iggylebowski
RetroAdept
- Joined
- 10 Mαϊ 2012
- Μηνύματα
- 868
- Αντιδράσεις
- 675
The Last Man on Earth (1964, Sidney Salkow)
http://www.imdb.com/title/tt0058700/
Ηθοποιοί: Vincent Price, Franca Bettoia, Emma Danieli, Giacomo Rossi Stuart
Υπόθεση: Ο Δρ. Robert Morgan είναι ο μοναδικός επιζών από μια παγκόσμια επιδημία, αφού κατάφερε να αποκτήσει μυστηριωδώς ανοσία απέναντι στο βακτήριο. Τα θύματα της επιδημίας έχουν μετατραπεί σε μια στρατιά από νεκροζώντανους που όταν πέσει η νύχτα βγαίνουν προς αναζήτηση αίματος.
Πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του κλασσικού, πλέον, έργου του Richard Matheson "I Am Legend", το Last Man on Earth μοιραία συγκρίνεται με το βιβλίο ως προς την πιστότητα με την οποία μεταφέρεται η ιστορία, όσο και με τις άλλες δύο κινηματογραφικές μεταφορές του, τα The Omega Man (1971) και I Am Legend (2007). Αφήνοντας στην άκρη την μέτρια μεταφορά του 2007 με τον Will Smith, τόσο το Last Man on Earth, όσο και το Omega Man δεν μπορούν να θεωρηθούν πιστές μεταφορές του έργου του Matheson, χωρίς βέβαια αυτό να είναι κάτι κακό. Από την άλλη, ενώ το μεταγενέστερο Omega Man δίνει βάση κυρίως στη δράση και στην αλληλεπίδραση του βασικού χαρακτήρα με τους εχθρούς του, το Last Man on Earth επικεντρώνεται στην ψυχολογία του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και την αλληλεπίδρασή του με την ίδια του την ψυχολογία και την μοναξιά, δημιουργώντας ένα πλαίσιο που πλησιάζει κάπως περισσότερο στο ύφος του βιβλίου του Matheson. Επομένως είναι θέμα πια προσέγγιση είναι περισσότερο κοντά στο γούστο του θεατή ώστε να την προτιμήσει έναντι της άλλης, κι εγώ προσωπικά βρίσκω το Last Man on Earth ανώτερο του Omega Man. Γυρισμένο με πενιχρά μέσα στην Ιταλία, συμμετέχοντας αρκετοί σχετικά άγνωστοι Ιταλοί ηθοποιοί, το Last Man on Earth δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές εξαιτίας μερικών ευκολιών στη σεναριακή δομή και του μικρού μπάτζετ. Από την άλλη όμως, η προσπάθεια της μεταφοράς του βιβλίου του Matheson κερδίζει πόντους από την πυκνή, μακάβρια και αντριχιαστική του ατμόσφαιρα, τον πεσιμιστικό του τόνο και την επιβλητική παρουσία του Vincent Price στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Price κυριολεκτικά κουβαλά ολόκληρη την ταινία στις πλάτες τους, καταφέρνοντας με εντυπωσιακό τρόπο να εξωτερικεύσει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα που ερμηνεύει, κινούμενος ανάμεσα στην απελπισία, την εγκατάλειψη, την αποξένωση και την απόλυτη παράνοια. To γενικότερο ύφος δίνει κυρίως βάση στην εσωτερική διαμάχη του ήρωα με την μοναξιά, την λογική και τις αντοχές του, αφήνοντας την ταινία να πάρει μια πιο τραγική διάσταση, χωρίς περιττούς ηρωισμούς και γρήγορη δράση. Οι ρυθμοί της ταινίας κινούνται αργά, γύρω από την τραγικότητα του βασικού χαρακτήρα, με την ιστορία να διακόπτεται από flash-back που προσπαθούν να παρουσιάσουν τα γεγονότα που οδήγησαν στην παροντική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Ο σκηνοθέτης της ταινίας επιμένει στην απεικόνιση ενός κόσμου επικίνδυνου και ξένου, περιορίζοντας στο ελάχιστο οποιαδήποτε λύτρωση από την επίγεια κόλαση που αντιμετωπίζει ο χαρακτήρας του Price. Η πένθιμη ατμόσφαιρα, η πολύ καλή χρήση του φωτισμού και των σκιών και τα εξαιρετικά πλάνα της έρημης πόλης, δημιουργούν ένα δυσοίωνο κλίμα που αποπνέει απόγνωση και εγκατάλειψη. Δίνοντας αρκετή τροφή για σκέψη, αναφορικά με την αντιμετώπιση της διαφορετικότητας και την αντικαταστάση μιας παρηκμασμένης κοινωνίας με μια άλλη, το Last Man on Earth ακολουθεί μια απαισιόδοξη τροχιά που κλιμακώνει την συναισθηματική ένταση για να καταλήξει σε ένα απόλυτα μελαγχολικό φινάλε. Με αρκετές σκηνές ανθολογιάς, ορισμένες από τις οποίες επηρέασαν τον Romero όταν σκηνοθετούσε το Night of the Living Dead, με ένα εξαιρετικό jazzy soundtrack και μια εκπληκτική ερμηνεία από τον Vincent Price, το Last Man on Earth αποτελεί μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '60.
http://www.imdb.com/title/tt0058700/
Ηθοποιοί: Vincent Price, Franca Bettoia, Emma Danieli, Giacomo Rossi Stuart
Υπόθεση: Ο Δρ. Robert Morgan είναι ο μοναδικός επιζών από μια παγκόσμια επιδημία, αφού κατάφερε να αποκτήσει μυστηριωδώς ανοσία απέναντι στο βακτήριο. Τα θύματα της επιδημίας έχουν μετατραπεί σε μια στρατιά από νεκροζώντανους που όταν πέσει η νύχτα βγαίνουν προς αναζήτηση αίματος.
Πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του κλασσικού, πλέον, έργου του Richard Matheson "I Am Legend", το Last Man on Earth μοιραία συγκρίνεται με το βιβλίο ως προς την πιστότητα με την οποία μεταφέρεται η ιστορία, όσο και με τις άλλες δύο κινηματογραφικές μεταφορές του, τα The Omega Man (1971) και I Am Legend (2007). Αφήνοντας στην άκρη την μέτρια μεταφορά του 2007 με τον Will Smith, τόσο το Last Man on Earth, όσο και το Omega Man δεν μπορούν να θεωρηθούν πιστές μεταφορές του έργου του Matheson, χωρίς βέβαια αυτό να είναι κάτι κακό. Από την άλλη, ενώ το μεταγενέστερο Omega Man δίνει βάση κυρίως στη δράση και στην αλληλεπίδραση του βασικού χαρακτήρα με τους εχθρούς του, το Last Man on Earth επικεντρώνεται στην ψυχολογία του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και την αλληλεπίδρασή του με την ίδια του την ψυχολογία και την μοναξιά, δημιουργώντας ένα πλαίσιο που πλησιάζει κάπως περισσότερο στο ύφος του βιβλίου του Matheson. Επομένως είναι θέμα πια προσέγγιση είναι περισσότερο κοντά στο γούστο του θεατή ώστε να την προτιμήσει έναντι της άλλης, κι εγώ προσωπικά βρίσκω το Last Man on Earth ανώτερο του Omega Man. Γυρισμένο με πενιχρά μέσα στην Ιταλία, συμμετέχοντας αρκετοί σχετικά άγνωστοι Ιταλοί ηθοποιοί, το Last Man on Earth δεν αποφεύγει τις κακοτοπιές εξαιτίας μερικών ευκολιών στη σεναριακή δομή και του μικρού μπάτζετ. Από την άλλη όμως, η προσπάθεια της μεταφοράς του βιβλίου του Matheson κερδίζει πόντους από την πυκνή, μακάβρια και αντριχιαστική του ατμόσφαιρα, τον πεσιμιστικό του τόνο και την επιβλητική παρουσία του Vincent Price στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Price κυριολεκτικά κουβαλά ολόκληρη την ταινία στις πλάτες τους, καταφέρνοντας με εντυπωσιακό τρόπο να εξωτερικεύσει τον συναισθηματικό κόσμο του ήρωα που ερμηνεύει, κινούμενος ανάμεσα στην απελπισία, την εγκατάλειψη, την αποξένωση και την απόλυτη παράνοια. To γενικότερο ύφος δίνει κυρίως βάση στην εσωτερική διαμάχη του ήρωα με την μοναξιά, την λογική και τις αντοχές του, αφήνοντας την ταινία να πάρει μια πιο τραγική διάσταση, χωρίς περιττούς ηρωισμούς και γρήγορη δράση. Οι ρυθμοί της ταινίας κινούνται αργά, γύρω από την τραγικότητα του βασικού χαρακτήρα, με την ιστορία να διακόπτεται από flash-back που προσπαθούν να παρουσιάσουν τα γεγονότα που οδήγησαν στην παροντική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Ο σκηνοθέτης της ταινίας επιμένει στην απεικόνιση ενός κόσμου επικίνδυνου και ξένου, περιορίζοντας στο ελάχιστο οποιαδήποτε λύτρωση από την επίγεια κόλαση που αντιμετωπίζει ο χαρακτήρας του Price. Η πένθιμη ατμόσφαιρα, η πολύ καλή χρήση του φωτισμού και των σκιών και τα εξαιρετικά πλάνα της έρημης πόλης, δημιουργούν ένα δυσοίωνο κλίμα που αποπνέει απόγνωση και εγκατάλειψη. Δίνοντας αρκετή τροφή για σκέψη, αναφορικά με την αντιμετώπιση της διαφορετικότητας και την αντικαταστάση μιας παρηκμασμένης κοινωνίας με μια άλλη, το Last Man on Earth ακολουθεί μια απαισιόδοξη τροχιά που κλιμακώνει την συναισθηματική ένταση για να καταλήξει σε ένα απόλυτα μελαγχολικό φινάλε. Με αρκετές σκηνές ανθολογιάς, ορισμένες από τις οποίες επηρέασαν τον Romero όταν σκηνοθετούσε το Night of the Living Dead, με ένα εξαιρετικό jazzy soundtrack και μια εκπληκτική ερμηνεία από τον Vincent Price, το Last Man on Earth αποτελεί μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '60.
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: