Το εν δυνάμει θύμα (συνήθως γυναίκα για κάποιο λόγο) ακούει θόρυβο μέσα στο σπίτι μέσα στη νύχτα και αντί να ανάψει όλα τα φώτα σαν κανονικός άνθρωπος κατεβαίνει στην υπόγα σε απόλυτο σκότος ρωτώντας γλυκά-γλυκά αν είναι κανείς εκεί. Κι αντί να αρπάξει το αντικολλητικό να το φέρει στο κεφάλι κανενός, παίρνει ένα μαχαίρι. Ότι και καλά, έτσι θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.
Το εν δυνάμει θύμα (συνήθως πάλι γυναίκα για κάποιο λόγο) σηκώνει το τηλέφωνο που χτυπάει και στην άλλη άκρη ή δεν μιλάει κανείς ή της λένε τίποτα προστυχάτζες κι αυτή η έρμη αντί να τους στείλει στα τσακίδια και να το κλείσει και μετά να το κατεβάσει κάθεται και τσιρίζει ποιος είναι και ποιος είναι. "Ποιός θες να'ναι μαρή; Ο Φούφουτος;"
Ο τρόπος που οδηγεί ο άντρακλας ο σωστός ο πρωταγωνιστής είναι τέρμα αλλόκοτος και επικίδυνος: κάνει οκτάρια με το τιμόνι πέρα-δώθε, δεν κοιτάει σχεδόν ποτέ μπροστά παρά μόνο στην αιθέρια ύπαρξη δίπλα κι άμα λάχει περνάει και το χέρι στον ώμο της, μια και τα αμερικάνικα αυτοκίνητα είναι αυτόματα, δεν χρειάζεται να αλλάζεις ταχύτητες.
Όταν η κάμερα τραβάει σκηνικό με νυχτερινή οδήγηση, τα πρόσωπα των οδηγού/συνοδηγού φωτίζονται από φως μέσα από το αυτοκίνητο. Ό,τι πιο επικίνδυνο, χώρια το εκνευριστικό.
Όταν το σόι μαζώχνεται για γιορτινό τραπέζι, θα βγει πολλή βρώμα στη φόρα. Παίζει να πέσει και ξύλο.
Άμα γκρεμίζεται το σύμπαν, το παλικαράκι (σπάνια η παλικάρα) θα πάει πίσω στην καταστροφή να σώσει όχι μόνο την Αγία Αμερικανική Οικογένεια βοήθειαμας αλλά και το πιτσιρίκι του γείτονα που έμεινε πίσω και κλαίει, συν το αρκούδι που ξεχάστηκε στον επάνω όροφο. Κι αφού βγει από το σπίτι αγκαλιά με ένα σύνταγμα παιδιά, τότε ανοίγει και κει η γη και καταπίνει το σπίτι τους.