Μια ιστορία για την Ελίζα

dolly77

Retro Member
Joined
10 Απρ 2009
Μηνύματα
134
Αντιδράσεις
23
Ακόμα και οι κακοί δικαιούνται τη δική τους ιστορία.....

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ





Ο ήλιος είχε ανατείλει κι όμως η Ελίζα, παρέμενε στο κρεβάτι της . Δεν της έκανε κέφι να σηκωθεί . Σκεφτόταν τα γεγονότα των δύο τελευταίων μηνών. Ο ξαφνικός γάμος του θείου Γουίλλιαμ με την Κάντυ.... που τους έπιασε όλους προ εκπλήξεως… Ούτε αυτή, ούτε η θεία Ελρόυ μπόρεσαν να κάνουν κάτι για να το αποτρέψουν…Κανείς δεν γνώριζε τίποτα, εκτός από εκείνη την σιγανοπαπαδιά τον Τζώρτζ ο οποίος τα κανόνισε όλα χωρίς να αντιληφθούν το παραμικρό… Έτσι απευθείας άλλαξαν όλα τα δεδομένα…

Ο θείος ήταν σαφής, οποιαδήποτε ανάρμοστη συμπεριφορά προς την Κάντυ σήμαινε και απευθείας έλλειψη σεβασμού και προσβολή στο πρόσωπο του, οπότε κατεπέκταση και αποκλεισμό από όλα τα κοσμικά τεκταινόμενα της οικογένειας... Η τιμωρία αυτή ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να αντέξει, οπότε προσπάθησε να είναι πιο διακριτική στις κινήσεις της…. Την πρόσβαλε μόνο όταν δεν ήταν παρόν ο θείος και πάντα προσπαθούσε να τη στολίζει και να τη δυσφημεί σε οποιοδήποτε δεν τη γνώριζε… με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εκτεθεί… Την τέχνη αυτή τη γνώριζε άλλωστε τόσα χρόνια….Στο κολέγιο είχε γίνει αριστούχος… Άλλα ότι και να έκανε, η Κάντυ ήταν πλέον η πρώτη κυρία της οικογένειας… Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να την σέβονται και ακόμα χειρότερα όλοι ζητούσαν τη γνώμη της για το καθετί. Άσε που οι περισσότεροι συγγενείς προσπαθούσαν να αντιγράψουν το στυλ της… Έβλεπαν πόσο τη λάτρευε και εκτιμούσε τη γνώμη της ο θείος Γουίλλιαμ και όλοι σαν πρόβατα την προσκυνούσαν…. Έπρεπε να κάνει κάτι αλλά τι, τα χέρια της ήταν δεμένα…. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί, το μίσος της την έπνιγε αλλά δεν ήξερε τι να κάνει….Έπρεπε βλέπετε να είναι απόλυτα προσεχτική μια λάθος κίνηση μπορούσε, να βάλει σε δυσμένεια όλη την οικογένεια της... Ο πατέρας της ήταν ξεκάθαρος ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε και το οικονομικό του τέλος. Η οικονομική βοήθεια των Τραπεζών του θείου Γουίλιαμ ήταν καθοριστική για την επιβίωση της κατασκευαστικής εταιρείας του.

Οι σκέψεις της διακόπηκαν από το διακριτικό κτύπο στην πόρτα, η φωνή της υπηρέτριας τον ακολούθησε.. « Δεσποινίς Ελίζα σας περιμένουν οι γονείς σας στο μικρό καθιστικό. Ποίο φόρεμα θέλετε να σας ετοιμάσω.»

«΄Άφησε με ήσυχη. Δεν θέλω να σηκωθώ ακόμα από το κρεββάτι μου. Πήγαινε και πέστους ότι δεν έχω ξυπνήσει ακόμα»

« Συγγνώμη δεσποινίς αλλά μου ζήτησαν να σας ξυπνήσω αν κοιμάστε..»

« Καλά βγάλε μου το κόκκινο φόρεμα με τη μαύρη ζώνη και έλα να με βοηθήσεις με τα μαλλιά μου …» είπε ξινισμένα..

Η περίεργη πρόσκληση των γονιών της, την είχε ξαφνιάσει, έπρεπε να είχε γίνει κάτι σοβαρό… Σκέφτηκε αλλά όχι κάτι που να είχε κάνει αυτή… Είχε περάσει καιρός από τις τελευταίες της ραδιουργίες της και τα « διακριτικά» πικρόχολα σχολιά της στην Κάντυ λαμβάνονταν ως μη γενόμενα καθώς αύτη είχε την βλάκεια-ανωτερότητα να μην τα κάνει θέμα στο θείο Γουίλλιαμ όπως είχε καταλάβει…. Οπότε ούτε γάτα, ούτε ζημιά.

Παρόλο που η περιέργεια της είχε χτυπήσει κόκκινο και πάλι κάτι τη φόβιζε, δεν ήταν συνηθισμένη συμπεριφορά αυτή….

« Άντε επιτέλους, τελείωνε, με ξεμάλλιασες» φώναξε στην καμαριέρα. Η υπήρετρια χαμήλωσε το κεφάλι και απομακρύνθηκε προς το κρεβάτι με σκοπό να στρώσει το σεντόνια.

Η Ελίζα με το συνηθισμένο επιβλητικό της περπάτημα.. προχώρησε προς την πόρτα, χωρίς να ρίξει μια ματιά στην καμαριέρα… Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στο μικρό καθιστικό, ήταν το αγαπημένο δωμάτιο της μητέρας της, αυτή βέβαια δεν έβλεπε τίποτα ωραίο στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Ο πατέρας καθόταν στη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και η μητέρα της στεκόταν όρθια δίπλα του επιθεωρώντας ταυτόχρονα την καθαριότητα στα κάδρα που βρίσκονταν στο κοντινό τραπεζάκι.

« Καλημέρα καλή μου» της είπε η μητέρα της

« Καλημέρα μητέρα, καλημέρα πατέρα» είπε και έσπευσε να φιλήσει τον καθένα τους στο μάγουλο. Ύστερα πήγε και κάθισε στο μικρό καναπέ που βρισκόταν απέναντι από τη θέση του πατέρα της. Σύντομα η μητέρα της την ακολούθησε και κάθισε δίπλά της. Πλέον ήταν σίγουρη ότι κάτι σοβαρό είχε συμβει, ή επρόκειτο να συμβει…. Και το ότι ο Νηλ δεν βρισκόταν στο χώρο το έκανε ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι το όλο θέμα αφορούσε αυτή και μόνο αυτή. Πήρε μια βαθειά ανάσα και περίμενε…

Ο πατέρας ξερόβηξε, καθάρισε για λίγο τον λαιμό του, και άρχισε…

« Καλή μου, η μητέρα σου και εγώ, σκεφτήκαμε ότι ίσως είναι καιρός να κάνεις το ντεμπουτο σου στην καλή κοινωνία του Σικάγου. Να γνωρίσεις και να σε γνωρισουν νέοι της ηλικίας σου… πως σου φαίνεται λοιπόν…»

Η Ελίζα είχε μείνει άφωνη το λιγότερο που περίμενε ήταν μια ήπια κατσάδα σχετικά με την συμπεριφορά της απέναντι στην Κάντυ, στην χειρότερη κάποιο τελεσίγραφο αναφορικά με την συμπεριφορά της αλλά σίγουρα δεν περίμενε μια τέτοια αναγέννηση της κοινωνικής της ζωής. Ήξερε πολύ καλά ότι στα ντεμπουνταντ πάρτυ, κυκλοφορούσαν οι γόνοι των πλουσιότερων οικογενειών του Σικάγου. Σίγουρα δεν περίμενε να βρεί κάποιον τόσο όμορφο όσο τον Τέρυ αλλά ποτέ δεν ξέρεις, Άσε που όλοι σίγουρα θα ασχολούνταν μαζί της καθώς ήδη όλες οι φίλες της μητέρας της και οι φίλοι του Νηλ την χαρακτήριζαν σαν καλλονή. Και φυσικά το καλύτερο όλων, οι πιθανότητες να συναντούσε σε τέτοια πάρτυ την Κάντυ ήταν μηδαμινές καθώς ήταν κυρίως για εργένηδες και οι νιόπαντροι δεν τα προτιμούσαν. Άλλωστε ποιος θα ασχολούταν με την Κάντυ… ήταν πλέον μια παντρεμένη, οπότε το πεδίο ήταν ελεύθερο. Όλα αυτά σκεφτόταν, όσο οι γονείς της την κοίταζαν επίμονα, σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν τις σκέψεις… περιμένοντας την απάντηση της.

Στα μάτια του πατέρα ήταν έντονα ζωγραφισμένη η αγωνια… Λες η Ελίζα να είχε καταλάβει κάτι. Από καιρό ο πατέρας της ήθελε να τη συστήσει με το γιο του βασικότερου ανταγωνιστή του τον Τζειμς Μακάρθουρ. Ένας γάμο του Τζειμς με την Ελίζα θα αποτελούσε και πάντρεμα των δικών τους εταιρειών. Η εταιρεία τους θα γίνοταν η μεγαλύτερη στη χώρα και θα μπορούσαν να μονοπωλήσουν με τον τρόπο αυτό την αγορά στην κατασκευή δημοσίων έργων, με καλύτερες προφορές από όλες τις άλλες εταιρείες. Ο Μακάρθουρ ήταν αυτός που πρώτος του έβαλε τη ιδέα αλλά γνωρίζοντας τον χαρακτήρα της κόρη του ήξερε ότι έπρεπε, να της το παρουσιάσει έτσι ώστε να φανεί ότι ο νεαρός την είδε, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και τελικά τη ζήτησε για γάμο.... Έπρεπε να της φτιάξει το παραμύθι όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς η Ελίζα δεν ήταν καμμιά αφελής και φυσικά ήθελε να είναι ευτυχισμένη. Άλλωστε δεν ήταν άσχημη τύχη. Ο νεαρός παρόλο που οι περισσότεροι τον χαρακτήριζαν ζωηρό, ήταν πλούσιος… πολύ πλούσιος και από τις πιο παλιές οικογένειες του Σικάγου. Σαν επιχειρηματίας ο κύριος Ράγκαν έβλεπε τις προοπτικές της εταιρικής συνεργασίας και έπρεπε πρωτίστως να διασφαλίσει το μέλλον των επιχειρήσεων του, από την άλλη σαν πατέρας έπρεπε να εξασφαλίσει την άνετη ζωή της κόρης του. Ήξερε πολύ καλά ότι η Ελίζα ήταν υπερβολικά κακομαθημένη, μέχρι τώρα δεν της είχε λείψει τίποτα. Ήταν αρκετό η Ελίζα να σκεφτεί κάτι για το έχει στα πόδια της… Τέλος προβληματιζόταν από αυτή την παράξενη εμμονή της με την Κάντυ… ανησυχούσε ότι αν δεν έστρεφε άμεσα το ενδιαφέρον της κόρη του κάπου αλλού κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί στη σχέση της οικογένειας του με τους Άντλευ. Μια σχέση που τον είχε σώσει πολλές φορές από τις δυσκολίες των καιρών.

« Ω Μήτερα και πατέρα αλήθεια το λέτε… με κάνετε πολύ ευτυχισμένη… δεν το πιστεύω.. Θα ήταν υπέροχο αλλά δεν έχω τίποτα ανάλογο να φορέσω. Μητέρα πρέπει να φύγουμε άμεσα για τα καταστήματα ή καλύτερα, να έρθουν αυτοί εδώ… Δεν αντέχω να διαλέγω φορέματα, και οι άλλοι να με κοιτούν επίμονα… Άντε μητέρα στείλε γρήγορα τον Κεντ να καλέσει τον μόδιστρο Vangel εδώ. Να του πείς να τα αφήσει όλα … με ακούς.. Όλα…και να έρθει αμέσως.. … και να μου φέρει ότι καλύτερα υφάσματα και φορέματα έχει….»και συνέχισε να παραληρεί.

Ο πατέρας ξεφύσηξε ανακουφισμένος το ποντικάκι είχε μπει στη φάκα… σύντομα θα έτρωγε και το τυράκι… Ήταν σίγουρος…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο Δεύτερο Ο Τζειμς Μακάρθουρ





« Τζέιμς Μακάρθουρ τι είναι αυτό;» Η φωνή του καθηγητή αντήχησε σε όλο το αμφιθέατρο. Ο Τζειμς τον κοίταξε με ένα αυτάρεσκο ειρωνικό χαμόγελο… «Τι εννοείτε…. Ααα αυτό… Τίποτα μερικές σημειώσεις σχετικά με το μάθημα» και έκανε να τις κρύψει αλλά ο καθηγητής ήταν πιο γρήγορος από αυτόν. Το χαρτί με τα θέματα των εξετάσεων βρισκόταν ήδη στα χέρια του.

Ο καθηγητής Πρίσλευ από τις πιο σεβάσμιες μορφές του Πανεπιστημίου Γέηλ ένοιωσε να εξαφανίζεται το χρώμα από το πρόσωπο του. Στο χέρι του κρατούσε ένα αντίγραφο με τα θέματα των εξετάσεων μαζί με τις απαντήσεις που είχε ετοιμάσει για σήμερα. Πως έγινε αυτό συλλογιζόταν. Το γεγονός αυτό ήταν πρωτάκουστό, στα εκατό πενήντα χρόνια λειτουργίας του ιδρύματος δεν είχε υπάρξει ποτέ τέτοιο κρούσμα. Κλοπή των θεμάτων των τελικών εξετάσεων. Τι καταστροφή…Όμως μα πως…. Έπρεπε να γίνουν έρευνες, να ανακαλυφθούν οι ένοχοι. Αυτή η πράξη έθιγε το κύρος του Πανεπιστημίου….Έπρεπε να ακυρώσει άμεσα την εξέταση… ποιος ξέρει πόσοι ακόμα γνώριζαν τα θέματα… Έβλεπε τον Μακάρθουρ μπροστά του να μην έχει χάσει στο ελάχιστο το χαμόγελο του και τη ψυχραιμία του και δεν μπορούσε να ηρεμήσει…. Το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο σκέφτηκε έχει την εντύπωση ότι θα την γλιτώσει και αυτή τη φορά…..Ότι ο πατέρας του θα επέμβει για να τη βγάλει καθαρή....Αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Όλα μπορούσαν να τα συγχωρήσουν και να τα δικαιολογήσουν …… Αλλά αυτό πήγαινε πολύ δεν επρόκειτο ούτε για αργοπορία στην προσέλευση, ούτε μη σωστή αμφίεση σύμφωνα με τους κανόνες της σχολής, ούτε για απουσίες , ούτε για απλή απρεπής συμπεριφορά την ώρα του μαθήματος…. Ήταν κλοπή …. Πήγαινε πολύ…Καμία δωρεά δε θα τον έσωνε τώρα, σκεφτόταν γεμάτος σιγουριά.

Ο καθηγητής γύρισε την πλάτη του στον νεαρό και απευθύνθηκε στο υπόλοιπο αμφιθέατρο…

« Λόγω των γεγονότων κύριοι, η σημερινή εξέταση αναβάλλεται…. Θα σας παρακαλέσω να απομακρυνθείτε από την αίθουσα με ησυχία, ώστε να μην ενοχλήσουμε τα διπλανά τμήματα που συνεχίζουν τις εξετάσεις τους. Η ημερομηνία των εξετάσεων θα σας ανακοινωθεί σύντομα. Οι βοηθοί μου θα σας ενημερώσουν σχετικά με ότι χρειαστείτε…. Όσο για σας κύριε Μακάρθουρ ελάτε μαζί μου» είπε προσπαθώντας να διατηρήσει ένα σταθερό τόνο στην φωνή του.

Ο Τζέιμς σηκώθηκε με αργές κινήσεις, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του και είπε « Καλά κύριε καθηγητά θα έρθω μαζί σας, αλλά σας το λέω ότι κάνετε πολύ φασαρία από το τίποτα. Δεν έγινε δα και τίποτα σπουδαίο. Βρήκα αυτά τα θέματα τυχαία στο προαύλιο και τα διάβαζα πριν ξεκινήσουμε την εξέταση. Σιγά το πράγμα….. και για καλή μου τύχη ήταν τα θέματα που βάλατε. Βλέπετε ότι δεν έγινε τίποτα κακό… Νομίζω ότι υπερβάλετε… Αφήστε που στην ουσία το ότι είχα γνώση των συγκεκριμένων θεμάτων ήταν καλό πέρα από μένα και για σας….Δεν το βλέπετε… Είναι το τελευταίο μου μάθημα…. . Τελειώνω εγώ από εσάς … και εσείς από μένα..... Με καταλαβαίνετε…. Από αυτή την κατάσταση όλοι μπορούμε να βγούμε κερδισμένοι… Αφήστε που τώρα που το σκέφτομαι περισσότερο νομίζω….ότι κάποιος πρέπει να τα άφησε επίτηδες» του είπε με θρασύτητα και κοιτάζοντας τον με νόημα.

