκρες των ματιών της.

Ο μικρός αντέδρασε. Το αλμυρό νερό που βγήκε από τη μύτη του τον έτσουξε αρκετά και έκλαψε αναζητώντας τη μαμά του. Η κοπέλα τον τράβηξε στην αγκαλιά της και άρχισε να τον φιλάει. Τα δάκρυά της κύλισαν στα μάγουλά της και μέσα από τα αναφιλητά της ευχαριστούσε τη νεαρή νοσοκόμα που έσωσε από βέβαιο πνιγμό το αγοράκι της.

Στην αρχή μίλησε γαλλικά. Κατάλαβε όμως το λάθος της και συστήθηκε στα αγγλικά.

- Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω που έσωσες τη ζωή του παιδιού μου.

Μετά τη λαχτάρα η χαρά. Η κοπέλα χαμογέλασε στην Κάντυ.

- Με λένε Μαντλέν…
 
Μέρες του Λονδίνου




Εδώ και μέρες, ο Άλμπερτ ήθελε να μιλήσει στην Κάντυ. Στο γάμο του Τζωρτζ θα παρευρισκόταν και η Μαντλέν με το γιό της. Για την ακρίβεια, όταν θα τελείωνε από τις οικονομικές του υποχρεώσεις στο Ορλάντο, θα γύριζαν και οι 3 ή μάλλον οι 4 στο Σικάγο.

Τρία χρόνια σχεδόν μετά το χωρισμό τους στο Παρίσι είχαν ξαναβρεθεί στο Λονδίνο. Ο Άλμπερτ θρηνούσε το χαμό του ανιψιού του. Είχε ανάγκη να φύγει μακριά από το Σικάγο. Οι πληγές έπρεπε να κλείσουν. Ήξερε πως και για τα ανίψια του ήταν εξίσου δύσκολο να συνεχίσουν τη ζωή τους στα ίδια μέρη που άλλοτε έπαιζαν με τον Άντονυ. Το ίδιο και για την κόρη του. Τα δύο παιδιά ήταν τόσο αγαπημένα. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση για όλους. Το Κολέγιο του Σαιν Πωλ ήταν η πιο κατάλληλη. Μια νέα ζωή για όλους μακριά από τις πικρές θύμησες.

Ο Τζωρτζ και ο Άλμπερτ μόλις είχαν βγει από την Τράπεζα. Θα περνούσαν μια βόλτα από το Ιδρύμα Απόρων και Αστέγων να δουν αν η Μις Τζούντι χρειαζόταν κάτι. Η εντυπωσιακή γυναίκα έπεσε σχεδόν πάνω τους. Την αναγνώρισαν και οι δύο αμέσως. Η Μαντλέν δε συνειδητοποιούσε ακόμη τι είχε συμβεί…

Λίγη ώρα μετά, ο Τζωρτζ τους άφηνε όπως άλλοτε στην Πλατεία Τραφάλγκαρ και πήγαινε μόνος του για την καθιερωμένη εβδομαδιαία επιθεώρηση. Δε χρειαζόταν πια να περάσει να πάρει τον Άλμπερτ. Ήταν ολόκληρος άντρας… και εν μέρει το όφειλε στη συγκεκριμένη γυναίκα…

Κατέληξαν σε ένα μικρό παμπ και παράγγειλαν σοκολάτα και κέικ. Ήταν και οι δύο χαρούμενοι για την απρόσμενη συνάντηση. Τρία χρόνια από τον ανεπίσημο χωρισμό τους δεν είχαν αφήσει ίχνος μίσους στην καρδιά τους . Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε…

Η Μαντλέν ζούσε τους τελευταίους μήνες στο Λονδίνο. Είχε πιάσει δουλειά σε μια λονδρέζικη εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας και μετέφραζε άρθρα του γαλλικού τύπου. Έχοντας και αυτή όπως και η μητέρα της κληρονομήσει το ταλέντο του Ανρί, ήξερε να μεταφέρει υπέροχα τις σκέψεις της στο χαρτί. Η εφημερίδα και ο εκδοτικός οίκος που βρισκόταν πίσω από αυτήν, είχε ενδιαφερθεί και για την έκδοση του πρώτου της βιβλίου: μια κοινωνική και πολιτική προσέγγιση της σύγχρονης Βρετανίας.

Τα νέα του Άλμπερτ δεν ήταν και τόσο ευχάριστα. Η ζωή του στέρησε και το τελευταίο ζωντανό κομμάτι της Ρόζμαρυ. Ο ανιψιός του είχε χαθεί τόσο νέος και τόσο άδικα τη στιγμή που η άνοιξη έμπαινε στη ζωή του. Η μοίρα ανελέητη δεν τον άφησε να χαρεί τον έρωτα ούτε καν να φιλήσει την πρώτη του κοπέλα. Πρόλαβε μόνο να της προσφέρει περήφανος το ομορφότερο λουλούδι και έπειτα σκόρπισε … ροδοπέταλο στον άνεμο σαν τη μητέρα του… Χάρη όμως στον Άντονυ, ολοκλήρωσε την υπόσχεση σ΄ εκείνη τη γιαγιά που για έξι χρόνια είχε αμελήσει. Τώρα πια, εκείνο το κοριτσάκι δεν ήταν απλά η μικρή προστατευόμενή του… Ήταν η κόρη του.

Η Μαντλέν έμοιαζε να γοητεύεται από την ιστορία του Άλμπερτ. Δεν της είχε μιλήσει ποτέ για το μικρό κοριτσάκι στο λόφο του ορφανοτροφείου. Θυμόταν μόνο τη συνάντηση με τη θεία του… εκείνη την αυστηρή επιβλητική μορφή που φαινόταν πως νοιαζόταν περισσότερο για τους τύπους παρά για την ουσία…

Πως τα φέρνει η ζωή;;; Ώστε ο Άλμπερτ είχε μια κόρη… Ώρα ήταν να μάθει και τα υπόλοιπα νέα… Για τον Λουντοβίκ…

Εκείνη, ήταν η μέρα των συναντήσεων για τον Άλμπερτ. Λίγο αργότερα θα έπεφτε πάνω σε έναν καυγά, γλιτώνοντας το νεαρό συμφοιτητή της Κάντυ.

Χμμμ. Να τον είχε αφήσει στο σωστό δωμάτιο;;; Ήξερε πως η Κάντυ τον είχε ήδη γνωρίσει στο πλοίο… Δε χρειάστηκε πολύ για να μάθει. Λίγο αργότερα η κόρη του σεργιάνιζε στους δρόμους του Λονδίνου ψάχνοντας ανοιχτό φαρμακείο. Πόσο λάθος είχε κάνει πιστεύοντας πως το Σαιν Πωλ θα ήταν αρκετά αυστηρό με τους μαθητές του. Μα… όλοι έξω ήταν….

Μερικούς μήνες μετά θα έφευγε με τη Μαντλέν και τη Τζόαν για Αφρική…

Η κόρη του ήταν ερωτευμένη και σε καλά χέρια. Ο Τέρρυ θα τη φρόντιζε μέχρι να γυρίσει από την Αφρική. Αν δε ξεμάλλιαζε ο ένας τον άλλο στο μεταξύ. Ήταν το ίδιο ατίθασοι και ισχυρογνώμονες… Αγύριστα κεφάλια… Μα και εξίσου ευαίσθητες ψυχές που είχαν ανάγκη να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.

Σκέφτηκε τη διακριτική παρουσία του Τζωρτζ στο ειδύλλιό του με τη Μαντλέν.

Χμμμ… Έπρεπε να τους αδειάζει τη γωνιά…

Άλλωστε, ένα καλοκαίρι (γιατί όχι και παραπάνω αν περνούσε καλά) σε μια νέα ήπειρο ήταν κάτι που τον εξίταρε τρελά.

Ο Τζωρτζ όπως πάντα θα φρόντιζε για... τα πάντα, και θα έμενε στο πόστο του Άλμπερτ. Τα παιδιά στο Σαιν Πωλ μπορεί να τον είχαν ανάγκη.

Η πρόσκληση της Κάντυ για το χορό του Μάη τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Αυτό το κοριτσάκι είχε ανάγκη από λίγη ξεγνοιασιά. Θα πήγαινε σίγουρα… ίσως έρχονταν και τα κορίτσια μαζί του. Ειδικά η Μαντλέν ήθελε πολύ να την γνωρίσει… Όταν όμως η Κάντυ του έφερε τη Χιούλι κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τη δει στο χορό.

Η ιδέα για τις στολές ανήκε στη Τζόαν… Είχε δει το παρατημένο βιβλίο του Τέρρυ στο σπιτάκι του κήπου όταν επισκέφτηκε τον Άλμπερτ. Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Αφού η Κάντυ κατάφερε να έρθει ως τον κήπο ίσως και να μπορούσε να μασκαρευτεί και να συμμετάσχει...

Άλλη μια υποχρέωση που έπρεπε να φέρει σε πέρας ο Τζωρτζ. Όταν τελείωνε και αυτό, θα πεταγόταν για λίγες μέρες στη Βαλένθια. Ίσως και ολόκληρο το καλοκαίρι. Η Ισαβέλλα του τον περίμενε. Τον επόμενο χρόνο θα γινόταν και επίσημα γυναίκα του.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ένας φίλος από τα παλιά…




Η Κάντυ προσκάλεσε τη Μαντλέν και το Λουντοβίκ στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Ο μικρός έπρεπε να αποφύγει τον ήλιο και τη θάλασσα για κάποιες μέρες. Ίσως η ζάλη του να οφειλόταν σε ηλίαση. Ήδη το κεφάλι του τον πονούσε τρομερά και το δέρμα του είχε κοκκινίσει. Για την εποχή ήταν ήδη πολύ ζεστός ο καιρός. Στο Σικάγο βέβαια ήμασταν στην αρχή της άνοιξης…

Η Γαλλίδα μιλούσε άπταιστα τα αγγλικά με την προφορά που συνήθιζαν οι βέροι Λονδρέζοι. Μια ελαφριά χροιά και μια έντονη περιπαιχτική διάθεση… Ο Λουντοβίκ δίπλα της είχε αποκοιμηθεί. Η μέρα ήταν γεμάτη απρόσμενες καταστάσεις και ένταση. Ήθελε πολύ να ξαπλώσει στο κρεβατάκι του και να ξυπνήσει την άλλη μέρα γεμάτος κέφι για παιχνίδι…

Ο Άλμπερτ δεν άργησε να φτάσει. Στη ρεσεψιόν τον ενημέρωσαν πως η κα Κάντυ με τη φίλη της βρίσκονταν στο ρεστοράν. Η απορία του για το ποια ήταν η φίλη δεν άργησε να λυθεί. Σίγουρα όχι η Πάττυ όπως φανταζόταν…

Η Μαντλέν επισκίαζε με την παρουσία της κάθε γυναικεία μορφή στο χώρο. Ήταν αναμφίβολα από τις ομορφότερες γυναίκες που είχε συναντήσει στη ζωή του. Και δίπλα της η Κάντυ, να μην μπορεί να εξηγήσει το ενοχικό βλέμμα του Άλμπερτ και το ερωτηματικό της Μαντλέν…

- Μαντλέν, πως ήταν το ταξίδι σου;

Η Κάντυ άκουγε εμβρόντητη τον Άλμπερτ να μιλάει στη μέχρι προ ολίγου άγνωστη σα να επρόκειτο για μια χρόνια φιλία. Μα… μα γιατί ο Άλμπερτ δεν την είχε ενημερώσει σχετικά;;;

- Κάντυ, με τη Μαντλέν γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια. Είναι από τις προσκεκλημένες του Τζωρτζ στο γάμο του. Θα επιστρέψει μαζί μας στο Σικάγο…

Η διαχυτικότητα της Μαντλέν ήταν έκδηλη. Αν και πληροφορήθηκε από τον Άλμπερτ σχετικά με τον επικείμενο γάμο του με την Κάντυ, δεν έπαυε να χαριεντίζεται και να δείχνει τη μεγάλη οικειότητα που είχε μαζί του…

Ξαφνικά, η Κάντυ ένιωσε πως δε χωρούσε στο τραπέζι. Χωρίς να αγγίξει το φαγητό ή το ποτό της ζήτησε συγνώμη και ανέβηκε στο δωμάτιο.

Ξέσπασε σε κλάματα. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο μεγάλη ζήλεια για μια γυναίκα. Ήταν φανερό πως η πανέμορφη Μαντλέν και ο Άλμπερτ είχαν υπάρξει κάτι παραπάνω από απλοί φίλοι…

Χαζή Κάντυ… υπερβάλλεις… τώρα δε συμβαίνει κάτι… την καθησύχαζε ο εαυτός της…

Και αν δε συνέβαινε κάτι μεταξύ τους, γιατί ο Άλμπερτ δεν την είχε ενημερώσει για τον ερχομό της…

Και ο Λουντοβίκ;;; Πού ήταν, ποιος ήταν ο πατέρας του;;; Γιατί η Μαντλέν ή ο Άλμπερτ δεν έκαναν αναφορά σ΄αυτόν;;; και ούτε υπήρχε βέρα στο δάχτυλό της…

Το μυαλό της γύρισε με μιάς στο δαχτυλίδι που της είχε προσφέρει ο Άλμπερτ. Ο Τζωρτζ το γνώριζε και μονομιάς είχε σκοτεινιάσει το βλέμμα του. Τώρα ξεκαθαρίζουν όλα… Το δαχτυλίδι θα το είχε πάρει ο Άλμπερτ για τη Μαντλέν… Μα και βέβαια… Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα για να αφήσει ασυγκίνητο έναν άντρα σαν τον Άλμπερτ… ποιος ξέρει τι να είχε συμβεί…

Και τώρα;;; γιατί εισβάλλει και πάλι στη ζωή του;;; είναι ακόμη ερωτευμένη με τον Άλμπερτ… δε χωράει αμφιβολία.. ο τρόπος που τον κοίταζε, τον άγγιζε του μιλούσε έδειχνε γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό της.

Τα δάκρυα μούσκευαν τα σεντόνια του κρεβατιού… μισή μέρα πριν, σ΄ αυτό το κρεβάτι έλιωνε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τώρα έλιωνε από τη ζήλεια και το κλάμα για τον αγαπημένο της…

Αλλά όχι… Η Κάντυ δεν θα έκλαιγε … Δεν ήταν του χαρακτήρα της… Πήρε την απόφασή της. Θα άφηνε τον Άλμπερτ να αποφασίσει με ξεκάθαρη σκέψη αν θέλει να επιστρέψει στην Μαντλέν ή να παραμείνει κοντά της.

Το σκέφτηκε ξανά. Έτσι έπρεπε να γίνει. Άλλωστε και ο Άλμπερτ το ίδιο είχε κάνει… Ήταν σίγουρη τώρα. Η κίνηση του Άλμπερτ να της στείλει το δέμα από το Ρόκστοουν έκρυβε αυτόν ακριβώς το σκοπό. Να σιγουρευτεί η Κάντυ για ποιόν χτυπάει η καρδιά της. Να πάρει την απόφαση να επιστρέψει κοντά στον Τέρρυ ή να αφήσει το παρελθόν πίσω της και να ανοίξει άλλο κεφάλαιο στη ζωή της.

Η είσοδος του Άλμπερτ στο δωμάτιο τη βρήκε να φτιάχνει τη μικρή της βαλίτσα.

- Κάντυ; τι κάνεις; πού ετοιμάζεσαι να πας;;;

- Γυρίζω στο Σικάγο Άλμπερτ… Δε θέλω να είμαι εμπόδιο και…

Ο Άλμπερτ δεν την άφησε να συνεχίσει. Την αγκάλιασε από τους ώμους και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ήθελε να γελάσει με την καρδιά του αλλά τα δάκρυά της μούσκευαν το πουκάμισό του. Μα γιατί πάντα έπρεπε να δικαιολογείται στην Κάντυ;;; Ήξερε πως η μικρή του είχε τυφλή εμπιστοσύνη και τον αγαπούσε. Βαθιά μέσα του χαιρόταν που η Κάντυ ζήλεψε τη Μαντλέν. Αλλά όφειλε να καθησυχάσει το κοριτσάκι του. Μια εξήγηση ήταν τουλάχιστον απαραίτητη…
 

Μέρες του Λονδίνου

Στο Λονδίνο η Μαντλέν έβγαινε συχνά με τον Άλμπερτ. Σαν φίλοι πλέον. Η παλιά ιστορία τους ήταν περισσότερο ένα καπρίτσιο της Μαντλέν και ερωτική άγνοια/ανάγκη του Άλμπερτ. Και οι δύο γνώριζαν πως η καρδιά της Μαντλέν ανήκε αλλού. Ίσως ο Άλμπερτ να μην ήθελε να το πιστέψει τότε… ήξερε όμως πάντα πως η Μαντλέν ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Βλαντιμίρ. Και η ίδια, ποτέ δεν τον άφησε να παραμυθιαστεί με έναν έρωτα ανύπαρκτο.

