Ορίστε και το πρώτο κεφάλαιο της νουβέλας, το πρώτο μέρος:
- Άννυ! Άννυ... Πού είσαι;
Η Κάντυ ένιωθε λες και σφίγγονταν τα πνευμόνια της, ενώ κατέβαινε τρέχοντας από το λόφο της Πόνυ κι έπεφτε σχεδόν πάνω στη μις Λέην, που στεκόταν μπροστά σ’ ένα σωρό από ξύλα, στους πρόποδες του λόφου.
- Α, εσύ είσαι, Κάντυ. Τι έγινε με την Άννυ;
- Δεν τη βρίσκω πουθενά… ούτε καν στο λόφο της Πόνυ.
- Τι θα κάνουμε; Είναι σχεδόν ώρα να φύγει… Πού στην ευχή πήγε αυτό το κορίτσι;
Με μια έκφραση εντελώς σαστισμένη, η μις Λέην έψαξε εκεί κοντά.
- Μην ανησυχείτε! Θα τη βρω σίγουρα! Ξέρετε κανέναν που να μπορεί να με νικήσει στο κρυφτό; είπε ζωηρά η Κάντυ, σα να ήθελε να δώσει θάρρος στη μις Λέην, κι έπειτα άρχισε πάλι να τρέχει.
Δεν είχαν ψάξει ακόμη στο κοτέτσι.
Αν δεν την έβρισκαν σύντομα, ίσως το ζεύγος Μπράιτον να πίστευε πως η Άννυ είχε αλλάξει γνώμη. Θα ήταν φοβερό αν αποφάσιζαν να μην υιοθετήσουν την Άννυ και γύριζαν στο σπίτι τους χωρίς αυτήν.
«Επιτέλους πραγματοποιήθηκε η επιθυμία σου, Άννυ… Θα έχεις δυο θαυμάσιους γονείς!»
Πριν από μια ώρα περίπου, όταν ήρθαν οι Μπράιτον για να υιοθετήσουν την Άννυ, φαινόταν τόσο ευτυχισμένη, φορώντας το φόρεμα που της είχαν αγοράσει, με απαλό γαλάζιο χρώμα, σαν τον πρωινό ουρανό. Ποιος θα το φανταζόταν ότι όταν θα ερχόταν η ώρα να πάει μαζί τους στο σπίτι τους, θα εξαφανιζόταν ξαφνικά…
«Άννυ, αποφάσισες ότι δεν θέλεις πια να σε υιοθετήσουν;»
Ενώ η Κάντυ κατευθυνόταν προς το κοτέτσι, ένιωθε μέσα της να γεννιέται μια νέα ελπίδα.
Το να χωριστεί από την Άννυ, για την Κάντυ, θα ήταν τόσο οδυνηρό, σα να της έκοβαν το κορμί της στα δύο.
Για όσο μπορούσε να θυμηθεί μέχρι τώρα, που ήταν έξι χρονών, η Κάντυ και η Άννυ ήταν πάντοτε μαζί. Η Άννυ, έτοιμη να βάλει τα κλάματα με το παραμικρό, ακολουθούσε πάντα την Κάντυ.
«Αν δε μπορέσουν να βρουν την Άννυ, τότε δεν θα την υιοθετήσει η οικογένεια Μπράιτον και θα μπορεί να μείνει μαζί μου για πάντα…»
Η Κάντυ έδιωξε βιαστικά εκείνες τις σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό της.
«Όχι! Όχι! Κάντυ, ο λόγος που κρύβεται η Άννυ είναι ότι είναι φοβιτσιάρα όπως συνήθως. Εσύ είσαι εκείνη που πρέπει να καταλάβει καλύτερα απ’ όλους πόσο επιθυμούσε η Άννυ ν’ αποκτήσει μια αληθινή μητέρα κι έναν αληθινό πατέρα!»
«Ναι, το ξέρω αυτό!»
Η Κάντυ έγνεψε στις κότες που είχαν μαζευτεί γύρω της κακαρίζοντας και κουνώντας ζωηρά τα κεφάλια τους, κι έφυγε από το κοτέτσι.
Δεν υπήρχε ίχνος της Άννυ, ούτε στο κοτέτσι, ούτε στην παλιά αποθήκη.
«Πού μπορεί να έχει πάει; Το μόνο μέρος που μπορώ να σκεφτώ είναι το δάσος. Αλλά θα πήγαινε στ’ αλήθεια η φοβιτσιάρα η Άννυ στο δάσος μόνη της; Αλλά ίσως να πήγε εκεί τελικά… Θα ψάξω».
Η Κάντυ άρχισε να τρέχει προς το πυκνό δάσος που απλωνόταν πίσω από το σπίτι της Πόνυ.
Περνώντας ανάμεσα από τα δέντρα, μέσα στο σκοτεινό δάσος, έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κόβοντας δρόμο από σημεία που τα φώτιζαν οι ακτίνες του ήλιου, που κατάφερναν να περνάνε μέσα από τα φύλλα των δέντρων.
«Αν δε βρω σύντομα την Άννυ…»
- Άννυ! Μ’ ακούς; Άννυ!
Ένα σμήνος από πουλιά φοβήθηκαν από την ανήσυχη φωνή της Κάντυ και πέταξαν μακριά, κάνοντας δυνατό θόρυβο με τα φτερά τους.
Ένα ξερό κλαδί έτριξε κάτω από τα πόδια της Κάντυ, ενώ έτρεχε μέσα στο δάσος. Εκείνη τη στιγμή, σταμάτησε απότομα. Είχε δει κάτι γαλάζιο που έλαμπε στη σκιά των δέντρων ίσια μπροστά της.
Η Κάντυ πήρε μια βαθειά ανάσα κι έτρεξε προς εκείνα τα δέντρα. Ήταν η Άννυ.
Είχε πέσει κάτω κι έκλαιγε στη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου, ενώ τη φώτιζαν οι ακτίνες του ήλιου που περνούσαν από πάνω.
- Άννυ… Σε βρήκα!
‘Όταν η Κάντυ πήρε άλλη μια βαθειά ανάσα και φώναξε χαρούμενη στη φίλη της, η Άννυ σήκωσε το κεφάλι της, με τα δάκρυα να λάμπουν στα μάτια της.
- Κάντυ…
- Ανησύχησα τόσο για σένα! Άννυ, τι σ’ έπιασε;
Η Κάντυ προσπαθούσε όσο μπορούσε να της μιλήσει σε φιλικό τόνο, αλλά τα δάκρυα εξακολουθούσαν να πλημμυρίζουν τα μάτια της Άννυ.
- Κάντυ… δεν θέλω να πάω πουθενά… Θέλω μόνο να μείνω μαζί σου!
- Άννυ, άρχισες πάλι να λες τρέλες, παρ’ όλο που έχεις δυο υπέροχους γονείς που έρχονται να σε πάρουν!
- Μα… Κάντυ, φοβάμαι τόσο πολύ…
Τα μακριά καστανά μαλλιά της Άννυ έλαμπαν στο φως του ήλιου.
Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η Άννυ, που φοβόταν τόσο εκείνο το δάσος, είχε έρθει ως εκεί μόνη της.
«Μάλλον ανησυχούσε τόσο πολύ για την καινούρια της ζωή, ώστε δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο. Αλλά είμαι βέβαιη πως έχει πολλές ελπίδες για το υπέροχο μέλλον που την περιμένει».
Η Κάντυ χαμογέλασε και πλησίασε πιο πολύ την Άννυ.
- Στ’ αλήθεια φοβάσαι; Αυτό είναι παράξενο, μια που οι Μπράιτον δε μοιάζουν καθόλου με το Δράκουλα.
Η Κάντυ αστειεύτηκε, γουρλώνοντας τα μάτια της και δείχνοντας τα δόντια της, για να μιμηθεί ένα βρυκόλακα.
- Ω, Κάντυ…
Η Άννυ σκούπισε τα μάτια της, βάζοντας τα γέλια.
- Σωστά, Άννυ, δεν υπάρχει τίποτα για να λυπάσαι! Σήμερα είναι η μέρα που πραγματοποιούνται επιτέλους τα όνειρά σου.
Η Κάντυ άρπαξε από το χέρι την Άννυ και τη βοήθησε να σηκωθεί, τινάζοντας μερικά φύλλα που είχαν κολλήσει στο γαλάζιο φόρεμα της φίλης της.
- Ξέρεις, αν δεν σε υιοθετήσει η οικογένεια Μπράιτον, τότε θα θυμώσω πολύ μαζί σου! Υποσχέθηκες ότι θα με καλέσεις στο πελώριο μέγαρό σου που έχει ένα σωρό δωμάτια και θα μου προσφέρεις ένα υπέροχο γεύμα! Ανυπομονώ γι’ αυτό, μαντάμ Άννυ!
- Αυτό είναι αλήθεια… Θα είμαι κυρία σ’ ένα πελώριο μέγαρο!
Τα δάκρυα είχαν σχεδόν στεγνώσει στα μάτια της Άννυ, αφήνοντας πίσω τους μια νέα λάμψη ελπίδας.
- Εντάξει, πάμε τότε, Άννυ! Σε περιμένουν οι καινούριοι σου γονείς!
Η Άννυ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της.
Καθώς διέσχιζαν τρέχοντας το δάσος, πιασμένες χέρι-χέρι, η Κάντυ προσπαθούσε με όλη της τη δύναμη να συγκρατήσει τα δάκρυα που ξεχείλιζαν από μέσα της. Το ζεστό χέρι της Άννυ μέσα στο δικό της… Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που έτρεχαν έτσι μαζί…
Τώρα όμως δεν υπήρχε χρόνος για δάκρυα. Έπρεπε ν’ αποχαιρετήσει την Άννυ μ’ ένα χαμόγελο, καθώς η φίλη της έφευγε για ν’ αρχίσει μια νέα ευτυχισμένη ζωή.
Λίγο αργότερα, τα παιδιά παρακολουθούσαν την Άννυ από μακριά με θλιμμένα πρόσωπα, ενώ καθόταν στην οικογενειακή άμαξα των Μπράιτον που την έσερναν δυο άλογα. Ήταν όλα σιωπηλά, με τα μάτια τους χαμηλωμένα.
Η Κάντυ έτρεξε να συναντήσει την Άννυ στην άμαξα. Υπήρχαν ακόμη δάκρυα στα μάτια της Άννυ.
- Άννυ, πρέπει πια να σταματήσεις να κλαις!
Η Κάντυ ανασήκωσε απότομα τα φρύδια της, κι αυτό έκανε την Άννυ να χαμογελάσει.
Αφού αποχαιρέτησαν τη μις Πόνυ και τις άλλες δασκάλες, ο κύριος και η κυρία Μπράιτον ανέβηκαν στην άμαξα. Ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια κι άρχισαν να φεύγουν. Η μις Λέην έτρεξε να προφτάσει την άμαξα.
- Άννυ, να τρως…
Η φωνή της μις Λέην άρχισε να πνίγεται.
- Άννυ… Θα προσευχόμαστε πάντα για σένα…
Πίσω της, η μις Πόνυ έγνεψε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο. Χωρίς να μπορεί ν’ αντέξει περισσότερο, η Άννυ ξέσπασε πάλι σε δάκρυα.
- Μις Πόνυ… Κάντυ… Όλοι σας…
Τα λόγια της Άννυ έσβησαν. Η κυρία Μπράιτον πέρασε τρυφερά το χέρι της γύρω από τους ώμους της Άννυ, καθώς εκείνη έκλαιγε σιγά.
- Αντίο, Άννυ!
- Να προσέχεις!
Η Άννυ σήκωσε το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της και κοίταξε πίσω της, για να δει τα παιδιά που έτρεχαν πίσω από την άμαξα και της φώναζαν.
Η Άννυ φάνηκε σα να μουρμούρισε κάτι, ίσως το όνομα της Κάντυ. Η Κάντυ στεκόταν παγωμένη, ανίκανη να πει έστω κι ένα αντίο στη φίλη της, και μπορούσε μόνο να κοιτάζει, καθώς η άμαξα απομακρυνόταν.
Όταν η άμαξα δε φαινόταν πια, η Κάντυ όρμησε ξαφνικά προς το ψηλότερο δέντρο, κοντά στο σπίτι της Πόνυ – μια γιγάντια βελανιδιά που είχε βγάλει πρόσφατα καινούρια φύλλα. Όταν την έφτασε, άρχισε να σκαρφαλώνει με μανία.
- Κάντυ, είναι επικίνδυνο! Κατέβα αμέσως!
Η μις Λέην φώναζε στην Κάντυ, ενώ σκούπιζε τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
- Μα, μις Λέην, μπορώ να δω την άμαξα της Άννυ από δω πάνω!
Η μις Λέην άκουγε τη φωνή της Κάντυ από την κορυφή της ψηλής βελανιδιάς.
- Άννυ! Θα έχεις μια υπέροχη ζωή! Θα περιμένω την πρόσκλησή σου για να έρθω να σε δω!
- Κάντυ, αν κουνήσεις τα χέρια σου από εκεί πάνω…
Καθώς η μις Λέην ύψωνε τη φωνή της, ένιωσε ένα χέρι ν’ ακουμπάει μαλακά πάνω στον ώμο της. Ήταν η μις Πόνυ.
- Μις Λέην, ας την αφήσουμε. Νομίζω πως σήμερα η Κάντυ υποφέρει περισσότερο απ’ όλους μας με την αναχώρηση της Άννυ.
- Ναι, μις Πόνυ. Έχετε δίκιο…
Η μις Λέην σκούπισε πάλι τα δάκρυά της και κοίταξε την Κάντυ, που ήταν πάνω στο δέντρο.
Είχε σκαρφαλώσει ήσυχα σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κλαδιά της βελανιδιάς και κοίταζε πέρα μακριά.
- Είμαι στ’ αλήθεια πολύ περήφανη γι’ αυτό το κορίτσι, μις Λέην. Δεν παραπονέθηκε ούτε μια φορά ότι είναι λυπημένη και νιώθει μοναξιά, από τότε που άκουσε ότι θα υιοθετήσουν την Άννυ, μουρμούρισε η μις Πόνυ, σα να μιλούσε στον εαυτό της, καθώς σήκωνε το κεφάλι της για να κοιτάξει την Κάντυ, μαζί με τη μις Λέην.
- Αυτό είναι αλήθεια, μις Πόνυ. Άλλωστε, την Κάντυ την εγκατέλειψαν οι γονείς της εδώ την ίδια μέρα που εγκατέλειψαν και την Άννυ οι δικοί της… Θα ήθελα μόνο να ήταν και η Κάντυ τόσο τυχερή όσο και η Άννυ…
Η μις Λέην ξαναγύρισε με τη σκέψη της έξι χρόνια πίσω, εκείνη την όμορφη ηλιόλουστη μέρα του Μάη.
Φυσούσε μια απαλή αύρα, και άσπρα πέταλα από τ’ ανθισμένα λευκάγκαθα που ήταν κατά μήκος των δρόμων σκόρπιζαν στον αέρα.
Μπροστά στο σπίτι της Πόνυ, ένα μωρό κοριτσάκι έκλαιγε δυνατά και κλωτσούσε το παλιό καλάθι μέσα στο οποίο το είχαν βάλει. Ήταν τόσο δυνατό το κλάμα του, ώστε ήταν αρκετό για να διώξει τα πέταλα που πετούσαν γύρω του.
Το «Σπίτι της Πόνυ» ήταν ένα ορφανοτροφείο που το διεύθυναν δυο καλόγριες. Συχνά εγκαταλείπονταν μωρά στα σκαλοπάτια αυτού του σπιτιού, που ήταν χτισμένο σαν προέκταση μιας απλής ξύλινης εκκλησίας.
- Θεέ μου! Φαίνεται πως η σημερινή μέρα προορίζεται για μωρά κοριτσάκια.
Η μις Πόνυ αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη μις Λέην και άπλωσε και τα δυο της χέρια για να βγάλει από το καλάθι το μωρό που έκλαιγε, τυλιγμένο σε παλιά κουρέλια, και να το αγκαλιάσει τρυφερά.
- Μις Λέην, αυτό το κοριτσάκι σταμάτησε κιόλας να κλαίει. Και μάλιστα χαμογελάει!
Η μις Πόνυ, που είχε φέρει το μωρό μέσα στο σπίτι, έριξε μια ματιά έξω και είδε άλλο ένα παιδί που κοιμόταν βαθιά μέσα σ’ ένα φθαρμένο καλάθι.
- Μάλιστα. Εσάς τις δυο σας άφησαν την ίδια μέρα. Σχεδόν σα να είστε αδελφές… Πώς θα σας φωνάζουμε;
Το παιδί που είχαν εγκαταλείψει μπροστά στο σπίτι της Πόνυ μόλις πριν από δυο ώρες ήταν η Άννυ.
- Το ένα φρόνιμο και το άλλο... σίγουρα γεμάτο ενεργητικότητα! Μις Λέην, νομίζω πως θα έχουμε πολλή δουλειά μ’ αυτές τις δυο.
Η μις Λέην, βλέποντας το ένα από τα μωρά να της χαμογελάει, δεν μπόρεσε να μην ανταποδώσει το χαμόγελο.
- Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως είναι κιόλας έξι χρονών. Ευτυχώς, είναι και οι δυο υγιέστατες.
- Ναι, αν και νομίζω πως η Κάντυ εξακολουθεί να είναι υπερβολικά ζωηρή μερικές φορές.
Η μις Πόνυ στάθηκε δίπλα στη μις Λέην, ενώ συνέχιζαν να κοιτάζουν την Κάντυ, που ήταν ανεβασμένη στην κορυφή του δέντρου.
- Ναι, αλήθεια, μις Πόνυ. Είναι αστείο που της δώσαμε το όνομα Κάντυ Γουάιτ, γιατί το δέρμα της όταν ήταν μωρό ήταν άσπρο σαν το χιόνι, και τώρα είναι μαυρισμένο από τον ήλιο…
Όταν βεβαιώθηκαν πως η Κάντυ είχε κατέβει με ασφάλεια από το δέντρο, άρχισαν να προχωρούν πάλι προς το σπίτι της Πόνυ.
- Μις Πόνυ! Μις Λέην!
Άκουσαν με έκπληξη τη δυνατή φωνή του μαρτυριάρη του Μάικ, που έτρεχε προς το μέρος τους.
- Τι συμβαίνει, Μάικ;
- Μις Λέην, η Κάντυ ξέχασε πως είναι η σειρά της να καθαρίσει το κοτέτσι και πάει προς το λόφο. Βλέπετε; Είναι εκεί πάνω!
Κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που τους έδειχνε ο Μάικ, είδαν την Κάντυ να τρέχει με ορμή προς το λόφο της Πόνυ.
Οι αδελφές αντάλλαξαν μια ματιά. Η καθεμιά τους ήξερε ότι και η άλλη σκεφτόταν το ίδιο.
- Έι, δεν θυμώσατε καθόλου;
Ο Μάικ σούφρωσε τα φρύδια του δυσαρεστημένος, καθώς και οι δυο γυναίκες έμειναν σιωπηλές.
Το αντίο στην Άννυ ήταν απλώς άλλος ένας αποχαιρετισμός, κάτι πολύ συνηθισμένο στο σπίτι της Πόνυ. Ήταν σχεδόν ένα ετήσιο γεγονός.
Τα παιδιά συνέρχονταν από κάτι τέτοιο πολύ γρήγορα.
Εκτός από την Κάντυ…
Οι αδελφές δεν μπορούσαν να θυμώσουν μαζί της, γιατί ήξεραν πως δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο σκληρό θα πρέπει να ήταν για ένα τόσο μικρό κοριτσάκι να αντέξει μια τέτοια θλίψη. Ακόμη και τώρα, έβλεπαν την Κάντυ να χοροπηδάει χαρούμενη στην κορυφή του λόφου.
Η μις Λέην πρέπει να είναι η αδελφή Μαρία που ξέρουμε από το μάνγκα και από το ανιμέ. Στη συγκεκριμένη μετάφραση αναφέρεται στα αγγλικά σαν Miss Reine, αλλά ίσως να πρόκειται για παραλλαγή του ονόματός της και να είναι το ίδιο πρόσωπο. Όπως ξέρουμε ήταν δυο γυναίκες που φρόντιζαν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, η κυρία Πόνυ, που προφανώς ήταν ανύπαντρη και γι' αυτό την έλεγαν μις Πόνυ, και η αδελφή Μαρία, που στο αγγλικό κείμενο αναφέρεται σαν μις Λέην. Γι' αυτό το λόγο κράτησα το όνομά της στη μετάφραση το ίδιο όπως και στον πρόλογο, θεωρώντας ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.