tantalos
Retro Member
- Joined
- 26 Ιαν 2009
- Μηνύματα
- 180
- Αντιδράσεις
- 27
Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη για το μέγεθος του Post. Ευχαριστώ,επίσης, προκαταβολικά το Retromaniax που μου δίνει την αφορμή άλλά και το βήμα για την παρακάτω… ‘εξομολόγηση’, που τόσα χρόνια έχω μέσα μου και ποτέ δεν βρήκα την ευκαιρία να την κάνω.
Τελη δεκαετιας ‘80-αρχές δεκαετίας ‘90. Στα 12 μου χρόνια, έχω την «τιμή» να αποκτήσω τον πρώτο μου υπολογιστή, τον Amstrad 1512 με CGA οθόνη. Ανάμεσα στα πρώτα παιχνίδια που εμφανίστηκαν δίπλα του ήταν και το King’s Quest III.
Θυμάμαι, όταν πήγα με τον πατέρα μου στο «κομπιουτεράδικο» της γειτονιάς (στην Αλεξανδρούπολη), αναζητώντας κάποιο παιχνίδι, ο ιδιοκτήτης μας σύστησε δύο παιχνίδια. Το ‘Frogger’ (επίσης της Sierra) και το ‘King’s Quest III’. Ένα παιχνίδι που ‘διαφέρει από τα άλλα, αφού ο παίκτης πρέπει να δίνει εντολές στα Αγγλικά, προκειμένου να προχωρεί στο παιχνίδι!’. Η σύντομη παρουσίαση του παιχνιδιού έγινε σε έναν υπολογιστή «Tulip» (καλά τον θυμάμαι; ) με EGA. Ενθουσιασμένοι γιος και πατέρας (ο μεν πρώτος για τα ωραία, πολύχρωμα γραφικά του – ο δε δεύτερος που ήλπιζε ότι παράλληλα με τη διασκέδαση ο γιος του θα εξασκούσε τα αγγλικά του), αγοράζουν το παιχνίδι και γυρνάνε στο σπίτι.
Στον Amstrad, το παιχνίδι ξεκινάει σε ασπρόμαυρο (ελέω CGA) και εναλλάσσεται με το έγχρωμο έπειτα από αρκετό… ψάξιμο, πατώντας Ctrl+R ( ; ). Η διαφορά στα γραφικά, εμφανής. Ο πατέρας μου ψιλοφορτώνει (νομίζοντας ότι μας κορόιδεψαν!), εγώ όμως είμαι ήδη χαμένος στον κόσμο του Gwydion.
Για αρκετές μέρες, δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα. Συνεπαρμένος από το μουσικό θέμα της εισαγωγής , έπαιρνα τον Gwydion κάθε μέρα και τον έφερνα βόλτες στο σπίτι του Manannan, με τον μάγο να με μεταφέρει από το ένα δωμάτιο στο άλλο για δουλειές, χωρίς να παίρνω χαμπάρι τι γίνεται. Μέχρι που ένας φίλος, μεγαλύτερος ηλικιακά και αναγνώστης του Pixel, με έβγαλε από το ‘σκοτάδι’, όταν πληροφορήθηκε για την αγορά μου αυτή. Ήρθε στο σπίτι και άρχισε να μου δείχνει τι δυνατότητες έχει το παιχνίδι : «Γράφεις ‘LOOK’ και σου βγάζει περιγραφή του χώρου!». Eκστασιάστηκα. Αυτό το «It’s just as it appears» είχα βαρεθεί να το βλέπω. «Βαρεθεί»… τρόπος του λέγειν. Είχα μάθει απ’ έξω την κάθε γωνιά του σπιτιού, το κάθε αντικείμενο, και όλο και ‘σκαλιζα’ παραπάνω το παιχνίδι… Καταλαβαίνετε το συναίσθημα. «Ζούσα» στον κόσμο του Gwydion, από τη στιγμή που ξεκινούσα να παίζω μέχρι που σταματούσα.
Σιγά σιγά ξεθάρρεψα. Άρχισα να φεύγω από το σπίτι, όταν διαπίστωσα πως από το 5ο ως το 30ο λεπτό της δράσης ο Manannan έλειπε σε ταξίδι. Εκεί, έχασα τη μπάλλα. Βόλτες στο δάσος, στην έρημο, στη σπηλιά της αράχνης. Στο σπίτι με την οικογένεια των αρκούδων. Στο μαγαζί και στην ταβέρνα, στο λιμάνι. Στα ξέφωτα. Τριγύριζα την κάθε οθόνη ξανά και ξανά, κοιτώντας τα πάντα. Μάζευα αντικείμενα. Μιλούσα στον κόσμο. «Ρουφούσα» κάθε τι καινούριο που μου πρόσφερε το παιχνίδι. Ακόμα και όταν δεν έπαιζα, σκεφτόμουν ποιο άλλο μέρος θα μπορούσα να επισκεφθώ, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω…
…και, δύο ήταν τα μεγάλα παράπονα που είχα. Το πρώτο, ότι μετά το 30ο λεπτό, όταν δλδ. γυρνούσε ο Manannan, πάντοτε έχανα καθότι κουβαλούσα πάνω μου «μαγικά» αντικείμενα. Το δεύτερο, ότι δεν χρησιμοποιούσα ποτέ την 3η δισκέττα του παιχνιδιού! Το παιχνίδι, βλέπετε, ήταν 3 δισκέτες των 5 ¼”. Η τρίτη δισκέτα ήταν απαραίτητη όταν έμπαινες στο πλοίο των πειρατών - κάτι που προφανώς, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχα καταφέρει – και είχα σκάσει να μάθω τι τοποθεσίες και χαρακτήρες «κρύβονται» μέσα της.
Λίγο καιρό μετά το PIXEL δημοσίευσε τη λύση του Κing’s Quest IIΙ. Εκεί ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με τον Αντρέα Τσουρινάκη, στον οποίο και αποφάσισα να γράψω, όταν βρήκα τα… σκούρα. Αιτία; Μα φυσικά – τι άλλο – το βιβλίο του Manannan στο υπόγειο. Αγνοούσα εντελώς την ύπαρξη manual (Manual? Τι είναι αυτό;;; ). Επαρχία γαρ… Για original παιχνίδια , ούτε λόγος. Γράμμα, λοιπόν, στον κ. Τσουρινάκη και απορία… «Γιατί στο βιβλίο του Μάγου το παιχνίδι δεν προχωράει;;;». Ευγενέστατος ο κ. Τσουρινάκης μου απάντησε πως θα πρέπει να έχω στην κατοχή μου το πρωτότυπο παιχνίδι , αφού μαζί του θα έβρισκα και το manual …
Ψάξε-ρώτα-παρακάλα δεξιά και αριστερά, έφτασε το manual στα χέρια μου. Προχώρησα το παιχνίδι, πέρασα – επιτέλους – στην τρίτη δισκέτα, έφτασα στο Daventry, και τελικά το ολοκλήρωσα.
Οι αναμνήσεις μου όμως από τις ατελείωτες… πεζοπορίες μου, στο Llewdor, νομίζω πως δε σβηστούν ποτέ. Νομίζω ότι κανένα άλλο adventure – ή παιχνίδι, εν γένει – δε μου έχει προκαλέσει τέτοια συναισθήματα. Μόνο και μόνο για αυτό τον λόγο αγόρασα από το E-Bay την Original συσκευασία του, ως… «φόρο τιμής» στα όσα μου προσέφερε εκείνα τα χρόνια. Μπορεί να σας φαίνεται χαζό ή γελοίο, αλλά συγκινήθηκα όταν, μέσω της Infamous adventures , ήρθα σε σύντομη – έστω – επαφή με ανθρώπους που λάτρεψαν το KQ3, όπως εγώ.
Θα μπορούσα να γράφω αράδες για την κάθε τοποθεσία του KQ3, όμως ήδη έχω καταχραστεί τον χώρο του forum.
Τα χαιρετίσματα μου σε όλους όσους έχουν νιώσει έτσι εξαιτίας ενός και μόνο παιχνιδιού , συναισθήματα που αν δε τα βιώσεις, είναι πραγματικά αδύνατο να τα κατανοήσεις…
Τελη δεκαετιας ‘80-αρχές δεκαετίας ‘90. Στα 12 μου χρόνια, έχω την «τιμή» να αποκτήσω τον πρώτο μου υπολογιστή, τον Amstrad 1512 με CGA οθόνη. Ανάμεσα στα πρώτα παιχνίδια που εμφανίστηκαν δίπλα του ήταν και το King’s Quest III.
Θυμάμαι, όταν πήγα με τον πατέρα μου στο «κομπιουτεράδικο» της γειτονιάς (στην Αλεξανδρούπολη), αναζητώντας κάποιο παιχνίδι, ο ιδιοκτήτης μας σύστησε δύο παιχνίδια. Το ‘Frogger’ (επίσης της Sierra) και το ‘King’s Quest III’. Ένα παιχνίδι που ‘διαφέρει από τα άλλα, αφού ο παίκτης πρέπει να δίνει εντολές στα Αγγλικά, προκειμένου να προχωρεί στο παιχνίδι!’. Η σύντομη παρουσίαση του παιχνιδιού έγινε σε έναν υπολογιστή «Tulip» (καλά τον θυμάμαι; ) με EGA. Ενθουσιασμένοι γιος και πατέρας (ο μεν πρώτος για τα ωραία, πολύχρωμα γραφικά του – ο δε δεύτερος που ήλπιζε ότι παράλληλα με τη διασκέδαση ο γιος του θα εξασκούσε τα αγγλικά του), αγοράζουν το παιχνίδι και γυρνάνε στο σπίτι.
Στον Amstrad, το παιχνίδι ξεκινάει σε ασπρόμαυρο (ελέω CGA) και εναλλάσσεται με το έγχρωμο έπειτα από αρκετό… ψάξιμο, πατώντας Ctrl+R ( ; ). Η διαφορά στα γραφικά, εμφανής. Ο πατέρας μου ψιλοφορτώνει (νομίζοντας ότι μας κορόιδεψαν!), εγώ όμως είμαι ήδη χαμένος στον κόσμο του Gwydion.
Για αρκετές μέρες, δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα. Συνεπαρμένος από το μουσικό θέμα της εισαγωγής , έπαιρνα τον Gwydion κάθε μέρα και τον έφερνα βόλτες στο σπίτι του Manannan, με τον μάγο να με μεταφέρει από το ένα δωμάτιο στο άλλο για δουλειές, χωρίς να παίρνω χαμπάρι τι γίνεται. Μέχρι που ένας φίλος, μεγαλύτερος ηλικιακά και αναγνώστης του Pixel, με έβγαλε από το ‘σκοτάδι’, όταν πληροφορήθηκε για την αγορά μου αυτή. Ήρθε στο σπίτι και άρχισε να μου δείχνει τι δυνατότητες έχει το παιχνίδι : «Γράφεις ‘LOOK’ και σου βγάζει περιγραφή του χώρου!». Eκστασιάστηκα. Αυτό το «It’s just as it appears» είχα βαρεθεί να το βλέπω. «Βαρεθεί»… τρόπος του λέγειν. Είχα μάθει απ’ έξω την κάθε γωνιά του σπιτιού, το κάθε αντικείμενο, και όλο και ‘σκαλιζα’ παραπάνω το παιχνίδι… Καταλαβαίνετε το συναίσθημα. «Ζούσα» στον κόσμο του Gwydion, από τη στιγμή που ξεκινούσα να παίζω μέχρι που σταματούσα.
Σιγά σιγά ξεθάρρεψα. Άρχισα να φεύγω από το σπίτι, όταν διαπίστωσα πως από το 5ο ως το 30ο λεπτό της δράσης ο Manannan έλειπε σε ταξίδι. Εκεί, έχασα τη μπάλλα. Βόλτες στο δάσος, στην έρημο, στη σπηλιά της αράχνης. Στο σπίτι με την οικογένεια των αρκούδων. Στο μαγαζί και στην ταβέρνα, στο λιμάνι. Στα ξέφωτα. Τριγύριζα την κάθε οθόνη ξανά και ξανά, κοιτώντας τα πάντα. Μάζευα αντικείμενα. Μιλούσα στον κόσμο. «Ρουφούσα» κάθε τι καινούριο που μου πρόσφερε το παιχνίδι. Ακόμα και όταν δεν έπαιζα, σκεφτόμουν ποιο άλλο μέρος θα μπορούσα να επισκεφθώ, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω…
…και, δύο ήταν τα μεγάλα παράπονα που είχα. Το πρώτο, ότι μετά το 30ο λεπτό, όταν δλδ. γυρνούσε ο Manannan, πάντοτε έχανα καθότι κουβαλούσα πάνω μου «μαγικά» αντικείμενα. Το δεύτερο, ότι δεν χρησιμοποιούσα ποτέ την 3η δισκέττα του παιχνιδιού! Το παιχνίδι, βλέπετε, ήταν 3 δισκέτες των 5 ¼”. Η τρίτη δισκέτα ήταν απαραίτητη όταν έμπαινες στο πλοίο των πειρατών - κάτι που προφανώς, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχα καταφέρει – και είχα σκάσει να μάθω τι τοποθεσίες και χαρακτήρες «κρύβονται» μέσα της.
Λίγο καιρό μετά το PIXEL δημοσίευσε τη λύση του Κing’s Quest IIΙ. Εκεί ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με τον Αντρέα Τσουρινάκη, στον οποίο και αποφάσισα να γράψω, όταν βρήκα τα… σκούρα. Αιτία; Μα φυσικά – τι άλλο – το βιβλίο του Manannan στο υπόγειο. Αγνοούσα εντελώς την ύπαρξη manual (Manual? Τι είναι αυτό;;; ). Επαρχία γαρ… Για original παιχνίδια , ούτε λόγος. Γράμμα, λοιπόν, στον κ. Τσουρινάκη και απορία… «Γιατί στο βιβλίο του Μάγου το παιχνίδι δεν προχωράει;;;». Ευγενέστατος ο κ. Τσουρινάκης μου απάντησε πως θα πρέπει να έχω στην κατοχή μου το πρωτότυπο παιχνίδι , αφού μαζί του θα έβρισκα και το manual …
Ψάξε-ρώτα-παρακάλα δεξιά και αριστερά, έφτασε το manual στα χέρια μου. Προχώρησα το παιχνίδι, πέρασα – επιτέλους – στην τρίτη δισκέτα, έφτασα στο Daventry, και τελικά το ολοκλήρωσα.
Οι αναμνήσεις μου όμως από τις ατελείωτες… πεζοπορίες μου, στο Llewdor, νομίζω πως δε σβηστούν ποτέ. Νομίζω ότι κανένα άλλο adventure – ή παιχνίδι, εν γένει – δε μου έχει προκαλέσει τέτοια συναισθήματα. Μόνο και μόνο για αυτό τον λόγο αγόρασα από το E-Bay την Original συσκευασία του, ως… «φόρο τιμής» στα όσα μου προσέφερε εκείνα τα χρόνια. Μπορεί να σας φαίνεται χαζό ή γελοίο, αλλά συγκινήθηκα όταν, μέσω της Infamous adventures , ήρθα σε σύντομη – έστω – επαφή με ανθρώπους που λάτρεψαν το KQ3, όπως εγώ.
Θα μπορούσα να γράφω αράδες για την κάθε τοποθεσία του KQ3, όμως ήδη έχω καταχραστεί τον χώρο του forum.
Τα χαιρετίσματα μου σε όλους όσους έχουν νιώσει έτσι εξαιτίας ενός και μόνο παιχνιδιού , συναισθήματα που αν δε τα βιώσεις, είναι πραγματικά αδύνατο να τα κατανοήσεις…