Φίλη spirtoulis με συγκίνησε το ποστ σου. Εμένα ο παππούς μου από τη πλευρά του μπαμπά μου ήταν μικρασιάτης και θυμάμαι το σπίτι του, που είχε πάρει το 30 με την ανταλλαγή, να έχει μια μεγάλη λεμονιά στην αυλή και αυτός να κάθεται κάτω από τη λεμονιά και να ακούει αμανέδες στο πικ απ. Το σπίτι του ήταν πολύ καθαρό,έλαμπε όπως και ο ίδιος. Το σπίτι είχε όλο πράγματα πολύ όμορφα και λαμπερά,κάποια από τη Μικρά Ασία και άλλα από τα αδέρφια του σταλμένα από την Αμερική. Είχε και τηλεόραση,μιλάμε για τις αρχές του 70, και θυμάμαι θα μουν δε θα μουν δύο χρονών που βλέπανε τον Παράξενο ταξιδιώτη κι εγώ φοβόμουν τον κύριο με τη βαλίτσα που έδειχνε.Η γυναίκα του, η γιαγιά μου, είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν και δεν τη γνώρισα.
Ο παπούς και η γιαγιά μου από τη μεριά της μαμάς μου ζούσαν στο χωριό και η χαρά μου ήταν να πάω εκεί. Το σπίτι τους από έξω είχε ένα τεράστιο άσπρο σταυρό πάνω από την πόρτα και οι πόρτες είχαν τεράστια σίδερα από μέσα που έπιανα στους τοίχους για ασφάλεια. Το κλειδί της πόρτας ήταν τεράστιο και το αφήνανε άμα έφευγαν πίσω από μια γλάστρα.Έξω στην αυλή είχε μία στέρνα και μία γούρνα για να πίνει το αλογάκι νερό. Εγώ πολλές φορές έκανα τη γούρνα πισίνα και έπαιζα με τα κουκλάκια μου με αποτέλεσμα να μην πίνει μετά το άλογο νερό και να με μαλώνουν. Ο παππούς όταν πήγαινε στα χωράφια έβαζε εμένα και την ξαδέρφη μου πάνω στο αλογάκι και μας έπαιρνε μαζί του. Θυμάμαι το σπίτι είχε μια τεράστια αίθουσα,ήταν παλιά τούρκικο σχολείο για αυτό, όπου ήταν τραπεζαρία καθιστικό και κρεβατοκάμαρα μαζί. Είχε ακόμη ένα οντά,ανώι δηλαδή, όπου είχε δύο μεταλλικά κρεβάτια και στο ένα κοιμόμουν εγώ όταν πήγαινα και έμενα αλλά άκουγα το βράδυ τον άνεμο να χτυπά το τζάμι και φοβόμουν και δεν κοιμόμουν όλη νύχτα. Το μεσημέρι η γιαγιά με κοίμιζε μαζί της στο ένα μεταλλικό κρεβάτι και επειδή δεν ήθελα να κοιμηθώ μου έλεγε ότι θα με πάρει ο Μεσημεράς αν βγω έξω στα χωράφια. Εγώ περίμενα να κοιμηθεί η γιαγιά και έφευγα από το κρεβάτι και πήγαινα να παίξω στα χωράφια αλλά πρόσεχα μην συναντήσω και το Μεσημερά, τον οποίο πολύ φοβόμουν. Η κουζίνα του σπιτιού είχε την παρασιά που έψηνε η γιαγιά και είχε και ένα κρεβάτι που κοιμόταν τα βράδια η γιαγιά. Θυμάμαι τη γιαγιά στην κουζίνα που μας υποχρέωνε να πιούμε το πρόβειο γάλα και με έπιανε να κάνω εμετό. Έξω από την πόρτα της κουζίνας είχαν ένα δοχείο με βρυσάκι που πλένονταν το πρωί.Θυμάμαι το χειμώνα πόσο κρύο ήταν εκείνο το νερό και προσπαθούσα να μην πλυθώ. Κάθε βράδυ τα καλοκαίρια μαζευόταν η γειτονιά στη μποστινή αυλή και ρεμβάζανε τα απέναντι χωριά που φαινόταν τα φώτα τους και λέγανε ιστορίες. Καθόμαστε όλοι μαζί σε ένα μεγάλο πέτρινο μπεντένι.
Φίλη spirtoulis σε ευχαριστώ που με το ποστ σου μου τα θύμησες όλα αυτά.