Juanita
Retro PaTRi@RcH
- Joined
- 23 Οκτ 2007
- Μηνύματα
- 4.263
- Αντιδράσεις
- 370
Εργασίες στο Λόφο
Ο χειμώνας ήταν βαρύς αλλά πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Οι υποχρεώσεις κράτησαν τον Άλμπερτ στο Σικάγο αφού ο Τζωρτζ θα πήγαινε στη Βαλένθια κοντά στην οικογένειά του. Στο Ορφανοτροφείο είχαν έρθει και άλλα παιδάκια, προσωρινά μέχρι να μπορέσουν οι γονείς τους να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Οι προμήθειες που έφερνε ο Άλμπερτ ήταν υπεραρκετές και για πρώτη φορά μοιράστηκαν τρόφιμα και παιχνίδια και σε φτωχές οικογένειες στα γύρω χωριά….
Η Πάττυ πέρασε τα Χριστούγεννα μαζί με τη φίλη της. Ήδη το είχαν συζητήσει και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να αναλάβει χρέη δασκάλας από την επόμενη σχολική χρονιά.
Σιγά σιγά , ο βαρύς χειμώνας έδινε τη σειρά του στην αναγέννηση της φύσης. Τότε ξεκίνησαν και οι εργασίες στο Λόφο της Πόνη. Όπως είχε υποσχεθεί ο Άλμπερτ, η μικρή κλινική χτιζόταν με γοργούς ρυθμούς. Ο κος Καρτλάιλ ανέβαινε συχνά για να επιτηρεί τους μαστόρους. Η ιδέα του κου Άρντλεϋ να χτιστεί στο κτήμα αυτό μια κλινική δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Στην αρχή δεν πίστευε στ΄αυτιά του όταν, εκείνη την ημέρα, ο μεγάλος κληρονόμος του ζητούσε νʼ αγοράσει το κτήμα που βρισκόταν το ορφανοτροφείο. Το ποσό που του πρόσφερε ήταν τεράστιο για εκείνα τα βοσκοτόπια όπως τα νόμιζε ο κος Κάρτλαιλ, ακούγοντας όμως τα σχέδια για την κλινική ενθουσιάστηκε.
Στα γύρω χωριά κατοικούσαν φτωχοί κατά κύριο λόγο άνθρωποι. Αγρότες και εργάτες οι τυχεροί που μπορούσαν να δουλέψουν για λίγα χρήματα. Η ζωή κυλούσε ήρεμα, κάνοντας το συνηθισμένο της κύκλο: άνθρωποι έρχονταν στον κόσμο για να μεγαλώσουν, να κάνουν παιδιά με τη σειρά τους και ν΄ αναπαυθούν ειρηνικά μια μέρα.
Ζώντας μέσα στη φύση είχαν μάθει αρκετά από τα μυστικά της. Απλές αρρώστιες, κρυολογήματα, τσιμπήματα εντόμων αντιμετωπίζονταν με διάφορα βοτάνια από τους παλαιότερους που περνούσαν στα παιδιά τους τη γνώση για το φαρμακείο της φύσης.
Ήταν όμως ανυπεράσπιστοι στις αρρώστιες που χρειάζονταν ιδιαίτερη θεραπεία ή εγχείρηση καμιά φορά. Πόσοι άνθρωποι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους από μια απλή σκωληκοειδίτιδα, από ένα βαρύ κρυολόγημα ή από ένα ατύχημα στα χωράφια που εξελίχθηκε σε γάγγραινα. Για να μεταφερθεί κάποιος στο κοντινότερο νοσοκομείο χρειαζόταν μεταφορικό μέσο που σπάνια διέθεταν οι χωρικοί και ήταν αρκετές ώρες μακριά.
Μια μικρή κλινική με μια διπλωματούχο νοσοκόμα και έναν γιατρό που θα τους επισκεπτόταν 1-2 φορές την εβδομάδα, θα τους έλυνε πολλά προβλήματα. Ακόμα και οι εργάτες του, σκέφτηκε ο κος Καρτλάιλ, είχαν συχνά πυκνά ανάγκη να δουν έναν γιατρό.
Το έργο λοιπόν έπρεπε να προχωρήσει και αφού ο κος Άρντλεϋ είχε ήδη τα σχέδια στα χέρια του όλοι θα βοηθούσαν ώστε να τελειώσει μια ώρα γρηγορότερα.
Οι μέρες άρχισαν να ζεσταίνουν και τα παιδιά πήγαιναν καθημερινά για πικ νικ ή και για μπάνιο τα πιο τολμηρά στο ποτάμι με την Κάντυ την αδερφή Πόνυ και την κα Μαρία. Στο κάτω - κάτω έπρεπε να αφήνουν και τους εργάτες ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους. Τα πιτσιρίκια ζουζούνιζαν περίεργα γύρω από το εργοτάξιο και παραμόνευε ο κίνδυνος ατυχήματος.
Ο Άλμπερτ ανέβαινε σχεδόν κάθε απόγευμα στο λόφο. Για το γάμο τους γνώριζαν μόνο η κα Πόνυ η αδερφή Μαρία και ο Τζωρτζ που έσπευσε αμέσως στο λόφο να τους ευχηθεί για την ώρα την καλή.
Η Κάντυ δεν ήθελε να γνωστοποιηθεί ο γάμος ακόμη παρά τις αντιρρήσεις του Άλμπερτ. Για κάποιον αδιόρατο λόγο ήθελε να γίνουν όλα στον καιρό τους και ούτως ή άλλως θα αργούσε να γίνει. Μέχρι τότε, ήθελε νααποφύγει την επαφή με μέλη της οικογένειας που ήξερε πως δε θα ενθουσιάζονταν με την απόφαση του Άλμπερτ.
Λίγο πριν ή μετά το γάμο του Τζωρτζ, θα έφευγαν για το πρώτο τους ταξίδι. Η προοπτική να ταξιδέψει με τον Άλμπερτ στη Φλόριντα την ενθουσίαζε. θα πήγαιναν για δουλειές αν και η Κάντυ σίγουρα δε θα αναπλήρωνε το κενό του Τζωρτζ… Τα πρωινά θα ήταν μόνη της αλλά μόλις τελείωνε ο Άλμπερτ θα έτρεχε κοντά της. Ήθελε τόσο να περπατήσουν πλάι πλάι όπως παλαιότερα στο Σικάγο. Και τα βράδια, νʼ αγναντεύουν τη θέα από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου χωμένη μέσα στην αγκαλιά του. Ενδεχομένως να έβλεπε και την Πάττυ. Είχαν ειδωθεί πριν λίγες μέρες στο ετήσιο μνημόσυνο του Στήαρ αλλά μια συνάντηση στη Φλόριντα θα ήταν διαφορετική φάση…
Για την ώρα, ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν άκουγε τα παιδιά που την καλούσαν στο παιχνίδι. Είχε δυό μέρες να δει τον Άλμπερτ και το βράδυ ήταν αρκετές ώρες μπροστά. Κοίταξε τον ήλιο… Τέτοια ώρα θα έπρεπε να είχε γυρίσει από την πόλη… Να του έκανε έκπληξη;;; Να πήγαινε να τον βρει;;; Θυμήθηκε πως της είχε πει για το δρόμο που έβγαζε από το λόφο στο αρχοντικό κοντά στη λίμνη. Άραγε θα το έβρισκε εύκολα;;; Ήταν σίγουρη… Σε λίγη ώρα θα βρισκόταν κοντά στον Άλμπερτ της…
Το μονοπάτι βρέθηκε εύκολα…. Πως και δεν το είχε δει τόσο καιρό;;; Πόσο γρηγορότερα μπορούσε να φτάσει στον Άλμπερτ από εδώ αντί να υπομένει καρτερικά με τις ώρες στο αυτοκίνητο ή την άμαξα… Ξεκίνησε διστακτικά μην ξέροντας κατά πού βρισκόταν το σπιτάκι της λίμνης. Για την Κάντυ ήταν εύκολα… Πότε περπατώντας, πότε πηδώντας από το ένα κλαδί στο άλλο, η σκέψη να ξαναδεί γρήγορα τον Άλμπερτ έδινε στα πόδια της φτερά…
Στο τέλος του μονοπατιού στραφτάλιζε η λίμνη… Η ίδια μικρή λιμνούλα που είχε τις προάλλες δει τον Άλμπερτ… Άραγε να ήταν εκεί;;; Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά… Πέρασε από την άλλη πλευρά για να πάει στο σπιτάκι… Οι εργάτες είχαν σταματήσει για σήμερα… Στη στροφή για το αρχοντικό έπεσε πάνω στον Άλμπερτ…
- Κάντυ;;;;
Ο νεαρός άντρας δεν πίστευε στα μάτια του… Σκονισμένη αλλά χαρούμενη η Κάντυ βρισκόταν μπροστά του. Το μουτράκι της θύμιζε σκανδαλιάρικο παιδί που χαίρεται για την αταξία που μόλις έκανε. Πόσο λάτρευε το χαμόγελό της…
- Άλμπερτ… ε… ήθελα να βρω το μονοπάτι που μου έλεγες… και δεν κατάλαβα πως…
Κοκκίνισε.. τι τα ήθελε τα ψέμματα αφού δεν μπορούσε να κρυφτεί… Ο Άλμπερτ γέλασε…
- Θα ερχόμουν σε λίγο στο λόφο… ήθελα πρώτα να ρίξω μια βουτιά στη λίμνη… Την είδες Κάντυ, ε;;;
Στα μάτια της ήρθε η εικόνα του Άλμπερτ να λιάζεται ξαπλωμένος στο βράχο…
- Ε… εγώ… κοκκίνισε ακόμη περισσότερο…
Ο Άλμπερτ χαμογέλασε… Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση…
- Τι λες;;; Έρχεσαι μαζί μου ή θέλεις να με περιμένεις στο σπίτι;;; Ο Τζωρτζ δεν έχει γυρίσει ακόμη…
- Ε… θα έρθω μαζί σου…
Στη λίμνη ο Πούπε έπαιζε με ένα σκιουράκι… Λίγο παραπέρα δύο ελαφάκια έπιναν διψασμένα δροσερό νερό προτού να χαθούν στο δάσος. Ο Άλμπερτ κάθισε στο βράχο προσκαλώντας την Κάντυ να καθίσει κοντά του. Η μικρή δίστασε… Ένιωθε περίεργα. Ενώ ήθελε τόσα να πει στον Άλμπερτ δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει… Προτίμησε να σταθεί όρθια, αμίλητη κρατώντας τα μάτια χαμηλά… Βαθιά μέσα της αποζητούσε ένα φιλί του και το χάδι του στα μαλλιά της… Αλλά… δεν ήξερε πώς να τα πει αυτά στον Άλμπερτ… Και όσο τα σκεφτόταν τόσο περισσότερο κοκκίνιζε.
Ο Άλμπερτ την τράβηξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε τα μαλλιά… Καταλάβαινε την αμηχανία της. Η Κάντυ σφίχτηκε περισσότερο… Της ανασήκωσε το πρόσωπο και την κοίταξε βαθιά στα μάτια… Δε χρειαζόταν να της πει πως μπορούσε να του έχει εμπιστοσύνη… Δε θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα…
Χαμήλωσε τα χείλη του και ακούμπησε απαλά το μέτωπό της. Ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά για να την καθησυχάσει. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε απαλά την πλάτη…
Το χάδι του τη χαλάρωνε… Ξέσφιξε τις παλάμες της που είχαν αρχίσει να ιδρώνουν και τα ακούμπησε απαλά στην πλάτη του. Τον χάιδευε και εκείνη στο δικό του ρυθμό.
Ανασήκωσε το πηγούνι της και τη φίλησε απαλά στα χείλη… Η Κάντυ του ανταπέδωσε το φιλί αμήχανα και βεβιασμένα… Τα χείλη του αναζήτησαν ξανά τα δικά της και το στόμα της άνοιξε απαλά. Ο Άλμπερτ άρχισε να εξερευνά το εσωτερικό τους απαλά στην αρχή, πιο έντονα μετά… Παραμέρισε με το χέρι του τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και κατεύθυνε το στόμα του στο λοβό του αυτιού της. Την Κάντυ την πλημμύριζε μια ανεξήγητη ζεστασιά.
Τα χάδια του έγιναν πιο τολμηρά… Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της από το φουστάνι της… Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η Κάντυ πιο κόκκινη από ποτέ άφηνε το λάγνο βλέμμα του Άλμπερτ να κυλά στο σώμα της… Την πήρε στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε στην αμμουδιά.
Άρχισε να τη φιλάει γλυκά σε όλο της το σώμα… Με τη γλώσσα του εξερευνούσε κάθε πτυχή του κορμιού της κάνοντας τη μικρή να βγάζει ακατάληπτες κραυγούλες. Για την Κάντυ, αυτό το ταξίδι στις αισθήσεις ήταν πρωτόγνωρο…και… και δεν ήθελε να έχει επιστροφή… Ήξερε τι θα συνέβαινε αν προχωρούσε ο Άλμπερτ μόνο που… δεν είχε κανέναν ενδοιασμό γι αυτό.
Η ανάσα και των δύο έβγαινε λαχανιασμένα και ο ρυθμός διαρκώς δυνάμωνε… Τα επιδέξια χέρια του χάιδευαν άλλοτε βίαια και άλλοτε απαλά την Κάντυ. Τα σώμα της γινόταν τεντωμένο τόξο στα χάδια του Άλμπερτ και η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της σαν τρελή… Ένιωθε τον κόσμο να διαλύεται… να χάνεται γύρω της, μέχρι που…
Η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει στον τελευταίο σπασμό… Η ένταση τόσων ημερών που ήθελε να αγγίξει τον Άλμπερτ επιτέλους έφευγε από πάνω της, γινόταν ποταμός που κυλούσε ορμητικά έξω από το σώμα της… Σιγά σιγά η ανάσα της επανερχόταν στα φυσιολογικά όπως και οι χτύποι της καρδιά της. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε παράξενα τον Άλμπερτ…
Τι;;; τι της είχε συμβεί;;; Τι είχε κάνει ο Άλμπερτ… αφού δεν… Ο Άλμπερτ δεν είχε προχωρήσει όπως περίμενε η Κάντυ…
Της χάιδεψε τα μαλλιά προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβη νωρίτερα μεταξύ τους. Συγκράτησε τον εαυτό του τελευταία στιγμή. Η Κάντυ δεν θα γινόταν ερωμένη του όσο και να το ήθελαν και οι δύο. Ο γάμος τους ήταν θέμα λίγων μηνών πιά… Είχε αντέξει περισσότερο χρόνο χωρίς ένα γυναικείο χάδι. Δε θα υπέκυπτε τώρα στις ανάγκες του κορμιού του. Κοίταξε την Κάντυ. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως η μικρή έκλαιγε σιωπηλά…
- Τι συμβαίνει μωρό μου; Με τα ακροδάχτυλά του προσπάθησε να της σκουπίσει τα δάκρυα. Να με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σου κάνω κάτι που να σε φέρει σε δύσκολη θέση…
- Εγώ… Άλμπερτ δεν…
Ήταν η πρώτη φορά που η Κάντυ βίωνε τέτοια συναισθήματα. Δεν ντρεπόταν για τη γύμνια του κορμιού της όσο την κρατούσε αγκαλιά του ο Άλμπερτ και τη φιλούσε. Τώρα όμως ένιωθε πως είχε ξεγυμνωθεί και η ψυχή της μπροστά του. Και το κακό είναι πως δεν μπόρεσε να κρατήσει το ελάχιστο σαν παρακαταθήκη για μια δύσκολη στιγμή… Προσπάθησε να κρύψει με τα ρούχα της τα γυμνά της σημεία…
Ο Άλμπερτ της πήρε τα ρούχα από το χέρι, τη σήκωσε απαλά στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη. Μπήκε μέσα εξακολουθώντας να την κρατάει αγκαλιά. νιώθοντας το κορμάκι της να τρέμει. Το νερό λειτούργησε καθαρτικά για το σώμα και την ψυχή τους. Δεν τους άφησε το παραμικρό σημάδι αμφιβολίας. Ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και δεν είχαν λόγο να ντρέπονται γι αυτό.
Όταν η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ είδε τον ήλιο να καθρεφτίζεται στα μάτια του όπως ακριβώς στη λίμνη γύρω τους...
Χαμήλωσε τα χείλη του και ακούμπησε απαλά το μέτωπό της. Ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά για να την καθησυχάσει. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε απαλά την πλάτη…
Το χάδι του τη χαλάρωνε… Ξέσφιξε τις παλάμες της που είχαν αρχίσει να ιδρώνουν και τα ακούμπησε απαλά στην πλάτη του. Τον χάιδευε και εκείνη στο δικό του ρυθμό.
Ανασήκωσε το πηγούνι της και τη φίλησε απαλά στα χείλη… Η Κάντυ του ανταπέδωσε το φιλί αμήχανα και βεβιασμένα… Τα χείλη του αναζήτησαν ξανά τα δικά της και το στόμα της άνοιξε απαλά. Ο Άλμπερτ άρχισε να εξερευνά το εσωτερικό τους απαλά στην αρχή, πιο έντονα μετά… Παραμέρισε με το χέρι του τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και κατεύθυνε το στόμα του στο λοβό του αυτιού της. Την Κάντυ την πλημμύριζε μια ανεξήγητη ζεστασιά.
Τα χάδια του έγιναν πιο τολμηρά… Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της από το φουστάνι της… Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η Κάντυ πιο κόκκινη από ποτέ άφηνε το λάγνο βλέμμα του Άλμπερτ να κυλά στο σώμα της… Την πήρε στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε στην αμμουδιά.
Άρχισε να τη φιλάει γλυκά σε όλο της το σώμα… Με τη γλώσσα του εξερευνούσε κάθε πτυχή του κορμιού της κάνοντας τη μικρή να βγάζει ακατάληπτες κραυγούλες. Για την Κάντυ, αυτό το ταξίδι στις αισθήσεις ήταν πρωτόγνωρο…και… και δεν ήθελε να έχει επιστροφή… Ήξερε τι θα συνέβαινε αν προχωρούσε ο Άλμπερτ μόνο που… δεν είχε κανέναν ενδοιασμό γι αυτό.
Η ανάσα και των δύο έβγαινε λαχανιασμένα και ο ρυθμός διαρκώς δυνάμωνε… Τα επιδέξια χέρια του χάιδευαν άλλοτε βίαια και άλλοτε απαλά την Κάντυ. Τα σώμα της γινόταν τεντωμένο τόξο στα χάδια του Άλμπερτ και η καρδιά της χτυπούσε στο στήθος της σαν τρελή… Ένιωθε τον κόσμο να διαλύεται… να χάνεται γύρω της, μέχρι που…
Η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει στον τελευταίο σπασμό… Η ένταση τόσων ημερών που ήθελε να αγγίξει τον Άλμπερτ επιτέλους έφευγε από πάνω της, γινόταν ποταμός που κυλούσε ορμητικά έξω από το σώμα της… Σιγά σιγά η ανάσα της επανερχόταν στα φυσιολογικά όπως και οι χτύποι της καρδιά της. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε παράξενα τον Άλμπερτ…
Τι;;; τι της είχε συμβεί;;; Τι είχε κάνει ο Άλμπερτ… αφού δεν… Ο Άλμπερτ δεν είχε προχωρήσει όπως περίμενε η Κάντυ…
Της χάιδεψε τα μαλλιά προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβη νωρίτερα μεταξύ τους. Συγκράτησε τον εαυτό του τελευταία στιγμή. Η Κάντυ δεν θα γινόταν ερωμένη του όσο και να το ήθελαν και οι δύο. Ο γάμος τους ήταν θέμα λίγων μηνών πιά… Είχε αντέξει περισσότερο χρόνο χωρίς ένα γυναικείο χάδι. Δε θα υπέκυπτε τώρα στις ανάγκες του κορμιού του. Κοίταξε την Κάντυ. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως η μικρή έκλαιγε σιωπηλά…
- Τι συμβαίνει μωρό μου; Με τα ακροδάχτυλά του προσπάθησε να της σκουπίσει τα δάκρυα. Να με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σου κάνω κάτι που να σε φέρει σε δύσκολη θέση…
- Εγώ… Άλμπερτ δεν…
Ήταν η πρώτη φορά που η Κάντυ βίωνε τέτοια συναισθήματα. Δεν ντρεπόταν για τη γύμνια του κορμιού της όσο την κρατούσε αγκαλιά του ο Άλμπερτ και τη φιλούσε. Τώρα όμως ένιωθε πως είχε ξεγυμνωθεί και η ψυχή της μπροστά του. Και το κακό είναι πως δεν μπόρεσε να κρατήσει το ελάχιστο σαν παρακαταθήκη για μια δύσκολη στιγμή… Προσπάθησε να κρύψει με τα ρούχα της τα γυμνά της σημεία…
Ο Άλμπερτ της πήρε τα ρούχα από το χέρι, τη σήκωσε απαλά στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς τη λίμνη. Μπήκε μέσα εξακολουθώντας να την κρατάει αγκαλιά. νιώθοντας το κορμάκι της να τρέμει. Το νερό λειτούργησε καθαρτικά για το σώμα και την ψυχή τους. Δεν τους άφησε το παραμικρό σημάδι αμφιβολίας. Ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και δεν είχαν λόγο να ντρέπονται γι αυτό.
Όταν η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ είδε τον ήλιο να καθρεφτίζεται στα μάτια του όπως ακριβώς στη λίμνη γύρω τους...
Η νύχτα είχε ήδη πέσει όταν ο Άλμπερτ γύρισε την Κάντυ στο ορφανοτροφείο. Οι εργάτες είχαν φύγει από νωρίς και τα παιδιά είχαν πέσει για ύπνο. Το λιγοστό φως έδειχνε πως η κα Πόνυ με την αδερφή Μαρία ήταν ακόμη ξύπνιες. Θα προγραμμάτιζαν τις δουλειές για την επόμενη μέρα. Η Κάντυ ήθελε να πάει κατευθείαν στο δωμάτιό της. Ήταν σίγουρη πως μια ματιά στο πρόσωπό της θα πρόδιδε όσα έζησε με τον Άλμπερτ νωρίτερα.
Ο Άλμπερτ διάβασε την ανησυχία της. Αισθάνθηκε άσχημα… δεν είχε δικαίωμα να φερθεί έτσι στην Κάντυ ακόμα και αν ένιωθε πως η μικρή ανταποκρινόταν στα χάδια του. Τον δικό του πόθο μπορούσε να τον κατευνάσει αλλά με τη μικρή ήταν αλλιώς…
- Κάντυ… σου υπόσχομαι πως δε θα ξανασυμβεί τίποτα μεταξύ μας μέχρι την ημέρα του γάμου μας… Λυπάμαι πολύ αν σε έφερα σε δύσκολη θέση σήμερα…
- Άλμπερτ… εγώ…
Ένιωσε την Κάντυ δίπλα του να χαμηλώνει το βλέμμα και να γίνεται κατακόκκινη. Πήρε το χέρι της και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δάχτυλά της…
- Στο υπόσχομαι Κάντυ…
Η Κάντυ τον καληνύχτισε γρήγορα και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Σχεδόν δε μίλησε στις μαμάδες της που κοίταξαν απορημένες το σίφουνα που μόλις πέρασε…
Κοίταζε αφηρημένη το ταβάνι… Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα πέρασε… Στο μυαλό της έφερνε το απόγευμα που είχε περάσει στην αγκαλιά του Άλμπερτ. Νόμιζε πως θα ντρεπόταν αλλά όχι… Δεν ήταν ντροπή αυτό που ένιωθε… Ο Άλμπερτ της είπε πως μέχρι το γάμο τους δεν θα την άγγιζε ξανά… Ήταν αυτό όμως που ήθελε;;; Έφερε πάλι στο μυαλό της κάθε του φιλί κάθε του άγγιγμα. Το σώμα της την πονούσε. Αποζητούσε τον άντρα που της χάρισε εκείνες τις στιγμές πάθους νωρίτερα να τη λυτρώσει ξανά… Ποτέ της δεν πίστευε πως το σώμα της έκρυβε τόσα μυστικά…
Ο ύπνος την πήρε γλυκά στην αγκαλιά του μέχρι το ξημέρωμα…
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: