Δεν ξέρω τί λένε όσοι έζησαν σε μεγάλες πόλεις. Εγώ τα έκανα όλα όσα γράφτηκαν στο πρώτο δημοσίευμα και ακόμη παραπάνω. Νομίζω ότι ζήσαμε σε μία εποχή μοναδική. Υπήρχαν φοβίες, όμως λίγες και ουσιαστικά ανώδυνες. Μοιραζόμασταν τα παιχνίδια μας, μοιραζόμασταν την ζωή μας με τους φίλους. Παίξαμε, κάναμε παρέες, τσακωθήκαμε, δείραμε μας έδειραν, συμφιλιωθήκαμε, τρέξαμε, κρυφτήκαμε, πέσαμε, ματώσαμε, σπάσαμε χέρια - κεφάλια - πόδια (ένα σωρό κόκαλα), σκίσαμε τα ρούχα μας, μαυρίσαμε τα γόνατα μας, ματώσαμε, ερωτευτήκαμε, απογοητευτήκαμε, μεθύσαμε, ξαναερωτευτήκαμε, κάναμε έρωτα. Κάναμε μπάνιο μέρα με το μαγιό και νύχτα γυμνοί. Έφευγα πρωί από το σπίτι και ναι γύριζα αργά το βράδυ και όλα ήταν φίνα. Κοιμόμασταν με ανοιχτά τα παράθυρα ή δεν κοιμόμασταν καθόλου με την κουβέντα και με το να ρεμβάζουμε. Ζήσαμε κάθε λεπτό και το ζήσαμε έντονα. Δεν υπήρχε η αποστείρωση που υπάρχει σήμερα. Δεν υπήρχε η υπερπροστασία που υπάρχει σήμερα. Δεν υπήρχαν οι "πλαστές" ανάγκες που υπάρχουν σήμερα. Δεν υπήρχε ο φόβος και η οργή που υπάρχει σήμερα. Δεν είχαμε λεφτά - κινητά - ακριβά ρούχα. Δεν υπήρχε κάτι ή κάποιος να μας κλέψει. Το παιδί μου προτίθεμαι όσο περνάει από τα χέρια μου, να μην του λείψει τίποτα, όμως αναρωτιέμαι εάν ποτέ θα ζήσει όλα αυτά που έζησα εγώ. Αναρωτιέμαι εάν θα ζήσει στην ίδια ένταση και ανεμελιά όσο εγώ. Οι γονείς και τότε και τώρα πρόσφεραν την ίδια αγάπη και φροντίδα στα παιδιά τους. Ίσως εγώ μάλιστα να προσφέρω περισσότερο χρόνο, στοργή, αγάπη αλλά και πολύ περισσότερα υλικά αγαθά στο δικό μου. Όμως μεγαλώσαμε με τους φίλους μας και τις παρέες μας, έξω στους δρόμους και τις πλατείες, όχι μέσα σε τέσσερις τοίχους. Η διαφορά του τότε με το τώρα υπάρχει και είναι μεγάλη. Το βλέπω και το ζω στον εαυτό μου.