Πω πω αισθάνομαι ότι είμαι από άλλον πλανήτη όταν βλέπω αυτές τις τιμές, μια που αναφέρονται στη δεκαετία του 90 και λίγο από 80, εποχές με μεγάλο πληθωρισμό, στις οποίες όχι μόνο ήμουν εκτός Ελλάδας αλλά δεν είχα καν επαφή με τα ελληνικά πράματα.
Στην Τετάρτη Γυμνασίου μια παρέα που γυρνούσαμε μαζί αποφάσισε να σταματάμε σε ένα μαγαζάκι στο δρόμο και να αγοράζουμε γλυφιτζούρια "Κοκκοράκι". Και έκαναν ένα πενηνταράκι το ένα. Αργότερα, στο Πολυτεχνείο, ένα τοστ έκανε 3-5 δραχμές (εξαίρεση το "Μίκυ" στα Εξάρχεια που έφτιαχνε κάτι παλυώροφα τερατώδη τόστ με ό,τι μπορούσες να φανταστείς και έφταναν και δεκάρικο, αλλά ήταν πολυτέλεια). Τα "Καλύτερα Κόμικς" που αγόραζα σπάνια όταν ήμουν παιδάκι έκαναν 1.5 δραχμές. Ένα πακέτο τσιγάρα έκαναν ένα δεκάρικο (δεν θυμάμαι χρονιές).
Τέλη του 1978 αγοράσαμε το οικογενειακό αυτοκίνητο (ένα μεταχειρισμένο ΦΙΑΤ 128, 200k δραχμούλες) και μετά από λίγο καιρό πήγαμε να ψωνίσουμε σε έναν Σκλαβενίτη, πολύ μακρυά από το σπίτι. Κοντά δεν υπήρχε σούπερ μάρκετ οπότε πρώτη φορά μπορούσαμε να πάρουμε όσα πράματα θέλαμε χωρίς σκέψη για το πώς θα κουβαλήσουμε τα ψώνια. Και η μήτηρ ξεσάλωσε, πήρε ένα σωρό από αυτά που κοροϊδευτικά λέγαμε "πολεμικές προμήθειες" (μακαρόνια, ζάχαρη, αλεύρι, χαρτί υγιείας, διότι πώς θα επιβιώσεις σε πόλεμο χωρίς αυτό, ειδικά άμα είσαι δειλός?). Και ο λογαριασμός ξεπέρασε το πεντακοσάρικο (!!), προς μεγάλη φρίκη απαξαπάντων.
Οπότε καταλαβαίνετε πώς αισθάνθηκα ήδη το 89 που γύρισα να υπηρετήσω τη μαμά-Ελλάς και έβλεπα το κατοστάρικο να μη φτάνει ούτε για μια τυρόπιττα! Το μόνο που είχε μείνει σε προπληθωριστικά επίπεδα ήταν ο μισθός των στρατιωτών, που ήταν το τεράστιο ποσό των 490 δραχμών το μήνα (500άρικο ήταν, αλλά είχε ένα δεκάρικο φόρο). Οι περισσότεροι συνναύτες μου δεν πήγαιναν καν να τον πάρουν, δεν άξιζε τον κόπο τους. Εγώ, έχοντας ακόμη το παλιό μου μυαλό, εξακολουθούσα να το θεωρώ τεράστιο ποσό (κι ας έβλεπα πόσο χαμηλά είχε πέσει) και στηνόμουνα στην ουρά κάθε μήνα.