Αναρωτιέμαι αν ο Δεληβοριάς ήταν πραγματικός εστιάτορας / ταβερνιάρης. Στο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή (Ξαρχάκος - Λ. Παπαδόπουλος) έχουμε "πίσω απ' το μαγέρικο του Νεληβοριά" και οι ίδιοι έγραψαν αλλού "Στου Δεληβοριά καθίσαμε και για τα παλιά μιλήσαμε". Από περιέργεια έψαξα σε site με στίχους για άλλες αναφορές σε Δεληβοριά, αλλά η μία που βρήκα αναφερόταν προφανώς στον άνεμο ( Όρτσα τα πανιά, κόντρα στο Δεληβοριά /είναι τ’ αμπάρια γεμάτα, π’ ανάθεμά τα, άγρια θεριά) - ωραιότατο τραγούδι του Αργύρη Κουνάδη, εν παρόδω - και η άλλη δεν ήταν φανερό σε τι αναφερόταν (Σαν του Δεληβοριά ή του Δρογώση / Μες στην Σταδίου τις πατούσες μου έχω λιώσει)
Τραγούδια του Ξαρχάκου πάντως δεν πολυέχουν αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα στους στίχους τους. Βέβαια έχουμε τον Βενιζέλο και τον μη κατονομαζόμενο Κωνσταντίνο τον Α' στο "Της Αμύνης τα παιδιά" και φαντάζομαι, αν και δεν μου έρχεται στο μυαλό παράδειγμα, ότι τα τραγούδια από το Μεγάλο μας Τσίρκο θα έχουν αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, αλλά αυτά είναι για ανάγκες έργων. Ο Γκάτσος έγραψε "Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη". Αν και ο βασιλιάς μπροστά στον οποίο Βαυαροί χωροφυλάκοι χορεύανε συρτάκι στο Μοναστηράκι δεν κατονομάζεται, ο τίλος "Στου Όθωνα τα χρόνια" και η εθνικότητα των χωροφυλάκων δεν αφήνυν αμφιβολίες για το ποιόν εννοούσε ο Γκάτσος.
Αλλά ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ξαρχάκου (όχι πολύ γνωστό, και τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα του) είναι ολόκληρο αφιερωμένο σε έναν άνθρωπο. Πρόκειται για το μελοποιημένο ποίημα του F G Lorca "Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας" με τον Κώστα Πασχάλη και με έναν συγκλονιστικό Μάνο Κατράκη στην απαγγελία. Ο Μεχίας ήταν ιστορικό πρόσωπο, διάσημος ταυρομάχος, φίλος του Λόρκα, που είχε μια ατυχή συνάντηση με έναν ταύρο "πέντε η ώρα που βραδυάζει". Υπάρχει όλο στο youtube. Εδώ το πρώτο απόσπασμα, με τον Κατράκη αρχικά και τον Πασχάλη στο τέλος. Πάλι Γκάτσος στη μετάφραση. Το όνομα "Ιγνάθιο" αναφέρεται αρκετές φορές στο ποίημα.
https://www.youtube.com/watch?v=OqpkQp95Sic&list=PL6_0CVOyr84ZClSZ0nw0io_h60gZ39ZL6&index=1
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το
οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και
νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί σύντροφοι στ’ άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπο του ο ταύρος μουκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα
ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό
βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια.
Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.