Ιστορικά πρόσωπα στο Λούκυ Λουκ

Επόμενος σταθμός μας το τεύχος 30 (6 στην ελληνική έκδοση) που τιτλοφορείται Καλάμιτυ Τζέιν (1965/6, σε σενάριο Goscinny) και όπου θα συναντήσουμε (κυρίως) την ομώνυμη ηρωίδα της Δύσης, (Καλάμιτυ Τζέιν, 1852-1903) γνωστή από βιβλία, λαϊκά αναγνώσματα, κόμιξ και ταινίες.

001.jpg

Δεν είναι η πρώτη φορά που θα την δούμε σε ιστορία του Λούκυ Λουκ, καθώς ήταν σε μια από τις αφίσες επικηρυγμένων που είδαμε στο άλμπουμ οι Παράνομοι (6ο ή 50ο στην ελληνική έκδοση, δες ανάρτηση 1) το 1951 καθώς και στο άλμπουμ Εναντίον Τζος Τζέημον (11ο στα γαλλικά ή 46ο στα ελληνικά, δες ανάρτηση 2) το 1956 όπου ήταν μέλος του σώματος των ενόρκων που δίκασαν τον Λούκυ Λουκ. Και στις δυο περιπτώσεις η Καλάμιτυ Τζέιν εικονίζεται σαν παράνομος ενώ στο ομώνυμό της άλμπουμ εμφανίζεται, περίπου όπως ήταν και στην πραγματικότητα. Μια αθυρόστομη, δυναμική γυναίκα της δύσης με περιπετειώδες παρελθόν το οποίο διηγείται όποτε της δοθεί ευκαιρία προσθέτοντας αρκετή «σάλτσα». Πέρα από την αλλαγή στον χαρακτήρα της σε αυτό το άλμπουμ σε σχέση με τα προηγούμενα 2, υπάρχει και αλλαγή στην ζωγραφική απεικόνισή της. Είναι η πρώτη γυναίκα που θα συμπρωταγωνιστήσει σε ιστορία του Λούκυ Λουκ.

CalamityJane1.jpeg

Μεγάλο μέρος των πληροφοριών μας για τη ζωή (κυρίως τη νεανική) της Καλάμιτυ Τζέιν προέρχεται από μια αναξιόπιστη αυτοβιογραφία της που εκδόθηκε το 1896. Γεννήθηκε το 1852 σαν Μάρθα Τζέιν Κάναρι στο Μισούρι. Ήταν το μεγαλύτερο από 6 παιδιά. Η οικογένεια Κάναρι μετακόμισε το 1865 ακολουθώντας τα καραβάνια των εποίκων για ακόμα δυτικότερα εδάφη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η μητέρα της θα πεθάνει στην Μοντάνα το 1866 από πνευμονία ενώ ο πατέρας με τα 6 παιδιά θα φτάσει στη Γιούτα το καλοκαίρι του ίδιου έτους όπου θα δουλέψει σαν αγρότης, πριν πεθάνει και ο ίδιος το 1867. Μετά από αυτό η δεκαπεντάχρονη Τζέιν θα πάρει τα μικρότερα αδέρφια της για μια ακόμα μετακίνηση στην αμερικανική Δύση και φύγουν για το Γουαϊόμινγκ το 1868. Εγκατεστημένη στην πόλη Πιεμόντ του Γουαιόμινγκ η νεαρή Τζέιν θα κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει η ίδια και τα αδέρφια της. δούλεψε σαν λαντζέρισσα, σερβιτόρα, μαγείρισσα, χορεύτρια σε σαλούν, καουμπόισσα ενώ, απʼ ότι φαίνεται, εκδιδόταν περιστασιακά. Αυτό συνεχίστηκε ως το 1873 οπότε έπιασε δουλειά σαν ανιχνευτής για το οχυρό Ράσελ. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε παρακολουθήσει μαθήματα κάποιου είδους οπότε θεωρείται ότι μάλλον ήταν αγράμματη, ενώ μαρτυρίες από εκείνη την εποχή την αναφέρουν σαν μια εξαιρετικά γοητευτική μαυρομάτα κοπέλα.

002.jpg

Ενώ υπηρετούσε στο οχυρό Ράσελ, ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία της ότι πήρε μέρος σε αρκετές αψιμαχίες και εκστρατείες ενάντια στους Ινδιάνους, όμως η συμβολή της δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι δεν είχε πολεμική εμπειρία. Εκείνη την περίοδο αποκτά και το παρατσούκλι Καλάμιτυ (=συμφορά) για το οποίο δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία για το πώς το πήρε. Το 1876 θα βρεθεί στο Φορντ Λάραμι και θα ακολουθήσει ένα καραβάνι αποίκων το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τον Άγριο Μπιλ Χίκοκ (1837-1876), έναν άλλο θρύλο της Δύσης και θα βρεθεί στο Ντεντγουντ. Ήταν μόλις 24 ετών αλλά η νεανική της ομορφιά είχε αρχίσει να την εγκαταλείπει λόγω της σκληρής ζωής που είχε περάσει. Η Τζέιν θαύμαζε τον Μπιλ Χίκοκ (υπάρχουν μαρτυρίες ότι είχε πάθει πραγματική ψύχωση μαζί του) και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις μαζί του και με τον καλό του φίλο Κολοράντο Τσάρλι (π. 1838-π.1912). Μετά τη δολοφονία του Χίκοκ τον Αύγουστο του 1876 θα ισχυριστεί ότι είχαν παντρευτεί και ότι ήταν ο πατέρας της κόρης που είχε γεννήσει το 1873 και είχε δώσει για υιοθεσία, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ότι υπήρξε γάμος μεταξύ της ίδιας και του Χίκοκ (που είχε παντρευτεί την Άγκνες Θάτσερ Λέικ τον Μάρτιο του 1876), ούτε καν ότι η Τζέιν γέννησε παιδί το 1873 όταν δούλευε για το στρατό και πιθανά δεν είχε συναντήσει ακόμα τον Χίκοκ. Ισχυρίστηκε ότι καταδίωξε και τον δολοφόνο του Χίκοκ για να τον εκδικηθεί, τον οποίο όμως δεν κατάφερε να συναντήσει.

Στο Ντεντγουντ θα γνωριστεί και με τη διάσημη «μαντάμ» της Δύσης Ντόρα ντου Φραν και κατά καιρούς θα εργαστεί στους οίκους ανοχής της. Θα παραμείνει στο Ντεντγουντ και μετά τη δολοφονία του Μπιλ Χίκοκ και θα βοηθήσει ένα καραβάνι που κινδύνευε από τους Ινδιάνους ενώ θα βοηθήσει σαν νοσοκόμα και κατά την επιδημία ευλογιάς που έπληξε την πόλη το 1878. Η φήμη της μεγάλωνε με αποτέλεσμα από το 1877 να ξεκινήσει να εμφανίζεται σαν ήρωας στα λαϊκά γουέστερν μυθιστορήματα του Έντουαρντ Λ. Γουίλερ (1854-1885).

Το 1881 αγόρασε ένα ράντσο στην Μοντάνα όπου ξεκίνησε να λειτουργεί ένα χάνι χωρίς επιτυχία. Το 1885 παντρεύτηκε τον τεξανό Κλίντον Μπουρκ, άλλος ένας γάμος για τον οποίο δεν υπάρχουν επίσημα έγγραφα με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η τέλεσή του από πολλούς ιστορικούς. Πάντως είναι γεγονός ότι στα τελευταία χρόνια της η Καλάμιτυ Τζέιν χρησιμοποιούσε το επώνυμο Μπουρκ. Ο γάμος φέρεται να διήρκεσε τουλάχιστον 6 χρόνια και να γεννήθηκε ένα κορίτσι το 1887 που να δόθηκε για υιοθεσία μετά τη διάλυσή του.

CalamityJane2.JPG

Στα 1887 εμφανίστηκε άλλο ένα βιβλίο με τις υποτιθέμενες περιπέτειες της, ξανά ολότελα φανταστικές, και από το 1893 ξεκίνησε να εμφανίζεται στο περιοδεύον Σόου της Άγριας Δύσης του Μπούφαλο Μπιλ όπου αφηγούνταν τις περιπέτειές της ενώ έκανε και επίδειξη των ικανοτήτων της στην σκοποβολή και την ιππασία. Το 1896 εξέδωσε την επτασέλιδη αυτοβιογραφία της (η οποία από πολλούς θεωρείται ότι δεν έχει γραφεί από την ίδια καθώς δεν φαίνεται πιθανό ότι η Καλάμιτυ Τζέιν ήξερε να γράφει) σαν διαφήμιση για τις εμφανίσεις της στο περιοδεύον τσίρκο της Δύσης των Κολ και Μίντλετον. Λόγω του χρόνιου αλκοολισμού της (ήταν γνωστή για τις ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωνε ήδη από τα πολύ νεανικά τις χρόνια) δεν μπορούσε να κάνει πια επιδείξεις σκοποβολής ή ιππασίας ενώ συχνά δεν ήταν σε θέση ούτε να αφηγηθεί τις ιστορίες της, τελειώνοντας σύντομα την επί σκηνής καριέρα της, που κράτησε μόλις έξι μήνες.

Το 1901 υποφέροντας από τον αλκοολισμό της αλλά και από κατάθλιψη εμφανίστηκε στην Παναμερικανική έκθεση. Μετά από την αποτυχία της να συνεχίσει σαν μέλλος περιοδεύοντος σόου θα αποσυρθεί στην Ντακότα όπου η παλιά της εργοδότρια ντου Φραν θα την προσλάβει σαν μαγείρισσα και καθαρίστρια σε ένα από τους οίκους ανοχής της. Τελικά θα πεθάνει το καλοκαίρι του 1903 κατά τη διάρκεια ταξιδιού από ανεξακρίβωτες αιτίες (αναφέρονται μεταξύ άλλων η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή η πνευμονία). Τελικά θα θαφτεί στο νεκροταφείο του Ντέντγουντ δίπλα στον τάφο του Μπιλ Χίκοκ.

003.jpg

Η Καλάμιτυ Τζέιν έζησε σε μια ανδροκρατούμενη εποχή και πέτυχε να αφήσει το χνάρι της σε μια από τις πιο εχθρικές για τις γυναίκες περιοχές του κόσμου. Και μόνο γι αυτό το γεγονός είναι αξιοθαύμαστη. Το προτελευταίο καρέ του άλμπουμ σαν επίλογος:

004.jpg

πηγές: 1, 2, 3, 4
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Καθώς μεγάλο μέρος του μύθου της Καλάμιτυ Τζέιν έχει να κάνει με τις διηγήσεις της γύρω από την ερωτική σχέση της με τον Άγριο Μπιλ Χίκοκ (που όπως είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν κάτι παραπάνω από φιλική-κοινωνική, αν και πιθανά η ίδια να υπήρξε ερωτευμένη μαζί του) υπάρχει μια αναφορά στο πρόσωπό του σε 4 καρέ στο άλμπουμ Καλάμιτυ Τζέιν. Μιας και ο Μπιλ Χίκοκ είναι αρκετά σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία της Αμερικανικής Δύσης σκέφτηκα να του κάνω μια ξεχωριστή αναφορά.

Προβολή συνημμένου 92028Προβολή συνημμένου 92026

Ο Άγριος Μπιλ Χίκοκ (Wild Bill Hickok, 1837-1876) γεννήθηκε στο Ιλινόις το 1837 το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Μπάτλερ Χίκοκ και ήταν αγγλικής καταγωγής. Από μικρός ήταν πολύ καλός στο σημάδι και όταν το 1855 από παρεξήγηση νόμισε ότι σκότωσε κάποιον στην πατρίδα του ο 18 ετών Μπιλ έφυγε για το Κάνσας όπου εντάχθηκε στους Τζεϊχόκερς μια μονάδα ανταρτών που βοηθούσε σκλάβους που δραπέτευαν από τον Νότο ή συγκρουόταν με αντίστοιχες μονάδες Νοτίων που υποστήριζαν τη δουλεία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε σαν γεωργός, αγγελιοφόρος στο Πόνι Εξπρές και οδηγός καραβανιών.

Wild Bill.jpg

Το 1861 σκότωσε τρεις άοπλους άντρες σε μια λογομαχία, αλλά αθωώθηκε από το δικαστήριο γιατί έκρινε ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Μετά το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου το 1861 ο Χίκοκ κατατάχθηκε στον στρατό των Βορείων ως οδηγός σε εφοδιοπομπές και ανιχνευτής και ως το τέλος του έτους είχε οριστεί αρχηγός καραβανιού. Στα μέσα του 1862 όμως αποστρατεύθηκε κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες και τα ίχνη του χάνονται για ένα έτος. Υποστηρίζεται ότι ίσως να εργάστηκε αυτό το διάστημα ως κατάσκοπος για τους Βόρειους ενώ στα τέλη του 1863 θα τον ξαναβρούμε να εργάζεται σαν αστυνομικός στο Μισούρι. Το 1864 κατατάσσεται σαν ανιχνευτής στην στρατιά του Βόρειου στρατηγού Σάνμπορν (10826-1903). Το 1865 αποστρατεύεται και θα περνά τον χρόνο του σαν χαρτοπαίζοντας και μπλέκοντας σε καβγάδες.

Το 1865 θα μονομαχήσει και θα σκοτώσει τον Ντέιβις Τατ, στην πρώτη καταγεγραμμένη μονομαχία του είδους που θα γίνει διάσημο από τα βιβλία, τα κομιξ και τον κινηματογράφο. Η διαμάχη ανάμεσα στους δυο πρώην φίλους που ξεκίνησε για οικονομικές διαφορές και γυναικοδουλειές θα οδηγήσει τον Χίκοκ για άλλη μια φορά στο δικαστήριο όπου οι ένορκοι τον απάλλαξαν μιας και η μονομαχία ήταν επί ίσοις όροις.

Το 1865 απέτυχε να εκλεγεί σερίφης του Σπρίνκφιλντ στο Μισούρι οπότε μετακινήθηκε για να αναλάβει τη θέση του υπαστυνόμου στο Φορτ Ρίλεϊ του Κάνσας. Από εκεί θα βοηθήσει περιστασιακά σαν ανιχνευτής του 7ου συντάγματος ιππικού του στρατηγού Κάστερ (1839-1876). Το 1867 και ενώ η φήμη του σαν πιστολά αυξανόταν προσπάθησε να παίξει στο θέατρο χωρίς επιτυχία και το 1868 είναι υπαστυνόμος στο Χέιζ του Κάνσας όπου θα συλλάβει μια συμμορία βορείων λιποτακτών και κάποιους Ινδιάνους Τσεγιέν. Το 1869 εκλέγεται αστυνόμος και σερίφης του Χέιζ. Τον πρώτο μήνα του σαν σερίφης σκότωσε 2 ανθρώπους χωρίς σοβαρό λόγο σε ξεχωριστές περιπτώσεις και για μια ακόμα φορά το δικαστήριο θα τον αθωώσει. Το 1870 θα κινδυνέψει σε έναν καυγά με δυο πρώην στρατιώτες στο σαλούν αλλά θα σωθεί όταν το όπλο του αντιπάλου του θα πάθει αφλογιστία δίνοντάς του το χρόνο να τον σκοτώσει.

Αποτυγχάνοντας να επανεκλεγεί το 1870 στο Χέιζ, θα αναλάβει το 1871 στο Αμπιλέν του Κάνσας. Εκεί τον Οκτώβριο του 1871 θα μπλεχτεί σε μονομαχία και θα σκοτώσει τον ιδιοκτήτη καζίνο Φιλ Κόε και κατά λάθος τον υπαστυνόμο Μάικ Γουίλιαμς. Εξαιτίας αυτού του περιστατικού και μιας σειράς από αμφιλεγόμενες ενέργειές του ο Χίκοκ απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του μετά από αυτό το περιστατικό. Το 1873 θα πάρει μέρος στην παράσταση Ανιχνευτές των πεδιάδων του Μπούφαλο Μπιλ (1846-1917).

Wild Bill 2.jpg

Στα 1876 39 ετών πλέον παντρεύεται την 50χρονη ιδιοκτήτρια τσίρκου Άγκνες Λέικ. Τα οικονομικά του εκείνη την περίοδο ήταν μέτρια. Το εισόδημά του προερχόταν από τα τυχερά παιχνίδια και συχνά συλλαμβανόταν για αλητεία. Λίγο μετά το γάμο έφυγε από το σπίτι για να ενταχθεί σε καραβάνι αποίκων με στόχο να ψάξει τελικά για χρυσό στην Ντακότα. Στη διαδρομή για το Ντέντγουντ της Ντακότα συναντήθηκε με την Καλάμιτυ Τζέιν, μια συνάντηση που έχει γίνει θρύλος σε βιβλία και ταινίες γουέστερν. Στο Ντεντγουντ θα φτάσει το καραβάνι τον Ιούλιο του 1867 και εκεί θα βρει το θάνατο στις 2 Αυγούστο του ίδιου έτους. Ενώ έπαιζε πόκερ με την πλάτη στην είσοδο του σαλούν, ένας κυνηγός ο Τζακ μακ Καλ (1853-1877) μετά από μια παρεξήγηση θα τον πυροβολήσει πισώπλατα. Τα χαρτιά που λέγεται ότι είχε στο χέρι του τη στιγμή του θανάτου του (οι δυο μαύροι Άσσοι και τα δύο μαύρα Οκτώ) είναι και αυτά θρυλικά και ονομάζονται τα Φύλλα του Νεκρού.

Ο Άγριος Μπιλ Χίκοκ έγινε θρύλος όσο ήταν ζωντανός αλλά και μετά το θάνατό του απετέλεσε πηγή έμπνευσης για πλήθος καλλιτέχνες. Υπήρξε από τους πρώτους αν όχι ο πρώτος ήρωας λαϊκός γουέστερν αναγνωσμάτων και συχνά οι περιπέτειές του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. Συνήθως παρουσιάζεται ηρωικός, ευγενής και δίκαιος όμως όπως είδαμε μάλλον ακροβατούσε στη λεπτή γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.

 


πηγές
1, 2, 3

Καλάμιτυ Τζέην 2.jpg

001.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πάντως , αν κρίνω από τα μαλλιά που είχε , πρέπει να ήταν χεβυμεταλλάς .
 
iliekater είπε:
Πάντως , αν κρίνω από τα μαλλιά που είχε , πρέπει να ήταν χεβυμεταλλάς .
Ε, το "σιδερικό" το δούλευε καλά... :p

Και το "Dead Man's Hand" έγινε και μέρος των στίχων του Ace of Spades των Motorhead...
 
Έχω μία αποροία . Βλέπω πως στην "πέρα" Δύση υπήρχαν πάμπολλοι εγκληματίες και κακοποιοί . Και αναφέρομαι φυσικά σε κακοποιούς σαν και αυτούς που δεν δίσταζαν να διαπράξουν εγκλήματα με τεράστια λεία ή προκαλώντας πολλά θύματα . Όμως , πέρα από τους κακοποιούς , υπήρξε και κανένας αντίστοιχος μεγάλος τιμωρός ή ατρώμητος εκπρόσωπος του νόμου κτλ , ο οποίος επίσης να άφησε ιστορία ; Κάποιος σερίφης λόγου χάρη ή κάποιος αξιωματικός ή έστω ένας απλός πιστολάς ο οποίος να έμεινε στην ιστορία για τα ανδραγαθήματά-του , αντί για εγκλήματα ; Στις ταινίες το έχουμε δει πολλές φορές , όμως στην πραγματικότητα είχε συμβεί ;
 
iliekater είπε:
Στις ταινίες το έχουμε δει πολλές φορές , όμως στην πραγματικότητα είχε συμβεί ;
Οι κακοι "πουλανε"....

Ενας πολυ γνωστος που τον εχουμε δει και σε ταινια ειναι ο Wyatt Earp...και τα αδερφια του.

http://en.wikipedia.org/wiki/Wyatt_Earp

Αλλες εποχες βεβαια, 100% καθαρος δυσκολο. Κανανε πολλες δουλειες τοτε. Τα παντα...

Σκληρες εποχες, σκληροι ανθρωποι.
 
...όπως τα λέει ο Παρδαλοτζατζίκι είναι. Μιλάμε για μια εποχή και ένα μέρος όπου δεν υπάρχει ουσιαστικά νόμος και είναι πολύ εύκολο για κάποιον να μεταπηδήσει από την μια μεριά της γραμμής στην άλλη. Ακόμα και οι σερίφηδες οι οποίοι ήταν αιρετοί συχνά (αν όχι πάντα) αντιπροσώπευαν συμφέροντα και όχι τον νόμο. Η κατάσταση δηλαδή έμοιαζε περισσότερο με σπαγγέτι γουέστερν παρά με κλασικό αμερικάνικο γουέστερν.

Ας δούμε τους δυο Μπιλ που είδαμε προηγουμένως σε αυτό το νήμα τον Μπιλ Χίκοκ και τον Μπίλι δε Κιντ. Ο πρώτος έχει μείνει στην ιστορία σαν εκπρόσωπος του νόμου και ο δεύτερος σαν εγκληματίας.

Ο Μπίλι δε Κιντ έχει σίγουρα σκοτώσει 4 άτομα. Τους 2 σε άμυνα και τους 2 στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από την φυλακή, ενώ εκκρεμούσε θανατική καταδίκη εναντίον του. Επιπλέον παρευρέθηκε στις δολοφονίες άλλων 5 κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κομητείας Λίνκολν. Τελικά όταν δικάστηκε και καταδικάστηκε αυτό ήταν μόνο για ένα φόνο από αυτούς του Πολέμου της Κομητείας Λίνκολν. Για κανένα άλλο φόνο δεν δικάστηκε, ο λαϊκός θρύλος όμως τον χρεώνει με πολλούς ακόμα φόνους που αποδεδειγμένα δεν διέπραξε. Ο Μπίλι δε Κιντ ήταν κυρίως ζωοκλέφτης και αυτό που το "έφαγε" ήταν το πείσμα και η αφέλειά του. Αν μετά το τέλος της διαμάχης στο Λίνκολν είχε αποσυρθεί από το Ν. Μεξικό ασχολούμενος με πιο "καθαρές" δραστηριότητες το θέμα θα είχε ξεχαστεί και ο ίδιος θα γερνούσε, όπως έκαναν πολλοί από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους. Επιμένοντας όμως ότι είχε δίκιο η δική του παράταξη (που αντικειμενικά στην αρχή των γεγονότων είχε) και επιθυμώντας να εκδικηθεί την αντίπαλη παράταξη (η οποία είχε με το μέρος της το χρήμα και κατά συνέπεια τα δικαστήρια) και με το να εμπιστευθεί την υπόσχεση του κυβερνήτη Γουάλας ότι θα του δώσει χάρη (μα ποιος εμπιστεύεται υποσχέσεις πολιτικών; ειδικά όταν διαφημίζουν το πόσο καλοί χριστιανοί είναι) οδηγήθηκε σε ακόμα περισσότερες παράνομες πράξεις. Χωρίς να λέω ότι ήταν αγγελούδι δεν ήταν ο τρομερός εγκληματίας που έχουμε κατά νου. Μάλλον θύμα των περιστάσεων ήταν.

Ο φύλακας του νόμου Μπιλ Χίκοκ τώρα. Έχουμε 5 σίγουρους φόνους. Έναν φίλο του που σκοτώνει σε μονομαχία μετά από παρεξήγηση σχετικά με χρέη στα χαρτιά (και πιθανά και γυναικοδουλειές) το 1865. Δυο μεθυσμένους ταραξίες ενώ ήταν σερίφης (και θα μπορούσε απλά να τους συλλάβει) σε διαφορετικές περιστάσεις και οι δύο το 1869 και τελικά έναν ιδιοκτήτη σαλούν που τον είχε απειλήσει και είχε προσπαθήσει να προσλάβει δολοφόνους για να τον σκοτώσουν το 1871. Ο τελευταίος φόνος μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος και σε αυτοάμυνα όμως και εδώ σκοτώνει κατά λάθος και έναν βοηθό σερίφη. Επιπλέον είναι παρών στη δολοφονία 3 αόπλων το 1861 που διεκδικούσαν τα χρήματά τους από το τότε αφεντικό του (δικάστηκε για τους τρεις τελευταίους φόνους, είναι πιθανό όμως να μην τους σκότωσε αυτός ή τουλάχιστον όχι όλους. όπως και να έχει κρίθηκε ότι ήταν σε αυτοάμυνα). Πιθανολογείται ότι βοήθησε τουλάχιστον έναν φυλακισμένο εγκληματία να αποδράσει ενώ ήταν σερίφης, χαρτοπαίχτης και πιθανά χαρτοκλέφτης, εκβιαστής μέθυσος και τελικά σκοτώθηκε για μια παρεξήγηση στα χαρτιά. Ο ίδιος ισχυρίστηκε σε μια εφημερίδα το 1866 ότι είχε σκοτώσει πάνω από 100 λευκούς, ισχυρισμός που μάλλον πρέπει να ήταν φούμαρα.

Τελικά προσωπικά δεν βλέπω τον Χίκοκ να είναι πολύ καλύτερος από τον Κιντ, απλά ο Χίκοκ είχε καλύτερο μάρκετινγκ και ίσως να έδρασε σε πιο άγριες εποχές οπότε η συμπεριφορά του ήταν πιο συγχωρητήρια (Η κύρια δράση του Χίκοκ σαν νομίμου/παρανόμου ήταν την περίοδο 1861-1871, τα μετέπειτα χρόνια της ζωής του ως τη δολοφονία του το 1876 ήταν αποτυχημένος ηθοποιός, σχετικά επιτυχημένος χαρτοπαίχτης και συνοδός καραβανιών, ο Μπίλι δε Κιντ έδρασε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1870), επιπλέον ο Χίκοκ είχε πολεμική εμπειρία (πόλεμος της Γιούτα, Εμφύλιος, Ινδιάνικοι πόλεμοι) ενώ ο Μπίλι δε Κιντ όχι.
 
Συνεχίζοντας το ταξίδι μας στην ιστορία της Αμερικάνικης Δύσης μέσα από τις ιστορίες του Λούκυ Λουκ, θα σταματήσουμε στο 32ο άλμπουμ (10ο στην έκδοση της Μαμούθ Κόμιξ) με τίτλο Η άμαξα (1967, σε σενάριο Rene Goscinny) όπου θα γνωρίσουμε τον Μπλακ Μπαρτ, έναν θρυλικό παράνομο τζέντλεμαν, γνωστό για τις ληστείες που διέπραξε ενάντια σε άμαξες της Γουέλς-Φάργκο αλλά και για τους στίχους που άφησε μετά από δυο από τις ληστείες του.

001.jpg

Ο Τσαρλς Ερλ Μπόουλς (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο Νόρφολκ της Αγγλίας το 1829, το έβδομο από τα 10 παιδιά του Τζον και της Μαρίας Μπόουλς. Όταν ήταν 2 ετών οι γονείς του μετανάστευσαν στις ΗΠΑ όπου ο πατέρας του απέκτησε μια φάρμα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Black_Bart.jpg

Όταν το 1849 ξεκίνησε ο πυρετός του χρυσού της Καλιφόρνιας ο Τσαρλς και δυο από τα αδέρφια του ξεκίνησαν να βρουν την τύχη τους αλλά δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1854 τον βρίσκουμε στο Ιλινόις όπου παντρεύεται την Μέρι Ελίζαμπεθ Τζόνσον. Το ζευγάρι θα αποκτήσει 4 παιδιά και θα είναι εγκατεστημένο στο Ιλινόις ως το ξεκίνημα του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865). Το 1862 ο Μπόουλς θα καταταγεί στον στρατό των Βορείων όπου μέσα σε ένα χρόνο θα προαχθεί σε λοχία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου θα πάρει μέρος σε αρκετές μάχες και θα τραυματιστεί στη μάχη του Βίκσμπουργκ το 1863. Θα αποστρατευτεί το καλοκαίρι του 1865.

Όταν μετά την αποστρατεία του επέστρεψε στις αγροτικές ασχολίες του, βρήκε την αγροτική και οικογενειακή ζωή του βαρετή και ελάχιστα ικανοποιητική, οπότε γύρω στα 1867 τον βρίσκουμε να ψάχνει για ασήμι στην Αϊόβα και την Μοντάνα. Από την Μοντάνα θα γράψει στην γυναίκα του το 1871 περιγράφοντάς της μια δυσάρεστη εμπειρία του με μερικούς υπαλλήλους της Γουέλς-Φάργκο, ενώ λίγο αργότερα θα κατευθυνθεί προς την Καλιφόρνια για να ξαναψάξει για χρυσό. Στην Καλιφόρνια, σύμφωνα με τον θρύλο εργάστηκε σαν δάσκαλος, ενώ λίγο μετά την άφιξη του σταμάτησε να γράφει στη σύζυγό του, η οποία τον θεώρησε νεκρό. Καθώς φοβόταν τα άλογα όλες τις μετακινήσεις του και τις ληστείες του αργότερα τις έκανε πεζός, γεγονός που προσέθεσε στο θρύλο του.

004.jpg

Τον Ιούλιο του 1875 θα διαπράξει την πρώτη του ληστεία άμαξας στην Καλιφόρνια. Αυτό που θα κάνει την ληστεία αξιοσημείωτη είναι η εξαιρετική ευγένεια του ληστή. Έχοντας τοποθετήσει ξύλινα ραβδιά που προεξείχαν από τους γύρω θάμνους έδωσε στον οδηγό την εντύπωση ότι ήταν περικυκλωμένος από συμμορία. Του ζήτησε πολύ ευγενικά (για ληστή) το χρηματοκιβώτιο της άμαξας το οποίο άδειασε και εξαφανίστηκε. Επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος, ο οδηγός της άμαξας ανακάλυψε τα ραβδιά που είχε περάσει από μακριά για κάνες τουφεκιών. Ο ίδιος ο ληστής σύμφωνα με την μαρτυρία του οδηγού κρατούσε δίκαννη καραμπίνα και φορούσε μια μακριά καμπαρτίνα και σακιά πάνω από τις μπότες του για να καλύπτει τα ίχνη του. Η πρώτη αυτή ληστεία θα αποφέρει στον Μπόουλς λεία 160$.

Θα κατηγορηθεί για άλλη μια ληστεία τον Αύγουστο του ίδιου έτους με λεία 1.800$ σε χρυσό και 600$ σε νομίσματα για την οποία όμως υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο όντως ήταν δικό του έργο. Συνολικά παραδέχτηκε ότι διέπραξε 28 ληστείες και απόπειρες ληστείας το διάστημα 1875-1883 (χωρίς να παραδεχτεί την ληστεία του Αυγούστου του 1875) όλες ενάντια σε άμαξες της Γουέλς-Φάργκο στην Βόρεια Καλιφόρνια και το Νότιο Όρεγκον. Η δεύτερη αποδεδειγμένη ληστεία του θα λάβει χώρα πάλι στην Καλιφόρνια τον Δεκέμβρη του 1875, ενώ η τρίτη τον Ιούνιο του 1876 και ήταν πανομοιότυπες με την πρώτη.

Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του ο Μπόουλς φαίνεται ότι διάβαζε λαϊκά μυθιστορήματα γουέστερν. Σε ένα από αυτά που είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες σε μια Καλιφορνέζικη εφημερίδα στις αρχές της δεκαετίας του 1870 με τίτλο Η υπόθεση του Σόμερφιλντ υπάρχει ένας εγκληματίας που διαπράττει τα εγκλήματά του ντυμένος στα μαύρα και καταζητείται για «Εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα και την Γουέλς-Φάρκο» και ονομαζόταν Μπλακ Μπαρτ. Ο Μπόουλς αποφάσισε να δημιουργήσει την περσόνα του ως κακοποιού πάνω σε αυτά τα πρότυπα και έτσι στο σημείο όπου διέπραξε την τέταρτη ληστεία του (το καλοκαίρι του 1877) οι αρχές θα βρουν ένα ποίημά του όπου ονομάζει τον εαυτό του Μπλακ Μπαρτ. Το ποίημα:

I've labored long and hard for bread

for honor and for riches

But on my corns too long youve tred

You fine haired sons of Bitches

Black Bart

the PO 8

Τον επόμενο Ιούλιο θα διαπράξει την πέμπτη του εξακριβωμένη ληστεία και θα αφήσει άλλο ένα ποίημα. Από αυτό το σημείο Ο Μπλακ Μπαρτ όπως είναι πλέον γνωστός θα αρχίσει να δρα με μεγαλύτερη συχνότητα. Όταν το διάστημα 26-7-1875 έως 25-7-1878 έχει διαπράξει μόλις 5 ληστείες, το υπόλοιπο 1878 θα διαπράξει άλλες τρεις. Μετά την όγδοη ληστεία τον Οκτώβριο του 1878 η 14χρονη Ντόνα μακΚρέρι θα δώσει την πρώτη λεπτομερή περιγραφή του ληστή: Καστανά μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν, γαλανά διαπεραστικά μάτια, φορούσε γυαλιά, λεπτά χέρια, του έλλειπαν δυο από τα μπροστινά δόντια του, ικανός ομιλητής που διάνθιζε την ομιλία του με ευγενικά αστειάκια. Ίδη από το καλοκαίρι του 1878 η επικήρυξή του έχει ανέλθει στα 800$, ενώ ο Τζέιμς Μπ. Χιουμ (1827-1904) και ο Χάρι Ν. Μορς (1835-1912), ντετέκτιβ στην υπηρεσία της Γουέλς-Φάργκο ξεκινούν τις έρευνές του για να τον συλλάβουν.

005.jpg

Το 1879 θα διαπράξει άλλες 3 ληστείες, ενώ ο Χιουμ υποψιάζεται ότι ο ληστής είναι ο μονόφθαλμος Φρανκ Φοξ. Το 1880 άλλες 4 ληστείες και μια απόπειρα ληστείας λαμβάνουν χώρα ενώ το φθινόπωρο θα συλληφθεί ένας ύποπτος που αργότερα θα αφεθεί ελεύθερος. Το 1881 θα συνεχίσει με 5 ακόμα ληστείες ενώ θα κατηγορηθεί εσφαλμένα για μια επιπλέον. Σε κάποιες από αυτές οι αρχές θα τον καταδιώξουν αλλά αυτός θα καταφέρει να τους ξεφύγει παρά το ότι είναι πεζός και ήδη 52 ετών.

Το 1882 θα στήσει 5 ενέδρες από τις οποίες η μία θα αποτύχει χάρις στον ένοπλο οδηγό της άμαξας. Το 1883, το τελευταίο έτος της δράσης του θα διαπράξει 3 ληστείες. Κατά την διάρκεια της τελευταίας ληστείας θα δεχτεί 4 πυροβολισμούς που θα τον τραυματίσουν στο χέρι και θα δραπετεύσει εγκαταλείποντας ένα μέρος από τα κλοπιμαία καθώς και κάποια προσωπικά αντικείμενα (τρόφιμα, ματογυάλια και ένα μαντίλι ή ένα πουκάμισο). Το μαντίλι (ή το πουκάμισο σε άλλες μαρτυρίες) ήταν αυτό που θα οδηγήσει στη σύλληψή του καθώς έφερε διακριτικά από καθαριστήριο (FXO7) αφού οι 2 ντετέκτιβ επισκέφτηκαν σχεδόν 90 καθαριστήρια στο Σαν Φρανσίσκο ώσπου να βρουν το σωστό που τους οδήγησε στην διεύθυνση όπου έμενε ο Τσαρλς Ε. Μπόουλς υπό την ταυτότητα του Τσαρλς Ε. Μπόλτον, ενός αξιοσέβαστου ηλικιωμένου μηχανικού εξόρυξης, που η δουλειά του τού επέβαλλε συχνά επαγγελματικά ταξίδια. Παρά την ψεύτικη ταυτότητά του οι αρχές ανακάλυψαν ανάμεσα στα υπάρχοντά του μια βίβλο που του είχε δωρίσει η σύζυγός του πριν από χρόνια και όπου αναγραφόταν το πραγματικό του όνομα.

Αρνούμενος αρχικά την ανάμειξή του σε οποιαδήποτε ληστεία, άρχισε να ομολογεί για τις ληστείες που διέπραξε πριν από το 1879, θεωρώντας εσφαλμένα ότι είχε παρέλθει ο χρόνος παραγραφής. Η Γουέλς Φάργκο θα τον μηνύσει μόνο για την τελευταία ληστεία του που την διέπραξε στις 32 Νοεμβρίου του 1883. Τελικά στις 16 Νοεμβρίου του 1883 το δικαστήριο θα τον βρει ένοχο για την ληστεία και θα τον καταδικάσει σε φυλάκιση έξι ετών στην φυλακή του Σαν Κουεντίν. Ίσως η ποινή να φαίνεται μικρή σε σχέση με το πλήθος των ληστειών που είχε διαπράξει, όμως παρά το ότι οι ληστείες του ήταν ένοπλες αυτός ποτέ δεν πυροβόλησε, ακόμα και όταν (σε τουλάχιστον 2 περιπτώσεις) οι συνοδοί των αμαξών άνοιξαν πυρ εναντίον του τραυματίζοντάς τον.

Τα έξι χρόνια στα οποία είχε καταδικαστεί μετατράπηκαν σε τέσσερα λόγω καλής διαγωγής και έτσι αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 1888, με την υγεία του να έχει χειροτερεύσει, όρασή του να χάνεται και να έχει χάσει την ακοή του από το ένα αυτί. Δεν επέστρεψε στην σύζυγό του αν και της έγραψε κάποια γράμματα μετά την αποφυλάκισή του, όπου εμφανίζεται αποκαρδιωμένος από την καταδίωξή του από την Γουέλς-Φαργκο και ένοιωθε να θέλει να φύγει μακριά από όλους. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1888 εξαφανίστηκε από το ξενοδοχείο όπου διέμενε εγκαταλείποντας τα υπάρχοντά του και ποτέ δεν ξανακούστηκε κάτι γιʼ αυτόν, αφήνοντας χώρο σε πλήθος θεωριών και φημών.

Στο άλμπουμ οι διάφοροι ληστές αποτελούν απειλή για τα συμφέροντα της Γουελς Φαργκο της οποίας ο τοπικός διευθυντής αναθέτει στον Λούκυ Λουκ να συνοδέψει μια άμαξα της εταιρείας για να αποτρέψει πιθανή ληστεία. Φυσικά ο Μπαρτ θα προσπαθήσει και αυτός να την ληστέψει αλλά ο Λούκυ Λουκ θα ανακαλύψει την ταυτότητά του από μια φωτογραφία του όπου θα ξεχωρίζει το σήμα του καθαριστηρίου στο εσωτερικό της καμπαρτίνας του ληστή.

006.jpg

Άσχετο. Σας θυμίζει κάποιον ο μπάρμαν; :p

003.jpg

πηγές: 1, 2, 3
 
Το αφιέρωμα εξαιρετικό, ω Σκανδιναβέ Θεέ! ;)

Το εξώφυλλο και οι εσωτερικές σελίδες που παραθέτεις, κάτι μου θυμίζουν, αλλά δε θυμάμαι την ιστορία!...

Πώς για τ' όνομα του Θεού, διέφευγε πεζός?!?!?! :D

ΠιΕς: Για το άσχετο, δεν έχω λόγια! :biglaugh:

Πες το ντε ότι γι' αυτό κοντεύει να κλείσει η Μαμούθκόμιξ!!!
 
Σας ευχαριστώ παιδιά :[

Το πώς κατάφερνε να ξεφεύγει πεζός από 28 ληστείες είναι όντος απορίας άξιον, ειδικά από τις δυο-τρεις αποτυχημένες απόπειρες για ληστεία που έκανε, μιας και επιπλέον δεν ήταν και ιδιαίτερα νέος.

Φαντάζομαι ότι εκμεταλλευόταν τον χρόνο που χρειαζόταν η άμαξα ώσπου να πάει στην κοντινότερη πόλη, να καταγγείλει το συμβάν και συγκροτηθεί απόσπασμα για να τον καταδιώξει. Μία τέτοια κίνηση θα απαιτούσε πολλές ώρες τις οποίες αυτός θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ώστε να βρεθεί σε δύσβατες περιοχές όπου δεν μπορούν να πάνε οι έφιπποι που τον καταδίωκαν, κάνοντας το μειονέκτημά του πλεονέκτημα. Μία άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι ίσως να μιλάμε για τον χαμένο παππού του Ρόαντ Ράνερ :p
 
Στην πρώτη σελίδα του άλμπουμ με τίτλο η άμαξα (10 στην ελληνική ή 32 στην γαλλική έκδοση) στα γραφεία του τοπικού διευθυντή της Γουέλς-Φάργκο εικονίζονται τα πορτρέτα των ιδρυτών της εταιρείας Χένρι Γουέλς (1805-1878) και Γουίλιαμ Φάργκο (1818-1881).

Προβολή συνημμένου 95770

Ο Χένρι Γουέλς, γιος ενός πρεσβυτεριανού ιερέα καταγόταν από μια παλιά αγγλοσαξονική οικογένεια, από τις πρώτες που έφτασαν στην Αμερική (ο προπάτοράς του Τόμας Γουέλς έφτασε στην Μασαχουσέτη το 1635, όταν οι πρώτοι άποικοι εγκαταστάθηκαν το 1621) γεννήθηκε στο Βέρμοντ το 1805. Από το 1822 αρχίζει να εργάζεται σαν μαθητευόμενος σε εμπορικά καταστήματα. Το 1836 εργάστηκε σαν ναυτιλιακός πράκτορας στο κανάλι που ενώνει τις μεγάλες λίμνες με τον Ατλαντικό Ωκεανό στην πολιτεία της Ν. Υόρκης και λίγο αργότερα σε μια ταχυδρομική επιχείρηση. Βλέποντας ότι στις αναπτυσσόμενες Δυτικές περιοχές των ΗΠΑ υπήρχε ζήτηση για τραπεζικές και ταχυδρομικές υπηρεσίες πρότεινε και συμμετείχε σε μια εταιρεία που επιχείρησε να καλύψει αυτήν την αγορά το 1841. Η εταιρεία που ονομάστηκε Πομερόι και Σια χρέωνε χαμηλότερη τιμή από τα κρατικά ταχυδρομεία και ανάγκασε την κυβέρνηση να ρίξει τις τιμές της. η εταιρεία μετονομάστηκε το 1844 σε Λίβινγκστον, Γουέλς και Σια και το 1845 σε Γουέλς και Σια, Γουέστερν Εξπρές ή απλά Γουέστερν Εξπρές. Η εταιρεία μεγάλωνε διαρκώς το δίκτυό της αλλά ο Γουέλς αποχώρησε το 1846.

Henry_Wells.jpg

Το 1850 συμμετείχε στην ίδρυση της ανάλογης εταιρείας Γουέλς, Μπάτερφιλντ και Σια και το ίδιο έτος η νέα του εταιρεία σε συνεργασία με την Γουέστερν Εξπρές ιδρύει την γνωστή Αμέρικαν Εξπρές της οποίας υπήρξε πρόεδρος από το 1850 ως το 1868. Όταν το 1852 κάποια από τα στελέχη της Αμέρικαν Εξπρές αντιτάχθηκαν στην επέκταση των δραστηριοτήτων της στην Καλιφόρνια ο Γουέλς με τη συνεργασία του Φαργκο ιδρύουν την Γουέλς-Φραγκο και Σια. Η εταιρεία γιγαντώθηκε σύντομα αποκτώντας υποκαταστήματα ακόμα και στην Ευρώπη, αν και υπήρξαν υποψίες για κακοδιαχείριση από μέλη του ΔΣ της. αποτελώντας ουσιαστικά μονοπώλιο στις μεταφορές ταχυδρομείου και επιβατών αλλά και τραπεζικών υπηρεσιών από κοινού με την αδερφή της εταιρεία Αμέρικαν Εξπρές έπαιξε σημαντικό ρόλο την ιστορία της Δύσης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Γουέλς αποχώρησε από το ΔΣ της το 1867 και από την ηγεσία της Αμέρικαν Εξπρες το 1868 συνεχίζοντας όμως τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Το 1868 θα ιδρύσει το κολέγιο Γουέλς στην Ν. Υόρκη, ένα από τα πρώτα κολέγια θηλαίων στις ΗΠΑ. Θα πεθάνει το 1878 στην Γλασκόβη της Σκωτίας.

fargos.jpg

Ο Γουίλιαμ Τζορτζ Φάργκο (τα αρχικά W. J. Fargo που φαίνονται στο κάδρο του Λούκυ Λουκ είναι προφανώς λάθος, ίσως πρόκειται για μπέρδεμα με τον αδερφό του και διάδοχό του στην ηγεσία της Αμέρικαν Εξπρές J. C. Fargo, 1829-1915), έχει λίγο πολύ μια αντίστοιχη ιστορία με αυτήν του Γουέλς. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη θα εργαστεί από μικρός σαν εμποροϋπάλληλος, ταχυδρομικός πράκτορας ή και ταχυδρόμος. Από το 1844 θα συμμετάσχει από κοινού με τον Γουέλς σε διάφορες ταχυδρομικές και χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και στα επόμενα χρόνια θα γίνει ο βασικός συνεργάτης του Χένρι Γουέλς. Από το 1843 είναι εγκατεστημένος στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης και το διάστημα 1862-1866 θα διατελέσει δήμαρχός του, και ήταν δήμαρχος όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Αυγούστου του 1862. Μετά την αποχώρηση από την προεδρία της Αμέρκαν Εξπρες του Χένρυ Γουέλς θα αναλάβει ο Φάργκο και θα παραμείνει πρόεδρός της ως το θάνατό του το 1881. Θα τον διαδεχτεί ο αδερφός του Τζ. Κ. Φάργκο.

πηγές: 1, 2

002.jpg
 
Στο 35ο άλμπουμ (20ο στην ελληνική έκδοση) που τιτλοφορείται Τζέσε Τζέιμς (1969, σε σενάριο Goscinny) θα συναντήσουμε τον Τζέσε Τζέιμς (δεν είναι εκπληκτικό; ). Ο Τζέσε Τζέιμς (1847-1882) είναι ένας από τους γνωστότερους παρανόμους της Αμερικανικής Δύσης και τον έχουμε δει πολλές φορές σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και κόμιξ. Εκτός από τον ίδιο στο άλμπουμ σημαντικό ρόλο θα παίξουν ο μεγαλύτερος αδερφός του Φρανκ Τζέιμς (1843-1915) και ο Κόουλ Γιάνγκερ (1844-1916) που στο κόμιξ αναφέρεται σαν ξάδερφος των αδερφών Τζέιμς (μια αρκετά διαδεδομένη φήμη η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Απουσιάζουν τα άλλα μέλη της συμμορίας Τζέιμς-Γιάνγκερ ενώ ένα σύντομο (μόλις ένα καρέ) κωμικό πέρασμα κάνει η μητέρα των Φρανκ και Τζέσε Τζέιμς, Ζερέλντα Τζέιμς (1825-1911).

Προβολή συνημμένου 124161

Ο Φρανκ Τζέιμς (Φράνκλιν Αλεξάντερ Τζέιμς) γεννήθηκε το 1843 στο Μισούρι, γιος ενός βαπτιστή πάστορα και της συζύγου του που είχαν πρόσφατα μετακομίσει εκεί από το Κεντάκυ. Η οικογένεια Τζέιμς ήταν αρκετά ευκατάστατη και ο πατέρας τους είχε ένα ικανοποιητικό κομμάτι γης και έξι σκλάβους. Ο Φρανκ ήταν ο μεγαλύτερος από τρία αδέρφια. Άλλος ένας γιος θα γεννηθεί το 1847, ο Τζέσε Γουντσον Τζέιμς και μια κόρη το 1849. Σύντομα μετά την γέννηση της κόρης του, το 1850 ο πατέρας Τζέιμς θα φύγει για την Καλιφόρνια λόγω του «πυρετού του χρυσού της Καλιφόρνιας» όπου θα εργαστεί ως ιερέας αλλά και ως χρυσοθήρας. Εκεί θα πεθάνει το 1851. Η μητέρα Τζέιμς, θα παντρευτεί το 1852 τον κτηματία Μπέντζαμιν Σιμς όμως αυτός ο γάμος δεν θα είναι ευτυχισμένος λόγω της αντιπάθειας που έτρεφε ο Σιμς για τα παιδιά της Ζερέλντα, προς τα οποία έδειχνε υπερβολική σκληρότητα. Τελικά και αυτός θα πεθάνει το 1854 αφήνοντας την Ζελέντα για δεύτερη φορά χήρα. Το 1855 θα τελεστεί ο τρίτος της γάμος με τον γιατρό Ρούμπεν Σάμιουελ, έναν ήσυχο, παθητικό άνθρωπο που αφηνόταν να ζει στην σκιά της συζύγου του. Η Ζερέλντα και Ρούμπεν Σάμιουελ θα αποκτήσουν τέσσερα παιδιά.

Το Μισούρι κατά την δεκαετία του 1850 και κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου υπήρξε μια πολύ ταραγμένη περιοχή καθώς οπαδοί και πολέμιοι της δουλείας συγκρούονταν συχνά με πολλά θύματα. Μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου αν και επίσημα το Μισούρι δεν ακολούθησε την συνομοσπονδία των πολιτειών του Νότου, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνήτη προτιμούσε τους Νότιους. Μέσα σε αυτή την κατάσταση η οικογένεια Τζέιμς που άνηκε στην μειοψηφία που προτιμούσε τους Νοτίους αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, ενώ ο Φρανκ και ο Τζέσε συμμετείχαν σε διάφορα παραστρατιωτικά σώματα και πήραν μέρος σε τοπικές πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις με τη μεριά των Νοτίων. Από το 1863 οι δυο αδερφοί θα συμμετάσχουν σε μια σειρά από ομάδες ανταρτών και θα πολεμήσουν μέσα και έξω από το Μισούρι . Ο Τζέσε θα τραυματιστεί στο στήθος το καλοκαίρι του 1864 ενώ θα ξανατραυματιστεί την άνοιξη του 1865 ενώ προσπαθούσε να παραδοθεί σε ένα απόσπασμα ιππικού. Αναρρώνοντας από τα τραύματα του στο κτήμα ενός θείου του θα γνωριστεί και θα ερωτευτεί με την ξαδέρφη του Ζερέλντα Μιμς (1845-1900), με την οποία θα ξεκινήσει μια ερωτική σχέση που θα τους οδηγήσει στο γάμο το 1874.

Προβολή συνημμένου 124163

Το ίδιο διάστημα (αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου) πικραμένοι βετεράνοι στρατιώτες και παραστρατιωτικοί των Νοτίων συνέχιζαν ένα είδος ανταρτοπόλεμου ενάντια προς τις (ρεπουμπλικανικές) αρχές. Ο παλιός αρχηγός του Τζέσσε Τζέιμς, ο Άρτσι Κλέμεντ (1846-1866) θεωρείται ότι είναι ο εγκέφαλος πίσω από την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας σε ειρηνική περίοδο στην πόλη Λίμπερτι του Μισούρι τον Φεβρουάριο του 1866. Η τράπεζα άνηκε σε πρώην ρεπουμπλικάνους πολιτοφύλακες και κατά την διάρκειά της σκοτώθηκε ένας αθώος φοιτητής που έτυχε να βρίσκεται εκεί. Δεν είναι σίγουρο το αν οι αδερφοί Τζέιμς πήραν μέρος στη ληστεία. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους πιστεύεται ότι οι αδερφοί Τζέιμς πήραν μέρος στην επιχείρηση για την απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της συμμορίας του Γουίλιαμ Κουαντρίλ (1837-1865). Ο Κουαντρίλ που είχε σκοτωθεί ένα χρόνο πριν ήταν διοικητής του Φρανκ Τζέιμς κατά την διάρκεια του εμφυλίου ενώ συνέχισε σαν αντάρτης-παράνομος και μετά το τέλος του πολέμου.

640px-Jesse_james_portrait.jpg

Ο Άρτσι Κλεμέντ συνέχισε την δράση του, αυτή του παρανόμου που δρα για την τιμή του Νότου ως το θάνατό του κατά την διάρκεια μια σύγκρουσης με την πολιτοφυλακή στα τέλη του 1866, ένα γεγονός για το οποίο ο Τζέσε θʼ αναφέρεται με πίκρα ακόμα και μια δεκαετία αργότερα.. Οι επιζώντες της συμμορίας του Κλεμέντ θα συνεχίσουν την δράση τους και μετά το θάνατο του ηγέτη τους για τα επόμενα δυο χρόνια αν και ο αριθμός τους συνεχώς μειωνόταν λόγω συλλήψεων, τραυματισμών και σκοτωμών σε συγκρούσεις με τις αρχές αλλά και λιντσαρισμάτων. Οι στόχοι τους ήταν μικρές τοπικές τράπεζες και συχνά οι ληστείες συνοδευόταν από μάχες με νεκρούς εκατέρωθεν. Δεν είναι σίγουρο πού και σε ποιες ληστείες συμμετείχαν οι αδερφοί Τζέιμς.

Ο Τζέσε Τζέιμς πάντως δεν θα γίνει διάσημος παρά στα 1869 όταν κατά την διάρκεια ληστεία σε τράπεζα στο Γκαλατίν του Μισούρι θα σκοτώσει τον ταμία Σάμιουελ Κοξ (1828-1869) ο οποίος είχε σκοτώσει τον «ματωμένο» Μπιλ Άντερσον (1840-1864), έναν διαβόητο φιλονότιο αντάρτη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Αυτή η πράξη του θα οδηγήσει στην πρώτη του επικήρυξη. Παράλληλα οι αδερφοί Τζέιμς θα ξεκινήσουν να δημοσιεύουν επιστολές σε εφημερίδες δικαιολογώντας τις πράξεις τους σαν ένα τρόπο διαμαρτυρίας και εκδίκησης ενάντια στους νικητές του εμφυλίου. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του κοινού στο Νότο εξακολουθούσε να βλέπει τις ομοσπονδιακές αρχές σαν αρχές κατοχής και αυτό υποδαυλιζόταν από μερίδα του τύπου, έδωσε την ευκαιρία στους αδερφούς Τζέιμς να προβάλλουν τις πράξεις τους σαν μια μορφή εκδίκησης για την πληγωμένη τιμή του Νότου διεκδικώντας για τους εαυτούς τους τον ρόλο του ιδεολόγου παρανόμου που δεν προσβλέπει στο προσωπικό κέρδος αλλά στην κοινωνική αναμόρφωση. Την ίδια περίοδο οι αδερφοί Τζέιμς θα συνεταιριστούν με την συμμορία των αδερφών Γιάνγκερ, σχηματίζοντας αυτό που θα ονομαστεί αργότερα συμμορία Τζέιμς-Γιάνγκερ. Αδιαμφισβήτητα το πρόσωπο που εκπροσωπούσε στον τύπο της εποχής την συμμορία ήταν ο Τζέσε, αν και απʼ ότι φαίνεται οι αποφάσεις παιρνόταν συλλογικά με ένα προβάδισμα του Φρανκ Τζέιμς. Η συμμορία διέπραξε ληστείες τραπεζών, αμαξών, τρένων (από το 1873), ακόμα και σε ένα πανηγύρι στο Κάνσας. Οι ληστείες τους απέφεραν μεγάλα χρηματικά κέρδη, συχνά διαπράττονταν μπροστά σε πλήθος κόσμου και ο χώρος δράσης τους εκτεινόταν από την Αϊόβα ως το Τέξας και από το Κάνσας ως την Δυτική Βιρτζίνια. Οι ληστείες των τρένων επέτρεψαν στους αδερφούς Τζέιμς να καλλιεργήσουν ένα προφίλ ευγενούς παρανόμου καθώς μόνο σε δυο περιπτώσεις λήστεψαν και τους επιβάτες (αντίθετα με τις συνήθειες της εποχής).

9_thqku.jpg

Το 1874 την καταδίωξη των μελών της συμμορίας Τζέιμς-Γιάνγκερ την ανέλαβε το πρακτορείο ντετέκτιβ Πίνκερτον και σύντομα δυο ερευνητές σκοτώθηκαν, πράγμα που οδήγησε τον επικεφαλής του γραφείου τον Άλαν Πίνκερτον (1819-1884) να εκλάβει την υπόθεση σαν προσωπική βεντέτα. Συνεργαζόμενος με φιλοβόρειους παραστρατιωτικούς από το Μισούρι ο Πίνκερτον οργάνωσε επιδρομή στο πατρικό των Τζέιμς στις αρχές του 1875 που θα προκαλέσει τον θάνατο του ετεροθαλούς αδερφού τους Άρτσι Σάμιουελ και τον τραυματισμό στο χέρι της μητέρας τους Ζερέλντα Τζέιμς. Σύντομα βρέθηκε δολοφονημένος ο Ντάνιελ Άσκιου για τον οποίο οι δυο αδερφοί υποψιαζόταν ότι είχε οδηγήσει τους άντρες του Πίνκερτον. Η επιδρομή αυτή, τεράστιο λάθος τακτικής από τον Πίνκερτον έκανε ακόμα πιο δημοφιλείς τους αδερφούς Τζέιμς και στο κοινοβούλιο της πολιτείας του Μιζούρι κατατέθηκε νομοσχέδιο που προσέφερε αμνηστία στα μέλη της συμμορίας για τα εγκλήματα τους. Το νομοσχέδιο απορρίφτηκε οριακά, πέρασε όμως ένα άλλο που έθετε περιορισμούς στο ποσό των επικηρύξεων που μπορούσε να ορίσει ο κυβερνήτης. Παράλληλα φιλονότιες εφημερίδες εκθείαζαν την δράση και την προσωπικότητα του Τζέσε Τζέιμς. Το 1874 ο Τζέσε παντρεύτηκε την ξαδέρφη του Ζερέλντα (που είχε το ίδιο όνομα με την μητέρα του) και το 1875 γεννήθηκε ο γιός του Τζέσε Τζούνιορ.

Προβολή συνημμένου 124166

Τον Σεπτέμβριο του 1876 η συμμορία επιχείρησε ληστεία στο Νόρφιλντ της Μινεσότα. Από το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε μόνο οι Φρανκ και Τζέσε Τζέιμε θα μείνουν ελεύθεροι και ζωντανοί. Η ληστεία οδήγησε στο θάνατο του ταμία της τράπεζας, ενός περαστικού και δύο από τους οχτώ ληστές που πήραν μέρος. Για αντίποινα η συμμορία πιστεύεται ότι κατέστρεψε 14 μύλους και για να αποφύγει την καταδίωξη χωρίστηκε με τους αδερφούς Τζέιμς να επιστρέφουν στο Μιζούρι. Το απόσπασμα παγίδευσε την υπόλοιπη συμμορία. Ένα μέλος ο Τσάρλι Πιτς σκοτώθηκε στη σύγκρουση ενώ οι αδερφοί Γιάνγκερ συνελήφθησαν. Αργότερα, μέσα στο 1876 οι αδερφοί Τζέιμς εγκαταστάθηκαν στο Νάσβιλ του Τένεσι με ψεύτικα ονόματα. Ο Φρανκ φαίνεται να ήθελε να αποσυρθεί αλλά ο Τζέσε ξαναοργάνωσε μια συμμορία το 1879 και στα τέλη του έτους επέστρεψε στις ληστείες τραίνων.

Robert_Ford.jpg

Η νέα του συμμορία όμως δεν αποτελούνταν από σκληροτράχηλους βετεράνους του εμφυλίου αλλά από κοινούς εγκληματίες που σύντομα άρχισαν να στέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο με αποτέλεσμα να διαλυθεί η συμμορία. Παράλληλα ο Τζέσε Τζέιμς άρχισε να αναπτύσσει παράλογη συμπεριφορά κάνοντας κάποια μέλη της συμμορίας να τον εγκαταλείψουν τρομαγμένα ενώ πιθανολογείται ότι σκότωσε κάποιο μέλος που υποψιαζόταν ότι θα τον προδώσει. Με τις αρχές εναντίον να τους πλησιάζουν ολοένα οι αδερφοί Τζέιμς χωρίστηκαν, με τον Φρανκ να κατευθύνεται ανατολικά στην Βιρτζίνια και τον Τζέσε να νοικιάζει ένα σπίτι στο Μισούρι κοντά στο μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Καχύποπτος και καταδιωκόμενος το 1881, ο Τζέσε Τζέιμς εμπιστευόταν απʼ όλη του τη συμμορία μόνο τους αδερφούς Φόρντ (τον Τσάρλι, 1857-1884, και τον Μπομπ, 1861-1892). Ο Τσάρλι είχε πάρει μέρος σε επιχειρήσεις στης συμμορίας Τζέιμς, ενώ ο Τζέσε είχε κρυφτεί στο σπίτι της οικογένειάς τους και πιθανολογείται ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την αδερφή τους Μάρθα Μπόλτον. Για ασφάλεια ο Τζέσε ζήτησε από τους Φορντ να μετακομίσουν μαζί του και με την οικογένειά του, χωρίς να ξέρει ότι ο Μπομπ είχε έρθει σε μυστική συμφωνία με τον κυβερνήτη του Μισούρι για το κεφάλι του. Έτσι το πρωί της 3ης Απριλίου του 1882 ο Μπομπ Φορντ τον πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο θάνατος του Τζέσε Τζέιμς έγινε πανεθνική είδηση και ήρθε να προστεθεί στη φήμη του ευγενούς παρανόμου που σκοτώθηκε προδοτικά. Οι αδερφοί Φορντ καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά δυο ώρες μετά την ανακοίνωση της ποινής πήραν χάρη από τον κυβερνήτη. Καθώς σκότωσαν αντί να συλλάβουν τον Τζέσε Τζέιμς τους καταβλήθηκε ένα μικρό μέρος από την επικήρυξη και τελικά δύο χρόνια αργότερα το 1884 ο Τσάρλι Φορντ άρρωστος από φυματίωση και εθισμένος στην μορφίνη αυτοκτόνησε, ενώ ο αδερφός του Μπομ δολοφονήθηκε το 1892 στο μπαρ που διατηρούσε. 7.000 άτομα υπέγραψαν υπέρ του να δοθεί χάρη στον «άνθρωπο που σκότωσε τον άνθρωπο που σκότωσε τον Τζέσε Τζέιμς».

Μετά τον θάνατο του αδερφού του ο Φρανκ Τζέιμς ταξίδεψε πίσω στο Μισούρι όπου συναντήθηκε με τον κυβερνήτη και συμφώνησε να παραδοθεί στην δικαιοσύνη. Οι λεπτομέρειες της συμφωνίας δεν είναι γνωστές, όμως ο Φρανκ δικάστηκε μόνο για δύο από τις ληστείες που συμμετείχε. Παρέμεινε στη φυλακή για ένα χρόνο περιμένοντας να δικαστεί και μετά την δίκη του του δόθηκε χάρη και μετακόμισε στην Οκλαχόμα με την μητέρα του. Δεν επέστρεψε ποτέ στο έγκλημα, ενώ μετακόμισε σε διάφορες πολιτείες όπου έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει. Τα τελευταία του χρόνια επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι όπου οργάνωνε ξεναγήσεις και εκεί πέθανε τον Φεβρουάριο του 1915.

Frank_James.jpg

Στο Λούκυ Λουκ δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται ο Τζέσε Τζέιμς, πράγμα που είναι λογικό καθώς υπήρξε ένας από τους πιο διάσημου αν όχι Ο πιο διάσημος ληστής της αμερικάνικης Δύσης. Εδώ όμως είναι η πρώτη (και η μόνη) φορά που θα πρωταγωνιστήσει. Χωρίς νʼ αναφέρεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα το άλμπουμ παρουσιάζει με κωμικό τρόπο την συμμορία Τζέιμς-Γιάνγκερ, την επιθυμία του Τζέσε Τζέιμς να ταυτίζεται με τον Ρομπέν των Δασών αλλά και την αγάπη του Φρανκ Τζέιμς για τον Σαίξπηρ. Γενικά αν και ακολουθεί το στιλ των προγενέστερων άλμπουμ Οι παράνομοι και Μπίλι ο Τρομερός, είναι από τα κλασσικά επιτυχημένα άλμπουμ της σειράς και ο Τζέσε Τζέιμς θα εξακολουθήσει για χρόνια να κάνει σποραδικές «γκεστ» εμφανίσεις σε επόμενες ιστορίες.

πηγές: 1, 2, 3, 4, 5

35-20.jpg

Τζέσε Τζέιμς 2.jpg

Τζέσε Τζέιμς 3.jpg
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα