ΧΡΙΣΤΙΝΑ
RetroActive
- Joined
- 22 Σεπ 2008
- Μηνύματα
- 393
- Αντιδράσεις
- 21
….Την βλέπει από το παράθυρο να φεύγει για το Σικάγο…. Η απελπισία της για τον χωρισμό της με τον Τέρρυ, τον καταρρακώνει….. Έχει βρει την χαμένη του μνήμη, μα δεν τολμάει να της το πει. Φοβάται μήπως την χάσει…….
Ξυπνάει απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο, είναι αποπνικτική. Σηκώνεται, πηγαίνει στο παράθυρο και το ανοίγει, μα ένα καυτό κύμα αέρα, τον αναγκάζει να το κλείσει σχεδόν αμέσως. Η μορφή της καθρεφτίζεται στο κλειστό τζάμι. Εκείνος χαμογελά και απλώνει το χέρι του να την αγγίξει, μα τη θέση της παίρνουν τα φώτα του δρόμου. Το χαμόγελο σβήνει από το πρόσωπό του. Πηγαίνει στο κομοδίνο, πίνει λίγο νερό και κατευθύνεται στο μπάνιο. Εκεί, γεμίζει την μπανιέρα και μπαίνει στο νερό. Η δροσιά του, λυτρώνει το μέχρι πριν από λίγο ιδρωμένο του σώμα. Κλείνει τα μάτια του και βυθίζει το σώμα του, μέχρι τον λαιμό, στο νερό.
…. Όταν φεύγεις για τα ταξίδια σου, σε παρακαλώ, παίρνε με μαζί σου παντού. Ακόμη και αν πεις όχι, θα έρθω μαζί σου …… Είμαι τόσο ενθουσιασμένη με το τι μπορεί να γίνει αύριο. Όταν θα χτυπήσει η πόρτα και μπορεί να είσαι εσύ εκεί Άλμπερτ. Είμαι τόσο ευγνώμων στους γονείς μου, γιατί αν δεν με είχαν αφήσει στο σπίτι της Πόνυ, δεν θα σε είχα γνωρίσει… Θα έχω πολλά όμορφα όνειρα απόψε. Καληνύχτα Άλμπερτ….
Τα μάτια του ανοίγουν. Βγαίνει από την μπανιέρα, παίρνει μια πετσέτα και την τυλίγει γύρω από την μέση του. Τα ξανθά του μαλλιά, στάζουν νερό, πάνω στο στέρνο και την πλάτη του, δροσίζοντάς τον ευχάριστα. Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω αφηρημένα. Μα τι στην ευχή του συμβαίνει; Μέρες τώρα, οι ίδιες σκέψεις τα ίδια όνειρα. Στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό. Ξημερώνει……
***
- Τα εισιτήρια μας είναι έτοιμα. Αύριο το πρωί φεύγουμε.
- Επιτέλους είπε ο Άλμπερτ με ανακούφιση. Λείπουμε τόσο καιρό. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσουμε πίσω στην Αμερική.
- Δεν έχεις συνηθίσει ακόμη στον νέο σου τρόπο ζωής, γι’ αυτό και νοιώθεις έτσι. Ύστερα από λίγο καιρό, δεν θα σε ενοχλεί και τόσο.
- Είναι ποτέ δυνατόν να πάψει να με ενοχλεί το γεγονός ότι θα είμαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ;
Ο Τζώρτζ επιβεβαίωσε τις υποψίες του, μα δεν συνέχισε την συζήτηση. Δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Άλμπερτ, μιας και το έβλεπε πως ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του , μέσα του.
- Φυσικά και όχι, τι ανόητο εκ μέρους μου, του είπε και χαμογέλασε.
Λοιπόν τι λες; Πάμε; Έχουμε να αγοράσουμε και τα δώρα.
- Δίκιο έχεις φίλε μου. Πάμε.
Γύρισαν στο ξενοδοχείο, μετά από αρκετές ώρες, φορτωμένοι πακέτα. Ο Άλμπερτ αφού ένιωσε την ευχαρίστηση ενός δροσερού μπάνιου, άλλαξε ρούχα και κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, για να δειπνήσει με τον Τζώρτζ. Μόνο που ο Τζώρτζ, δεν ήταν μόνος.
- Αλίσια, τι ευχάριστη έκπληξη! , είπε ο Άλμπερτ όταν τους πλησίασε και με μια ελαφρά υπόκλιση, πήρε το χέρι της και το φίλησε.
Η Αλίσια Ο΄Μπράιαν , ήταν η κόρη του Αμερικανού πρόξενου στην Βραζιλία. Μια όμορφη κοπέλα είκοσι χρόνων, με καστανά μακριά μαλλιά και καστανά εκφραστικά μάτια. Ο Άλμπερτ την γνώρισε το βράδυ που ο πατέρας της, είχε οργανώσει την μεγάλη δεξίωση στο μέγαρό του, λόγω της επετείου της 4ης Ιουλίου. Από εκείνη την ημέρα συναντιόντουσαν αρκετά συχνά, αφού η μητέρα της ήταν συμμαθήτρια της κυρίας Ράγκαν και θεωρούσε μεγάλη της τιμή, η κόρη της να κάνει παρέα με την κεφαλή των Άρντλευ. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο υποψήφιο γαμπρό για την κόρη της, γεγονός που το πέρασε και στην κόρη της. Στο πρόσωπο του Άλμπερτ, η Αλίσια έβλεπε έναν πολύ ευγενικό και γοητευτικό νεαρό.
- Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Γουίλιαμ, του απάντησε εκείνη. Αν και έπρεπε να σου έχω θυμώσει.
- Μα γιατί; Τι σου έκανα;
- Μόλις πληροφορήθηκα από τον Τζώρτζ, πως γυρίζετε στην πατρίδα. Έτσι θα έφευγες λοιπόν; Χωρίς να με χαιρετήσεις;
- Σου ζητώ συγνώμη Αλίσια. Ότι και να πεις , έχεις δίκιο. Είμαι ασυγχώτητος.
- Τέλος πάντων, το παραβλέπω, είπε εκείνη παιχνιδιάρικα. Εξάλλου εδώ ήρθες για δουλειά, όχι για διασκέδαση. Περιμένω όμως, την επόμενη φορά που θα ξανασυναντηθούμε, να μου αφιερώσεις περισσότερο χρόνο. Μου το υπόσχεσαι;
- Στο υπόσχομαι, σύμφωνοι.
- Εντάξει λοιπόν. Και τώρα με συγχωρείτε. Θα πρέπει να πηγαίνω. Έχω ήδη αργήσει.
- Δεν θα φας μαζί μας;
- Λυπάμαι, μα δεν ήξερα πως θα σας βρω εδώ και πρέπει να συνοδεύσω τον πατέρα μου στο δείπνο που παραθέτει ο δήμαρχος, αφού η μητέρα μου είναι λίγο αδιάθετη αυτές τις μέρες.
Καλό σου ταξίδι λοιπόν και εύχομαι να ξανασυναντηθούμε πολύ σύντομα.
- Και εγώ το εύχομαι, αγαπητή Αλίσια, της είπε και την συνόδευσε ως το αυτοκίνητο που την περίμενε. ‘Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε αρκετά…
- Θα με ξαναδείς πολύ πιο σύντομα από ότι φαντάζεσαι, Γουίλιαμ. Πολύ πιο σύντομα….., σκέφτηκε και ένα χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης, ζωγραφίστηκε στα χείλη της.
***
Οι μέρες πάνω στο καράβι, του φαινόταν πως κυλούσαν βασανιστικά αργά. Δεν έβλεπε την ώρα να την ξαναδεί. Του είχε λείψει τόσο πολύ. Μα αυτή την φορά ήταν διαφορετικά. Κάτι μέσα του είχε αλλάξει, μόνο δεν είχε συνειδητοποιήσει, τι ακριβώς ήταν. Ή μήπως ήξερε, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτεί;
Εκείνο το βράδυ, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του, σαν άγριο θηρίο.
- Τι ωραίο που είναι να μοιράζονται δυο άνθρωποι τα ίδια πράγματα, Κάντυ.
- Εεε;
- Ας δώσουμε μια υπόσχεση. Να μοιραζόμαστε πάντα τις λύπες και τις χαρές. Τι λες και εσύ;
- Ώ, Άλμπερτ….
- Μου το υπόσχεσαι αυτό Κάντυ; Μου το υπόσχεσαι;
- Ναι, στο υπόσχομαι…..
Και η ανάμνηση αλλοιώνεται από την έντονη επιθυμία.
Εκείνη πέφτει στην αγκαλιά του , συγκινημένη .Εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά, στην προσπάθειά του να την καθησυχάσει. Μόλις η Κάντυ ηρεμεί, βάζει τα δυο του χέρια στο πρόσωπό της και το φέρνει απέναντί του. Για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζονται στα μάτια, αμίλητοι. Και τότε εκείνος, ακουμπάει τα χείλη του στα δικά της. Μια λάμψη τον τυφλώνει και….
