ΚΟΚΟΜΠΙΛ! Ενα..."άτυχο" κόμικ!
Καλημέρα αδέλφια...ρετρομανιακοί!
...και το σημερινό μου σχόλιο, αφορά ΜΟΝΟ αυτούς που με συντροφεύουν στα χρόνια, δηλαδή τους σαρανταφεύγα!
Οσοι λοιπόν, είστε στα δικά μου χρονομονοπάτια, (απο 1966 και μετά) έ, δε μπορεί, όλο και κάτι θα θυμάστε ή θα ξέρετε περισσότερα, για ένα ΜΟΝΑΔΙΚΟ κόμικ της δεκαετίας του 70, που...ατύχησε στην Ελλάδα, αλλά τα τεύχη του έγιναν συλλεκτικά μοναδικής αξίας!
Ο λόγος για τον φανταστικό ΚΟΚΟΜΠΙΛ!(Τί πάω και θυμάμαι ώρες ώρες!)
Για όσους λοιπόν δεν τον ξέρουν ή για όσους τον γνώρισαν, αλλά λόγω εποχής και ηλικίας, δεν τους ενθουσίασε, για την ακρίβεια τους "ξένισε", σ αυτούς περισσότερο απευθύνεται το σχόλιό μου!
Υπάρχουν πράγματα που ή σε ενθουσιάζουν και σε κερδίζουν με τη "μία" ή τα απορρίπτεις με τη "μία". Πράγματα που έχουν φανατικούς θαυμαστές ή φανατικά αδιάφορους προς αυτά. Ενα λοιπόν απ αυτά είναι και το κόμικ ΚΟΚΟΜΠΙΛ. Μια σουρεαλιστική παρωδία γουέστερν, που δεν αφήνει τίποτε όρθιο! Και πάνω απ όλα, ένα κόμικ που φέρει φαρδιά - πλατιά την υπογραφή μιας κουλτούρας, που ο αμερικάνικος κόσμος του
ρηχού και εμπορικού, δεν μπορεί ούτε κατά διάνoια να φτάσει.
Γιατί μή ξεχνάμε, απο αυτή τη λεγόμενη "γηραιά ήπειρο", ξεκίνησαν όλα. Καί τα καλά καί τα άσχημα.
Πώς τον ... γνώρισα!
Στη δική μου ζωή, ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ μπήκε ένα ζεστό βράδυ του Ιούλη, καρδιά καλοκαιρού, του 74, λίγες μέρες πρίν τα μεγάλα γεγονότα. Εβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά σκάει μύτη μια διαφήμιση για περιοδικό με ήρωα έναν καουμπόυ σε στύλ Λούκυ Λούκ (τουλάχιστον έτσι νόμιζα εγώ). Καμμία σχέση βέβαια! Η διαφήμιση μας πληροφόρησε οτι θα κυκλοφορήσει στις 13 του μήνα. Ε, έφαγα τα αυτιά της κακομοίρας της μάνας μου να μου υποσχεθεί οτι θα μου το πάρει! Ηταν βλέπεις και το θέμα της τσουχτερής τιμής! 25 δρχ το τεύχος, τη στιγμή που ο Λούκυ Λούκ είχε 10, ενώ το Μίκυ Μάους είχε 7δρχ. Μπελάς! Τέλος πάντων, μου το πήρε και γλυτωσε τη γκρίνια μου! Με το που το είδα και το διάβασα, ένοιωσα περίεργα. Δεν είχε καμμιά σχέση με τον Λούκυ Λούκ, τον αγαπημένο μου. Εδώ οι σφαίρες έβρισκαν στόχο, ο ήρωας σκότωνε κανονικά, ιστορίες τρελλές, που δεν έστεκαν με τίποτε, σαλάμια και μολύβια φύτρωναν στο δρόμο, ψάρια που πέταγαν, οι ήρωες κάπως χοντροκομμένοι, όλα αυτά μ έκαναν να νοιώσω πως ένα τέτοιο ανάγνωσμα μάλλον δε μου ταίριαζε!
Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθα πως τα ίδια συναισθήματα ένοιωσαν και χιλιάδες άλλα παιδιά της ηλικίας μου! Αυτά, με την πρώτη επαφή. Ομως, σιγά-σιγά, όσο το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα, τα συναισθήματα άλλαζαν! Χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί, άρχισα να το βρίσκω τελείως αστείο! Θές το ανατρεπτικό του χιούμορ, θες τα περίεργα σκίτσα και η εικονογράφηση, μου φαινόταν τόσο παράξενα και τόσο αστεία, που τελικά πείστηκα οτι ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, με την καλή έννοια, απ τον Λούκυ Λούκ, και πως άξιζε τη προσοχή μου! Και βήμα βήμα, τεύχος με τεύχος, διαπίστωσα πλέον οτι είμαι...φανατικός θαυμαστής!
Μη ξεχνάμε οτι ήμουν μόλις 9 χρονών τότε, ένα παιδάκι που είχε γαλουχηθεί με άλλου είδους, πιο straight κόμικ κι ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ, ακριβώς επειδή ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα, μου προξένησε στην αρχή αισθημα "χαλασμένου φαγητού στο στομάχι". Το πόσο άδικο φυσικά είχα, το είδα στη συνέχεια.
Η δημιουργία του Κόκομπίλ
Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ, είναι δημιούργημα του μεγάλου Ιταλού γελοιογράφου και κομίστα
Μπενίτο Γιακοβίτι, σε μια παρωδία των ηρώων της άγριας Δύσης σε πραγματικά σουρεαλιστικά επίπεδα! Η πρώτη του εμφάνιση έγινε τον Φεβρουάριο του 1957 στο νεανικό ένθετο Giorno dei Ragazzi της εβδομαδιαίας ιταλικής εφημερίδας
Il Giorno. Το 1968 πέρασε στην
Corriere dei Piccoli το 1968 και από εκεί, ελευθερώθηκε σεναριακά αλλά και πήρε τον σουρεαλιστικό αέρα που τον έκανε γνωστό.
Ο Σουρεαλισμός και οι συμβολισμοί του
Σαλάμια και μολύβια που φύτρωναν εκτός απο κάκτους, δόντια που χύνονταν μετά απο γροθιά, φίδια, με εμφάνιση γυμνοσάλιαγκα, που φορούσαν καπέλα, ιπτάμενα ψάρια με έκφραση της απορίας για ποιό λόγο πετούσαν αντι να κολυμπούν, τραίνα που κυκλοφορούσαν δεμένα πάνω σε ενα κομμάτι σιδηρογραμμών (τεύχος 3, "Το τραίνο-Φάντασμα"), κακοποιοί που γράφονταν παροιμίες πάνω στο τελείωμα του σακκακιού τους (
Σβαμπ Καπαλόντζα, τεύχος 2 "Ο Παροιμίας"), τύποι που έπαιρναν το μπάνιο τους έξω απ το σαλούν (τεύχος 4), είναι λίγα μόνο απ τα...σουρεαλιστικά ευφυήματα του Γιακοβίτι, θέλοντας έτσι να δώσει μια εικόνα τελείως underground για έναν κόσμο παντελώς άναρχο, με κύριο στοιχείο τη βία, το έγκλημα, τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, τον τυχοδιωκτισμό αλλά και τον διαρκή αγώνα για επιβιώση.
Η βία η οποία υπάρχει σε όλες τις ιστορίες, είναι τελικά μια γελοιογραφική απεικόνιση με όλη τη σημασία της φράσης, οι κακοποιοί σκοτώνονται κάτω απο τρελλές καταστάσεις, το σενάριο αναπτύσσεται με γρήγορους και ανατρεπτικούς ρυθμούς και η μία απιθανότητα (το μονοπάτι που κόβεται ξαφνικά, το μυστήριο του τραίνου φαντάσματος λύνεται όταν ο ήρωας ανακαλύπτει οτι...κινείται πάνω σε μια...δεμένη σιδηροτροχιά) διαδέχεται την άλλη! Ο Γιακοβίτι, ανελέητος στο χιούμορ του, δεν άφήνει τίποτε όρθιο μέσα σ αυτό το ... χάος! Ο ήρωάς του, κομμάτι κι αυτός αυτού του γελοίου κόσμου, προσπαθεί, μέσα σ εναν κόσμο γύρω του αδιάφορο και χαμένο, να γιατρέψει την αρρώστεια του εγκλήματος βάζοντας πάνω απ όλα τη δική του - μέχρι βλακείας - εντιμότητα απέναντι στην ανελέητη και μισάνθρωπη τυχοδιωκτική μανία των κακοποιών. Και τελικά τα καταφέρνει, οχι μόνο να διακωμωδήσει μέχρι τελικής πτώσης αυτόν τον κόσμο, αλλά και να "αναγκάσει" τον αναγνώστη να ... διαλογιστεί πάνω στη ματαιότητα των αγρίων ενστίκτων του ανθρώπου που τελικά τον οδηγούν στην αυτοκαταστροφή.