Ίσως… ίσως να έπρεπε να βρει το κουράγιο να πει νωρίτερα στον Άλμπερτ πως τότε τα είχαν ξαναβρεί με τον Βλαντιμίρ… Μετά από εκείνη τη συνάντηση των τριών στο Λονδίνο, η Μαντλέν κίνησε γη και ουρανό και ξανακέρδισε την αγκαλιά του Βλαντιμίρ. Ο Άλμπερτ ήταν αφοσιωμένος στη μελέτη του και δεν ήθελε να δει τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια του. Ακόμα και ο Βλαντιμίρ προσπάθησε να τον προϊδεάσει, αλλά ήταν αργά για τον ερωτευμένο Άλμπερτ να πιάσει τα μηνύματα…

Τη μέρα που τους έπιασε αγκαλιά στο Παρίσι, χάρισε το μεγαλύτερο δώρο στη Μαντλέν. Όχι βέβαια τα βιβλία που της είχε αγοράσει για την πρώτη τους επέτειο. Ένα κομμάτι του Βλαντιμίρ το οποίο αρνιόταν πεισματικά να χαρίσει στη Μαντλέν παρά τα παρακάλια της. Ο Βλαντιμίρ πρόσεχε πάντα… εκείνη τη μέρα μόνο δεν πρόλαβε…

Ο Άλμπερτ όμως το είχε ξεπεράσει… Σίγουρα η έλλειψη της γυναικείας παρουσίας και επαφής ήταν οδυνηρή στην αρχή αλλά με την κατάλληλη παρέα ξεπερνάς τα πάντα. Το καλοκαίρι στην Ισπανία κύλισε υπέροχα…


Σε αγαπώ… αλλά αυτό δε φτάνει…

Αρχές Σεπτέμβρη ο τρύγος είχε τελειώσει. Ο Σενιόρ Πέδρο με τα παιδιά γύρισαν πίσω στο Καστελόν. Τελευταίες περιποιήσεις της Κάρμεν που ήξερε πως σε λίγες μέρες ο Τζωρτζ και ο Άλμπερτ θα επέστρεφαν στην Αγγλία…

Κοίταζε την Ισαβέλλα της. Ακόμη και ο Πέδρο είχε διαπιστώσει μεγάλη αλλαγή στην κόρη του και κόντευε να τρελαθεί από τη χαρά του. Πόσα χρόνια είχαν να δουν την κόρη τους τόσο ευτυχισμένη;;; Μόνο η Λουτσίτα την έβγαζε κάπως από τις μαύρες της σκέψεις και ομόρφαινε τις μέρες της.

Το κακό ήταν πως στο ψαροχώρι τα νέα μαθαίνονταν γρήγορα. Οι άντρες του χωριού δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ένας ξένος είχε κατακτήσει σε λίγους μήνες όσα δεν κατάφεραν σε τόσα χρόνια εκείνοι… Οι ψίθυροι έδιναν και έπαιρναν, ακόμα και μπροστά στον Τζωρτζ κάποιες φορές. Αν και δε γνώριζε για ποιό πράγμα συζητούσαν, ήξερε πως αυτή τη φορά δε θα υποχωρούσε. Δε θα ξανάκανε το ίδιο λάθος που έκανε με τη Ρόζμαρυ. Θα έμενε με την Ισαβέλλα του ακόμα και αν χρειαζόταν να ζήσουν στην άλλη άκρη της γης.

Το τελευταίο απόγευμα είχαν κατέβει όλοι μαζί στην παραλία για ένα μπάνιο. Το Φθινόπωρο ήταν ήδη προ των πυλών αλλά ο καιρός σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου, ήταν ακόμα πολύ ζεστός.

Τα γέλια της Λουτσίτα έκαναν τον Άλμπερτ να σκεφτεί το μικρό ορφανοτροφείο. Πόσες φορές είχε αναρωτηθεί τι να είχε απογίνει εκείνο το κοριτσάκι… Είχε πάνω κάτω την ίδια ηλικία με τη Λουτσίτα. Άραγε να είναι το ίδιο χαρούμενο;;; Να βρήκε κάποια φίλη να μοιραστεί τα γέλια και τις χαρές;;;

Η Ισαβέλλα ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Πότε πότε κοίταζε τη Λουτσίτα και χαιρόταν και άλλοτε το βλέμμα της έπαιρνε τη γνωστή χαρμολύπη. Ο Τζωρτζ την πλησίασε. Μπροστά στους άλλους ήταν όπως πάντα διακριτικός. Μονάχα όταν βρίσκονταν μόνοι τους έβγαζε τους θησαυρούς της καρδιάς του και τους έδινε απλόχερα στην Ισαβέλλα του.

- Αυτό είναι το τελευταίο βράδυ μας εδώ…

- Ναι…

- Απομένουν λίγες ώρες μόνο… Θα ήθελα να τις περάσουμε μαζί…

Τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της Ισαβέλλας. Να λοιπόν που όλα θα τελείωναν απόψε. Τι πίστεψε η ανόητη πως θα συνέβαινε; Ο Τζωρτζ από αύριο θα ήταν παρελθόν.

Την κίνηση δεν την περίμενε ούτε ο ίδιος ο Τζωρτζ από τον εαυτό του. Ο άλλοτε εσωστρεφής και συντηρητικός Τζωρτζ έκανε την υπέρβασή του.

Άρπαξε το χέρι της Ισαβέλλας γονάτισε μπροστά της και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, της έκανε την πρόταση που ποτέ δεν πίστευε πως θα ξεστόμιζε ξανά…

- Θέλω να γίνεις γυναίκα μου… της είπε σε τόνο που δε χωρούσε αμφισβήτηση και περνώντας στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι που είχε προ ημερών αγοράσει...

Η Ισαβέλλα ένιωθε να χάνεται ο κόσμος γύρω της. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να αγκαλιάσει τον Τζωρτζ και να του δώσει την απάντηση που περίμενε. Αντί όμως γι αυτό, κατέβασε το βλέμμα και άφησε τα δάκρυα να τρέξουν. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε πως θα ήθελε να αλλάξει το παρελθόν της. Δε γινόταν όμως… θα ήταν εκεί πάντα μπροστά της να της θυμίζει την πιο μαύρη εποχή που θα μπορούσε να ζήσει ως παιδάκι…

- Τζωρτζ… δε γίνεται… εγώ… δεν μπορώ να γίνω γυναίκα σου…

- Τι λες Ισαβέλλα; Γιατί δε γίνεται; Σ΄αγαπώ… και το ξέρεις… όπως ξέρω πως με αγαπάς και εσύ…

- Τζωρτζ, δεν έχω αγαπήσει ποτέ μου με τον τρόπο που αγάπησα εσένα. Αυτό όμως δε διαγράφει το παρελθόν μου.

- Δε μ΄ενδιαφέρει το παρελθόν σου Ισαβέλλα. Μόνο το παρόν σου και το μέλλον που αν θες θα μοιραστούμε μαζί…

- Όχι Τζωρτζ… αν ήξερες θα με μισούσες. Έχω κάνει πολλά που δεν αξίζουν την αγάπη σου…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο Τζωρτζ αποχαιρέτησε την Ισπανία και τις μέρες που πέρασε αφήνοντας πίσω την καρδιά του. Η Ισαβέλλα υποσχέθηκε να του γράψει όταν θα ένιωθε έτοιμη. Για την ώρα, θα φρόντιζε να κρατήσει την επαφή με κάθε τρόπο. Ήδη σκεφτόταν το πρώτο γράμμα που θα της έστελνε. Ήταν σίγουρος πως η αγάπη τους μπορούσε να ξεπεράσει κάθε σκόπελο. Εδώ, κόντευε να γίνει εξπέρ στα ισπανικά…

Στο Λονδίνο, ο Άλμπερτ έκανε την τελευταία του χρονιά στο Πανεπιστήμιο. Στο τέλος του Ακαδημαϊκού έτους θα μπορούσε να αναλάβει και επίσημα το τιμόνι της οικογένειας. Για την ώρα όμως, δεν ήταν κάτι που τον ενθουσίαζε…

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχε μια παράξενη συνάντηση. Ο Βλαντιμίρ ήρθε να τον βρει. Έπρεπε να μιλήσουν σαν άντρες, και ποιος ξέρει… ίσως και σαν φίλοι… Η σχέση του Βλαντιμίρ με την Μαντλέν ήταν καθαρά σαρκική… από την πρώτη φορά… Η διαμονή του στην Ευρώπη λάμβανε τέλος. Σε λίγο επέστρεφε στη Ρωσική Αυλή με βαθμό στρατιωτικού γιατρού. Πρώτα η καριέρα του και μετά κάποια κοπέλα θα γινόταν γυναίκα του. Το σίγουρο είναι πως αυτή δε θα ήταν ποτέ η Μαντλέν. Ήθελε η γυναίκα του να ανήκε μόνο σε αυτόν. Με όλες τις άλλες, απλά περνούσε το χρόνο του. Και τη στάση του αυτή την είχε ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή… Λίγες μέρες νωρίτερα είχε αποχαιρετήσει και τη Μαντλέν. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ… Για μια στιγμή σκέφτηκε να αναθεωρήσει την άποψή του για το γάμο. Μήπως η Μαντλέν ήταν η γυναίκα που του άξιζε;;; άλλωστε σε λίγους μήνες θα έφερνε στον κόσμο το παιδί τους… Αυτό όμως δεν το είπε στον Άλμπερτ. Ο νεαρός κληρονόμος τον άκουγε σχεδόν αδιάφορα… Δεν είχε λόγο να κρατάει κακία στον Βλαντιμίρ. Αποχαιρετιστήκαν μάλλον ψυχρά και τυπικά και ο Βλαντιμίρ ξεκίνησε το ταξίδι του για τη Ρωσία.

 
Το μεγάλο μυστικό…




‘’…Συνέβη 14 χρόνια πριν… Ο πατέρας μου μόλις είχε απολυθεί από το εργοστάσιο που εργαζόταν έξω από τη Βαλένθια. Όποια προσπάθεια και να έκανε για να βρει κάπου δουλειά, έπεφτε στο κενό. Και δεν ήταν ο μόνος στο Καστελόν. Αρκετοί εργάτες αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους να κάνουν μια νέα ( ; ) αρχή. Τα εισοδήματα είχαν συρρικνωθεί. Σχεδόν δεν είχαμε να φάμε. Βλέπεις… ο ατμός είχε αντικαταστήσει πάρα πολλά χέρια… Στα χωράφια δεν υπήρχε εργασία. Η γη λίγη και κατακερματισμένη και η κλασσική καλλιέργεια δεν απέδιδε παρά τα ελάχιστα. Ίσα για να τραφεί μια οικογένεια… και πάλι δεν έφτανε… Η Εκκλησία ήταν με το μέρος της Βασιλείας. Οι φωνές των φτωχών από άκρη σε άκρη σ΄ ολόκληρη την Ισπανία δεν εισακούγονταν. Οι άνθρωποι χρησίμευαν μόνο σα βορρά στα σχέδια των ισχυρών να επικρατήσουν στον ταξικό Εμφύλιο. Πλούσιες οικογένειες κανόνιζαν τώρα τις τύχες των γύρω χωριών. Εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των συγχωριανών τους για εργασία και αγόραζαν τα μικρά τους χωραφάκια σε εξευτελιστική τιμή. Κατόπιν, τους έδιναν δουλειά στα ίδια τους τα χωράφια για ένα ξεροκόμματο. Σιγά σιγά σχεδόν όλη η ατομική περιουσία είχε περάσει στα χέρια των πλουσίων. Με τον καιρό εισήγαγαν νέες τεχνολογίες στην καλλιέργεια των χωραφιών με σκοπό την αύξηση της παραγωγής.

Η οικογένεια Γκονζάλεθ ήταν μία από αυτές. 200 χρόνια τώρα πλούτιζε σε βάρος των ονειροπόλων του ElDorado και των μικροκτηματιών.

Πολλές φορές ο πατέρας μου είχε χτυπήσει την πόρτα τους με σκοπό να βρει δουλειά στα χωράφια. Κάποια μεροκάματα μόνο ξεγέλαγαν την πείνα μας και μετά ξανά η απόγνωση εισχωρούσε στο σπιτικό μας.

Ο Γκονζάλεθ περνούσε συχνά από το χωριό. Όταν με είδε στην πλατεία του χωριού με τον πατέρα μου να πουλάμε λίγες πατάτες από το κτήμα μας αμέσως εκδήλωσε το ενδιαφέρον του.

Η πρότασή του ήταν να με πάρει κοντά του να μεγαλώσω μαζί με τα δικά του παιδιά. Άλλωστε, τρία στόματα ήταν ήδη πολλά στην οικογένειά μας και με τα χρήματα που θα προσέφερε στην οικογένεια θα έλυνε το πρόβλημα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο πατέρας μου ούτε που να το ακούσει. Του είπε πως δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει τέτοια συναλλαγή.

Ο Γκονζάλεθ του άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Θα ξαναπέρναγε σε 15 μέρες για την απάντησή του. Ο πατέρας μου του είπε να μην μπει στον κόπο… Ήταν ανένδοτος.

Η πείνα όμως δεν ήταν η μόνη που ρίζωσε στο σπιτικό μας. Μέσα σε λίγες μέρες αρρώστησε και ο Χοσέ. Τα βοτάνια δεν έκαναν τίποτα. Τα φάρμακα που χρειαζόταν ήταν ακριβά και ο φαρμακοτρίφτης δεν τα έδινε με πίστωση. Ήξερε πως στο χωριό δεν υπήρχε πουθενά δουλειά για τον πατέρα μου.

Οι γονείς μου κόντευαν να τρελαθούν από την αγωνία τους. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει και φοβόνταν πως σε λίγες μέρες ο Χοσέ θα πέθαινε. Όταν ο Γκονζάλεθ ξαναχτύπησε την πόρτα μας, η απάντηση του πατέρα ήταν και πάλι αρνητική. Δε θα θυσίαζε ένα παιδί για να σώσει ένα άλλο. Είχε πίστη στο Θεό και όλα θα διορθώνονταν.

Αυτό όμως που δεν υπολόγισε ο πατέρας μου ήταν η δική μου απάντηση. Ο Γκονζάλεθ δεν είχε απομακρυνθεί από το σπίτι όταν τον πλησίασα, του ζήτησα τα χρήματα και του είπα πως εγώ συμφωνούσα να μείνω μαζί με τα παιδιά του. Πήγαμε μαζί στο φαρμακείο, πλήρωσε τα φάρμακα του Χοσέ και τα υπόλοιπα χρήματα τα τύλιξα στο δέμα που άφησα έξω από την πόρτα του σπιτιού. Έφυγα μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη. Το αργότερο το πρωί που θα άνοιγε η μητέρα μου όλα θα είχαν τακτοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο και ο Χοσέ θα γινόταν καλά.

Δεν ήξερα τι θα ακολουθούσε. Ήμουν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερη από τη Λουτσίτα, δεκατριών στα δεκατέσσερα και με πλήρη άγνοια κινδύνου.

Το ίδιο βράδυ κατάλαβα πως η ζωή μου δε θα ήταν ονειρεμένη όπως τη φανταζόμουν. Ο Γκονζάλεθ δε με ήθελε για να κάνω παρέα στα παιδιά του αλλά σε εκείνον… στο κρεβάτι του. Παρά τις αντιρρήσεις μου, παρά τις αντιδράσεις μου και τις φωνές μου, με έκανε δική του με τη βία. Με όση βία μπορούσε να δείξει σε ένα δεκατριάχρονο κορίτσι.

Για δύο σχεδόν χρόνια έμεινα κλεισμένη στο αρχοντικό του. Με την ανέχεια της γυναίκας του και την ακριβοπληρωμένη σιωπή των υπηρετών του ερχόταν στο δωμάτιό μου όποια ώρα της ημέρας του έκανε κέφι και φρόντιζε να παίρνει κάθε φορά αυτό που ήθελε. Δύο φορές κόντεψα να πεθάνω από ακατάσχετη αιμορραγία. Και θα είχα ήδη, αν δε με φρόντιζε μια υπέροχη γυναίκα: η παραμάνα των παιδιών του… Ο μόνος άνθρωπος που μου έδειξε λίγη αγάπη και φροντίδα όσο ήμουν στα χέρια του. Οι πληγές μου επουλώνονταν χάρη στις φροντίδες της για να ξανανοίξουν λίγες ώρες μετά…

Εκείνες τις ώρες, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τα λόγια της μητέρας μου… πως ο Θεός είναι μεγάλος και νοιάζεται για όλα τα παιδιά του… Πρωί και βράδυ τον παρακαλούσα να κοιτάξει και προς το μέρος μου. Η μέρα που το ένιωσα σήμανε τη λύτρωσή μου. Μια απροσεξία του στάθηκε αιτία για να με διώξει. Ποτέ δε θα μεγάλωνε ένα μούλικο στο σπίτι του. Κάποια άλλη δύσμοιρη κοπέλα θα έπαιρνε τη θέση μου. Ήμουν ελεύθερη να φύγω.

Η ντροπή δε θα με άφηνε ποτέ να γυρίσω στο σπίτι μου. Αλλά η μητέρα μου είχε δίκιο. Ο Θεός με αγαπούσε και δε θα με άφηνε να πάθω μεγαλύτερο κακό. Η μητέρα μου ερχόταν καθημερινά έξω από το αρχοντικό του και παρακαλούσε τους επιστάτες να την αφήσουν να μπει. Μάταια όμως... μέχρι την ημέρα που ο Γκονζάλεθ με έσυρε έξω από το αρχοντικό του σα σκουπίδι και έκλεισε τη σιδερένια καγκελόπορτα πίσω του.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που ένιωσα τη μητέρα μου να με κλείνει στην αγκαλιά της με τα μάτια πλημμυρισμένα από τα δάκρυα δύο χρόνων. Στο σπίτι, οι πληγές μου έγιναν δικές της, η εγκυμοσύνη μου δική της. Περίτεχνα έκρυψε από όλες τις γειτόνισσες το μεγάλο μυστικό, και όταν ήρθε η ώρα παρουσίασε σε όλους το τρίτο της παιδί που ήρθε σαν επιβεβαίωση της αγάπης του πατέρα μου. Ακόμη δεν είχαν ενημερώσει κανέναν για την επιστροφή μου. Όταν η Λουτσίτα θα γινόταν λίγων μηνών, θα επέστρεφα και εγώ επίσημα στο σπίτι μας…

Τώρα ξέρεις… Η Λουτσίτα Μαρία είναι η κόρη μου και όχι η αδερφή μου. Είναι το φώς μου. Η απόδειξη πως ο Θεός δεν απέκρυψε το πρόσωπό του από εμένα. Δε με τιμώρησε για την επιπολαιότητά μου να θέλω ζήσω σαν παιδί μιάς πλούσιας οικογένειας. Άργησα να καταλάβω πως δεν πρέπει ποτέ να παραπονιόμαστε για όσα μας δίνει, αλλά να τα δεχόμαστε χωρίς να ξεχνάμε να τον ευχαριστούμε για την μεγαλοθυμία του.

Αυτός είναι και ο λόγος που απέρριψα την πρότασή σου. Δε θα μπορέσω ποτέ να φύγω από εδώ. Και ας μη δεχτώ ποτέ πια το χάδι και την αγάπη ενός άντρα. Και ας μη γνωρίσω ποτέ τα μεγαλεία άλλων τόπων. Θέλω να είμαι κοντά της. Να τη βλέπω να μεγαλώνει και να πλημμυρίζει με χαρά την καρδιά μου. Να μην την αφήσω να πληγωθεί ποτέ από νεανικές απερισκεψίες. Ακόμα και αν δεν μάθει ποτέ πως είναι κομμάτι από τη δική μου σάρκα…

Ο Τζωρτζ διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μακροσκελές γράμμα της Ισαβέλλας… Που και που το μελάνι μουτζούρωνε το χαρτί και του ήταν δύσκολο να καταλάβει τι έγραφε. Φανταζόταν τα μεγάλα μαύρα μάτια της Ισαβέλλας να μουσκεύουν το χαρτί.

Μα τι είχε πιστέψει;;;

Πως θα του έλεγε το μυστικό της και αυτός θα την παρατούσε;;;

Ίσα ίσα… Τώρα ένιωθε πως την αγαπούσε περισσότερο. Μόνο που…

Μόνο που από το γράμμα της δεν τον άφηνε να καταλάβει αν τον ήθελε στη ζωή της. Ίσως να περίμενε από εκείνον το μεγάλο βήμα… Ο Τζωρτζ είχε πάρει την απόφασή του. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Το ταξίδι στο Καστελόν θα ήταν έκπληξη για την Ισαβέλλα. Αν έπαιρνε την απάντηση που ζητούσε, ίσως χρειαζόταν να αποχαιρετήσει για πάντα το Σικάγο και την Οικογένεια των Άρντλεϋ...

Στη σκέψη αυτή, σουβλιά τον διαπέρασε. Η Ροζμαρυ ποτέ δε θα έφευγε από την καρδιά του… Πρώτα ο Θεός, με την Ισαβέλλα θα έκανε μια καινούρια αρχή συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το παρόν.

Μακάρι να πήγαιναν όλα καλά…

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Το πέρασμα του κομήτη του Χάλεϋ, έβρισκε τον Τζωρτζ να κρατάει στην αγκαλιά του την Ισαβέλλα και τη Μαντλέν ένα υγιέστατο αγοράκι.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ψώνια στο Ορλάντο




Το ξενοδοχείο στο Μαϊάμι φιλοξενούσε το τελευταίο βράδυ του Άλμπερτ και της Κάντυ στη Φλόριντα. Νωρίς το επόμενο πρωί, θα ξεκινούσαν όλοι μαζί για το Ορλάντο. Ο Άλμπερτ είχε υποσχεθεί στην Κάντυ ότι θα τη συνόδευε σε όλα τα μαγαζιά αγόγγυστα και θα αγόραζε ό,τι εκείνη διάλεγε για τα παιδιά του Ορφανοτροφείου

-Ή αυτά Κάντυ ή εγώ… της είπε γελώντας με την καρδιά του όταν διαπίστωνε πόσα ψώνια είχε κάνει… Στο αυτοκίνητο δε χωρούσαν όλα και ο Άλμπερτ αποφάσισε να τα στείλει με το τραίνο.

- Μην ανησυχείς. Θα φτάσουν μετά από εμάς αλλά θα τα μεταφέρει ο Στιούαρτ στο λόφο.

Έμενε κάτι ακόμα να τακτοποιήσουν. Η Μαντλέν προσφέρθηκε να βοηθήσει την Κάντυ στην επιλογή της. Ο Άλμπερτ θα τις περίμενε με τον Λουντοβίκ στο ζαχαροπλαστείο όπου θα απολάμβαναν ένα τεράστιο παγωτό. Άλλωστε, δεν έπρεπε να ήταν μπροστά…

Ο γαλλικός οίκος νυφικών ʽΜορίςʼ ήταν από τους πλέον γνωστούς στην υψηλή κοινωνία. Η Μαντλέν με την Κάντυ δε χόρταιναν να κοιτάζουν νυφικά… Η Κάντυ σημείωνε όλα όσα της άρεσαν αλλά όφειλε να παραδεχτεί πως το γούστο της Μαντλέν ήταν εξαιρετικό. Κατέληξαν σε ένα που και οι δύο πίστευαν πως θα ταίριαζε καλύτερα στην Κάντυ. Κάτι που θα αναδείκνυε την προσωπικότητα και την απλότητά της. Η νεαρή ράφτρα πήρε τα μέτρα της Κάντυ. Σε τρεις εβδομάδες θα ήταν έτοιμο και θα το έστελναν στην οικία των Άρντλεϋ. Σε περίπτωση που χρειαζόταν, υπήρχε το χρονικό περιθώριο για τις όποιες διορθώσεις…

Τα δυό κορίτσια έφυγαν χαμογελαστά από τον οίκο. Η Κάντυ σκέφτηκε πως η Μαντλέν ήταν πολύ ξεχωριστός άνθρωπος. Ήταν πολύ φιλική μαζί της και εκείνες οι σκέψεις είχαν περάσει από το μυαλό της κάποτε, τώρα την έκαναν μόνο να χαμογελάει.

Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μεγάλο και ο Λουντοβίκ δε χόρταινε να κοιτάει έξω. Όταν έκαναν στάσεις για να φαγητό ή ανεφοδιασμό ζουζούνιζε τρελά γύρω τους. Ατέλειωτες ερωτήσεις για το που πηγαίνουν, πόσα παιδάκια θα βρουν τι θα φάνε πότε θα παίξουν… Οι δυό γυναίκες περίμεναν πως και τι να ξανακοιμηθεί σε αντίθεση με τον Άλμπερτ που απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις του μικρού. Μάλλον… έδειχνε να προετοιμάζεται για το ρόλο του πατέρα…

Στο Σικάγο έφτασαν αργά το βράδυ. Ο Άλμπερτ θα πήγαινε πρώτα την Κάντυ στο Ορφανοτροφείο και θα επέστρεφε με τη Μαντλέν και το Λουντοβίκ στο αρχοντικό.

Η πρόταση της Κάντυ ήρθε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Λουντοβίκ θα μπορούσε να μείνει με τα άλλα παιδιά στο λόφο. Άλλωστε, στο αρχοντικό δεν υπήρχαν παιδιά στην ηλικία του για να παίζει.

Ελροϋ.




Η είδηση του διπλού γάμου έπεσε σαν κεραυνός να ταράξει τα ήρεμα νερά στην οικογένεια.

Όχι ένα, αλλά δύο παιδιά από το Ορφανοτροφείο θα γίνονταν μέλη της μεγάλης οικογένειας. Και καλά… η Άννυ είχε υιοθετηθεί και ανατραφεί σαν κυρία. Σίγουρα δε θα ντρόπιαζε ποτέ τον Άρτσυ.

Αυτή η Κάντυ, είχε απλώσει τα πλοκάμια της και δεν έλεγε να τα μαζέψει. Ξεκινώντας αρχικά με τον Άντονυ, πέτυχε να γίνει μέλος της οικογένειας. Μετά το θάνατό του, όλοι νόμιζαν πως θα πήγαινε από εκεί που ήρθε. Ο Γουίλλιαμ όμως την έστειλε στο Λονδίνο… μπας και μορφωθεί. Την έδιωξαν και από εκεί… Ξαναγύρισε στο ορφανοτροφείο και τόλμησε να τους ντροπιάσει και πάλι παριστάνοντας τη νοσοκόμα… Καμιά κυρία της υψηλής κοινωνίας δεν καταπιανόταν με χθαμαλά επαγγέλματα. Μα το χειρότερο όλων ήταν που δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να συγκατοικήσει με έναν άγνωστο… Όλο το Σικάγο μιλούσε για το θράσος της να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια ακόμα και αν επρόκειτο για τον Άλμπερτ. Και μετά, αφού είδε και απόειδε, προκειμένου να μην την διώξουμε, ξελόγιασε και τον καημένο το Νηλ.

Όταν ο ανιψιός της ακύρωσε την υιοθεσία, όλοι χάρηκαν. Επιτέλους το μίασμα έφευγε από πάνω τους… Και τώρα αυτή η είδηση… Μα έστεκε στα καλά του ο Γουίλλιαμ;;; Ήταν δυνατό να θεωρεί άξιά του μια γυναίκα που με το παραμικρό έμπαζε άντρες στο σπίτι της;;;

Αλλά τέτοια ανατροφή είχε πάρει από το Ορφανοτροφείο η ξετσίπωτη. Και ποιος ξέρει;;; Ίσως με διάφορα τερτίπια να έμεινε και εκείνη έγκυος και να θέλει τώρα να το φορτώσει στον Άλμπερτ. Σίγουρα θα τον είχε πείσει πως είναι δικό του. Τόσοι άντρες στα γύρω λιβάδια… ποιος ξέρει τι είχε καταφέρει…

Κάτι έπρεπε να κάνει… όσο ήταν καιρός ακόμη.

Η πανέμορφη παρουσία στον κήπο της τράβηξε την προσοχή… Ποια ήταν αυτή η όμορφη γυναίκα; Δεν την είχε ξαναδεί… ή… την είχε;;;

Η Μαντλέν γελούσε ανέμελα με τον Άλμπερτ. Μια βόλτα στον κήπο με τα τριαντάφυλλα που βρίσκονταν σε μεγάλη ανθοφορία. Ο Άλμπερτ της έδειχνε τον κόσμο του. Το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, που του είχε κληρονομήσει υπέροχες αλλά και δυσάρεστες αναμνήσεις.

Η Ελρόϋ κοίταζε το ζευγάρι. Πόσο ταιριαστό ήταν τελικά… Παρά τη διαφορά που πλέον δεν ήταν εμφανής. Η Μαντλέν… εκείνη η φοιτήτρια στην Αγγλία που έκανε παρέα (χμμμ… και όχι μόνο) στον ανιψιό της… ίσως ήταν η απάντηση στα σχέδιά της. Το κόλπο είχε πιάσει στο παρελθόν… όχι πως τιμούσαν την Ελρόϋ τέτοιες σκέψεις… αλλά ο σκοπός αγίαζε τα μέσα… Άλλωστε ο χρόνος τώρα τη δικαίωνε…

Και χρόνος δεν απέμενε πολύς… Έπρεπε πάση θυσία να αποτρέψει τον ένα γάμο… Και θα το πετύχαινε… Ήταν σίγουρη γι αυτό… Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια της… χαμογελούσε κάτω στον κήπο…


Ανατροπές

Οι Βάργκας είχαν ήδη καταφτάσει. Ο Τζωρτζ τους είχε παραλάβει από το πολύβουο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Η χαρά του που έβλεπε την Ισαβέλλα ήταν ανείπωτη. Ούτε που πίστευε πως στο τέλος της εβδομάδας η πολύχρονη σχέση του θα λάμβανε τέλος.

Τα Χριστούγεννα του 1909 ήταν τα ωραιότερα της ζωής του. Η Ισαβέλλα τύλιγε τα χέρια της στο λαιμό του και, μπροστά σε όλη την οικογένεια που κρατούσε την αναπνοή της και περίμενε, απαντούσε πως δε θα δεχόταν να περάσει τη ζωή της με άλλον άντρα εκτός από τον Τζωρτζ.

Το γλέντι του αρραβώνα κράτησε τρεις μέρες, σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού! Όλοι οι συγχωριανοί έπρεπε να περάσουν από το σπίτι να ευχηθούν στο νέο ζευγάρι. Τα κεράσματα ήταν όλα φτιαγμένα από τα χέρια της Ισαβέλλας που ένιωθε πως όσοι της εύχονταν ταυτόχρονα της ζητούσαν και συγνώμη για τα χρόνια πικρόχολα λόγια.

Ο Τζωρτζ ήθελε ο γάμος να γίνει μέσα στο καλοκαίρι. Θα γινόταν εδώ στο Καστελόν και κατόπιν συμφωνίας με την Ισαβέλλα θα αγόραζαν σπίτι κοντά στη Βαλένθια. Ο Τζωρτζ ήταν έτοιμος να υποβάλλει την παραίτησή του αλλά η Ισαβέλλα δεν τον άφησε. Θα έμεναν στη Βαλένθια και τον καιρό που ο Τζωρτζ θα έλειπε στην Αγγλία θα γύριζε στο πατρικό της. Η Λουτσίτα δε θα μάθαινε τίποτα…

Στη ζωή όμως δεν έρχονται τα πάντα όπως τα θέλουμε… Η αδύναμη καρδιά της Κάρμεν δεν άντεξε και τρεις μήνες πριν το γάμο την πρόδωσε… Μήνες τώρα την ενοχλούσε αλλά δεν έλεγε τίποτα για να μην ανησυχήσει την οικογένειά της. Τώρα που η Ισαβέλλα της ήταν επιτέλους ευτυχισμένη τίποτα άλλο δεν την ένοιαζε... το σίγουρο ήταν πως έφυγε χαρούμενη..

Το σοκ για την Ισαβέλλα ήταν μεγάλο. Ποτέ δεν πίστευε πως η μητέρα της θα έφευγε μακριά της. Τώρα ειδικά που ήθελε να την ευχαριστήσει με τον γάμο της για όλα όσα η μάνα της, της έδωσε. Την αγάπη και τη συμπαράσταση την υποστήριξη και την κατανόηση… μα προπάντων την ίδια τη ζωή. Και όχι μια φορά μόνο με τη γέννα, αλλά και δεύτερη… Αναγέννηση μέσα από τις στάχτες… Την ώρα που η Ισαβέλλα αισθανόταν τη ζωή να την εγκαταλείπει εκείνη την ίδια ώρα η μάνα της φυσούσε μέσα της νέα πνοή ζωής. Και σιγά σιγά, την ανέστησε, της χάρισε ξανά το χαμόγελο στα χείλη, μεγαλώνοντας την εγγονή της σα δικό της παιδί, μην αφήνοντας ποτέ και κανέναν να τις βλάψει…

Και τώρα… τώρα που η Ισαβέλλα ήθελε να μοιραστεί με τη μητέρα της τη χαρά του γάμου της, η Κάρμεν δεν ήταν εκεί… Ο γάμος αναβλήθηκε. 6 μήνες μετά ο σενιόρ Πέδρο ακολούθησε τη γυναίκα του. Ο χαμός της ήταν μεγάλο πλήγμα γι αυτόν… Ο Τζωρτζ ανέλαβε εξολοκλήρου την οικογένεια της Ισαβέλλας. Ο γάμος του θα γινόταν αφότου έληγε το πένθος. Τουλάχιστον 3 χρόνια αργότερα…

Το κακό όμως δε σταμάτησε εδώ… Τρίτωσε… Ενάμιση χρόνο μετά… Αυτή τη φορά, ο Άντονυ.. Ο Τζωρτζ ένιωθε να χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού του. Η Ισαβέλλα ήταν μακριά για να τον παρηγορήσει. Μόνο ο Άλμπερτ μπορούσε να τον νιώσει. Για πρώτη φορά, αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια και θρήνησαν μαζί τον άδικο χαμό του παληκαριού...

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….…

Η Λουτσίτα χάρη στον Άλμπερτ και τον Τζωρτζ σπούδασε στο καλύτερο σχολείο της Βαλένθια και η Ισαβέλλα έμενε κοντά στην κόρη της για να μην της λείψει τίποτα. Ο Χοσέ είχε αναλάβει την Ναυτιλιακή Εταιρία των Άρντλεϋ στη Γαλλία. Ο χρόνος θα γιάτρευε τις πληγές τους. Στο σπίτι, στο Καστελόν, θα επέστρεφαν όταν θα ένιωθαν έτοιμοι να το αντικρίσουν χωρίς τις αγαπημένες μορφές να τους περιμένουν στο κατώφλι…

Η δεύτερη αναβολή του γάμου θα συνέπεφτε με την έναρξη του πολέμου στην Ευρώπη και την εξαφάνιση του Άλμπερτ.
 

Κεφάλαιο Έκτο




Μέρες του Λονδίνου



- Δεν είναι παιδιά αυτά… Καπετάν Νταής και Καπετάν Φασαρίας…

Το κρυστάλλινο γέλιο της Τζόαν αντηχούσε στο σπιτάκι του ζωολογικού κήπου.

- Μα… καλά; Πως τα καταφέρνουν και μπλέκουν σε τέτοιες περιπέτειες;

Ο Άλμπερτ μόλις είχε διηγηθεί τις νέες περιπέτειες της Κάντυ και του Τέρρυ στη Τζόαν και τη Μαντλέν.

- Ο καημένος ο Τζωρτζ πέρασε από το Κολέγιο για να αφήσει το δέμα με τις στολές και η Διευθύντρια τον έπιασε από τα μούτρα: ‘’Πάνω από διακόσια χρόνια εκπαιδεύουμε νεαρούς κύριους και νεαρές δεσποινίδες ώστε να είναι σε θέση να εκπροσωπούν επάξια τις οικογένειές τους στην υψηλή κοινωνία. Ποτέ δεν είχαμε τόσα προβλήματα όπως από τότε που πέρασε το κατώφλι η Κάντυ. Και καλά καλά δεν πέρασαν ούτε πέντε μήνες…’’

Ο Άλμπερτ είχε πάρει το αυστηρό του ύφος κάνοντας τον Τζωρτζ και τα κορίτσια να κρατάνε την κοιλιά τους από τα γέλια.

- Δε με άφηνε να φύγω αν δε μου έλεγε κάθε λεπτομέρεια. «Γριά στρίγγλα» την απεκάλεσε η μικρή μπροστά στις παρεβρισκόμενες καλόγριες. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αν δεν πληρώναμε δίδακτρα για τρία παιδιά μάλλον θα την είχαν πετάξει με τις κλωτσιές έξω. Χρειάστηκε μάλιστα να κάνω και έξτρα δωρεά στο Σχολείο προκειμένου να ξεχαστεί το γεγονός και να παραδώσουν άμεσα το κουτί στην Κάντυ.

- Χα χα χα… τι εκπληκτικό παιδί… Και όλα αυτά για μια χελώνα…

- Το χειρότερο ήταν πως όσο μου τα διηγιόταν η διευθύντρια τόσο ήθελα να γελάσω. Φοβόμουν πως το γέλιο μου θα γινόταν η θρυαλλίδα για να μας διώξουν οικογενειακώς και κρατήθηκα στο ύψος των περιστάσεων!

- Μπράβο Τζωρτζ! Πάντα μας βγάζεις ασπροπρόσωπους σε τέτοια γεγονότα! Εγώ στη θέση σου δε θα άντεχα…

και συνέχισε

- Πω πω, πως θα περάσουν άλλα δύο χρόνια έγκλειστα τα παιδιά εκεί;;; Τζωρτζ, όσο θα παραμένεις στο Λονδίνο, θέλω να γίνεις η σκιά της. Ικανή την έχω να πάρει τα όρη και τα βουνά και να την ψάχνουμε…

- Μπα.. όσο είναι και ο μικρός εκεί… δεν το κουνάει ρούπι.

- Ερωτευμένα, λοιπόν;;;;

- Ναι, Τζόαν! Να δεις πως κοιτούσαν ο ένας τον άλλον όταν ήρθαν εκείνη την Κυριακή εδώ… Είχαν απομακρυνθεί από τα άλλα παιδιά που χάζευαν τα ζώα και νόμιζαν πως δεν τους βλέπει κανείς.

Η Τζόαν δε χρειαζόταν ιδιαίτερες συστάσεις για να καταλάβει ποια ήταν η κόρη του Άλμπερτ. Με το που έφτασαν στο ζωολογικό κήπο τα γέλια της αντηχούσαν παντού.

- Σου μοιάζει πολύ στο χαρακτήρα της είπε ο Άλμπερτ και της έκλεισε το μάτι χαμογελώντας…

- Χμμμ.. δε νομίζω πως θα τολμούσα να αντιμιλήσω έτσι σε μια διευθύντρια… Αυτού του κοριτσιού το λέει η καρδιά του…

- Ευτυχώς που έχει τεράστια ψυχική δύναμη συμπλήρωσε ο Τζωρτζ… Δεν πέρασε και λίγα…

Και οι δύο άντρες θυμήθηκαν το νεαρό Μπράουν που έφυγε τόσο γρήγορα από κοντά τους. Και να σκεφτεί κανείς πως το κυνήγι είχε διοργανωθεί προς τιμήν της Κάντυ. Ο Άλμπερτ ήταν σίγουρος πως όλοι θα αγαπούσαν αυτό το πανέξυπνο και πανέμορφο μουτράκι. Τέτοια δυσμενή εξέλιξη όμως δεν την περίμεναν με τίποτα…

Η Τζόαν και η Μαντλέν το ψυχανεμίστηκαν και δε συνέχισαν την κουβέντα… Ήξεραν πόσο αγαπούσαν τη Ρόζμαρυ και το γιό της και τώρα μόνο η ανάμνηση, ο κήπος και τα πορτραίτα τους είχαν απομείνει… Πόσο θλιβερό να χάνονται έτσι νέοι άνθρωποι…

Στο σπιτάκι του ζωολογικού κήπου κανόνιζαν τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Η Τζόαν είχε όνειρο ζωής να ζήσει στην Αφρική… στην άγρια φύση και τα ζώα. Και τώρα η θέση της κτηνιάτρου στο Ναϊρόμπι… κουτί της ήρθε… Η Μαντλέν το έβλεπε από συγγραφική άποψη και ο Άλμπερτ ήταν ενθουσιασμένος επειδή τέτοιες ευκαιρίες για ταξίδια δεν παρουσιάζονται κάθε μέρα….

Σκέφτηκε τον Τζωρτζ. Του είχε φορτώσει πάρα πολλές έγνοιες. Ο γάμος του Τζωρτζ δε θα μπορούσε να γίνει προτού περάσει ένας ακόμη χρόνος…

Η Ισαβέλλα μετά το θάνατο των γονιών της αποφάσισε να μιλήσει στη Λουτσίτα. Το κοριτσάκι ήθελε το χρόνο του για να δεχτεί αυτή την αλλαγή στη ζωή του. Έβλεπε πάντα την Ισαβέλλα σαν τη μεγάλη της αδερφή και τώρα έπρεπε να τη δεχτεί σαν μητέρα… Αλλά αυτούς που πίστευε μέχρι τότε ως μητέρα και πατέρα μόλις τους είχε χάσει. Και σε λίγο έπρεπε να αποκτήσει έναν άλλο πατέρα. Για ένα κοριτσάκι στην εφηβεία, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν εύκολο να αφομοιωθούν στο μυαλουδάκι της και να γίνουν μέρος της πραγματικότητάς της. Όχι πως δεν αγαπούσε τον Τζωρτζ… κάθε άλλο. Χαιρόταν τόσο που η αδερφή της… ή καλύτερα η μητέρα της έδειχνε τόσο ερωτευμένη. Ήθελε απλά το χρόνο της. Και ο Τζωρτζ θα έδινε σε μάνα και κόρη όσο χρόνο ήθελαν.

Μόνο τα στοιχεία για τον αληθινό της πατέρα δεν της ανέφερε η Ισαβέλλα. Με τα χρόνια, ίσως να μπορούσε να εκμυστηρευτεί την ιστορία της και στην κόρη της… Τώρα, ο χρόνος γιάτρευε τις δικές της πληγές…

Τελειώνοντας η Λουτσίτα το σχολείο θα ερχόταν με την Ισαβέλλα στο Λονδίνο. Πρώτη της φορά θα ταξίδευε πέρα από τα σύνορα της χώρας. Οι συνεχείς πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα στους κατοίκους. Οι άντρες έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς σε επιφυλακή. Η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών συνεχώς άνοιγε. Το πρόσφατο αντάρτικο στο Μαρόκο επιβεβαίωνε ακριβώς την κρίση που περνούσε στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά η χώρα. Ο νεαρός βασιλιάς απλώς άλλαζε πρωθυπουργούς μη μπορώντας να δώσει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα…

Η Ισαβέλλα ήθελε να πάρει την κόρη της μακριά από όλα αυτά. Ο Χοσέ ευτυχώς βρισκόταν στη Μασσαλία και ο Τζωρτζ οποτεδήποτε το ζητούσαν θα τις έπαιρνε κοντά του.

Αυτό το καλοκαίρι ήταν και μια ευκαιρία να διαπιστώσουν αν μπορούν να ζήσουν σαν οικογένεια προτού κάνουν το μεγάλο βήμα.

Ο Τζωρτζ θα τακτοποιούσε τις λεπτομέρειες με τις καλοκαιρινές διακοπές των παιδιών και της θείας και θα παρέμενε στο Λονδίνο να φροντίζει τις οικονομικές και νομικές υποθέσεις των Άρντλεϋ.

Ο Άλμπερτ θα ταξίδευε με την Τζόαν και τη Μαντλέν στην Αφρική. Περνώντας από τη Γαλλία ίσως να έπαιρναν και το Χοσέ για λίγες μέρες μαζί τους. Εξαρτάται από τη δουλειά που θα υπήρχε στο ναυτιλιακό γραφείο.
 

Τζόαν

Γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Τζόαν Χιούζ του συστήθηκε αλλά έμοιαζε να την ξέρει χρόνια. Καστανά μαλλιά, ζεστά πράσινα μάτια και ένα χαμόγελο να φωτίζει το παιχνιδιάρικο πρόσωπό της. Σίγουρα δεν έδειχνε την ηλικία της αν και πρέπει να ήταν ίσα με τον Άλμπερτ. Και ούτε την έλεγες όμορφη σαν τη Μαντλέν. Είχε όμως κάτι που σε κέρδιζε απ΄την πρώτη στιγμή: Έναν υπέροχο χαρακτήρα!

Με τον Άλμπερτ κόλλησαν αμέσως. Οι σπουδές τους δεν είχαν κάτι κοινό. Μοιράζονταν όμως την ίδια αγάπη για τα ζώα και δεν έχαναν ευκαιρία να εξιστορεί ο ένας στον άλλο τις παιδικές του περιπέτειες. Και δεν ήταν και λίγες. Η Τζόαν είχε και αυτή μεγαλώσει κοντά στη φύση.

Ήταν εξαιρετικά πνευματώδης και αντιμετώπιζε τη ζωή από τη φαιδρή της πλευρά. Θα μπορούσε να ήταν το επίκεντρο κάθε όμορφης παρέας. Και όμως… Αν και γνώριζε πολύ κόσμο, φίλους αληθινούς δεν είχε. Και αυτό ήταν τo μόνο της ίσως παράπονο. Οι γονείς της δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν μαζί της. Το ράντσο στο Τέξας έβγαζε καλά χρήματα αλλά ήθελε πολλή δουλειά και γερά χέρια. Τέσσερα ζευγάρια χέρια , οι γονείς της και τα αδέρφια της είχαν όνειρο κοινό να μεγαλώσουν το ράντσο. Για το σκοπό αυτό είχαν αγοράσει τεράστια έκταση γης και καταπιάνονταν ολημερίς με αυτήν. Άλλες οικογένειες με παιδιά κοντά τους δεν υπήρχαν. Μόνο στο σχολείο της κοινότητας μπόρεσε να κάνει κάποιες φιλίες αλλά καμιά τους δεν κράτησε.

Μοναδική της διασκέδαση η ιππασία. Ήξερε να ιππεύει άλογο καλύτερα και από αμαζόνα και στο λάσο δεν την έφτανε κανείς. Τον Ατίθασο μόνη της κατάφερε να τον ημερέψει και μόνο από εκείνη δεχόταν χαλινάρι. Τον καβαλούσε και ξεχύνονταν στα απέραντα λιβάδια. Σπίτι επέστρεφαν μόνο όταν ένιωθαν τόσο αυτή όσο και ο Ατίθασος εξαντλημένοι. Τον τάιζε, του καθάριζε τις οπλές και χτένιζε το καστανοκόκκινο τρίχωμά του για πολλή ώρα. Μετά ανέβαινε στο δωμάτιό της να φροντίσει τον εαυτό της.

Η Τζόαν έκανε τρελά όνειρα! Ήθελε να ταξιδέψει πέρα από τα όρια της γης τους. Να γνωρίσει και άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους. Με τον Ατίθασο στις βόλτες τους έφταναν στα σύνορα και πολλές φορές έτρεχαν πέρα από αυτά. Ένιωθαν τον άνεμο να τους συντροφεύει… θερμό υποστηρικτή στα όνειρά τους. Γιατί ο Ατίθασος και η Τζόαν είχαν τα ίδια όνειρα…. Την ίδια τάση φυγής…

Η τύχη τους άλλαξε τη μέρα που ο πατέρας της χτύπησε φλέβα χρυσού… Μαύρου Χρυσού. Τώρα το απέραντο κτήμα θα διαχειριζόταν αλλιώς.

Η Τζόαν ένιωσε ακόμη περισσότερο πως παραγκωνίζεται. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια ζήτησε από τους γονείς της να σπουδάσει στο εξωτερικό και χωρίς να το πολυσκεφτούν απάντησαν θετικά…

Ετοιμάστηκε γρήγορα μην τυχόν και αλλάξουν γνώμη. Η Βασιλική Κτηνιατρική Σχολή την περίμενε. Το τελευταίο απόγευμα ελευθέρωσε τον Ατίθασο. Τον άφησε να επιστρέψει στους δικούς του όπου ανήκε. Ένα κοπάδι πανέμορφα άγρια άλογα. Η συντροφιά του θα της έλειπε στο Λονδίνο. Και σίγουρα, και του Ατίθασου θα του έλειπαν οι περιποιήσεις της. Ήξερε όμως πως θα την περίμενε να επιστρέψει και να ξανατρέξουν παρέα στα απέραντα λιβάδια. …

Χειρουργική Παθολογία ήταν ο κλάδος που ακολούθησε. Ήθελε να είναι πρωτοπόρος στην έρευνα για νέες θεραπείες αλλά δεν άντεχε τα πειράματα στα ζώα. Προτίμησε να μάθει πώς να διαγιγνώσκει τις ασθένειες και να τις θεραπεύει. Ίσως έτσι να έσωζε περισσότερα ζωάκια από όσα θα αναγκαζόταν να θυσιάσει στο βωμό της έρευνας.

Ξεκοκάλιζε όποιο σχετικό βιβλίο βρισκόταν μπροστά της. Και όταν δε βρισκόταν στη Βιβλιοθήκη φρόντιζε να περνάει αρκετές ώρες στην κλινική μικρών ζώων του Πανεπιστημίου ώστε να κάνει πρακτική εξάσκηση.

Με τον Άλμπερτ γνωρίστηκαν στη Βιβλιοθήκη. Άρχισαν να συναντιούνται στην τραπεζαρία και να κάνουν παρέα στον ελεύθερο χρόνο τους. Έμοιαζαν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και ούτε που το κατάλαβαν πότε έγιναν ζευγάρι. Σίγουρα πριν την αποχαιρετιστήρια επίσκεψη του Βλαντιμίρ.

Στην ανάπαυλα των Χριστουγέννων επέστρεψαν μαζί στην Αμερική. Πεθύμησε την οικογένειά της και τον Ατίθασο. Τα αισθήματα όμως δεν ήταν αμοιβαία. Εκτός από τον Ατίθασο δε φάνηκε να χαροποιείται κανείς ιδιαίτερα με την επιστροφή της. Ο μαύρος χρυσός τους είχε απορροφήσει όλους. Αποχαιρέτησε ξανά τον Ατίθασο και επέστρεψε στο Λονδίνο. Στο Πανεπιστήμιο τουλάχιστον ένιωθε απαραίτητη.

Τώρα δούλευε στο ζωολογικό κήπο. Ήθελε το τελευταίο εξάμηνο να κάνει πρακτική σε πραγματικό περιβάλλον. Να γνωρίσει τα ζώα όχι μέσα σε εργαστήρι αλλά ελεύθερα στη φύση... Με όπλα τις γνώσεις, την αγάπη και την επιμονή της κατάφερε να βρει αυτή τη θέση. Όταν τελείωνε και έπαιρνε το πτυχίο της από τη Βασιλική Κτηνιατρική Σχολή θα κρατούσε τη δουλειά αυτή και θα αμειβόταν κιόλας. Δεν ήταν βέβαια το ίδιο καλοπληρωμένη με μια δική της κλινική για μικρά ζώα αλλά ήταν ότι πιο κοντινό μπορούσε να βρει πάνω σε αυτό που αγαπούσε.

Ο Άλμπερτ βρισκόταν καθημερινά μαζί της. Τα απογεύματα κυρίως μετά τη Σχολή περνούσε από τον Κήπο και έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις. Σε μια από τις βόλτες τους βρέθηκαν μπροστά σε ένα υπέροχο θέαμα. Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν ανακάλυψαν μια αχυρένια φωλιά κοντά στις όχθες της μικρής λιμνούλας που φιλοξενούσε ένα ζευγάρι ασβών και τα νεογέννητα μωρά τους. Οι γονείς τρόμαξαν και αφήνοντας ένα σύννεφο βρώμας πήραν τα μικρά τους και εξαφανίστηκαν στα λαγούμια. Η Τζόαν και ο Άλμπερτ γέλασαν για αρκετή ώρα αλλά όταν μπόρεσαν να δουν καθαρά ξανά, διαπίστωσαν πως η οικογένεια είχε αφήσει ένα μωρό πίσω.

Η Τζόαν πήρε το μικρό στα χέρια της. Φοβόταν τόσο και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.

- Το καημένο… Είναι τόσο αδύναμο… κι η μάνα του δεν το ταΐζει… Προβλέπω σύντομα θα πεθαίνει. Γι αυτό και δεν το πήραν μαζί τους.

Λυπήθηκε το μικρό πλασματάκι. Το κράτησε στα χέρια της και επέστρεψαν στο σπιτάκι. Με μια από τις σύριγγές της το τάισε γάλα.

Σε λίγες μέρες ο μικρός ασβός είχε συνηθίσει την παρουσία τους. Αναγνώριζε την Τζόαν και τον Άλμπερτ και σχεδόν χαιρόταν που τους έβλεπε. Έπαιζε μαζί τους, τους ακολουθούσε κατά μήκος του δωματίου και προσπαθούσε να σκάψει λαγούμια. Σταδιακά έπαιρνε βάρος και άσπρες και μαύρες στιλπνές τρίχες άρχισαν να καλύπτουν το σωματάκι του. Ήταν πολύ όμορφος. Καμιά βδομάδα ακόμη, και θα τον έβγαζαν να τρέχει έξω από το σπιτάκι. Ήθελαν να βεβαιωθούν πως έχει ανακτήσει τις δυνάμεις του και μπορεί να βρει μόνος του την τροφή του.

- Πρέπει να του βρούμε ένα όνομα…

- Τι θα έλεγες να τον βγάζαμε ‘’Τρεζόρ’’;;;

- Μμμμ… είναι κουκλί. Γιατί να μην τον λέμε ‘’Πούπε’’;;;;

- Κατοχυρώθηκε… Λοιπόν, νεαρέ από σήμερα σε λένε ‘’Πούπε’’! Πως σου φαίνεται;;;

Η Τζόαν χάιδεψε τον μικρό ασβό και τον άφησε να τρέξει χαρούμενα γύρω τους.

Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει, ήταν πως ο μικρός ασβός είχε συνηθίσει απόλυτα την αιχμαλωσία του. Δεν έμπαινε στον κόπο να ψάξει για καρπούς ή ό,τι άλλο θα τον έκανε να εξαρτάται λιγότερο από την Τζόαν και τον Άλμπερτ για την τροφή του. Όπως επίσης και το γεγονός ότι ο Πούπε δεν ήξερε να φυλαχτεί από τους εχθρούς του. Μια μέρα ελεύθερος στον Κήπο και κόντεψε να γίνει βορρά ενός γερακιού. Ευτυχώς, τελευταία στιγμή έτρεξε προς μια συστάδα άγριων θάμνων. Η Τζόαν το λυπήθηκε και αφού σε αυτούς οφειλόταν η αδυναμία του Πούπε να επιβιώσει ελεύθερα στη φύση αποφάσισε να τον κρατήσει κοντά της.

