Ο Δαυίδ ήταν Ελληνοάγγλος κι η μητέρα του η Ρουθ Αγγλίδα, εβραία στο θρήσκευμα. Είχε γνωρίσει τον πατέρα του Δαυίδ, τον παντρεύτηκε (προφανώς άλλαξε το θρήσκευμα, πολιτικός γάμος τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα) και τον ακολούθησε στην πατρίδα του. Ο άντρας έλειπε συχνά για τις δουλειές του (νομίζω ότι υπονοείται και μια κάποια κατάσταση διάστασης) αλλά η Ρουθ είχε αγαπήσει την Κηφισιά και αποφάσισε να μείνει εκεί με τον γιο της.
Πολωνέζα δεν ήταν η μητέρα των κοριτσιών αλλά η δικιά της μητέρα, η γιαγιά τους, η "πολωνέζα γιαγιά". Τώρα που το γράφω, σκέφτομαι ότι υπάρχει μια παράλληλη εξέλιξη των ζωών της γιαγιάς και της Ρουθ. Ξένες, καλλιτέχνιδες που ερωτεύτηκαν κι ακολούθησαν τους άντρες τους στην Κηφισιά. Η μία βάλτωσε, δεν άντεξε, παράτησε τα πάντα κι έφυγε, η άλλη προσαρμόστηκε, βρήκε πράγματα να της αρέσουν, παρέμεινε. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Τα "Ψάθινα Καπέλα" είναι πολύ ενδιαφέροντα και για κάτι άλλο. Μεταφέρουν το κλίμα της "απελευθέρωσης" που υπήρχε μετά τον Β΄Π.Π. στην Ελλάδα ή, για να γίνω πιο ακριβής, στην περιορισμένη Ελλάδα της αστικής, άντε μεσοαστικής, τάξης. Δεν θα πω σεξουαλικής απελευθέρωσης γιατί παραείναι προχωρημένο αλλά σίγουρα μιας απελευθέρωσης των αισθήσεων, αυτό που είχαν κατακτήσει αγόρια και κορίτσια (κυρίως τα κορίτσια) να ερωτεύονται αλλά μ' έναν πιο γήινο τρόπο, να θέλουν και να τολμούν ερωτικές σχέσεις. Όχι στα φανερά ακόμα, όχι εντελώς αποσυνδεδεμένα από την προοπτική ενός γάμου αλλά πάντως ως μια επιθυμία που δεν μοιάζει τόσο καταδικαστέα όσο τις προηγούμενες δεκαετίες. Αν διαβάσει κάποιος απομνημονεύματα ή συνεντεύξεις ανθρώπων που ήταν νέοι τότε, βλέπει ότι για πρώτη φορά το να μιλάς για την "κοπέλα" σου ή το "αγόρι" σου ήταν κάτι αποδεκτό, σχεδόν αναμενόμενο σε κύκλους φοιτητών ή πιο ευκατάστατων νέων (που, για να λέμε του στραβού το δίκιο, για να είσαι φοιτητής το 1946 δεν σε έδερνε ακριβώς η φτώχια). Μάλλον λογική συνέπεια του ότι στα χρόνια του πολέμου (όπως σε κάθε πόλεμο) κυριαρχεί ένα κλίμα "σήμερα ζούμε, αύριο πεθαίνουμε", πολλοί νέοι είχαν συμμετάσχει (με διαφόρων βαθμών βαρύτητα συμμετοχής) σε αντιστασιακές οργανώσεις κι όλα αυτά δημιουργούσαν έναν συγχρωτισμό, μια επιθυμία να ζήσεις την ζωή στο έπακρο. Μια θεία της μητέρας μου που ήταν φοιτήτρια τότε λέει ότι τα πάρτυ που οργανώνονταν με λίγες σταφίδες και καρύδια ήταν σχεδόν καθημερινά, ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας έκανε αρκετά συνηθισμένο να ξεμένεις μέχρι το πρωί στο ένα ή στο άλλο σπίτι και ότι οι γονείς δεν τολμούσαν (ή δεν τους έπαιρνε) να πουν πολλά. Και κάνοντας την σύνδεση με μια ελληνική ταινία, τον "Άνθρωπο του τραίνου", στην σκηνή όπου η Συνοδινού συναντά τον Νικολινάκο (πριν θεωρήσει ότι τον σκότωσαν οι Γερμανοί) είναι φανερό ότι πηγαίνουν στο δωμάτιό του και κάνουν έρωτα. Ο Μαρής (νέος κι αυτός στα χρόνια της Κατοχής) έχει δείξει πολλές φορές στα αστυνομικά του αυτά τα νεανικά, ολοκληρωμένα ειδύλλια εκείνου του καιρού.
Σ' αυτό το κλίμα ή τέλος πάντων στον απόηχό του
αριάδνη η Μαρία τολμά να κάνει έρωτα με τον βοσκό. Γιατί ξέρει ότι ο Μάριος την περιμένει, γιατί νιώθει ικανοποίηση και έξαψη στην σκέψη ότι την θέλει τόσο που (μάλλον) θα αψηφήσει το ότι δεν θα είναι ο πρώτος εραστής της, γιατί τελικά το σεξουαλικό μας ένστικτο δεν ξυπνά πάντοτε με ορθολογικό τρόπο.
Σίγουρα "γυναικείο" βιβλίο "Τα ψάθινα καπέλα" αλλά πολύ ωραίο βιβλίο. Νομίζω ότι το αντίστοιχο "αντρικό" για το πέρασμα των αγοριών από την παιδική στην ενήλικη ζωή είναι το "Eroica" του Κοσμά Πολίτη (το οποίο μου είχε φανεί ακαταλαβίστικο όταν το πρωτοδιάβασα αλλά επανήλθα πρόσφατα και πολύ το εξετίμησα

).