Αποκλειστική συνέντευξη του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ στο RetroManiaX

tsalk

RetroDB Feeder
Joined
10 Δεκ 2007
Μηνύματα
3.719
Αντιδράσεις
920
Ακριβώς 30 χρόνια μετά το φινάλε του θρυλικού Μεθοριακού Σταθμού ο άνθρωπος που είχε για 7 και πλέον χρόνια την σκηνοθετική επιμέλεια της σειράς θυμάται και μιλά αποκλειστικά για το RetroManiaX για όλη του την πορεία από τον ελληνικό κινηματογράφο μέχρι την εμπειρία του στον χώρο της τηλεόρασης.

Μιλάμε για τον σκηνοθέτη Γιώργο Πετρίδη ο οποίος επίσης υπήρξε από τους πρωτοπόρους σκηνοθέτες στην μεταγλώττιση με σειρές που όλοι μας αγαπήσαμε και θυμόμαστε με νοσταλγία όπως "Το μικρό σπίτι το λιβάδι", "Επικίνδυνες Αποστολές", "Πέητον Πλέης" και πλήθος άλλων. Ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτης αρχικά στα μέσα της δεκαετίας του '50 σε ταινίες όπως "Η αρπαγή της Περσεφόνης" (1954), η "Μουσίτσα" (1959), "Ο Ατσίδας" (1962), "Η Θεία μου η χίπισσα" (1970) και πολλές άλλες. Συνέχισε την καριέρα του ως σκηνοθέτης σε ταινίες, όπως "Το παιδί του μεθύστακα" (1961), "Αν έχεις τύχη" (1964), "Αριστοτέλης ο επιπόλαιος" (1970) και άλλες. Στην τηλεόραση συνέχισε με τον "Μικρό Ήρωα", τον "Μεθοριακό Σταθμό", τον "Καπιταλιστή", την "Μαρία Δημάδη" και αρκετές άλλες εκπομπές, θεατρικές παραστάσεις, επετειακά αφιερώματα και ντοκυμαντέρ.

Έκπληξη για μας ήταν το γεγονός ότι γνώρισε πολύ καλά το φόρουμ μας και την προσπάθεια που όλοι μας κάνουμε και επικοινώνησε αρχικά αυτός μαζί μας προκειμένου να μας βοηθήσει να καταγράψουμε κάποιες άγνωστες, αλλά σημαντικές πληροφορίες γύρω από την δουλειά του και όχι μόνο. Συναντήσαμε τον Γιώργο Πετρίδη αρχικά σε κάποιο ξενοδοχείο της Αθήνας και στην συνέχεια μας δέχτηκε στο σπίτι του όπου κάναμε μια περισσότερο φιλική κουβέντα για αρκετές ώρες γύρω από την πορεία του στο χώρο.

attachment.php


O Γιώργος Πετρίδης με τον tsalk

Την συνέντευξη πήραν οι tsalk και bernard.c, την απομαγνητοφώνηση έκανε ο tsalk και την τελική επιμέλεια του κειμένου έκανε ο bernard.c.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Το ξεκίνημα

ΕΡ: Πώς ξεκίνησε η πορεία σας στον κινηματογράφο;

Το πρώτο ερέθισμα ήρθε πριν από πολλά χρόνια και πριν ακόμα από το τέλος του σχολείου, όταν ανακάλυψα μαζί με μερικούς ακόμα φίλους το πόσο μας άρεσε το διάβασμα και η λογοτεχνία γενικότερα. Την ίδια εποχή περίπου σαν πρόσκοπος στα 14 με 15 μου πήγαμε μια ημερήσια εκδρομή στον Κοκκιναρά, στις παρυφές της Πεντέλης. Το μεσημέρι μας είπε ο αρχηγός της ομάδας να κοιμηθούμε, ενώ για όσους δεν ήθελαν να κοιμηθούν, μας είπε ότι ήθελε το απόγευμα να του δείξουμε πώς είχαμε περάσει την ώρα μας. Κάποια παιδιά πήραν φλούδες από τα πεύκα και σκάλισαν καραβάκια και διάφορα άλλα αντικείμενα. Μιλάμε για το 1949-1950. Το δάσος του Κοκκιναρά είχε καεί από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και από τους Έλληνες κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Αντί λοιπόν να πάρω μια φλούδα και να σκαλίσω κι εγώ κάτι όπως τα υπόλοιπα παιδιά, βλέποντας αυτή την εικόνα του δάσους έγραψα ένα ποίημα με θέμα το κάψιμο και την καταστροφή του δάσους... Ξύπνησε η ομάδα το απόγευμα, ρώτησε ο αρχηγός όσους δεν κοιμήθηκαν τι έκαναν και ο ένας έδειξε το καραβάκι που έκανε, ο άλλος μια άλλη κατασκευή και εγώ πολύ δειλά του έδειξα αυτό που είχα γράψει. Το ποίημα, του άρεσε - αυτό ήταν και το πρώτο ερέθισμα.

Έτσι αρχίζει να με απασχολεί η ποίηση και η λογοτεχνία. Το 1951, μόλις τελείωσα το σχολείο, έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο για να μπαρκάρω και ξαφνικά βρίσκω έναν κανονισμό της Σχολής Σταυράκου. Τον διαβάζω, εντυπωσιάζομαι από την ύλη και πηγαίνω στην σχολή για να πάρω κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες. Έτσι, το 1952 δίνω προφορικές και γραπτές εξετάσεις και μπαίνω στην σχολή. Η Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου είχε ιδρυθεί το 1950. Σαν πρωτοετής εγώ πρόλαβα τους τριτοετείς, μεταξύ των οποίων ήταν ο Θανάσης Βαλτινός, ο ακαδημαϊκός και ο Τάκης ο Μανουσάκης. Μαζί με μένα ήταν ο Γιάννης ο Θεοδωράκης (ο αδερφός του Μίκη), ο Οδυσσέας Κωστελέτος και ο Τάκης Κανελλόπουλος.

Μόλις ολοκληρώσαμε το πρώτο έτος, ζητήσαμε από τον Γρηγόρη Γρηγορίου, ο οποίος ήταν ο διευθυντής σπουδών της σχολής, να μας πει ποιες ήταν οι προοπτικές αυτού του νεοεμφανιζόμενου (εκείνη την εποχή) επαγγέλματος. Και ο Γρηγόρης Γρηγορίου μας απάντησε με κάθε ειλικρίνεια, ως εντιμότατος και συγκλονιστικός άνθρωπος που ήταν: “Πού σας πάω; Στον Καιάδα σας πάω, στην κόλαση! Πουθενά δεν σας πάω! Αν αναρωτιέστε πόσες ταινίες γυρίστηκαν το 1951, σας λέω ότι γυρίστηκαν 11 στο σύνολο, ενώ εσείς εδώ είστε 32. Και αν υπολογίσετε και τους αποφοίτους των δύο προηγούμενων ετών είναι άλλα 30 άτομα, που σημαίνει ότι σε 3 χρόνια θα βγείτε 60 σκηνοθέτες. Πού θα απορροφηθείτε όλοι εσείς;” Το αποτέλεσμα ήταν να φύγουν οι περισσότεροι από την σχολή και να μείνουμε 4-5 άτομα. Εγώ ήμουν τότε ακόμα 18 χρονών και σκέφτηκα ότι και να έχανα και 3 χρόνια, τι θα πείραζε; Αυτοί λοιπόν που μείναμε, αρχίσαμε να δουλεύουμε στην σχολή σωστά και συστηματικά.

Ανήκω στην γενιά της σχολής που είχε συγκεντρώσει ό,τι εκλεκτότερο και καλύτερο υπήρχε εκείνη την εποχή στον Ελλαδικό χώρο. Θα αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα δασκάλων μου: Κάρολος Κουν, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μάριος Πλωρίτης και Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ήταν όλοι τους καταπληκτικοί άνθρωποι και με πολλή όρεξη για δουλειά. Βρισκόμαστε μετά το τέλος του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου και οι Έλληνες μόλις αρχίζουμε να συνερχόμαστε, πολύ δε περισσότερο εκείνοι που ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία. Όλοι, νέοι ήμασταν ακόμα βεβαίως και οι διαφορές ηλικίας δεν ήταν μεγάλες. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι όλοι ήμασταν ορεξάτοι να επικοινωνήσουμε και να βγάλουμε όλα αυτά που “κουβαλούσαμε”.

attachment.php


(φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του κ. Γιώργου Πετρίδη)


Η κινηματογραφική πορεία


 


ΕΡ: Ποιά ήταν η πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχατε;


Τελείωσα την σχολή στα τρία χρόνια, αλλά πριν ακόμα τελειώσω, το 1953, “χήρεψε” η θέση του βοηθού σκηνοθέτη σε μια ταινία που γύριζε ο δάσκαλός μου Ίων Νταϊφάς. Η ταινία ήταν το “Δολάρια και Όνειρα” και μου προτάθηκε να συνεχίσω εγώ στην θέση του Νίκου Χατζηαθανασίου που είχε φύγει. Δέχτηκα αμέσως, άλλωστε ο Ίων Νταϊφάς με ήξερε καλά, όπως τον ήξερα κι εγώ και έτσι ξεκίνησα.

Ακολούθησε έπειτα η μοναδική παραγωγή που έκανε η Σχολή Σταυράκου, η ταινία “Η αρπαγή της Περσεφόνης”, το 1954. Σε αυτήν ήμουν βοηθός του Γρηγόρη Γρηγορίου και συμμετείχε όλη η ομάδα της σχολής (ηθοποιοί, κλπ).

Έπειτα πήγα στρατό, έκανα τη θητεία μου και στη συνέχεια “χήρεψε” η θέση του βοηθού σκηνοθέτη στην πρώτη ταινία που γύριζε ο Γιάννης Δαλιανίδης, την “Μουσίτσα”. Πήγε φαντάρος ο Γιώργος Ασαργιωτάκης, ο βοηθός που είχε ο Δαλιανίδης και έτσι γνώρισα τον Γιάννη, με τον οποίο μείναμε φίλοι μέχρι που έφυγε πρόσφατα...

Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι οι περισσότεροι της δικής μου γενιάς (και ίσως και οι μεταγενέστεροι) απαξιούσαν να δουλέψουν σαν βοηθοί σκηνοθέτες, ενώ εγώ, όχι μόνο δεν σνομπάριζα την δουλειά του βοηθού, αλλά πίστευα ότι και μόνο η εμπειρία που αποκτάς δουλεύοντας μέσα στο συνεργείο, σου δίνει την ευκαιρία να αποφύγεις τις διάφορες κακοτοπιές, όταν θα αρχίσεις αργότερα να δουλεύεις σαν σκηνοθέτης. Πάρα πολλοί συνάδελφοι και φίλοι έκαναν τις πρώτες τους σκηνοθετικές δουλειές, χωρίς να έχουν προηγουμένως δουλέψει και η έλλειψη αυτής της εμπειρίας φάνηκε.

Από κει και πέρα, γύρισα την πρώτη μου ταινία, “Το παιδί του μεθύστακα”, το 1961. Μετά ακολούθησαν οι άλλες, όμως δεν σταματούσα να εργάζομαι στα κενά, διότι από την μία ταινία μέχρι την άλλη πολλές φορές μεσολαβούσε μεγάλο χρονικό διάστημα και εγώ, που ζούσα τότε από τον κινηματογράφο, δεν θεωρούσα καθόλου ταπεινωτικό να δουλεύω και σαν βοηθός σκηνοθέτης, διότι το αντιμετώπιζα με τον ίδιο ζήλο, σαν να σκηνοθετούσα ο ίδιος. Αυτός ήταν ο λόγος που, όχι μόνο εγώ, αλλά η γενιά η δική μου που δουλέψαμε με αυτόν τον τρόπο, ο Πάνος ο Γλυκοφρύδης, ο Ερρίκος ο Θαλασσινός και άλλοι, είχαμε περισσότερη εμπειρία από αυτούς που δεν είχαν δουλέψει καθόλου σαν βοηθοί.

attachment.php


Από τα γυρίσματα της ταινίας ο Ατσίδας

ΕΡ: Δουλέψατε σε πολλές ταινίες με τον Γιάννη Δαλιανίδη;

Με τον Γιάννη τον Δαλιανίδη γυρίσαμε πολλές ταινίες. Μετά την “Μουσίτσα”, χωρίσαμε - ο Γιάννης απορροφήθηκε από την νέα εταιρία “Αφοί Ρουσσόπουλοι – Γ. Λαζαρίδης – Δ. Σαρρής – Κ. Ψαρράς” και ξανασυναντηθήκαμε όταν έκανε σʼ αυτή την εταιρία το “Κοροϊδάκι της δεσποινίδος” με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και την Τζένη Καρέζη. Στη συνέχεια, γύρισε ο Δαλιανίδης την πρώτη του ταινία στην ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, το “Ζητείται ψεύτης”, η οποία ήταν συμπαραγωγή με τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη και έκανε μεγάλη επιτυχία.

Ο Φίνος έχει ήδη ανακαλύψει την ικανότητα του Δαλιανίδη, ο οποίος του προτείνει τον “Κατήφορο”. Έχετε υπʼ όψιν σας ότι εκείνη την εποχή στον κινηματογράφο υπήρχε το “Κατάλληλο” στις ταινίες και το “Ακατάλληλο”. Ο “Κατήφορος” ήταν εξʼ αρχής “Ακατάλληλο”, το οποίο σήμαινε ότι θα την έβλεπαν λιγότεροι θεατές, άρα θα είχε και συνολικά λιγότερα έσοδα από τα εισιτήρια. Ο Φίνος ήταν κάπως διστακτικός σε αυτό, αφού όμως τελικά τα βρήκανε, λέει ο Φίνος στον Δαλιανίδη: “Για να έχει χαμηλότερο κοστολόγιο η ταινία, θα χρησιμοποιήσεις νέους ηθοποιούς” και έτσι ξεκινάει καριέρα μια νέα φουρνιά ηθοποιών, όπως η Ζωή Λάσκαρη, ο Κώστας Βουτσάς και όλα τα άλλα παιδιά. Η επιτυχία της ταινίας ήταν μεγάλη.

Αυτή ήταν η αρχή της “χρυσής εποχής” του Δαλιανίδη με τον Φίνο και θυμάμαι ότι, επειδή ο “Κατήφορος” ήταν μια ταινία με πολλή κούραση και πολλή δουλειά, η οποία είχε κρατήσει 10 εβδομάδες, ο Φίνος, για να μας ευχαριστήσει και να μας ξεκουράσει, μας πρότεινε να πάμε στην Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν ο θίασος του Ντίνου Ηλιόπουλου για να γυρίσουμε ταινία το “Εξοχικόν κέντρον ο Έρως” (όπως λεγόταν το έργο του Δημήτρη Ψαθά) και έτσι γυρίστηκε η ταινία ο “Ατσίδας”.

EP: Θυμάστε ποιό ήταν το κόστος μιας ταινίας εκείνη την εποχή;

Θυμάμαι το “Μερικοί το προτιμούν κρύο” ήταν το πρώτο έγχρωμο μιούζικαλ, το οποίο δεν ήταν πολύ ακριβό, γιατί ο Δαλιανίδης είχε μια μοναδική ικανότητα να κάνει να φαίνονται πλούσιες οι ταινίες του με πολύ μικρά κοστολόγια, κάνοντας τα σχετικά φτηνά υφάσματα να φαίνονται πανάκριβα κοστούμια, κάτι που το πετύχαινε με έξυπνους φωτισμούς και με ριντό, δημιουργώντας την αίσθηση της ακριβής παραγωγής. Αυτή ήταν μια ικανότητα του Δαλιανίδη και του Μάρκου Ζέρβα, ο οποίος ήταν ο κατασκευαστής των ντεκόρ στις ταινίες του Φίνου.


ΕΡ: Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας με τους ηθοποιούς εκείνης της γενιάς;





Πολλά!... Θυμάμαι τον αγαπημένο μου Νίκο Φέρμα στα γυρίσματα, ο οποίος με έπαιρνε από το χέρι και μου έλεγε: “Πάμε βολτίτσα εμείς οι δυό!”. Και αυτό επειδή δεν είχε διαβάσει και λίγο εγώ, λίγο αυτός, τον μάθαινε τον ρόλο του πριν από το γύρισμα. Προσαρμοζόμασταν στον τρόπο του καθενός... Ο Νικήτας Πλατής ερχόταν διαβασμένος πλήρως. Ο δε Νίκος Σταυρίδης ήξερε και τα λόγια των άλλων, όπως και ο Μίμης Φωτόπουλος... Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μεράκι και προσπαθούσαν για ό,τι το καλύτερο μπορούσε ο καθένας. Για την προσωπική τους τέρψη, όχι για να εντυπωσιάσουν.

ΕΡ: Πώς κρίνετε την περίοδο αυτή της ακμής του Ελληνικού κινηματογράφου;

Υπήρχε εντιμότητα και αγάπη για αυτό που κάναμε. Δεν υπολογίζαμε τον χρόνο που θα χρειαζόταν για την παραγωγή μιας ταινίας, παρά το γεγονός ότι ο Φίνος, σαν έντιμος άνθρωπος που ήταν, πότε δεν εκμεταλλεύτηκε το πέραν του 8ώρου. Αυτό που διέκρινε αυτή την περίοδο ήταν το πάθος που είχαμε όλοι μας για την δουλειά που κάναμε, κάτι που δυστυχώς έχει εκλείψει τώρα.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Η μετάβαση στην τηλεόραση

 


ΕΡ: Ποιές είναι οι αναμνήσεις σας από τα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης στην Ελλάδα;


Τον πρώτο καιρό, οι άνθρωποι που μπήκαν στην τηλεόραση πίστεψαν, λαθεμένα βέβαια, ότι αυτοί ανήκαν στον τηλεοπτικό χώρο και προσπάθησαν με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο να μην μπούμε στον χώρο εμείς οι κινηματογραφιστές. Και αυτό διότι οι γνώσεις των μεν, σε σχέση με τις γνώσεις των δε, ήταν η μέρα με την νύχτα...

Αυτό που συντελέστηκε στον Ελλαδικό χώρο όταν ξεκίνησε η τηλεόραση είναι το πιο ανήθικο που συνέβη συγκριτικά με άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, δεν προτιμήθηκαν οι άνθρωποι που επλήγησαν με τον ερχομό της τηλεόρασης, οι οποίοι ήταν οι κινηματογραφιστές. Έχετε υπʼ όψιν σας ότι όταν, πριν από πολλά χρόνια, αντικαταστάθηκαν οι ιππήλατες άμαξες από τα ταξί, οι πρώτοι που πήραν άδεια ταξί ήταν οι αμαξηλάτες. Εδώ συνέβη το εντελώς αντίθετο - οι μόνοι που έμειναν έξω από την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων, ήταν οι κινηματογραφιστές.

Ο Φίνος βεβαίως δεν πίστεψε ποτέ στην τηλεόραση, παρʼ όλο που έβλεπε ότι δεν έχει μέλλον ο κινηματογράφος. Υπʼ όψιν ότι ο Φίνος είναι η μοναδική περίπτωση! Ενώ η Φίνος Φιλμ έβγαζε πολλά χρήματα, ο ίδιος, μέχρι και που πέθανε δεν είχε δικό του σπίτι, ενώ το στούντιο στα Σπάτα ξεχρεώθηκε με τις προβολές των ταινιών της εταιρίας του στην τηλεόραση, μετά από τον θάνατό του. Ήταν από τους πιο αδικημένους στον χώρο του κινηματογράφου και στην αρχή τον σνόμπαραν, λες και ήταν ο άνθρωπος που κατέστρεψε τον Ελληνικό κινηματογράφο...

Βεβαίως, ήρθε η εποχή όπου οι διαφημιστές αντιλήφθηκαν το λάθος που είχαν κάνει. Τότε ξεκίνησαν να μπαίνουν κινηματογραφιστές στον τηλεοπτικό χώρο, όπως ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο οποίος γύρισε όλες εκείνες τις συγκλονιστικές σειρές, όπως “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, ο “Γιούγκερμαν” και τόσες άλλες.

Η γενιά των κινηματογραφιστών που μπήκε στην τηλεόραση, στην οποία ανήκω κι εγώ, έκανε τη δουλειά της όχι με πολυκάμερο, αλλά με μονοκάμερο. Και αυτό διότι απλούστατα η μηχανή δεν είναι μόνο το εργαλείο που καταγράφει με την μορφή ντοκουμέντου αυτά που συμβαίνουν. Η μηχανή αντιπροσωπεύει την αισθητική του κάθε σκηνοθέτη, το πώς δηλαδή βλέπει τα πράγματα. Δεν είναι απλώς ο καταγραφέας, αλλά η αποτύπωση της προσωπικής του έκφρασης.

ΕΡ: Ποιά ήταν η πρώτη σας τηλεοπτική δουλειά;

Πρώτη δική μου δουλειά στην τηλεόραση ήταν ο “Μικρός ήρωας”, μια παιδική παραγωγή του Παύλου Πισσάνου, ο οποίος εκείνη την εποχή μεσουρανούσε στην τηλεόραση. Βρισκόμαστε στο 1973. Γύρισα 11 επεισόδια από τα 26 συνολικά που είχε η σειρά και τα υπόλοιπα τα γύρισε ο Τάκης Βουγιουκλάκης. Υπήρχε τότε το βίντεο, όμως εγώ τα γύρισα κινηματογραφημένα.

Μεθοριακός σταθμός (1974-1981)

 


ΕΡ: Ο “
Μεθοριακός σταθμός” κατείχε το ρεκόρ της μακροβιότερης Ελληνικής τηλεοπτικής σειράς από άποψη ετών προβολής (Νοέμβριος 1974 – Δεκέμβριος 1981). Το ρεκόρ αυτό καταρρίφθηκε μετά την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης...

Πράγματι, ήταν η μακροβιότερη σειρά και ο Δαλιανίδης ακολουθούσε με το “Λούνα Παρκ”. Ήμασταν η πρώτη σειρά των πρώτων που ξεκίνησαν μετά τη μεταπολίτευση και η τελευταία των τελευταίων που κόπηκαν μετά από την πολιτική αλλαγή του 1981...

ΕΡ: Παράλληλα, ο “Μεθοριακός σταθμός” ήταν η δεύτερη Ελληνική τηλεοπτική σειρά σε σύνολο αριθμού επεισοδίων (349), με πρώτη τη “Γειτονιά μας” (550). Πώς ξεκίνησε ο “Μεθοριακός σταθμός”;

Ο Θάνος Κάνιστρας, ο οποίος μέχρι το 1974 εργαζόταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και παράλληλα ως δημοσιογράφος - ανταποκριτής ξένων περιοδικών, πήρε την παραγωγή της σειράς στα τέλη του ίδιου χρόνου. Μάλιστα, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις της παραγωγής, επειδή δεν είχε τα χρήματα, έβαλε υποθήκη το σπίτι της γυναίκας του, ένα σπιτάκι στην Κοκκινιά. Το θυμάμαι αυτό διότι, όταν κάναμε ένα ρεπεράζ στα Κιούρκα, με είχε παρακαλέσει η γυναίκα του να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα για να μην χάσει το σπίτι της.

ΕΡ: Ποιός έγραψε το πρώτο σενάριο της σειράς;

Ο ίδιος ο Κάνιστρας! Είχε άλλωστε ήδη δημοσιογραφική και συγγραφική εμπειρία και το σενάριο για το πρώτο επεισόδιο, αυτό που λέμε “πιλότος” ή δοκιμαστικό, γράφτηκε από τον ίδιο. Βεβαίως, ο Κάνιστρας τότε είχε τις πλάτες της τότε κυβέρνησης και δεν υπήρχε περίπτωση η σειρά να μην συνεχιστεί, εντούτοις ήταν ένα πολύ ωραίο επεισόδιο, το οποίο είχε σαν θέμα την ανταλλαγή κατασκόπων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας και η δράση ήταν στα σύνορα, την μεθόριο των δύο χωρών (εξ ου και “Μεθοριακός Σταθμός”). Το πρώτο επεισόδιο ήταν γυρισμένο στα Κιούρκα (που έπειτα γυριζόταν η σειρά), αλλά και σε άλλα μέρη, καθώς διέθετε πολλά εξωτερικά γυρίσματα, όπως η Πάρνηθα, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ότι το βουνό χωρίζει τις δύο χώρες. Το πρώτο επεισόδιο είχε πράγματι πολύ ενδιαφέρον και το αποτέλεσμα ήταν αρκετά καλό, αλλά η υπόθεση και το ύφος της σειράς δεν είχαν καμία σχέση με το πώς εξελίχθηκε η σειρά στην συνέχεια.

attachment.php


Από τα γυρίσματα του Μεθοριακού Σταθμού

ΕΡ: Η συνέχεια πώς εξελίχθηκε;

Ακολούθησαν άλλα έξι επεισόδια, τα οποία ήταν γραμμένα από διάφορους σεναριογράφους. Μετά τον Κάνιστρα ανέλαβε την συγγραφή της σειράς μια ομάδα 5-6 σεναριογράφων, μεταξύ των οποίων ο τελευταίος ήταν ο Παντελής Σκρούμπελος. Ο κάθε ένας έγραφε από ένα επεισόδιο για να υπάρχει ποικιλία και διαφορετικό ύφος. Πρέπει στο σημείο αυτό να σας πω ότι τα πρώτα 7 επεισόδια ήταν αυτοτελή, δηλαδή υπήρχε μια “αφορμή” για να εξελιχθεί η ιστορία του κάθε επεισοδίου πάνω στον τόπο και στους βασικούς χαρακτήρες που είχαν ήδη παρουσιαστεί στο κοινό. Αυτό ξεκίνησε από το δεύτερο επεισόδιο της σειράς, στο οποίο ο συγγραφέας ήθελε να γράψει τη δική του ιστορία για τους βασικούς ήρωες και συνεχίστηκε μέχρι και το έκτο επεισόδιο. Τελικά όμως αυτό δεν λειτούργησε, διότι ο κάθε ένας συγγραφέας ήθελε να γράψει τη δική του ιστορία πάνω στους ήρωες και, όπως αντιλαμβάνεστε, με τις συνεχείς αλλαγές των σεναριογράφων, συνεχώς προσπαθούσαμε να διαμορφώσουμε τον “χαρακτήρα” της σειράς. Αυτό το πετύχαμε μετά το έβδομο επεισόδιο, στο οποίο ανέλαβε ως σεναριογράφος ο Άκης Φαράς. Το όνομά του ήταν συντομογραφία του ονόματος Γιώργος Φαραζολής. Το είχε αλλάξει επειδή υπηρετούσε στο Ναυτικό ως Αξιωματικός εκείνη την εποχή. Ανέλαβε με την προϋπόθεση ότι θα γράφει μόνο αυτός για τη σειρά και καθώς εμείς είχαμε ήδη αγανακτήσει με την προσπάθεια του συντονισμού των 5-6 αυτών συγγραφέων, δεχτήκαμε να συνεχίσει ο Φαράς, δεδομένου ότι ήταν σχετικά γνωστός. Είχε ήδη γράψει σενάριο για τον κινηματογράφο, είχε δηλαδή μια σχετική εμπειρία στο γράψιμο. Τελικά, ο Ακης Φαράς έμεινε για τρία περίπου χρόνια στον “Μεθοριακό Σταθμό”.

ΕΡ: Ο “Μεθοριακός σταθμός” ξεχώριζε πάντα για το ζεστό, ιδιαίτερο “ύφος” του. Εστιαζόταν σε κάποιους βασικούς χαρακτήρες, κατοίκους του χωριού Καλαμιά και παρακολουθούσε τις ιστορίες που εξελίσσονταν γύρω και σε σχέση με αυτούς. Πώς τελικά καταλήξατε σε αυτό το “φορμάτ”;

Εγώ, την ίδια εποχή (από τον Δεκέμβριο του 1974) είχα αναλάβει την σκηνοθετική επιμέλεια της μεγαλύτερης μεταγλωττισμένης επιτυχίας στην Ελλάδα, “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” (“Little house on the prairie”). Το ίδιο διάστημα, διευθυντής στην ΥΕΝΕΔ ήταν ο Μάριος Βαλυνδράς, ο οποίος ήταν πρώην συνάδελφος στην πρώτη κινηματογραφική ακαδημία το 1944 με τον Γρηγόρη Γρηγορίου και συνάμα πολύ φίλος του. Όπως σας προανέφερα, ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου ήταν δάσκαλός μου στη σχολή και όταν αντιμετωπίζαμε το πρόβλημα με τους πολλούς συγγραφείς του “Μεθοριακού σταθμού” στο ξεκίνημα της σειράς, πήρα το θάρρος και πήγα και συνάντησα τον Βαλυνδρά και του μίλησα για το πρόβλημα αυτό. Ο Βαλυνδράς, ο οποίος είχε γνώσεις και έκοβε και το μυαλό του, μου απάντησε: “Επειδή βλέπω ότι παιδεύεσαι, γιατί δεν χρησιμοποιείς το ίδιο φορμάτ που χρησιμοποιεί και η ξένη σειρά “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι”; Εσύ δεν έχεις την σκηνοθετική επιμέλεια της μεταγλώττισης της σειράς αυτής;”

Στο “Μικρό σπίτι στο λιβάδι” υπήρχε ο πυρήνας μιας επαρχιακής πόλης, όπου παρακολουθούσαμε διάφορες ιστορίες σε σχέση με τους μόνιμους κατοίκους και στις οποίες παρεμβάλλονταν κατά διαστήματα και κάποιοι άλλοι χαρακτήρες (“guests”). Αυτό ήταν το “Μικρό σπίτι στο λιβάδι”. Φτιάξαμε λοιπόν τον “Μεθοριακό σταθμό” σε παρόμοια πρότυπα, στο φορμάτ που τελικά αγαπήθηκε από τους τηλεθεατές: Υπήρχαν δηλαδή οι κεντρικές ιστορίες των βασικών χαρακτήρων της σειράς, οι οποίοι ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι της Καλαμιάς και παρεμβάλλονταν στις ίδιες ιστορίες (ή σε άλλες) και άλλοι πρόσθετοι χαρακτήρες, επισκεπτών ή περαστικών από το χωριό. Έτσι λοιπόν απέκτησε ο “Μεθοριακός Σταθμός” την τελική γνώριμη μορφή του. Και έτσι, πάνω σε αυτό το μοτίβο, συνεχίσαμε την ιστορία που διήρκησε για 7 και πλέον χρόνια, του γεωπόνου Αλέξη (Βάσος Αδριανός) που ζούσε με την μητέρα του, την Κούλα (Κούλα Αγαγιώτου), της ψυχοκόρης τους, Γαρουφαλλιάς (Ρένα Βουτσινά), η οποία ήταν κρυφά ερωτευμένη μαζί του και της Αλίκης (Άννυ Πασπάτη) που έγινε η γυναίκα του κάποια στιγμή. Την είχαμε αγαπήσει όλοι μας πολύ αυτή τη σειρά και τη θεωρούσαμε - και ήταν - ένα κομμάτι δικό μας 100%.

attachment.php


Ηθοποιοί και συντελεστές της σειράς Μεθοριακός Σταθμός


ΕΡ: Και η Σούλα Πιερράκου, πώς διαδέχτηκε τον Άκη Φαρά στη συγγραφή των σεναρίων της σειράς;


Ο Άκης κάποια στιγμή μπήκε στο Ναυτικό Νοσοκομείο, διότι είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Τον πρώτο καιρό, του δίναμε ένα μολύβι και έγραφε τις βασικές κατευθύνσεις της εξέλιξης της πλοκής σε ένα πακέτο τσιγάρα. Στο μεταξύ, είχε ήδη ξεκινήσει η Σούλα Πιερράκου να γράφει, διότι δεν μπορούσε πλέον ο Άκης από ένα σημείο και μετά. Είπα μάλιστα εγώ τότε στον Κάνιστρα να μην μπει το όνομα της Σούλας ακόμα στους τίτλους, γιατί ο Άκης την έβλεπε την εκπομπή από το κρεβάτι του, αλλά τελικά ο Κάνιστρας αντικατέστησε το όνομα του Άκη με αυτό της Σούλας και πιθανόν αυτό να στεναχώρησε τον Άκη, ο οποίος λίγο μετά έφυγε από την ζωή. Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία του Φαρά στην συγγραφή της σειράς τα πρώτα χρόνια και η συμμετοχή του δεν αναφέρεται πουθενά, σε τόσα αφιερώματα που έχουν γραφτεί για τον “Μεθοριακό σταθμό”...

Η Σούλα Πιερράκου μπήκε λοιπόν στην παρέα σαν συγγραφέας της σειράς, ενώ παράλληλα έγραφε και τα σενάρια μιας σειράς που γύριζε ο Γιώργος Σκαλενάκης, του “Φάρου” (1976), η οποία ήταν επίσης παραγωγή της εταιρίας MERCURIUS του Κάνιστρα. Πολύ καλή συνεργασία είχαμε με την Σούλα Πιερράκου, πολύ αγαπημένος άνθρωπος...

Και μέσα στους συνεργάτες της σειράς, πρέπει να αναφέρω και τον διευθυντή φωτογραφίας του “Μεθοριακού σταθμού”, τον γνωστό από τον κινηματογράφο, Βασίλη Βασιλειάδη.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
ΕΡ: Από τον “Μεθοριακό σταθμό” πέρασαν πάρα πολλοί ηθοποιοί...

Από τον “Μεθοριακό σταθμό” πέρασε όλο το Ελληνικό θέατρο, αμέτρητοι ηθοποιοί. Αξίζει να σας πω ότι οι συμμετέχοντες στο πρώτο “πιλοτικό” επεισόδιο, όπως ο Νίκος Βασταρδής και ο Νίκος Λυκομήτρος δεν ξαναέπαιξαν στη συνέχεια, ακριβώς επειδή το πρώτο αυτό επεισόδιο είχε μια αυτοτέλεια, με αρχή, μέση και τέλος. Από το δεύτερο επεισόδιο και έπειτα ξεκίνησε να παίρνει μορφή το χωριό με τους κατοίκους του και άρχισαν να συμμετέχουν άλλοι ηθοποιοί. Νομίζω ότι ο Βάσος Αδριανός ήταν ο μόνος που συμμετείχε σε όλα τα επεισόδια της σειράς, από το πρώτο δηλαδή και μέχρι και το τελευταίο.

ΕΡ: Τι θυμάστε από τα γυρίσματα της σειράς;

Θυμάμαι ότι πάντα υπήρχαν δυσκολίες στα γυρίσματα, ειδικά στα εξωτερικά, τα οποία τα γυρίζαμε στα Κιούρκα, με χιόνια, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, άλλες φορές με πολύ κρύο και άλλες με υπερβολική ζέστη. Θυμάμαι ότι μας έβλεπε ο παπάς του χωριού να γυρίζουμε στα χιόνια και μας έλεγε: “Βρε παιδιά, πού πάτε, θα πεθάνετε από το κρύο!”, όμως εμείς έπρεπε να τελειώσουμε τα επεισόδια. Και η αλήθεια είναι ότι πράγματι, μία από τις ηθοποιούς κάποια στιγμή αντιμετώπισε ένα γυναικολογικό πρόβλημα, λόγω των αντίξοων κλιματολογικών συνθηκών στα γυρίσματα (το οποίο ευτυχώς το ξεπέρασε). Βεβαίως, το «κλίμα» στα γυρίσματα ήταν πολύ καλό και είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία με όλους τους συντελεστές της σειράς.

ΕΡ: Η σειρά γυριζόταν σε φιλμ ή σε βίντεο;

Τα επτά πρώτα επεισόδια του “Μεθοριακού σταθμού” ήταν εξʼ ολοκλήρου κινηματογραφημένα. Προκειμένου μάλιστα να γυριστεί ο “πιλότος” της σειράς, ο Κάνιστρας χρηματοδοτήθηκε από τους άμεσους συνεργάτες του, όπως ο Γιώργος ο Αντωνάκης, ο οποίος ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας και ο οποίος αγόρασε το φιλμ και πλήρωσε επίσης τότε για την επεξεργασία του. Το γεγονός ότι τα πρώτα επεισόδια ήταν γυρισμένα σε φιλμ σημαίνει θετικό και αρνητικό (“positif” και “negatif”) και κάνω αυτό τον διαχωρισμό, διότι υπήρχε και μία άλλη μορφή φιλμ, το “reversal”, το οποίο όταν εμφανιζόταν γινόταν αμέσως θετικό (“positif”), το οποίο ήταν και ακριβότερο από το προηγούμενο. Αλλά αν αποτύγχανε στην εμφάνισή του το “reversal”, δεν υπήρχε το αρνητικό για να επαναλάβεις μια καλύτερη κόπια. Έτσι εμείς επιλέξαμε το πρώτο, το θετικό και το αρνητικό, που ήταν και ο κλασικός τρόπος.

Αντιμετωπίζαμε όμως πρόβλημα χρόνου. Δεν προλαβαίναμε δηλαδή να κάνουμε το γύρισμα, να εμφανίσουμε το φιλμ και να το μοντάρουμε για να είναι έτοιμο για προβολή μέσα σε μία εβδομάδα. Η επεξεργασία του φιλμ απαιτούσε να γίνει λήψη, εμφάνιση, εκτύπωση και μοντάζ, μια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα, ιδιαίτερα δε αν αναλογιστεί κάποιος ότι το κάθε επεισόδιο είχε διάρκεια 45 λεπτά, όσο δηλαδή μισή κινηματογραφημένη ταινία. Σκεφτείτε ότι, ακόμα και οι ταινίες που ονομάζουμε “αρπαχτές” (του Ελληνικού ή του παγκόσμιου κινηματογράφου) χρειάζονται το λιγότερο ένα μήνα για τη λήψη και την επεξεργασία του φιλμ, για μια ταινία με διάρκεια μιάμιση ώρα. Επομένως, δεδομένου ότι το γύρισμα του κάθε επεισοδίου του “Μεθοριακού σταθμού” ήταν ανάλογο αυτού μιας κινηματογραφημένης ταινίας, δηλαδή με το ντεκουπάζ του, με τα πολλά πλάνα κτλ, αυτά τα 45 λεπτά απαιτούσαν το λιγότερο 15 μέρες δουλειάς με εξειδικευμένο προσωπικό και πολύ χρόνο για την διαδικασία της επεξεργασίας.

Ως εκ τούτου, μετά από το έβδομο επεισόδιο, “υποχρεωθήκαμε” πλέον να μπούμε στο πλατό. Όμως, μέχρι το τέλος της σειράς, είχαμε πάντα και ένα μεγάλο ποσοστό κινηματογραφημένου υλικού, για να υπάρχει η αληθοφάνεια των εξωτερικών γυρισμάτων σε συνδυασμό με τα εσωτερικά γυρίσματα που κάναμε στο στούντιο.

attachment.php


Ο Γιώργος Πετρίδης μιλά για τις συνθήκες των γυρισμάτων

ΕΡ: Όλα τα εξωτερικά γυρίσματα γίνονταν στα Κιούρκα; Τα εσωτερικά πού γίνονταν;

Τα εξωτερικά, ναι, στα Κιούρκα. Κάποια στιγμή προς το τέλος της σειράς, η δράση μεταφέρθηκε από την Καλαμιά σε ένα άλλο κοντινό χωριό, την Καστανιά και από τα Κιούρκα που γυρίζαμε πήγαμε στο Καπανδρίτι. Αυτό έγινε για να εμπλουτιστεί και να ανανεωθεί το καστ της σειράς και, αν θυμάμαι καλά, είχε προκύψει και σαν ανάγκη.

Τα εσωτερικά γυρίσματα τα κάναμε σε πολλά πλατό. Αρχικά, στο πλατό που είχε ο Σούλης ο Αθανασίου στην Αγία Παρασκευή και στην συνέχεια σε ένα τεράστιο πλατό που είχε στο Μενίδι. Αργότερα, ανακάλυψε ο Μπακ-Μπακ έναν πρώην κινηματογράφο στον Κορυδαλλό (ήταν η εποχή που άρχιζαν και έκλειναν οι κινηματογράφοι), τον οποίο μετέτρεψαν σε πλατό. Εκεί μείναμε για αρκετά μεγάλο διάστημα. Μετά, ο Κάνιστρας αποφάσισε να μεταφερθούμε σε ένα πλατό που είχε ο Γιώργος Ράλλης και τελειώσαμε τη σειρά με τα γυρίσματα των τελευταίων επεισοδίων να γίνονται πάλι στον Κορυδαλλό. Υπʼ όψιν ότι ο «Μεθοριακός σταθμός» ήταν η μοναδική εκπομπή, όλα τα βίντεο της οποίας γυρίζονταν σε μία μόνο βάρδια, δηλαδή μέσα σε 8 ώρες. Κάποια στιγμή που το έμαθε αυτό ο Γιωργος Ράλλης απόρρησε και αναρωτιόταν για το πώς τα καταφέρναμε έτσι. Αυτό βέβαια γινόταν για καθαρά οικονομικούς λόγους.

ΕΡ: Επομένως είχατε να μοντάρετε φιλμ με βίντεο;

Ακριβώς. Kάναμε το μοντάζ του τηλεοπτικού με το κινηματογραφημένο υλικό στο εργαστήριο και παραδίδαμε την τελική κόπια στην ΥΕΝΕΔ για την προβολή. Θα σας αναφέρω και ένα περιστατικό: Αρχικά, τον “Μεθοριακό σταθμό” τον σνόμπαραν οι συνάδελφοι του τηλεοπτικού χώρου, γιατί ήταν από τα πρώτα σήριαλ με κινηματογραφιτζίδικη γραφή. Όταν λοιπόν ρώτησα έναν (υποτιθέμενο) φίλο μου, ο οποίος ήταν μοντέρ βίντεο, πώς μπορώ να ενσωματώσω τα κινηματογραφημένα πλάνα στα πλάνα που γυρίζαμε στο στούντιο, μου απάντησε ότι αυτό δεν γίνεται. “Γιατί ρε ʽσυ;” του λέω, “εικόνα το ένα, εικόνα και το άλλο”. “Δεν μπορεί να γίνει”, μου απαντά, “είναι έτσι, είναι αλλιώς, κτλ” και μένω κι εγώ με αυτή την εντύπωση. Περνάει λίγος καιρός και μιλώ με τον Δημήτρη τον Δάλλα που ήταν τεχνικός και επίσης με τον Δημήτρη τον Σκέντο που ήταν τεχνικός προϊστάμενος στην ΕΡΤ. Ήμασταν στο στούντιο και γυρίζαμε και τους ρωτάω: “Βρε παιδιά, είναι δύσκολο να γίνει αυτό το πράγμα;” “Τι δύσκολο;” μου απαντούν, “Ποιός σου είπε αυτό το πράγμα;” “Ο τάδε”, τους απαντώ εγώ. “Έλα δω βρε ʽσυ, τι είναι αυτά που λες;”.Ο μοντέρ που είχα ρωτήσει αρχικά εγώ, ήταν βοηθός τους. “Ε, να μην μπερδευτούν οι εικόνες”, δικαιολογήθηκε ο άλλος. Θέλω να πω, ότι οι μοντέρ αποφεύγανε να βοηθήσουν, διότι νόμιζαν πως θα έχαναν την δουλειά τους. Από κει και ύστερα, άρχισα να ενσωματώνω και κινηματογραφημένα πλάνα στη σειρά.

ΕΡ: Αυτά τα κομμάτια του φιλμ, τι γίνονταν στη συνέχεια;

Τα κομμάτια του φιλμ δεν τα πετούσαμε. Μάλλον πρέπει να έμεναν στο εργαστήριο του Ηλία Σγουρόπουλου στο οποίο κάναμε το μοντάζ. Βέβαια, δεν έχει σωθει τίποτα από τα κομμάτια αυτά, διότι όταν έκλεισε το εργαστήριο, όλο το παλιό υλικό που υπήρχε πετάχτηκε στην χωματερή. Η αλήθεια είναι ότι κανένας μας δεν σκέφτηκε και δεν προέβλεψε να κρατήσει (όπως αποδείχτηκε αργότερα ότι θα έπρεπε να είχε γίνει) αυτά τα μοναδικά κομμάτια...

ΕΡ: Και τα επτά πρώτα κινηματογραφημένα επεισόδια;

Εφʼ όσον τα βίντεο σβήστηκαν, η ΥΕΝΕΔ θα έπρεπε λογικά να είχε κρατήσει τα επτά πρώτα κινηματογραφημένα επεισόδια της σειράς. Επειδή όμως δεν υπήρχε καμία προστασία και πρόβλεψη να συντηρηθούν όλα αυτά τα πράγματα, το πιθανότερο είναι να τα κατέστρεψαν, διότι δεν σεβάστηκαν τίποτα.

Τα είχα αναζητήσει στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς δεν είχα βρει απολύτως τίποτα. Η αναζήτηση αυτή είχε γίνει πάρα πολλά χρόνια πριν, όταν ένας φίλος μου είχε γίνει αποθηκάριος των ταινιών της ΕΡΤ. Τον είχα ρωτήσει και μου είχε απαντήσει ότι τα περισσότερα είχαν καταστραφεί διότι δεν τα προστάτευαν και τα πετούσαν, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν άπειρες κόπιες ταινιών στο Μοναστηράκι, τις οποίες τις χρησιμοποιούσαν για να δένουν δέματα!... Ανήκουστα πράγματα δηλαδή, τα οποία τα έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια και μάλιστα είχα ψάξει μήπως και βρω τίποτα δικό μου. Αν κάνετε μια βόλτα στο Μοναστηράκι, ακόμα και σήμερα, θα δείτε σε παλιατζίδικα να πωλούνται διάφορα κουτιά με φίλμ, τα οποία τα έχουν πετάξει και ουσιαστικά οι παλιατζίδες τα πουλούν για να δένει ο κόσμος τα διάφορα χαρτοκιβώτια. Εκεί λοιπόν έχουν βρεθεί αρνητικά από διάφορες εκπομπές και άλλο τέτοιο υλικό. Μιλάμε για μια τραγική ιστορία!...

Τον πρώτο καιρό δεν υπήρχαν ούτε αποθήκες καλά καλά, δεν μιλάμε καν για συντήρηση του υλικού. Και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στους δύο τηλεοπτικούς σταθμούς, την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ, αλλά και στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης, όπου εκεί υπήρχε όλο το Αρχείο των Επικαίρων της Ελλάδος. Τα αρχεία αυτά είχαν την ίδια τύχη, να πεταχτούν δηλαδή μέσα σε μια νύχτα! Μιλάμε, όχι απλώς για άγνοια, αλλά για εγκληματική άγνοια, που σημαίνει ότι αυτά τα πόστα των υπουργείων ή των σταθμών τα είχαν αναλάβει άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση, καμία παιδεία και κανένα ίχνος υποψίας και σεβασμού ότι αυτά είναι αρνητικά και ότι κάποτε μπορεί να χρειαστούν. Άνθρωποι άσχετοι από τον χώρο και αυτό το έγκλημα συνεχίστηκε για πολλά ακόμα χρόνια.

Ευτυχώς που τώρα, με παρακίνηση και με κονδύλια από το εξωτερικό γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα Αρχείο, αλλά δυστυχώς μετά από τόσα χρόνια καθυστέρησης έχει χαθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος από τον πολιτισμό και την ιστορία αυτού του τόπου...