Αυτό το καλοκαίρι, ο Άλμπερτ δε θα έκανε ό,τι είχε προγραμματίσει. Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας του Χοσέ επέβαλε στον Τζωρτζ να μείνει κοντά στην Ισαβέλλα και ο Άλμπερτ στο Λονδίνο για να μην πάνε πίσω οι δουλειές. Υποσχέθηκε όμως στην Τζόαν πως με την πρώτη ευκαιρία θα έκαναν ένα μακρινό ταξίδι όπου ήθελε εκείνη. Η Ελλάδα ήταν ένας ονειρεμένος τόπος και ίσως να αποφάσιζαν να την επισκεφτούν.

Οι μέρες πέρασαν μεταξύ Κήπου και Εταιρείας. Το μεσημέρι γευμάτιζε με την Τζόαν είτε σε κάποιο εστιατόριο είτε στο σπιτάκι του Κήπου. Τα βράδια έμεναν συνήθως στο σπίτι της Τζόαν μαγειρεύοντας ή/και διαβάζοντας. Αν η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή έκαναν βόλτα στους μεγάλους δρόμους του Λονδίνου. Ο μικρός τους φίλος δεν έλειπε ποτέ από κοντά τους αφού ο Άλμπερτ φρόντισε να τον υιοθετήσουν με τη σύμφωνη γνώμη του διευθυντή του Κήπου και την ιατρική γνωμάτευση της Τζόαν.

Το γράμμα της Ελρόϋ στο τέλος του καλοκαιριού έβγαλε τον Άλμπερτ από την ανέμελη ζωή. Έπρεπε να επιστρέψει στην Αμερική. Οι σπουδές του είχαν ολοκληρωθεί, ο Τζωρτζ είχε αφήσει νομικές εκκρεμότητες και η υπογραφή της Ελρόϋ δεν πλέον αρκετή.

Πριν φύγει από την Αγγλία, υποσχέθηκε στην Τζόαν πως με την πρώτη ευκαιρία θα γυρνούσε πάλι πίσω.

Για συντροφιά, η Τζόαν του έδωσε τον Πούπε… για να μην την ξεχνάει…



Στην επόμενή τους επανασύνδεση, ο Άλμπερτ της περιέγραφε την περίεργη ιστορία της γιαγιάς και του έκθετου στο λόφο του ορφανοτροφείου και τον τρόπο με τον οποίο το κοριτσάκι αυτό έγινε η θετή του κόρη…

Σα να ήταν της μοίρας γραφτό να προσέχει τη μικρή και όχι απλά μια υπόσχεση…
 

Ναϊρόμπι

Ο δρόμος για την Αφρική περνούσε από Γαλλία. Ο Χοσέ συμπλήρωσε το κουαρτέτο στην όμορφη παρέα που με γέλια και χαρές ξεκινούσαν το μακρύ τους ταξίδι.

Το σίγουρο ήταν πως το ζευγάρι θα έμενε μόνο του σύντομα. Ο Χοσέ δεν μπορούσε να λείψει από τα γραφεία της εταιρίας για πολλές μέρες. Ο αντικαταστάτης του ήταν νέος ακόμη αν και πολλά υποσχόμενος για τη δουλειά αυτή. Το πλεονέκτημά του ήταν πως μιλούσε άψογα τα γαλλικά και είχε δουλέψει ξανά σε ναυτιλιακή. Ο Χοσέ όμως ήθελε να είναι σίγουρος πως όλα λειτουργούν ρολόι. Δε θα ήθελε ποτέ να εκμεταλλευτεί την εμπιστοσύνη του φίλου του.

Η Μαντλέν ήθελε να γράψει ένα άρθρο για την εφημερίδα της, και ποιος ξέρει… Ίσως αργότερα χρησιμοποιούσε την ταξιδιωτική της εμπειρία για να γράψει βιβλίο.

Το πρώτο της μόλις είχε εκδοθεί και τα πήγαινε καλά μέχρι τώρα… Τακτοποίησε τις εκκρεμότητες με την εφημερίδα και ήταν έτοιμη… Είχε εμπιστευτεί τον Λουντοβίκ στη μητέρα της αν και οι έγνοιες της τελευταίας ήταν μεγάλες. Η Ελέν είχε γεράσει πολύ και οι αντοχές της την εγκατέλειπαν. Η Μαρί πέρναγε επιτέλους καιρό μαζί της, σα να ένιωθε τύψεις που τόσα χρόνια της είχε στερήσει την παρουσία της…

Ο Άλμπερτ και η Τζόαν ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Μέχρι και ο Πούπε τρόμαζε με τις απότομες ενθουσιώδεις κινήσεις τους… Επιτέλους, το όνειρό της γινόταν πραγματικότητα.… Γιατρός αγρίων ζώων σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά του κόσμου. Ο Άλμπερτ ούτε που είχε υπολογίσει πόσο θα έμενε. Το σίγουρο είναι πως θα γύριζαν για τον γάμο του Τζωρτζ. Μέχρι τότε όμως θα ζούσαν το όνειρό τους.

Το Ναϊρόμπι ήταν τελικός προορισμός. Αγγλικό προτεκτοράτο η Κένυα, αποτελούσε για τους ευγενείς εξωτικό παράδεισο. Τους γοήτευε και τους εξίταρε η συμμετοχή τους σε ένα σαφάρι αγρίων ζώων σ΄ αυτή την άκρη της γης. Οι φωτογραφίες των επίδοξων κυνηγών με τρόπαια τις λεοντοκεφαλές και τις λεοντές στόλιζαν τα σαλόνια της αριστοκρατίας.

Όμως η μικρή παρέα μόνο για σαφάρι δεν ενδιαφέρονταν. Προσπέρασαν τα μεγάλα ξενοδοχεία και χάθηκαν στο τροπικό δάσος.

Η μικρή κλινική ήταν στημένη σε ένα ξέφωτο στις όχθες του ποταμού. Ο προηγούμενος γιατρός πήρε έδρα στο Πανεπιστήμιο και μόλις κατατόπιζε την αντικαταστάτριά του θα γύριζε πίσω. Δεν ήταν μόνο η Τζόαν που ενδιαφέρθηκε για τη θέση αλλά την πήρε εύκολα. Η Βρετανική Κτηνιατρική Σχολή που χρηματοδοτούσε το πρόγραμμα είχε πάρει τις καλύτερες συστάσεις από τον πρύτανη της Σχολής που αγαπούσε πολύ τη χαρισματική γιατρό.

Το πρώτο τους ξημέρωμα έμοιαζε να ξεπετάγεται από παραμύθι. Ρόδιζε η αυγή και ο ουρανός χρωματιζόταν από όλη τη χρωματική παλέτα του πρωινού. Ροζ μωβ φλαμίνγκο ανασηκώνονταν στα πόδια τους και πολύχρωμοι παπαγάλοι έκρωζαν στο πρώτο φως της μέρας. Από μακριά ακούγονταν βήματα ελεφάντων που πλησίαζαν το ποτάμι για να ξεδιψάσουν. Όλη η άγρια φύση ξεδίπλωνε την καθημερινότητά της μπροστά τους. Οι τέσσερις φίλοι καθισμένοι στα σκαλάκια της κλινικής χάζευαν το πανέμορφο θέαμα. Δεν είχαν λόγια να το σχολιάζουν ούτε μάτια να το χορταίνουν. Αυτό το πρωινό χαραζόταν στη μνήμη τους ως το ωραιότερο που είχαν δει στη μέχρι τότε ζωή τους.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η δουλειά δε σταματούσε ποτέ. Διάφορα περιστατικά απασχολούσαν τη γιατρό σχεδόν ολημερίς. Η παρουσία της γυναίκας γιατρού δεν ήταν αποδεκτή στην αρχή. Όταν όμως είδαν με πόση αγάπη φρόντιζε τα ζώα άρχισαν να την εμπιστεύονται και οι ιθαγενείς. Και όχι μόνο για τα πληγωμένα ή άρρωστα ζώα. Κανένας γιατρός από την πόλη δεν ενδιαφερόταν για εκείνους. Η Τζόαν φρόντιζε και τους φτωχούς αυτούς ανθρώπους με όσες γνώσεις είχε από την ιατρική. Και εκείνοι, περήφανοι άνθρωποι, δεν καταδέχονταν να τους θεραπεύει χωρίς αντάλλαγμα. Η μικρή κλινική γέμιζε καθημερινά από καλάθια με εξωτικά φρούτα. Το φαγητό τους το φρόντιζε ο Άλμπερτ αλλά τις περισσότερες φορές δεν ήταν απαραίτητο.

Στο τέλος της εβδομάδας, η Τζόαν έστελνε κατάσταση με τα φάρμακα που χρειαζόταν και ο ανεφοδιασμός της κλινικής ήταν άμεσος. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν ελάχιστα αλλά διαπίστωνε με τον καιρό πως δεν ήταν απαραίτητα. Γι αυτό, και τα επένδυε στην κλινική, αγοράζοντας από την πόλη τα φάρμακα που δε δικαιολογούσε η Σχολή…

Η είδηση του θανάτου της Ελέν λίγες μόλις εβδομάδες μετά την εγκατάστασή τους στην Αφρική έριξε σε μελαγχολία την παρέα. Η Μαντλέν επέστρεψε πίσω για να είναι κοντά στη μητέρα της και στο ταξίδι της επιστροφής τη συνόδεψε ο Χοσέ. Είχε ήδη μείνει στην Κένυα παραπάνω μέρες απ΄ όσες υπολόγιζε.

Ο Τζωρτζ είχε τακτική επικοινωνία με τον Άλμπερτ. Τον κρατούσε ενήμερο για ό,τι συνέβαινε στην οικογένεια. Η Ελρόϋ είχε περάσει το καλοκαίρι στη Σκωτία μαζί με τα ανίψια της. Οι μνήμες του Άντονυ ήταν νωπές ακόμη για να γυρίσουν τα παιδιά στο Λέικγουντ. Στη Σκωτία βρισκόταν και η κόρη του που όμως θέλησε να παρακολουθήσει καλοκαιρινά μαθήματα…

- Άλλο πάλι και τούτο… του είπε γελώντας η Τζόαν. Εδώ με το ζόρι παρακολουθούσαν τα μαθήματα το χειμώνα…

- Είδες τι κάνει ο έρωτας;;;

- Τι εννοείς; Τον ρώτησε η Τζόαν…

- Η Κάντυ μάλλον ακολούθησε τον Τέρρυ στη Σκωτία. Η βίλα του πατέρα του είναι κοντά στη δική μας…

Η αναφορά των γεγονότων του χειμώνα που πέρασε έκανε τα δύο παιδιά να ευθυμήσουν.

Το Φθινόπωρο είχε ήδη μπει και τα σχολεία θα άνοιγαν. Ο Άλμπερτ μετά από παρότρυνση της Τζόαν έγραφε τα νέα του στην Κάντυ. Έστειλε και τα χαιρετίσματά του στον Τέρρυ, σίγουρος πως η κόρη του ήταν τρελά ερωτευμένη με τον νεαρό Γκράντζεστερ…

Το επόμενο γράμμα του Τζωρτζ τον ενημέρωνε για τη φυγή της Κάντυ από το Κολέγιο. Τα χρήματα που άφησε ο Τζωρτζ στη Διευθύντρια για τη μικρή δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.

Στο διάβασμα της επιστολής, ο Άλμπερτ κόντεψε να τρελαθεί από την ανησυχία του. Η Κάντυ δεν είχε χρήματα, ο νεαρός Γκράντζεστερ ταξίδεψε για την Αμερική σίγουρα όμως δεν πήγαν μαζί…

Τι να είχε συμβεί στη μικρή;;;

Ο Τζωρτζ έπρεπε να επικοινωνήσει με το ορφανοτροφείο. Σε περίπτωση που η μικρή έφτανε εκεί να τον ειδοποιούσαν άμεσα.

Το χειρότερο ήταν οι φήμες που ακούγονταν στους κύκλους της αριστοκρατίας για πόλεμο.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η Τζόαν και ο Άλμπερτ θα έπρεπε να επιστρέψουν στην Αμερική.

Αλλά τώρα, προείχε η εύρεση της μικρής…

Το τηλεφώνημα της κας Πόνυ στον Τζωρτζ καθησύχασε το δικηγόρο που έσπευσε αμέσως να ενημερώσει τον Άλμπερτ. Ευτυχώς… Η οικογένεια είχε δεχτεί πολλά πλήγματα τα τελευταία χρόνια, και αν είχε συμβεί κάτι στη μικρή ο Άλμπερτ δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του.

- Θα σπουδάσει νοσοκόμα… Ο Άλμπερτ ανακοίνωνε στη Τζόαν την απόφαση της Κάντυ που είχε φτάσει – ένας Θεός ξέρει πως – στο Σικάγο.

- Αυτό το κορίτσι είναι σπουδαίο…

- Της ανέφερα για σένα στο γράμμα και μάλλον θέλει να ακολουθήσει τα βήματά σου της είπε παίρνοντάς την αγκαλιά και φιλώντας την.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η έναρξη του Πολέμου στην Ευρώπη άφηνε την Ισπανία αμέτοχη. Ο βασιλιάς προκειμένου να δώσει ώθηση στη βαριά βιομηχανία προτίμησε να διοχετεύει πολεμικό υλικό στην Ευρώπη παρά να συμμετάσχει έμψυχα η χώρα του.

Η Λουτσίτα ζήτησε από τη μητέρα της να επισπεύσει το γάμο της με τον Τζωρτζ. Μην ξέροντας αν και πότε θα κηρυχτεί επιστράτευση και φοβούμενη για τις ζωές του Χοσέ και του Τζώρτζ, θέλησε να διώξει τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό της. Και η ευτυχία της Ισαβέλλας θα χαροποιούσε και τη Λουτσίτα.

Η επιστροφή της Τζόαν και του Άλμπερτ ήταν επιβεβλημένη. Και όχι μόνο για το γάμο του Τζωρτζ και της Ισαβέλλας. Η Βασιλική Κτηνιατρική Σχολή απαιτούσε από τη νεαρή γιατρό να επιστρέψει στην Αγγλία. Ήταν απαραίτητη τώρα που ξεσπούσε ο πόλεμος.

Η Τζόαν δεν έμελλε να προσφέρει ποτέ τις υπηρεσίες της στη Βρετανία. Δεν υπολόγισε πόσο μακριά έπρεπε να τρέξει όταν πήδαγε από το τραίνο δευτερόλεπτα πριν την έκρηξη.
 
Μια βόλτα στη Νέα Υόρκη.




Η Λουτσίτα κοίταζε άφωνη τα μεγάλα κτίρια… Πόσο αλλιώτικος ο κόσμος σε αυτή την πλευρά του ωκεανού. Ο Τζωρτζ τους εξηγούσε τα μέρη απ΄ όπου περνούσαν: Μπρούκλιν, Μπρόνξ, Μανχάταν, Κουήνς…

- Να, το λιμάνι με το Άγαλμα της Ελευθερίας από σίδηρο και ατσάλι έργο των Μπαρτολντί και Αϊφελ…,

- Και από εδώ ο υπόγειος σιδηρόδρομος με τον Grand Central Terminal,

- Εκεί, η Times Square με τη μεγάλη θεατρική βιομηχανία του Μπρόντγούαιη…

Κάθε εικόνα και μια ιστορία. Η Λουτσίτα δε χόρταινε να ακούει τον Τζωρτζ. Καθισμένη στο πίσω κάθισμα το αυτοκινήτου προσπαθούσε από τη μια να χαρεί όσα έβλεπε και από την άλλη να μην ξυπνήσει τα δίδυμα. Το ταξίδι κράτησε πέντε μέρες και τα μωρά είχαν μείνει ξάγρυπνα αρκετές ώρες. Εξαντλημένα, κοιμόνταν το ένα στην αγκαλιά της Ισαβέλλας και το άλλο στην αγκαλιά της Λουτσίτα.

Ο Χοσέ μπροστά με τον Τζωρτζ προσπαθούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Ήθελε να δείχνει συγκρατημένος μπροστά στον γαμπρό του αλλά το μεσογειακό του ταμπεραμέντο δεν κρυβόταν εύκολα.

Μονάχα η Ισαβέλλα δε μιλούσε. Η χαρά της που βρισκόταν επιτέλους κοντά στον άντρα της ήταν απερίγραπτη. Σχεδόν το φώναζε το πρόσωπό της… όπως τότε που ένιωσε τον πρώτο χτύπο…

Ποτέ δεν πίστευε πως θα ξαναζήσει αυτή την εμπειρία. Το κορμί της είχε κακοποιηθεί στα χέρια του Γκονζάλεθ και ήταν θαύμα που κατάφερε να ζήσει τη χαρά της μητρότητας. Είχε εκμυστηρευτεί στον Τζωρτζ τις σκέψεις της πολύ πριν δεχτεί να γίνει γυναίκα του. Η απάντησή του ήταν πως δεν τον ένοιαζε αν θα έκαναν ποτέ παιδιά. Ήθελε μόνο να είναι μαζί της…

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Το ταξίδι στην Ιταλία κανονίστηκε αμέσως μόλις ο Άλμπερτ ξαναβρήκε τη μνήμη του. Έπρεπε να μάθει πάση θυσία τι απέγινε η Τζόαν. Ίσως στο νοσοκομείο που αρχικά νοσηλεύτηκε να είχαν πάει και τη Τζόαν. Όπως και να είχε θα μάθαινε. Η ζωή του κοντά στην υιοθετημένη κόρη του, του είχε αλλάξει τη ζωή. Δε θα μπορούσε να προχωρήσει διαφορετικά… Αμέσως μετά θα γινόταν ο γάμος του Τζωρτζ.

Τα νέα για τον Άλμπερτ ήταν οδυνηρά. Κανείς δεν είχε επιζήσει από την έκρηξη στο τραίνο. Τα περισσότερα από τα διαμελισμένα πτώματα δεν μπορούσαν με τίποτα να αναγνωριστούν. Σα να έψαχνε ψύλλους στα άχυρα και μάλιστα σε μια περίοδο που ο Πόλεμος βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή. Τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα τραυματίες και δεν μπορούσαν να ασχολούνται με ήδη νεκρούς.

