ΧΡΙΣΤΙΝΑ
RetroActive
- Joined
- 22 Σεπ 2008
- Μηνύματα
- 393
- Αντιδράσεις
- 21
Σας παρουσιάζω την δική μου εκδοχή. Ελπίζω να σας αρέσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η γιορτή στο σπίτι του μικρού αλόγου μόλις είχε τελειώσει. Η Κάντυ, με τη βοήθεια της Άννυ , της Πάτυ και των παιδιών, μάζεψε το τραπέζι και πήγε να αποχαιρετήσει τον Άλμπερτ.
- Μικρή μου, θα τα ξαναπούμε, της είπε. Λυπάμαι που πρέπει να φύγω τόσο γρήγορα, μα δεν γίνεται αλλιώς. Έχω μια πολύ σημαντική συνάντηση στο Σάο Πάολο και θα πρέπει να ταξιδέψω νωρίς το πρωί.
- Τόσο γρήγορα ; ρώτησε απογοητευμένη η Κάντυ.
- Ω, μην κατσουφιάζεις μικρή μου, της είπε. Είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω. Σου υπόσχομαι , πως θα γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ.
Εκείνη, ρίχτηκε στην αγκαλιά του.
- Ω, Άλμπερτ , θα μου λείψεις τόσο πολύ, του είπε και τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.
Εκείνος της χάιδεψε με τρυφερότητα τα μαλλιά.
- Και μένα θα μου λείψεις, μικρούλα μου και μένα.
Λίγες στιγμές αργότερα, η Κάντυ, έβλεπε το αυτοκίνητο που βρισκόταν ο Άλμπερτ, να χάνεται στην στροφή αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του.
- Στο καλό, πρίγκιπά μου, ψιθύρισε.
- Φτάσαμε, Άλμπερτ, είπε ο Τζώρτζ, καθώς σταματούσε το αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι των Ράγκαν.
- Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, του είπε με νόημα ο Άλμπερτ.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και λίγο αργότερα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού.
Ο Τζώρτζ δεν άργησε να επιστρέψει.
- Πάμε του, του είπε. Σε περιμένουν.
Στο σπίτι των Ράγκαν , επικρατούσε ένα παράξενο κλίμα. Τους είχε προκαλέσει απορία και πανικό συνάμα, το γεγονός ότι ο μεγάλος θείος Γουίλιαμ, τους επισκεπτόταν έτσι ξαφνικά.
- Τι να σημαίνει άραγε αυτή η απροσδόκητη επίσκεψη ; ρώτησε η κυρία Ράγκαν , απευθυνόμενη στο σύζυγό της, φανερά ταραγμένη .
- Δεν έχω ιδέα, αγαπητή μου, της απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει σταθερή τη φωνή του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή , κατέβαιναν τη σκάλα , ο Νήλ και η Ελίζα.
- Τι συμβαίνει μητέρα; ρώτησε η Ελίζα.
Όμως δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση. Δύο άνθρωποι κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Όταν στάθηκαν απέναντί τους, μια δυνατή φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό, έσπασε την σιωπή που είχε προκαλέσει η παρουσία τους.
- ΕΣΥ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
O Νήλ είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον Άλμπερτ. Το πρόσωπό του είχε μια ανάμεικτη έκφραση έκπληξης, θυμού, μα και φόβου.
- Νηλ! Είπε με αυστηρό ύφος ο κος Ράγκαν. Πρόσεξε τους τρόπους σου. Δεν πρόκειται να ανεχτώ αυτή την έλλειψη σεβασμού. Ζήτα αμέσως συγνώμη από το θείο Γουίλιαμ. ΑΜΕΣΩΣ!
- Αυτός είναι ο θείος Γουίλιαμ; είπε ο Νήλ με κατάπληξη.
- Νήλ, κάτι σου είπα, ξανάπε ο κύριος Ράγκαν.
- Δεν χρειάζεται, ακούστηκε η φωνή του Άλμπερτ για πρώτη φορά. Δεν τον αδικώ, που δεν μπορεί να πιστέψει, πως ο αρχηγός των Άρντλευ , είμαι εγώ. Όμως επειδή ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Ο λόγος που ήρθα έτσι απροσδόκητα είναι ο εξής.Κάποιοι από εσάς, προσπάθησαν να παγιδέψουν την Κάντυ, προκειμένου να παντρευτεί τον Νήλ, λέγοντας ότι αυτή είναι δική μου επιθυμία.
Μόλις τελείωσε την φράση του, η κυρία Ράγκαν και τα παιδιά της , αλληλοκοιτάζονταν αμήχανα.
- Σε περίπτωση που το ξεχάσατε, η Κάντυ είναι θετή μου κόρη, το οποίο σημαίνει, ότι δικαίωμα να παίρνει κάποιος αποφάσεις για ότι αφορά την ζωή της, έχω εγώ και μόνον εγώ.
Ο κύριος Ράγκαν, δεν μπορούσε να πιστέψει, αυτά που άκουγε. Του φάνταζαν σαν ένα κακό όνειρο. Είναι δυνατόν η οικογένειά του να τον ντροπιάσει έτσι;
- Αγαπητέ μου Γουίλιαμ, δεν…δεν ξέρω τι να πω, είπε ο κύριος Ράγκαν με φωνή που σχεδόν έτρεμε. Σου ζητώ συγνώμη εκ μέρους της οικογένειάς μου για ότι έγινε και σου δίνω το λόγο της τιμής μου σαν άντρας προς άντρα, πως κανείς πια σε αυτή την οικογένεια δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το όνομά σου εν αγνοία σου, ούτε να αμφισβητήσει την εξουσία σου πάνω στην οικογένειά των Άρντλευ.
- Αγαπητέ εξάδελφε, πιστεύω στο λόγο που μου δίνεις. Ελπίζω να μην διαψευστείς. Και τώρα , μας συγχωρείτε, πρέπει να φύγουμε. Πάμε Τζώρτζ.
Ο Άλμπερτ και ο Τζώρτζ, έκαναν μεταβολή και άφησαν τους Ράγκαν να τους κοιτούν με πρόσωπα πέτρινα.
Λίγες μέρες αργότερα , ο Νήλ βρισκόταν στην θέση του νεοσύλλεκτου σε μια σχολή πολέμου στην Αμερική, ενώ η Ελίζα διάβαινε το κατώφλι ενός μοναστηριού στη Σκοτία, παρά τις παρακλήσεις και τα κλάματα της κυρίας Ράγκαν.
Οι τελευταίες αποκαλύψεις, είχαν αλλάξει την ζωή της Κάντυ. Και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν είχε περάσει απαρατήρητο ούτε από την κυρία Πόνυ , ούτε από την αδελφή Μαρία. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά , χάνονταν για ώρες πάνω στον λόφο, ενώ η απογοήτευση της ήταν έκδηλη, κάθε φορά που έβλεπε τον κύριο Μάθιου να περνάει από τον δρόμο, χωρίς γράμμα για εκείνη. Αυτό όμως που τους είχε κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως η Κάντυ δεν σταματούσε να μιλάει για τον Άλμπερτ. Πολλές φορές το συζήτησαν μεταξύ τους, ώσπου αποφάσισαν πως ήταν καιρός να της μιλήσουν.
Εκείνο το πρωί……………………………
- Κάρτα, κάρτα, ο Άλμπερτ μου έστειλε κάρτα, ξεφώνησε χαρούμενα η Κάντυ, ορμώντας σαν σίφουνας μέσα στην κουζίνα, έτσι που παραλίγο η κυρία Πόνυ να πνιγεί με το τσάι που έπινε.
- Α, πολύ ωραία. Και τι σου γράφει; την ρώτησε η αδελφή Μαρία.
- Μου λέει πως του λείπω, πως θα φροντίσει να έρθει γρήγορα και πως έχει αγοράσει δώρα για μένα και τα παιδιά.
Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία , αλληλοκοιτάχτηκαν , με νόημα.
- Κάθησε σε παρακαλώ παιδί μου, είπε η κυρία Πόνυ, με σοβαρό ύφος. Πρέπει να μιλήσουμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η γιορτή στο σπίτι του μικρού αλόγου μόλις είχε τελειώσει. Η Κάντυ, με τη βοήθεια της Άννυ , της Πάτυ και των παιδιών, μάζεψε το τραπέζι και πήγε να αποχαιρετήσει τον Άλμπερτ.
- Μικρή μου, θα τα ξαναπούμε, της είπε. Λυπάμαι που πρέπει να φύγω τόσο γρήγορα, μα δεν γίνεται αλλιώς. Έχω μια πολύ σημαντική συνάντηση στο Σάο Πάολο και θα πρέπει να ταξιδέψω νωρίς το πρωί.
- Τόσο γρήγορα ; ρώτησε απογοητευμένη η Κάντυ.
- Ω, μην κατσουφιάζεις μικρή μου, της είπε. Είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω. Σου υπόσχομαι , πως θα γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ.
Εκείνη, ρίχτηκε στην αγκαλιά του.
- Ω, Άλμπερτ , θα μου λείψεις τόσο πολύ, του είπε και τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.
Εκείνος της χάιδεψε με τρυφερότητα τα μαλλιά.
- Και μένα θα μου λείψεις, μικρούλα μου και μένα.
Λίγες στιγμές αργότερα, η Κάντυ, έβλεπε το αυτοκίνητο που βρισκόταν ο Άλμπερτ, να χάνεται στην στροφή αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του.
- Στο καλό, πρίγκιπά μου, ψιθύρισε.
- Φτάσαμε, Άλμπερτ, είπε ο Τζώρτζ, καθώς σταματούσε το αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι των Ράγκαν.
- Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, του είπε με νόημα ο Άλμπερτ.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και λίγο αργότερα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού.
Ο Τζώρτζ δεν άργησε να επιστρέψει.
- Πάμε του, του είπε. Σε περιμένουν.
Στο σπίτι των Ράγκαν , επικρατούσε ένα παράξενο κλίμα. Τους είχε προκαλέσει απορία και πανικό συνάμα, το γεγονός ότι ο μεγάλος θείος Γουίλιαμ, τους επισκεπτόταν έτσι ξαφνικά.
- Τι να σημαίνει άραγε αυτή η απροσδόκητη επίσκεψη ; ρώτησε η κυρία Ράγκαν , απευθυνόμενη στο σύζυγό της, φανερά ταραγμένη .
- Δεν έχω ιδέα, αγαπητή μου, της απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει σταθερή τη φωνή του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή , κατέβαιναν τη σκάλα , ο Νήλ και η Ελίζα.
- Τι συμβαίνει μητέρα; ρώτησε η Ελίζα.
Όμως δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση. Δύο άνθρωποι κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Όταν στάθηκαν απέναντί τους, μια δυνατή φωνή που έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό, έσπασε την σιωπή που είχε προκαλέσει η παρουσία τους.
- ΕΣΥ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
O Νήλ είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον Άλμπερτ. Το πρόσωπό του είχε μια ανάμεικτη έκφραση έκπληξης, θυμού, μα και φόβου.
- Νηλ! Είπε με αυστηρό ύφος ο κος Ράγκαν. Πρόσεξε τους τρόπους σου. Δεν πρόκειται να ανεχτώ αυτή την έλλειψη σεβασμού. Ζήτα αμέσως συγνώμη από το θείο Γουίλιαμ. ΑΜΕΣΩΣ!
- Αυτός είναι ο θείος Γουίλιαμ; είπε ο Νήλ με κατάπληξη.
- Νήλ, κάτι σου είπα, ξανάπε ο κύριος Ράγκαν.
- Δεν χρειάζεται, ακούστηκε η φωνή του Άλμπερτ για πρώτη φορά. Δεν τον αδικώ, που δεν μπορεί να πιστέψει, πως ο αρχηγός των Άρντλευ , είμαι εγώ. Όμως επειδή ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Ο λόγος που ήρθα έτσι απροσδόκητα είναι ο εξής.Κάποιοι από εσάς, προσπάθησαν να παγιδέψουν την Κάντυ, προκειμένου να παντρευτεί τον Νήλ, λέγοντας ότι αυτή είναι δική μου επιθυμία.
Μόλις τελείωσε την φράση του, η κυρία Ράγκαν και τα παιδιά της , αλληλοκοιτάζονταν αμήχανα.
- Σε περίπτωση που το ξεχάσατε, η Κάντυ είναι θετή μου κόρη, το οποίο σημαίνει, ότι δικαίωμα να παίρνει κάποιος αποφάσεις για ότι αφορά την ζωή της, έχω εγώ και μόνον εγώ.
Ο κύριος Ράγκαν, δεν μπορούσε να πιστέψει, αυτά που άκουγε. Του φάνταζαν σαν ένα κακό όνειρο. Είναι δυνατόν η οικογένειά του να τον ντροπιάσει έτσι;
- Αγαπητέ μου Γουίλιαμ, δεν…δεν ξέρω τι να πω, είπε ο κύριος Ράγκαν με φωνή που σχεδόν έτρεμε. Σου ζητώ συγνώμη εκ μέρους της οικογένειάς μου για ότι έγινε και σου δίνω το λόγο της τιμής μου σαν άντρας προς άντρα, πως κανείς πια σε αυτή την οικογένεια δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το όνομά σου εν αγνοία σου, ούτε να αμφισβητήσει την εξουσία σου πάνω στην οικογένειά των Άρντλευ.
- Αγαπητέ εξάδελφε, πιστεύω στο λόγο που μου δίνεις. Ελπίζω να μην διαψευστείς. Και τώρα , μας συγχωρείτε, πρέπει να φύγουμε. Πάμε Τζώρτζ.
Ο Άλμπερτ και ο Τζώρτζ, έκαναν μεταβολή και άφησαν τους Ράγκαν να τους κοιτούν με πρόσωπα πέτρινα.
Λίγες μέρες αργότερα , ο Νήλ βρισκόταν στην θέση του νεοσύλλεκτου σε μια σχολή πολέμου στην Αμερική, ενώ η Ελίζα διάβαινε το κατώφλι ενός μοναστηριού στη Σκοτία, παρά τις παρακλήσεις και τα κλάματα της κυρίας Ράγκαν.
Οι τελευταίες αποκαλύψεις, είχαν αλλάξει την ζωή της Κάντυ. Και αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν είχε περάσει απαρατήρητο ούτε από την κυρία Πόνυ , ούτε από την αδελφή Μαρία. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά , χάνονταν για ώρες πάνω στον λόφο, ενώ η απογοήτευση της ήταν έκδηλη, κάθε φορά που έβλεπε τον κύριο Μάθιου να περνάει από τον δρόμο, χωρίς γράμμα για εκείνη. Αυτό όμως που τους είχε κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως η Κάντυ δεν σταματούσε να μιλάει για τον Άλμπερτ. Πολλές φορές το συζήτησαν μεταξύ τους, ώσπου αποφάσισαν πως ήταν καιρός να της μιλήσουν.
Εκείνο το πρωί……………………………
- Κάρτα, κάρτα, ο Άλμπερτ μου έστειλε κάρτα, ξεφώνησε χαρούμενα η Κάντυ, ορμώντας σαν σίφουνας μέσα στην κουζίνα, έτσι που παραλίγο η κυρία Πόνυ να πνιγεί με το τσάι που έπινε.
- Α, πολύ ωραία. Και τι σου γράφει; την ρώτησε η αδελφή Μαρία.
- Μου λέει πως του λείπω, πως θα φροντίσει να έρθει γρήγορα και πως έχει αγοράσει δώρα για μένα και τα παιδιά.
Η κυρία Πόνυ και η αδελφή Μαρία , αλληλοκοιτάχτηκαν , με νόημα.
- Κάθησε σε παρακαλώ παιδί μου, είπε η κυρία Πόνυ, με σοβαρό ύφος. Πρέπει να μιλήσουμε.
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: