Ποιήματα στο σχολείο

Ναι βρε παιδί μου αλλά αυτός ο στίχος "ένα τό 'χω, δεν μ' έμεινεν άλλο" μου έχει καθήσει στο στομάχι από τότε που πρωτοφύσηξε ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει (σε αντίθεση φαντάζομαι με τα κατσικάκια που όταν φυσάει βοριάς βγαίνουν έξω μέσα στην τρελή χαρά να κάνουν wind surfing). Δηλαδή άμα είχε 2-3 ακόμη στην καβάτζα δεν θα πείραζε και τόσο να πεθάνει το παιδάκι? Για τον τραγικό πατέρα να αισθανθούμε και λύπη και συμπόνοια και κατανόηση κι ό,τι άλλο, αλλά αυτό δεν βελτιώνει το ποίημα.
 
Παντως εμενα με συγκινει παρα το οτι οντως δεν σωζεται με τιποτα! Ας μην ξεχναμε πως τοτε ηταν συνηθισμενο να πεθαινουν καποια παιδακια οποταν τι πιο φυσικο απο τον πατερα που παρακαλαει να σωθει εστω και ενα! Τωρα που ξαναπετυχα τον Θαναση Βαγια τον ειχα πει με λογοκρισια, ο δασκαλος εκοψε τις πιο hardcore στροφες μαλλον διαλεχτηκε για να μας δειξει τα κακα της προδοσιας (ο προδοτης δεν βρισκει αναπαψη ουτε στον ταφο, ουτε οι δικοι του βρισκουν ησυχια ποτε).

Επισης μου αρεσαν οι παραλλογες-᾽᾽Του νεκρου αδερφου᾽᾽ με την

᾽᾽Μανα με τους εννια σου γιους, και με την μια σου κορη

την κορη την μονακριβη την πολυαγαπημενη᾽᾽

απο οπου και η κλασσικη ατακα

᾽᾽-Ακουσες Κωσταντακη μου τι λενε τα πουλακια?

-Πουλακια ειναι και ας λαλουν, πουλακια ειν και ας λενε!᾽᾽

και φυσικα το ᾽᾽Γιοφυρι της Αρτας᾽᾽

᾽᾽Σαραπεντε μαστορες και εξηντα μαθηταδες

γιοφυρι εθεμελιωναν στης Αρτας το ποταμι

ολημερις το χτιζανε το βραδυ γκρεμιζοταν.᾽

Αναθεμα στους κοπους μας

κριμα στην δουλεψη μας

ολημερις να χτιζουμε

το βραδυ να γκρεμιεται᾽᾽

και η τραγικη καταληξη

᾽᾽Τρεις αδερφαδες ειμασταν κι οι τρεις καταραμενες

η μια εκτισε τον Δουναβη, η αλλη τον Ευφρατη

η τριτη, η μικροτερη της Αρτας το γιοφυρι᾽᾽.

Με τα εθνικοπατριωτικα ειχα μια απεχθεια ειδικα με αυτο για την Δεσπω Μποτσαρη

᾽᾽Αχος βαρυς ακουγεται πολλα τουφεκια πεφτουν.

Μηνα σε γαμο ριχνονται, μηνα σε πανηγυρι?

Ουδε σε γαμο ριχνονται, ουδε σε πανηγυρι,

η Δεσπω κανει πολεμο με νυφες και μ᾽ αγγονια᾽᾽

και μετα βαζει μπουρλοτο και καιγονται ολοι!

Απο τα πατριωτικα μου αρεσε ομως ο Διγενης του Παλαμα που ξεκινα ετσι

᾽᾽Καβαλα παει ο Χαροντας τον Διγενη στον Αδη.

Και αλλους μαζι.Κλαιει, δερνεται τ᾽ ανθρωπινο κοπαδι.

Και τους κρατει στ᾽ αλογου του δεμενους τα καπουλια

της λεβεντιας τον ανεμο, της ομορφιας την Πουλια᾽᾽.

Επισης ειχα μια αγαπη για την Ποδηλατισσα-φαντασμα του Ελυτη που

᾽᾽Την ειδα να περναει πανω απο τα κυματα

την αλλη μερα πανω απο τα μνηματα᾽᾽

και ειχα χαρει οταν ανακαλυψα και το τραγουδι με την Αφροδιτη Μανου.

Παντως η ελληνικη ποιηση εχει ενα φετιχ με νεκρους, φαντασματα και αρρωστα ή πεθαμενα παιδακια!
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
Θυμάμαι είχα ένα ποίημα στο σχολείο και ένας στίχος του ήταν: ''εκεί που σκλάβος αδερφός, επρόσμενε σκυφτός''. Μήπως ξέρετε από ποιο ποίημα είναι;
 
Χμμμ... δεν μου θύμιζε τίποτε, και νόμιζα ότι (λόγω της εποχής που μεγάλωσα) τα είχα ακουστά τουλάγιστον όλα αυτά τα σχολικά εθνοπατριωτικά. Οπότε είπα να ρωτήσω το google... και το μέν ποίημα το βρήκα ολόκληρο αλλά ο ένοχος δεν είχε αφήσει ίχνη. Δεν τον αδικώ. Κι εγώ αν έγραφα τέτοιο αριστούργημα ποιητικής τέχνης θα κρατούσα μυστικό ποιο είναι τ' όνομά μου :p

ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΓΛΥΚΕΙΑ

Ελλάδα μας γλυκειά

τρισδοξασμένη εσύ,

που ήσουν τίποτε στη γη,

σαν ήλθε όμως η στιγμή

πετάχτηκες ορθή.

Με χρόνια, με καιρούς

ζωσμένη το σπαθί

εσκόρπισες το άγιο φως

εκεί που σκλάβος αδελφός

επρόσμενε σκυφτός.

Μα πέρα στη σκλαβιά

στον ξενικό ζυγό

στενάζουν κι άλλα σου παιδιά

και καρτερούνε λευτεριά

Ελλάδα μας γλυκειά.
 
Αυτό είναι το ποίημα που έψαχνα! Θυμάμαι είχα πει τη δεύτερη στροφή σε σχολική γιορτή.
 
Στην 25η Μαρτίου μιας ημέρας της δεκαετίας του ' 80 ήμουν το εγγόνι και μία συμμαθήτριά μου, η Μαρία, υποδυόταν τη γιαγιά. Το ποίημα ονομαζόταν "Το καριοφίλι" και εγώ έλεγα μεταξύ άλλων : "γιατί γιαγιάκα μου, γιατί... / μα δε θυμιάζεις μόνο αυτά, που τα φωτίζει το καντίλι, / με δάχτυλα τρεμουλιαστά / θυμιάζεις και το καριοφίλι/ που το λουρί του βαστά/..... / παλιό, παλιό και σκουριασμένο". Η πλάκα είναι ότι η συμμαθήτριά μου που έκανε τη γιαγιά δεν έμοιαζε καθόλου για μεγαλύτερή μου παρά τις μαντίλες και τα σχετικά αξεσουάρ. Και οι δύο σαν εγγονάκια μοιάζαμε αλλά... ελέω του σκετς....

Οι στίχοι είναι όπως τους θυμάμαι έπειτα από 25 χρόνια. Ξέρει κανείς/ έχει κανείς το εν λόγω ποίημα;
 
Τις παραλλογές που μνημόνευσε η Domenica τις ήξερα κι εγώ απ' έξω, ειδικά του "νεκρού αδελφού".

Πιθανόν αυτή είναι και ο πρώτος λαϊκός μύθος νεκρανάστασης (aka ζόμπι !) που διαδόθηκε ανά τους αιώνες.

Και, παρεμπιπτόντως έχει γυριστεί και σε ελλ. ταινία - την έχω δει.

Όμοιου κλίματος είναι και το ποίημα (παραλλογή ;; ) "Ο Γιάννης και το πεύκο" που επίσης την ήξερα απ έξω και

την προτιμούσα από "γεφύρι της Άρτας".

Ήξερα επίσης αρκετά κείμενα κάπως χιουμοριστικά.

Ίσως μπορείτε να ανεχθείτε ένα που θυμάμαι ακόμη :

"Η κυρά ενός παπά

ένα διάκο αγαπά

και πολύ μ' αυτόν τα έχει

και ο άνδρας της κοιτά

τα πολλά της χωρατά

μα για τούτον πέρα βρέχει.

Επερνούσαν μια χαρά

εως ότου μια φορά

έγινε παπάς βαρβάτος

και ο διάκος ο αφράτος.

Κι ο παπάς της ο φτωχός

διόλου δεν εφθόνησε

και ο ίδιος μοναχός

τον εχειροτόνησε.

Τίγκι - τουγκ... μεγάλη σχόλη

Αξιος ! φωνάζουν όλοι,

νέοι, γέροι και παιδιά.

Και με όλο της το νάζι

Υ π ε ρ ά ξ ι ο ς ! φωνάζει

τρεις φορές κι η παπαδιά."

Θυμήθηκα επίσης και το εξής.

Κάποτε στο μάθημα των θρησκευτικών, β' λυκείου,

ξεκίνησε μια συζήτηση για τις σχέσεις προ του γάμου.

Ο καθηγητής ρώτησε την γνώμη μου. Του απάντησα :

" Από ηθική πλευρά, η άποψή μου συνοψίζεται στους παρακάτω στίχους :

Παπά μια κόρη αγάπησα και μ' αγαπούσε σαν τρελή.

Μια μέρα την αγκαλιασα, πήρα το πρώτο της φιλί.

Παπά τι συλλογάσαι ;

- Αν την αγάπησες πολύ, συγχωρεμένος να 'σαι.

Παπά, μια μέρα την αγκάλιασα κι' αμάρτησα κι αμάρτησε όχι μονάχα με φιλί.

Παπά τι συλλογάσαι ;

- Αν την αγάπησες πολύ, συγχωρεμένος να 'σαι.

Παπά, μια μέρα την παράτησα την όμορφη αμαρτωλή

και δεν της ξαναζήτησα ούτε αγκαλιά ούτε φιλί.

- Παπά τι συλλογάσαι;

- Δεν την αγάπησες πολύ, καταραμένος νά 'σαι. "

Εθνικά/πατριωτικά κείμενα δεν μου άρεζαν - ιδίως τα γνωστά βαρύγδουπα.

Ενίοτε τα διάβαζα μεν για μένα, αλλά γενικώς τα βαριόμουν και τα απέφευγα.

Κάποια φορά, στη β' λυκείου, λόγω καθαρής και δυνατής φωνής με έβαλαν να

αναγνώσω κάτι σε μια σχολική γιορτή και αρνήθηκα σθεναρά.

Όταν με ρώτησαν τους λόγους, τους αποκρίθηκα απλώς ότι "το κείμενο δεν ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μου"

δυσαρεστώντας τους υπεύθυνους της εκδήλωσης που έβρισκαν τη στάση μου "αντικοινωνική και αδικαιολόγητη"

όπως είπαν στον πατέρα μου.

Αλλά εγώ ήμουν πεπεισμένος για την άποψή μου και τον εαυτό μου και δεν με ένοιαζε ότι κι αν έλεγαν...

-
 
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή:
V.I.Smirnov είπε:
Ίσως μπορείτε να ανεχθείτε ένα που θυμάμαι ακόμη :

"Η κυρά ενός παπά

ένα διάκο αγαπά

κλπ
Αυτό το ποίημα είναι γραμμένο από τον Γεώργιο Σουρή
 
Εγω με φοβερη αρθρωση και την ταση να κανω παρεμβασεις στα ποιήματα (για τις οποίες μόνο εγω πιστευα οτι τα αναβαθμίζουν) επρεπε να βαλω βισμα για να παρω ποίημα. Σε γιορτη για το τελος της χρονιάς στην Α' Γυμνασίου μια συμμαθήτρια θα απαγγελε ένα ποίημα του Ξενόπουλου νομίζω για καποιον που μεταναστευσε και γυρνα πισω μετα από χρονια για να βρει τη μαμα του και την αδερφη του νεκρες και εγω θα ερμήνευα τον ρόλο. Αυτο σημενε ότι θα έπερνα μια βαλίτσα θα έκανα το γυρο της σκηνης θα μου εβαζαν ταλκ στα μαλια και θα ξαναέκανα ενα γυρο (αυτο λεγεται επικό θεατρο). Στον πρωτο γυρω σκονταφτω στην βαλίτσα (που θα χωρούσε και τα πτωματα μεσα αν χρειαζόταν) πεφτωντας πάνω στην απαγγέλουσα και καταστρεφοντας την ατμόσφαιρα. Αυτο ήταν το τέλος της καριέρας μου στο θέατρο....
 
Mια που ξημερώνει 25η Μαρτίου, μήπως κάποιος μπορεί να μου θυμίσει ένα σχολικό ποίημα-τραγούδι που έλεγε "25η Μαρτίου κάτω από τον Παρθενώνα, του μεγάλου μυστηρίου ξαναζούμε τον αιώνα"; Έφαγα τη γη, που λέει κι ο Ζαγοραίος, αλλά τίποτα. Παίζει να ήταν χουντικό και να καταργήθηκε; Αν και νομίζω ότι δεν είχε αναφορά...
 
Μισουσα τα ποιηματα. Δεν τα γουσταρα καθολου. Αγχωνομουν να τα αποστηθιζω, ειχα τρακ οταν εβγαινα πανω στη σκηνη.... τα παντα ολα. Οταν ο δασκαλος μοιραζε τα ποιηματα, προσπαθουσα να κρυβομαι πισω απο τον μπροστινο για να μην με βλεπει, αλλα σχεδον παντα μου δινοταν ενα ποιημα. Ισως τα ειχαν ετοιμα σε λιστες ποιος θα πει ποιο, ποις ξερει. Ελαχιστες φορες δεν μου ειχαν δωσει, και πραγματικα ενιωθα τρομερη ανακουφιση.

Ακομα και τωρα, δεν καταλαβαινω ποιος ο λογος να βαζουνε τα πιτσιρικια στο λουκι να αποστηθιζουν, που μερικα απο αυτα ηταν γραμμενα και σε καθαρευουσιανικες διαλεκτους και δεν καταλαβαιναμε καν τι εννοουσαν! Ποιος ο λογος?... Να αποκτησουμε εθνικη συνειδηση?.... Ετσι αποκταται η εθνικη συνειδηση?

Θα μπορουσαν ανετα να διοργανωνουν γιορτες με χορωδιες, σκετσακια, η οτιδηποτε αλλο θα μπορουσε να αναπτυξει και τις δημιουργικες ικανοτητες των μαθητων, αλλα το να τους αγχωνεις να παπαγαλισουν ενα κειμενο που την επομενη μερα θα το ειχαν ηδη ξεχασει, πιστευω οτι ηταν μια γελοιοτητα απο τις πολλες που υπηρχαν στα ελληνικα σχολεια των 80ς (και επειτα).

Αλλη μια ρετρο αναμνηση που δεν θυμαμαι με νοσταλγια και δεν μου λειπει.
 
Μεχρι και το Γυμνασιο εγραφα ποιηματα και μου ειχαν κολησει το ''παρατσουκλι'','' Ο Πουνεντης''...
 
Σας βγάζω το καπέλο που θυμάστε τα ποιήματα που λέγαμε στο σχολείο. Εγώ πάντως μάλλον δεν το πήγαινα και πολύ αυτό το έθιμο και αγχωνόμουν να τα μάθω. Είχα και τον πατέρα μου να περιμένει να το πω νερό...Μπρρρ
 
Στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του νηπιαγωγείου είχα πεί δύο ποιήματα και είχα παίξει τον Θεό στον Μπάρπα-Πανώφ. Εξαιρετική ερμηνεία, η μανα μου το λέει ακόμα :cool: Μέχρι πριν λίγα χρόνια θυμόμουν και τα ποιηματάκια καί τα λόγια του ρόλου μου, αλλά κάποτε τα ξέχασα.


Στο δημοτικό δεν μου έδιναν ποίημα γιατί τα έδιναν στα παιδιά που οι γονείς τους ήταν στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Κι επειδή υπήρχε μεγάλη αντιπάθεια προς την οικογένειά μου και αναγκαστικά και σ' εμένα, δεν άφηναν να μου δώσουν ποίημα. Πάντα ήθελα αλλά είπα μόνο ένα μικρό στην 6η δημοτικού στην γιορτή της 25ης Μαρτίου-εντελώς χαριστικά.


 


Τη μέρα αυτή τη δόξασε η ευχή του '21


Που ευλόγησε η Παρθένα κι εθέριεψε η γιορτή.



Την μέρα αυτή τη μύρωσαν πνοές ολόασπρων κρίνων



Των ελεύθερων Ελλήνων η αθάνατη ψυχή.



Ανάστα και ξανάδραξε τη φλόγα τη μεγάλη,



Για να φωτίσεις πάλι ψυχές που καρτερούν.






Μου αρεσε πολύ το ποιηματάκι κι έκανα πολύ συναισθηματική απαγγελεία και δεν το είπα σαν να ήταν κατάλογος σε σουβλατζίδικο. Αλλά ήταν καταστροφή. Αντί να με χειροκροτήσουν τα παιδιά με κορόϊδευαν. Απαρηγόρητη ήμουν μετά.
 
Πίσω
Μπλουζα