Ποιήματα ξεχασμένα στα αναγνωστικά

Η Σακαράκα (Ρένας Καρθαίου)

Γκραν και γκρουν και τρίκι τράκα...

Δες, περνάει μια σακαράκα!

Αγωνίζεται, μπαμ μπουμ,

παλιοσίδερα χτυπούν.

Τρίκι-τρακ στην ανηφόρα,

προσπαθεί να πάρει φόρα.

Πουφ-πουφ-πουφ μέσα στη σκόνη,

ξεφυσάει και ξεφουσκώνει.

Τρίκι-τρακ και γκραν και γκρουν,

ουφ, τα λάστιχα βογκούν.

Ξάφνου, παφ! έχουνε σκάσει

κι έχει η γειτονιά ησυχάσει!

============================================

Ο Φακής (Βασίλη Ρώτα)

Εμπρός, ένα δυο, προσοχή!

Εμένα με λένε Φακή.

Κορμί κορδωμένο,

μουστάκι στριμμένο,

γαλόνια χρυσά και σπαθί.

Η σάλπιγγα τάρα-τατά.

σπαθί και ντουφέκι χτυπά,

μπαμ-μπουμ το κανόνι,

μπουμ-μπαμ το τρομπόνι.

Ποιός βγαίνει σε μένα μπροστά;

Γυρεύω παντού τον εχτρό.

Κι ας είν' αντρειωμένοι σωρό.

Γιγάντοι και δράκοι,

θεριά με φαρμάκι,

καπνός μόλις πρόβαλα εγώ.

Μονάχα ξαφνιάζομαι, οχού!

τρομάζω απ' τους ίσκιους, χουχού!

Ένα φύσημα αγέρα,

κι ας είναι και ημέρα,

μου παίρνει κι αντρεία και νου!



 
saboter στο τελευταιο υπήρχε εικονογραφιση με έναν στρατιωτη με μουστακι και σπαθί που φοβήθηκε ένα ποντικάκι

[h=4]Κικιρίκου Κικιρί (Ρένα Καρθαίου)[/h]Κόκορας χρυσός ο ήλιος

στης αυγής το φράχτη βγαίνει.

Κικιρίκου, όλοι ξυπνήστε,

κι είν' η ώρα περασμένη!

Φως ανοίγει τις φτερούγες,

το κεφάλι φως σηκώνει.

Φως στον κήπο, φως στο δρόμο,

φως στον κόσμο ώς πέρα απλώνει.

Κικιρίκου! Κι ανεβαίνει,

πάει ψηλά κλαρί κλαρί.

Φτάνει στ' ουρανού το θόλο:

Κικιρίκου! Κικιρί!

Σήκω, Τάσο, σήκω, Ρίνα,

Κώστα, Ελένη, Γιάννη, Λια!

Οι μικροί να παν σχολείο

κι οι μεγάλοι στη δουλειά!
 
αριαδνη είπε:
... θυμαμαι και την μανα με τους 9 σου γιους και με την μια σου κορη :) και ένα δραματικο ποιημα για το γιοφυρι της αρτας,
Αυτά τα δύο ("Του νεκρού αδελφού" και "Του γιοφυριού της Άρτας") είναι οι δύο γνωστότερες ίσως παραλογές της δημοτικής ποίησης. Κάποτε τα ήξερα απέξω και τα δύο, το "του νεκρού αδελφού" άλλωστε υπήρχε και σε αναγνωστικό ή σε νεοελληνικά αναγνώσματα Γυμνασίου της εποχής μου. Καλά που τα παιδάκια δεν έχουν και τόσο "αθώες παιδικές ψυχούλες" όσο θέλουν να πιστεύουν οι μεγάλοι, διότι και τα δύο είναι μάλλον για ενήλικες, ειδικα το πρώτο που είναι και μακάβριο. Δεν μου άρεσε τότε το τέλος του, "κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν, κι απέθαναν κι οι δύο", ήθελα να ζούσαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
 
Το Ντιλι Ντίλι ήταν στο ανθολόγιο της πρώτης και της δευτέρα δημοτικού. Στο μεταξύ εγώ θυμάμαι οτι φτάνει μέχρι και τον κυνηγό.

Ένα άλλο που θυμάμαι και μάλιστα το σιγομουρμουρίζω τις τελευταίες μέρες είναι το

"Εμένα με λένε Φακή" αλλά δεν το θυμάμαι όλο! Σε πιο βιβλίο ήταν?
 
Αν και μάλλον είμαι εκτός θέματος καθώς τα ποιήματα μου μου έχουν μείνει εμένα είναι περισσότερο από τα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας του γυμνασίου λυκείου θα παραθέσω 3 ποιήματα που επιστρέφουν συχνά στην μνήμη μου:

1 Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) Αι Ευχαί (από τις Ωδές)

Tης θαλάσσης καλήτερα

φουσκωμένα τα κύματα

'να πνίξουν την πατρίδα μου

ωσάν απελπισμένην,

έρημον βάρκαν.

Σ την στεριάν, 'σ τα νησία

καλήτερα μίαν φλόγα

'να ιδώ παντού χυμένην,

τρώγουσαν πόλεις, δάση,

λαούς και ελπίδας.

Kαλήτερα, καλήτερα

διασκορπισμένοι οι Έλληνες

'να τρέχωσι τον κόσμον,

με εξαπλωμένην χείρα

ψωμοζητούντες·

Παρά προστάτας 'νάχωμεν.

Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν

πλούτη ή μεγάλα ονόματα,

με ποτέ δεν εθάμβωσαν

σκήπτρων ακτίνες.

το ποίημα είναι κοπι-πέιστ από το σπουδαστήριο του Νέου Ελληνισμού. Συνεχίζεται ως την 18η στροφή (90 στίχοι συνολικά, αλλά νομίζω ότι στα κείμενα είχαμε μόνο αυτό το απόσπασμα)

2. Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) Ο στρατιώτης ποιητής

Δεν έχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους

μέσα σε κρότους

κύλησε η ζωή μου

Τη μιαν ημέρα έτρεμα

την άλλην ανατρίχιαζα

μέσα στο φόβο

μέσα στο φόβο

πέρασε η ζωή μου

Δεν έχω γράψει ποιήματα

δεν έχω γράψει ποιήματα

μόνο σταυρούς

σε μνήματα

καρφώνω

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/21#ixzz2r6wWTXam

3. Γιάνης Βηλαράς (1771-1823) Γέρος και Θάνατος

Ένας γέρος σε φτώχιας ανάγκη,

άλλον τρόπο να ζήσει δεν είχε,

χώρια ξύλα να κόφτει στον λόγγο,

μετά βιας το ψωμί του να βγάζει.

Μιαν ημέρα βαριά φορτωμένος,

περπατώντας σʼ ορθό μονοπάτι,

οχ τον κόπο και κάμα του ήλιου

την ανάσα να πάρει δε φτάνει.

Σʼ έναν όχτο τʼ ανάσκελα πέφτει

και στο μέγα πολύ κούρασμά του

τη ζωή του μισώντας βαριέται

και το Χάρο με πόθο του κράζει.

Να ο Χάρος ομπρός του πετιέται,

το δρεπάνι κρατώντας στο χέρι,

με άγριαν όψη και σχήμα τρομάρας,

-- Για με, γέρο, του λέγει, τι θέλεις;

-- Αχ, ο γέρος ευτύς αποκρίθη,

το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα

να σηκώσω· σε φώναξα ο δόλιος

να μου δώκεις ολίγη βοήθεια.

Πηγή: http://el.wikisource.org/wiki/%CE%93%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82
 
Kambia είπε:
Το Ντιλι Ντίλι ήταν στο ανθολόγιο της πρώτης και της δευτέρα δημοτικού. Στο μεταξύ εγώ θυμάμαι οτι φτάνει μέχρι και τον κυνηγό.
Ένα άλλο που θυμάμαι και μάλιστα το σιγομουρμουρίζω τις τελευταίες μέρες είναι το

"Εμένα με λένε Φακή" αλλά δεν το θυμάμαι όλο! Σε πιο βιβλίο ήταν?
καμπιουλα, από πάνω καλέ το εχει ο σαμποτερ :D το με λένε Φακή.

ένα άλλο του Ελύτη το θυμόσαστε , χοπ αν κάνω αριστερά πέφτω πάνω στην ροδιά, χοπ αν κάνω δεξιά πάνω στην βατομουριά, το να χερι μου κρατεί μέλισσα θεόρατη, τ'αλλο στον αερα πιάνει πεταλούδα που δαγκάνει..''

και ειχε ωραια εικονογραφηση

το δεν ''εχω γραψει ποιηματα '' η λύκειο η γυμνασιο σε ανθολογία το είχαμε, θυμάσαι θορ, δημοτικό όχι! εξαιρετικό, να 'σαι καλά φιλε που μας το θυμισες
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
αριαδνη είπε:
καμπιουλα, από πάνω καλέ το εχει ο σαμποτερ :D το με λένε Φακή.....
Τελικά αν νυστάζω δε βλέπω μπροστά μου! #)

Που το είχαμε τον Φακή?
 
καμπια τριτη η δευτερα δημοτικού, μαλλον δευτερα.

[video=youtube;3FMR-OAYie0]

 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Στο πρώτο πρώτο πέταγμα

μικρό χελιδονάκι

Δυο δυο πηδάει τα σκαλιά

το Μαρουσάκι

Λουλούδι στο παράθυρο

φεγγάρι φεγγαράκι

που παίζει με τη φυλλωσιά

το Μαρουσάκι

Στο `να του χέρι το σταμνί

στʼ άλλο το κανατάκι

Δυο δυο πηδάει τα σκαλιά

το Μαρουσάκι

Ν. Ποριώτης

Ὁ Κύριος Κανείς

Ποιὸς νἆναι αὐτὸς ὁ «Κύριος Κανείς»;

Χθὲς σὰν καθήσαμε νὰ πιοῦμε τσάι,

μπράμ, νά σου τον, ἕνα φλυτζάνι σπάει

καὶ βρέχει τὸ φουστάνι τῆς Φανῆς,

ὁ σκανταλιάρης «Κύριος Κανείς».

Κι ὕστερα τσίμπησε τὴν ἄσπρη γάτα,

ἔσπασε καὶ δυὸ-τρία καλὰ πιάτα,

ἐζούγκηξε τοῦ Γιάγκου τὸ καπέλλο,

καὶ ξέσκισε τῆς Ἕλλης μας τὸ βέλο,

καὶ μούγκριζε φριχτὰ σὰν Ἐρυννίς,

ὁ πεισματάρης «Κύριος Κανείς».

Ἔχει θαρρῶ κακὴν ἀνατροφή,

γιατὶ ἔβαλε μὲς τὸν καφέ μου ἁλάτι,

καὶ μοῦ ἔμπηξε καρφίτσες στὸ κρεβάτι,

καὶ στὸ σκαμνὶ τοῦ μπέμπη ἕνα καρφί,

κι ὕστερα τὸν ρωτοῦσε: «ποῦ πονεῖς;»

ὁ κατεργάρης «Κύριος Κανείς».

Ποιὸς νἆναι; -Μπὰ κανείς μας δὲν τὸν ξέρει,

κανείς μας δὲν τὸν εἶδε πουθενά...

Μ᾿ αὐτὸς τὰ παιχνιδάκια μας χαλνᾶ,

κι ἔσπασε καὶ τῆς πλύσης τὸ πανέρι.

Δὲν εἶναι φαίνεται, καθόλου εὐγενὴς

αὐτὸς ὁ μάγκας «Κύριος Κανείς».

Δὲν τὸν γνωρίζουμε! Ὀρκιζόμαστε.

Μὰ ἡ μητερούλα μας χαμογελᾶ

καὶ λέγει πὼς τὸν ξέρουμε καλὰ

καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ κρυβόμαστε

καὶ ψέματα νὰ λέμε στοὺς γονεῖς,

γιατὶ εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς ὁ «Κύριος Κανείς».
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
elephadas είπε:
Αυτά τα δύο ("Του νεκρού αδελφού" και "Του γιοφυριού της Άρτας") είναι οι δύο γνωστότερες ίσως παραλογές της δημοτικής ποίησης. Κάποτε τα ήξερα απέξω και τα δύο, το "του νεκρού αδελφού" άλλωστε υπήρχε και σε αναγνωστικό ή σε νεοελληνικά αναγνώσματα Γυμνασίου της εποχής μου. Καλά που τα παιδάκια δεν έχουν και τόσο "αθώες παιδικές ψυχούλες" όσο θέλουν να πιστεύουν οι μεγάλοι, διότι και τα δύο είναι μάλλον για ενήλικες, ειδικα το πρώτο που είναι και μακάβριο. Δεν μου άρεσε τότε το τέλος του, "κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν, κι απέθαναν κι οι δύο", ήθελα να ζούσαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Αν και τα βιβλία έχουν αλλάξει αρκετές φορές, οι δύο παραλογές υπάρχουν στα τωρινά βιβλία. Από προσωπική πείρα σας λέω ότι είναι από τα ποιήματα που συγκινούν τα παιδιά ακόμα και σήμερα.

Από το δημοτικό θυμάμαι και ένα του Λαπαθιώτη "Τα καημένα τα πουλάκια"
 
Πίσω
Μπλουζα