« Κύριε Μακάρθουρ, σας παρακαλώ μην συνεχίζετε να επιβαρύνετε τη θέση σας, δείξτε λίγο σεβασμό στο πρόσωπο μου…η αυθάδεια σας και το θράσος σας είναι ανήκουστα» γρύλισε ο καθηγητής, έχοντας πλέον χλωμιάσει αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του ο Τζέιμς ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο…

« Κύριε Μακάρθουρ ακολουθείστε με στο γραφείο του Πρύτανη αμέσως…» ούρλιαξε αναψοκοκκινισμένος και προχώρησε… Ο Τζέιμς τον ακολούθησε σιγογελώντας. Στο διάδρομο ο άλλοι φοιτητές παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα. Υπήρχε μια γενικότερη αναταραχή που γινόταν όλο και πιο μεγάλη καθώς όλο και περισσότεροι φοιτητές τελειώνοντας τις εξετάσεις ,έβγαινάν στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου και μάθαιναν τα νέα. Μέχρι να φτάσει ο Τζειμς στο γραφείο του Πρύτανη που βρισκόταν στη καινούργια πτέρυγα, τα νέα είχαν κάνει ήδη το γύρω του Ιδρύματος και το μπουλούκι των φοιτητών που ακολουθούσε σε μικρή απόσταση πίσω από τον καθηγήτη και τον φοιτητή όλο και μεγάλωνε….

Φτάνοντας στην πόρτα του γραφείου του Πρύτανη ο καθηγητής κοντοστάθηκε, χτύπησε και μόλις έλαβε απόκριση, άνοιξε την πόρτα. Ο Πρύτανης βρισκόταν στο παράθυρο και κοίταζε προς το προαύλιο χώρο με μια απορημένη έκφραση.

«Τι συμβαίνει κύριε Πρίσλευ, γιατί βρίσκεστε τέτοια ώρα στο γραφείο μου, και γιατί είναι μαζί σας ο αξιότιμος κύριος Μακάρθουρ;»

Η λέξη αξιότιμος σαν να χτύπησε κάποια ευαίσθητη χορδή του καθηγητή, και με μια απότομη κίνηση, έτεινε στον Πρύτανη το χαρτί των θεμάτων, λέγοντας ταυτόχρονα…

« Αυτό το χαρτί έπεσε από την τσέπη του κυρίου Μακάρθουρ την ώρα της εξέτασης, είναι τα θέματα των σημερινών εξετάσεων μαζί με τις απαντήσεις τους … Μόνο εγώ έχω πάνω μου ένα αντίγραφο αυτών και το άλλο είναι κλειδωμένο μέσα στα γραφείο μου»

Ο Πρύτανης είχε μείνει άφωνος, η συμπεριφορά του νεαρού Μακάρθουρ τον είχε προβληματίσει πολλές φορές αλλά πάντα έκανε τα στραβά μάτια, ήταν βλέπετε η μεγάλη γενναιοδωρία του πατέρα του που έκαναν τις πράξεις του νεαρού να φαίνονται μηδαμινές…. Η καινούργια πτέρυγα, το κόσμημα του Πανεπιστημίου ήταν εξ ολοκλήρου δωρεά της οικογένειας Μακάρθουρ. Ο ίδιος ήταν φίλος και υπήρξε συγκάτοικος του πατέρα του, το διάστημα που φοιτούσαν στα έδρανα και έμεναν στους κοιτώνες αυτού του ιδρύματος…. Άλλα αν ήταν αλήθεια, οι κατηγορίες για κλοπή των θεμάτων, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το προσπεράσει… Τι μπορούσε να κάνει…. Μακάρι να υπήρχε μια καλή δικαιολογία… Διαφορετικά θα έπρεπε να συγκληθεί άμεσα το συμβούλιο των καθηγητών με θέμα την αποβολή του νεαρού από το Πανεπιστήμιο. Η απόφαση ήταν σαν είχε ήδη ληφθεί… καθώς πλέον κινδύνευε η φήμη και το κύρος του Ιδρύματος, που τόσα χρόνια διαφύλαττε με τόσο κόπο και προσωπικές θυσίες…

« Κύριε Μακάρθουρ έχετε να πείτε κάτι σχετικά με το περιστατικό… Είναι δικό σας το συγκεκριμένο χαρτί;» ρώτησε τον νεαρό κοιτάζοντας τον στα μάτια, και παρατηρώντας προσεχτικά το πρόσωπο του λες και το έβλεπε πρώτη φορά.

Ο Τζειμς χαμογέλασε και απάντησε: «Όπως τα λέει ακριβώς ο καθηγητής είναι»

«…. και πως βρέθηκαν τα θέματα στα χέρια σου, κατονόμασε ποιοι σε βοήθησαν ,για να ελαφρύνεις τη θέση σου. Κύριε Μακάρθουρ όπως καταλαβαίνετε η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή…» Συνέχισε ο πρύτανης

« Κύριε πρύτανη, εσείς δεν με καταλάβατε, είπα ότι το συγκεκριμένο χαρτί ήταν στην κατοχή μου… αλλά δεν το έκλεψα και ούτε φυσικά κανένας δεν με βοήθησε…. Το συγκεκριμένο χαρτί το βρήκα τυχαία εκεί που περπάταγα…. Στο προαύλιο… και σκέφτηκα ότι ήταν ωραία θέματα για το μάθημα του καθηγητή και έτσι το έβαλα στη τσέπη μου και μέχρι να πάω στο αμφιθέατρο τα διάβαζα… Φαίνεται ότι όπως έβγαλα το σακάκι μου έπεσε και έτσι το βρήκε ο καθηγητής και θεώρησε ότι εγώ είχα κλέψει τα θέματα ….Τίποτα περισσότερο…. Στην ουσία δεν υπήρχε τίποτα μεμπτό στις πράξεις μου…»

Ο πρύτανης ξεροκάταπιε η δικαιολογία του νεαρού φαινόταν λογική και αληθοφανής. Άλλωστε δεν ήταν δυνατόν ένας αξιότιμος κύριος Μακάρθουρ να έλεγε ψέματα. Κοίταξε τον κύριο Πρίσλευ ο οποίος είχε γίνει κατακόκκινος και του είπε… « Κύριε Πρίσλευ κακώς διακόψατε την εξέταση για μια τόσο ανόητη αφορμή, βλέπετε ότι αν αφήνατε τον κύριο Μακάρθουρ να σας εξηγήσει θα αντιλαμβανόσασταν ότι δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο θέμα….»

Ο καθηγητής Πρίσλευ είχε μείνει άφωνος, τέτοια εξέλιξη δεν την περίμενε, στα τριάντα χρόνια της ακαδημαϊκής του καριέρας ποτέ δεν είχε νοιώσει τόσο απαξιωμένος. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα που βρήκε μπροστά του και προσπάθησε να πάρει μια ανάσα, σε μια προσπάθεια να αρθρώσει μια λέξη… και τελικά μίλησε.. « Κύριε πρύτανη γνωρίζετε ότι τα λεγόμενα του κυρίου Μακάρθουρ είναι ψέματα και μπορώ να το αποδείξω… μόνο δύο αντίγραφα υπάρχουν από τα συγκεκριμένα θέματα. Ένα έχω εγώ μαζί μου και το άλλο είναι κλειδωμένο μέσα στο συρτάρι του γραφείου μου και το κλειδί βρίσκεται στη τσέπη μου. Μπορούμε να πάμε τώρα και θα δείτε ότι δεν μπορεί να μου έπεσε πουθενά… Λοιπόν κύριοι πηγαίνουμε» και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε προς την πόρτα. Ο πρύτανης δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ακολουθήσει… Έπρεπε να λάμψει η αλήθεια… με οποιοδήποτε κόστος… Αν και ευχόταν ο νεαρός να είχε δίκιο…

Ο Μακάρθουρ έχοντας το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο τους ακολούθησε, και σύντομα φτάσανε στον τομέα με τα γραφεία των καθηγητών. Ο κύριος Πρίσλευ άνοιξε βιαστικά την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη με μια σιγουριά, ξεκλείδωσε και τράβηξε το συρτάρι, και τότε στο πρόσωπο ζωγραφίστηκε μια μάσκα πόνου… Το χαρτί με τα θέματα που είχε αφήσει το πρωί στο συρτάρι, είχε κάνει φτερά. Σήκωσε και ξανασήκωσε τους φακέλους αλλά τίποτα… δεν υπήρχε τίποτα… Σωριάστηκε στην καρέκλα του αυτή τη φορά… κοίταζε τρέμοντας τον Μακάρθουρ και ίσα που μπόρεσε να ψελλίσει « Εσύ το πήρες… ήταν εδώ… κλέφτη εσύ το πήρες… πες μου πως το έκανες» αλλά η φωνή του σχεδόν δεν έβγαινε.

Ο πρύτανης τον πλησίασε « Καθηγητά Πρίσλευ, πιστεύω ότι χρωστάτε μια συγγνώμη στον αξιότιμο κύριο Μακάρθουρ»

« Τι πράγμα… να πω συγγνώμη εγώ σε αυτόν…. Δεν είστε στα καλά σας κύριε Πρύτανη, εσύ μπορεί να προσκυνάς τον πατέρα του αλλά εγώ δεν πρόκειται… Ξέρω ότι λέει ψέματα… Δεν θα με βγάλει τρελό.. Πες μου παλιόπαιδο πως το έκανες» είπε φωνάζοντας πλέον ο καθηγητής.

« Κύριε Πρίσλευ, παραφέρεστε σας εγκαλώ εις την τάξη, αν συνεχίσετε κατά αυτόν τον τρόπον θα υποστείτε τις συνέπειες… Ηρεμήστε και ελάτε στο γραφείο μου αργότερα να το συζητήσουμε… Κύριε Μακάρθουρ, εσείς μπορείτε να πηγαίνετε…. άλλωστε δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι για εσάς εδώ. Επιστρέψτε στο κοιτώνας σας.. Τελειώσαμε..» Είπε με έντονο ύφος ο Πρύτανης

« Όχι δεν τελειώσαμε δεν έχει να πάει πουθενά… πρέπει να μου πει πως το έκανε… ποιος τον βοήθησε…» φώναζε ο καθηγητής..

Αλλά ο πρύτανης έκανε ένα νόημα προς τον Μακάρθουρ να αποχωρήσει και στην συνέχεια κάθισε απέναντι από τον καθηγητή « Φίλε μου» του είπε με υποκρισία « Δεν μπορείς να αποδείξεις τίποτα… και ίσως είναι καλύτερα να μην απόδειξεις τίποτα. Σκέφτεσαι τη ζημιά για τη φήμη και το κύρος του Πανεπιστημίου να αποδεικτεί ότι ο γιος του μεγαλύτερου μας ευεργέτη εν ζωή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας κοινός κλέφτης θεμάτων εξετάσεων… Ποια καθωσπρέπει οικογένεια θα έστελνε πλέον τους γόνους της εδώ…. Πες μου ποια…. Πρέπει να το σκεφτείς πολύ σοβαρά πριν διατυπώσεις ξανά αυτές τις κατηγορίες… Καλύτερα να δεχτούμε τη δικαιολογία του νεαρού, είναι η πιο βολική για όλους, άλλωστε αν δεν κάνω λάθος είναι το τελευταίο του μάθημα… Πέρασε τον να τελειώνουμε μαζί του… Είναι η πιο βολική λύση για όλους μας… σου λέω…να ηρεμήσεις και εσύ και το Πανεπιστήμιο από αυτόν…. και ούτε γάτα.. ούτε ζημιά..»

Ο καθηγητής Πρίσλευ δεν πίστευε στα αυτιά του τα ίδια λόγια είχε ακούσει νωρίτερα, στο αμφιθέατρο από τον νεαρό Μακάρθουρ… Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκε… Έπρεπε να αντιδράσει αλλά ένοιωθε ότι ήταν μάταιο… να συμβιβαστεί από την άλλη, ύστερα από τριάντα χρόνια που με δέος και σοβαρότητα ασκούσε το λειτούργημα του καθηγητή ήταν κάτι που δεν μπορούσε ούτε καν να το σκεφτεί… Ένοιωσε ότι είχε έρθει η ώρα του να αποσυρθεί ώστε να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του.

Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και κατευθύνθηκε προς το σημείο που καθόταν ο Πρύτανης, και του έτεινε το χέρι λέγοντας..

«Κύριε πρύτανη σας ευχαριστώ πολύ για την μέχρι τώρα συνεργασία, αλλά η τιμή και η αξιοπρέπεια μου δεν μου επιτρέπει να δεχτώ τη λύση που μου προτείνετε… Σας παρακαλώ να δεχτείτε την παραίτηση μου»

Ο πρύτανης σηκώθηκε και συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο του είπε« Καλέ μου φίλε, σκέψου τι πας να κάνεις… Μην ενεργείς παρορμητικά δεν έγινε και τίποτα να σου έπεσαν τα θέματα των εξετάσεων…. Πόσο μάλλον που θεωρούσε ότι τα είχες αφήσει μέσα στο συρτάρι…Ως γνωστόν … Το γείρας ουκ έρχεται μόνο του..»

Ο καθηγητής Πρίσλευ κατάλαβε.... ότι και να έλεγε δεν θα έβρισκε το δίκιο του, και σίγουρα οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδείξει κάτι θα έπεφτε στο κενό, ήδη η δικαιολογία είχε πάρει σάρκα και οστά. Ο ηλικιωμένος καθηγητής που αντί να κλειδώσει τα θέματα στο γραφείο του, όπως νόμιζε, τα πήρε μαζί του και όπως διέσχιζε το προαύλιο χώρο της σχολής του έπεσαν….η υπόθεση είχε τελειώσει. Ηδή τα σχόλια και τα πειράγματα των συναδέλφων του αντηχούσαν στα αυτιά του. Γύρισε την πλάτη του στον Πρύτανη και αποχώρησε…. Μετά από τριάντα χρόνια σε αυτό το γραφείο ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα αποχωρούσε κάτω από τέτοιες συνθήκες. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο υποτιμητικό και άδοξο τρόπο να τερματίσει στη σταδιοδρομία του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.





Μόλις ο Τζείμς μπήκε στον Τύμβο, όσοι βρίσκονταν στο χώρο άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια και να του δίνουν συγχαρητήρια. Είχε περάσει και την τελευταία δοκιμασία για την είσοδο του στην πιο κλειστή αδελφότητα του Πανεπιστημίου… τους « Κρανία και κόκκαλα». Ήταν πλέον ένας Οστάνθρωπος, ένας Ιππότης και όσοι βρίσκονταν έξω από αυτή την αίθουσα ήταν απλά οι «βάρβαροι»….Το δαχτυλίδι βρισκόταν ήδη στο δάχτυλο του… Ήταν περήφανος για τον εαυτό του και για τις πράξεις του…. Ο σκοπός αγιάζει τα μέτρα σκεφτόταν… Τι έγινε που ντροπιάστηκε και ξεφτιλίστηκε ένας άνθρωπος που είχε προσφέρει τη ζωή του στην μόρφωση και την εκπαίδευση νέων ανθρώπων… Δεν έγινε δα και τίποτα… Άλλωστε ήταν μεγάλος σε ηλικία και σύντομα θα αποχωρούσε από μόνος του....Τόσο το καλύτερο για αυτόν, σκεφτόταν, θα ξεκουραζόταν μια ώρα αρχύτερα. Άσε που τώρα δεν ήταν ώρα για ενοχές, ήταν ώρα γιορτής. Αισίως είχαν όλα τελειώσει… Είχε καταφέρει να κλέψει τα θέματα, να τον πιάσουν και τελικά να τη βγάλει καθαρή…. Μόνος του είχε προτείνει στο Συμβούλιο αυτή τη δοκιμασία με απόλυτη σιγουριά ότι θα τα καταφέρει. Βλέπετε κλοπή θεμάτων των εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο Γέηλ δεν είχε γίνε ποτέ, και όπως άφησε να φανεί κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε γίνει… Μόνο λίγοι εκλεκτοί ήξεραν την αλήθεια, αυτοί που βρίσκονταν μέσα σε αυτή την αίθουσα και δεσμεύονταν με όρκο σιωπής … Είχε ακούσει από καιρό τον καθηγητή να περηφανεύεται ότι προσέχει πολύ τα θέματα των εξετάσεων, ότι πάντα έφτιαχνε δύο αντίγραφα και τα βάζει για φύλαξη στο συρτάρι του γραφείου, στο οποίο είχε πρόσβαση μόνο αυτός και έτσι του γεννήθηκε η ιδέα….

Η εξιστόρηση των λεπτομερειών για την επίτευξη της δοκιμασίας, είχε ξεσηκώσει όλους τους παρευρισκόμενους….Το πώς έκλεψε το κλειδί από το σακάκι του καθηγητή, το πώς έβγαλε αντικλείδι και μετά το έβαλε πάλι στη θέση του….Το πως σήμερα το πρωί περίμενε τον καθηγητή να φύγει από το γραφείο, ώστε να μπει και να πάρει τα θέματα και να ξανακλειδώσει το συρτάρι…. Το πως άφησε το χαρτί με τα θέματα στο διπλανό έδρανο σαν να του είχε πέσει, και περίμενε να έρθει η ώρα….. Η συνομιλία με τον Πρύτανη, και τέλος η ταπείνωση του καθηγητή…. Ο Τζειμς έβλεπε τη ζήλια στα μάτια των υπολοίπων για το κατόρθωμα του.. Πίστευε πλέον ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη λαμπρή του σταδιοδρομία…. Σίγουρα μόλις θα μάθαινε τα νέα ο πατέρας του θα ήταν πολύ περήφανο για αυτόν, άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος που τα έκανε όλα αυτά… Του είχε υποσχεθεί πώς αν κατάφερνε να μπει στην αδελφότητα, με το που θα τελείωνε τις σπουδές του θα γινόταν Γενικός Διευθυντής της εταιρείας τους. Οι «Κατασκευές Μακάρθουρ» ήταν μια από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές στη χώρα… Του είχε εξηγήσει από τότε που ήταν στο πρώτο έτος τι σήμαινε η αδελφότητα « Κρανία και κόκκαλα» και γατί ήταν τόσο σημαντικό να γίνει μέλος της. Μέλη της αδελφότητας είχαν υπάρξει και βρίσκονταν σε ηγετικές θέσεις της πολιτικής, του στρατού και της οικονομίας, και όπως ήταν φυσικό τα «αδελφιά» πάντα βοηθιούνταν μεταξύ τους….Έτσι για τον Τζέιμς το να μπει στην αδελφότητα ήταν πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο…. Βέβαια πέρα από τις επιθυμίες του πατέρα, πάντα τον έλκυε η εξουσία και να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους και για να τα πετύχει αυτά πότε δεν υπολόγιζε τίποτα…Ούτε οι άνθρωποι, ούτε η τιμή, ούτε η αξιοπρέπεια σήμαιναν κάτι για αυτόν..….Το μόνο που είχε σημασία, ήταν το που ήθελε να φτάσει….Το πώς δεν τον ένοιαζε και φυσικά δεν τον ενοχλούσε. Ήθελε να είναι ανάμεσα στους πρώτους, τους λίγους, τους Ιππότες….και το είχε πλέον πετύχει. Τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς είχαν ανταμειφθεί…. Ήταν μέσα στους 15 εκλεχτούς τελειόφοιτους που λάμβαναν το πολυπόθητο δαχτυλίδι…Ήταν πλέον μέλος της πιο κλειστής κάστας του Πανεπιστήμιου, πολλά υποσχόμενος και ο μοναδικός που είχε πέτυχε αυτό που μέχρι τότε φάνταζε ακατόρθωτο….

Κοίταξε τον εαυτό του στον μεγάλο καθρέπτη της αίθουσας και τον καμάρωσε … Ήταν ψηλός γύρω στα 1.80, με αθλητικό σώμα, γαλανά μάτια ξανθά μαλλιά και γλυκά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο , όποια ήθελε την είχε, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.. ʽΆλλωστε για αυτόν οι γυναίκες δεν είχαν καμία αξία, ήταν απλώς μέσα για την επίτευξη της απόλαυσης και των στόχων που είχε θέσει στη ζωή του… τίποτα περισσότερο… Πλέον θεωρούσε ότι θα τα είχε όλα…. ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή… και έτσι όπως βρισκόταν μπροστά στον καθρέπτη έκανε μια πρόποση στο εαυτό του. Για την επιτυχία που είχε μέχρι τώρα και για αυτήν που τον περίμενε…. Τα ρολόγια του Τύμβου χτύπησαν πέντε ακριβώς, πέντε λεπτά νωρίτερα από όλα τα υπόλοιπα «εξωτερικά» ρολόγια, όπως άλλωστε συνηθιζόταν…. Εκείνη η στιγμή ένοιωθε ότι ήταν διαφορετικός και πιο μπροστά από οποιονδήποτε άλλο… Αυτός ήταν ο Τζειμς Μακάρθουρ….

 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Κεφάλαιο Τρίτο Η πρόσκληση




« Όχι μητέρα δεν θέλω… δεν θέλω… Μην επιμένεις … είναι πάρα πολύ αυτό που μου ζητάς… Γιατί πρέπει να πάμε προσωπικά να παραδώσουμε την πρόσκληση του θείου Γουίλλιαμ… Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν θέλω να την δω… Πόσο μάλλον να είμαι ευγενική μαζί της και να της ζητήσω να έρθει στο πάρτυ μου… Στο δικό μου πάρτυ… Μητέρα δεν το αντέχω δεν καταλαβαίνεις… Μου τα χαλάς όλα… Δεν θέλω…» Ούρλιαζε η Ελίζα.

Η κα Ράγκαν είχε αγανακτήσει με τα καπρίτσια της κόρης της. Σε δύο εβδομάδες ήταν ο χορός προς τιμή της και ενώ όλες οι υπόλοιπες προσκλήσεις είχαν αποσταλεί εδώ και τέσσερις εβδομάδες . Οι προσκλήσεις που ήταν για το θείο Γουίλλιαμ και για τη θεία Ελρόυ ακόμα δεν είχαν παραδοθεί. Ο λόγος απλώς, ο κος Ράγκαν είχε ζητήσει από την κόρη του σαν προσωπική χάρη να παραδώσει η ίδια την πρόσκληση στο θείο Γουίλλιαμ, σαν μια χειρονομία καλής θέλησης για βελτίωση των σχέσεων μεταξύ τους. Τα κακόβουλα σχόλια της Ελίζας στην Κάντυ τόσο γα την ταπεινή της καταγωγή, όσο και για το πόσο απότομα εισέβαλε στην οικογένεια τους, είχαν φέρει τις σχέσεις τους σε οριακό σημείο….

Όμως η άρνηση της Ελίζας να παραδώσει την πρόσκληση στον Θείο, είχε σαν αποτέλεσμα να μην έχει λάβει την πρόσκληση της και η θεία Ελρόυ. Η μεγάλη θεία λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας, που είχαν τρομοκρατήσει τον Γουίλλιαμ και την Κάντυ είχε υποχρεωθεί μετά από αρκετές πιέσεις τους να μετακομίσει μαζί τους στο μέγαρο των Άντλευ στο Σικάγο. Όπως ήταν λογικό λοιπόν δεν μπορούσε η μια πρόσκληση να πάει ταχυδρομικώς και η άλλη προσωπικά, όπως και να μην πάει μια από τις δύο καθόλου…

Η κα Ράγκαν είχε γίνει κατακόκκινη « Ελίζα σε πέντε λεπτά σε περιμένω στο αυτοκίνητο. Έδωσες μια υπόσχεση στον πατέρα σου και οφείλεις να την τηρήσεις. Οι υπόλοιπες προσκλήσεις έχουν ήδη παραδοθεί.. Ο κόσμος ήδη το συζητάει για το χορό, σαν το γεγονός της χρονιάς… Είναι ντροπή να μην έχουν λάβει τις προσκλήσεις τους ο Θείος Γουίλλιαμ και η θεία Ελρόυ δεν το καταλαβαίνει…. Ο κόσμος έχει ήδη αρχίσει να σχολιάζει και τρέμω στο τι θα σκέφτεται η θεία Ελρόυ, για αυτή την καθυστέρηση»

« Μητέρα δεν θέλω να πάω δεν το καταλαβαίνεις… Δεν θέλω να έρθει αυτή στο πάρτυ μου.. Είναι το δικό μου πάρτυ και δεν θέλω ούτε καν να την καλέσω…»

«Ελίζα κάτι τέτοιο θα ήταν κοινωνική καταστροφή για την οικογένεια μας. Θα σήμαινε την απομόνωση μας από την οικογένεια των Άντλευ… Κορίτσι μου έλα στα συγκαλά σου… Δεν θα καταστρέψεις εσύ ότι με τόσο κόπο, έφτιαξα εγώ και ο πατέρα σου. Βαρέθηκα τα καπρίτσια σου. Σε περιμένω στο αυτοκίνητο… σε πέντε λεπτά,,»

«Μη με περιμένεις δεν θα έρθω… πήγαινε μόνη σου…»

« Ελίζα δεν θα το ξαναπώ, αν σε πέντε λεπτά δεν είσαι στο αυτοκίνητο… Τα ακυρώνω όλα… …. Το άκουσες…. Όλα….Ούτε χορός θα γίνει ούτε τίποτα… Είναι η τελευταία μου λέξη… Κατάλαβες» και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της…

Η Ελίζα κλώτσησε την καρέκλα που βρήκε μπροστά της όσο πιο δυνατά μπορούσε αλλά ο πόνος που ένοιωσε την έκανε να γονατίσει… Ανάθεμα σε Κάντυ… μουρμούρισε… πάντα σε βρίσκω μπροστά μου, να μου καταστρέφεις κάθε τι ωραίο. «Σε μισώ …. Σε μισώ» Στο μυαλό της απευθείας ήρθε η εικόνα του Άντονυ και μετά του Τέρρυ. Θα μπορούσε να είναι με κάποιον από τους δυο μαζί, σίγουρα αν δεν ήταν η Κάντυ να τα καταστρέψει όλα. Ο γλυκός της Άντονυ και ο ατίθασος Τέρρυ, της είχαν κλέψει την καρδιά με την πρώτη ματιά. Αλλά αυτή η μικρή μάγισσα φταίει για όλα… σκεφτόταν… αν δεν υπήρχε, ο Άντονυ θα ήταν ζωντανός και ο Τέρρυ δεν θα ήταν αναγκασμένος να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σκλαβωμένος με μια ανάπηρη…. Και το χειρότερο όλων, αυτή να πλέει σε πελάγη ευτυχίας με το θείο Γουίλλιαμ….Αυτό δεν το χωρούσε το μυαλό της….Καλά έχουν τυφλωθεί όλοι… σκεφτόταν… κανείς δεν βλέπει την αλήθεια. Ακόμα και η θεία Ελρόυ είχε αλλάξει στάση απέναντι της. Αυτή που δεν άντεχε να είναι μαζί της, ούτε πέντε λεπτά στο ίδιο δωμάτιο. Τώρα να είχε δεχτεί την πρόσκληση της να μείνει μαζί με αυτή και τον θείο, στο μέγαρο των Άντλευ… Το έβλεπε πλέον καθαρά…Όλοι είχαν στραφεί εναντίον της… Ακόμα και οι ίδιοι της οι γονείς…..Να της ζητούν το ανήκουστο….Όχι μόνο να την καλέσει αλλά να το κάνει κιόλας προσωπικά…. πού... στο δικό της χορό, λες και ήταν η καλύτερη της φίλη ή ακόμα χειρότερα το τιμώμενο πρόσωπο… Ε αυτό πήγαινε πολύ ….Αλλά τι μπορούσε να κάνει, καλύτερα χορός έστω και με την παρουσία της Κάντυ παρά καθόλου χορός….Πραγματικά δεν άντεχε άλλη αναβολή…

Ο δικός της χορός είχε αρχικά προγραμματιστεί μαζί με τα 17α γενέθλια της, όμως τα τραγικά γεγονότα του θανάτου του Στήαρ, είχαν σαν αποτέλεσμα την αναβολή του… Ακολούθησε και το φιάσκο με τον παραλίγο αρραβώνα του Νηλ με την Κάντυ …. Ε…. μετά και από αυτό… οι λόγοι ήταν ευνόητοι γιατί έπρεπε αναγκαστικά πλέον να περιμένουν…

Τώρα δεν γινόταν να μην γίνει πάλι… δεν θα άντεχε άλλη κακοδαιμονία…Οι προσκλήσεις είχαν ήδη σταλεί, το φόρεμα της ήταν υπέροχο, ο χόρος της ήδη συζητιόνταν σαν το κοσμικό γεγονός της χρονιάς …. Δεν γινόταν να μην γίνει…..Έπρεπε να κάνει αυτή τη μικρή παραχώρηση… Άλλωστε αυτή θα ωφελούταν από το χορό, έπρεπε να παραμερίσει τα προσωπικά της συναισθήματα και να πάει… Ίσως να ήταν τυχερή και η Κάντυ να έλειπε, να βρισκόταν στο ιατρείο εκείνο του ξεμωραμένου μεθύστακα γιατρού, που δεν θυμόταν ούτε το όνομα του… Ποιος ξέρει ίσως η τύχη να της χαμογελούσε αυτή τη φορά…

Με αυτές τις ελπίδες βγήκε από το δωμάτιο της, και κατέβηκε την κεντρική σκάλα… Η μητέρα της, την περίμενε ήδη στην μεγάλη πόρτα της εισόδου. Βγήκαν μαζί, ο σοφέρ τις περίμενε κρατώντας την πόρτα ανοιχτή για να μπουν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν.
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Kεφάλαιο Τέταρτο Στην έπαυλη των Άντλευ

Η Κάντυ ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει την αίσθηση των μεταξωτών σεντονιών, πόσο μάλλον την αγκαλιά του Άλμπερτ. Ένοιωθε το σώμα της να φλέγεται κάθε φορά που την ακουμπούσε και η ανάσα της κοβόταν όταν τη φιλούσε. Είχε ξυπνήσει εδώ και πολύ ώρα αλλά δεν έκανε να κουνηθεί μήπως και τον ξυπνήσει… είχαν κοιμηθεί αργά.. Ο Άλμπερτ μόλις χθες είχε γυρίσει από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βραζιλία όπου είχε λείψει για 2 εβδομάδες. Η Κάντυ δεν τον είχε ακολουθήσει λόγω της κατάστασης της υγείας της θείας Ελρόυ. Έτσι όλο το βράδυ δεν μπορούσαν να κρατηθούν ο ένας μακριά από τον άλλον, λες και οι μέρες που είχαν μείνει χώρια έπρεπε να αναπληρωθούν, λες και αύριο πάλι θα χώριζαν και έπρεπε να χορτάσουν ο ένας τον άλλον…

Παρόλες τις προσπάθειες της να μην τον ξυπνήσει, ένοιωθε ήδη τα χείλη του να αγγίζουν απαλά και γλυκά την πλάτη της και να κινούνται προς την περιοχή του λαιμού και το λοβό της προκαλώντας της μια γλυκιά ανατριχίλα….Ταυτόχρονα τα χέρια του αγκάλιαζαν τους γοφούς της. Δεν μπορούσε να μην ανταποκριθεί, δεν μπορούσε να μην τον ακολουθήσει στον ερωτικό χορό που την προσκαλούσε, γύρισε σιγά-σιγά και αντίκρισε το λάγνο βλέμμα του. Τα χείλη της συνάντησαν τα δικά του, οι ανάσες άρχισαν να γίνονται πιο γρήγορες και τα σώματα τους μπλέχτηκαν με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει που άρχιζε το ένα και που τελείωνε το άλλο.

Το να κάνει έρωτα με τον Άλμπερτ ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της. Τόσα χρόνια γνωριμίας και παρόλα αυτά μόλις πρόσφατα είχε αντιληφθεί ότι τα αισθήματα της απέναντι του είχαν αλλάξει από φιλικά σχεδόν αδελφικά σε ερωτικά…. Κάθε φορά που σκεφτόταν το τι είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό την έκανε να χαμογελάει. Ο Αλμπερτ, ο άνθρωπος που την στήριζε όλα αυτά τα χρόνια, που ήταν δίπλα της κάθε στιγμή που τον χρειαζόταν. Αυτός που την αγαπούσε όπως αποδείχτηκε χωρίς όρια και ήταν αποφασισμένος να την περιμένει όσο καιρό και αν χρειαζόταν για να αντιληφθεί τα δικά της αισθήματα, ήταν τελικά ο πρίγκιπας της. Αυτός που θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή μαζί του ευτυχισμένη…. Κάθε αγάπη προηγούμενη έμοιαζε αμελητέα μπροστά σε αυτά που ένοιωθε για τον άντρα της…

Ευχόταν να υπήρχαν λόγια να περιγράψει πόσο υπέροχα ένοιωθε όταν έκαναν έρωτα. Ο Αλμπερτ ήταν τόσο τρυφερός και γλυκός αλλά και ταυτόχρόνα τόσο παθιασμένος και διεκδικητικός. Το να ακολουθεί το σώμα του, της φαινόταν το πλέον φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο κάτι που συνέβαινε σχεδόν ενστικτωδώς, αλλά ταυτόχρονα παραπάνω από ηθελημένα την άφηνε να παίρνει τον έλεγχο λες και ήταν για αυτόν η απόλυτη απόλαυση να ικανοποιεί τις επιθυμίες της….

Όταν ήταν μαζί, ήταν σαν να είναι ένα, σαν να είναι οι δύο τους μισά ενός ολόκληρου..

… Και όταν τελείωσε…. ξάπλώσε δίπλα του, παρατηρώντας τα κορμιά τους που προσπαθούσαν να επανέλθούν σε κανονικούς ρυθμούς… Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του Άλμπερτ και άκουγε τους κτύπους της καρδιάς του να μειώνονται…. Εκείνος είχε βυθίσει τα χέρια του μέσα στα πυκνά ξανθά σγουρά μαλλιά της και τα χάιδευε.. Πόσο του άρεσαν τα μαλλιά της…

Την φίλησε γλυκά και της ψιθύρισε «Σε αγαπώ γλυκιά μου, είσαι η ζωή μου»

Η Κάντυ γουργούρησε σήκωσε λίγο το κεφάλι ώστε να μπορεί να βλέπει τα καταγάλανα μάτια του και απάντησε: « Και εγώ…Είσαι τα πάντα για μένα…. Υποσχέσου με ότι δεν θα ξαναφύγεις σύντομα. Ο χρόνος μακριά σου είναι πραγματικό μαρτύριο. Δεν το αντέχω. Το σπίτι χωρίς εσένα μου φαίνεται άδειο…»

«Καλή μου το ξέρεις πόσο θέλω να έρχεσαι μαζί μου, και για μένα δεν είναι ευχάριστο να είμαι μακρυά σου. Αλλά όσο και αν το δεν το θέλω πρέπει να παρακολουθώ προσωπικά τις περισσότερες επιχειρήσεις μας, ιδιαίτερα τώρα που η θεία αποχώρησε οριστικά… Το καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι….»

«…. Ναι ….ναι αλλά και πάλι δεν σημαίνει ότι μου αρέσει» του απάντησε παραπονιάρικα και σοβαρεύοντας το ύφος της συνέχισε… « και το να έρθω μαζί σου είναι εκτός συζήτησης…δεν θα μπορούσα να αφήσω μόνη της τη θεία… όχι ακόμα τουλάχιστον….»

«Αλήθεια πως πάει δεν πρόλαβα να την δω καθόλου χθες… είχε ήδη πέσει για ύπνο μόλις έφτασα.»

« Φταίνε τα φάρμακα, της δημιουργούν, βλέπεις υπνηλία. Τουλάχιστον ανταποκρίνεται πολύ καλά στην αγωγή που της έδωσαν οι γιατροί, παρόλο που η πίεση της κατά διαστήματα είναι υψηλή και οι αρρυθμίες που παρουσιάζει παραμένουν αδικαιολογήτες… » Απάντησε η Κάντυ προβληματισμένη. Ξαφνικά με την αναφορά της θείας ένοιωθε ενοχές που ήταν ακόμα στο κρεββάτι και δεν είχε κατέβει ήδη να τη δει. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε για τη Μεγάλη θεία όλη η οικογένεια να συγκεντρώνεται και να γευματίζουν μαζί…. Πριν καν εκφράσει τη σκέψη της, έκανε μια αντανακλαστική σχεδόν κίνηση να σηκωθεί, παρασύροντας έτσι τον Άλμπερτ που ακόμα την κρατούσε σφιχτά στο στήθος του. Ξαφνιασμένος την ρώτησε:

« Τι έπαθες»

« Είναι ώρα να κατέβουμε για πρωινό η θεία θα μας περιμένει…θα χαρεί πολύ να σε δει μετά από τόσο καιρό… Το ξέρεις πόσο σημασία έχει για αυτή να είμαστε όλοι μαζί….»

«Δεν ξέρω αν θέλω να σε μοιραστώ ακόμα με άλλους… Μου έλειψε τόσο πολύ, θα προτιμούσα να πάρουμε το πρωινό μας εδώ και να μην απομακρυνθούμε καθόλου από τη θαλπωρή του κρεββατιού μας. Έχω ήδη συνεννοηθεί με τον Τζώρτζ και δεν θα πάω σήμερα στο γραφείο…..» και κοιτάζοντας την με νόημα την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του.

« Όχι… όχι…. είναι ώρα να σηκωθούμε» του απάντησε αυτή και με αργές κινήσεις προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από τη σφιχτή αγκαλιά του αλλά μάταια « Έλα Άλμπερτ μην κάνεις σαν μικρό παιδί.… Έλα θα είναι και ο Άρτσυ και η Άννυ…Είμαι σίγουρη ότι μας περιμένουν….»

Με βαριά καρδιά ο Άλμπερτ χαλάρωσε τα χέρια του, ήταν τόσο οδυνηρό να την αφήσει από την αγκαλιά του αλλά ήξερε ότι είχε δίκιο. Ξεκίνησαν να ντύνονται αλλά κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσαν για να φιληθούν και να αγκαλιαστούν ξανά… Όταν ντύθηκαν πλέον, πιάστηκαν χέρι χέρι και βγήκαν από το δωμάτιο, κατέβηκαν τη μεγάλη σκάλα και μπήκαν στην μεγάλη τραπεζαρία και όπως είχε προβλέψει η Κάντυ ήταν όλοι εκεί…..

Η μεγάλη θεία Ελρού δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της μόλις τους αντίκρισε. Αν και δεν συμφωνούσε πάντα με τις επιλογές του Γουίλλιαμ δεν έπαυε στιγμή να νοιώθει ιδιαίτερα περήφανη για αυτό που είχε γίνει. Μόνη της τον μεγάλωσε μετά των χαμό των γονιών του και αργότερα της αδελφή του…. Του στάθηκε όσο περισσότερο μπορούσε και προσπάθησε να τον προετοιμάσει για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε ως αρχηγός των Άντλευ. Άλλωστε για πολλά χρόνια έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα, προστατεύοντας τον έτσι από τις μηχανορραφίες και τα κακόβουλα σχόλια της οικογένειας. Ήξερε πολύ καλά βλέπετε ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι αγγελικά πλασμένος… Ήταν η πρώτη που κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν για αυτόν να του δώσει την ελευθερία του και τη δυνατότητα να ζήσει μακριά από τα στενά πλαίσια της κοινωνικής ζωής της οικογένειας. Είχε επίσης αντιληφθεί νωρίς, πως είχε κληρονομήσει τα καλύτερα χαρίσματα από τους δύο γονείς του, την αγάπη για τη φύση και το ελεύθερο πνεύμα από την μητέρα του, την επιχειρηματικότητα και τη φιλανθρωπία από τον πατέρα του…

Παρόλο που οι επιλογές του τις περισσότερες φορές την ξένιζαν και την έκαναν να αντιδρά όπως στην περίπτωση της Κάντυς, έβλεπε τελικά καθαρά τώρα μετά από τόσα χρόνια, την αξία αυτού του κοριτσιού και πόσο δίκιο είχε ο Γουίλλιαμ να την πάρει υπό την προστασία του. Μια γυναίκα τόσο έξυπνη σαν και αυτή, ήξερε ότι ποτέ η Κάντυ δεν αποτέλεσε απειλή για την οικογένεια της. Απλά η θλίψη από την απώλεια του Άντονυ, η φυγή του Στήαρ για το μέτωπο και η αγωνία της για την τύχη του Γουίλλιαμ την είχε κάνει να παραφέρεται και πολλές φορές να κιόλας να παρεκτρέπεται… Έψαχνε και αυτή για ένα εξιλαστήριο θύμα που θα μπορούσε να φορτώσει την ευθύνη για τη κακοδαιμονία που είχε πλήξει τότε την οικογένεια της….Και η Κάντυ ήταν άλλωστε πάντα ο εύκολος στόχος για κατηγορίες και συκοφαντίες πάσης φύσεως ιδιαίτερα από την πλευρά της Ελίζα…

Τώρα πια ήταν σίγουρη ότι τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Είχε καταλάβει πια τι ήταν αυτό το κορίτσι, με το γλυκό μουτράκι, τα τεράστια πράσινα μάτια και τα ατίθασα σγουρά ξανθά μαλλιά…Αυτό το κορίτσι ήταν ο ήλιο που τους τραβούσε όλους γύρω της, σαν δορυφόρους, τόσο για τα καλά όσο και για τα άσχημα, και όπως ήταν λογικό ένας ήλιος δεν χωρούσε στην τόσο μεγάλη θλίψη που ένοιωθε τότε, ούτε στη μιζέρια που προσπαθούσαν κάποιοι να συντηρήσουν ώστε να την έχουν του χεριού τους….

Η επανεμφάνιση όμως του Γουιλλιάμ, τα άλλαξε όλα. Της έδωσε ελπίδα ότι οι κακές μέρες τελείωσαν και υπήρχε πλέον μέλλον για την οικογένεια τους. Ο γάμος του με την Κάντυ ήρθε να το επισφραγίσει. Το τι ένοιωθε ο Γουίλλιαμ για την Κάντυ ήταν πασιφανές έστω και αν είχε κατορθώσει να το κρύψει από όλους τους άλλους. Αυτή τον είχε μεγαλώσει και μπορούσε να βλέπει πέρα από την επιφάνεια…Καταλάβαινε ότι την περίμενε, ότι της έδινε χρόνο. Παρόλο που ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τα αισθήματα του, δεν περίμενε άλλωστε να το κάνει, η σχέση τους δεν επέτρεπε τέτοιου είδους εκμυστηρεύσεις. Αυτή το έβλεπε στα ματιά του κάθε φορά που πήγαινε στο ορφανοτροφείο για να δει τη Κάντυ, με τι λαχταρά και ελπίδα έτρεχε και πόσο αποκαρδιωμένος γύριζε. Το είδε και στο μνημόσυνο του Στηαρ, πως τα μάτια του αποζητούσαν τα μάτια της Κάντυς να του δώσουν συμπόνια και παρηγοριά. Ήξερε επίσης ότι όλα όσα είχαν ξεστομίσει η Ελίζα και ο Νηλ ότι διατηρούσαν άλλου είδους σχέσεις όσο έμεναν μαζί, ήταν μόνο ψέματα. Μια έμπειρη γυναίκα σαν και αυτή μπορούσε εύκολα να το καταλάβει από τις κινήσεις και τη συμπεριφορά που είχαν μεταξύ τους, ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια…..

Ένοιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη για την Κάντυ για τη φροντίδα και τη συμπαράσταση που είχε προσφέρει στο Γουίλλιαμ τότε που κανείς άλλος δεν μπορούσε…Και χωρίς να το παραδέχεται ούτε καν στον ίδιο της το εαυτό ευχόταν τα αισθήματα του Γουίλλιαμ να έβρισκαν ανταπόκριση, αν ήταν αυτό που θα τον έκανε ευτυχισμένο…. Γιατί αυτό που ήθελε πλέον μετά από τόσο θάνατο και η θλίψη, ήταν ζωή και ευτυχία γύρω της…

Έτσι όταν είδε την λάμψη στο πρόσωπο του Γουίλλιαμ όταν τους ανακοίνωσε ότι η Κάντυ ήταν πλέον γυναίκα του ….. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο, ο ήλιος πλέον τον φώτιζε και του έδινε από τη ζεστασιά του…ήταν σίγουρη ότι ήταν ευτυχισμένος και αυτό της ήταν αρκετό….

Βέβαια το να την υποχρεώσουν λίγο-πολύ να μείνει μαζί τους, ύστερα από τις προτροπές κιόλας της Κάντυ αυτό πάλι ήταν κάτι που δεν το περίμενε με τίποτα… Η υγεία της ήταν ιδιαίτερα βεβαρημένη μετά τη κηδεία του Στηαρ και οι γιατροί της είχαν συστήσει προσοχή και φροντίδα… Παρόλα αυτά δεν έβλεπε το λόγο να μείνει μαζί τους. Ατελείωτες ώρες προσπάθησε να τους μεταπείσει ότι αυτή δεν είχε καμία δουλειά μαζί με ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ότι μπορούσε πολύ καλά να φροντίζει τον εαυτό της, όπως έκανε άλλωστε τόσα χρόνια και ότι δεν χρειαζόταν γκουβερνάντες ….Αλλά τίποτα, αυτοί επέμεναν. Άσε που όταν αποφάσισε να μείνει μόνη της στο Λεικγουντ, η Κάντυ πήγε μαζί της αφήνοντας τον Γουίλλιαμ μόνο του στο Σικάγο…. Ε ….μετά και από αυτό δεν μπορούσε να μην συμφωνήσει… Μάζεψε τα πράγματα της και μετακόμισε μαζί τους στην έπαυλη των Αντλευ στο Σικάγο…

Τώρα πλέον ήταν πολύ ευτυχισμένη για την επιμονή τους αυτή. Μετά από πολλά χρόνια ένοιωθε πλέον γαλήνη και ευτυχία, έβλεπε την αγάπη των δυο νεαρών ζευγαριών του Γουίλλιαμ και της Κάντυ από τη μία και του Αρτσυ και της Άννυ από την άλλη και ευχόταν σύντομα η έπαυλη να γεμίσει από κλάματα και παιδικές φωνές που θα την φωνάζουν γιαγιά…..

« Καλημέρα σε όλους…» είπαν ο Άλμπερτ και η Κάντυ με μια φωνή..

« Καλημέρα σας,…. Καλωσήρθες Γουίλλιαμ, πως ήταν το ταξίδι σου…» του απάντησε η θεια και το χαμόγελο είχε φτάσει στα μάτια της… Αλήθεια αυτά τα κουρασμένα και θλιμμένα μάτια ήταν ικανά πλέον να χαμογελούν…. « Μας έλειψες» συμπλήρωσε…

« Καλημέρα» ακούστηκε και από τους Άρτσυ και Άννυ. « Επιτέλους ήρθατε, η θεία επέμενε να σας περιμένουμε» είπε παραπονιάρικα ο Άρτσυ.

« Αρτσιμπάλντ ντροπή σου…. Ξέρεις ότι πρέπει να είναι όλη η οικογένεια για να ξεκινήσουμε το φαγητό. Δεν περίμενα ποτέ από σένα να το κάνεις θέμα…» τον επέπληξε μισο-σοβαρά η Ελρού..

« Καλά… καλά θεία…Άντε λοιπόν επιτέλους καθίστε.. Γιατί πεινάω σαν λύκος» συνέχισε ο Αρτσυ

Ο Αλμπερτ και η Κάντυ πήραν γρήγορά τη θέση τους στο τραπέζι και έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό, χαμογελώντας με νόημα ο ένας στο άλλον. ʽΟλη αυτή η«άσκηση» τους είχε ανοίξει την όρεξη, έπρεπε να πάρουν δυνάμεις. Η μέρα προβλεπόταν μεγάλη, και οι δύο είχαν κανονίσει έτσι το πρόγραμμα τους ώστε να τη περάσουν μαζί….

Μια χαρούμενη ατμόσφαιρα επικρατούσε στην τραπεζαρία, η θεία ανάκρινε τον Αλμπερτ για το ταξίδι του. Όσο και αν είχε αποτραβηχτεί από τις επιχειρήσεις η συνήθεια δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Η Κάντυ με την Άννυ και τον Άρτσυ σχολίαζαν τις ετοιμασίες για τον επερχόμενο γάμο τους και τα παρατράγουδα που βίωναν καθημερινά. Η συζήτηση τους είχε αρχίσει να ζωηρεύει όταν ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού αλλά κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ο μπάτλερ κατευνθήθηκε προς την κεντρική είσοδο και σε λίγο επέστρεψε ανακοινώνοντας τους ότι η κα Ράγκαν και δεσποινίδα Ελίζα Ράγκαν είχαν έρθει για επίσκεψη…
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Πίσω
Μπλουζα