Ξύπνησε κάθιδρος. Πηγαίνει μέχρι το μπάνιο και ρίχνει αρκετό νερό στο φλογισμένο του πρόσωπο, αφήνοντάς το να κυλίσει, ως το γυμνό στήθος του. Βγαίνει και ανοίγει την πόρτα του επίπλου που φυλάσσονταν το αλκοόλ και έβαλε σε ένα ποτήρι, κονιάκ.Ανακάθισε στο κρεβάτι και πήρε στα χέρια του το ποτήρι με το κονιάκ. Το ήπιε μονορούφι. Σηκώθηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το έφερε στο στόμα, μα την τελευταία στιγμή, κατέβασε το χέρι του, σαν να μην μπορούσε να το κρατήσει. Το ποτήρι πέφτει και σπάει.
- Θεέ μου, δεν μπορεί να είμαι ερωτευμένος μαζί της. Αδύνατον…
***
Επιτέλους, το ταξίδι είχε τελειώσει. Αφού κατέβηκαν από το καράβι, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το ορφανοτροφείο. Σε όλη την διαδρομή, η καρδιά του Άλμπερτ, χτυπούσε σαν τρελλή. Πως θα την αντίκριζε τώρα πια που είχε συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει; Μα η λαχτάρα του να την δει, άρχισε σιγά- σιγά να διαλύει αυτή του την ανησυχία. Πόσο του είχε λείψει…
Το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το ορφανοτροφείο. Τα παιδιά, μόλις το βλέπουν, μαζεύονται γύρω του. Ο Τζώρτζ κατεβαίνει και αρχίζει να μοιράζει τα δώρα στα παιδιά και εκείνα αρχίζουν να ξεφωνίζουν ενθουσιασμένα.
Η Κάντυ, έχει ξαπλώσει στην σκιά ενός δέντρου, με τα μάτια της κλειστά.
…Γυρίζει από το νοσοκομείο και εκείνος την υποδέχεται με ένα χαμόγελο… Η προσπάθειά της να μαγειρέψει, καταλήγει σε φιάσκο και εκείνος γελάει καλόκαρδα… Το πρόσωπό του…. Χαμογελάει…. Χαμογελάει… Φέρνει την άνοιξη στην καρδιά της….
- Δεν θα με αγκαλιάσεις μικρή μου; Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.
Ξυπνάει απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο, είναι αποπνικτική. Σηκώνεται, πηγαίνει στο παράθυρο και το ανοίγει, μα ένα καυτό κύμα αέρα, τον αναγκάζει να το κλείσει σχεδόν αμέσως. Η μορφή της καθρεφτίζεται στο κλειστό τζάμι. Εκείνος χαμογελά και απλώνει το χέρι του να την αγγίξει, μα τη θέση της παίρνουν τα φώτα του δρόμου. Το χαμόγελο σβήνει από το πρόσωπό του. Πηγαίνει στο κομοδίνο, πίνει λίγο νερό και κατευθύνεται στο μπάνιο. Εκεί, γεμίζει την μπανιέρα και μπαίνει στο νερό. Η δροσιά του, λυτρώνει το μέχρι πριν από λίγο ιδρωμένο του σώμα. Κλείνει τα μάτια του και βυθίζει το σώμα του, μέχρι τον λαιμό, στο νερό.
…. Όταν φεύγεις για τα ταξίδια σου, σε παρακαλώ, παίρνε με μαζί σου παντού. Ακόμη και αν πεις όχι, θα έρθω μαζί σου …… Είμαι τόσο ενθουσιασμένη με το τι μπορεί να γίνει αύριο. Όταν θα χτυπήσει η πόρτα και μπορεί να είσαι εσύ εκεί Άλμπερτ. Είμαι τόσο ευγνώμων στους γονείς μου, γιατί αν δεν με είχαν αφήσει στο σπίτι της Πόνυ, δεν θα σε είχα γνωρίσει… Θα έχω πολλά όμορφα όνειρα απόψε. Καληνύχτα Άλμπερτ….
Τα μάτια του ανοίγουν. Βγαίνει από την μπανιέρα, παίρνει μια πετσέτα και την τυλίγει γύρω από την μέση του. Τα ξανθά του μαλλιά, στάζουν νερό, πάνω στο στέρνο και την πλάτη του, δροσίζοντάς τον ευχάριστα. Ξαναπηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω αφηρημένα. Μα τι στην ευχή του συμβαίνει; Μέρες τώρα, οι ίδιες σκέψεις τα ίδια όνειρα. Στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό. Ξημερώνει……
***
- Τα εισιτήρια μας είναι έτοιμα. Αύριο το πρωί φεύγουμε.
- Επιτέλους είπε ο Άλμπερτ με ανακούφιση. Λείπουμε τόσο καιρό. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσουμε πίσω στην Αμερική.
- Δεν έχεις συνηθίσει ακόμη στον νέο σου τρόπο ζωής, γι’ αυτό και νοιώθεις έτσι. Ύστερα από λίγο καιρό, δεν θα σε ενοχλεί και τόσο.
- Είναι ποτέ δυνατόν να πάψει να με ενοχλεί το γεγονός ότι θα είμαι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπώ;
Ο Τζώρτζ επιβεβαίωσε τις υποψίες του, μα δεν συνέχισε την συζήτηση. Δεν ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Άλμπερτ, μιας και το έβλεπε πως ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του , μέσα του.
- Φυσικά και όχι, τι ανόητο εκ μέρους μου, του είπε και χαμογέλασε.
Λοιπόν τι λες; Πάμε; Έχουμε να αγοράσουμε και τα δώρα.
- Δίκιο έχεις φίλε μου. Πάμε.
Γύρισαν στο ξενοδοχείο, μετά από αρκετές ώρες, φορτωμένοι πακέτα. Ο Άλμπερτ αφού ένιωσε την ευχαρίστηση ενός δροσερού μπάνιου, άλλαξε ρούχα και κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, για να δειπνήσει με τον Τζώρτζ. Μόνο που ο Τζώρτζ, δεν ήταν μόνος.
- Αλίσια, τι ευχάριστη έκπληξη! , είπε ο Άλμπερτ όταν τους πλησίασε και με μια ελαφρά υπόκλιση, πήρε το χέρι της και το φίλησε.
Η Αλίσια Ο΄Μπράιαν , ήταν η κόρη του Αμερικανού πρόξενου στην Βραζιλία. Μια όμορφη κοπέλα είκοσι χρόνων, με καστανά μακριά μαλλιά και καστανά εκφραστικά μάτια. Ο Άλμπερτ την γνώρισε το βράδυ που ο πατέρας της, είχε οργανώσει την μεγάλη δεξίωση στο μέγαρό του, λόγω της επετείου της 4ης Ιουλίου. Από εκείνη την ημέρα συναντιόντουσαν αρκετά συχνά, αφού η μητέρα της ήταν συμμαθήτρια της κυρίας Ράγκαν και θεωρούσε μεγάλη της τιμή, η κόρη της να κάνει παρέα με την κεφαλή των Άρντλευ. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο υποψήφιο γαμπρό για την κόρη της, γεγονός που το πέρασε και στην κόρη της. Στο πρόσωπο του Άλμπερτ, η Αλίσια έβλεπε έναν πολύ ευγενικό και γοητευτικό νεαρό.
- Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Γουίλιαμ, του απάντησε εκείνη. Αν και έπρεπε να σου έχω θυμώσει.
- Μα γιατί; Τι σου έκανα;
- Μόλις πληροφορήθηκα από τον Τζώρτζ, πως γυρίζετε στην πατρίδα. Έτσι θα έφευγες λοιπόν; Χωρίς να με χαιρετήσεις;
- Σου ζητώ συγνώμη Αλίσια. Ότι και να πεις , έχεις δίκιο. Είμαι ασυγχώτητος.
- Τέλος πάντων, το παραβλέπω, είπε εκείνη παιχνιδιάρικα. Εξάλλου εδώ ήρθες για δουλειά, όχι για διασκέδαση. Περιμένω όμως, την επόμενη φορά που θα ξανασυναντηθούμε, να μου αφιερώσεις περισσότερο χρόνο. Μου το υπόσχεσαι;
- Στο υπόσχομαι, σύμφωνοι.
- Εντάξει λοιπόν. Και τώρα με συγχωρείτε. Θα πρέπει να πηγαίνω. Έχω ήδη αργήσει.
- Δεν θα φας μαζί μας;
- Λυπάμαι, μα δεν ήξερα πως θα σας βρω εδώ και πρέπει να συνοδεύσω τον πατέρα μου στο δείπνο που παραθέτει ο δήμαρχος, αφού η μητέρα μου είναι λίγο αδιάθετη αυτές τις μέρες.
Καλό σου ταξίδι λοιπόν και εύχομαι να ξανασυναντηθούμε πολύ σύντομα.
- Και εγώ το εύχομαι, αγαπητή Αλίσια, της είπε και την συνόδευσε ως το αυτοκίνητο που την περίμενε. ‘Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε αρκετά…
- Θα με ξαναδείς πολύ πιο σύντομα από ότι φαντάζεσαι, Γουίλιαμ. Πολύ πιο σύντομα….., σκέφτηκε και ένα χαμόγελο βαθιάς ικανοποίησης, ζωγραφίστηκε στα χείλη της.
***
Οι μέρες πάνω στο καράβι, του φαινόταν πως κυλούσαν βασανιστικά αργά. Δεν έβλεπε την ώρα να την ξαναδεί. Του είχε λείψει τόσο πολύ. Μα αυτή την φορά ήταν διαφορετικά. Κάτι μέσα του είχε αλλάξει, μόνο δεν είχε συνειδητοποιήσει, τι ακριβώς ήταν. Ή μήπως ήξερε, απλά δεν ήθελα να το παραδεχτεί;
Εκείνο το βράδυ, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του, σαν άγριο θηρίο.
- Τι ωραίο που είναι να μοιράζονται δυο άνθρωποι τα ίδια πράγματα, Κάντυ.
- Εεε;
- Ας δώσουμε μια υπόσχεση. Να μοιραζόμαστε πάντα τις λύπες και τις χαρές. Τι λες και εσύ;
- Ώ, Άλμπερτ….
- Μου το υπόσχεσαι αυτό Κάντυ; Μου το υπόσχεσαι;
- Ναι, στο υπόσχομαι…..
Και η ανάμνηση αλλοιώνεται από την έντονη επιθυμία.
Εκείνη πέφτει στην αγκαλιά του , συγκινημένη .Εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά, στην προσπάθειά του να την καθησυχάσει. Μόλις η Κάντυ ηρεμεί, βάζει τα δυο του χέρια στο πρόσωπό της και το φέρνει απέναντί του. Για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζονται στα μάτια, αμίλητοι. Και τότε εκείνος, ακουμπάει τα χείλη του στα δικά της. Μια λάμψη τον τυφλώνει και….
Ξύπνησε κάθιδρος. Πηγαίνει μέχρι το μπάνιο και ρίχνει αρκετό νερό στο φλογισμένο του πρόσωπο, αφήνοντάς το να κυλίσει, ως το γυμνό στήθος του. Βγαίνει και ανοίγει την πόρτα του επίπλου που φυλάσσονταν το αλκοόλ και έβαλε σε ένα ποτήρι, κονιάκ.Ανακάθισε στο κρεβάτι και πήρε στα χέρια του το ποτήρι με το κονιάκ. Το ήπιε μονορούφι. Σηκώθηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το έφερε στο στόμα, μα την τελευταία στιγμή, κατέβασε το χέρι του, σαν να μην μπορούσε να το κρατήσει. Το ποτήρι πέφτει και σπάει.
- Θεέ μου, δεν μπορεί να είμαι ερωτευμένος μαζί της. Αδύνατον…
***
Επιτέλους, το ταξίδι είχε τελειώσει. Αφού κατέβηκαν από το καράβι, μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το ορφανοτροφείο. Σε όλη την διαδρομή, η καρδιά του Άλμπερτ, χτυπούσε σαν τρελλή. Πως θα την αντίκριζε τώρα πια που είχε συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει; Μα η λαχτάρα του να την δει, άρχισε σιγά- σιγά να διαλύει αυτή του την ανησυχία. Πόσο του είχε λείψει…
Το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το ορφανοτροφείο. Τα παιδιά, μόλις το βλέπουν, μαζεύονται γύρω του. Ο Τζώρτζ κατεβαίνει και αρχίζει να μοιράζει τα δώρα στα παιδιά και εκείνα αρχίζουν να ξεφωνίζουν ενθουσιασμένα.
Η Κάντυ, έχει ξαπλώσει στην σκιά ενός δέντρου, με τα μάτια της κλειστά.
…Γυρίζει από το νοσοκομείο και εκείνος την υποδέχεται με ένα χαμόγελο… Η προσπάθειά της να μαγειρέψει, καταλήγει σε φιάσκο και εκείνος γελάει καλόκαρδα… Το πρόσωπό του…. Χαμογελάει…. Χαμογελάει… Φέρνει την άνοιξη στην καρδιά της….
- Δεν θα με αγκαλιάσεις μικρή μου; Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή.