MΑΚΡΥΚΩΣΤΑΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΔΕΣ
1. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ (ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ): Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ (ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ): Πιστόλι.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Πιστόλι; Γύρνα από κει!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι φοβάσαι ρε;
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Πιστόλι είναι βρε Παντελή. Αμα δε φοβηθώ τα πιστόλια, τι θα φοβηθώ; Τα μελομακαρονα;
( αι λίγο αργότερα)
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Είσαι όμως ένα δερβισόπαιδο βρε Στέλιο!
2. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Πότε ήρθες, μπάρμπα;
ΜΠΑΡΜΠΑΣ (ΖΕΡΒΟΣ): Αυτούνη τη στιγμή.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Για κείνη τη δουλειά που έλεγες;
ΜΠΑΡΜΠΑΣ: Τσου. Για του λόγου σου.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Δηλαδή;
3. ΜΠΑΡΜΠΑΣ: Δεν έχεις αίμα στις φλέβες σου;
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Έχω, μπάρμπα, και το χρειάζομαι…
3. ΘΕΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ (ΓΑΡΜΠΗ): Βρε ήρθες στην Αθήνα και Δε θα πάρεις εκδίκηση;
ΜΑΚΥΡΚΩΣΤΑΣ: Θεία, εκδίκηση δε θα πάρω. Το μόνο που λογαριάζω να πάρω είναι κανα-δυο πουκάμισα).
4. (ένα παιδάκι έχει κάνει τον κόσμο άνω κάτω στο Ξενοδοχείο)
ΜΗΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΟΥ: Ε, παιδάκι είναι, παίζει!
ΡΕΣΕΨΙΟΝΙΣΤ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ): Και γω μεγάλος είμαι, δέρνω!
5. ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ (ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ): Εμείς πάντως για καλό και για κακό, κλείνουμε τα παράθυρα, ανάβουμε τα φώτα, κλειδώνουμε και την πόρτα.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Χραπ, βάζουμε και το συρτάκι. Πώς, κάτι κρατάει κι αυτό.
ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ: Και.. δεν ξέρω, μήπως... βάλουμε και το τραπεζάκι πίσω απ' την πόρτα, ε;
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Πως, πως! Γιατί όχι και την ντουλαπίτσα;
ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ: Και τη ντουλαπίτσα. Και τη ντουλαπίτσα.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Αστειεύεστε κύριε; Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά. Στα αμπαρώνω, στα κλειδώνω, στα συρταρώνω, σου βάζω το τραπεζάκι και τη ντουλαπίτσα κι άντε να δούμε πώς θα μπεις εσύ μετά.
ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ: Άντε να μπεις εσύ μετά. Άντε μπες εσύ μετά. Για κορόιδο μας περνάς; Ε;
6. ΜΠΑΡΜΠΑΣ: Γιατί μασκαρεύτηκες έτσι βρε ζωντόβολο;
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Για να μη με γνωρίσει.
ΜΠΑΡΜΠΑΣ: Ου να χαθείς, ρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογεωργαίων, αίσχος της φαμίλιας μας.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Γιατί ρε μπαρμπούλη;
ΜΠΑΡΜΠΑΣ: Γιατί ογδόντα χρονώ βεντέτα, έπεσε στα χέρια σου και την έκανες γαϊτανάκι. Το στρίβεις κιόλας, ξένο μουστάκι;
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ: Ε, μια που το 'χω... άσε με να το στρίψω.
7. ΚΥΡΙΟΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΗΣ (ΔΙΑΝΕΛΛΟΣ): Εδώ που τα λέμε, ούτε γω τον είδα να πυροβολεί.
ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ: Ε, ποιός τον είδε; Μόλις έπεσε η πιστολιά, γίναμε όλοι βενζινάκατοι. Έτσι δεν είναι, κύριε Περδικούλη μου;
ΚΥΡΙΟΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΗΣ: Τι να σου πω, μωρέ Θωμά μου.
ΜΑΚΡΥΚΩΣΤΑΣ: Μη λες ονόματα... Είπαμε... Μη λες ονόματα... Πες με πάτερ. Εγώ θα καταλάβω! Κι Ελένη να με πεις, πάλι θα καταλάβω!
Η ΔΕ ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΗΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ: Μίλα ρε Χαράλαμπε. Μας κανονίζει και τα δωμάτια η γυναίκα σου.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ (ΞΕΝΙΔΗΣ): Κατίνα, πάψε να ρυθμίζεις τις υποθέσεις των άλλων. Κατίνα αλτ!
ΚΑΤΙΝΑ (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ): Τα αλτ και τις αγριάδες σου, όχι σε μένα. Στους νεοσύλλεκτους Μπούλη.
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ: "Μπούλη";
ΚΑΤΙΝΑ: ...και σε παρακαλώ, όταν μιλάω εγώ, εσύ ρούφα τ' αυγό σου!
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ: Τι είναι αυτό ρε;
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: Μια οικογενειακή μας έκφρασις.
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ: Δηλαδή, κάτι σαν "σκασμός", ε; Ώρε "σούζα"!