Για άλλη μια φορά, η αγκαλιά του Τζωρτζ απάλυνε τον πόνο του Άλμπερτ. Το ξέσπασμα ήταν διπλό… Λίγες εβδομάδες νωρίτερα η επιβεβαίωση του θανάτου του Στήαρ και τώρα της Τζόαν… Γιατί;;;; Γιατί αυτός ο καταραμένος πόλεμος να θερίζει τέτοιες αγνές ψυχές;;;; Γιατί;;; Στα αυτιά του ακόμα αντηχούσαν τα ουρλιαχτά των σειρήνων από τα βομβαρδιστικά που πετούσαν πάνω τους εκείνη την ημέρα όπως και ο ήχος της έκρηξης. Εκείνος σώθηκε χάρη στον Πούπε, που του είχε χαρίσει η Τζόαν για να μην την ξεχνάει… Η Τζόαν όμως…

Η εικόνα της μπερδεύτηκε με την εικόνα της Κάντυ. Πόσο πολύ έμοιαζαν… Η ίδια η ζωή προσωποποιημένη. Μεγάλη δύναμη ψυχής για να μπορεί να εξοστρακίζει με ένα χαμόγελο τη μοναξιά της εγκατάλειψης και να μετουσιώνει την αγάπη σε πράξη. Και οι δύο τους να σκορπούν απλόχερα αποθέματα αγάπης που ίσως ποτέ δεν ένιωσαν οι ίδιες σε όποιον τα είχε ανάγκη.

Σκούπισε τα μάτια του στο μαντήλι του Τζωρτζ. Η Τζόαν δε θα ήθελε να τον βλέπει να κλαίει. Και πως τα έφερε η ζωή… Έχασε τη μία για να βρει την άλλη. Και αυτός που ήθελε οι τρείς τους να γίνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια…

Τώρα πια θα ήταν αδύνατο. Η καρδιά του είχε παγιδευτεί. Σκέφτηκε το μουτράκι της Κάντυ… Πόσο πολύ του έλειπε αυτή τη στιγμή…

Επέστρεψαν στην Βαλένθια. Εδώ ο Πόλεμος δε θα έφτανε… Τουλάχιστον όχι ακόμα.

Ο Τζωρτζ είχε καρτερικά δεχτεί τόσες αναβολές στο γάμο του. Και η τελευταία για τον Άλμπερτ. Έπρεπε επιτέλους να μπει ένα τέλος στις αναβολές… Σε δυό, τρεις μήνες το πολύ θα γινόταν ο γάμος εδώ στη Βαλένθια. Ίσως για ταξίδι του μέλιτος να πήγαιναν στην Αμερική. Τώρα όμως οι μέρες τους στην Ισπανία ήταν μετρημένες Έπρεπε να γυρίσουν ξανά στην Αμερική γιατί οι υποθέσεις των Άρντλεϋ είχαν μείνει πίσω.

Τη μέρα που η Κάντυ μάθαινε από την Ελρόϋ πως θα παντρευόταν τον Νηλ, ο Τζωρτζ μάθαινε από την Ισαβέλλα πως θα γινόταν πατέρας…

Μόνο που έπρεπε να αναβάλουν ξανά το γάμο γιατί η εγκυμοσύνη της αυτή τη φορά της επέβαλλε να μένει διαρκώς ξαπλωμένη…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τα πάντα είχαν κανονιστεί στην τελευταία λεπτομέρεια. Ο Τζωρτζ δε θα μπορούσε να οργανώσει κάτι λιγότερο από το τέλειο. Γάμος και βαφτίσια θα γίνονταν μαζί. Η χαρά του ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.

Ξαπλωμένος δίπλα στην Ισαβέλλα, κρατούσε το γιό του στην αγκαλιά του και τον νανούριζε. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί την ώρα που θήλαζε πάνω στο στήθος της μητέρας της. Ξυπνούσαν διαρκώς και ήταν πάντα πεινασμένα, αλλά η Ισαβέλλα δεν παραπονιόταν. Ήταν η πιο γλυκιά ταλαιπωρία στη ζωή της… Ξέκλεβε ελάχιστες στιγμές για να κλείσει τα μάτια της και να αναλάβει δυνάμεις αλλά ένιωθε πιο δυνατή από ποτέ…

Η Αμερική της φάνηκε παράξενος τόπος. Η Νέα Υόρκη ήταν η μεγαλύτερη πόλη που είχε δει στη ζωή της. Ανεβαίνοντας βορειότερα, δεν ήξερε αν θα μπορούσε ποτέ να εγκλιματιστεί σε τέτοιο περιβάλλον.

Τα μεσημέρια δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστά ακόμη αλλά τα βράδια ήταν σίγουρα κρύα.… Η Ισαβέλλα παρατηρούσε τις γεωφυσικές διαφορές. Πλατάνια, έλατα και κέδροι άπλωναν το καταπράσινο χαλί τους έως όπου έφτανε η ματιά. Φιδωτά ποτάμια και κελαρυστά ρυάκια κατέληγαν στις μεγάλες λίμνες. Η Ισαβέλλα μόνο στο εσωτερικό της Αγγλίας είχε δει ξανά τόση πυκνή βλάστηση και πολλά νερά. Σε αντίθεση με την Ισπανία που η λειψυδρία ήταν από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η νοτιόχωρα. Το αρδευτικό σύστημα που είχαν ανάγκη έμενε μόνο στα λόγια. Ειδικά τα πολύ ζεστά καλοκαίρια στέρευαν και τα ποτάμια… Πόσα χωριά είχαν ερημωθεί επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν σταγόνα νερό να πιούν…

Και εδώ… Της φαινόταν πως αν υπήρχε παράδεισος θα έμοιαζε σε αυτή τη γωνιά της γης…

Σε τρεις μέρες θα γινόταν και επίσημα σύζυγος του Τζωρτζ. Το νυφικό της ήταν κρεμασμένο στην μεγάλη ντουλάπα μαζί με ρούχα που είχε φροντίσει ο Τζωρτζ να ραφτούν. Σκέφτηκε τα δικά της που της έραβε η μητέρα της. Πέντε ρουχαλάκια χειμώνα καλοκαίρι και θεωρούσε πως ήταν υπεραρκετά. Άλλωστε, η κοινωνική τους ζωή περιοριζόταν στο ψαροχώρι στα απλά και καθημερινά που συνέθεταν τον κύκλο ζωής των ανθρώπων…

Ο Τζωρτζ είχε φροντίσει και την γκαρνταρόμπα του Χοσέ και της Λουτσίτα. Η μικρή ήταν τόσο ενθουσιασμένη που το πρώτο βράδυ δοκίμασε όλα τα ρούχα τα καπέλα και τα παπούτσια που βρήκε στο δωμάτιό της. Το κοραλλί φόρεμα που είχε ραφτεί ειδικά για το γάμο ήταν το ομορφότερο που είχε δει στη ζωή της. Όσο τα μάτια της Λουτσίτα έλαμπαν τόσο η καρδιά της Ισαβέλλας χτυπούσε δυνατά για τον Τζωρτζ. Ήταν γεμάτη από αγάπη, ευγνωμοσύνη και έρωτα για τον υπέροχο αυτό άντρα…

Αλλά και ο Τζωρτζ πετούσε στα ουράνια και ήταν από τις λίγες φορές που μπορούσε να δει κανείς τα μάτια του να γελάνε…

Η Ισαβέλλα του άλλαξε τη ζωή.

Όπως τότε που ο πατέρας του Άλμπερτ κυνηγούσε το μικρό χαμίνι που του άρπαξε τη βαλίτσα. Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν… στη Γαλλία… Η άλλοτε κραταιά οικογένειά του είχε φαλιρίσει. Ο πατέρας του δεν άντεξε τις απανωτές καταστροφές και έβαλε τέλος στη ζωή του. Η μητέρα του δεν είχε ζήσει αρκετά για να δει την οικονομική τους καταστροφή. Είχε πεθάνει όταν ο Τζωρτζ ήταν πολύ μικρός. Μόνο για λίγους μήνες έμεινε σε ένα βρωμερό κτίριο που στεγαζόταν η Πρόνοια. Το συνεχές ξύλο, η έλλειψη φαγητού ακόμη και για μέρες, και οι συχνοί θάνατοι παιδιών, τον έκαναν να το σκάσει. Στα χαμόσπιτα του λιμανιού έβρισκε καλύτερο κατάλυμα και τα σκουπίδια των ταβερνών τριγύρω του εξασφάλιζαν ένα ξεροκόμματο.

Ο πατέρας του Άλμπερτ λυπήθηκε το σχεδόν αποστεωμένο αγοράκι που δεν είχε δύναμη ούτε να τρέξει. Τον μετέφερε στο ξενοδοχείο του, κάλεσε τον καλύτερο γιατρό να τον εξετάσει και όταν ο μικρός ανέκτησε τις δυνάμεις του, τον πήρε μαζί του στην Αμερική να μεγαλώσει σαν παιδί του.

Ο Τζωρτζ δεν ξέχασε ποτέ πόσο ευγνώμων ήταν στον κο Άρντλεϋ. Ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του ισάξιο μέλος της οικογένειας όσο και αν το ζεύγος Άρντλεϋ του έδειχνε εμπράκτως την αγάπη του. Και την αγάπη που γέμιζε την καρδιά του θα έβρισκε τρόπο να την επιστρέψει. Κοίταζε το δίχρονο κοριτσάκι με τα μεγάλα γαλάζια μάτια που έπαιζε αμέριμνο με την κούκλα του και θυμήθηκε τα παιδάκια στην Πρόνοια. Ορκίστηκε πως δε θα άφηνε κανέναν να πειράξει αυτή τη μικρή. Θα γινόταν ο φύλακας άγγελός της.

12 χρόνια μετά, οι Άρντλεϋ είχαν φύγει μακριά. Δεν είχαν προλάβει να χαρούν το γιό τους που τώρα κρατούσε στην αγκαλιά της η Ροζ. Πόσο όμορφη ήταν! Ο Τζωρτζ δεν ήξερε αν μπορούσε να κρατήσει τον παιδικό του όρκο. Ήταν τόσο ερωτευμένος με τη Ροζ και δεν τολμούσε να πιστέψει τις ζεστές ματιές που του έριχνε… Αποκλείεται να ήταν ερωτευμένη η Ροζ μαζί του. Άλλωστε, με τον Τζωρτζ μεγάλωσαν σαν αδέρφια…

To πρόσχημα ήταν ο Μπερτ. Η Ροζ ερχόταν καθημερινά από το Λέικγουντ στο σπιτάκι αυτό της λίμνης προκειμένου να είναι κοντά στον αδερφό της. Η Ελρόϋ της το είχε ξεκαθαρίσει. Όσο θα υπήρχαν συγγενείς κοντά, ο Μπερτ θα έπρεπε να κρύβεται…

Ο Μπερτ όμως ελάχιστα ενδιαφερόταν για συγγενείς, κινδύνους και κληρονομικά. Αφού ξεμπέρδευε με τις αγκαλιές της Ροζ έτρεχε στο δάσος να βρει τους φίλους του.

Η Ροζ του φώναζε να προσέχει και να γυρίσει πίσω νωρίς αλλά … σιγά να μην την άκουγε…

Ο Τζωρτζ της έκανε παρέα όλη την ώρα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Τις πολύ ζεστές μέρες κολυμπούσαν με τις ώρες στη λίμνη. Ένιωθε ευτυχισμένος που έστω και έτσι μπορούσε να είναι κοντά της. Δεν άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί μην ξεχνώντας ποτέ ποιος ήταν εκείνος και ποια η Ροζ.

Η πρώτη κίνηση έγινε από την πλευρά της. Οι επισκέψεις της είχαν γίνει καθημερινές και από μόνη της έσπρωχνε τον Άλμπερτ να πάει να παίξει με τους φίλους του. Άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο διαχυτική και φρόντιζε να αγγίζει όσο πιο πολύ μπορούσε τον Τζωρτζ…

Αυτός όμως παρέμενε απλά φιλικός. Μέσα του ο πόθος τον έλιωνε αλλά δεν τολμούσε να εξωτερικεύσει το παραμικρό.

Η Ροζ έβαλε μπροστά το σχέδιό της. Τι πιο εύκολο την ώρα που την κυνηγούσε να παραπατούσε στο μακρύ της φόρεμα και να έπεφτε… Ο αφελής δεν κατάλαβε την παγίδα της. Όταν την είδε να πέφτει λίγα μέτρα μπροστά του, έτρεξε αμέσως να την πάρει στην αγκαλιά του για να δει μήπως χτύπησε…

Την επόμενη στιγμή η Ροζ είχε φέρει το πρόσωπό της σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στο γλυκό φιλί του…

Δυό χρόνια κύλισαν στην απόλυτη ευτυχία. Σε λίγους μήνες, ο Τζωρτζ θα έφευγε για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Νομική. Η Ροζ είχε υποσχεθεί στον Τζωρτζ πως μόλις γυρνούσε από τις σπουδές, θα έκανε νύξη στη θεία για το γάμο τους. Η επισφράγιση της αγάπης τους γινόταν με το δαχτυλίδι που πέρασε ο Τζωρτζ στο δάχτυλο της Ροζ.

Η θεία όμως δεν ξεγελιόταν εύκολα. Από νωρίς είχε μυριστεί τη σχέση των δύο παιδιών και δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να συνεχιστεί. Ο Τζωρτζ δε θα έβαζε και άλλο χέρι στην περιουσία του αδερφού της. Ήδη το καταπίστευμα ήταν υπεραρκετό για την υπόλοιπη του τη ζωή, η δουλειά του προδιαγεγραμμένη και οι σπουδές του πληρωμένες…

Θα έβαζε τέλος στη σχέση ο κόσμος να χαλούσε… Ήθελε μόνο την απόδειξη…

Και δεν άργησε να έρθει. Η Ροζ θα πήγαινε όπως πάντα να δει τον Μπερτ. Η επόμενη άμαξα για τον ίδιο προορισμό έφευγε μισή ώρα μετά…

 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Το απόγευμα η Μαντλέν περίμενε τον Άλμπερτ για να πάνε μαζί στο λόφο. Ήξερε πως ο Λουντοβίκ θα έπαιζε με τα άλλα παιδάκια χαρούμενος αλλά μια μέρα μακριά του και ήδη της έλειπε. Ήθελε τόσο να τον σφίξει στην αγκαλιά της.

Το χτύπημα στην πόρτα την ξάφνιασε… Δεν περίμενε τον Άλμπερτ τόσο νωρίς. Χμμμ… ερωτευμένος ήταν, δεν ήθελε να λείπει λεπτό μακριά από την Κάντυ του.

Γέλασε ανοίγοντας την πόρτα… - Είμαι έτοιμη, ανυπόμον…

Παραξενεύτηκε βλέποντας την υπηρέτρια να της λέει πως η κα Ελρόϋ την περίμενε στο δωμάτιό της.

Τι να με θέλει άραγε;;;

Η θεία την καλοδέχτηκε διατάζοντας τους υπηρέτες να σερβίρουν το τσάι πάραυτα και να τις αφήσουν ήσυχες.

Τι αυταρχικός άνθρωπος σκέφτηκε η Μαντλέν την ώρα που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στη θεία…

- Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω της αποκρίθηκε. Εύχομαι να είχες ευχάριστο ταξίδι…

Μα καλά… για αυτό με κάλεσε;;;

- Σας ευχαριστώ! Αν και ήταν πολυήμερο η ομορφιά της περιοχής σε ανταμείβει.

- Θα αναρωτιέσαι ασφαλώς γιατί σε κάλεσα εδώ.

- Η αλήθεια είναι πως παραξενεύτηκα γιατί…

Η πόρτα χτύπησε και χωρίς η Ελρόϋ να απαντήσει μπήκε η Ελίζα μέσα.

- Καλησπέρα θεία μου, καλησπέρα δεσποινίς… η Ελίζα έκατσε απέναντι από τη Μαντλέν.

- Καλησπέρα… Η Μαντλέν δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε… Ποια ήταν πάλι αυτή…

- Θα μπω αμέσως στο θέμα… άλλωστε ο χρόνος είναι πολύτιμος… της είπε αφού σύστησε τις δύο κοπέλες…

- Σας ακούω…

- Πρόκειται για τον ανιψιό μου. Θα γνωρίζεις φαντάζομαι πως ετοιμάζεται να παντρευτεί;

- Ε… ναι… ασφαλώς…

- Και πως παίρνει μια κοπέλα που ούτε γνωρίζει από πού κρατάει η σκούφια της…

- Ξέρω πως μεγάλωσε στο Ορφανοτροφείο και…

- Ναι… είναι ένα έκθετο που πριν από χρόνια η μητέρα μου κουβάλησε εδώ… πετάχτηκε η Ελίζα.

- Μα δεν έφταιγε η Κάντυ που την αφ…

- Γνωρίζεις και πως τη λένε;;; Η φωνή της θείας είχε αποκτήσει μια περίεργη χροιά..

- Αυτό το παλιοκόριτσο από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της εδώ μόνο δυστυχία έφερε…

- Μα..

- Θα γνωρίζεις πως ήταν ένα κακομαθημένο και τίποτα παραπάνω. Με το που ήρθε, άρχισαν οι φασαρίες…

- Ο Άλμπερτ όμως…

- Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ τη διέκοψε ξανά η θεία με πολύ αυστηρό τόνο…

Η Μαντλέν αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να την αφήσει να τελειώσει το λόγο της για να δει που ήθελε να καταλήξει.

- Τα ανίψια μου ήταν αγαθά και επιρρεπή στην κοροϊδία. Η Κάντυ τους φλόμωσε στο ψέμα και στην επίδειξη και κατάφερε να τα εντυπωσιάσει…

- Μόνο εμένα και τον αδερφό μου που ζούσαμε καθημερινά μαζί της δεν κατάφερε να μας κοροϊδέψει…

- Στο διάστημα που έμεινε στο σπίτι της μητέρας της Ελίζας όλο καταστροφές προκαλούσε σε ανυπολόγιστης αξίας αντικείμενα και όποιος προσπαθούσε να τη νουθετήσει του έκανε επίθεση με αιχμηρά αντικείμενα…

Μα τι λέει η γριά;;;

… εξαιτίας της ζήλειας της για την πλούσια ζωή των ανιψιών μου έφτασε σε σημείο να σκίσει τα ρούχα της Ελίζας και αργότερα να κλέψει τα κοσμήματά τους.

- Η Κάντυ;;; ρώτησε η Μαντλέν γουρλώνοντας τα μάτια…

- Και βέβαια αυτή… απάντησε η Ελίζα… Δεν ξέρεις τι ανατροφή της έδωσαν σε εκείνο το παλιορφανοτροφείο…

- Μα..

-… και σα να μην έφταναν όλα αυτά, όταν αποφασίσαμε να τη στείλουμε για παραδειγματισμό στο Μεξικό κλάφτηκε στα ξαδέρφια μου που παρακάλεσαν τον Άλμπερτ να την υιοθετήσει.

Η Μαντλέν άκουγε έκπληκτη την Ελίζα να περιγράφει μια κοπέλα διαφορετική από αυτή που γνώριζε… Δεν ήταν δυνατόν… κάποιο λάθος θα είχε γίνει…

- … όταν ο Τζωρτζ την έφερε πάλι πίσω και μάλιστα ως επίσημο μέλος της οικογένειας κόντεψα να τρελαθώ... Αυτή η παρακατιανή να φέρει το όνομα των Άρντλεϋ…

- Το χειρότερο δεν το γνωρίζεις όμως. Ο ανιψιός μου, ο Άντονυ μοναχοπαίδι της αδερφής του Άλμπερτ είχε μπλεχτεί για τα καλά στα δίχτυα της. Στο κυνήγι της αλεπούς που διοργάνωσε ο Άλμπερτ για τη γνωριμία της Κάντυ με την οικογένεια, τον ξεμονάχιασε για να της βρει μια αλεπού. Κύριος οίδε τι του έταξε και ο καημένος έβαλε τα δυνατά του για να ικανοποιήσει την απαίτησή της. Σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογό του όταν μια αλεπού πετάχτηκε μπροστά του…

- Μα δεν έφταιγε…

- Αυτή έφταιγε… η θεία ούρλιαξε αναψοκοκκινισμένη. Η ανάγκη της να γίνει αποδεχτή από την οικογένεια και να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους οδήγησε στο θάνατο τον αγαπημένο μου ανιψιό…. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχε το θράσος να έρθει να με δει και να μου προσφέρει λουλούδια για να κατευνάσει την οργή μου….

Η θεία αναλύθηκε σε δάκρυα και η Ελίζα σηκώθηκε να την αγκαλιάσει.

- Τα μάζεψε και ξεκουμπίστηκε από εκεί που ήρθε. Για κάποιο διάστημα είχαμε ηρεμήσει πως δεν θα την ξαναβλέπαμε αλλά ο Άλμπερτ την έστειλε στην Αγγλία μήπως και γίνει επιτέλους κυρία…

Η Μαντλέν ήθελε να γελάσει. Θυμόταν τα γέλια που έκαναν με την Τζόαν όταν ο Άλμπερτ τους ιστορούσε τις περιπέτειες της κόρης του στο Σαιν Πωλ…

- Και από εκεί την έδιωξαν… Να φανταστείς πως ήρθε στην Αμερική μην έχοντας πέννα στην τσέπη της. Ένας Θεός ξέρει τι είδους υπηρεσίες προσέφερε στους ναυτικούς για να μην την πετάξουν στη θάλασσα…. Η Ελίζα έσταζε φαρμάκι.

…Το χειρότερο είναι που ερχόμενη στην Αμερική πήγε να γίνει νοσοκόμα… Που ακούστηκε, μέλος των Άρντλεϋ να καταπιάνεται με αρρώστους.

- Μα… χάρη σ΄αυτήν σώθηκε ο Άλμπερτ… η Μαντλέν είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Που το πήγαιναν οι δύο γυναίκες; Ήθελε να φύγει… όπου να ΄ναι θα ερχόταν ο Άλμπερτ…

- Δε λέω όχι… Της οφείλουμε ένα ευχαριστώ και πολύ της είναι. Φαντάσου πως ανάγκασε τον Άλμπερτ να μείνει μαζί της για να της πληρώνει το ενοίκιο του σπιτιού. Ολόκληρος κληρονόμος αναγκαζόταν να πλένει πιάτα και να μαγειρεύει για να ταΐζει το έκθετο…

Η Μαντλέν ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της… Από πότε η δουλειά ήταν ντροπή και τι κακό είχε κάνει πιά η Κάντυ που τα παρουσίαζαν όλα τόσο διαφορετικά; Προσπάθησε να καλμάρει… Σε λίγο θα της λυνόταν η απορία…

- Μέσα σε όλα αυτά, είχε και το θράσος να λέει στον καημένο το Στήαρ ιστορίες για όσους πολεμούσαν στο μέτωπο. Ο ανιψιός μου νόμιζε πως ένας τέτοιος άντρας θα τη γοήτευε και αποφάσισε να καταταγεί στη γαλλική πολεμική αεροπορία προκειμένου να γίνει ο ήρωας που ήθελε η Κάντυ. Σκόνη έγινε… μόνο κάτι παλιοεφευρέσεις δικές του μας έστειλαν…

Γεμάτη οργή η Μαντλέν σηκώθηκε από την καρέκλα της

- Που θέλετε να καταλήξετε κυρία Ελρόϋ; Τη ρώτησε η Μαντλέν χτυπώντας δυνατά το χέρι της στο τραπέζι;;; Είναι ηλίθιοι όσοι κατατάσσονται στον πόλεμο προκειμένου να μην σκλαβωθούν οι οικογένειές τους;;;

Και τι γνωρίζετε εσείς από πόλεμο;;; Είδατε ποτέ να βομβαρδίζουν το σπίτι σας, περάσατε ποτέ από ένα στρατιωτικό νοσοκομείο να δείτε την απόγνωση, την απογοήτευση και τον πόνο σε όλο τους το μεγαλείο;;; Πόσοι ακρωτηριασμένοι, πόσοι τραυματισμένοι, σάπιο αίμα και κρέας να μυρίζει παντού και μέσα σ΄αυτή τη δυσωδία οι γιατροί και οι νοσοκόμες να προσπαθούν να σώσουν ανθρώπους;;; Ο πόλεμος ναι… είναι παράλογος αλλά αποφεύγεται η επέκτασή του χάρη στους εθελοντές που θυσιάζονται στο όνομα της Ελευθερίας. Αν ο Στήαρ σκοτώθηκε για να παραμείνετε εσείς ελεύθεροι και να σπιλώνετε τη μνήμη του μάλλον στράφι πήγε η θυσία του…

Η οργή της Μαντλέν σκίαζε τα μάτια της… Η Ελρόϋ δεν περίμενε τέτοιο ξέσπασμα από την αριστοκράτισσα.

- και πείτε μου που θέλετε να καταλήξετε γιατί πρέπει να φύγω. Θα με περιμένει ο Άλμπερτ.

Η Ελρόϋ πιάστηκε από την τελευταία κουβέντα και αναθάρρησε. Ήθελε να πει και άλλα στη Μαντλέν για την Κάντυ αλλά σταμάτησε εκεί…

- Γι αυτό ακριβώς θέλω να σου μιλήσω κοπέλα μου! Ξανακάθισε σε παρακαλώ…

Ο τόνος γλύκανε και η Μαντλέν κάθισε στην καρέκλα της αφήνοντας την Ελρόϋ να μιλάει…

- Αυτό που με ενδιαφέρει πιο πολύ είναι η ευτυχία του παιδιού μου. Γιατί τον Άλμπερτ εγώ τον μεγάλωσα…. Ατύχησε ο καημένος, δεν πρόλαβε να γνωρίσει το χάδι των γονιών του…

Ωχ… θα αρχίσει την προϊστορία τώρα η θεία, και δεν αντέχω την πολυλογία της. Ας την ακούσει η αριστοκράτισσα από εδώ. Εγώ φεύγω

- Αχ… Θεία μου λυπάμαι αλλά πρέπει να σας αφήσω. Σε λίγο θα περάσει ο Νηλ να πάμε για ψώνια στην πόλη…

- Πήγαινε Ελίζα παιδί μου. Θα τα πούμε μια άλλη στιγμή εμείς…

Η Ελίζα βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τη Μαντλέν μόνη με την Ελρόϋ.

- Που είχα μείνει;;; Α… στον Άλμπερτ…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Ο Τζωρτζ και η Ροζ ρέμβαζαν αγκαλιασμένοι μπροστά στη λίμνη... Ούτε που πρόσεξαν την επιβλητική μορφή της θείας που έστεκε παραπέρα κοιτάζοντάς τους με αποστροφή και αηδία…

Την επόμενη μέρα, η θεία κάλεσε τον Τζωρτζ στο Λέικγουντ.

- Λοιπόν Τζωρτζ, πως τα πας με τα μαθήματα;;;

- Προετοιμάζομαι για τη Νομική Σχολή… θέλει πολύ διάβασμα αλλά νομίζω πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο…

- Και εγώ το ελπίζω Τζωρτζ… Γνωρίζεις άλλωστε πως η επιθυμία του μακαρίτη του αδερφού μου ήταν να σπουδάσεις σε όποια Σχολή επιθυμούσες…

- Μάλιστα κυρία…

- Επίσης, δε φαντάζομαι τώρα που έχει πεθάνει να λησμόνησες πόσα του οφείλεις;;;

- Όχι κυρία Ελρόϋ. Σέβομαι τη μνήμη του και…

- Αφού σέβεσαι τη μνήμη του αδερφού μου και δεν έχεις λησμονήσει όσα έκανε και κάνει για σένα, πιστεύω θα νοιάζεσαι και για το καλό της Ροζμαρυ

- Εννοείται… Δε θα άφηνα κανέναν να βλάψει τη Ροζμαρυ ή τον Άλμπερτ και…

- Κανέναν απολύτως Τζωρτζ;;;

- Τι θέλετε να πείτε;;;

- Θέλω να πω πως από αύριο φεύγεις για τη Σχολή χωρίς να πεις κουβέντα σε κανέναν.

- Μα… έχω δυό μήνες κοντά, πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα… Και ύστερα, είναι και ο Άλμπερτ που…

- Τον Άλμπερτ θα τον αναλάβω εγώ, όσο εσύ θα σπουδάζεις προκειμένου να αναλάβεις το Νομικό Τμήμα των Άρντλεϋ.

- Μάλιστα… αλλά…

- Δεν έχει αλλά… Αύριο φεύγεις για το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και δεν θα επιστρέψεις αν δεν περάσουν τα δύο χρόνια…

- Στη Νέα Υόρκη;;; Μα είναι μακριά και εγώ θα ήθελα να σπουδάσω στο Σικάγο για…

- Δε με ενδιαφέρει τι θα ήθελες. Επιπλέον, μάθε πως κανένα σου γράμμα ή νέο δε θα φτάσει ποτέ στη Ρόζμαρυ, η οποία μέχρι να γυρίσεις θα φροντίσω να έχει αποκατασταθεί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ… Συνεννοηθήκαμε;;;

- Μάλιστα…

- Και τώρα άδειασέ μου τη γωνιά..

Ο Τζωρτζ με το κεφάλι κατεβασμένο προχώρησε στην έξοδο. Στο μυαλό του ήταν μόνο η Ροζ… Ήθελε να την δει για μια τελευταία φορά πριν φύγει… να της μιλήσει και..

-Τζωρτζ… κάτι τελευταίο…

Θέλω να ξέρεις πως δε θα άφηνα να κακοπέσει η κόρη του αδερφού μου. Της αξίζει ένας άντρας από ευκατάστατη οικογένεια που θα εκτιμήσει και θα αυξήσει την προίκα της και όχι κάποιος που αν δεν ήταν ο αδερφός μου δε θα είχε στον ήλιο μοίρα. Σε προειδοποιώ πως, αν ποτέ μάθει τι ειπώθηκε εδώ, και θελήσει να είναι μαζί σου θα αποκληρωθεί τόσο εκείνη όσο και εσύ την ίδια στιγμή. Και να δω μετά τι ζωή θα της προσφέρεις…

Η Ροζμαρυ δεν έμαθε ποτέ τίποτα… Μάταια έψαχνε να βρει που ήταν ο Τζωρτζ. Λυτούς και δεμένους έβαλε χωρίς όμως αποτέλεσμα… Όταν απογοητεύτηκε, είπε το ναι στον Μπράουν που την πολιορκούσε στενά, αν και γνώριζε πως η καρδιά της ποτέ δε θα του ανήκε. Η Ελρόϋ έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση. Τα πάντα είχαν πάει κατ΄ευχήν. Η Ροζμαρυ μετά το γάμο της θα ξεχνούσε την εφηβική της περιπέτεια με τον Τζωρτζ, οι επιθυμίες του αδερφού της για τον Τζωρτζ θα εκπληρώνονταν και σε λίγο καιρό όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι... Όχι που θα άφηνε τις ιδιοτροπίες του μικρού της αδερφού να κάνουν κουμάντο στην περιουσία της οικογένειας….

Το αν μαράζωσε η Ροζμαρυ εγκλωβισμένη σε ένα γάμο χωρίς έρωτα, ουδέποτε απασχόλησε την Ελρόϋ. Λίγο πριν ξεψυχήσει έδινε στον μικρό της Μπερτ το δαχτυλίδι του Τζωρτζ τυλιγμένο στο δαντελένιο μαντηλάκι της… Για την κοπέλα που θα αγαπούσε…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η Μαντλέν έπεφτε από τα σύννεφα. Η γυναίκα απέναντί της λίγο ως πολύ της έλεγε να χρησιμοποιήσει τα θέλγητρά της για να κερδίσει ξανά την καρδιά του Άλμπερτ. Ήξερε πως για εκείνην κάτι τέτοιο θα ήταν παιχνιδάκι. Άλλωστε, αν έκρινε από το χαρούμενο πρόσωπο του Άλμπερτ νωρίς το πρωί που έκαναν βόλτα στον κήπο ένα έναυσμα χρειαζόταν για να ξαναπέσει στην αγκαλιά της…

- Μα… τι λέτε;;;

- Ξέρω πολύ καλά κορίτσι μου τι λέω. Εσύ κρατάς από αριστοκρατική οικογένεια. Φαίνεται στο προσεγμένο σου ντύσιμο, στους εκλεπτυσμένους σου τρόπους… Μια γαλλιδούλα tres sic!!! Αυτή που χρειάζεται επικεφαλής η οικογένειά μας…

Το αστείο είχε πια πάρει τραγικές διαστάσεις. Η Μαντλέν άρχισε να εξοργίζεται.

- Και ποιος σας είπε πως εγώ είμαι ερωτευμένη με τον Άλμπερτ και

Τώρα, οι τόνοι τόσο της Μαντλέν όσο και της θείας είχαν οξυνθεί…

- Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως με ενδιαφέρει αυτό, ανόητη;;; Το μόνο που θέλω είναι να ξεκολλήσει από αυτή την κινούμενη δυστυχία. Δε θέλω να γίνει πρώτη κυρία στην οικογένειά μας ένα έκθετο… μια ξετσίπωτη που δεν έχανε ευκαιρία να μπάζει άντρες στο σπίτι της… μια άχρηστη που έχει εκδιωχτεί από παντού: από τα νοσοκομεία της Πόλης, από το Σχολείο της ακόμα και από την ίδια την οικογένειά της… Σκέψου πόσο θα ντροπιαστεί η οικογένειά μας όταν μαθευτεί πως ο μεγάλος κληρονόμος παντρεύεται μια που δεν είναι του κύκλου μας…

- Ο,τι και να είναι η Κάντυ ο Άλμπερτ τη λατρεύει…

- Μη μου ξαναπείς τι κάνει ο Άλμπερτ… είναι πολύ μικρός για να γνωρίζει το καλό του. Εγώ όμως το ξέρω… Όπως ήξερα και ποιο ήταν το καλό της αδερφής του και την έσωσα από τη δυστυχία και τις κακές γλώσσες… Την ξέρω τη συνταγή και θα την εφαρμόσω και δεύτερη φορά αν χρειαστεί… Κοίτα τον Τζωρτζ και πές μου: είναι ή δεν είναι ευτυχισμένος;;; Και που να έβλεπες και την Ροζμαρυ. Δεν υπήρξε ποτέ πιο ευτυχισμένη από τότε που γεννήθηκε ο γιος της…

Η Μαντλέν με το ζόρι κρατιόταν να μην αρχίσει να ουρλιάζει. Όταν κατηγορούσε στο Λονδίνο τον Άλμπερτ επειδή ήταν πλουσιόπαιδο δεν περνούσε με τίποτα από το μυαλό της μέσα σε πόση δυστυχία είχε μεγαλώσει ούτε πως εκείνη η αυταρχική γυναίκα που είχε γνωρίσει τότε ήταν τόσο ραδιούργα...

- Άκου να σου πω… το ύφος της Μαντλέν δε σήκωνε αμφισβήτηση. Δε γνωρίζω τι μπορεί να έχεις στο μυαλό σου, αλλά να ξέρεις πως ό,τι και να δοκιμάσεις εναντίον του Άλμπερτ και της Κάντυ θα βρεις εμένα μπροστά σου. Και καλά θα κάνεις να σταματήσεις εδώ, προτού ξεστομίσω στον Άλμπερτ τι μου ζήτησες να κάνω… Δε θα σε αφήσω να καταστρέψεις την πιο ιερή στιγμή των παιδιών.

- Μα εγώ… το καλό του…

- Το καλό του Άλμπερτ είναι η Κάντυ, και θα πρέπει να χαίρεσαι που θα κάνεις νύφη σου μιά τόσο ξεχωριστή κοπέλα. Η Κάντυ είναι θησαυρός και αξίζει πολλά περισσότερα από τα βρωμερά πλούτη και τους τίτλους σου…

Χτύπησε δυνατά την πόρτα πίσω της αφήνοντας την Ελρόϋ να σωριάζεται στην καρέκλα της…
 
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η Μαντλέν δεν είπε κουβέντα στον Άλμπερτ για όσα είχαν ειπωθεί νωρίτερα. Της έφτανε που χαμογελούσε. Σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στην Κάντυ του και αυτή στο Λουντοβίκ της.

Την προηγούμενη είχαν φτάσει αργά στο ορφανοτροφείο. Τώρα ήταν ακόμη απόγευμα. Θα μπορούσε ίσως να παίξει για λίγο με το γιό της και να γνωρίσει και την υπόλοιπη παρέα…

Ο Λουντοβίκ αμέσως αναγνώρισε το αυτοκίνητο. Έτρεξε προς το μέρος τους φωνάζοντας: mamman!

Οι φίλοι του έτρεξαν μαζί του… Ίσα που πρόλαβε να φιλήσει το παιδί της και ξεχύθηκαν ξανά για παιχνίδια. Η Μαντλέν απόρησε… Πόσο παράξενο… Τα παιδιά δε χρειαζόταν να ξέρουν ξένες γλώσσες για να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Λίγα νοήματα, λίγα νεύματα πολλή χαρά και καλή διάθεση και να… Το τίποτα γινόταν παιχνίδι και η φύση πρόσφερε αμέτρητα υλικά: ξύλο, χώμα, πέτρες, λουλούδια νερό… αλλά και η Μίνα, ο Κλυν ο Πούπε, κυνηγητό κρυφτό κούνιες…

Ένας παράδεισος για το Λουντοβίκ… Ούτε που είχε αισθανθεί την απουσία της.

Κοίταξε γύρω της. Στο φως της μέρας που αργόσβηνε τα πάντα έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Παραμυθένιες! Ακόμα και η κα Πόνυ ή η αδερφή Μαρία έμοιαζαν να έχουν βγει από τα παραμύθια… από εκείνα τα παλιά που μιλούσαν για καλές νεράιδες με μαγικά ραβδάκια… που ό,τι άγγιζαν γινόταν μάλαμα και ο λόγος τους τραγούδι και ευχή…

Ο Άλμπερτ σύστησε τη Μαντλέν στις δύο γυναίκες. Την κάλεσαν αμέσως για τσάι και κέικ που μόλις είχε ετοιμάσει η Πάττυ… Μα ναι… η Πάττυ με τη Χιούλι, και ο χορός του Μάη με τις στολές της Τζόαν.

Πόσες όμορφες αναμνήσεις από το Λονδίνο και να που κατάφερνε να γνωρίσει όλα εκείνα τα άτομα που της μιλούσαν ο Άλμπερτ και η Τζόαν. Η ματιά της γύρισε στον Άλμπερτ… Ήταν πραγματικά ευτυχισμένος, όπως τότε στο Λονδίνο και οφειλόταν στην Κάντυ και σε αυτούς εδώ τους ανθρώπους που τη μεγάλωσαν με τόση αγάπη και στοργή. Σκέφτηκε την Ελρόϋ και την άλλη… Ελίζα… κάπως έτσι… Πόση κακία μπορεί να κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους και πόση δύναμη πρέπει να έχει κάποιος για να βγαίνει αλώβητος από τις μηχανορραφίες τους…

Ο γάμος του Τζωρτζ ήταν το αντικείμενο συζήτησης. Μετά τις τελετές, τα μωρά θα έρχονταν εδώ για να τα φροντίσουν η κα Πόνυ και η αδερφή Μαρία. Παρά τα παρακάλια του Τζωρτζ για τη συμμετοχή των δύο κυρίων στο γλέντι που θα ακολουθούσε δεν άλλαξαν γνώμη… Άλλωστε, το νιόπαντρο ζευγάρι έπρεπε να ευχαριστήσει τους καλεσμένους του και δύο μωρά που συνεχώς θα ξυπνούσαν μάλλον πρόβλημα θα ήταν. Στο κάτω κάτω όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου θα ήταν στο μεγάλο τραπέζιοπότε θα είχαν την ησυχία τους για λίγες ώρες…

Η Μαντλέν κοίταζε την Πάττυ. Πόσο γλυκιά κοπέλα ήταν και πόσο τυχερός ο Στήαρ που την είχε συναντήσει. Το βλέμμα της έδειχνε πως ακόμη πονούσε για το χαμό του… Ίσως όχι τόσο πολύ όσο στην αρχή… Μια άλλη σχέση θα έδινε φτερά στη συνεσταλμένη Πάττυ. Ποιος όμως;;;

- Κορίτσια, είστε έτοιμες για το γάμο μεθαύριο;;; ρώτησε η Μαντλέν

- Τα φορέματά μας είναι πάνω στο δωμάτιο. Έλα να τα δεις… της απάντησε η Κάντυ χαρούμενα.

Η Μαντλέν ανέβηκε στο δωματιάκι των κοριτσιών. Ένα αχνό ροζ για την Πάττυ και ένα πράσινο σμαραγδί για την Κάντυ.

Χμμμ. Μια ιδέα της πέρασε από το μυαλό.

- Κορίτσια, αύριο θα μας κατεβάσει ο Άλμπερτ στην πόλη για μερικά ψώνια.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η Ισαβέλλα έκλεβε την παράσταση. Πανέμορφη μέσα στο κατάλευκο νυφικό της με τα μαύρα μαλλιά να ξεχύνονται από το δαντελένιο βέλο της μητέρας της. Τα παπούτσια της τα είχε δανείσει η Μαντλέν και οι γαλάζιες καμπανούλες είχαν κοπεί κατά παραγγελία του Τζωρτζ νωρίς το πρωί… Θύμιζε Πριγκήπισσα που το έσκασε από τον Πύργο της για να ακολουθήσει τον κύριό της… Στο βλέμμα του Τζωρτζ καθρεφτιζόταν όλη του η αγάπη για την όμορφη κοπέλα. Ποτέ του δεν πίστεψε πως θα ερχόταν για εκείνον αυτή η μέρα και να…

Πίσω τους ο Χοσέ με τον μικρό Κριστιάν Πωλ Γουϊλιάμ και η Λουτσίτα με την Κριστίνα Κάρμεν στην αγκαλιά τους. Ευτυχώς, είχαν φάει και τώρα κοιμόνταν μακαρίως στην αγκαλιά των νονών τους.

Από τη μια πλευρά της εκκλησίας η κα Πόνη με την αδερφή Μαρία με όλα τα πιτσιρίκια του ορφανοτροφείου να φορούν τα ρούχα που τους έφερε η Κάντυ από τη Φλόριντα, και από την άλλη, οι φίλοι του ζευγαριού: η Κάντυ με τον Άλμπερτ, η Άννυ με τον Άρτσυ, η Μαντλέν χωρίς το Λουντοβίκ που επέμενε να καθίσει με τους φίλους του, οι Μπράϊτον, οι Ρανγκαν η Ελρόϋ και κάποιοι στενοί συνεργάτες του Τζωρτζ.

Το τέλος του μυστηρίου βρήκε τους Ράνγκαν και την Ελρόϋ να προφασίζονται ξαφνική αδιαθεσία και να αποχωρούν με τις άμαξες αφήνοντας τους νιόπαντρους και τα νεοφώτιστα περικυκλωμένους μόνο από φίλους που τους έδιναν τις καλύτερες ευχές. Κανείς δεν πρόσεξε το βλοσυρό ύφος της Μαντλέν όταν η Ελρόϋ με την Ελίζα την κοίταξαν όλο μίσος…

Στο γλέντι που ακολούθησε, ο Χοσέ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη γλυκιά Πάττυ με το όμορφο φόρεμα ροζ μωβ φόρεμα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και την πλάτη της. Τα μαλλιά της χτενισμένα από τη Μαντλέν τα στόλιζε μια υπέροχη κορδέλα πιασμένη με δύο χρυσά χτενάκια. Τα γυαλιά ίσα που ενίσχυαν τη γλυκύτητά της και τα μάγουλα ήταν διαρκώς κόκκινα… από ντροπή για τις ματιές που της έριχνε ο Χοσέ… Κάπως έτσι φανταζόταν την κοπέλα του. Γλυκιά και συνεσταλμένη… να έχει μάτια μόνο γι αυτόν…

Η Μαντλέν χαρούμενη, απλά επιβεβαίωνε την ορθότητα της επιλογής της…

Είσαι η καλύτερή μου φίλη… Δε θα χωρίσουμε ποτέ…




- Θυμάσαι αδερφή Μαρία;;; 17 χρόνια πέρασαν κιόλας… Ποιος το περίμενε πως τα κοριτσάκια μας σήμερα θα ντύνονταν νυφούλες;;;

- Σα να ήταν εχτές που ο Τομ έκλαιγε επειδή κάποιον είχε δει στο παράθυρο…

- … τον Άλμπερτ μας, ε;;;;

- Ναι… Και μόλις τρέξαμε έξω βρήκαμε τα δύο καλαθάκια…

- Από τότε ήταν αχώριστες. Μα και τόσο διαφορετικές… Η μία συμπλήρωνε την άλλη… Όσο ήσυχη και συνεσταλμένη ήταν η Άννυ, τόσο διαβολάκι και ατίθαση ήταν η Κάντυ.

- Πόσες σκανδαλιές, πόσες αταξίες, πεσίματα γδαρσίματα. Όταν έπεσε για πρώτη φορά από το δέντρο νόμιζα πως θα έβαζε μυαλό… που τέτοια τύχη… Και όταν τη μαλώναμε για κάτι που έκανε… πότε μας άκουσε;;;

- Ό,τι έκανε, το έκανε με αγαθή καρδιά. Δεν υπήρχε ποτέ δόλος στη σκέψη της γι αυτό και δεν μπορούσαμε να της κρατήσουμε θυμό… μια ματιά της έφτανε για να νιώσουμε και ενοχές…

- Το κοριτσάκι μας δε στάθηκε το ίδιο τυχερό με την Άννυ. Παρόλα αυτά, νομίζω πως κατάφερε να χτίσει τη ζωή της πάνω στο καλό, με αυτοθυσία και αυταπάρνηση με αυτοσεβασμό και εκτίμηση.

- Αυτά εκτίμησε και ο Άλμπερτ στην Κάντυ μας…

- Ε… αδερφή Μαρία, είναι και πολύ όμορφη η Κάντυ μας…

- Σωστά… μια κούκλα… ειδικά σήμερα…

Η αδερφή Μαρία τελείωνε με το βελονάκι το δαντελένιο βέλο της Κάντυ. Έβγαλε τα γυαλιά της και το κοίταξε. Η Κάντυ την είχε παρακαλέσει να της το φτιάξει. Προτιμούσε να φοράει κάτι από τη μαμά της παρά το έτοιμο του νυφικού της.

Δάκρυα χαράς κύλισαν από τα μάτια των δύο μαμάδων της Κάντυ. Τακτοποίησαν το βέλο πάνω στο νυφικό που δύο μέρες πριν είχε σταλεί από το Ορλάντο. Ένα υπέροχο λευκό φόρεμα από μετάξι σε απλή γραμμή με λεπτοδουλεμένη δαντέλα στο τελείωμα και στα μακριά μανίκια. Πόσο όμορφη ήταν η Κάντυ τους όταν το φόρεσε…

- Ας κάνουμε ησυχία να μην ξυπνήσουμε τα κορίτσια…

Την προηγούμενη μέρα οι έξι γυναίκες είχαν βγει μόνες τους. Η Μαντλέν οδήγησε το αυτοκίνητο του Άλμπερτ μέχρι την πόλη όπου κάθισαν σε ένα πανάκριβο εστιατόριο για να γευματίσουν.

Ο Τζωρτζ άφησε τα μωρά στο ορφανοτροφείο, και με τον Άλμπερτ και το Χοσέ κατέβηκαν στο γραφείο. Ο Άρτσυ θα ερχόταν αργότερα. Θα αφήναν τα κορίτσια μόνα τους σήμερα. Άλλωστε, μια μέρα πριν το γάμο δεν έπρεπε να τις δουν.

Τα κορίτσια παράγγειλαν αρχικά καφέ και κρουασάν. Η Άννυ δεν έκρυβε τη χαρά της. Η κοιλίτσα της είχε αρχίσει να φουσκώνει, αλλά το πιο σημαντικό ήταν που δυό μέρες πριν άκουσε τον πρώτο χτύπο του μωρού. Η Μαντλέν και η Ισαβέλλα καταλαβαίνοντας την ευτυχία της, της έλεγαν πόσα πράγματα έπρεπε να προσέξει τώρα: τη διατροφή της, το περπάτημα της, την ένδυση και υπόδηση.. τόσα πολλά που δεν περνούσαν καν από το μυαλουδάκι της και έπρεπε να τα λάβει υπόψη της από τώρα και στο εξής.

Και στην Κάντυ για την πρώτη νύχτα με τον Άλμπερτ… δε σταμάτησαν να της δίνουν συμβουλές: τι να φορέσει, πώς να του μιλήσει τι να κάνει…

Και στην Πάτυ… ο Χοσέ μετά το γάμο της αδερφής του έψαχνε αφορμές για να ανεβαίνει στο λόφο…

Μόνο η Λουτσίτα στενοχωριόταν που ακόμη δεν είχε βρει κάποιον να της τραβήξει το ενδιαφέρον.

Η μέρα κύλισε σε απίστευτη ευεξία χαλάρωση και κουβεντούλα. Η Μαντλέν είχε φροντίσει και για λεπτομέρειες που καμιά από τις δυο νυφούλες δε σκέφτηκε. Το χαλαρωτικό μπάνιο με έλαια πριν το γάμο, μια ιδιαιτερότητα στο χτένισμα ή στο ντύσιμο, οι μάσκες προσώπου και σώματος για μια ξεχωριστή απαλότητα, τα νυχτικά που θα φορούσαν το πρώτο τους βράδυ…

Οι νυφούλες και η Πάττυ θα πέρναγαν από το τελικό Ο.Κ. της Μαντλέν.

Η μέρα επιτέλους έφτασε, η ώρα πλησίαζε.

Το στολισμένο με άσπρα τριαντάφυλλα αυτοκίνητο του Τζωρτζ θα έφερνε την Κάντυ στο παρεκκλήσι του Λέικγουντ όπου ο κύριος Καρτλαιλ θα την παρέδιδε στον Άλμπερτ. Το ίδιο θα έκανε και ο κος Μπράιτον για την Άννυ.

Ο τεράστιος κήπος γύρω από το παρεκκλήσι ήταν γεμάτος από κόσμο. Συγγενείς και φίλοι όλοι είχαν μαζευτεί εδώ για να συμμετέχουν στην ευτυχία των δύο ζευγαριών. Ο στολισμός είχε γίνει από τα κορίτσια. Η Μαντλέν, η Λουτσίτα, η Ισαβέλλα και η Πάττυ είχαν βάλει τα δυνατά τους ώστε ο χώρος να μοιάζει παραμυθένιος.

Λευκά τριαντάφυλλα, ροζ μεταξένιες κορδέλες και τούλια περίτεχνα πλεγμένα μεταξύ τους. Μεγάλες λαμπάδες και μικρότερα κεριά μέσα σε γυάλινα βάζα ολούθε στον κήπο – πρωτοτυπία της Μαντλέν – έδιναν μια ρομαντική νότα στην ατμόσφαιρα… Και παντού μυρωδιές από τριαντάφυλλα γιασεμί και λεμονανθούς… μια γλυκιά πανδαισία αρωμάτων που ξυπνούσε τις αισθήσεις…

Ο κος Μπράιτον προχώρησε προς τον Άρτσυ κρατώντας την Άννυ από τη μέση της.

- Κοριτσάκι μου, να ξέρεις πως με κάνεις πολύ ευτυχισμένο.

- Σʼ ευχαριστώ μπαμπά μου.

- Άρτσυ, γιέ μου, να μου την προσέχεις…

Η Άννυ κοίταξε τον Άρτσυ φανερά συγκινημένη.

- Σε αγαπώ… με όλη τη δύναμη της ψυχής μου του ψιθύρισε…

- Και εγώ μωρό μου… και σε λίγους μήνες θα σε αγαπώ διπλά…

Η Κάντυ κοίταξε τον κο Καρτλάιλ. Όταν του πήγε το προσκλητήριο, δεν πίστευε πως θα έβλεπε τα γέρικά του μάτια να βουρκώνουν. Της είπε πως μεγάλες χαρές δεν περίμενε στη ζωή του αλλά, άμα του το ζητούσε η Κάντυ, θα ήταν μεγάλη του τιμή να την παραδώσει στον Άλμπερτ. Και σήμερα, αισθανόταν διπλά περήφανος που κρατούσε από το μπράτσο την Κάντυ. Ο Άλμπερτ έλαμπε μέσα στο γαμπριάτικο κουστούμι του∙ η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Δύο τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι ένωναν τις καρδιές και τις ζωές τους μπροστά στο Θεό και τους ανθρώπους. Και εκείνος, για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωθε περήφανος πατέρας.

- Άλμπερτ, σου παραδίδω το πιο όμορφο πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

- Ωωω… Η Κάντυ ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο μάγουλο όπως θα φιλούσε τον πατέρα της.

Η Άννυ έριξε ένα βλέμμα αγάπης στη φίλη της καθώς ο κος Καρτλαιλ την παρέδιδε στον Άλμπερτ...

- Καρδούλα μου…

Ο Άλμπερτ πήρε το χέρι της Κάντυ και το φίλησε γλυκά προτού εναποθέσει στην αγκαλιά της ένα μπουκέτο από λευκά τριαντάφυλλα με ξεχωριστό άρωμα…

- Γλυκά… όπως εσύ…

Το μπλε ρουά φόρεμά της Maντλέν δήλωνε υπεροχή βασίλισσας. Γύρισε και κοίταξε με ύφος νικητή την Ελρόϋ και την Ελίζα… Παρά τις δολοπλοκίες τους δεν τις άφησε ούτε στιγμή να απειλήσουν το γάμο των παιδιών. Ο φύλακας άγγελός τους σε λίγο θα έκανε την καλύτερη κίνηση! Μόλις τους περνούσε τις βέρες, η Κάντυ θα γινόταν η πρώτη κυρία στην οικογένεια.

Στο κάλεσμα του ιερέα, χαμογέλασε προχωρώντας προς τους μελλόνυμφους…

Ρουά Ματ!
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα