lol άρα τα πολλά χρήματα χωρίζουνε τον ερασιτέχνη από τον επαγγελματία?
Απλά φίλε telonios λέω ότι καλές οι παρατηρήσεις σου... αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι να παράγεται (και φυσικά να παράγω) έργο.
Έχω δώσει αρκετά λεφτά πριν από χρόνια για να σπουδάσω αλλά να σου πω κάτι καμία σχολή δεν στα μαθαίνει και είναι καλύτερα να κάτσεις κάτω και να στρωθείς και με ότι έχεις σαν μέσο (dv? μάλιστα κε dv) και.. να δημιουργήσεις, να μετρήσεις τις δυνάμεις σου και να σκεφτείς όσο το δυνατόν σαν επαγγελματίας.. και να μην κάθεσαι να σκέφτεσαι πολύ-πολύ (το κάνω και εγώ μην ανησυχείς) μα πως να το γυρίσω αφού δεν έχω την τάδε κάμερα ή το τάδε εργαλείο ή κινηματογραφικό φίλμ.
Όλα αυτά είναι δικαιολογίες για να ΜΗΝ κάνεις έργο. Όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα μπορείς να πεις σε καποιον πιχι που μπορεί να βοηθήσει στην παραγωγή (και έχει μάτι να βλέπει μπροστά) κοίταξε την δουλίτσα μου και να σου εμπιστευτεί τα λεφτάκια του. Για μένα και ένα κινητό να έχεις άμα θες να κάνεις έργο... θα κάνεις. Έστω με τις αδυναμίες του μέσου που έχεις στα χέρια σου.
Τώρα αν είχα τα λεφτά όπως προείπα μην ανυσηχείς θα είχα πάρει κανένα Αρβανίτη ή κανένα Άρη Σταύρου σαν Dp ασφαλώς
.
Trivia:
1. Η πολυκατοικία και το ψιλικατζίδικο, της ταινίας, ανήκουν στην οικογένεια του σκηνοθέτη και χτίστηκαν το 1969. Το ψιλικατζίδικο λειτουργεί μέχρι και τις μέρες μας.
2. Το γύρισμα της κάθε σκηνής (σύνολο 5) διαρκούσε 2-3 ώρες και ξεκινούσε από τις 2 το μεσημέρι, μέχρι τις 5 το απόγευμα, ωστόσο, η ταινία πήρε 2 εβδομάδες, με ενδιάμεσα κενά, για να γυριστεί και να μονταριστεί. Υποθετικά και με τις ιδανικές συνθήκες θα χρειάζονταν 2-3 μέρες για να ολοκληρωθεί.
3. Η ταινία είναι αφιερωμένη στην μνήμη της Μαρίας Αναστασιάδου Μπαζάκα (κατά κόσμον Κυρά Μαρίας), της γιαγιάς του σκηνοθέτη (από την πλευρά της μητέρας του). Ήταν η ιδιοκτήτρια του ψιλικατζίδικου για 38 χρόνια, μέχρι και το 2007, οπότε και αποσύρθηκε λόγω ασθενείας. Απεβίωσε τον Μάρτιο του 2008, σε ηλικία 83 ετών. Υπάρχει πλάνο που φένεται σε μια παλιά φωτογραφία, με μια σημαία στο χέρι.
4. Το ρόλο του μπούμαν ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, σε αρκετές σκηνές, ενώ στις περισσότερες, το μπούμ στηριζόταν εκτός πλάνου και όπου βόλευε. Για το μοναδικό πλάνο του γείτονα, στην 3η σκηνή, τον οποίον έπαιζε ο ίδιος ο οπερατέρ και μοντέρ της ταινίας, την κάμερα χειριζόταν ο σκηνοθέτης. Ο ρόλος του γείτονα, αρχικά, προοριζόταν για κάποιον άλλο ερασιτέχνη ηθοποιό και θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια επί της οθόνης, αλλά, μια μέρα πριν το γύρισμα, ο ηθοποιός ακύρωσε την εμφάνισή του, λόγω κάποιας επείγουσας υποχρέωσης. Το ρόλο, αναγκαστικά, ανέλαβε ο οπερατέρ και μοντέρ της ταινίας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος. Ήταν η τελευταία μέρα γυρίσματος.
5. Ο ρόλος της πελάτισσας προοριζόταν για άντρα πελάτη, αρχικά. Η ερασιτέχνης ηθοποιός που τον ανέλαβε, είναι πολύ καλή φίλη του πρωταγωνιστή (Παύλος Πολοτσάνην) και δέχτηκε να συμμετάσχει μόλις 2 ώρες πριν να ξεκινήσει το γύρισμα της συγκεκριμένης σκηνής. Το μόνο που απαίτησε ήταν να μην αναφερθεί το επώνυμό της στην ταινία. Αναφέρεται στους τίτλους τέλους ως Ραλού.
6. Κανένας δεν πληρώθηκε για αυτήν την ταινία.
7. Η ταινία είναι γυρισμένη με υπάρχοντες φυσικούς και τεχνητούς φωτισμούς, εκτός από την σκηνή 4, του διαλόγου του ψιλικατζή με την κοπέλα του 1ου ορόφου, όπου χρειάστηκε η ενίσχυση της εικόνας με το διάχυτο φως ενός 500άρι tungsten προβολέα.
8. Τα δεσμά του 1ου θύματος (Κορίνα Ταχυνάκου), στην σκηνή του υπογείου, επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μιας και το Ιαπωνικό Βondage (Shibari), είναι μία από τις πολλές ειδικότητές και ασχολίες του.
9. Τα φωτογραφικά stills της ταινίας, καθώς και την αφίσα, επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
10. Η ταινία γυρίστηκε με την κάμερα Panasonic AG-DVX100A.
11. Το ντεκουπάζ της ταινίας περιέχει στο σύνολό του, περίπου, 100 πλάνα. Μερικά από αυτά τα πλάνα ήταν φωτογραφίες (σκηνή 1), τραβηγμένες με την φωτογραφική μηχανή του σκηνοθέτη (και όχι σκίτσα), οι οποίες χρησίμευσαν σαν ακριβέστεροι οδηγοί για τον οπερατέρ. Τα σκίτσα ανέλαβε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Οι επιπλέον ιδιότητες που ανέλαβε, αναφέρονται στους τίτλους τέλους, πίσω από το ψευδώνυμο Chriss Jackalman (ουσιαστικά, η κατά προσέγγιση μετάφραση του πραγματικού ονόματος του δημιουργού στα Αγγλικά).
12. Η διεύθυνση του ψιλικατζίδικου της ταινίας είναι Φαναρίου 63, Προσφυγικά, Πάτρα. Η διεύθυνση της πολυκατοικίας της ταινίας είναι Ελλησπόντου 28, Προσφυγικά, Πάτρα. Η πολυκατοικία είναι η πραγματική οικία του σκηνοθέτη.
13. Μερικοί από τους διαλόγους προσαρμόστηκαν αυθόρμητα από τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατά την διάρκεια του γυρίσματος.
14. Το 2ο θύμα (Xρήστος Γραμμένος) είναι πολύ καλός φίλος του σκηνοθέτη, για πάνω από 12 χρόνια και ένας από τους πρώτους sk8ers της πόλης των Πατρών, στην δεκαετία του 1990.
15. Μέση διάρκεια πλάνου 4,2 δευτερόλεπτα.
16. Το μοντάζ έγινε με το πρόγραμμα Αdobe Premiere Pro.
17. Υπάρχουν κάποια λάθη σε 1-2 πλάνα. Ας βρει το κοινό ποια είναι αυτά
.
18. Η σκηνές της ταινίας δεν γυρίστηκαν με χρονολογική σειρά.
19. Το μουσικό χαλί των τίτλων τέλους, είναι μια πρωτότυπη δημιουργία του ίδιου του σκηνοθέτη και εμπεριέχει δείγμα από το μουσικό θέμα των τίτλων της σειράς Η Ζώνη του Λυκόφωτος (Twilight Zone), καθώς και δείγμα από το τραγούδι Teardrop των Massive Attack. Δημιουργήθηκε τυχαία, μια νύχτα του 2002 και, έκτοτε, φυλασσόταν για κάποιο μελλοντικό project.
20. Oι τανάλιες, τα ψαλίδια και λοιπά props, που φαίνονται στην τελευταία σκηνή, κάτω από τον πάγκο της δολοφόνου, ανήκουν στον θείο του σκηνοθέτη, ο οποίος για μεγάλη χρονική περίοδο της ζωής του, υπήρξε επιδιορθωτής ομπρελών, καθώς και κατασκευαστής υφασμάτων για καρέκλες και τέντες. Μερικά από τα props χρονολογούνται από το 1958.
21. Η αιματοβαμμένη κρεμαστή κούκλα, στο δωμάτιο της δολοφόνου, ανήκει στην μητέρα του σκηνοθέτη και χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σύμφωνα με την ίδια, πολλές από αυτές τις κούκλες ήταν μόδα να διακοσμούν τα σαλόνια των σπιτιών τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στην Ελλάδα (αν όχι και παγκοσμίως). Το ξεραμένο αίμα, στο σώμα της κούκλας, είναι μια μίξη τέμπερας και πλαστικού χρώματος. Η κρεμαστή κούκλα είναι φόρος τιμής στον γνωστό Ιταλό σκηνοθέτη Dario Argento και ακραιφνής αναφορά στην ταινία του Profondo Rosso a.k.a. Deep Red (Βαθύ Κόκκινο) του 1975.
22. Το συνεργείο, μαζί με τους ηθοποιούς της συγκεκριμένης ταινίας, αριθμούσε 7 άτομα. Οι σκηνές γυρίζονταν ανά τετράδες την φορά (σκηνοθέτης, οπερατέρ και 2 ηθοποιοί) και σε διαφορετικές μέρες. Κατά αυτόν τον τρόπο, μερικοί από τους ηθοποιούς δεν συναντήθηκαν ποτέ στο γύρισμα. Ωστόσο, όλοι έχουνε σαν κοινό στέκι τους το Rocky Raccoon, ένα δημοφιλές εικαστικό καφέ-μπαρ των Πατρών.
23. Το Manga Nippon Mukashi Banashi, το μουσικό κομμάτι που ακούγεται στην τελευταία σκηνή της ταινίας, είναι αρκετά αναγνωρίσιμο, μέχρι και σήμερα, στους κύκλους των τωρινών 30άρηδων. Το κομμάτι προέρχεται από τους τίτλους τέλους της ομώνυμης Ιαπωνικής σειράς κινουμένων σχεδίων, η οποία προβλήθηκε, στην Ελλάδα, στις αρχές του 1980 από την κρατική συχνότητα της ΕΡΤ-1, με τον τίτλο Γιαπωνέζικοι Μύθοι. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής στα μικρά Ελληνόπουλα εκείνης της εποχής. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη της ταινίας, η παιδικότητα που αναδύεται από το συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι, έρχεται σε σύγκρουση με τα δρώμενα της τελευταίας σκηνής και λειτουργεί ειρωνικά στον ψυχισμό του μέσου θεατή. Αυτή ήταν και η αρχική πρόθεση.
24. H τελευταία σκηνή του στραγγαλισμού με τα πόδια της δολοφόνου είναι άμεση αναφορά στην ταινία του Lindsey Shonteff The Million Faces of Sumuru του 1967.
25. Ημερομηνίες παραγωγής : 24 Ιουλίου 2008 – 6 Αυγούστου 2008.