ΕΡ: Εσείς δεν σώσατε καθόλου οπτικοακουστικό υλικό από τις δουλειές σας;

Κυρίως φωτογραφικό υλικό. Το χειρότερο είναι ότι εκείνη την εποχή, κανένας από εμάς, τους συντελεστές (δεν βγάζω τον εαυτό μου απʼ έξω) δεν είχαμε μπει στην λογική ότι αυτά κάποια στιγμή θα χαθούν. Και βέβαια, δεν είχε αρχίσει να εμφανίζεται το ερασιτεχνικό βίντεο, ώστε να γράφουμε τις εκπομπές μας από την τηλεόραση και ακόμα και όταν εμφανίστηκε, ήταν αρχικά ένα είδος υπερ-πολυτελείας...

ΕΡ: Ούτε ο παραγωγός της σειράς;

Ο Κάνιστρας, ο οποίος έχει πεθάνει, δεν κρατούσε αρχείο. Πιθανόν, επειδή πηγαινοερχόταν συχνά στην Κύπρο και επειδή ήταν το “μαμούνι” της όλης υπόθεσης, να την είχε δώσει ο Κάνιστρας εκεί την σειρά. Και επειδή οι Κύπριοι ήταν πολύ πιο μεθοδικοί από εμάς, πιθανόν, αν είχαν κάποιες κόπιες, να τις έχουν κρατήσει.

ΕΡ: Γνωρίζετε αν προβλήθηκε και σε άλλες χώρες ο “Μεθοριακός σταθμός”;

Πρέπει να προβλήθηκε και αλλού, εγώ όμως δεν πήρα λεφτά από πουθενά, όπως και κανένας άλλωστε από τους συντελεστές.


ΕΡ: Γιατί σταμάτησε ο “Μεθοριακός σταθμός”;


Κάποια στιγμή, στα τέλη του 1981, αμέσως μετά την αλλαγή της Διοίκησης της ΕΡΤ, μας ήρθε η εντολή να τελειώσουμε την σειρά, ενώ βέβαια η πρόθεσή μας ήταν να την συνεχίσουμε. Εκείνη την περίοδο σταμάτησαν όλες οι παλαιότερες δουλειές της τηλεόρασης για λόγους πολιτικούς. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι στον “Μεθοριακό σταθμό”, το 80% των ηθοποιών ήταν αριστεροί και ήταν μάλιστα ενταγμένοι και σε κόμμα... Για να σας δώσω να καταλάβετε, στην απεργία των ηθοποιών που είχε γίνει το 1978 στην τηλεόραση, συμμετείχαν τόσοι πολλοί ηθοποιοί της σειράς, που όταν συζήτησα το θέμα με την Πιερράκου, μου λέει: “Τι επεισόδιο να γράψω; Μου έχουν μείνει μόνο τρεις άνθρωποι, ο Αδριανός, η Βουτσινά και ο Πλατής”.

Έτσι λοιπόν, με συνοπτικές διαδικασίες, τέλειωσε ο “Μεθοριακός σταθμός”, όπως και άλλες σειρές που είχε αγαπήσει ο κόσμος...


ΕΡ: Από την ΕΡΤ πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ότι σώζονται τα δύο τελευταία επεισόδια του “Μεθοριακού σταθμού” - το προτελευταίο (348ο) μάλιστα επεισοδίο της σειράς ανέβηκε πριν από λίγες μέρες στο site του Αρχείου της ΕΡΤ (
http://www.ert-archives.gr). Ποιές είναι οι σκέψεις σας σχετικά με αυτό;




Είδα με απέραντη λαχτάρα και χαρά το προτελευταίο επεισόδιο του “Μεθοριακού Σταθμού” και όχι μόνο συγκινήθηκα, αλλά δάκρυσα. Και ήταν φυσικό. Ήταν σα να έβρισκα ένα από τα χαμένα μου “παιδιά” μετά από 29 ολόκληρα χρόνια. Περιμένω με λαχτάρα να δω και το “στερνοπαίδι” μου και θα τα ξαναπούμε. Και μια λεπτομέρεια: στο επεισόδιο που είδαμε, το προτελευταίο, υπήρχε μια έντονη συγκίνηση από όλους όσους έπαιζαν γιατί ήξεραν πως με το επόμενο θα τελείωνε η σειρά. Προσπαθούσαν όλοι να μη φαίνεται η συγκίνηση, αλλά για εμένα ήταν φανερή και μόλις το είδα θυμήθηκα το κλίμα που επικρατούσε εκείνες τις μέρες στο πλατό. Χαίρομαι ειλικρινά που με την έμπρακτη αγάπη σας για το παρελθόν προσφέρετε και σε εμάς τους παλιότερους μεγάλη συγκίνηση. Να είστε όλοι καλά.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Τηλεοπτικές μεταγλωττισμένες σειρές

 


ΕΡ: Είσαστε από τους πρωτοπόρους σκηνοθέτες στη μεταγλώττιση, έχοντας αναλάβει την σκηνοθετική επιμέλεια της μεταγλώττισης των ξένων σειρών “Μάνιξ” (“Mannix”, 1967-75, ΥΕΝΕΔ), “Επικίνδυνες Αποστολές” (“Mission: Impossible”, 1966-73, ΥΕΝΕΔ), “Πέυτον Πλέις” (“Peyton Place”, 1964-69, ΥΕΝΕΔ), “Τζούλια” (“Julia”, 1968-71, ΥΕΝΕΔ), “Marcus Welby, M.D.” (1969-76), του παιδικού "Κίμπα, ο Βασιλιάς της Ζούγκλας" ("Kimba the White Lion", 1965-66) και φυσικά των πολύ αγαπημένων “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” (“Little house on the prairie”, 1974-1982, ΥΕΝΕΔ) και “Καρουζέλ” (“Carrusel”, 1989-90, ΕΤ2). Μιλήστε μας λίγο για το θέμα της μεταγλώττισης των ξένων προγραμμάτων στην Ελλάδα.





Πρέπει να σας πω το εξής για την ιστορία του χώρου της μεταγλώττισης, το οποίο δεν το ξέρει ο κόσμος: Η ιστορία της μεταγλώττισης στην Ελλάδα ξεκινάει από πολύ παλιά και συγκεκριμένα, ο πρώτος διδάξας την μέθοδο ήταν ο πατέρας του Γιώργου Λαζαρίδη του συγγραφέα και σκηνοθέτη, ο Κώστας Λαζαρίδης, ο οποίος ήταν ο μόνιμος μεταφραστής των εισαγόμενων ταινιών του Δαμασκηνού-Μιχαηλίδη. Το 1945-46 λοιπόν, είχε έρθει στην Ελλάδα μια Αγγλική ή Αμερικάνικη ταινία με τα Πάθη του Χριστού και ο Κώστας Λαζαρίδης ζήτησε να την μεταγλωττίσει. Θυμάμαι μάλιστα ότι είχε βάλει την Βάσω Μανωλίδου να μιλήσει για την Παναγία και δεν θυμάμαι ποιόν είχε για τον Χριστό. Από τότε άρχισε η απόπειρα να γίνεται αυτό που σήμερα λέμε μεταγλώττιση.

ΕΡ: Πώς ξεκίνησαν οι μεταγλωττίσεις τηλεοπτικών προγραμμάτων στην Ελληνική τηλεόραση;

Ο Βασίλης Κωνσταντινίδης και ο Αντώνης Ρούσσος, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ένα στούντιο, το Studio Cross, έκαναν μια πρόταση στον διευθυντή της ΥΕΝΕΔ, Μάριο Βαλυνδρά, να μεταγλωττίσουν Αμερικάνικες σειρές. Θυμάμαι ότι η πρώτη ήταν η “Μάχη” (“Combat”) στην ΥΕΝΕΔ και ακολούθησαν και άλλες γνωστες σειρές. “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” πρέπει να ήταν η τρίτη ή η τέταρτη σειρά από το Studio Cross.

Εκείνη την εποχή, ο πρώτος διδάξας στην μεταγλώττιση, ο οποίος ήταν και συνεταίρος στο Studio Cross, ήταν ο Μαξ Ρόμαν. Ο Μαξ Ρόμαν ήταν ένας μεγαλώσομος, ο οποίος έπαιξε σε πολλές Ελληνικές ταινίες και τον οποίο είχε αγαπήσει και χρησιμοποιήσει πολύ συχνά σε ταινίες του ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Αγγλομαθέστατος καθώς ήταν ο Μαξ, με πολλές γνώσεις και περί το κινηματογραφικο-ραδιοφωνικό σύμπλεγμα, έπεισε τον Ρούσσο και τον Κωνσταντινίδη να ζητήσουν ξένες εκπομπές για να τις μεταγλωττίσουν. Και πραγματικά, ξεκίνησε πρώτος ο Μαξ Ρόμαν να κάνει τις μεταγλωττίσεις αυτών των πρώτων σειρών και ακολούθησε δεύτερος ο Σπύρος Μηλιώνης.

ΕΡ: Πώς πρόεκυψε για σας ο τομέας της μεταγλώττισης;

Εγώ, εκείνο τον καιρό (λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ʼ60), συνεργαζόμουν με τον Φίνο και ήμουν βοηθός του Μάρκου Ζέρβα στην διεύθυνση παραγωγής. Είχα αναλάβει τα εξωτερικά γυρίσματα σε διάφορα μέρη (Μακεδονία, Θεσσαλία, κτλ) μαζί με άλλους σκηνοθέτες. Παίρνει λοιπόν τηλέφωνο ο Βασίλης ο Κωνσταντινίδης τον Μάρκο Ζέρβα που ήταν φίλοι και του λέει “Θέλω να μου στείλεις οπωσδήποτε έναν άνθρωπο που χρειαζόμαστε για μεταγλώττιση, ο οποίος πρέπει να είναι σκηνοθέτης”. Με τον Μάρκο ήμασταν πολύ φίλοι, ήξερε πως ήμουν σκηνοθέτης (είχα ήδη γυρίσει κάποιες ταινίες) και με ρωτάει αν θέλω να πάω εγώ. “Βεβαίως”, του απαντώ, “είναι κάτι που με ενδιαφέρει και είναι πάρα πολύ ωραία δουλειά”. Αυτό το είπα γνωρίζοντας τη διαδικασία, διότι μέχρι εκείνη την εποχή, όλες οι Ελληνικές ταινίες γυρίζονταν βουβές και κάναμε το ντουμπλάζ στη συνέχεια. Και επειδή σε πολλές ταινίες είχα εγώ την επιμέλεια (πχ στη “Μουσίτσα”), τις ταινίες τις ξανασκηνοθετούσα, ηχητικά αυτή την φορά.


ΕΡ: Ποια είναι η διαδικασία της μεταγλώττισης;


Κατʼ αρχάς, η διάρκεια ενός προγράμματος που είναι για παράδειγμα μίας ώρας, όπως ήταν λόγου χάρη “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι”, χωρίζεται σε ενότητες, οι οποίες ονομάζονται “λούπες” και οι οποίες περνούν συνέχεια, πχ “Καλημέρα, ήρθα και πεινάω”, λέει ο ένας, “Καλώς τον, θα σου βάλω να φας”, λέει ο άλλος. Αυτό γυρίζει συνέχεια και οι ηθοποιοί βλέπουν την εικόνα, ακούνε τον ήχο και προσαρμόζουν ακριβώς την ταχύτητα, το χρώμα και τον τόνο, τα πάντα δηλαδή στην φωνή αυτού τον οποίο θα ντουμπλάρουνε. Πάρα πολλές φορές, εκεί έγκειται η σκηνοθετική επέμβαση του ανθρώπου που έχει αναλάβει: πολλά πράγματα τα μεταβάλλουμε, διότι δεν ανταποκρίνονται στο αυτί ή στην αίσθηση του Έλληνα θεατή.

Επίσης, γίνεται από την αρχή η διδασκαλία, του τόνου, του τρόπου και της εκφοράς του λόγου και ακόμα περισσότερο του «χρώματος». Η υποκριτική είναι από τις μεγαλύτερες των τεχνών, δεν σκοπεύει απλά να πληροφορήσει τον θεατή με τις λέξεις, αλλά σκοπός είναι για παράδειγμα να τον πείσει ή να τον απογοητεύσει, χρησιμοποιώντας διαφορετικό «χρώμα» στη μια και διαφορετικό στην άλλη περίπτωση. Μιλάμε δηλαδή για υψηλού βαθμού υποκριτική. Ο Νίκος Βασταρδής, σε μια παλιά του συνέντευξη, είχε ομολογήσει ότι έμαθε υποκριτική από την μεταγλώττιση. Ο Νίκος τότε υποδυόταν τον Doctor Welby, ένα γιατρό στο Αμερικάνικο σήριαλ “Marcus Welby, M.D.” (και πραγματικά ανταποκρινόταν η φωνή του Νίκου πέρα για πέρα). Αυτό το είπε διότι αρχικά, όταν ερχόταν για τη μεταγλώττιση, μιλούσε πολύ δυνατά και με στόμφο - έπρεπε λοιπόν να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του για να ταιριάξει ο ήχος με την εικόνα. Και αυτό το δέχτηκε ο Βασταρδής, όπως και ο Νίκος ο Λυκομήτρος, αλλά και δεκάδες άλλοι ηθοποιοί που πέρασαν από το στούντιο της μεταγλώττισης.

Αξίζει να αναφερθεί ότι σε καμία σχολή σκηνοθεσίας, εκτός από αυτή του Σταυράκου - στο χρονικό διάστημα που φοιτούσα εγώ και στην οποία δίδασκαν υποκριτική ο Κάρολος Κουν και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος - δεν δίδασκαν υποκριτική στους φοιτητές. Το μάθημα της υποκριτικής καταργήθηκε λίγο μετά, με αποτέλεσμα να βγαίνουν σκηνοθέτες, οι οποίοι δεν ήξεραν να διδάξουν υποκριτική στους ηθοποιούς... Θυμάμαι μάλιστα ότι ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου έλεγε στους σκηνοθέτες: “Πηγαίνετε σε μια δραματική σχολή για να μάθετε πώς θα διδάξετε”. Κανένας από τους ηθοποιούς που αποφοιτούσαν από τις δραματικές σχολές δεν ήξερε κινηματογραφική αγωγή λόγου, διότι όλοι είχαν μάθει να ερμηνεύουν ρόλους στο θέατρο. Η μεταγλώττιση λοιπόν χρησίμευε για να διδαχθούν οι ηθοποιοί πώς ακριβώς πρέπει να μιλούν στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο.

attachment.php


Διαδικασία μεταγλώττισης από τις ηθοποιούς Δήμητρα Δημητριάδου και Ματίνα Καρρά


ΕΡ: Ο κύριος λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” από το Ελληνικό κοινό άλλωστε, ήταν το τόσο επιτυχημένο “πάντρεμα” ήχου και εικόνας και οι τόσο δυνατές και συνάμα ζεστές φωνητικές ερμηνείες των ηθοποιών που είχαν συμμετάσχει στη μεταγλώττιση...





Οι ηθοποιοί έκαναν μεγάλη προσπάθεια, πραγματικά. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, η Αλεξία Ασκαρίδου, η οποία ερμήνευε την Λώρα, έκλαιγε στην πραγματικότητα για να αποδώσει σωστότερα τον ρόλο της. Ο Ντίνος Καρύδης διαδέχτηκε τον Χρήστο Τσάγκα (που ήταν από τους πρώτους διδάξαντες) στον ρόλο του πατέρα, η Σόφη Μυρμηγκίδου ερμήνευε τη μάνα, τη μεγάλη αδερφή ερμήνευε η Ματίνα Καρρά.

ΕΡ: Πόσος χρόνος απαιτούνταν περίπου για την μεταγλώττιση ενός επεισοδίου;

Η διαδικασία της μεταγλώττισης του κάθε επεισοδίου απαιτούσε μια βδομάδα για την προετοιμασία και την εγγραφή. Σήμερα, η μεταγλώττιση ενός επεισοδίου χρειάζεται μιάμιση ώρα... Πράγματι, τότε εργαζόμασταν μία ολόκληρη εβδομάδα για το κάθε επεισόδιο και βεβαίως ήμασταν όλοι μας πολύ καλά αμειβόμενοι. Για να καταλάβετε, ο Δημήτρης Μπισλάνης, ο οποίος ερμήνευε τον “Μάνιξ” και ήταν ο πρωταγωνιστής στην ομώνυμη σειρά (η Ελένη Κριτή ερμήνευε την βοηθό του), δεν χρειαζόταν να δουλεύει παράλληλα στο θέατρο, διότι έβγαζε αρκετά χρήματα από την μεταγλώττιση που του έφταναν για να ζει αξιοπρεπώς.

ΕΡ: Πώς οργανωνόταν η δουλειά κάθε εβδομάδα για την μεταγλώττιση ενός επεισοδίου;

Υπήρχε στο στούντιο ένας πίνακας αναρτημένος, ο οποίος ήταν το “βιβλίο γυρίσματος”, δηλαδή το πρόγραμμα του γυρίσματος, το οποίο το λένε μάλιστα “σεντόνι” στην γλώσσα του κινηματογράφου - σεντόνι, διότι απλώνεται σε ένα ταμπλό, για να πληροφορούνται όλοι οι συντελεστές μιας κινηματογραφικής ταινίας για την κάθε μέρα: ποιες είναι οι σκηνές, πού θα γυριστούν αυτές οι σκηνές, ποια κοστούμια θα χρησιμοποιηθούν, ποιοι ηθοποιοί θα συμμετέχουν, κλπ. Το σεντόνι περιέχει δηλαδή τα πάντα.

Μικρογραφία του κινηματογραφικού σεντονιού είναι αυτό της μεταγλώττισης, στο οποίο αναφέρεται, ανάλογα με τους ρόλους, ποιοι ηθοποιοί αντιστοιχούν στην κάθε λούπα. Βάσει αυτής της συμμετοχής των ηθοποιών λοιπόν, σε κάθε επεισόδιο δημιουργούνται ομάδες, οι οποίες δουλεύουν μαζί: πχ ο τάδε χαρακτήρας της σειράς εμφανίζεται από την πρώτη λούπα ως την τελευταία ή έχει κάποιο κενό, θα κάνει λοιπόν ο ηθοποιός που τον ερμηνεύει τις λούπες του μαζί με όποιον άλλο είναι μαζί στην ίδια σκηνή και στη συνέχεια θα φύγουν, θα έρθει η άλλη ομάδα η οποία θα κάνει τις δικές τις λούπες, κοκ.

Υπάρχει δηλαδή ένας προγραμματισμός, που μόνο αν είσαι κινηματογραφιστής μπορείς να τον καταφέρεις. Και το λέω αυτό, διότι αυτή είναι η δουλειά του βοηθού σκηνοθέτη - να συντονίσει τα γυρίσματα, διότι πρέπει λόγου χάρη σε 17 μέρες να βγει μια ολόκληρη ταινία. Η δουλειά αυτού του σεντονιού επομένως είναι το άλφα και το ωμέγα. Για την συμπλήρωσή του, κανείς πρέπει να λάβει υπʼ όψιν του όλες τις λεπτομέρειες, αλλά και να συνυπολογίσει εξωγενείς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, τον χρόνο εκμάθησης του λόγου από τον κάθε ηθοποιό: ο τάδε, ο οποίος είναι γρήγορος και «τα παίρνει» εύκολα, χρειάζεται λίγο χρόνο, ενώ αντίθετα ο δείνα ηθοποιός δεν είναι γρήγορος, άρα λοιπόν θα υπολογίσω για τις ατάκες αυτές τόσο χρόνο για τον έναν και περισσότερο χρόνο για τον άλλο. Αυτά είναι εμπειρικά “μυστικά” και γνώσεις που αποκτώνται και που χρησιμοποιούνται στη συνέχεια.

Αυτό που θα ήθελα να πω είναι πως υπήρχε αγάπη μεταξύ των παιδιών που συμμετείχαν στις μεταγλωττίσεις και κανένας ανταγωνισμός μεταξύ τους, ή μάλλον υπήρχε ανταγωνισμός, αλλά υγιής, μόνο για το ποιος θα είναι ο καλύτερος πάνω στην δουλειά, στο αποτέλεσμα.

ΕΡ: Τη μεταγλώττιση της σειράς “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” την κάνατε εσείς μέχρι τέλους;

Κάποια στιγμή είχε αναλάβει τη μεταγλώττιση της σειράς ο Σπύρος ο Μηλιώνης, αλλά τα 26 με 30 τελευταία επεισόδια, τα οποία έγιναν με απόσταση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τα προηγούμενα, τα έκανα εγώ, διότι ο Σπύρος είχε τότε τοποθετηθεί στην ΕΡΤ υπεύθυνος του θεατρικού τμήματος.


ΕΡ: “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” προβλήθηκε και από τον ΣΚΑΪ αρκετά χρόνια αργότερα...


Η μεταγλώττιση της σειράς είχε παραχωρηθεί στον ΣΚΑΪ από την ΕΡΤ και όχι από τον Κωνσταντινίδη, διότι στην ΕΡΤ ανήκε το υλικό αυτό. Ο Μηλιώνης κι εγώ μάλιστα κάναμε τότε αγωγή στον ΣΚΑΪ και δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση για ένα διάστημα, μέχρι που αποφασίσαμε να προβούμε στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και μόνο κατʼ αυτόν τον τρόπο πληρωθήκαμε για τα πνευματικά δικαιώματά μας.

Για να ξαναπροβληθεί μια μεταγλωττισμένη σειρά, πρέπει να πληρωθούν όλα τα πνευματικά δικαιώματα: τα μεν δικαιώματα για την προβολή της, τα οποία καταβάλλονται στο Αμερικανικό στούντιο στο οποίο ανήκει η σειρά και τα δικαιώματα που αφορούν στο κομμάτι της μεταγλώττισης, τα οποία καταβάλλονται σε όλους τους συντελεστές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, κλπ. Υπάρχουν κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα, που βέβαια, αν εξαιρέσουμε την περιοχή της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καταπατώνται από όλους τους ιδιωτικούς σταθμούς ανά την Ελλάδα...


ΕΡ: Γιατί δεν ασχολείστε με τις μεταγλωττίσεις πια; Ποιες είναι οι διαφορές του χθες με το σήμερα στον τομέα αυτό;


Αν και με έχει φωνάξει ένας φίλος από ένα στούντιο, μεταγλωττίσεις πλέον δεν κάνω. Και θα σας πω το γιατί: Σε κανένα μέρος του κόσμου, στις μεταγλωττίσεις ποτέ δεν κάθονται οι ηθοποιοί στις καρέκλες. Είναι πάντα όρθιοι - και τώρα που υπάρχει η δυνατότητα να έχουν 3-4 μικρόφωνα για την ηχογράφηση (ενώ εμείς όταν ξεκινήσαμε είχαμε μόνο ένα), τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Θυμάμαι τον Κώστα Σκόκο, ο οποίος υποδυόταν έναν αεροπόρο σε μία σειρά και έπρεπε να μιλήσει λαχανιασμένος και για αυτό πηγαινοερχόταν μέσα στην αίθουσα πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, διότι ήθελε το λαχάνιασμα να βγει αληθινό και όχι ψεύτικο. Πάθος για τη δουλειά!

Και πάω λοιπόν σήμερα και βλέπω τους ηθοποιούς να είναι “αραγμένοι” στις καρέκλες και τους ρωτάω: “Συγγνώμη, έτσι θα κάνετε την μεταγλώττιση;” “Μη σε νοιάζει”, μου απαντούν, “θα τα πούμε όλα”. “Δεν θα πείτε τίποτα!”, τους απαντώ εγώ και πάω και βρίσκω αυτόν τον γνωστό μου και του λέω “Δεν υπάρχει περίπτωση να δουλέψω έτσι εγώ, να πρέπει να βγάλω εκπομπή μιας ώρας μέσα σε μιάμιση ώρα μόνο”, “Μα”, μου λέει, “έτσι το κάνουν όλοι οι άλλοι”. “Ας το κάνουν”, του απαντώ, “εγώ δεν το κάνω αυτό το πράγμα έτσι”.

Όπως εσείς θυμάστε “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι” μετά από τόσα χρόνια, μετά από άλλα τόσα χρόνια, θα θυμάται κάποιο από τα σημερινά παιδιά κάτι από το σήμερα; Για αναρωτηθείτε!... Κατʼ αρχάς, ο έλεγχος που γινόταν από τον ίδιο τον Αντώνη τον Ρούσσο που είχε την ευθύνη του κειμένου ήταν εξονυχιστικός (διότι ο Βασίλης ο Κωνσταντινίδης είχε την ευθύνη του τεχνικού μέρους στο στούντιο). Ο Αντώνης λοιπόν ήταν τόσο “ψείρας”, που περνούσε από τρεις γλωσσολόγους τα κείμενα, διότι επρόκειτο για σειρές που απευθύνονταν κυρίως στα παιδιά. Για το “γλωσσάρι”. Είμασταν όλοι - και αυτός και εγώ και ο Σπύρος Μηλιώνης και ο Μιχάλης Παπανικολάου και τα άλλα παιδιά που ήρθαν αργότερα (διότι κάναμε πολλές σειρές και δεν προλαβαίναμε και έτσι στη συνέχεια απασχολήθηκαν και άλλοι συνάδελφοι σαν υπεύθυνοι μεταγλώττισης) – ήμασταν λάτρεις της Ελληνικής γλώσσας. Και τώρα έχει περάσει σε τέτοιο επίπεδο πλέον η υποτιθέμενη επιμέλεια ή σκηνοθεσία του λόγου, όπου βλέπει κανείς παιδιά που μέρχι χθες ήταν ανεπίδεκτοι ως ηθοποιοί, σήμερα να γίνονται σκηνοθέτες... Εμείς ως ομάδα, με πλήρη συνείδηση της ευθύνης που είχαμε, αν δεν λεγόταν σωστά μια λέξη την επαναλαμβάναμε 10 φορές για να φτάσει στα αυτιά του παιδιού όπως πρέπει να φτάσει και όχι διαστρεβλωμένη.


ΕΡ: Από πότε πιστεύετε ότι άρχισε να φθίνει η ποιότητα των μεταγλωττίσεων;


Θα έλεγα από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ80...


ΕΡ: Και το Studio Cross;


Το Studio Cross έχει κλείσει. Ήταν οι γεννήτορες της μεταγλώττισης. Όταν τα χρήματα πλέον έγιναν ασήμαντα – ασήμαντα όχι για τους ίδιους, δηλαδή τους ιδιοκτήτες, αλλά για τους συνεργάτες τους – και θεώρησαν αναξιοπρεπή τα χρήματα που έπρεπε να δώσουν στους συνεργάτες τους για την δουλειά που έκαναν, αποφάσισαν ότι δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσουν κατʼ αυτόν τον τρόπο. Δεν ήθελαν να κάνουν έκπτωση στην ποιότητα και σε μιάμιση ώρα να βγαίνει πρόγραμμα διάρκειας μίας ώρας. Το θεώρησαν παντελή έλλειψη σεβασμού.

Μάλιστα, ο γιος μου, ο Φώτης Πετρίδης, ο οποίος εξακολουθεί επιλεκτικά και όπου μπορεί να ασχολείται με τον τομέα της μεταγλώττισης (διότι ξεκίνησε από μικρός και είναι από τους πρώτους που ασχολήθηκαν), μου μεταφέρει ότι συγκριτικά, το χθες με το σήμερα είναι η μέρα με τη νύχτα...

Και επειδή ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι και ο Κωνσταντινίδης και ο Ρούσσος, δεν δέχθηκαν αυτά τα λεφτά για τους συνεργάτες τους.

ΕΡ: Και το αρχείο των μεταγλωττίσεων του Studio Cross, τι απέγινε;

Ο Βασίλης ο Κωνσταντινίδης πρέπει να έχει το ηχητικό αρχείο των μεταγλωττίσεων, το οποίο ήταν αποθηκευμένο σε μαγνητοταινίες (μπομπίνες).
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Καταδίωξη (1977-1978)

 


ΕΡ: Την δεκαετία του ʼ70, παράλληλα με τον “Μεθοριακό σταθμό”, γυρίσατε τη σειρά “
Καταδίωξη”...

Την “Καταδίωξη”, που ήταν αστυνομική σειρά, την είχε ξεκινήσει ο Μιχάλης Παπανικολάου, τον οποίο αντικατέστησα προς το τέλος γυρίζοντας τα τελευταία 9 επεισόδια. Χρησιμοποίησα διαφορετικό καστ: Θυμάμαι ότι ανέθεσα στον Τάκη Εμμανουήλ το ρόλο του αστυνομικού. Θυμάμαι επίσης ότι στη σειρά συμμετείχαν ο Νίκος Λυκομήτρος και ο Χρήστος Πάρλας, τους οποίους είχα θεωρήσει πιο κατάλληλους για τους συγκεκριμένους ρόλους.

ΕΡ: Γνωρίζετε αν η σειρά αυτή σώζεται;

Η σειρά ήταν γυρισμένη σε βίντεο, από την οποία δεν έχει μείνει τίποτα, κανένα επεισόδιο...

Ο Καπιταλιστής (1982)

 


ΕΡ: Πώς ξεκίνησε η ιστορία του γυρίσματος της τηλεοπτικής σειράς “
Ο Καπιταλιστής”;




Το βιβλίο του “Καπιταλιστή” μου το είχε φέρει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Αντώνης Σιμιτζής, το 1971 στο Studio Cross. Η υπόθεση έχει να κάνει με έναν ευκατάστατο άντρα, ο οποίος εγκαθίσταται κάποια μέρα σε μία μικρή, φτωχή επαρχιακή πόλη και αναστατώνει τη ζωή των κατοίκων της, μοιράζοντας αφειδώς λεφτά σε όποιον είναι πρόθυμος να κάνει αυτό που θα του ζητήσει κάθε φορά. Η ζωή των ανθρώπων αυτών σιγά σιγά μεταβάλλεται και οι ίδιοι μετατρέπονται σε πειθήνια όργανά του... Το διάβασα και συγκλονίστηκα. “Να ένα βιβλίο για ταινία!”, σκέφτηκα.

Τα χρόνια περνούν και φτάνουμε στο 1982. Η ΕΡΤ, ήδη από το τέλος του 1981, τελεί υπό νέα διοίκηση. Ο Σιμιτζής, όταν έγραψε τον “Καπιταλιστή” ήταν στην ΕΔΑ, δηλαδή ήταν αριστερός. Το ίδιο το έργο μάλιστα εκφράζει πέρα για πέρα απόψεις της αριστερής ιδεολογίας. Στο μεταξύ, το 1982, ο Αντώνης Σιμιτζής είχε πλέον ενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ. Η διοίκηση της ΕΡΤ, λοιπόν, αναθέτει το γύρισμα της σειράς και ανακοινώνεται ότι το σενάριο της σειράς θα γραφτεί από τον Αντώνη Σημιτζή (τον συγγραφέα του βιβλίου δηλαδή) και η σκηνοθεσία θα γίνει από τον Αντώνη Βογιάζο. Ο Αντώνης Βογιάζος ήταν φίλος μου και όταν έμαθα ότι θα γυρίσει τον “Καπιταλιστή”, του ευχήθηκα τα καλύτερα, διότι πίστευα φανατικά στη δουλειά αυτή. Τελικά όμως, το έφερε η τύχη έτσι και ο Βογιαζος δεν μπόρεσε να αναλάβει τη σκηνοθεσία της σειράς λόγω κάποιου ατυχήματος και “χήρεψε” η θέση του σκηνοθέτη. Ο Νίκος Μήλας, ο οποίος ήταν φίλος μου, είχε τότε αναλάβει τη διεύθυνση τηλεόρασης και πρότειναν τη σκηνοθεσία σε μένα. Εγώ, όχι απλά δέχτηκα, αλλά ενθουσιάστηκα!

ΕΡ: Και διαβάζουμε στον τύπο της εποχής ότι ξεκινούν τα γυρίσματα της σειράς.

Όντως. Το καστ ήταν εξαιρετικό: Στο ρόλο του κεντρικού ήρωα της σειράς, Γιάννη Μπαστούνη, ήταν ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο οποίος πλαισιωνόταν από τους Σπύρο Κωνσταντόπουλο, Γιώργο Κυρίτση, Νίκο Κάπιο, Πηνελόπη Πιτσούλη, Τάσο Πεζιρκιανίδη, Άννα Γεραλή, Τάκη Χρυσούλη, Ντίνο Δουλγεράκη, Χρήστο Τσάγκα, Μάρθα Κουμπάρου, Γιώργο Σαπανίδη και άλλους.

Επίσης, θα ήθελα να αναφέρω και τον διευθυντή φωτογραφίας της σειράς, τον Τάκη Βενετσανάκο, τον Τάσο Ζωγράφο που ήταν υπεύθυνος για τα σκηνικά και τα κοστούμια και τον Βασίλη Δημητρίου, ο οποίος έγραψε τη μουσική.

attachment.php


Γιώργος Μιχαλακόπουλος και Σπύρος Κωσταντόπουλος στην σειρά Καπιταλιστής

ΕΡ: Μιλήστε μας λίγο για την παραγωγή του “Καπιταλιστή”.

Η σειρά γυρίστηκε σε φιλμ 16 χιλιοστών και η παραγωγή ήταν των αδερφών Πάντα. Θυμάμαι ότι ήρθε ο Πάντας και μου έδειξε το κοστολόγιο: 1.200.000 δρχ το κάθε επεισόδιο, συμπεριλαμβάνοντας τις αμοιβές όλων. Όλα είχαν πάει τρεις φορές επάνω, σε σχέση με τα κοστολόγια της προηγούμενης διοίκησης: από το δικό μου το μισθό, των ηθοποιών, όλα! Για να καταλάβετε, τον “Μεθοριακό σταθμό” τον είχα τελειώσει τον Δεκέμβριο του 1981 με 400.000 δρχ το επεισόδιο (από 80.000 δρχ που είχαμε ξεκινήσει το 1974) και τώρα είχαμε κονδύλι για 1.200.000 δρχ!

Το πρώτο σενάριο της σειράς γράφτηκε από τον Αντώνη Σιμιτζή. Ο Αντώνης όμως, σαν συγγραφέας, δεν είχε γνώση της κινηματογραφικής δομής, του πώς δηλαδή γυρίζεται μία ταινία, του πώς γράφεται ένα σενάριο για τον κινηματογράφο. Το συζητήσαμε αυτό με τον Αντώνη, το δέχτηκε και έτσι ανέλαβε ο Γιώργος Χασάπογλου να διασκευάσει το σενάριο. Αν και προστέθηκαν αρκετά πράγματα και αφαιρέθηκαν κάποια άλλα, τα οποία θεωρήθηκαν ότι δεν εξυπηρετούσαν τον αντικειμενικό σκοπό και στόχο του έργου, η διασκευή ακολούθησε πιστά το βασικό περιεχόμενο του βιβλίου. Το αποτέλεσμα, εμένα τουλάχιστον, με ικανοποίησε πολύ.

ΕΡ: Τι συνέβη στη συνέχεια;

Η σειρά γυρίστηκε σε 12 συνολικά επεισόδια. Έκανα το μοντάζ στα τρία πρώτα και τα παρέδωσα στην ΕΡΤ για προβολή, ενώ συνέχισα να μοντάρω και τα υπόλοιπα επεισόδια για να ολοκληρώσω το έργο.

ΕΡ: Και ποια ήταν τα σχόλια της τότε διοίκησης της ΕΡΤ;

Όταν λοιπόν η διοίκηση της ΕΡΤ είδε τα πρώτα τρία ολοκληρωμένα επεισόδια, χλώμιασε. Ο Βασίλης Βασιλικός, τον οποίο ας μου επιτραπεί να μην τον σχολιάσω και ο οποίος ήταν τότε διευθυντής προγράμματος στην ΕΡΤ, έδωσε εντολή να κοπεί η σειρά, με την δικαιολογία ότι “είναι αργό, είναι έτσι, είναι αλλιώς”... Βέβαια, καθόλου αργό δεν ήταν, απλά η ιστορία ξεκινούσε λιγάκι νωχελικά. Επομένως, η δικαιολογία αυτή που δινόταν από πλευράς ΕΡΤ για το κόψιμο της σειράς δεν ευσταθούσε και εγώ δεν μπορούσα να τη δεχτώ. Και για αυτό ζητούσα να μου πουν ακριβώς που εστίαζαν το “πρόβλημα” της σειράς, Αλλά απάντηση δεν έπαιρνα, ούτε τότε, ούτε έχω πάρει ακόμα μέχρι σήμερα, 30 σχεδόν χρόνια αργότερα, γιατί δεν παίχτηκε η σειρά... Όλοι απεύφευγαν να μιλήσουν για το θέμα...


ΕΡ: Ποια είναι η δική σας ερμηνεία;


Το γιατί, μου το εκμυστηρεύτηκε τελικά ένας φίλος: δεν είχε διαβάσει κανένας τους το βιβλίο του Σιμιτζή!

ΕΡ: Δηλαδή;

Η σειρά εγκρίθηκε διότι ο Σιμιτζής ήταν στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Όμως, κανείς δεν είχε διαβάσει προηγουμένως το βιβλίο. Όταν είδαν λοιπόν τα τρία πρώτα επεισόδια, τότε πλέον αντιλήφθηκαν τα μηνύματα που περνούσε το βιβλίο του Αντώνη. Διότι ο Αντώνης είχε γράψει για καταστάσεις, τις οποίες πίστευε ότι είναι δυνατόν να συμβούν: πόσο εύκολο είναι δηλαδή κάποιος να εξουσιάζει και να κατευθύνει τον κόσμο που βρίσκεται σε ανάγκη, μοιράζοντας χρήματα δεξιά και αριστερά. Το θέμα λοιπόν ήταν ότι την σκέψη αυτή του Αντώνη την είχαν κάνει και κάποιοι «άλλοι» εκτός από τον Αντώνη!... Και έτσι η σειρά «κόπηκε».

attachment.php


Ο Πρωταγωνιστής της σειράς Γιώργος Μιχαλακόπουλος

ΕΡ: Στον τύπο της εποχής αναφέρεται ότι οργανώσατε μία press-conference για το θέμα της μη προβολής της σειράς. Αληθεύει αυτό;

Βεβαίως. Η επίσημη ανακοίνωση της διοίκησης της ΕΡΤ σχετικά για το κόψιμο της σειράς, η οποία ανέφερε πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ήρθε σε πλήρη αντίθεση με την άποψη, τόσο τη δική μου, όσο και των άλλων συντελεστών της σειράς. Υπερασπιζόμενος το τελικό ποιοτικό αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής και θέλοντας να την παρουσιάσω στους κριτικούς της τηλεόρασης για να μπορέσουν να την κρίνουν οι ίδιοι, διοργάνωσα λοιπόν κι εγώ στο στούντιο του Σκλαβή μια press-conference με 60 περίπου δημοσιογράφους και τηλεκριτικούς, στους οποίους έγινε η προβολή των τριών πρώτων επεισοδίων της σειράς, δηλαδή τα ίδια ακριβώς επεισόδια που είχε δει και η διοίκηση της ΕΡΤ. Τους είχα καλέσει λοιπόν για να δουν με τα μάτια τους το υλικό που κόπηκε και αυτή ήταν η άμυνά μου απέναντι σε αυτό που συνέβη, δικαιωματική και δικαιολογημένη. Από τους ηθοποιούς της σειράς, θυμάμαι ότι στην press-conference παρευρέθηκαν ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος και ο Γιώργος Κυρίτσης.

Υπήρξε όμως μια παλιανθρωπιά. Κάποιος που νόμιζα πως ήταν φίλος μου και εργαζόταν στην ΕΡΤ, μου ζητάει τα επεισόδια που είχα σκοπό να προβάλλω, για να τους προσθέσει δήθεν τους τίτλους. “Να σου τις δώσω τις κόπιες”, του λέω, “αλλά μην τυχόν και αύριο που έχω 10 η ώρα τη σύναξη αυτή γίνει κάτι. Εγώ πρέπει να έχω τις κόπιες από τις 9”. “Ναι”, μου λέει, “τι, παιδιά είμαστε τώρα;” “Μη μου τη «φέρεις»”, του ξαναλέω εγώ. Και πάω την επόμενη μέρα και μου λέει: “Είσαι πολύ γελασμένος αν νομίζεις ότι θα σου τις δώσω εγώ τις κόπιες!”. “Είσαι πολύ ξεφτίλας”, του απαντώ, “αλλά εγώ θα την κάνω την προβολή!” “Και πώς θα την κάνεις;”, με ρωτά. “Θα την κάνω ρε, με κόπια εργασίας!” Επειδή είχα υποπτευθεί ότι κάτι θα μου κάνουν, είχα πει στον μοντέρ, τον Ηλία τον Σγουρόπουλο: “Κάνε, σε παρακαλώ, διπλές κολλήσεις στην κόπια εργασίας, για να μην έχουμε καμιά ζημιά την ώρα της προβολής”.

ΕΡ: Η προβολή των επεισοδίων έγινε τελικά στην press-conference;

Βεβαίως, και των τριών επεισοδίων. Μεταξύ όμως του δεύτερου και του τρίτου επεισοδίου έστειλαν τραμπούκους, οι οποίοι ζητούσαν, με εντολή της ΕΡΤ, να σταματήσει η προβολή. Μπαίνω μέσα στην αίθουσα προβολής και λέω στους δημοσιογράφους ότι έχουν έρθει τραμπούκοι για να σταματήσει η προβολή. Θυμάμαι μάλιστα ότι δυο τηλεκριτικοί βγήκαν έξω από την αίθουσα προβολής και είπαν ότι εδώ τα πράγματα είναι επικίνδυνα, τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν ούτε επί χούντας! Μόνο έτσι έφυγαν τελικά οι τραμπούκοι που μου είχαν στείλει από την ΕΡΤ. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά που η σειρά αυτή προβλήθηκε σε κοινό...


ΕΡ: Ποια ήταν τα σχόλια των τηλεκριτικών – δημοσιογράφων για τον “Καπιταλιστή”;


Η Ιωάννα Κωτσάκη στο “Έθνος” σχολίασε ότι αν υπήρχε βραβείο ερμηνείας σε ηθοποιό τηλεοπτικής σειράς, αυτό θα έπρεπε να δωθεί στον Σπύρο Κωνσταντόπουλο για τον ρόλο του δημάρχου, στον οποίο ο Σπύρος ήταν συγκλονιστικός.

Ο ίδιος ο Σπύρος ο Κωνσταντόπουλος, μιλώντας στους δημοσιογράφους είπε χαρακτηριστικά ότι “εμείς με πορδές βάψαμε αυγά”. Διότι, πραγματικά, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίσαμε τη σειρά δεν ήταν καλές. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός που είχε εγκριθεί από την ΕΡΤ, όπως προανέφερα, ήταν πολύ μεγαλύτερος από αντίστοιχους προϋπολογισμούς του παρελθόντος. Για αυτό δεν ευθυνόταν άμεσα η παραγωγής, τα δύο αδέρφια Πάντα δηλαδή, ο Λάκης και ο Μάκης, που ήταν καλά παιδιά, αλλά έφταιγαν δύο συνεργάτες τους, οι οποίοι δεν ήταν εντάξει. Δεν χειρίστηκαν σωστά τα χρήματα, έπαιρναν μίζες, κτλ - γνωστά πράγματα δηλαδή που δυστυχώς συνέβαιναν...

Το αποτέλεσμα ήταν κάποια μέρα να γυρίσει ο Πάντας και να μας πει “δεν εχω λεφτά για να συνεχίσω τη σειρά”. Και εμείς δεχτήκαμε να μην πάμε σε εστιατόριο για να φάμε σαν άνθρωποι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της σειράς, κάτι το οποίο δικαιούμασταν, καθώς αυτό το κονδύλι ήταν υπολογισμένο και συμπεριλαμβανόμενο μέσα στα χρήματα που είχε διαθέσει η ΕΡΤ για την παραγωγή της σειράς. Και δεχτήκαμε επίσης να μας ταίζουν στα γυρίσματα με μία κονσέρβα τόνο ανά δύο άτομα, με μισή φραντζόλα ψωμί και μερικές ελιές. Και αυτά έξω, στο πεζοδρόμιο... Τον εξευτελισμό αυτό τον αποδεχτήκαμε για να δοθούν πιο πολλά χρήματα για την ολοκλήρωση της σειράς. Διότι, άντε να αποδείξεις τι έγινε και πού πήγαν τα χρήματα. Παρʼ όλα αυτά, το υπερασπιστήκαμε το έργο – όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι – και μάλιστα στο 100%.

Μία εφημερίδα η οποία με “χτύπησε” ήταν ο “Ριζοσπάστης” μέσω του Δημήτρη Δανίκα. Ο Δανίκας είχε φροντίσει να μάθει αν άνηκα ιδεολογικά και αν ήμουν ενταγμένος σε κόμμα της αριστεράς, ρωτώντας κάποιον εκπρόσωπο της εταιρίας Ελλήνων σκηνοθετών, τον οποίο είχα καλέσει στην press-conference για την προβολή. Όταν έμαθε ότι δεν ήμουν, έγραψε αρνητική κριτική, παρά το γεγονός ότι ο “Καπιταλιστής” είναι έργο το οποίο άπτεται πέρα για πέρα της αριστερής ιδεολογίας. Με κατηγόρησε, θυμάμαι, ότι αφού σκηνοθέτησα τον “Μεθοριακό σταθμό”, τι θέλω και καταπιάνομαι με αυτή τη σειρά. Για τον Δανίκα, κατά την άποψή του, ο “Μεθοριακός σταθμός” ήταν κατάπτυστος...


ΕΡ: Μπορείτε να μας αφηγηθείτε, με λίγες περισσότερες λεπτομέρειες, την ιστορία - υπόθεση του “Καπιταλιστή”;


Η ιστορία του βιβλίου, αλλά και της σειράς, ξεκινάει με τον ερχομό του “Καπιταλιστή”, Γιάννη Μπαστούνη (Γιώργος Μιχαλακόπουλος), σε μία μικρή, φτωχική κοινωνία. Ο Μπαστούνης κουβαλάει πολλά χρήματα μέσα σε διάφορα μπαούλα και γίνεται αντιπαράθεση της φτώχειας των ντόπιων με τον πλούτο τον δικό του. Και ξεκινάει ένα παιχνίδι εντυπωσιασμού, του τύπου: “Πάρε ένα χιλιάρικο και πες μου το όνομά σου”. Ακολουθεί η διάβρωση των ανθρώπων από το εύκολο χρήμα, η οποία ξεκινάει όταν ο Μπαστούνης μοιράζει το πρώτο χιλιάρικο σε όσους οικειοθελώς δηλώσουν ότι είναι ζητιάνοι. Στη συνέχεια πηγαίνουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι (έμποροι, κτλ) που επίσης έχουν ανάγκη τα χρήματα. Βέβαια υπάρχει ένα αντίτιμο: οι μεν ζητιάνοι, για να ξεχωρίσουν ότι πήραν το χιλιάρικο, βουτούν το δάχτυλό τους σε ένα ανεξίτηλο μελάνι, ενώ οι έμποροι σημαδεύονται με μια βούλα με το μελάνι στο πρόσωπο. Από εκείνο το σημείο, ξεκινάει και το μεγάλο ενδιαφέρον για το ποια θα είναι η συνέχεια της ιστορίας.

Το τέλος του βιβλίου είναι πραγματικά συγκλονιστικό: Τελικά “επικρατεί” στην πόλη ο Καπιταλιστής και καταφέρνει να τους διαβρώσει όλους. Τους συγκεντρώνει όλους στο νεκροταφείο και τους υποχρεώνει, αφού πρώτα τους έχει αφιονίσει με φαγητά και κρασιά, να ξεθάψουν τους προγόνους τους με αντίτιμο ένα εκατομμύριο για κάθε νεκροκεφαλή, 200 χιλιάδες το πόδι, 300 χιλιάδες το χέρι, κτλ. Και οι κάτοικοι, αποχαυνωμένοι, αρχίζουν να ξεθάβουν τους νεκρούς τους για να πάρουν τα χρήματα, ώσπου κάποια στιγμή τους λέει “Stop! Σταματήστε, πήρα αυτό που θέλω. Τώρα πληρώνω χίλιες δραχμές μόνο”. “Μα...”, του λένε οι άλλοι, “πώς και γιατί, κτλ” και έτσι όπως είναι, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, αρχίζουν να παίζουν ποδόσφαιρο με τις νεκροκεφαλές. Μιλάμε για πολύ άγριες καταστάσεις!

Αυτό είναι το τέλος του βιβλίου, το οποίο βέβαια δεν γυρίστηκε έτσι, διότι στο μεταξύ είχαν τελειώσει τα χρήματα της παραγωγής για την ολοκλήρωση της σειράς!... Έτσι, το φινάλε της σειράς δεν είναι αυτό που έγραψε ο Σημιτζής, αλλά αποδόθηκε τελείως αφαιρετικά. Πάλι στο νεκροταφείο, αντί όμως να βγουν κόκκαλα και τέτοια πράγματα - που θα ήταν συγκλονιστικό - δεν ξέρω βέβαια πώς θα ήταν αν το γυρίζαμε αλλά, στο κείμενο τουλάχιστον, ήταν ανατριχιαστικό - βλέπουμε εκεί τον Μπαστούνη και συγκεντρωμένους όλους τους βασικούς πρωταγωνιστές. Με εντολή του Μπαστούνη, όλοι κατευθύνονται στην εκκλησία του νεκροταφείου όπου εκεί εμφανίζονται οι δύο - ο «ʽΑσπρος» (Γιώργος Μιχαλακόπουλος) και ο «Μαύρος» (Γιωργος Κυρίτσης), συμβολίζοντας τον νέο και τον παλιό τύπο καπιταλισμού.


ΕΡ: Μετά από 29 χρόνια, ποια είναι η δική σας γνώμη για τον “Καπιταλιστή”;


“Ο Kαπιταλιστής” με αντιπροσωπεύει 100%, από όλες τις δουλειές που έχω κάνει. Όχι μόνο ως τελικό αποτέλεσμα, αλλά και ως ιδεολογία, ανεξάρτητα από το πού εντάσσεται. Εμένα με ενδιέφερε το θέμα της διάβρωσης των ανθρώπων από τον εύκολο τρόπο απόκτησης χρημάτων – κάτι που το παρατηρούμε και στη σημερινή κοινωνία. Δεν είδα τον “Καπιταλιστή” στενόμυαλα, όπως πιθανόν τον αντιμετώπισαν οι άλλοι που “είχαν την μύγα και μυγιάζονταν”. Εγώ το είδα σαν ένα συγκλονιστικό έργο. Το πώς η συνείδηση των ανθρώπων μεταβάλλεται, διαπλάθεται, παρασύρεται και ό,τι άλλο μπορεί να συμβεί, με κυριαρχούσα πλέον δύναμη το χρήμα.

ΕΡ: Η σειρά σώζεται στην ΕΡΤ...

Βέβαια, τα 12 επεισόδια της σειράς υπάρχουν στην ΕΡΤ και μάλιστα τα είχα ζητήσει αρχικά, όταν διευθυντής ήταν ένας από τους βοηθούς μου, ο Γιάννης Κοτσώνης. Θυμάμαι ότι είχα απευθυνθεί στον Γιάννη με το θάρρος του βοηθού, συνεργάτη και φίλου, αλλά μου το είχε αρνηθεί. “Έισαι τρελός”, μου λέει, “θα με κλείσουν φυλακή!” “Βρε Γιάννη, αυτό είναι έργο δικό μου, δεν έχω δικαίωμα να το έχω στο αρχείο μου;” “Όχι”, μου λέει, “δεν μπορώ, ξέχασέ το!” Δεν το είχα προχωρήσει, τότε, το θέμα παραπάνω. Πάντως, όσοι έχουν δει επεισόδια από τη σειρά έμειναν άναυδοι επειδή αυτά που είδαν στη σειρά πριν 30 χρόνια, τα ζούμε τώρα...
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Μεταγενέστερες τηλεοπτικές δουλειές - οι δεκαετίες του ʼ80 και του ʽ90

 


ΕΡ: Πώς ήταν η δεκαετία του ʼ80 για εσάς, από επαγγελματικής άποψης;


Μετά από την ιστορία που έγινε με τη σειρά “Ο Καπιταλιστής”, εγώ «κόπηκα» τελείως από την ΕΡΤ και ευτυχώς που είχα ακόμα το κομμάτι των μεταγλωττίσεων, το οποίο με συντηρούσε οικονομικά. Κάποια στιγμή, θυμάμαι ότι πήγα στην ΕΡΤ και τους είπα “είστε ανέντιμοι, γιατί οι δεξιοί, αυτούς που δεν γούσταραν τους έστελναν μεν στα ξερονήσια, αλλά τουλάχιστον τους τάιζαν. Εσείς όμως είστε ανήθικοι και μας καταδικάζετε να πεθάνουμε μέσα στα σπίτια μας, για να μην σας μείνει το στίγμα ότι μας εξορίζετε!ʼʼ Θυμάμαι, βγήκε τότε από ένα γραφείο ο Γιώργος Στεργίου, ο οποίος ήταν παιδικός μου φίλος και απαίτησε να μου αναθέσει να σκηνοθετήσω επεισόδια από την εκπομπή «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα». Ενώ, ο Συράκος Δανάλης που ήταν Διευθυντής Φωτογραφίας μεσολάβησε για να ξεκινήσω μια συνεργασία με το Υπουργείο Γεωργίας, για το οποίο τελικά γύρισα περισσότερα από εκατό ντοκιμαντέρ. Εκεί συνεργάστηκα με αξιόλογους Διευθυντές Φωτογραφίας όπως ο Φίλιππος Κουτσαφτής, ο Γιάννης Δασκαλοθανάσης, ο Βαγγέλης Καραμανίδης κ.ά.


ΕΡ: Μέχρι το 1985, όπου γυρίσατε δύο θεατρικές παραστάσεις...


Γύρισα συνολικά τρεις θεατρικές παραστάσεις στην ΕΡΤ στα πλαίσια της σειράς “Το Θέατρο της Δευτέρας”: την “Θεωρία της ισορροπίας” με την Κατερίνα Γιουλάκη, το “Τρίτη και 13” του Γιώργου Ρούσσου - ένα πολύ ωραίο θεατρικό με τον Κώστα Ρηγόπουλο, τη Θάλεια Παπάζογλου - και τέλος, πολύ αργότερα, το 1997 έκανα την τηλεοπτική σκηνοθεσία στους “Παλαιστές”, μια πολύ ωραία δουλειά με τους Νίκο Μπουσδούκο, Πάνο Σκουρολιάκο, Εύα Κοταμανίδου, Ντίνο Καρύδη.

attachment.php


Από την θεατρική παράσταση Θεωρία της ισσοροπίας


ΕΡ: Μα δεν ήσασταν “κομμένος” από την ΕΡΤ εκείνα τα χρόνια;


Στην αρχή της δεκαετίας του ʼ80, είχα κοπεί από όλα τα Ελληνικά σήριαλ, αλλά έκανα περιστασιακά κάποιες δουλειές στην ΕΡΤ, κυρίως ντοκιμαντέρ, επετειακά, αφιερώματα. Διότι ο Σπύρος Μηλιώνης, με τον οποίο είχαμε δουλέψει πολύ μαζί στις μεταγλωττίσεις στο παρελθόν, είχε τοποθετηθεί προϊστάμενος του θεατρικού τμήματος και μου έδινε κάποιες δουλειές για ενίσχυση - και τον ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΕΡ: Επομένως, στραφήκατε στην αγορά του βίντεο, η οποία ανθούσε εκείνα τα χρόνια;

Ναι, γύρισα 9 βιντεοταινίες οι οποίες, για μένα, ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Μία από αυτές ήταν “Η εκδίκηση της Νίτσας”, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Μάρθα Καραγιάννη. Το σενάριο ήταν καταπληκτικό, γραμμένο από δύο νέα παιδιά (Πάνος Κοκκινίδης, Παντελής Πασχαλίδης), ενώ στην ταινία έπαιζαν επίσης ο Παύλος Χαϊκάλης, ο Γιάννης Μποσταντζόγλου κ.ά. Τις βιντεοταινίες που γύρισα δεν τις αντιμετώπιζα ως «αρπαχτές», όπως κάποιοι άλλοι, τις δούλευα ευσυνείδητα όπως όλες τις άλλες μου ταινίες. Άλλωστε το καστ ήταν πολύ προσεγμένο και συμμετείχαν γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Σπύρος Καλογήρου, η Ευαγγελία Σαμιωτάκη, ο Βασίλης Κολοβός, η Άννα Ματζουράνη, η Ρίκα Βαγιάνη, η Λυδία Λένωση, ο Νίκος Κάπιος, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης και ο ανιψιός του, ο Τάσος Προύσαλης, η Σάσα Καστούρα, ο Νίκος Τσούκας κ.ά. Συνεργάστηκα με Διευθυντές Φωτογραφίας από τον κινηματογράφο όπως ο Λευτέρης Παυλόπουλος και ο Σταμάτης Τρύπος.

ΕΡ: Και πότε επιστρέψατε στις σειρές της τηλεόρασης;

Το 1987, με τη σειρά “Μικρογραφίες” της ΕΤ1, η οποία ήταν μία αγαπημένη δουλειά όπου συνεργάστηκα με την εταιρία Λ.Α.Σ. (Τάκης Χρυσούλης, Νανά Νικολάου, Σπύρος Δημητρακόπουλος).

Έπειτα γύρισα την “Μαρία Δημάδη” στην ΕΤ2, μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μια πολύ ωραία, ανθρώπινη ιστορία, η οποία ήταν και πραγματική. Ήταν διασκευή που έκανε ο Βαγγέλης Κατσάνης από το ομώνυμο βιβλίο του Φίλιππου Γελαδόπουλου. Η Μαρία Δημάδη (Ελένη Σάνιου) ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μια ηρωίδα από το Αγρίνιο, η οποία εργαζόταν στο γραφείο ενός Αυστριακού, του Τόρμαν (Χρήστος Πάρλας) ως ιδιαιτέρα γραμματεύς του και διερμηνέας στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Ο Τόρμαν ήταν διοικητής στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν ερωτευμένος με την Μαρία και φεύγοντας κυνηγημένος, στο τέλος του πολέμου, ήθελε να την πάρει μαζί του. Όμως, η Μαρία Δημάδη ήταν ο σύνδεσμος με τους αντάρτες και δούλευε κρυφά για την αντίσταση μέχρι που την αντιλήφθηκαν και την εκτέλεσαν οι ταγματασφαλίτες με συνοπτικές διαδικασίες... Θυμάμαι επίσης και τον Βασίλη Κολοβό στη σειρά, ο οποίος υποδυόταν τον Διοικητή των Τάγματων Ασφαλείας, τον Καρούζο. Αλλά και τον Σπύρο Κωνσταντόπουλο, τον Βασίλη Τσάγκλο, τον Αργύρη Παυλίδη, τον Χρήστο Ζορμπά και την Κική Διόγου...Τη φωτογραφία της σειράς διεύθυναν ο Ερρίκος Μερόντης και ο Βασίλης Βασιλειάδης, τα σκηνικά ήταν του Σπύρου Ορνεράκη και τα κοστούμια της Μάγκυ Ασβεστά ενώ τη μουσική έγραψε ο Νικόλας Βιβλάκης.

Ακολούθησε η κωμική-σατυρική σειρά “Μια μέσα, μια έξω” με τον Πάνο Σκουρολιάκο και τον Τάσο Πεζιρκιανίδη. Ήταν δυο φουκαράδες που, ενώ όσο ήταν μέσα στο κελί τους ονειρευόντουσαν να δραπετεύσουν, μόλις το πετύχαιναν, η έξω ζωή τους φαινόταν τόσο τρομαχτική και δυσβάσταχτη που επέστρεφαν μέσα στη νύχτα και χτυπούσαν για να τους ανοίξουν την πόρτα της φυλακής. Στη σειρά αυτή έπαιζαν πολλοί εξαιρετικοί ηθοποιοί που, οι περισσότεροι, αργότερα έγιναν γνωστοί: η Κοραλία Καράντη, η Ελένη Γερασιμίδου, η Τατιάνα Λύγαρη, ο Γιάννης Μποσταντζόγλου, η Μαρία Παπαδοπούλου. Δεν θα ξεχάσω και την αλησμόνητη Τζόλυ Γαρμπή. Και τον Βασίλη Μπουγιουκλάκη. Τα σκηνικά και κοστούμια ήταν του Αντώνη Χαλκιά και τη μουσική έγραψε ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο γιος του σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου.

Έπειτα, ήρθε η σειρά «Ποιός ήρθε σπίτι μας απόψε» που είχε θεατρική δομή και τα επεισόδια ήταν αυτοτελή. Και εδώ συνεργάστηκα με σπουδαίους ηθοποιούς. Την Ελένη Ράντου, την Όλγα Πολίτου, τον Παύλο Χαικάλη, τον Γιάννη Βούρο, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Σπύρο Καλογήρου, τη Μαρία Αλκαίου κ.ά. Τα γυρίσματα έγιναν στο Studio των αδελφών Τσεμπελή.

Και αμέσως μετά ξεκίνησα μια από τις πιο αγαπημένες μου σειρές, με τίτλο «Βίος και Πολιτεία του Χαράλαμπου Κ.» και με πρωταγωνιστή τον πάλαι ποτέ δάσκαλό μου, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Στο πλάι του, το ρόλο της γυναίκας του, κρατούσε η σπουδαία Τάνια Σαββοπούλου. Τα τηλεοπτικά παιδιά τους, στο ξεκίνημα της καριέρας τους, ήταν η Τάνια Τρύπη και ο Νίκος Παπαδόπουλος. Συμμετείχαν επίσης οι Μαρία Ζαφειράκη, Ελένη Γερασιμίδου, Σοφία Φιλιππίδου, Άννα Παντζέλη, ο Νίκος Κάπιος και ο γιος μου, ο Φώτης Πετρίδης που είχε αποφοιτήσει από το Εθνικό Θέατρο. Τη μουσική για τη σειρά έγραψε ο Γιώργος Χατζηνάσιος.

ΕΡ: Ποιες ήταν οι επόμενες δουλειές σας στην τηλεόραση;

Η “Παλιά γειτονιά” ήταν μια σειρά εκπομπών της ΕΤ2 το 1990, η οποία προέκυψε ύστερα από δική μου πρόταση. Το θέμα των εκπομπών ήταν οι παλιές γειτονιές και η ιδιαίτερη ιστορία τους. Οι εκπομπές αυτές ήταν σημαντικές κυρίως λόγω της καταγραφής περιοχών που, με το πέρασμα του χρόνου, ο χαρακτήρας τους αλλοιώνεται. Το λέω αυτό, διότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, έναν προσφυγικό συνοικισμό με διώροφα σπίτια. Σιγά σιγά τα σπίτια αυτά γκρεμίζονταν και τη θέση τους έπαιρναν πολυκατοικίες... Κάποια στιγμή λοιπόν, λέω σε ένα γνωστό μου στην ΕΤ2 να κάνουμε αυτή τη σειρά εκπομπών, προκειμένου να διασωθούν οι μνήμες και οι εικόνες ενός κόσμου που, μέρα με τη μέρα χάνεται, με αποτέλεσμα οι γειτονιές αυτές να μη θυμίζουν πλέον σε τίποτα το πώς ήταν κάποτε.

Τελικά, γύρισα 5-6 επεισόδια, ξεκινώντας τιμητικά από την Πλάκα. Στη συνέχεια πήγαμε Ψυρρή, Μεταξουργείο, Εξάρχεια. Έκανα ένα πολύ μεγάλο αφιέρωμα στο κέντρο της Αθήνας και στις γειτονιές της. Έπειτα καταγράψαμε τον Πειραία και τις γειτονιές του: Κερατσίνι, Πέραμα, Κοκκινιά κ.ά. Παράλληλα, σκαρφίστηκα κάτι λίγο πονηρό, αλλά θεμιτό: Για την κάθε γειτονιά που παρουσιάζαμε, ζήτησα και από κάποιον «επώνυμο» να μιλήσει για τη συγκεκριμένη γειτονιά. Τη γειτονιά του. Για παράδειγμα, είχα την Άννα Φόνσου να μιλάει για την Καισαριανή, τον Ακαδημαϊκό Τάσο Αθανασιάδη, την Καίτη Παπανίκα, τον Σταύρο Ξενίδη, την Εύα Κοταμανίδου και τον Αριστείδη Καμάρα για τη Νέα Φιλαδέλφεια. Την Τάνια Σαββοπούλου για την Κοκκινιά και τη Μάρθα Καραγιάννη για το Κερατσίνι. Στην Πλάκα, τον Μίμη Πλέσσα, τον Κυριάκο Διακογιάννη, στην περιοχή του Ψυρρή τον Γιάννη Καραμπεσίνη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου στο Μεταξουργείο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δέχτηκαν, όχι απλά με ευχαρίστηση, αλλά με δέος να μιλήσουν για την περιοχή τους. Έτσι, οι εκπομπές έγιναν ακόμα πιο αυθεντικές από ό,τι είχα αρχικά φανταστεί.

Ακολούθησε ο “Μανώλης ο Ντελμπεντέρης”, που είναι η τελευταία σειρά που σκηνοθέτησα για την τηλεόραση. Γυρίστηκε σε βίντεο αλλά με μία κάμερα. Διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Γιώργος Αντωνάκης και το μοντάζ έκανε ο Ηλίας Σγουρόπουλος. Στη συγκεκριμένη σειρά μάλιστα, όλα τα μέλη της ομάδας ήταν κινηματογραφιστές. Και αν θα το προσέξετε, φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στις σειρές που είναι γυρισμένες με «τηλεοπτικό» τρόπο και αυτές που γυρίστηκαν από μαστόρους κινηματογραφιστές. Ήμουν τυχερός να έχω για πρωταγωνιστή τον πιο ταιριαστό ηθοποιό για το ρόλο του Ντελμπεντέρη, τον Λευτέρη Ελευθεριάδη που κυριολεκτικά μπήκε στο πετσί του ρόλου και τον υπερασπίστηκε. Κοντά του, ο Τάσος Ράμσης, που έκανε τη διασκευή και έγραφε το σενάριο, η Ελένη Ερήμου, η Ντίνα Ανδριοπούλου, η Ελένη Κρίτα, η Τζόλυ Γαρμπή, ο Βασίλης Τσάγκλος, ο Φώτης Πετρίδης κ.ά. Μακιγιέρ ήταν ο Μανώλης Γαλάνης. Ήταν δύσκολο να γυριστεί η σειρά καθώς ήταν «εποχής» και χώροι στην Αττική δεν βρίσκονταν εύκολα. Τα σκηνικά έκανε ο Μιχάλης Σδούγκος. Κάναμε γυρίσματα στα Καλύβια, στο Λονδίνο, στη Μυτιλήνη. Το σενάριο απαιτούσε επαύλεις, μέγαρα, έναν καταυλισμό για τις σκηνές με τους χρυσοθήρες στην Αμερική, καράβια στο πέλαγος κ.ά. πολλά, αλλά χρήματα δεν διατέθηκαν. Δώσαμε κυριολεκτικά την ψυχή μας για να κάνουμε μια αξιοπρεπή δουλειά κάτω από αντίξοες συνθήκες και πόλεμο νεύρων. Και η ανταμειβή μου ήταν, για άλλη μια φορά, να με «κόψουν» από τις σειρές της ΕΡΤ.

attachment.php


Το κάστ της σειράς Μαρία Δημάδη

ΕΡ: Πώς και δεν συνεργαστήκατε με τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς;

Δεν ήταν δική μου επιλογή να μη συνεργαστώ - έκανα μάλιστα κάποιες προτάσεις στους ιδιωτικούς σταθμούς. Αλλά με εμένα συνέβη το εξής: δεν έκανα ποτέ αυτό που λένε “δημόσιες σχέσεις”. Και, ειδικά στην ιδιωτική τηλεόραση, αν δεν μεσολαβήσουν κάποιοι “κολλητοί”, δεν περνάς...

Το σήμερα

 


ΕΡ: Βλέπετε διαφορές ανάμεσα στις σημερινές τηλεοπτικές δουλειές και στις παλαιότερες;


Η μέρα με τη νύχτα! Σε αυτό το συμπέρασμα έχουμε καταλήξει με τη σύζυγό μου τη Μαριλίζ. Διότι εγώ ανήκω στη φουρνιά των πρώτων επαγγελματιών που ξεκινήσαμε να κάνουμε τηλεόραση ενώ για τις σημερινές τηλεοπτικές παραγωγές, η Μαριλίζ έχει προσωπική εμπειρία. Για να σας δώσω να καταλάβετε, εγώ δεν χρησιμοποίησα ποτέ μου «πολυκάμερο». Ολόκληρος ο “Μεθοριακός Σταθμός” γυρίστηκε «μονοκάμερο». Ακόμα και μέσα στο πλατό, μονοκάμερο χρησιμοποιούσα. Και αυτό διότι, όταν έχεις να κατευθύνεις μία κάμερα, το αποτέλεσμα αντιπροσωπεύει πέρα για πέρα την προσωπική σου ματιά. Ενώ, οι πολλές κάμερες έχουμε δει πως συχνά μετατρέπονται σε ένα μηχανικό “εργαλείο” που καταγράφει απλώς, δίχως να γίνεται εμφανής η σκηνοθετική άποψη.

Εγώ χαίρομαι πραγματικά με εσάς γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ σπουδαία η αποστολή που έχετε αναλάβει, να καταγράψετε δηλαδή και να αναλύσετε την ιστορία της Ελληνικής τηλεόρασης. Ένα θέμα, μέχρι πρόσφατα, περιφρονημένο από πολλούς. Κάθε τι υποτιμημένο εξαρτάται από τη συναίσθηση της ευθύνης που έχει εκείνος που το κάνει, όπως και από τους λόγους που τον οδήγησαν να το κάνει. Αν χαθεί ο αρχικός στόχος και η συναίσθηση της αποστολής όταν κάνεις κάτι, τότε χάνεται και όλο το νόημα. Είναι τεράστια η αποστολή σας - και σας μιλώ ειλικρινά.

ΕΡ: Τα τελευταία χρόνια έχετε ασχοληθεί με τη διδασκαλία νέων ανθρώπων του χώρου...

Δίδαξα από το 2001 στους κύκλους σεμιναριών «Δημιουργία Ταινίας» στη Σχολή της Μαίρης Ραζή «Η Πρόβα», που διοργανώσαμε σε συνεργασία με τη σύζυγό μου Μαριλίζ Ριτσάρδη, ενώ ήδη από το 1997 άρχισα να διδάσκω στις Σχολές του ΑΝΤ1 «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου», «Κινηματογραφική Τεχνολογία» και «Εφαρμοσμένη Ψυχολογία». Τα τελευταία χρόνια διδάσκω και στα σεμινάρια των τηλεπαρουσιαστών. Η ύλη που μου ανέθεσαν να διδάξω είναι πολύ ενδιαφέρουσα και για τους μαθητές, αλλά και για εμένα τον ίδιο, που συνεχίζω να «μαθαίνω διδάσκοντας».

Η αλήθεια είναι ότι όταν διδάσκω σε νέα παιδιά αισθάνομαι πολύ μεγάλη ευθύνη, αλλά και πολύ μεγάλο κέφι. Και αυτό, διότι νομίζω - μπορεί να ακουστεί λίγο ρομαντικό όπως το λέω – νομίζω ότι αυτές οι γνώσεις που διαθέτω εγώ, και όλοι οι άλλοι συνάδελφοι και συνοδοιπόροι όλων αυτών των ετών, δεν πρέπει να πάνε “χαμένες”. Και αυτό που λέω, δεν το λέω από εγωισμό αλλά, ίσα-ίσα, περισσότερο από “λαχτάρα”, επειδή βλέπω ότι το κομμάτι που αφορά τη γνώση έχει ήδη παραμεριστεί και σιγά-σιγά χάνεται. Και αυτό είναι ό,τι το εγκληματικότερο!... Διότι, αν δεν αποκτήσεις εμπειρίες και εν συνεχεία, αν αυτές τις εμπειρίες δεν φροντίσεις να τις μεταδώσεις, πώς η επόμενη γενιά θα διδαχθεί και πώς θα προοδεύσει; Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται τα βασικά πρότυπα και ιδανικά του τόπου σου και να αφομοιώνεις - υποχρεωτικά - διδάγματα ξενόφερτα. Και αυτός, ακριβώς ο τρόπος, αποδυνάμωσης των μεν και αφομοίωσης των δε, είναι από ότι φαίνεται μεθοδευμένος, μέρος ενός σχεδιασμένου αφελληνισμού... Δυστυχώς!...

Σας ευχαριστούμε πολύ κ. Πετρίδη για τον χρόνο σας και σας ευχόμαστε καλή συνέχεια σε ό,τι κάνετε
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Τι ευχάριστη έκπληξη για τον πρωϊνό μου καφέ!

Από όλες τις συνεντεύξεις που έχω διαβάσει, είναι η μοναδική που διάβασα μονορούφι! Άκρως συγκλονιστική -εκτός όλων των άλλων- με κέντρισε πολύ να ψάξω να βρω και να διαβάσω τον "Καπιταλιστή"!

Όμορφες σκηνές, με χιούμορ και ρομαντισμό! :)

Ευχαριστούμε όντως τον κ. Πετρίδη, που μοιράστηκε μαζί μας τις άκρως ενδιαφέρουσες αναμνήσεις του, καθώς και τις γνώσεις του, αφού πολλά πράγματα που αφορούν τον κινηματογράφο, ούτε τα γνώριζα!

Ευχαριστούμε και τους Tsalk & Bernard.C, για τη δουλειά που έκαναν!

(A, ρε Tsalk, χαρά στο κουράγιο σου, παλικάρι μου! :D )
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πάρα πολύ ωραία συνέντευξη και μπράβο στα παιδιά για την πρωτοβουλία και τον κόπο τους. Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις πληροφορίες για τον Μεθοριακό Σταθμό και τον Καπιταλιστή, πληροφορίες που μόνο από τον σκηνοθέτη θα μπορούσαμε να έχουμε. Για άλλη μια φορά ήρθαμε αντιμέτωποι με τον παραλογισμό, την αδιαφορία, τον κομπλεξισμό και γιατί όχι την κακία κάποιων ανθρώπων που δούλευαν στα κρατικά κανάλια πριν 30 χρόνια και που είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την καταστροφή ενός πολύ μεγάλου κομματιού της ελληνικής τηλεοπτικής ιστορίας. Σας ευχαριστούμε κ Πετρίδη για τις τόσο όμορφες στιγμές που μας χαρίσατε την δεκαετία του 70 παρακολουθώντας τα πολυαγαπημένα μας σήριαλ. Να είσαστε πάντα καλά.
 
Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κ. Γιώργο Πετρίδη για την τιμή που μας έκανε και μίλησε για το forum μας.

Η συνάντησή μας μαζί του ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, λόγω του ότι είχε τόσα πολλά να μοιραστεί μαζί μας.

Θα επανέλθω με ένα πιο πλήρες κείμενο αργότερα - η ευχή που θέλω να κάνω, με αφορμή τη συμπλήρωση των 30 χρόνων από την προβολή του τελευταίου επεισοδίου του "Μεθοριακού σταθμού", είναι να μπορέσουμε να δούμε σύντομα το τελευταίο αυτό επεισόδιο της σειράς από το site του Αρχείου της ΕΡΤ, μαζί με πολλές άλλες αγαπημένες δουλειές που έχουν σωθεί στο Αρχείο...
 
Μπράβο παιδιά!!! Μπράβο όχι τόσο για τη συνέντευξη αλλα επειδή το φορουμάκι μας προέτρεψε εναν τέτοιο ανθρωπο να επικοινωνήσει μαζί μας, κι αυτό μας(σας) τιμά ιδιαίτερα!
 
Ευστοχες και ευρηματικες ερωτησεις - αποκαλυπτικες απαντησεις.

Ευχαριστουμε τον κ Πετριδη που τα μοιραστηκε. Ντοκουμεντα που δεν νομιζω να ειναι καπου καταγεγραμμενα.

Και η παραδοση του RetroManiaX για διαφορετικο υφος και ηθος συνεντευξεων απο την πεπατημενη συνεχιζεται...
 
Μπράβο, μπράβο, μπράβο!

Ευχαριστούμε αρχικά τον κο Πετρίδη, για την εμπιστοσύνη και την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης στο φόρουμ μας και φυσικά τους Άλκη και Μπέρναρντ για το μεράκι και την αγάπη που την επιμελήθηκαν!! :D
 
Πολυ σωστος ο Rygar. Το σημαντικο εδω, ειναι οτι ο ιδιος ο Γιωργος Πετριδης επικοινωνησε αρχικα με το retromaniax!

Και νομιιζω πως αυτο σημαινει πολλα, περα απο την καταπληκτικη συνεντευξη βεβαια.
 
Μπράβο και στα δύο παιδιά αλλά και ευχαριστώ στον κύριο Πετρίδη για την παραχώρηση της συνέντευξης.
 
Μπραβο κι ευχαρσιτω κι απο μενα. Τ ι θα λεγατε να βγαζατε σε βιβλιο τις συνεντευξεις; (μη μου πεταξετε τοματες, ειναι εκτος εποχης). :ρ
 
H interview team του retromaniax έκανε για μία ακόμα φορά εξαιρετική δουλειά !! :thumbup:

Ξεκινάω την ανάγνωση άμεσα !!
 
Άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη με πολλές πληροφορίες. Τελικά έχει πολλή δουλειά μια μεταγλώττιση!

Ευχαριστούμε τον κ. Πετρίδη και την interview team του retromaniax
 
tsalk είπε:
Υπήρχε εντιμότητα και αγάπη για αυτό που κάναμε.
Πρώτο απ' όλα κρατάω αυτό και μετά όλα τα άλλα "πολύτιμα". Να 'ναι καλά ο άνθρωπος που μας επέτρεψε να "κρυφοκοιτάξουμε" .... μάθαμε πολλά.
 
Ευχαριστούμε θερμά τον κ Πετριδη για αυτή την αποκαλυπτική συνέντευξη αλλα και την ομάδα συνεντεύξεων του retromaniax!!!

Αλκή και bernard.c συγχαρητήρια για άλλη μια φορά!!
 
Πίσω
Μπλουζα