Γκρεγκ, ας ξεκινήσουμε με κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τα νεανικά σου χρόνια. Αν δεν κάνω λάθος, μεγάλωσες στο Vancouver Island παίζοντας κυρίως χόκεϊ και ποδόσφαιρο, και δεν ξεκίνησες να παίζεις μπάσκετ πριν το γυμνάσιο. Πες μας λίγα πράγματα για τις παιδικές αναμνήσεις και την οικογένειά σου.
Ως επί το πλείστον έτσι είναι. Όντως μεγάλωσα στο Vancouver Island (στην δυτική ακτή του Καναδά), αλλά πέρασα και 6 χρόνια στην Ευρώπη, πέντε στη Γερμανία και έναν στη Δανία. Δεν ασχολήθηκα με το μπάσκετ πριν το γυμνάσιο. Ένας σημαντικός παράγοντας ήταν ότι είχα μια ραγδαία ανάπτυξη στα 16 μου, οπότε και από 1.88 έφτασα στο 2.03 σε 6 περίπου μήνες. Ως Καναδός έφηβος, το όνειρό μου ήταν να παίξω επαγγελματικό χόκεϊ για τους Toronto Maple Leafs. Όταν ήμουν στην 11η τάξη (
Σημείωση: 16-17 ετών), δοκίμασα να παίξω σε ομάδες ποδοσφαίρου, ράγκμπι, βόλεϊ και μπάσκετ. Το μπάσκετ και το βόλεϊ ήταν τα δύο αθλήματα με τα οποία κόλλησα. Όταν διαπίστωσα πως το μπάσκετ μου έδινε καλύτερες προοπτικές, επικεντρώθηκα σε αυτό.
Μετά από δύο καλές σεζόν στο Northern Idaho Junior College, προσέλκυσες το ενδιαφέρον του Πανεπιστημίου του Washington. Όμως ήρθαν στο φως κάποιες κατηγορίες για παραβιάσεις επιστράτευσης (Σημείωση: Απαγορεύεται στα Αμερικάνικα κολέγια να προσφέρουν ανταλλάγματα σε παίκτες για να φοιτήσουν σε αυτά) που σε εμπόδισαν από το να αγωνιστείς εκεί. Θα ήθελες να ρίξεις λίγο φως σε αυτή την ιστορία; Πόσο δύσκολη περίοδος ήταν αυτή για σένα;
Φυσικά, δεν ήταν και κανένα σπουδαίο πράμα στα μάτια ενός 19άχρονου. Μου έδωσαν παπούτσια και άλλο αθλητικό εξοπλισμό και με φιλοξένησε ένας υποστηρικτής του κολεγίου ένα καλοκαίρι στο σπίτι του. Θεωρώ πως δεν έκανα κάτι λάθος και το Πανεπιστήμιο του Washington έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος για μένα. Απλά εύχομαι να είχα πάει νωρίτερα στο Oregon State, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν το νούμερο ένα της χώρας.
Τα πράγματα τελικά εξελίχτηκαν άριστα για σένα, αφού κατέληξες στο Oregon State University, με τον A. C. Green ως συμπαίκτη. Φτάσατε στους Elite Eight στο τουρνουά NCAA το 1982. Τι θυμάσαι από εκείνη τη σεζόν;
Φανταστική εμπειρία. Λάτρευα τους συμπαίκτες μου και βρέθηκα σε μερικά απίστευτα μπασκετικά περιβάλλοντα. Εκείνη την εποχή κάθε παιχνίδι ήταν sold out και οι οπαδοί ήταν εκπληκτικοί. Τελικά ηττηθήκαμε από το πολύ καλό Georgetown που είχε ηγέτη τον Patrick Ewing.
Το 1984, επιλέχτηκες στον δεύτερο γύρο του draft από τους Chicago Bulls αλλά δεν αγωνίστηκες ποτέ στο NBA. Πιστεύεις ότι άξιζες τουλάχιστον μια ευκαιρία;
Μου δόθηκε η ευκαιρία αφού μου προσφέρθηκε συμβόλαιο. Αποφάσισα να πάω στην Ευρώπη αφού συμβουλεύτηκα φίλους, οικογένεια και τον ατζέντη μου.
Δίπλα στους Μισούνοφ και Φιλίππου
Αντιμέτωπος με τον Danny Vranes της ΑΕΚ
Αγωνιζόμενος με την Εθνική ομάδα του Καναδά, ήσουν ο πρώτος ριμπάουντερ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 και ο δεύτερος ριμπάουντερ του Παγκοσμίου του 1986. Τι είδους προσόντα πρέπει να έχει ένας παίκτης ώστε να κερδίζει τόσα πολλά ριμπάουντς όταν οι αντίπαλοί του είναι συχνά πιο δυνατοί και πιο αθλητικοί;
Το ριμπάουντ δεν είναι μόνο θέμα του ποιος παίκτης είναι ψηλότερος ή πηδάει πιο ψηλά. Σίγουρα δεν ήμουν ο καλύτερος αθλητής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984. Είναι θέμα θέλησης, τοποθέτησης και μπλοκαρίσματος του αντιπάλου σου. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται πολύς κόσμος είναι ότι τα ριμπάουντς δεν κερδίζονται μόνο ψηλά στον αέρα. Μερικές φορές είναι χαμηλά στο έδαφος: αν κάνω block out στον αντίπαλό μου, και η μπάλα κτυπήσει στο παρκέ και την κερδίσω είναι κι αυτό ριμπάουντ.
Πώς κατέληξες στην Ευρώπη; Θυμάσαι τις συνθήκες, και πόσο εύκολη ήταν η απόφασή σου;
Ήρθα στην Ευρώπη γιατί οι Chicago Bulls μου προσέφεραν το μίνιμουμ συμβόλαιο της εποχής ($84,000). Μπορούσα να κερδίσω περισσότερο από τα διπλά στην Ευρώπη και αποφασίσαμε πως ήταν το καλύτερο για μένα. Κοιτώντας πίσω, εύχομαι να είχα μείνει με τους Bulls ώστε να αποδείξω τι αξίζω μαζί τους. Ένας καλός μου φίλους, ο Bill Wennington ήταν αλλαγή μου στους Ολυμπιακούς του 84 και τελικά έπαιξε στους Bulls και κέρδισε τρία δαχτυλίδια πρωταθλητή.
Το 1987, η Ελλάδα εκπλήσσει τον κόσμο κατακτώντας το Πρωτάθλημα Ευρώπης και το μπάσκετ γίνεται το εθνικό μας σπορ εν μια νυκτί. Ο τότε πρόεδρος του Άρη κύριος Μιχαηλίδης υποσχέθηκε μια μεταγραφή σοκ στους οπαδούς αλλά κανείς δεν περίμενε πως θα κατάφερνε να φέρει τον βασικό σέντερ της πρωταθλήτριας Ισπανίας και Κυπελλούχου Ευρώπης Μπαρτσελόνα Greg Wiltjer στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, έφτασες στη Θεσσαλονίκη στις 24 Αυγούστου του 1987. Εκτός από το οικονομικό μέρος, ποιοι ήταν οι παράγοντες που σε έπεισαν να δεχτείς την προσφορά;
Ένας από τους παράγοντες που με έπεισε ήταν ο ενθουσιασμός που υπήρχε γύρω από Ελληνικό μπάσκετ εκείνη την εποχή. Ο τίτλος του Ευρωμπάσκετ ήταν γιγάντιος άθλος, και μου δόθηκε η ευκαιρία να αγωνιστώ ως συμπαίκτης με πέντε μέλη της ομάδας εκείνης (
Σημείωση: Εδώ ο Γκρεγκ έκανε λάθος, οι παίκτες ήταν τέσσερις: Γκάλης, Γιαννάκης, Ρωμανίδης, Φιλίππου), συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου Νίκου Γκάλη. Οι Έλληνες οπαδοί ήταν φανταστικοί και δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια αφοσίωση αφού ακολουθούσαν την ομάδα όπου κι αν πήγαινε. Ασφαλώς και η οικονομική προσφορά ήταν πολύ καλή.
Λίγους μήνες αργότερα, βοήθησες τον Άρη να θριαμβεύσει απέναντι στην Μπαρτσελόνα μέσα στην Ισπανία με 89-88 στις 3 Δεκεμβρίου του 1987. Είδες αυτή την νίκη σαν μια μικρή εκδίκηση;
Ήταν μια πολύ ικανοποιητική νίκη. Έδειξε ότι τα πάντα ήταν δυνατά.
Ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης θεωρούνται ακόμα από πολλούς ως το κορυφαίο περιφερειακό δίδυμο που είχε ποτέ ομάδα εκτός NBA. Συμφωνείς με αυτό τον ισχυρισμό; Πως ήταν η συνεργασία μαζί τους κατά τη διάρκεια των δύο σεζόν που αγωνίστηκες στον Άρη, και τι σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτούς;
Θα συμφωνήσω πως ήταν κάτι το ξεχωριστό. Πιστεύω πως ήμουν πολύ καλός συμπαίκτης ειδικά για τον Γκάλη, οι περισσότεροι Αμερικάνοι θα είχαν διαμαρτυρηθεί που δεν έπαιρναν τη μπάλα ενώ εγώ κράταγα το στόμα μου κλειστό και απολάμβανα την "διαδρομή". Στον Γκάλη αυτό που με εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν πως παρά το ύψος του μπορούσε πολύ απλά να σκοράρει απέναντι σε οποιονδήποτε, οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Επίσης είχε την ικανότητα να "αιωρείται" και να περνάει τα σουτ απέναντι σε ψηλούς και αθλητικούς αμυντικούς. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο από τον Γιαννάκη ήταν πόσο σκληρός ήταν. Δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν και σε περισσότερες από μία περιπτώσεις έχυσε το αίμα του στο παρκέ - ήταν ένας πραγματικός ηγέτης και αρχηγός.