Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι (γερμ. Das Cabinet des Dr. Caligari, αγγλ. The Cabinet of Dr. Caligari) είναι γερμανικό ασπρόμαυρο
εξπρεσιονιστικό έργο του
βωβού κινηματογράφου του 1920. Θεωρείται ως έργο-ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου και ειδικότερα του κινήματος του
γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Πλοκή
Κάποτε σε ένα πανηγύρι εμφανίζεται ένας πλανόδιος
μάγος, ο Δρ. Καλιγκάρι που στην σκηνή του έχει ένα
μέντιουμ, τον
υπνοβάτη Τσέζαρε (Cesare, Καίσαρας) που βρίσκεται σε διαρκή λήθη εδώ και 25 χρόνια. Ο μάγος δίνει παραστάσεις, στις οποίες ξυπνάει τον υπνοβάτη για να απαντήσει στις ερωτήσεις του έκθαμβου κοινού. Ένας από τους θεατές τον ρωτάει: «Πόσο θα ζήσω ακόμα;» και ο Τσέζαρε του απαντάει: «Το τέλος σου θα έρθει σύντομα. Απόψε θα πεθάνεις.» Πραγματικά ο θεατής αυτός θα δολοφονηθεί την ίδια νύχτα, και ο φίλος του θα πιστέψει τις μαντικές ικανότητες του μέντιουμ. Από κει και πέρα η μικρή πόλη αρχίζει να τρομοκρατείται από μια σειρά μυστηριωδών νυκτερινών δολοφονιών. Η αστυνομία θα πιάσει έναν μικρολωποδύτη που θα ομολογήσει ότι δολοφόνησε μια γριούλα, αλλά υποστηρίζει ότι για τις άλλες δολοφονίες είναι αθώος.
Ο Φράνσις, φίλος του δολοφονημένου θεατή, αρχίζει να κάνει έρευνες και ανακαλύπτει μια τρομερή αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο μάγος στην πραγματικότητα είναι ο τρελός διευθυντής του τρελοκομείου της πόλης, που χρησιμοποιεί για ψευδώνυμο το όνομα Δρ. Καλιγκάρι. Ο Δρ. Καλιγκαρι είχε κάνει μια διατριβή με θέμα τον ομώνυμο μύθο του 11ου αι., σύμφωνα με τον οποίο ο ομώνυμος μάγος είχε δημιουργήσει έναν
δαίμονα, τον Τσέζαρε. Ο Καλιγκάρι είχε συνεχίσει στην διάρκεια της σταδιοδρομίας του να ασχολείται με τον μύθο αυτό, προσπαθώντας να τον επαναλάβει. Όταν μια μέρα οι γιατροί του τρελοκομείου του έφεραν έναν ασθενή υπνοβάτη που κοιμόταν διαρκώς, ο Δρ. Καλιγκάρι συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τον υπνοβάτη για να πραγματοποιήσει κρυφά τα σχέδιά του. Ο υπνοβάτης παίρνει το όνομα του πνεύματος Τσέζαρε και γίνεται άβουλος δούλος του Δρ. Καλιγκάρι· μέσα στον ύπνο του εκπληρώνει τις νυκτερινές δολοφονίες που αυτός του υπαγορεύει.
Τελικά ο Φράνσις αποκαλύπτει την αλήθεια και κατορθώνει να πιάσουν τον Δρ. Καλιγκάρι και να τον κλείσουν μέσα στο ίδιο το τρελοκομείο φορώντας του τον
ζουρλομανδύα. Το έργο θα καταλήξει όμως με μια άλλη, απρόβλεπτη τροπή, αφού ο Φράνσις, φεύγοντας ικανοποιημένος από το τρελοκομείο θα συλληφθεί με την σειρά του και θα κατηγορηθεί για
παράνοια, ενώ ο Δρ. Καλιγκάρι θα παρουσιαστεί και πάλι ως διευθυντής του τρελοκομείου με τα λόγια: «Τον καημένο, τρελάθηκε. Αλλά εγώ θα τον κάνω καλά.»
Καλλιτεχνικό στιλ και επιρροή
Η σκηνοθεσία του έργου είχε αρχικά προταθεί στον
Φριτς Λανγκ, ο οποίος αρνήθηκε λόγω υπερβολικού φόρτου. Το έργο είχε την πρεμιέρα του στις
27 Φεβρουαρίου του
1920 και έκανε αμέσως ιδιαίτερη επιτυχία. Τα σκηνικά και γενικά το
εξπρεσιονιστικό στιλ του έργου ήταν πρωτόγνωρα στο κοινό. Τα κτίρια και οι πόρτες είναι παράξενα, αλλόκοτα και στραβά σαν από εφιάλτη. Το φως άλλοτε φυσικό μα έντονο, άλλοτε ως ζωγραφισμένο με έντονες
φωτοσκιάσεις επιδεινώνει την κατάσταση. Το σενάριο και η πλοκή είναι επίσης εξωπραγματικά και μέσα στην μόδα στην
Γερμανία της διαταραγμένης μεσοπολεμικής εποχής, όπου κυκλοφορούσαν πάμπολλες
θεωρίες παγκόσμιων συνωμοσιών.
Οι κριτικοί της εποχής του ερμήνευσαν το βαθύτερο νόημα του έργου ως αντίδραση ενάντια στην εξουσία της ηττημένης
Γερμανικής αυτοκρατορίας.
Το έργο έγινε αμέσως παράδειγμα της
εξπρεσιονιστικής και
σουρεαλιστικής τέχνης, βρήκε όμως την ίδια μοίρα με άλλα καλλιτεχνήματα, αφού με την άνοδο των Ναζί κατηγορήθηκε ως
εκφυλισμένη τέχνη και απαγορεύτηκε το
1933, ενώ συμπεριλήφθηκε το
1937 στην "
Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης".
Σήμερα έχει αποκατασταθεί και θεωρείται ως έργο ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου, και συνεχίζει να εμπνέει ακόμα και σύγχρονους σκηνοθέτες και σεναριογράφους.
Πηγή: Βικιπαίδεια