O herco έχει δίκιο, το εν λόγω κείμενο υπάρχει στο διαδίκτυο εδώ και πολυυυύ καιρό.
Εγώ το είχα διαβάσει πριν το 2009, περισινά ξινά σταφύλια δηλαδή,
αλλά ίσως κάποιοι θαμώνες του RM δεν το είχαν δει ως τώρα.
Επιπλέον, αυτό το κείμενο ήταν μόνον η αρχή μιας σχετικής συζήτησης (η οποία δεν παρατίθεται στην πηγή που δόθηκε).
Ένα μέρος από την συνέχεια ήταν περίπου ως ακολούθως :
"ΣΥΜΦΩΝΑ με τους σημερινούς νομοθέτες και τεχνοκράτες, όσοι ήμασταν παιδιά στη δεκαετία του 60 και του 70,
δεν θα έπρεπε να εiχαμε επιβιώσει μέχρι τώρα, γιατί οι παιδικές μας κούνιες, ας πούμε, ήταν βαμμένες με μπογιά που περιείχε σίδηρο.
Κι εμείς, γλείφοντάς την όλη μέρα, θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει από δηλητηρίαση.
Στα φάρμακα εκείνης της εποχής δεν είχαμε ειδικά καπάκια ασφαλείας, όταν καβαλάγαμε τα ποδήλατά μας δεν φορούσαμε κράνη.
Στο αυτοκίνητο των γονιών μας, όταν μπαίναμε, ούτε σε ειδικά καθίσματα καθόμασταν ούτε ζώνες φορούσαμε ούτε αερόσακους είχαμε.
Ήταν μεγάλο γλέντι όταν μας επέτρεπε ο μπαμπάς να καθίσουμε μπροστά.
ΝΕΡΟ πίναμε από τη βρύση και είχε την ίδια γεύση με αυτό που πίνουμε σήμερα εμφιαλωμένο.
Τρώγαμε ψωμί με βούτυρο και γλυκά απίθανα και πατάτες τηγανητές και δεν ήμασταν ποτέ παχύσαρκοι, γιατί τρέχαμε συνεχώς έξω,
παίζαμε, δεν καθόμασταν στον καναπέ ή στο κομπιούτερ.
Το αναψυκτικό ή την μπύρα μας τα μοιραζόμασταν από το ίδιο μπουκάλι ή τενεκέ με τους φίλους μας.
Κανείς μας δεν πέθανε απ αυτό.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΑΜΕ κάτι γκο-καρτ της συμφοράς με τις ώρες και έπειτα ανεβαίναμε στην κορυφή μιας μεγάλης ανηφόρας και κατεβαίναμε φουλ,
ανακαλύπτοντας πολύ αργά ότι είχαμε ξεχάσει να φτιάξουμε φρένα.
Γκρεμοτσακιζόμασταν. Ματώναμε. Σπάγαμε χέρια και πόδια. Πονούσαμε. Κλαίγαμε.
Δεν βάζαμε τους γονείς μας να κάνουν μήνυση στη μάντρα απ όπου αγοράσαμε τα παλιοσίδερα με τα οποία φτιάξαμε το καρτ μας.
Και, να μαστε! Ακόμα ζωντανοί. Και ωραίοι.
ΦΕΥΓΑΜΕ από το σπίτι το πρωί και επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει.
Κανείς δεν μας γύρευε. Ήξεραν ότι θα επιστρέφαμε.
Δεν είχαμε ούτε Play Station ούτε X-Box ούτε video game ούτε 99 κανάλια στην τηλεόραση ούτε ήχο surround, ούτε κινητά τηλέφωνα,
ούτε PC ούτε chat rooms για μοναχικές ψυχούλες στο Ιντερνετ.
Είχαμε φίλους που πηγαίναμε έξω για να τους συναντήσουμε. Πλακωνόμασταν στο ξύλο. Ξύλο άγριο, μιλάμε.
Ούτε ένας ποτέ δεν πήγε στη μαμά ή στον μπαμπά του για να καταγγείλει εκείνον από τον οποίον τις έφαγε.
ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ περπατώντας στα σπίτια των φίλων μας. Με τα πόδια πηγαίναμε και στο σχολείο.
Δεν μας έπαιρναν η μαμά κι ο μπαμπάς ούτε το σχολικό.
Όταν δεν είχαμε τι παιχνίδι να παίξουμε, ανακαλύπταμε καινούργια.
Με ξύλα, με λαστιχάκια, με μπαλάκια του τένις, με πέτρες, με νερό, με...τίποτα.
Το παιχνίδι θέλει φαντασία. Κι εμείς τη δική μας φαντασία την καλιεργούσαμε.
Είχαμε ελευθερία, αποτυχίες, επιτυχίες και υπευθυνότητα. Και μάθαμε να τα χειριζόμαστε όλα αυτά καλά.
Είμαστε η γενιά που στερήθηκε πολλά, αλλά είχε τα πάντα."
κλπ κλπ...
Δεν είχα κρατήσει τον σύνδεμο για να παραθέσω την πρωταρχική πηγή
(που ίσως και να μην υπάρχει πλέον μετά από τόσον καιρό.)
Τα κείμενα αυτά (και τα σχόλια που ακολουθούσαν) βρίθουν από υπερβολικό ευφημισμό με τον οποίο εγώ δεν μπορώ να συμφωνήσω.
Π.χ. καταστάσεις που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο είναι λάθος να ωραιοποιούνται.
Πέραν αυτού, το σημαντικό που πρέπει να συλλογιστούν όσοι εκθειάζουν τα παραπάνω,
είναι ότι, η τόσο πιο καλή - ας πούμε - παιδική ηλικία που είχαμε,
και όλα αυτά τα θετικά στοιχεία που υποτίθεται ότι έλαβε η δική μας γενεά στα παιδικά χρόνια,
δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζονται μακροσκοπικά στην τωρινή ελληνική κοινωνία (που απαρτίζεται πλέον σήμερα κυρίως από εμάς).
Όπερ μπορεί να σημαίνει ότι, τελικά, μάλλον δεν ωφεληθήκαμε από τα παραπάνω όσο νομίζουμε...
(Άντε, και χρόνια πολλά...)
-