Η πορεία στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, το περιοδικό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε. του
Στ. Ανεμοδουρά, από τον Ιούλιο του 1974 έως τον Απρίλιο του 1975, κατόπιν αδείας του
Eurostudio, Milano. Κυκλοφόρησαν μόνο δέκα τεύχη καθώς «θεωρήθηκε τόσο "πρωτοποριακό" για την εποχή του που μυθολογήθηκε ότι αυτό σταμάτησε την έκδοση, δηλαδή, επειδή το αναγνωστικό κοινό δεν είχε φτάσει σε επίπεδα "μύησης" στα κόμικς τόσο... υψηλά!»
Το συμβόλαιο όμως δείχνει να ήταν για 10 μόνο τέυχη. Το ίδιο συνέβει και σε άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, όπου εκεί υπάρχει και το μεγαλύτερο φαν κλάμπ του ΚΟΚΟΜΠΙΛ. Υπάρχει και επίσημη ιστοσελίδα του κλάμπ.
Αρκετοί έλεγαν οτι ο Ανεμοδουράς έκανε πολύ μεγάλο τόλμημα με το επιχείρημά του να φέρει ένα τόσο "προχωρημένο' κόμικ στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι άλλη φυσικά. Τότε, στην Ελλάδα του '60 και του '70, 3 ή 4 ήταν οι εταιρείες της "πιάτσας" των κόμικ. Η Τερζόπουλος (Μίκυ Μάους), οι Αφοί Στρατίκη (Λούκυ Λούκ, Μικρός Σερίφης), η Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις του Ανεμοδουρά (Μπλέκ, Ζαγκόρ, Ομπραξ κλπ) και η Καμπανάς-Ελλάς όπου είχε αρχίσει να εκδίδει τα κόμιξ της Μarvel Comics Group. Αυτές έπαιζαν στο χώρο και "κονταροχτυπιόντουσαν" για την επιτυχία. Ο Ανεμοδουράς λοιπόν, για να "πολεμήσει" την τεράστια επιτυχία του Λούκυ Λούκ, φέρνει στην Ελλάδα τον ΚΟΚΟΜΠΙΛ, χωρίς όμως να ξέρει .. το τί ακριβώς φέρνει! Επειδή συνεργαζόνταν αποκλειστικά με Ιταλικές φίρμες (τα περιοδικά Μπλέκ, Ζαγκόρ, Ομπραξ ήταν ιδιοκτησίας
Sartoris,
Sinchetto και
Guzzon του Eurostudio, Milano), φέρνει και αυτό το κόμικ, με το ακριβό κόστος, σαν αντίποδα στον ήρωα των Goscinny και Μοrris. Δεν τα κατάφερε όμως γιατί είχε σαν αντίπαλο όχι τη σθεναρή εταιρεία των Στρατίκηδων, αλλά τη μαζική κουλτούρα της δεκαετίας 60 και 70 στα κόμικς όπου οι ήρωες ήταν πιό προσιτοί, πιο ανθρώπινοι, πιό επιφανειακοί, πιο..ευκολοχώνευτοι. Ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ, κάθε άλλο παρά τέτοιος ήταν!
Το παιδικό κοινό δεν τον υποδέχτηκε με τον ... απαιτούμενο ενθουσιασμό και σύν τοις άλλοις, η ακριβή του τιμή, τον υπονόμευε κάθετα εκ των έσω. Λίγα παιδιά είχαν την τύχη να έχουν ευκατάστατους μπαμπάδες που θα μπορούσαν να διαθέσουν το 25δραχμο κι ακόμη πιο λίγα φυσικά, αυτά που είχαν την "παιδεία" για να μπορέσουν να τον δεχτούν σαν ήρωα!
Σαν συμπέρασμα, ο ΚΟΚΟΜΠΙΛ ... απέτυχε στην Ελλάδα λόγω της ... αξίας του σαν κόμικ. Λανσαρίστηκε σαν κόμικ πλατιάς, μαζικής κουλτούρας κι αυτός ήταν ο λόγος απο μόνος του, που τον υπονόμευσε.
Η αξία του ΚΟΚΟΜΠΙΛ ήταν περισσότερο εικαστική παρά αφηγηματική και σαν τέτοια, δεν θα μπορούσε, σ' εκείνη την εποχή που εκδόθηκε, να επιβιώσει. Τώρα θα μου πείτε, γιατί δεν επανεκδόθηκε, αφού εκ των υστέρων το κοινό αντελήφθη την αξία του. Εγώ πιστεύω οτι ΑΚΡΙΒΩΣ για αυτόν τον λόγο δεν επανεκδόθηκε. Για να αποκτήσει ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΑΞΙΑ σαν ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ πλέον δημιούργημα. Και τα κατάφερε.
Η δικαίωση ΠΑΝΤΑ ΕΡΧΕΤΑΙ για κάτι ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΞΙΖΕΙ.